*The older decisions of the CMEC - Committee of Media Ethics Cyprus are republished from the archive and no intervention has been made in their content.
*The older decisions of the CMEC - Committee of Media Ethics Cyprus are republished from the archive and no intervention has been made in their content.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
19AB/2018
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
20/06/2018
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Υπόθεση 19Α/18/6/2018 Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας συνήλθε σε έκτακτη συνεδρία κατά την οποία ασχολήθηκε με το θέμα που προέκυψε από τη δημοσίευση ανακριβών ισχυρισμών ότι μετέχει σε προσπάθεια ετοιμασίας γλωσσαρίου, το οποίο να μπορούν, εάν επιθυμούν, να χρησιμοποιούν οι δημοσιογράφοι των δύο κοινοτήτων και από τον ανεδαφικό ισχυρισμό ότι επιχειρεί δήθεν φίμωση των δημοσιογράφων. Επί του προκειμένου, η Επιτροπή τονίζει ότι έχοντας ορισθεί από τον Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας ως θεματοφύλακας της ελευθερίας του Τύπου και της ελεύθερης έκφρασης δεν θα ήταν ποτέ δυνατό έστω και να διανοηθεί να περιορίσει στο ελάχιστο και με κανένα τρόπο την ελευθερία έκφρασης των δημοσιογράφων και των ΜΜΕ. Η Επιτροπή επιθυμεί να τονίσει για άλλη μια φορά ότι δεν έχει αποφασίσει να αναμιχθεί και δεν έχει καμιά ανάμιξη στην πρωτοβουλία που ανέλαβε το Γραφείο του Εκπροσώπου για την Ελευθερία των Μέσων του ΟΑΣΕ (Οργανισμός Ασφάλειας του Συμβουλίου της Ευρώπης) για την ετοιμασία γλωσσαρίου για εθελοντική χρήση από τους δημοσιογράφους των δύο κοινοτήτων. Επί του προκειμένου, αφού έλαβε γνώση εξέφρασε απογοήτευση για το γεγονός ότι σε ανακοίνωση της Ενωσης Συντακτών Κύπρου ημερομηνίας 10/10./2017, ενδεχομένως λόγω ελλιπούς ή λανθασμένης πληροφόρησης, αναφέρθηκε ότι η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας συμμετείχε σε προκαταρκτική συζήτηση με τη συμμετοχή εκπροσώπων της αντίστοιχης επιτροπής των κατεχομένων περιοχών για την ετοιμασία γλωσσαρίου, χωρίς στη συνέχεια να αναφέρεται ότι το Γραφείο του Εκπροσώπου για την Ελευθερία των Μέσων του ΟΑΣΕ υπέδειξε την ομάδα εμπειρογνωμόνων που θα εργαζόταν για την ετοιμασία του γλωσσαρίου και ότι απλώς ενημέρωσε για αυτή του την πρωτοβουλία την Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας. Η απάντηση της Επιτροπής στην πληροφόρηση αυτή ήταν ότι θα μπορούσε να ασχοληθεί με το θέμα όταν θα είχε ενώπιόν της συγκεκριμένη επίσημη και τελική πρόταση από τον ΟΑΣΕ. Η Επιτροπή διευκρινίζει ότι η συμμετοχή του μέλους της Επιτροπής Χρίστου Χριστοφίδη, που είναι και Γραμματέας της Ενωσης συντακτών Κύπρου, στην ομάδα του ΟΑΣΕ έγινε με τον προσωπική του και μόνο ιδιότητα και ότι οποιεσδήποτε αποφάσεις, εισηγήσεις ή ενέργειες της ομάδας του ΟΑΣΕ δεν δεσμεύουν με κανένα τρόπο την Επιτροπή. Ο κύριος Χριστοφίδης, πριν 6 μήνες, σε συνεδρίαση της Επιτροπής αυτοβούλως ζήτησε να ενημερώσει την ΕΔΔ για την πορεία των εργασιών της δικοινοτικής επιτροπής σε σχέση με το γλωσσάρι. Και πάλι η ΕΔΔ ενημέρωσε το κύριο Χριστοφίδη πως θα λάβει τελική απόφαση περί της αρμοδιότητας της ή όχι, αφού ολοκληρωθεί η όλη εργασία και υποβληθεί επίσημα από τον ΟΑΣΕ. Η Επιτροπή επαναλαμβάνει ότι θα λάβει θέση επί των εισηγήσεων του ΟΑΣΕ όταν και εφ’ όσον θα έχει ενώπιον της συγκεκριμένη και επίσημη ενημέρωση και θα γνωρίζει το ακριβές περιεχόμενο οποιασδήποτε εισήγησης, λαμβάνοντας πάντα υπόψη τις πρόνοιες του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας. Περαιτέρω, η Επιτροπή μελετώντας την κατάσταση όπως δημιουργήθηκε και εξελίχθηκε, έκρινε ότι η άδικη στοχοποίηση της ΕΔΔ οφείλεται στον παραπλανητικό τίτλο της εφημερίδας «Η Σημερινή», η οποία αντί να αναφέρει ότι το εν λόγω γλωσσάρι ετοιμάζει ο ΟΑΣΕ, απέδωσε την πρωτοβουλία στην Επιτροπή, επισημαίνοντας μάλιστα ότι αυτή είναι που διαμορφώνει το συγκεκριμένο γλωσσάρι. Υπό το φως των ανωτέρω, η Επιτροπή εξέφρασε πλήρη εμπιστοσύνη και επιδοκιμασία για τους χειρισμούς του θέματος από τον Πρόεδρό της και δεν αποδέχθηκε την παραίτηση του την οποία υπέβαλε υπό την επίδραση της φόρτισης για άδικες επιθέσεις που υπέστη από μερίδα δημοσιογράφων. Τέλος, η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας επιθυμεί να υπογραμμίσει ότι υπόκειται στην κρίση των Ιδρυτικών Φορέων (Συνδέσμου Εκδοτών Κύπρου, Ενωσης Συντακτών Κύπρου, Ιδιοκτητών Ιδιωτικών Τηλεοπτικών και Ραδιοφωνικών Σταθμών και της Κυπριακής Οργάνωσης Εκδοτών Διαδικτύου) που διόρισαν τα μέλη της και της ανέθεσαν το έργο της παρακολούθησης της εφαρμογής του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΗΣ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ Λευκωσία, 20 Ιουνίου, 2018
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
19/2018
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
18/06/2018
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Υπόθεση 19/18/6/2018. Αναφορικά με το χθεσινό δημοσίευμα της εφημερίδας «Σημερινή» (17/06/2018) που παρουσιάζει την Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας «να ετοιμάζει γλωσσάρι με λέξεις που ικανοποιούν τα κατεχόμενα» επιθυμούμε να σημειώσουμε τα ακόλουθα: Πριν ένα περίπου χρόνο το Γραφείο του Εκπροσώπου για την Ελευθερία των Μέσων του ΟΑΣΕ (Οργανισμός Ασφάλειας του Συμβουλίου της Ευρώπης) ανέλαβε πρωτοβουλία για δημιουργία συνθηκών περαιτέρω συνεργασίας μεταξύ Ελληνοκύπριων και Τουρκοκύπριων δημοσιογράφων, μέσω των δημοσιογραφικών ενώσεων και στις δύο πλευρές. Μεταξύ άλλων προτάθηκε η δημιουργία ενός γλωσσαρίου στη βάση εμπειρίας που αποκόμισε ο Οργανισμός από μια αντίστοιχη προσπάθεια που έγινε μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων δημοσιογράφων. Στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας αυτής ο ΟΑΣΕ κατέθεσε την εισήγηση όπως δημοσιογράφοι και από τις δυο πλευρές επεξεργαστούν και καταθέσουν ένα γλωσσάρι κοινής αποδοχής. Το γλωσσάρι αυτό θα μπορούσαν να το χρησιμοποιούν πάνω σε εθελοντική βάση όσοι δημοσιογράφοι το θεωρούν χρήσιμο. Για υλοποίηση της ιδέας αυτής ο ΟΑΣΕ προχώρησε στη σύσταση μιας ομάδας εμπειρογνωμόνων αποτελούμενης από Ε/κ και Τ/κ. Για την σύσταση αυτής της ομάδας ενημερώθηκε και η ΕΔΔ. Ταυτόχρονα ο ΟΑΣΕ ζήτησε από την ΕΔΔ να εξετάσει το ενδεχόμενο να συνδράμει την όλη προσπάθεια. Η Επιτροπή επισήμανε ότι για να μπορεί να ασχοληθεί με το θέμα θα πρέπει πρώτα να έχει ενώπιον της συγκεκριμένη επίσημη πρόταση. Διευκρινίζεται ότι μέχρι στιγμής η ΕΔΔ δεν έχει ενημερωθεί για την κατάληξη της προσπάθειας, πολύ δε περισσότερο για το περιεχόμενο του γλωσσαρίου. Επιπλέον, η Επιτροπή δεν αποφάσισε καν αν έχει αρμοδιότητα να εξετάσει το συγκεκριμένο ζήτημα και εννοείται δεν έχει αποφασίσει να εισηγηθεί ή να υιοθετήσει ο,τιδήποτε. Τέλος σημειώνεται ότι μέλος της ομάδας εμπειρογνώμων που σύστησε ο ΟΑΣΕ είναι, με την προσωπική του όμως ιδιότητα, και ένα μέλος της ΕΔΔ. Αυτά προς αποκατάσταση της αλήθειας. ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΗΣ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ Λευκωσία, 18 Ιουνίου, 2018
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
17/2018
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
21/05/2018
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΣΥΣΤΑΣΗ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε εισήγηση (υπόθεση 17/1/5/2018) από Μιχάλη Μιλτιάδου για παρέμβαση προς τους δημοσιογράφους που παρουσιάζουν εκπομπές στο ραδιόφωνο ή στην τηλεόραση να μη διαπληκτίζονται με πολίτες που τους επικρίνουν, αλλά να δέχονται την κριτική και να διαλέγονται με τους επικριτές τους «μέσα στους κανόνες ελεύθερης και δημοκρατικής έκφρασης». Ο κ. Μιλτιάδου ανέφερε ότι το φαινόμενο του διαπληκτισμού δημοσιογράφων με πολίτες «δημιουργεί την άσχημη εικόνα για τους δημοσιογράφους ότι όχι μόνο δεν αποδέχονται την κριτική αλλά και ότι χρησιμοποιούν την θέση τους για να μην αφήνουν να ακούγεται η οποία κριτική εναντίον τους. Επειδή το φαινόμενο αυτό δεν ταιριάζει σε μία δημοκρατική κοινωνία που η ελευθερία της γνώμης κατοχυρώνεται, όπου δεν υπάρχουν ιερές αγελάδες που να εξαιρούνται της κριτικής και δεν υπάρχει το αλάθητο για κανένα, εισηγούμαι όπως περιλάβετε στην δεοντολογία σας ειδική διάταξη κάτω από τις Ερμηνευτικές και Καθοδηγητικές γραμμές». Η Επιτροπή αποφάσισε ότι δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητά της να κάμει συστάσεις συμπεριφοράς στους δημοσιογράφους ως προς τον τρόπο ενέργειάς τους όταν παρουσιάζουν εκπομπές, πέραν του να επισημάνει τη γενική πρόνοια του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας που ορίζει ότι «το ήθος, η αξιοπρέπεια και εντιμότητα, η διαγωγή, η συμπεριφορά και το επαγγελματικό επίπεδο των λειτουργών θα πρέπει να είναι της υψηλότερης δυνατής στάθμης».
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
30/2017
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
17/05/2018
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
Τερματισθέν
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (30/12/11/2017) εκ μέρους του Δ.Σ. της Ομόνοιας για φερόμενα προσβλητικά και μεροληπτικά σχόλια του παρουσιαστή της εκπομπής του ΡΙΚ «Γκόλ και Θέαμα» Ανδρέα Πογιατζή. Ειδικότερα, το παράπονο ανέφερε ότι ο κ. Πογιατζής, στην εκπομπή του στις 30/10/2017, εκστόμισε προσβλητικά και απαξιωτικά σχόλια σε βάρος ποδοσφαιριστή της Ομόνοιας, αποκαλώντας πρώην τερματοφύλακα της ομάδας «παπλωματά». Ο κ. Πογιατζής ανέφερε στην Επιτροπή πως «το ύφος της εκπομπής Γκολ και Θέαμα», έχει άφθονο χιούμορ και προσπαθεί να στέλνει σωστά μηνύματα χωρίς τον φανατισμό, προσθέτοντας ότι παλαιότερα τους τερματοφύλακες που δέχονταν γελοία τέρματα τους αποκαλούσαν «παπλωματάδες» Η Επιτροπή είχε αποφασίσει να μεσολαβήσει,. με βάση της σχετική πρόνοια του Κώδικα περί ειρηνικής επίλυσης διαφορών, μεταξύ Ομόνοιας και ΡΙΚ για τερματισμό υφιστάμενης μεταξύ των δύο μερών της διαμάχης. Ωστόσο, λόγω τη μακράς εκκρεμότητας στα διοικητικά θέματα του σωματείου αποφάσισε ότι δεν ήταν πρόσφορο ή σκόπιμο να ασχοληθεί περαιτέρω με το παράπονο που υπέβαλε το προηγούμενο Διοικητικό Συμβούλιο του Σωματείου Ομόνοια ή με τη μεσολάβηση, εκτός αν το ζητήσει το νέο Διοικητικό Συμβούλιο της Ομόνοιας.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
4/2018
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
19/04/2018
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (4/2/2/2018) από το δημοσιογράφο Στέλιο Ορφανίδη ότι δημοσίευμα στην εφημερίδα ΡΕΠΟΡΤΕΡ το οποίο αναφερόταν στη Maria Efimova, φερόμενη πληροφοριοδότρια της Μαλτέζας δημοσιογράφου Δάφνη Γκαρουάνα Γκαλίτσα, που δολοφονήθηκε με βόμβα στο αυτοκίνητό της στη Μάλτα, περιείχε ανεξακρίβωτες πληροφορίες και συνιστούσε προσπάθεια δολοφονίας χαρακτήρα. Ο παραπονούμενος ανέφερε επίσης ότι το δημοσίευμα, συνιστούσε προσωπική επίθεση εναντίον της κ. Μαρίας Εφίμοβα και ότι το επίμαχο κείμενο φαίνεται πως αποτελεί μέρος μιας ενορχηστρωμένης προσπάθειας δολοφονίας χαρακτήρα, γιατί περιέχει διάφορους συκοφαντικούς ισχυρισμούς τους οποίους αποδίδει σε δήθεν ξένα δημοσιεύματα που με τη σειρά τους επικαλούνται ανώνυμες πηγές. Το δημοσίευμα, ημερομηνίας 21/1/2018 αρχίζει με τον ισχυρισμό, χωρίς καμιά τεκμηρίωση, ότι δεν επιβεβαιώθηκε με κανένα έγγραφο ο ισχυρισμός της δολοφονημένης δημοσιογράφου Daphne Garuana Galitzia πως η εταιρεία Egrant, η οποία φέρεται να εμπλέκεται στα λεγόμενα «Εγγραφα Παναμά» (Panama Pepers) ανήκε στη σύζυγο του πρωθυπουργού της Μάλτας Μισέλ Μουσκάτ, καθώς και με τη θέση του πρωθυπουργού πως ο ισχυρισμός είναι «το μεγαλύτερο ψέμα στην ιστορία της πολιτικής». Στη συνέχεια διατυπώνεται η θέση ότι το πρόσωπο πίσω από τον ισχυρισμό αυτό είναι «μια γυναίκα από τη Ρωσία με ένα σκοτεινό παρελθόν στην Κύπρο», η Maria Efimova, που φέρεται να καταζητείται από τις Αρχές της Κύπρου, της Ιρλανδίας και της Μάλτας για διάφορα φερόμενα αδικήματα. Επί πλέον διατύπωνε τον ισχυρισμό ότι «ερευνητής από τις αστυνομικές αρχές για τις υποθέσεις εναντίον της στη Μάλτα ανέφερε ότι είχε πέσει σε συνεχείς αντιφάσεις και ψέματα». Το κείμενο περιείχε επίσης ισχυρισμούς για τη συμπεριφορά της Εφίμοβα στη διάρκεια φερόμενων ανακρίσεών της στη Μάλτα και στην Κύπρο και της διακινήσεις της ιδίας και του συζύγου της, που αναφέρθηκε ονομαστικά. Περαιτέρω ανέφερε ότι για τουλάχιστον τέσσερα χρόνια αναζητούνται από τις Αρχές με διεθνή και ευρωπαϊκά εντάλματα σύλληψης. Επίσης περιείχε φερόμενους ισχυρισμούς ανώνυμων στελεχών δύο τραπεζών στην Κύπρο όπου δούλευαν η Εφίμοβα και ο σύζυγός της, με καθόλου κολακευτικά σχόλια για την εργασιακή τους απόδοση, καθώς και ισχυρισμούς για φερόμενες παρατυπίες σε εταιρεία στη Λεμεσό όπου εργαζόταν η Εφίμοβα. Εξ άλλου, πρώην συνάδελφός της που δεν κατονομάστηκε, φέρεται, σύμφωνα με το δημοσίευμα, να έχει δηλώσει ότι η Εφίμοβα «χωρίς λόγο έκρυβε καταστάσεις με ψέματα». Επίσης ανέφερε πως έρευνες κατέδειξαν πως η Εφίμοβα και ο σύζυγός της πήγαν στην Ιρλανδία όταν έφυγαν από την Κύπρο και διατύπωνε τον ισχυρισμό ότι «έχει ξεγελάσει και χλευάσει αρκετές δικαστικές εντολές ενώ έχει γίνει και ειδική στην αποφυγή από την σύλληψη της από την αστυνομία». Τέλος άφηνε υπονοούμενο για Ευρωβουλευτές, αναφέροντας ότι τα προαναφερθέντα μιλούν «για την ακεραιότητα και την αξιοπιστία των ευρωβουλευτών και των πολιτικών δυνάμεων που την υποστηρίζουν και τροφοδοτούν αυτήν την φρενίτιδα». Απαντώντας σε παράκληση της Επιτροπής να παραθέσει τις απόψεις του, ο υπεύθυνος της ιστοσελίδα Νίκος Προκομμένος ανέφερε ότι «εμείς απλά κάναμε αναφορά στο ποια είναι η συγκεκριμένη κυρία και τι αναφέρουν γι’ αυτή τα ξένα μέσα μαζικής ενημέρωσης-τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο». Εξ άλλου, ανταποκρινόμενος σε άλλη παράκληση της Επιτροπής να παραθέσει τις συγκεκριμένες πηγές πληροφόρησης της ιστοσελίδας, παρέπεμψε σε τρείς διαδικτυακούς συνδέσμους για δημοσιεύματα. Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι τα δημοσιεύματα αυτά ήταν νεότερα του επίμαχου δημοσιεύματος και δεν αποτελούσαν σε καμιά περίπτωση την πηγή της είδησης της εφημερίδας, δεδομένου ότι αναφέρονταν σε γεγονότα μεταγενέστερα του Ιανουαρίου, 2018. Και τα τρία δημοσιεύματα που επικαλέστηκε ο κ. Προκομμένος ως πηγή πληροφόρησης στηρίζονται σε είδηση που δημοσίευσε η Financial Mail, η οποία είχε ως αντικείμενο την έκδοση εντάλματος σύλληψης της Maria Efimova από τις Κυριακές αρχές, ύστερα από καταγγελία που έγινε το Δεκέμβριο του 2018, ότι η Εφίμοβα είχε κλέψει ή καταχρασθεί χρήματα από εταιρεία καλλυντικών στη Λεμεσό, στην οποία εργαζόταν μέχρι το 2014. Τα δημοσιεύματα αυτά δεν έχουν καμιά σχέση με τους ισχυρισμούς που διατυπώνονται στην επίμαχη είδηση του ΡΕΠΟΡΤΕΡ και επομένως λανθασμένα και κακώς έγινε επίκλησή τους ως πηγής των πληροφοριών του επίμαχου δημοσιεύματος. Η Επιτροπή σημείωσε επίσης ότι κατά το χρόνο της εξέτασης της υπόθεσης, Εφετείο στην Ελλάδα απέρριψε αίτημα της Μάλτας για έκδοση της Εφίμοβα για να δικασθεί και η ίδια αφέθηκε ελεύθερη. Η Επιτροπή κατέληξε στη διαπίστωση ότι, από μια απλή και μόνο ανάγνωση του όλου κειμένου, προκύπτει αβίαστα το συμπέρασμα ότι πρόκειται για ένα προκατειλημμένο κείμενο που συνιστούσε σαφή προσωπική επίθεση εναντίον της Μαρίας Εφίμοβα και που εγράφη με μοναδικό σκοπό να πληγεί η αξιοπιστία της και κατά συνέπεια να υποσκαφθεί το κύρος των αποκαλύψεών της για το πρωθυπουργικό ζεύγος της Μάλτας στο σκάνδαλο των «Εγγράφων του Παναμά». Το γεγονός αυτό παραβιάζει τη γενική πρόνοια του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας περί σεβασμού του δικαιώματος του πολίτη για αντικειμενική, ολοκληρωμένη και έγκυρη πληροφόρηση, όσο και της πρόνοιας που απαγορεύει τις δυσμενείς διακρίσεις για οποιοδήποτε λόγο. Η Επιτροπή κατέληξε επίσης στις ακόλουθες διαπιστώσεις. ** Η είδηση είναι παραπλανητική, γιατί δεν αναφέρει την πηγή πληροφόρησής της και δίδει την εντύπωση ότι είναι προϊόν έρευνας της ιστοσελίδας, ενώ σύμφωνα με την πληροφόρηση που έδωσε ο υπεύθυνος της ιστοσελίδας, πρόκειται για άντληση πληροφοριών από ξένα μέσα ενημέρωσης. Το γεγονός αυτό συνιστά παραπλάνηση του κοινού ως προς την προέλευση των πληροφοριών, κατά παράβαση της πρόνοιας του άρθρου 1 του Κώδικα. **Το γεγονός ότι η είδηση αποτελεί αναδημοσίευση από μη κατονομαζόμενα ΜΜΕ δεν απαλλάσσει την ιστοσελίδα από την υποχρέωση για καταβολή προσπάθειας διακρίβωσης των πηλοφοριών. Συνεπώς, η μη επίδειξη μέριμνας για μη δημοσίευση ανακριβών πληροφοριών συνιστά και πάλι παράβαση του άρθρου 1 του Κώδικα. **Η ιστοσελίδα δεν έδωσε την ευκαιρία σε άτομα που υπέστησαν επίθεση να απαντήσουν στις εναντίον τους κατηγορίες. Αν αυτό ήταν δύσκολο για την περίπτωση της Εφίμοβα, επειδή ήταν άγνωστη η διαμονή της, το ίδιο δεν ισχύει για τους Ευρωβουλευτές που την υποστηρίζουν, μεταξύ των οποίων και Κύπριοι Ευρωβουλευτές, οι οποίοι κατηγορήθηκε για έλλειψη ακεραιότητας και αξιοπιστίας. Η παράλειψη αυτή συνιστά παράβαση του άρθρου 2 του Κώδικα περί παροχής του δικαιώματος απάντησης στην κατάλληλη περίπτωση σε άτομα που υπέστησαν επίθεση. ** Το δημοσίευμα είναι εξόφθαλμα προκατειλημμένο εναντίον της Εφίμοβα και συνεπώς παραβιάζει τις πρόνοιες του άρθρου 12 περί Δυσμενών Διακρίσεων, καθώς και τις πρόνοιες του ιδίου άρθρου περί μη διασυρμού και διαπόμπευσης ατόμων. ** Το δημοσίευμα αποδίδει στην Εφίμοβα σωρεία αδικημάτων, χωρίς να έχει υπάρξει καμιά δικαστική απόφαση, κατά παράβαση των προνοιών του άρθρου 7 περί του Τεκμηρίου Αθωότητας. ** Το δημοσίευμα αποκαλύπτει στοιχεία προσωπικού χαρακτήρα, τόσο της ίδιας όσο και του συζύγου της και των παιδιών του ζεύγους, που δεν έχουν καμιά ανάμιξη στην όλη υπόθεση, κατά παράβαση του άρθρου 3 περί Ιδιωτικής ζωής και στοιχείων προσωπικού χαρακτήρα. Παράλληλα, το δημοσίευμα συνιστά προσωπική επίθεσης και διασυρμό της τιμής και υπόληψης των αναφερομένων προσώπων, κατά παράβαση των σχετικών προνοιών του ίδιου άρθρου.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
6/2018
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
19/04/2018
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας επιλήφθηκε παραπόνου (6/22/2/2018) για δημοσίευμα στην εφημερίδα ΡΕΠΟΡΤΕΡ σχετικά με τη δολοφονία κατοίκου στο συνοικισμό Αγίου Αθανασίου στη Λεμεσό. Η είδηση, που δημοσιεύθηκε στις 11/12/2018, διατύπωνε τον ισχυρισμό ότι ο δολοφονηθείς στις 9/12/2018, Μιλτιάδης Κλεάνθους, 86 χρόνων, σκοτώθηκε από 29χρονο γείτονά του, τον οποίο βοηθούσε οικονομικά. Στην είδηση, κάτω από τον τίτλο «Ειρωνεία…Φέρεται να δολοφονήθηκε από τα χέρια του γείτονα που βοηθούσε ακόμα και οικονομικά» διατυπωνόταν ο ισχυρισμός ότι «σύμφωνα με τα στοιχεία που έχουν ενώπιον τους οι αρχές το χέρι που δολοφόνησε τον άτυχο 86χρονο Μιλτιάδη Κλεάνθους ήταν αυτό γείτονα που ο ηλικιωμένος ουκ ολίγες φορές βοήθησε οικονομικά. Σύμφωνα με το παράπονο, η είδηση περιείχε στοιχεία που φωτογράφιζαν συγκεκριμένο άτομο, που συνελήφθη και οδηγήθηκε στο δικαστήριο για έκδοση διατάγματος κράτησης. Ειδικότερα, αναφέρθηκαν η ηλικία του, το γεγονός ότι ο συλληφθείς ήταν γείτονας του θύματος, ότι διατηρούσε φιλικές σχέσεις μαζί του και του ζητούσε οικονομική βοήθεια, γεγονός που ήταν γνωστό σε άλλα άτομα. Το άτομο που συνελήφθη ως ύποπτος, στο οποίο αναφερόταν το δημοσίευμα, τελικά αφέθηκε ελεύθερο αφού δεν προέκυψαν στοιχεία εναντίον του. Στην απάντησή του σχετικά με το παράπονο, ο υπεύθυνος της ιστοσελίδας Νίκος Προκομμένος απάντησε ότι πράγματι ο τίτλος της είδησης «Ειρωνεία…Φέρεται να δολοφονήθηκε από τα χέρια του γείτονα που βοηθούσε ακόμα και οικονομικά» όντως παραβίαζε το τεκμήριο της αθωότητας, όμως επισημάνθηκε και άλλαξε δυο λεπτά μετά τη δημοσίευσή του. Επίσης ανέφερε ότι «όσον αφορά τα στοιχεία για την ταυτότητα του υπόπτου, γράψαμε μόνο την πόλη και πως είναι γείτονας και την ηλικία του, όπως έγινε και με όλα τα υπόλοιπα ΜΜΕ». Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι ο ισχυρισμός πως η είδηση διορθώθηκε ήταν ανακριβής, γιατί η είδηση βρισκόταν αναρτημένη και χωρίς καμιά διόρθωση ή τροποποίηση μέχρι και την ώρα της συνεδρίας της. Η Επιτροπή αποφάσισε ότι η αναφορά των προαναφερθέντων στοιχείων ήταν δυνατό να οδηγήσει στην ταυτότητα συγκεκριμένου ατόμου, κατά παραβίαση του άρθρου 3 του Κώδικα περί Ιδιωτικής Ζωής και προσωπικών δεδομένων. Όπως επανειλημμένα υπέδειξε η Επιτροπή, η παραβίαση της πρόνοιας περί μη αποκάλυψης προσωπικών στοιχείων συντελείται έστω και αν η αναγνώρισή του είναι δυνατή ακόμη από ένα και μόνο άτομο. Στην περίπτωση αυτή, τα στοιχεία που δημοσιεύθηκαν ήταν αρκετά να οδηγήσουν πολλά άτομα στη γειτονιά να προβούν σε ταυτοποίηση του ατόμου αυτού. Η Επιτροπή αποφάσισε επίσης ότι ο ισχυρισμός πως η αστυνομία είχε στοιχεία ότι ο δολοφόνος ήταν το άτομο στο οποίο αναφέρονταν τα προσωπικά στοιχεία, συνιστούσε παραβίαση άρθρου 9 περί Τεκμηρίου Αθωότητας, δεδομένου ότι στο άτομο αυτό αποδιδόταν εγκληματική πράξη χωρίς να υπάρξει δικαστική απόφαση περί ενοχής του.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
8/2018
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
19/04/2018
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΟΧΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (8/30/3/2018) από το Δήμαρχο Πάφου Φαίδωνα Φαίδωνος ότι δημοσίευμα στην εβδομαδιαία εφημερίδα της Πάφου «Φωνής της Πάφου», με αντικείμενο την παραχώρηση δικαιώματος εκμετάλλευσης παραλιακού χώρου ήταν αναληθές και ότι η εφημερίδα παρέλειψε να επικοινωνήσει με οποιοδήποτε στο Δήμο Πάφου για να εξακριβώσει τα πραγματικά γεγονότα. Σύμφωνα με το παράπονο, η εφημερίδα, παραπέμποντας στο περιεχόμενο επιστολής δικηγόρου που εκπροσωπούσε αδειούχο παροχής υπηρεσιών για κρεβατάκια και ομπρέλες, έγραψε ότι ο Δήμος Πάφου περιόρισε αυθαίρετα το χώρο της παραλίας για τον οποίο χορηγήθηκε η άδεια, ότι επιτρέπει στους διαχειριστές του παρακείμενου ξενοδοχείου να χρησιμοποιούν χώρο πρασίνου κοντά στην παραλία χωρίς διαδικασία προσφορών και χωρίς αντίτιμο και ότι με τον τρόπο αυτό προκαλεί αθέμιτο ανταγωνισμό σε βάρος συμβασιούχου παροχής υπηρεσιών παραλίας. Ο Δήμαρχος Πάφου ανέφερε ότι, αντίθετα με ό,τι αναφέρεται στην είδηση, οι διαχειριστές του ξενοδοχείου, προβάλλοντας τον ισχυρισμό ότι ο χώρος της παραλίας έχει εκμισθωθεί σ’ αυτούς από το Κράτος, προσπαθούν να πιέσουν τον Δήμο για να ικανοποιήσει τα αιτήματά τους. Επίσης ανέφερε ότι ο Δήμος σε πολλές περιπτώσεις έχει μετακινήσει κρεβατάκια που είχαν τοποθετήσει οι διαχειριστές του ξενοδοχείου στο υπό αναφοράν μέρος και ότι στην πραγματικότητα ο Δήμος βρίσκεται σε αντιδικία με τους διαχειριστές του ξενοδοχείου. Εξ άλλου, ανέφερε ότι με το εν λόγω δημοσίευμα, το κοινό έχει παραπληροφορηθεί και ότι έχει αποδοθεί στον Δήμο παράνομη συμπεριφορά, πράγμα που δεν ανταποκρίνεται καθόλου στην πραγματικότητα. Ως προς την αναφορά στο δημοσίευμα για την αλλαγή της πορείας του πεζόδρομου, ο Δήμαρχος ανέφερε ότι αυτή διορθώθηκε ώστε να συνάδει με τα σχέδια και τις σχετικές άδειες. Η εφημερίδα απάντησε ότι «δεν τοποθετήθηκε επί του θέματος, αλλά απλώς δημοσίευσε επιστολή δικηγόρου ενοικιάστριας χώρου στην παραλία και πρόβαλε τα ερωτηματικά που έθετε ο δικηγόρος προς το Δήμο της Πάφου». Επίσης ανέφερε ότι στην επόμενη έκδοση η εφημερίδα δημοσίευσε αυτούσια την απάντηση του Δημάρχου Πάφου. Εξ άλλου, υποστήριξε ότι ο Δήμαρχος Πάφου κατάγγειλε την εφημερίδα, επειδή τολμά και του ασκεί κριτική. Επί του τελευταίου σημείου, η Επιτροπή επισημαίνει αφ’ ενός ότι αποτελεί δικαίωμα της εφημερίδας να ασκεί κριτική για οποιοδήποτε και αφ’ ετέρου ότι παράπονο στην Επιτροπή μπορεί να υποβάλει οποιοσδήποτε θεωρεί ότι ένα δημοσίευμα παραβιάζει οποιαδήποτε πρόνοια του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας. Επί της ουσίας, η Επιτροπή επισήμανε επίσης ότι το γεγονός πως το δημοσίευμα της στηρίχθηκε σε επιστολή δικηγόρου, δεν την απαλλάσσει από την υποχρέωση διερεύνησης της ακρίβειας του περιεχομένου της όπως και οποιωνδήποτε άλλων ευθυνών απορρέουν από το περιεχόμενό της, και δη δεοντολογικών.. Πολύ περισσότερο αφού αποτελεί σχεδόν αμάχητο τεκμήριο ότι ο δικηγόρος εκπροσωπεί μόνο τη μια πλευρά και υποστηρίζει τις θέσεις μιας πλευράς, αυτής του πελάτη του. Η αρχή αυτή ισχύει και σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση είδησης που αντλεί πληροφόρηση από επιστολές ή ανακοινώσεις, από οπουδήποτε και αν προέρχονται. Η Επιτροπή, αφού εξέτασε τις εκατέρωθεν θέσεις και όλα τα δεδομένα που είχε στη διάθεσή της, αποφάσισε ότι η εφημερίδα, με τη δημοσίευση της απαντητικής επιστολής του Δημάρχου Πάφου στην επόμενη έκδοσή της, ικανοποίησε το δικαίωμα απάντησης, σύμφωνα με την πρόνοια του άρθρου 2 του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας. Ωστόσο, η Επιτροπή επισήμανε ότι θα ήταν ορθότερο η εφημερίδα να είχε δώσει την ευκαιρία στο Δήμο Πάφου να σχολιάσει το περιεχόμενο της είδησης προτού δημοσιευθεί, δεδομένου ότι κάτι τέτοιο θα ικανοποιούσε και την πρόνοια του άρθρου 1 περί ελέγχου της ακρίβειας των πληροφοριών, καθώς και τη γενική πρόνοια περί παροχής αντικειμενικής, ολοκληρωμένης και έγκυρης πληροφόρησης.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
3/2018
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
22/03/2018
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας επιλήφθηκε αυτεπάγγελτα της περίπτωσης δημοσίευσης από το «Φιλελεύθερο» είδησης για την ανεύρεση νέας που είχε δηλωθεί ως ελλείπουσα, η οποία περιλάμβανε λεπτομέρειες για την ιδιωτική και οικογενειακή της ζωή και κατάσταση από το «Φιλελεύθερο» (υπόθεση 3/2/2/2018). Στην είδηση, που συνοδευόταν από φωτογραφία της νέας, περιλαμβάνονταν λεπτομέρειες που αναφέρονταν σε προσωπικά στοιχεία της, όπως το όνομά της και η ηλικία της, η οικογενειακή της κατάσταση, ότι βρίσκεται υπό την κηδεμονία του Γραφείου Ευημερίας και ότι διαμένει σε Παιδική Στέγη, παραθέτοντας την ενορία και την πόλη όπου βρίσκεται η Στέγη. Ζητήθηκαν οι απόψεις του δημοσιογράφου που έγραψε την είδηση Πάμπου Βάσιλα., ο οποίος σε τηλεφωνική συνομιλία με το Γραμματέα υποστήριξε ότι μπορούσε να περιλάβει στην είδησή του τη φωτογραφία της νέας, επειδή, όπως ανέφερε, είχε δοθεί από την Αστυνομία όταν προέβη σε έκκληση προς το κοινό για τον εντοπισμό της, αφού είχε δηλωθεί ως ελλείπουσα. Η νεαρή επέστρεψε στο χώρο διαμονής της την επομένη και ο δημοσιογράφος έγραψε είδηση για την ανεύρεσή της, υποστηρίζοντας ότι μπορούσε να ασχοληθεί με το θέμα. δεδομένου ότι είχε προηγηθεί η εξαφάνισή της και η έκκληση της Αστυνομίας για βοήθεια προς εντοπισμό της. Ανέφερε επίσης ότι δεν επρόκειτο να απαντήσει στην επιστολή της Επιτροπής για παράθεση των απόψεών του, παραπέμποντας στο διευθυντή της εφημερίδας Αριστο Μιχαηλίδη. Η νομική Σύμβουλος του «Φιλελεύθερου» απάντησε στην Επιτροπή ότι το δημοσίευμα ήταν ενημερωτικού χαρακτήρα, ως συνέχεια προηγούμενου δημοσιεύματος της εφημερίδας, ότι η φωτογραφία δόθηκε από την Αστυνομία και ότι μελλοντικά θα αποφεύγονται ανάλογες ειδήσεις. Η Επιτροπή θεώρησε το θέμα ως σοβαρό δεδομένου ότι αποτελεί επαναλαμβανόμενο φαινόμενο η δημοσίευση φωτογραφιών που δίδονται από την αστυνομία για άλλο σκοπό, συνήθως για να υποβοηθηθεί το έργο της στην αναζήτηση ελλειπόντων ή καταζητουμένων προσώπων. Η Επιτροπή επισήμανε ότι έχει εκδώσει πολλές αποφάσεις σε ανάλογες περιπτώσεις, στις οποίες υπέδειξε ότι από τη στιγμή που έχει εκπληρωθεί ο σκοπός για τον οποίο δίδονται στη δημοσιότητα οι φωτογραφίες που δίδει η Αστυνομία για εξυπηρέτηση συγκεκριμένου σκοπού, όπως η ανεύρεση ελλειπόντων, ή η σύλληψη καταζητουμένων, οι δημοσιογράφοι και οι εφημερίδες δεν έχουν δικαίωμα να τις χρησιμοποιούν ως μέρος άλλων ειδήσεων, κατά τρόπο που συνιστά αποκάλυψη προσωπικών δεδομένων. Η Επιτροπή αποφάσισε επίσης ότι ο δημοσιογράφος είχε δικαίωμα να γράψει είδηση για την ανεύρεσή της νεαρής, χωρίς όμως να αποκαλύπτει προσωπικά της στοιχεία ή να δημοσιεύσει και πάλι τη φωτογραφία της κατά τρόπο που παραβιάζει την πρόνοια του άρθρου 11 του Κώδικα δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, περί προστασίας του Παιδιού. Η Επιτροπή επισημαίνει ότι στο άρθρο αυτό του Κώδικα έχει ενσωματωθεί και η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Παιδί, με βάση την οποία η προστασία των παιδιού είναι απόλυτη, δεδομένου ότι κάθε ενέργεια που αφορά σε παιδιά πρέπει να έχει ως αποκλειστικό και μόνο γνώμονα το συμφέρον του παιδιού και τίποτε άλλο. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή αποφάσισε ότι η δημοσίευση της φωτογραφίας της νεαρής και οι λεπτομέρειες για την προσωπική και οικογενειακή της κατάσταση συνιστούν βάναυση παραβίαση των προνοιών του άρθρου 11 του Κώδικα, που αποσκοπούν στην προστασία των παιδιού από παρεμβάσεις στην ιδιωτική του ζωή, καθώς και του άρθρου 3 περί Ιδιωτικής Ζωής και προστασίας στοιχείων προσωπικού χαρακτήρα. Περαιτέρω, η Επιτροπή επισήμανε ότι η αναφορά στην οικογενειακή κατάσταση της νεαρής συνιστά αποκάλυψη και της οικογενειακής κατάστασης των γονέων της, επίσης κατά παράβαση του άρθρου 3 του Κώδικα. Η Επιτροπή εξέφρασε την ελπίδα ότι θα ισχύσει η βεβαίωση της νομικής συμβούλου της εφημερίδας ότι μελλοντικά θα αποφεύγονται ανάλογες ειδήσεις.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
2/2018
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
22/03/2018
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (2/19/1/2017) από την εταιρεία Advance Holdings Ltd για δημοσίευμα στην ιστοσελίδα “24h” σε σχέση με τον τρόπο διαχείρισης των ιατρικών αποβλήτων. Η παραπονούμενη εταιρεία ανέφερε ότι το δημοσίευμα ήταν «έντονα αντιδεοντολογικό, αντιεπαγγελματικό και γεμάτο από λιβέλους και προσβλητικές αναφορές». Το δημοσίευμα, με την υπογραφή της Αλεξίας Καφετζή και με τίτλο «Δυνατότητες για αποτεφρωτήρα υπήρχαν, αλλά υπερίσχυσαν τα ιδιωτικά συμφέροντα!» ανέφερε ότι ενώ υπήρχε αποτεφρωτήρας στο Νέο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας, του οποίου οι προδιαγραφές πληρούσαν όλες τις απαιτήσεις των σχετικών Ευρωπαϊκών Οδηγιών «λόγω οικονομικών συμφερόντων που δεν επιθυμούσαν τη λειτουργία του στην περιοχή του Νέου Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας, δεν προχώρησε η διαδικασία για τη λειτουργία του, παρόλο ότι είχε τη δυνατότητα αποτέφρωσης όλων των ιατρικών αποβλήτων των δημόσιων νοσηλευτηρίων της Κύπρου». Το δημοσίευμα, το οποίο επιχειρούσε να δώσει το ιστορικό της ανάθεσης του έργου διαχείρισης των ιατρικών αποβλήτων σε ιδιωτικές εταιρείας, ανέφερε ότι από την παραπονούμενη εταιρεία χρεώνονταν μεγαλύτερες ποσότητες αποβλήτων από αυτές που πραγματικά παραδίδονταν από τα δημόσια νοσοκομεία και ότι ύστερα από καταγγελία υπαλλήλου έγινε έρευνα η οποία δεν κατάληξε σε τεκμηρίωση αδικημάτων, λόγω του ότι ο καταγγείλας υπάλληλος περιέπεσε σε αντιφάσεις «επειδή προφανώς τα βρήκε με την εταιρεία». Επίσης αναφερόταν ότι στην εταιρεία επιβλήθηκε το 2013 πρόστιμο €850 μετά την ανεύρεση σε σκουπιδότοπο νεκρού βρέφους που είχε παραλάβει η εταιρεία από δημόσιο νοσηλευτήριο. Στο δημοσίευμα διατυπωνόταν επίσης ο ισχυρισμός ότι η εταιρεία VOUROS είχε προσφύγει, το 2012, στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών και πέτυχε να κηρυχθεί ανενεργή σύμβαση απ’ ευθείας ανάθεσης έργου στην παραπονούμενη εταιρεία, και ότι «γι’ αυτό στη συνέχεια οι δύο εταιρείες τα «βρήκαν» και μοιράζονταν αναγκαστικά την πίτα». Η είδηση αναφερόταν και σε άλλες εταιρείες και άτομα, πολιτικά και μη, καθώς και σε γεγονότα που είναι άσχετα με το παράπονο της εταιρείας ADVANCE. Μετά τη δημοσίευση της είδησης η εταιρεία απηύθυνε επιστολή προς την ιστοσελίδα παραθέτοντας τη δική της εκδοχή των γεγονότων. Ανέφερε ότι η είδηση περιείχε πληθώρα ανακριβειών για γεγονότα και αριθμούς, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μια εικόνα εντελώς παραπλανητική για τον αναγνώστη, καθώς και προσβλητικές αναφορές στην εταιρεία. Επίσης αμφισβήτησε τα αριθμητικά δεδομένα που παρέθεσε η ιστοσελίδα για το εισόδημα της εταιρείας, ενώ για την ανεύρεση του νεκρού βρέφους ανέφερε ότι ο ισχυρισμός ήταν ανακριβής, γιατί το βρέφος δεν βρέθηκε σε σκυβαλότοπο αλλά από υπαλλήλους της κατά τη διαδικασία παραλαβής αποβλήτων. Η εταιρεία παραδέχθηκε ότι της επιβλήθηκε πρόστιμο €10.000 όχι για την ανεύρεση του εμβρύου αλλά για τη διαρροή των πληροφοριών στον τύπο. Ανέφερε ότι ύστερα από διαβήματα και εξηγήσεις το Υπουργείο απέσυρε το πρόστιμο. Ως προς τους ισχυρισμούς περί παραποίησης ζυγολογίων, η εταιρεία ανέφερε ότι η υπόθεση έφθασε στη δικαιοσύνη που απέρριψε ως ατεκμηρίωτες τις κατηγορίες και ζήτησε από την ιστοσελίδα να αποσύρει τον ισχυρισμό ότι ο υπάλληλος που έκαμε τις καταγγελίες «τα βρήκε» με την εταιρεία. Τέλος ανέφερε ότι η ιστορική αναφορά στην ανάθεση της σύμβασης για διαχείριση των νοσοκομειακών αποβλήτων ήταν επιλεκτική και αποτελούσε τη μισή ιστορία, ενώ απέρριψε ως προσβλητικές αναφορές περί κοντραμπάντων. Η Αλεξία Καφετζή ζήτησε και προσήλθε ενώπιον υποεπιτροπής και παρέθεσε προφορικά τις θέσεις της, που μπορούν να συνοψισθούν στα ακόλουθα σημεία: - Μελέτησε επί πολλές ώρες εκθέσεις του Γενικού ελεγκτή και άλλα έγγραφα προκειμένου να γράψει την είδησή της. - Πήρε την επιστολή των παραπονούμενων, ημερομηνίας 19/1/2018, αλλά δεν τη δημοσίευσε γιατί δεν υπήρξε αντίδραση τους σε ηλεκτρονικό μήνυμα που απέστειλε σε στέλεχος της εταιρείας, στο οποίο του ανέφερε ότι άντλησε τα στοιχεία της από τις Ετήσιες Εκθέσεις του Γενικού Ελεγκτή από το 2003 μέχρι και το 2012, ότι στην είδηση ανέφερε όλα τα διαθέσιμα στοιχεία και τέλος προσφερόταν, αν οι παραπονούμενοι επέμεναν σε περαιτέρω εξηγήσεις, να τους υποδείξει όλα τα προαναφερόμενα σημεία στις Εκθέσεις και να κάνει «και επιπλέον αναφορά στο δεύτερο πρόστιμο των 500 λιρών». Απαντώντας σε ερώτηση αν έδωσε στους παραπονούμενους την ευκαιρία να σχολιάσουν ή να παραθέσουν τις δικές τους απόψεις σε σχέση με τις πληροφορίες που είχε, απάντησε ότι αυτό δεν έγινε, γιατί ο Γενικός Ελεγκτής πήρε και κατέγραψε τις θέσεις τους στις εκθέσεις του. Επίσης ανέφερε ότι δεν το έπραξε γιατί οι παραπονούμενοι σε κάποιο στάδιο είχαν διαψεύσει ένα γεγονός που αποδείχθηκε ότι ήταν πραγματικότητα. Τέλος ανέφερε ότι είχε όλα τα στοιχεία, γραπτά και προφορικές μαρτυρίες από κρατικούς αξιωματούχους, νυν και πρώην, για να αντικρούσει πιθανή αγωγή λιβέλου. Η Επιτροπή, αφού μελέτησε επισταμένα όλα τα ενώπιόν της στοιχεία, αποφάσισε ότι η δημοσιογράφος παρέλειψε πάρει και να περιλάβει στην είδησή της τις θέσεις και απόψεις της άμεσα ενδιαφερόμενης εταιρείας. Η παράλειψη αυτή αποτελεί αφ’ ενός παραβίαση του άρθρου 1 του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας περί υποχρέωσης για μέριμνα ώστε να μη δημοσιεύονται ανακριβείς ή παραπλανητικές πληροφορίες και αφ’ ετέρου της γενικής πρόνοιες για παροχή στο κοινό πλήρους, έγκυρης και αντικειμενικής ενημέρωσης. Η Επιτροπή επισήμανε σχετικά ότι το γεγονός πως οι θέσεις της εταιρείας δυνατό δόθηκαν στο Γενικό Ελεγκτή κατά τη συλλογή στοιχείων για την ετοιμασία των εκθέσεών του, τις οποίες η δημοσιογράφος μελέτησε για να πάρει τα στοιχεία της είδησης της, (αλλά δεν ήταν διαθέσιμες στο αναγνωστικό κοινό) δεν υποκαθιστά την υποχρέωση της ίδιας που απορρέει από τον Κώδικα να παρουσιάσει στους αναγνώστες μια πλήρη, έγκυρη και αντικειμενική πληροφόρηση για το θέμα. Επίσης η Επιτροπή αποφάσισε ότι η δημοσιογράφος και η ιστοσελίδα, με την άρνησή τους να δημοσιεύσουν την επιστολή της παραπονούμενης εταιρείας παραβίασαν την πρόνοια του άρθρου 2 του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας περί παροχής του Δικαιώματος Απάντησης στους άμεσα επηρεαζομένους.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
36/2017
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
15/03/2018
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΟΧΙ,ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (36/28/12/2017) από τον πρόεδρο διαχειριστικής επιτροπής πολυκατοικίας στη Λευκωσία, εναντίον της εφημερίδας «Φιλελεύθερος» και του δημοσιογράφου Βάσου Βασιλείου, για δημοσίευση κατ’ ισχυρισμό ανακριβών και μη ελεγμένων πληροφοριών. Σύμφωνα με το παράπονο, η σχετική είδηση που δημοσιεύθηκε στο «Φιλελεύθερο» στις 25 Δεκεμβρίου, 2017 περιείχε ανακριβείς και παραπλανητικές πληροφορίες ως αποτέλεσμα παράλειψης του δημοσιογράφου να ελέγξει τα στοιχεία του. Το δημοσίευμα ανέφερε μεταξύ άλλων ότι, λόγω των αντιδράσεων του διαχειριστή της πολυκατοικίας, αγοραστής υποστατικού στην πολυκατοικία δεν μπόρεσε να το ανακαινίσει ώστε να το λειτουργήσει ως λογιστικό γραφείο. Το δημοσίευμα ανέφερε επίσης ότι ιδιοκτήτες και ενοικιαστές στην πολυκατοικία παραπονούνται για τη στάση του διαχειριστή, υποστηρίζοντας ότι κατά καιρούς προέβη σε «απίστευτες» ενέργειες. Επίσης ανέφερε ότι ο διαχειριστής κατάγγειλε το γεγονός ότι ο αγοραστής αποθήκευσε έπιπλα κοντινού νηπιαγωγείου που είχε κλείσει, προς την Αστυνομία και την ασφαλιστική εταιρεία, με αποτέλεσμα να αλλάξουν οι όροι ασφάλισης του όλου κτιρίου, ενώ απαγόρευε σε ενοίκους και ιδιοκτήτες να απλώνουν ρούχα στα μπαλκόνια τους και να έχουν φιάλες υγραερίου σε κοινόχρηστους χώρους. Εξ άλλου, το δημοσίευμα ανέφερε ότι ο ιδιοκτήτης του γειτονικού νηπιαγωγείου υποχρεώθηκε να κλείσει το νηπιαγωγείο και να αναζητήσει αλλού στέγη λόγω των συνεχών παρεμβάσεων του διαχειριστή της απέναντι πολυκατοικίας. Περαιτέρω, ανέφερε ότι είχαν τοποθετηθεί κάμερες ασφαλείας σε ένα-δυο σημεία της πολυκατοικίας και στον ανελκυστήρα από τις οποίες ο παραπονούμενος παρακολουθούσε τις κινήσεις ιδιοκτητών και ενοίκων. Ο διαχειριστής της πολυκατοικίας ανέφερε στο παράπονό του ότι ο δημοσιογράφος Βάσος Βασιλείου δεν επικοινώνησε μαζί του για να ελέγξει τις πληροφορίες του. Περαιτέρω ανέφερε ότι η είδηση δίδει λανθασμένη εντύπωση ότι ενεργεί ως άτομο από μόνος του, ενώ στην πραγματικότητα ενεργεί εκ μέρους της διαχειριστικής επιτροπής της πολυκατοικίας που αποτελείται από τέσσερα άτομα. Ο παραπονούμενος ανέφερε ότι η είδηση ξεκινά με τη λέξη «απίστευτο», με συνέπεια να δημιουργεί προκατάληψη, δίδοντας την εντύπωση ότι ο δημοσιογράφος έλεγξε τις πληροφορίες του, χωρίς όμως να το πράξει. Γενικά, ο παραπονούμενος αρνήθηκε τα αποδιδόμενα σ’ αυτόν και ανέφερε ότι όσα καταγράφονται στην είδηση συνιστούσαν ανακρίβειες. Εξ άλλου, ανέφερε πως επικοινώνησε με τα στελέχη της εφημερίδας Αριστο Μιχαηλίδη και το Γιώργο Καλλινίκου ζητώντας επανόρθωση, και επίσης ότι, παρά τις προσπάθειές του, ο Βάσος Βασιλείου δεν ανταποκρίθηκε σε παράκληση να επικοινωνήσει μαζί του. Σε άλλη επιστολή του ανέφερε πως αν και δεν κατονομάζεται η πολυκατοικία, τα γεγονότα οδηγούν στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για την πολυκατοικία της οποίας είναι διαχειριστής. Επίσης ανέφερε ότι άτομα που είχαν σχέση με οποιοδήποτε τρόπο με την πολυκατοικία, π.χ. οι γείτονες και περίοικοι, ή γνώριζαν γι’ αυτή μπορούσαν εύκολα να οδηγηθούν στην ταυτότητα του διαχειριστή. Ο δημοσιογράφος Βάσος Βασιλείου, σε μακροσκελή επιστολή του απάντησε ότι το δημοσίευμά του βασίστηκε σε επιστολές ατόμων που επηρεάστηκαν από ενέργειες του παραπονούμενου και ότι διασταύρωσε τις πληροφορίες του εξετάζοντας σωρεία εγγράφων που τέθηκαν στη διάθεσή του. Επίσης ανέφερε ότι μετά τη δημοσίευση της είδησης δόθηκαν στον παραπονούμενο επιλογές να απαντήσει στο δημοσίευμα του απευθύνοντας επιστολή στην εφημερίδα. Η Επιτροπή αποφάσισε κατ’ αρχήν ότι το δημοσίευμα, αν και δεν αναφέρθηκε ονομαστικά στον παραπονούμενο και στην πολυκατοικίας της οποίας είναι διαχειριστής, περιείχε στοιχεία που θα ήταν δυνατό να οδηγήσουν στην αναγνώριση της πολυκατοικίας και στην ταυτοποίηση του παραπονούμενου. Όπως η Επιτροπή υπέδειξε σε ανάλογες περιπτώσεις, είναι αρκετό, έστω και ένα άτομο να οδηγηθεί στην ταυτότητα κάποιου από δημοσιευόμενες λεπτομέρειες για να θεωρηθεί ότι υπήρξε αναγνώριση. Περαιτέρω, η Επιτροπή δεν αποδέχθηκε τον ισχυρισμό ότι ο δημοσιογράφος ενήργησε από προκατάληψη εναντίον του παραπονούμενου. Κάτι τέτοιο δεν προκύπτει από τα παρατεθέντα στοιχεία, ενώ αντίθετα, υπάρχει το γεγονός ότι το παρελθόν ο δημοσιογράφος είχε φιλοξενήσει απόψεις και πληροφορίες που του έδωσε ο παραπονούμενος, ο οποίος και βρήκε το κείμενο «πολύ καλό». Τα πιο πάνω δεν υποστηρίζουν τον ισχυρισμό για ύπαρξη προκατάληψης Ως προς την ακρίβεια των πληροφοριών που δημοσιεύθηκαν, η Επιτροπή επιθυμεί να διευκρινίσει ότι στην περίπτωση κατά την οποία διατυπώνονται διαφορετικές ή αντίθετες εκδοχές και εκτιμήσεις για γεγονότα, η αποστολή της, όπως προκύπτει από τη διατύπωση του άρθρου 1 του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας περί ακρίβειας των πληροφοριών, είναι να διερευνήσει κατά πόσο ο δημοσιογράφος είχε προβεί στις δέουσες ενέργειες ώστε να διασφαλίσει πως δεν θα δημοσιευθούν ανακριβείς πληροφορίες και όχι να κρίνει η ίδια κατά πόσο οι πληροφορίες ήταν ακριβείς.. Η Επιτροπή ικανοποιήθηκε από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιόν της από το δημοσιογράφο, όπως μεγάλος αριθμός επιστολών, μεταξύ των οποίων και επιστολές του παραπονούμενου, τις οποίες ο δημοσιογράφος έθεσε ενώπιον της Επιτροπής, ότι προέβη σε ενδελεχή διερεύνηση των πληροφοριών του και αποφάσισε ότι κατέβαλε τη δέουσα μέριμνα ώστε να μη δημοσιευθούν ανακριβείς πληροφορίες. Ωστόσο, η Επιτροπή επιθυμεί να επισημάνει, όπως έπραξε και σε πολλές ανάλογες περιπτώσεις, ότι η ορθή και προτιμητέα πρακτική είναι ο δημοσιογράφος να απευθύνεται σε άτομα που επηρεάζονται για να θέτει υπόψη τους τις πληροφορίες στις οποίες στήριξε την είδησή του και να του δώσει την ευκαιρία να τις σχολιάσει. Με βάση τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιόν της και από τις δύο πλευρές, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η εφημερίδα έδωσε στον παραπονούμενο την ευκαιρία να απαντήσει με επιστολή του στα όσα αναφέρονται στην είδηση, σύμφωνα με τη σχετική πρόνοια του άρθρου 2 του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας. Ωστόσο ο παραπονούμενος αρνήθηκε να κάμει χρήση του δικαιώματος απάντησης, εμμένοντας στην αξίωσή του ότι η εφημερίδα θα έπρεπε να αποσύρει το άρθρο και να απολογηθεί. Η Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός αυτό αποφάσισε ότι η εφημερίδα ενήργησε με βάση την πρόνοια του άρθρου 2 του Κώδικα περί παροχής του δικαιώματος απάντησης σε άτομα τα οποία έχουν υποστεί επίθεση. Η Επιτροπή επισήμανε ότι σε περιπτώσεις ύπαρξης διαφορετικών ή αντίθετων απόψεων και εκτιμήσεων η πλέον αποτελεσματική θεραπεία είναι η άσκηση του δικαιώματος απάντησης, ώστε οι αναγνώστες να έχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα για τις διάφορες απόψεις που υπάρχουν.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
29/2017
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
22/02/2018
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (29/19/10/2017) από τον Αντώνη Θεοχάρους, καθηγητή στο Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο Λεμεσού (ΤΕΠΑΚ εναντίον του ΠΟΛΙΤΗ και δημοσιογράφων του για δημοσιεύματα σε σχέση με αστυνομικές έρευνες στο Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο, ΤΕΠΑΚ, Λεμεσού. Το παράπονο αφορούσε σε διάφορα δημοσιεύματα στον ΠΟΛΙΤΗ, που, όπως αναφέρθηκε στο παράπονο, «περιέχουν ανακρίβειες, βασίζονται σε υποθέσεις», στοχοποιούν τον παραπονούμενο και τον διασύρουν. Περαιτέρω ο παραπονούμενος υποστήριξε πως τα δημοσιεύματα, «τα οποία εκφεύγουν της δημοσιογραφικής δεοντολογίας και ηθικής» υποκινήθηκαν από φιλική σχέση που διατηρεί ο Διευθυντής Σύνταξης της εφημερίδας Διονύσης Διονυσίου με συνάδελφο στο ΤΕΠΑΚ ο οποίος βρίσκεται σε «οξεία έχθρα και αντιπαράθεση μαζί του από το 2012». Επίσης ανέφερε ότι ο κ. Διονυσίου «θα έπρεπε προτού τοποθετηθεί ο ίδιος δημόσια να δηλώσει το βαθμό συγγένειας που έχει η σύζυγος του με ένα εκ των συλληφθέντων στην υπόθεση των σκανδάλων με τα ερευνητικά προγράμματα του ΤΕΠΑΚ». Πρόσθεσε ότι ο ίδιος είχε καταλυτικό ρόλο στην ανάδειξη των ατασθαλιών. Εξ άλλου, ανέφερε ότι η πρακτική του Διονύση Διονυσίου και των συνεργατών του να δημοσιεύουν πληροφορίες χωρίς ενδελεχή έρευνα καταπατά κάθε έννοια ελευθεροτυπίας και δεοντολογίας. Σε ένα από τα δημοσιεύματα στις 8 Οκτωβρίου, 2017, ο κ. Διονυσίου έκανε την παρατήρηση ότι ο καθηγητής Αντώνης Θεοχάρους από διερευνώμενος μετατράπηκε σε μάρτυρα κατηγορίας και εμφανίστηκε ως καταγγέλλων άλλους 18 καθηγητές για ατασθαλίες, ο οποίοι όμως «τον αντι-κατάγγειλαν για άλλες ματσαράγκες». Σε άλλο δημοσίευμα του Χριστόφορου Νέστωρος στις 5 Οκτωβρίου, 2017, ο Πολίτης ανέφερε ότι ο καθηγητής Αντώνης Θεοχάρους βρέθηκε στο κέντρο αντιπαράθεσης σε συνεδρία της Συγκλήτου κατά την οποία «τέθηκε θέμα συμπεριφοράς εναντίον του κ. Θεοχάρους», ο οποίος αντέδρασε έντονα με συνέπεια να απαλειφθεί από ψήφισμα μια παράγραφος που καλούσε τους καθηγητές σε φειδώ στις δηλώσεις τους. Σε άλλο δημοσίευμα του Μιχάλη Θεοδώρου στις 30 Σεπτεμβρίου, 2017, αναφερόταν ότι ο κ. Θεοχάρους επρόκειτο να συναντηθεί με την Αστυνομία προκειμένου να ζητήσει προστασία, αφού προηγουμένως κατάγγειλε απειλές κατά της ζωής του, Σε δημοσίευμα στην ίδια έκδοση αναφερόταν ότι ο Θεοχάρους έδωσε δουλειά στο Χοσέ (Ιάκωβο Καρρέρα) και ότι ερευνητικό πρόγραμμα για το οποίο ήταν υπεύθυνος ο κ. Θεοχάρους δεν ολοκληρώθηκε αισίως το 2016 λόγω υπαιτιότητας του Χοσέ Καρρέρα. Σε ειδησεοσχόλιο του ΘΟΥΚΥ (Διονύση Διονυσίου) την 1η Οκτωβρίου, 2017, του οποίου το μεγαλύτερο μέρος συνιστούσε παράθεση γεγονότων που αναφέρονταν σε διάφορα έγγραφα, τέθηκε το ερώτημα αν ο κ. Θεοχάρους μπορούσε να διατηρηθεί στη θέση μετά τα λάθη που παραδέχθηκε ότι διέπραξε σε σχέση με δύο ερευνητικά προγράμματα, μετά το 2015, δηλαδή μετά την ημερομηνία στην οποία αφορούσαν οι κατηγορίες εναντίον της Ροζίτας Παυλίδου και των συνεργατών της. Ο Διονύσης Διονυσίου, παραθέτοντας γραπτώς τις απόψεις του ανέφερε ότι δεν είχε καμιά προκατάληψη εναντίον του κ. Θεοχάρους. Περαιτέρω ανέφερε ότι στην υπόθεση γνωστή ως «σκάνδαλο Ροζίτας» η γυναίκα αυτή κατηγορήθηκε ως ο εγκέφαλος του σκανδάλου και μπήκαν σε δεύτερη μοίρα κάποιοι άλλοι καθηγητές, όπως ο Κώστας Κώστα και ο παραπονούμενος, που χαρακτηρίστηκε μάρτυρας κατηγορίας. Όπως ανέφερε, αμφισβήτησε την εξέλιξη αυτή, όχι γιατί θεώρησε την κ. Ροζίτα Παυλίδου άμοιρη ευθυνών, «αλλά διότι στα Ευρωπαϊκά Προγράμματα την κύρια ευθύνη έχουν οι συμβαλλόμενοι καθηγητές και όχι ο συντονιστής». Ο κ. Διονυσίου ανέφερε ότι είχε φιλικές σχέσεις όχι με έναν αλλά με δεκάδες καθηγητές του ΤΕΠΑΚ, όπως και με τον κ. Θεοχάρους, με τον οποίο μίλησε αρκετές φορές και άκουσε τις θέσεις του, πολλές από τις οποίες υιοθέτησε σε σχόλια του. Πρόσθεσε πως το ίδιο έπραξαν και οι Κωστής Κωνσταντίνου, Μιχάλης Θεοδώρου και Χριστόφορος Νέστωρος που ασχολήθηκαν με το θέμα. Ως προς τον ισχυρισμό του παραπονούμενου περί συγγένειας της συζύγου του κ. Διονυσίου με ένα εκ των συλληφθέντων για την υπόθεση ΤΕΠΑΚ, ο κ δημοσιογράφος ανέφερε ότι επρόκειτο για «αρρωστημένη διασύνδεση», δεδομένου ότι το άτομο αυτό, που είναι γιος του αδελφού της συζύγου του, κρατήθηκε και ανακρίθηκε για την υπόθεση του Ωκεανογραφικού προγράμματος του Πανεπιστημίου Κύπρου και όχι του ΤΕΠΑΚ, και απολύθηκε χωρίς να κατηγορηθεί. Ο κ. Διονυσίου ανέφερε ότι για να γίνει κατανοητό το εύρος της πολυπλοκότητας της όλης υπόθεσης επισύναψε την κατάθεση της κ. Ροζίτας Παυλίδου, έκτασης 54 σελίδων, καθώς και την έκθεση του εσωτερικού ελεγκτή του ΤΕΠΑΚ για προγράμματα, τα οποία ανέλαβε ο κ. Θεοχάρους και για τα οποία ζητούσε πρόσθετη χρηματοδότηση. Τα προγράμματα αυτά ήταν το PARAMARE, με γνωστικό αντικείμενο τη δημιουργία «Παρατηρητηρίου Τουρισμού» και το ΕΡΜΗΣ, με γνωστικό αντικείμενο τη “Βελτίωση Προσβασιμότητας Ατόμων με Πρόβλημα Κινητικότητας”. Η μακροσκελής αυτή έκθεση κατέληγε στο συμπέρασμα ότι τα δύο ερευνητικά προγράμματα, για τα οποία ήταν υπεύθυνος ο κ. Θεοχάρους δεν ολοκληρώθηκαν λόγω ανεπαρκούς ελέγχου του ερευνητικού συνεργάτη του Ιάκωβου (Χοζέ) Καρρέρα, που ανέλαβε τη συλλογή στοιχείων, έργο που δεν έφερε εις πέρας. Η Επιτροπή, αφού μελέτησε λεπτομερώς όλα τα ενώπιόν της στοιχεία και έγγραφα, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρχαν πειστικά στοιχεία που να φανερώνουν προκατάληψη του κ. Διονυσίου εναντίον του παραπονουμένου, είτε λόγω σχέσεων με άλλους καθηγητές, είτε λόγω συγγένειας ή σχέσης με άλλα άτομα. Επίσης έλαβε υπόψη το γεγονός πως το υπό αναφορά θέμα βρισκόταν στο επίκεντρο του δημοσίου ενδιαφέροντος λόγω των αστυνομικών ερευνών και των δικαστικών μέτρων που λήφθηκαν σχετικά με διασπάθιση ή οικειοποίηση χρημάτων από πανεπιστημιακά ερευνητικά προγράμματα και έτυχε ευρείας δημοσιότητας. Κατά συνέπεια, θεώρησε ότι ο καθ’ ου το παράπονο και γενικότερα οι δημοσιογράφοι είχαν κάθε δικαίωμα να ασχοληθούν με το θέμα και να εκφέρουν απόψεις επί των διαφόρων πτυχών του θέματος, εφ’ όσον επρόκειτο για θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος και συμφέροντος που απασχολούσαν την κοινή γνώμη . Η Επιτροπή, εξετάζοντας τα διάφορα δημοσιεύματα, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι βασίστηκαν είτε σε πληροφορίες που έλαβαν οι κ. Διονυσίου και οι άλλοι δημοσιογράφοι του Πολίτη, είτε από άτομα που είχαν γνώση του αντικειμένου, είτε σε έγγραφα που είχαν στη διάθεσή τους. Η Επιτροπή αποφάσισε ότι δεν ήταν εντός της αρμοδιότητας της να αποφανθεί επί της ακρίβειας πληροφοριών που περιέχονται σε διάφορα έγγραφα, αφ’ ενός γιατί αυτά τελούσαν κατά το χρόνο της εξέτασης του παραπόνου υπό αστυνομική έρευνα ή υπό δικαστική κρίση και αφ’ ετέρου γιατί η Επιτροπή δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει την αξιοπιστία των συγκεκριμένων πηγών.. Σε τέτοιες περιπτώσεις το έργο της Επιτροπής περιορίζεται σε διερεύνηση κατά πόσο οι δημοσιογράφοι διέθεταν πηγές πληροφόρησης και κατά πόσο κατέβαλαν προσπάθεια διασταύρωσης και ελέγχου των πληροφοριών τους. Επί του προκειμένου η Επιτροπή αποφάσισε ότι οι δημοσιογράφοι προέβησαν στον δέοντα έλεγχο, αλλά παρέλειψαν να θέσουν τις πληροφορίες αυτές ενώπιον του παραπονουμένου, στο βαθμό που αφορούσαν στον ίδιο, προκειμένου να τις αντικρούσει, να τις σχολιάσει ή να παραθέσει τη δική του εκδοχή.. Η Επιτροπή δεν ήταν δυνατό να δεχθεί ως ικανοποιητική τη θέση του κ. Διονυσίου ότι είχε μιλήσει πολλές φορές με τον παραπονούμενο και ότι γνώριζε τις θέσεις του, τις οποίες και έλαβε υπόψη, γιατί αυτό που είχε σημασία ήταν να θέσει τις συγκεκριμένες πληροφορίες που κατέγραψε στο κείμενό του ενώπιον του παραπονουμένου προκειμένου να τις σχολιάσει. Δεδομένου ότι σε κανένα από τα δημοσιεύματα δεν καταγράφονταν τα σχόλια και οι θέσεις του παραπονούμενου η Επιτροπή αποφάσισε ότι υπήρξε παραβίαση της πρόνοιας του Κώδικα περί παροχής του δικαιώματος απάντησης (άρθρο 2) το οποίο προβλέπει ότι τα Μ.Μ.Ε. «παρέχουν στους επηρεαζομένους, στην κατάλληλη περίπτωση και ιδιαιτέρως όταν έχουν υποστεί επίθεση, την ευκαιρία να απαντήσουν…». Σε επανειλημμένες αποφάσεις της επί ανάλογων υποθέσεων, η Επιτροπή υπέδειξε ότι η «κατάλληλη περίπτωση» να παρασχεθεί η δυνατότητα απάντησης από επηρεαζόμενα άτομα είναι πριν από τη δημοσίευση, ώστε η αντίκρουση ή ο σχολιασμός να παρατίθενται ταυτόχρονα με τους ισχυρισμούς που αφορούν στα επηρεαζόμενα άτομα. Η πρακτική αυτή επιβάλλεται και από τη γενική πρόνοια του Κώδικα περί υποχρέωσης των ΜΜΕ και των δημοσιογράφων να επιδεικνύουν σεβασμό στο δικαίωμα του πολίτη «για αντικειμενική, ολοκληρωμένη και έγκυρη πληροφόρηση». Η Επιτροπή σημειώνει ότι ο Μιχάλης Θεοδώρου, σε απάντησή του στο παράπονο, παρέθεσε πειστικά στοιχεία ότι προσπάθησε να επικοινωνήσει με τον παραπονούμενο στις 29 Σεπτεμβρίου, 2017, δηλαδή την προηγούμενη της δημοσίευσης της είδησής του, με κλήση στο κινητό του, το οποίο όμως δεν ανταποκρινόταν. Ο παραπονούμενος απάντησε την επομένη με μήνυμά του αναφέροντας ότι βρισκόταν στην αστυνομία, αλλά δεν επέστεψε την κλήση, ενώ αργότερα, σύμφωνα με τον δημοσιογράφο, τον εξύβρισε μέσω ανάρτησης σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
1/2018
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
21/01/2018
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΔΙΕΥΘΕΤΗΘΕΝ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (1/17/1/2018) από το εκλογικό επιτελείο του Μιχάλη Μηνά, υποψήφιου για την προεδρία της Δημοκρατίας, για σχόλιο που έκαμε ο δημοσιογράφος Γιάννης Καρεκλάς σε εκπομπή του ΣΙΓΜΑ. Ο Γιάννης Καρεκλάς, μιλώντας στην εκπομπή του Ανδρέα Δημητρόπουλου «Πρωτοσέλιδο» σχετικά με δημοσκόπηση την οποία θα παρουσίαζε την επόμενη μέρα, ανέφερε ότι «υπάρχουν πέντε σοβαροί υποψήφιοι πρόεδροι» στις εκλογές του 2018. Το παράπονο ανέφερε ότι το σχόλιο συνιστούσε παραβίαση του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας επειδή απέδιδε έλλειψη σοβαρότητας από τους τέσσερις εκ των υποψηφίων προέδρων της Δημοκρατίας. Ο παραπονούμενος ζήτησε από την Επιτροπή να «λάβει άμεσα μέτρα για να ανασκευάσει ο κύριος Γ. Καρεκλάς πριν τη διεξαγωγή των εκλογών και παρακαλώ επίσης όπως λάβετε τα ενδεικνυόμενα πειθαρχικά μέτρα». Ανέφερε ακόμα ότι «η δήλωση του θεωρείται απαράδεκτη ύβρις η οποία πιθανόν να επηρεάζει και το εκλογικό αποτέλεσμα στο τομέα της ψήφισης των 4 υπολοίπων υποψηφίων που ο κύριος Καρεκλάς θεωρεί ότι δεν ανήκουν στην ομάδα των 5 σοβαρών υποψηφίων» Η Επιτροπή άκουσε το περιεχόμενο της δήλωσης και διαπίστωσε ότι ο κ. Καρεκλάς δεν καθόρισε ποιους πέντε εννοούσε ως «σοβαρούς» υποψηφίους. Η Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη το πιθανό συμπέρασμα της κοινής γνώμης ως προς την έννοια της δήλωσης, αποφάσισε, με βάση την πρόνοια του Κώδικα (παρ. 17 των Κανονισμών Λειτουργίας), να γίνει επαφή από τον Πρόεδρό της με τον κ. Καρεκλά προκειμένου να προβεί σε ανασκευή της δήλωσης και μάλιστα πριν από τις εκλογές,. Ως αποτέλεσμα της επαφής, ο κ. Καρεκλάς προέβη σε διευκρίνηση στην εκπομπή «Χωρίς Περιστροφές» στις 18/1/2018 κατά την οποία παρουσίασε την τελευταία δημοσκόπηση του ΣΙΓΜΑ. Ο κ. Καρεκλάς ανέφερε ότι για τους τέσσερις υποψηφίους, πέραν εκείνων που εκπροσωπούν ή υποστηρίζονται από κοινοβουλευτικά κόμματα, για τους οποίους δεν υπάρχουν επαρκή ποσοστά για να αναφερθούν στις δημοσκοπήσεις, αλλά πρόσθεσε πως οι υποψήφιοι αυτοί δεν είναι «πρώτης ή δεύτερης διαλογής ή κατώτερης στάθμης. Η πλήρης δήλωση έχει ως κατωτέρω: «Θέλω εδώ να πω πριν προχωρήσουμε στην επόμενη κάρτα για να μην υπάρχει καμιά παρεξήγηση ή παρερμηνεία. Σίγουρα δεν αναφερόμαστε και στους υπόλοιπους υποψηφίους (πλην των πέντε πρώτων) που είναι συνολικά 9. Αυτό δείχνει ότι δεν υπάρχουν τα ποσοστά και δεν καταγράφονται στην παρούσα δημοσκόπηση. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν σεβόμαστε το δημοκρατικό δικαίωμα των συμπολιτών μας, των υπολοίπων τεσσάρων που είναι υποψήφιοι, ούτε και λέμε ότι είναι πρώτης ή δεύτερης διαλογής ή κατώτερης στάθμης ή ο,τιδήποτε άλλο. Είναι ισάξιοι με τους παρόντες, όμως η τάση που καταγράφεται αυτό δείχνει». Η Επιτροπή έκρινε τη δήλωση ως επαρκή διευκρίνιση, όπως άλλωστε ζήτησε και ο παραπονούμενος και θεώρησε την υπόθεση ως διευθετηθείσα και περατωθείσα. Σε σχέση με το αίτημα του παραπονούμενου για πειθαρχικά μέτρα, η Επιτροπή αναφέρει ότι ο Κώδικας δεν προβλέπει την επιβολή ή λήψη οποιωνδήποτε μέτρων πέραν της έκδοσης απόφασης ή την ανάληψη ενεργειών για διευθέτηση παραπόνων.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
35/2017
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
21/12/2017
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, κατόπιν επισήμανσης είδησης του Κυπριακού Πρακτορείου ειδήσεων (ΚΥΠΕ) από δημοσιογράφο (υπόθεση 35/21/12/2017) προχώρησε στην εξέταση πιθανής αποκάλυψης της ταυτότητας κατηγορούμενου και γυναίκας θύματος βιασμού. Η είδηση, που μεταδόθηκε το Δεκέμβριο του 2017, περιείχε στοιχεία τα οποία αναφέρονταν στην ηλικία κατηγορούμενου για βιασμό της συζύγου του σε δύο περιπτώσεις, τον αριθμό των παιδιών του ζεύγους και το χωριό από το οποίο κατάγεται, καθώς και τον τόπο διαμονής των εμπλεκομένων ατόμων. Ο Διευθυντής του ΚΥΠΕ Γιώργος Πενηνταέξ, ανταποκρινόμενος σε παράκληση της Επιτροπής να παραθέσει τις απόψεις του έθεσε θέμα ως προς το ποιος είναι ο παραπονούμενος. Ως προς την ουσία του θέματος, ο Διευθυντής του ΚΥΠΕ επικαλέστηκε το γεγονός ότι η ανταποκρίτρια του πρακτορείου παρακολούθησε τη δικαστική διαδικασία ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου, κατά την οποία, όπως ανέφερε, λέχθηκαν πολύ περισσότερα από όσα αναφέρθηκαν στην είδηση. Επίσης επικαλέστηκε τις γενικές πρόνοιες του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας περί σεβασμού της αλήθειας και επίσης του δικαιώματος του πολίτη «για αντικειμενική, ολοκληρωμένη και έγκυρη πληροφόρηση», καθώς και το δικαίωμα της ελευθερίας έκφρασης και την υποχρέωση να μη δημοσιεύονται ανακριβείς και παραπλανητικές πληροφορίες. Τέλος ανέφερε ότι το ΚΥΠΕ σέβεται το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορούμενου. Όπως προαναφέρθηκε, η εξέταση της υπόθεσης έγινε κατόπιν υπόδειξης δημοσιογράφου και η Επιτροπή, θεωρώντας το θέμα ως σοβαρό, αποφάσισε την εξέτασή του. Σημειώνεται ότι με βάση τους κανονισμούς λειτουργίας της Επιτροπής τα παράπονα υποβάλλονται μεν επώνυμα στην Επιτροπή, οι παραπονούμενοι όμως έχουν δικαίωμα να ζητήσουν να παραμείνουν ανώνυμοι, οπότε η ταυτότητά τους δεν αποκαλύπτεται. Επίσης, η Επιτροπή έχει το δικαίωμα να επιληφθεί δημοσιευμάτων και μεταδόσεων αυτεπάγγελτα, είτε με, είτε χωρίς επισήμανση ή υπόδειξη από τρίτους, δια του Τύπου ή άλλως πως, σε εξαιρετικές περιπτώσεις και όταν κρίνει ότι το θέμα είναι ιδιαίτερα σοβαρό. Επί της ουσίας της υπόθεσης, η Επιτροπή σημείωσε ότι ο Διευθυντής του ΚΥΠΕ επικαλέστηκε τις γενικές αρχές του Κώδικα περί υποχρέωσης σεβασμού από μέρους των ΜΜΕ και των δημοσιογράφων του δικαιώματος του κοινού για ολοκληρωμένη και έγκυρη πληροφόρηση, του δικαίωμα της ελευθερίας έκφρασης και το δικαίωμα του δημοσιογράφου για πρόσβαση στις πηγές. Επίσης επικαλέστηκε την πρόνοια του Κώδικα περί υποχρέωσης των ΜΜΕ να μεριμνούν να μη δημοσιεύονται ανακριβείς και παραπλανητικές πληροφορίες ή σχόλια. Επί των θέσεων αυτών η Επιτροπή αποφάσισε, όπως άλλωστε και σε πολλές άλλες περιπτώσεις, ότι η άσκηση των δικαιωμάτων των ΜΜΕ και των δημοσιογράφων συνοδεύεται και από παράλληλες υποχρεώσεις, όπως είναι οι περιορισμοί που πηγάζουν από τον Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας και από τη νομοθεσία. Τέτοιοι περιορισμοί είναι, ενδεικτικά, η υποχρέωση των ΜΜΕ και των δημοσιογράφων να σέβονται την ιδιωτική ζωή, να μην αποκαλύπτουν στοιχεία προσωπικού χαρακτήρα (προσωπικά δεδομένα), να σέβονται το τεκμήριο της αθωότητας και να μη δημοσιεύουν ο,τιδήποτε που να οδηγεί σε συμπεράσματα ως προς την ενοχή ή αθωότητα υπόπτων και κατηγορουμένων, και να μη αποκαλύπτουν την ταυτότητα των θυμάτων βιασμού η τρίτων που δεν έχουν εμπλοκή σε μια υπόθεση. Εξετάζοντας το επίμαχο δημοσίευμα, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι αποκάλυπτε προσωπικά στοιχεία του κατηγορουμένου συζύγου, μεταξύ των οποίων ο τόπος καταγωγής, ο τόπος διαμονής, η ηλικία του και η οικογενειακή του κατάσταση, όπως και τέτοιες λεπτομέρειες που οδηγούν σε συμπέρασμα ενοχής του. Ακόμη πιο σοβαρό, το δημοσίευμα περιείχε λεπτομέρειες που οδηγούσαν στην αποκάλυψη της ταυτότητας θύματος βιασμού, καθώς και των παιδιών της. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή αποφάσισε ότι το δημοσίευμα παραβιάζει τις πρόνοιες του Κώδικα περί ιδιωτικής ζωής και προσωπικών δεδομένων (άρθρο 3), περί μη αποκάλυψης των ονομάτων θυμάτων βιασμού (άρθρο 10), περί Παιδιών (άρθρο 11), και περί του τεκμηρίου αθωότητας (άρθρο 9).
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
31/2017
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
21/12/2017
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε σειρά (26/19/9/2017) από τον Απόστολο Κρασίτη εναντίον της ιστοσελίδας ΡΕΠΟΡΤΕΡ για αναδημοσίευση από παλιές εφημερίδες ειδήσεων για εγκλήματα που έγιναν προ δεκαετιών, με συνέπεια είτε να αποκαλύπτουν προσωπικά δεδομένα είτε να αναξέουν πληγές και να προκαλούν και οξύνουν τον ανθρώπινο πόνο. Ο παραπονούμενος ανέφερε ότι έκαμε παράπονο στην ιστοσελίδα με αποτέλεσμα κάποτε να να καλύπτουν τα πρόσωπα, να αναφέρουν μόνο αρχικά των ονομάτων, αλλά τα ρεπορτάζ αυτού του είδους εξακολουθούν να είναι ξύσιμο πληγών, δεδομένου ότι η Κύπρος είναι μικρή. «Σκεφτείτε τα παιδιά τους, τους συγγενείς τους που προσπαθούν να φτιάξουν τη ζωή τους», ήταν η έκκληση του παραπονούμενου. Το πρώτο παράπονο αφορούσε σε αναδημοσίευση είδησης, με συντάκτη τη Ντίνα Κλεάνθους, που αναφερόταν στο φόνο γυναίκας από το σύζυγός της πριν από 30 και πλέον χρόνια και περιλάμβανε φωτογραφίες τόσο του θύματος όσο και του δράστη, του οποίου το όνομα αναφερόταν με τα αρχικά. Η είδηση περιλάμβανε επίσης λεπτομέρειες της οικογενειακής κατάστασης του ζεύγους, ειδικότερα ότι είχαν πολλά παιδιά. Ο παραπονούμενος έθεσε ενώπιον της Επιτροπής μια άλλη περίπτωση που αναφερόταν στο φόνο γυναίκας επίσης πριν από 30 περίπου χρόνια από τον γιό της. Στην είδηση αναφέρονταν τα αρχικά του δράστη, η ηλικία του, λεπτομέρειες των σπουδών του στο εξωτερικό και δημοσιεύθηκαν φωτογραφίας, μια χωρίς καμιά σκίαση. Αργότερα υπέδειξε και άλλο δημοσίευμα που αναφερόταν σε άτομο από ορεινό χωριό που διέπραξε φόνο, που περιείχε τέτοιες λεπτομέρειες ώστε να μπορεί οποιοσδήποτε, σχετικά εύκολα, να οδηγηθεί στο χωριό καταγωγής του και να αναγνωρίσει την ταυτότητά του, τους συγγενείς του και τους συγγενείς του θύματος. Η Ενωση Συντακτών έθεσε επίσης ενώπιον της Επιτροπής δημοσίευμα που αναφερόταν σε ένα έγκλημα που έγινε πριν από μερικά χρόνια, με δράστη ένα άνδρα και θύμα μια γυναίκα. Και οι δύο ήταν έγγαμοι και είχαν παιδιά, που σήμερα θα πρέπει να βρίσκονται σε σχετικά νεαρή ηλικία. Τέλος, η Επιτροπή συνεξέτασε παράπονο από γυναίκα ότι η ιστοσελίδα αναδημοσίευσε είδηση που αναφερόταν στο θάνατο νεαρού ύστερα από συμπλοκή στις Φοινικούδες Λάρνακας στη διάρκεια εορταστικής εκδήλωσης πριν από τέσσερις δεκαετίες. Η εφημερίδα δημοσίευσε φωτογραφίες τεσσάρων νεαρών που συνελήφθησαν και καταδικάστηκαν σε φυλάκιση μεταξύ τριών και τεσσάρων ετών για πρόκληση θανάτου με κτυπήματα Δημοσίευσε επίσης το όνομα μιας νέας αναφέροντας ότι επρόκειτο για τη φίλη ενός των νεαρών. Η παραπονούμενη, που είναι σύζυγος ενός των καταδικασθέντων, ανέφερε στο παράπονό της ότι οι νεαροί που ενεπλάκησαν τότε στη συμπλοκή δικάστηκαν και πλήρωσαν για την πράξη τους τότε και ότι τα παρόντα δημοσιεύματα είναι αναίτια, αφού δεν αφορούν καμιά εξέλιξη στο θέμα, και αναστατώνουν τη ζωή τόσο των ιδίων όσο και μελών των οικογενειών τους και ατόμων που καμιά σχέση δεν είχαν με το επεισόδιο. Επίσης ανέφερε δεν προέκυψε κανένα γεγονός που να κάνει το θέμα δημοσίου ενδιαφέροντος σήμερα και ότι το κοινό δεν έχει νόμιμο δικαίωμα να γνωρίζει για το γεγονός αυτό ύστερα από τέσσερις δεκαετίες. Κατόπιν πρόσκλησης της Επιτροπής προσήλθαν σε συνάντηση με υποεπιτροπή οι Νίκος Προκομμένος εκ μέρους της ιστοσελίδας και οι δημοσιογράφοι Ντίνα Κλεάνθους και Μύρια Οδυσσέως, που έθεσαν την υπογραφή τους κάτω από τα επίμαχα δημοσιεύματα προκειμένου να παραθέσουν τις απόψεις τους και να τους επεξηγηθούν οι θέσεις της Επιτροπής ως προς τα προβλήματα που δημιουργούνται από τέτοιες αναδημοσιεύσεις. Το συμπέρασμα της Επιτροπής ήταν ότι δεν υπήρξε από μέρους τους αντίληψη για το πρόβλημα που δημιουργείται με την αναδημοσίευση παλαιών ειδήσεων, με εξαίρεση τη Ντίνα Κλεάνθους, που ανέφερε ότι από τη συζήτηση αντιλήφθηκε τα προβλήματα που μπορούν να προκύψουν από την πρακτική αυτή. Η υποεπιτροπή με απογοήτευση διαπίστωσε ότι η επίσημη πλευρά επέμεινε στη θέση της ότι τέτοια δημοσιεύματα είναι ενδιαφέροντα και εφ’ όσον πρόκειται για υποθέσεις που είδαν το φως της δημοσιότητα στο παρελθόν η ιστοσελίδα είχε το δικαίωμα να τα αναδημοσιεύει χωρίς περιορισμό. Η Επιτροπή εξέφρασε θλίψη και απογοήτευση γιατί η ιστοσελίδα, λίγες ημέρες μετά τη συνάντηση δημοσίευσε το χειρότερο μέχρι τώρα ρεπορτάζ, από την άποψη ότι αναφερόταν σε έγκλημα που έγινε προ μερικών ετών, το οποίο είναι νωπό στη μνήμη των ανθρώπων και επηρεάζει τη ζωή ανθρώπων που τώρα προσπαθούν να φτιάξουν τη ζωή τους. Η Επιτροπή, αφού εξέτασε όλα τα ενώπιόν της στοιχεία αποφάσισε ότι η δημοσίευση παλαιών ειδήσεων με τον τρόπο τον οποίο η ιστοσελίδα αναδημοσιεύει πληροφορίες για εγκλήματα που έγιναν στο παρελθόν παραβιάζουν σειρά προνοιών του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας. Ειδικότερα, αποφάσισε ότι τα δημοσιεύματα παραβιάζουν τις πρόνοιες του άρθρου 3 του Κώδικα περί προστασίας της ιδιωτικής ζωής και των προσωπικών δεδομένων, τις πρόνοιες του άρθρου 5 που επιβάλλει στους δημοσιογράφους να είναι διακριτικοί κατά το χειρισμό υποθέσεων εγκλημάτων ώστε να μη προκαλούν πόνο ή να επιτείνουν τον ανθρώπινο πόνο σε άτομα που επηρεάζονται, καθώς και τις πρόνοιες του άρθρου 7 περί προστασίας των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, καθώς κατά κανόνα τα δημοσιεύματα αποτελούν αυτούσια μεταφορά στο σύνολο ή σε μέρος τους, ειδήσεων από παλαιές εφημερίδες, που δεν αναφέρονται καν ως πηγή, όπως επιτάσσει ο Κώδικας. Τέλος, η Επιτροπή αποφάσισε ότι η πρακτική αυτή συνιστά παραβίαση απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, με την οποία καθιέρωσε το «δικαίωμα στη λήθη» ως ανθρώπινο δικαίωμα και επικύρωσε τη σχετική οδηγία της Ευρωπαϊκής Ενωσης (Data Protection Directive (Directive 95/46/EC). Το δικαστήριο αποφάσισε ότι ούτε το δικαίωμα της ελευθερίας έκφρασης, ούτε το οικονομικό συμφέρον του εκδότη, αποτελούσαν επαρκή λόγο για δημοσίευση παλαιών ειδήσεων που επηρεάζουν την ιδιωτική ζωή και υπόληψη ανθρώπων του σήμερα. Σημειώνεται ότι η Ευρωπαϊκή οδηγία θεωρεί δεδομένο ότι δεν επιτρέπονται τέτοια δημοσιεύματα, αναστρέφοντας το βάρος της απόδειξης ώστε το ευθυνόμενο ΜΜΕ να έχει το βάρος της απόδειξης ότι δεν πρέπει να απαλειφθεί μια είδηση που αναφέρεται στο παρελθόν και όχι στον παραπονούμενο να αποδείξει ότι πρέπει να απαλειφθεί. Η Επιτροπή επισήμανε στην απόφασή της ότι το φαινόμενο της αναδρομής σε παλιά δημοσιεύματα που αναφέρονται σε ανθρώπους που ακόμα ζουν ή των οποίων μέλη των οικογενειών τους βρίσκονται ακόμη στη ζωή δεν διαφέρει από την πράξη της τυμβωρυχίας και την αναβίωση φαντασμάτων του παρελθόντος για οικονομικό και μόνο όφελος. Τέλος, η Επιτροπή, διαπιστώνοντας ότι η πρακτική της αναδημοσίευσης παλαιών ειδήσεων τείνει να διευρυνθεί αποκλειστικά και μόνο για την εξασφάλιση μεγαλύτερης επισκεψιμότητας (περισσότερα κλικ) καλεί τους δημοσιογράφους να αναλογισθούν την ευθύνη που έχουν για επίδειξη σεβασμού της ιδιωτικής ζωής και των προσωπικών δεδομένων και πάνω απ’ όλα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
32/2017
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
21/12/2017
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΟΧΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (32/10/11/2917) από τη βουλευτή Αννα Θεολόγου ότι δηλώσεις της που έκαμε στη Βουλή σχετικά με την ανεύρεση Αιγυπτιακού αγγείου που βρέθηκε από την Αστυνομία σε ανοικτό χώρο στη Λάρνακα δυνατό να ήταν προϊόν τυμβωρυχίας, δεν μεταδόθηκαν από το Κυπριακό Πρακτορείου Ειδήσεων, ενώ μεταδόθηκαν δηλώσεις άλλων βουλευτών για άλλα θέματα που έγιναν στον ίδιο χώρο και την ίδια ημέρα για θέματα που αφορούσαν θέματα τα οποία συζήτησαν επιτροπές της Βουλής. Στις δηλώσεις της ανέφερε ότι το υπό αναφορά αγγείο εντοπίστηκε ύστερα από παράνομη ανασκαφή στην περιοχή Χασάν Αγά στα Κούκλια της Πάφου. Το Κυπριακό Πρακτορείο Ειδήσεων απάντησε στο παράπονο αναφέροντας ότι εδώ και πολλά χρόνια ακολουθεί συγκεκριμένη πολιτική όσον αφορά δηλώσεις βουλευτών που γίνονται στη Βουλή. Με βάση την πρακτική αυτή μεταδίδει δηλώσεις που αφορούν σε τοποθετήσεις για σημαντικά θέματα που γίνονται εντός των επιτροπών ή εκτός των επιτροπών αλλά αφορούν σε υπό συζήτηση θέματα. Δηλώσεις για άλλα θέματα δεν καλύπτονται. Όμως, το ΚΥΠΕ ανέφερε πως αν βουλευτές προβαίνουν σε δηλώσεις για άλλα τρέχοντα θέματα, μπορούν να τις αποστείλουν ηλεκτρονικά στο πρακτορείο, που τις μεταδίδει αυτούσιες στους συνδρομητές του. Ως προς το παράπονο, ανέφερε ότι δεν υπάρχει θέμα διάκρισης σε βάρος οποιουδήποτε βουλευτή ή κόμματος. Η Επιτροπή αποφάσισε ότι υπό το φως του γεγονότος ότι οι δηλώσεις των άλλων βουλευτών αναφέροντας σε θέματα που απασχόλησαν επιτροπές της βουλής ενώ η δήλωση της παραπονούμενης αναφερόταν σε άλλο θέμα, καθώς και των εξηγήσεων που έδωσε το Κυπριακό Πρακτορείου Ειδήσεων σχετικά με την καθιερωμένη πολιτική του για τη μετάδοση δηλώσεων που γίνονται στη Βουλή δεν υπήρξε δυσμενής διάκριση σε βάρος της Αννας. Θεολόγου.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
25/2017
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
21/12/2017
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (25/19/9/2017). από την εφημερίδα Cyprus Mail εναντίον της ιστοσελίδας localnetnews.com για οικειοποίηση ειδήσεων από την εφημερίδα και από άλλα έντυπα. Σύμφωνα με το παράπονο, η ιστοσελίδα αντιγράφει ειδήσεις με τη μέθοδο της «αντιγραφής-επικόλλησης», τις οποίες παρουσιάζει ως δικές της, και μάλιστα κάτω από τον υπότιτλο: «Γραμμένο από τον Μάριο Αντωνίου» (Written by Marios Antoniou) ή κάποιο άλλο όνομα. Ειδικότερα, όταν ένας επισκέπτης κάνει κλικ για να ανοίξει μια είδηση, ανοίγει το παράθυρο της ιστοσελίδας locanetnews.com στην οποία δημοσιεύεται η πλήρης είδηση κάτω από το όνομα κάποιου προσώπου που παρουσιάζεται ως ο συντάκτης. Η πηγή της είδησης φαίνεται μόνο όταν κάποιος φθάσει στο τέλος της είδησης και κάνει κλικ στο σύνδεσμο SOURCE LINK, οπότε ο επισκέπτης φθάνει στην πραγματική πηγή της είδησης. Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η πρακτική αυτή διαφέρει από την πρακτική των λεγόμενων “aggregator sites” τα οποία συλλέγουν και παρουσιάζουν ειδήσεις από άλλα έντυπα ή ιστοσελίδες. Στις περιπτώσεις των “aggregator sites”, όταν ο επισκέπτης κάνει κλικ για να ανοίξει την είδηση, συνήθως από στον τίτλο ή σε μια φωτογραφία, οδηγείται αμέσως στην ιστοσελίδα, που είναι η πρωταρχική πηγή της είδησης. Ζητήθηκαν οι απόψεις της ιστοσελίδας μέσω του συνδέσμου επικοινωνίας χωρίς να υπάρξει καμιά ανταπόκριση. Επίσης, παρά τις προσπάθειες τόσο της Επιτροπής όσο και της Διαδικτυακής Οργάνωσης Εκδοτών Κύπρου δεν κατέστη δυνατό να εντοπισθεί ο ιδιοκτήτης της ιστοσελίδας. Η Επιτροπή, με βάση τα ενώπιον της δεδομένα, αποφάσισε ότι η πρακτική που ακολουθεί η ιστοσελίδα συνιστά παραβίαση του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας, κατά παράβασή της πρόνοιας του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, που προβλέπει ότι: «Τα Μ.Μ.Ε. και οι λειτουργοί σέβονται και εφαρμόζουν το εκάστοτε ισχύον Δίκαιο και συμβάσεις που αφορούν στην προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας. Εκεί που επιτρέπεται, η αναδημοσίευση από άλλη πηγή γίνεται με σεβασμό προς το συγγραφέα/δημιουργό ή τον ιδιοκτήτη και αναφέρεται η προέλευση». Στην προκειμένη περίπτωση, το ισχύον Κυπριακό δίκαιο, στηρίζεται, όπως και πολλές άλλες εθνικές νομοθεσίες επί των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, στη Διεθνή Σύμβαση περί Πνευματικής Ιδιοκτησίας του 1968. Το άρθρο 2 της Σύμβασης καθορίζει ότι μεταξύ άλλων προστατεύονται «φιλολογικά, καλλιτεχνικά και επιστημονικά έργα». Στον ορισμό αυτό εμπίπτουν και τα δημοσιογραφικά κείμενα σε έντυπα και ηλεκτρονικά ΜΜΕ, τα οποία παρουσιάζουν γεγονότα ή ιδέες. Η αναπαραγωγή αυτών των πνευματικών δημιουργημάτων, ανεξάρτητα από την ποιότητα, το επίπεδό και την αξία ή σημασία τους, δεν επιτρέπεται χωρίς την άδεια του κατόχου των πνευματικών δικαιωμάτων, ενώ στις περιπτώσεις που όπως αναλύεται κατωτέρω επιτρέπεται, η αναπαραγωγή γίνεται με αναφορά στην πηγή. Σε περιπτώσεις «πνευματικών δημιουργημάτων» όπως ορίζονται πιο πάνω, επιτρέπεται η καλή τη πίστη αναδημοσίευση, πχ η δημοσίευση αποσπασμάτων από άρθρα ιδεών για σκοπούς κριτικής, προβολής των ιδεών που περιλαμβάνονται στο κείμενο, έκφρασης αντίθετων ιδεών ή απόψεων, ως μέρος είδησης, ως επιχείρημα προς υποστήριξη συγκεκριμένων θέσεων, ως παρωδία, κλπ. Τα κριτήρια της καλής πίστης στις περιπτώσεις αυτές καθορίζονται από το σκοπό της χρήσης, κατά πόσο η αναδημοσίευση περιορίζεται στο απολύτως απαραίτητο για τους σκοπούς της χρήσης, από το κατά πόσο με την αναδημοσίευση έχει μεταβληθεί ουσιωδώς το αρχικό άρθρο, κατά πόσο η αναδημοσίευση αποβλέπει στην εξυπηρέτηση του ιδίου σκοπού με το πρωτότυπο, κατά πόσο με την αναδημοσίευση επιδιώκεται εμπορικό κέρδος και κατά πόσο με την αναδημοσίευση μειώνεται η εμπορική αξία της προστατευόμενης πνευματικής ιδιοκτησίας. Η καλή τη πίστη αναδημοσίευση επιτρέπεται από τον Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας («εκεί που επιτρέπεται, η αναδημοσίευση γίνεται...»), αλλά υπό τους όρους που αναγράφονται, δηλαδή με σεβασμό προς το συγγραφέα/δημιουργό, γεγονός που σημαίνει την αναγνώριση της πατρότητας του έργου με αναφορά στην προέλευση. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η προστασία αφορά σε «πρωτότυπα συγγραφικά έργα» και με την έννοια αυτή τα γεγονότα στα οποία αναφέρεται μια είδηση δεν θεωρούνται πρωτότυπα. Τα γεγονότα είναι το δημιούργημα κάποιου ατόμου ή αιτίας και επομένως ένας δημοσιογράφος ή ένα ΜΜΕ δεν μπορεί να τα κατοχυρώσει κάτω από το δικαίωμα της πνευματικής ιδιοκτησίας. Κατά τον ίδιο τρόπο δεν μπορούν να κατοχυρωθούν ευρήματα που αποκαλύπτονται μέσα από δημοσιογραφική έρευνα εφ’ όσον αυτά δεν είναι το δημιούργημα του ερευνητή, (όμως ο τρόπος παρουσίασής τους, π.χ. ένα γραφικό που αποτυπώνει το αποτέλεσμα της έρευνας μπορεί να είναι πρωτότυπο δημιούργημα) ούτε και οι ιδέες, π.χ. απόψεις επί ενός συγκεκριμένου θέματος ή ο τρόπος για την κατασκευή ή δημιουργία ενός αντικειμένου, π.χ. την παρασκευή ενός συγκεκριμένου πιάτου φαγητού. Όμως ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζονται ιδέες, ή γεγονότα ή προϋπάρχοντα δεδομένα σε ένα δημοσιογραφικό κείμενο, δηλαδή η επιλογή και η σειρά τοποθέτησης των λέξεων σε ένα κείμενο και εν τέλει το ύφος (στυλ), αποτελεί πνευματική δημιουργία και προστατεύεται από το δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας. Με βάση τα πιο πάνω, ένα ΜΜΕ μπορεί να δημοσιεύσει ή να μεταδώσει γεγονότα που δημοσίευσε ή μετέδωσε προηγουμένως ένα άλλο ΜΜΕ, είτε ύστερα από δική του επιβεβαίωση των γεγονότων είτε και χωρίς επιβεβαίωση. Πρόκειται για επιτρεπόμενη αναδημοσίευση, η οποία, όμως, δεν μπορεί να γίνει με τη χρήση του ιδίου λεξιλογίου, της ίδιας φρασεολογίας και του ιδίου ύφους. Νοείται ότι το προϊόν μιας δημοσιογραφικής έρευνας επί γεγονότων που δημοσιεύτηκαν δεν θεωρείται αναδημοσίευση αν η είδηση που προέκυψε από μια τέτοια έρευνα υπερακοντίζει ουσιωδώς την αρχική ή είναι μια εντελώς διαφορετική είδηση. Όπως προκύπτει από τα ανωτέρω, τα ΜΜΕ έχουν υποχρέωση να σέβονται το δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας των άλλων, ιδιαίτερα οσάκις διατηρούν τη φρασεολογία και το ύφος της αρχικής είδησης και στις περιπτώσεις. Στην προκειμένη περίπτωση δεν πρόκειται για καλή τη πίστη δημοσίευση ως αναλύεται ανωτέρω, δεδομένου ότι οι ειδήσεις που προβάλλει η ιστοσελίδα localnetnews.com παρουσιάζονται αυτούσιες ως ειδήσεις που έγραψαν άτομα που εργάζονται στην ιστοσελίδα, ενώ ο τρόπος που παρουσιάζεται η πηγή είναι συγκαλυμμένος και αποσκοπεί μάλλον σε ένα επί πλέον κλίκ για αύξηση της επισκεψιμότητας της ιστοσελίδας. Λαμβάνοντας υπόψη της πιο πάνω αρχές, η Επιτροπή αποφάσισε ότι η δημοσίευση των ειδήσεων με το συγκαλυμμένο ως προς την πηγή τρόπο που χρησιμοποιεί η ιστοσελίδα συνιστά ιδιοποίηση των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας άλλων. Η Επιτροπή τονίζει ότι οι δημοσιογράφοι και τα ΜΜΕ θα πρέπει να αναφέρουν εμφανώς την πηγή προέλευσης της είδησης. Από την άλλη, η αναφορά της πηγής προέλευσης αποτελεί σε κάποιο βαθμό ασπίδα προστασίας, έχοντας όμως πάντα υπόψη ότι η επίκληση της αναδημοσίευσης δεν αποτελεί υπεράσπιση για οποιαδήποτε παραβίαση είτε δεοντολογικών είτε νομικών κανόνων.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
26/2017
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
21/12/2017
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε σειρά (26/19/9/2017) από τον Απόστολο Κρασίτη εναντίον της ιστοσελίδας ΡΕΠΟΡΤΕΡ για αναδημοσίευση από παλιές εφημερίδες ειδήσεων για εγκλήματα που έγιναν προ δεκαετιών, με συνέπεια είτε να αποκαλύπτουν προσωπικά δεδομένα είτε να αναξέουν πληγές και να προκαλούν και οξύνουν τον ανθρώπινο πόνο. Ο παραπονούμενος ανέφερε ότι έκαμε παράπονο στην ιστοσελίδα με αποτέλεσμα κάποτε να να καλύπτουν τα πρόσωπα, να αναφέρουν μόνο αρχικά των ονομάτων, αλλά τα ρεπορτάζ αυτού του είδους εξακολουθούν να είναι ξύσιμο πληγών, δεδομένου ότι η Κύπρος είναι μικρή. «Σκεφτείτε τα παιδιά τους, τους συγγενείς τους που προσπαθούν να φτιάξουν τη ζωή τους», ήταν η έκκληση του παραπονούμενου. Το πρώτο παράπονο αφορούσε σε αναδημοσίευση είδησης, με συντάκτη τη Ντίνα Κλεάνθους, που αναφερόταν στο φόνο γυναίκας από το σύζυγός της πριν από 30 και πλέον χρόνια και περιλάμβανε φωτογραφίες τόσο του θύματος όσο και του δράστη, του οποίου το όνομα αναφερόταν με τα αρχικά. Η είδηση περιλάμβανε επίσης λεπτομέρειες της οικογενειακής κατάστασης του ζεύγους, ειδικότερα ότι είχαν πολλά παιδιά. Ο παραπονούμενος έθεσε ενώπιον της Επιτροπής μια άλλη περίπτωση που αναφερόταν στο φόνο γυναίκας επίσης πριν από 30 περίπου χρόνια από τον γιό της. Στην είδηση αναφέρονταν τα αρχικά του δράστη, η ηλικία του, λεπτομέρειες των σπουδών του στο εξωτερικό και δημοσιεύθηκαν φωτογραφίας, μια χωρίς καμιά σκίαση. Αργότερα υπέδειξε και άλλο δημοσίευμα που αναφερόταν σε άτομο από ορεινό χωριό που διέπραξε φόνο, που περιείχε τέτοιες λεπτομέρειες ώστε να μπορεί οποιοσδήποτε, σχετικά εύκολα, να οδηγηθεί στο χωριό καταγωγής του και να αναγνωρίσει την ταυτότητά του, τους συγγενείς του και τους συγγενείς του θύματος. Η Ενωση Συντακτών έθεσε επίσης ενώπιον της Επιτροπής δημοσίευμα που αναφερόταν σε ένα έγκλημα που έγινε πριν από μερικά χρόνια, με δράστη ένα άνδρα και θύμα μια γυναίκα. Και οι δύο ήταν έγγαμοι και είχαν παιδιά, που σήμερα θα πρέπει να βρίσκονται σε σχετικά νεαρή ηλικία. Τέλος, η Επιτροπή συνεξέτασε παράπονο από γυναίκα ότι η ιστοσελίδα αναδημοσίευσε είδηση που αναφερόταν στο θάνατο νεαρού ύστερα από συμπλοκή στις Φοινικούδες Λάρνακας στη διάρκεια εορταστικής εκδήλωσης πριν από τέσσερις δεκαετίες. Η εφημερίδα δημοσίευσε φωτογραφίες τεσσάρων νεαρών που συνελήφθησαν και καταδικάστηκαν σε φυλάκιση μεταξύ τριών και τεσσάρων ετών για πρόκληση θανάτου με κτυπήματα Δημοσίευσε επίσης το όνομα μιας νέας αναφέροντας ότι επρόκειτο για τη φίλη ενός των νεαρών. Η παραπονούμενη, που είναι σύζυγος ενός των καταδικασθέντων, ανέφερε στο παράπονό της ότι οι νεαροί που ενεπλάκησαν τότε στη συμπλοκή δικάστηκαν και πλήρωσαν για την πράξη τους τότε και ότι τα παρόντα δημοσιεύματα είναι αναίτια, αφού δεν αφορούν καμιά εξέλιξη στο θέμα, και αναστατώνουν τη ζωή τόσο των ιδίων όσο και μελών των οικογενειών τους και ατόμων που καμιά σχέση δεν είχαν με το επεισόδιο. Επίσης ανέφερε δεν προέκυψε κανένα γεγονός που να κάνει το θέμα δημοσίου ενδιαφέροντος σήμερα και ότι το κοινό δεν έχει νόμιμο δικαίωμα να γνωρίζει για το γεγονός αυτό ύστερα από τέσσερις δεκαετίες. Κατόπιν πρόσκλησης της Επιτροπής προσήλθαν σε συνάντηση με υποεπιτροπή οι Νίκος Προκομμένος εκ μέρους της ιστοσελίδας και οι δημοσιογράφοι Ντίνα Κλεάνθους και Μύρια Οδυσσέως, που έθεσαν την υπογραφή τους κάτω από τα επίμαχα δημοσιεύματα προκειμένου να παραθέσουν τις απόψεις τους και να τους επεξηγηθούν οι θέσεις της Επιτροπής ως προς τα προβλήματα που δημιουργούνται από τέτοιες αναδημοσιεύσεις. Το συμπέρασμα της Επιτροπής ήταν ότι δεν υπήρξε από μέρους τους αντίληψη για το πρόβλημα που δημιουργείται με την αναδημοσίευση παλαιών ειδήσεων, με εξαίρεση τη Ντίνα Κλεάνθους, που ανέφερε ότι από τη συζήτηση αντιλήφθηκε τα προβλήματα που μπορούν να προκύψουν από την πρακτική αυτή. Η υποεπιτροπή με απογοήτευση διαπίστωσε ότι η επίσημη πλευρά επέμεινε στη θέση της ότι τέτοια δημοσιεύματα είναι ενδιαφέροντα και εφ’ όσον πρόκειται για υποθέσεις που είδαν το φως της δημοσιότητα στο παρελθόν η ιστοσελίδα είχε το δικαίωμα να τα αναδημοσιεύει χωρίς περιορισμό. Η Επιτροπή εξέφρασε θλίψη και απογοήτευση γιατί η ιστοσελίδα, λίγες ημέρες μετά τη συνάντηση δημοσίευσε το χειρότερο μέχρι τώρα ρεπορτάζ, από την άποψη ότι αναφερόταν σε έγκλημα που έγινε προ μερικών ετών, το οποίο είναι νωπό στη μνήμη των ανθρώπων και επηρεάζει τη ζωή ανθρώπων που τώρα προσπαθούν να φτιάξουν τη ζωή τους. Η Επιτροπή, αφού εξέτασε όλα τα ενώπιόν της στοιχεία αποφάσισε ότι η δημοσίευση παλαιών ειδήσεων με τον τρόπο τον οποίο η ιστοσελίδα αναδημοσιεύει πληροφορίες για εγκλήματα που έγιναν στο παρελθόν παραβιάζουν σειρά προνοιών του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας. Ειδικότερα, αποφάσισε ότι τα δημοσιεύματα παραβιάζουν τις πρόνοιες του άρθρου 3 του Κώδικα περί προστασίας της ιδιωτικής ζωής και των προσωπικών δεδομένων, τις πρόνοιες του άρθρου 5 που επιβάλλει στους δημοσιογράφους να είναι διακριτικοί κατά το χειρισμό υποθέσεων εγκλημάτων ώστε να μη προκαλούν πόνο ή να επιτείνουν τον ανθρώπινο πόνο σε άτομα που επηρεάζονται, καθώς και τις πρόνοιες του άρθρου 7 περί προστασίας των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, καθώς κατά κανόνα τα δημοσιεύματα αποτελούν αυτούσια μεταφορά στο σύνολο ή σε μέρος τους, ειδήσεων από παλαιές εφημερίδες, που δεν αναφέρονται καν ως πηγή, όπως επιτάσσει ο Κώδικας. Τέλος, η Επιτροπή αποφάσισε ότι η πρακτική αυτή συνιστά παραβίαση απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, με την οποία καθιέρωσε το «δικαίωμα στη λήθη» ως ανθρώπινο δικαίωμα και επικύρωσε τη σχετική οδηγία της Ευρωπαϊκής Ενωσης (Data Protection Directive (Directive 95/46/EC). Το δικαστήριο αποφάσισε ότι ούτε το δικαίωμα της ελευθερίας έκφρασης, ούτε το οικονομικό συμφέρον του εκδότη, αποτελούσαν επαρκή λόγο για δημοσίευση παλαιών ειδήσεων που επηρεάζουν την ιδιωτική ζωή και υπόληψη ανθρώπων του σήμερα. Σημειώνεται ότι η Ευρωπαϊκή οδηγία θεωρεί δεδομένο ότι δεν επιτρέπονται τέτοια δημοσιεύματα, αναστρέφοντας το βάρος της απόδειξης ώστε το ευθυνόμενο ΜΜΕ να έχει το βάρος της απόδειξης ότι δεν πρέπει να απαλειφθεί μια είδηση που αναφέρεται στο παρελθόν και όχι στον παραπονούμενο να αποδείξει ότι πρέπει να απαλειφθεί. Η Επιτροπή επισήμανε στην απόφασή της ότι το φαινόμενο της αναδρομής σε παλιά δημοσιεύματα που αναφέρονται σε ανθρώπους που ακόμα ζουν ή των οποίων μέλη των οικογενειών τους βρίσκονται ακόμη στη ζωή δεν διαφέρει από την πράξη της τυμβωρυχίας και την αναβίωση φαντασμάτων του παρελθόντος για οικονομικό και μόνο όφελος. Τέλος, η Επιτροπή, διαπιστώνοντας ότι η πρακτική της αναδημοσίευσης παλαιών ειδήσεων τείνει να διευρυνθεί αποκλειστικά και μόνο για την εξασφάλιση μεγαλύτερης επισκεψιμότητας (περισσότερα κλικ) καλεί τους δημοσιογράφους να αναλογισθούν την ευθύνη που έχουν για επίδειξη σεβασμού της ιδιωτικής ζωής και των προσωπικών δεδομένων και πάνω απ’ όλα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
27/2017
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
21/12/2017
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (27/17/9/2017) από τον ΟΠΑΠ (Κύπρου) εναντίον της εφημερίδας 24h και της δημοσιογράφου Αλεξίας Καφετζή για κατ’ ισχυρισμό ανακριβή είδηση, παράλειψη εξακρίβωσης της ακρίβειας των πληροφοριών της, και χωρίς τη λήψη των θέσεων των άμεσα εμπλεκομένων. Σύμφωνα με το παράπονο, σκοπός του δημοσιεύματος ήταν ο εντυπωσιασμός και να πληγεί το κύρος του ΟΠΑΠ. Το δημοσίευμα αρχίζει από την πρώτη σελίδα κάτω από τον τίτλο «ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΓΑ ΣΚΑΝΔΑΛΟ ΟΠΑΠ - Ποινές φυλάκισης μέχρι και 7 χρόνια» (το 7 με κόκκινο χρώμα) και παραπέμπει σε είδηση στη σελίδα 24, με τίτλο «Μέχρι και εφτά χρόνια φυλάκιση για το μέγα σκάνδαλο ΟΠΑΠ». Στην είδηση παρατίθενται πληροφορίες σύμφωνα με τις οποίες το Τμήμα Διερεύνησης Οικονομικού Εγκλήματος της Αστυνομίας «απέστειλε διαταγή παρουσίασης εγγράφων σχετικά με την ΟΠΑΠ Κύπρου και τη λειτουργίας της» καθώς και το κείμενο της διαταγής, στο οποίο αναφέρονται τα αδικήματα που εξετάζονται και που φέρονται να «διαπράχθηκαν στην Λευκωσία κατά τη χρονική περίοδο 01/01/2015 μέχρι 31/12/2016, από τον ΟΠΑΠ Κύπρου, σε βάρος της Κυπριακής Δημοκρατίας». Ο νομικός σύμβουλος του ΟΠΑΠ ανέφερε ότι κάθε αστυνομική διαταγή παρουσίασης εγγράφων φέρει στο άνω εισαγωγικό το όνομα και τη διεύθυνση του παραλήπτη της διαταγής. Προσθέτει ότι όπως το έγγραφο παρουσιάζεται στη σελίδα 24 της Εφημερίδας, αυτές οι πληροφορίες έχουν απαλειφθεί με αποτέλεσμα σε συνάρτηση με τα αναφερόμενα στην είδηση να δίδεται η εντύπωση ότι παραλήπτης του εγγράφου ήταν ο ΟΠΑΠ. Το έγγραφο δημοσιεύεται σε φωτοτυπία ως μέρος της είδησης στη σελίδα 24 και αρχίζει με τις λέξεις «ΔΙΑΤΑΓΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗΣ ΕΓΓΡΑΦΩΝ» χωρίς να εμφαίνετέ στην αρχή ο παραλήπτης. Ο νομικός σύμβουλος της εταιρείας ανέφερε ότι η Εταιρεία ουδέποτε έλαβε από την Αστυνομία Κύπρου την αναφερόμενη Διαταγή Παρουσίασης Εγγράφων και ότι ουδεμία τέτοια διαταγή απεστάλη από την Αστυνομία στον ΟΠΑΠ. Επίσης ανέφερε ότι «η κυρία Αλεξία Καφετζή με την φράση «Αυτή η διαταγή προκάλεσε την απελπισμένη ενέργεια του ΟΠΑΠ να ζητήσει την αναστολή των ερευνών της Αστυνομίας»...«ψευδώς αποδίδει την ενέργεια της Εταιρείας για καταχώρησης αίτησης για άδεια για να καταχωρήσει αίτηση για ένταλμα της φύσης certiorari ως αποτέλεσμα της ως άνω αποστολής της κατ' ισχυρισμόν Διαταγής Παρουσίασης Εγγράφων». Εξ άλλου, αναφέρει ότι «η κυρία Αλεξία Καφετζή ουδέποτε, είτε πριν είτε μετά, τη δημοσίευση των Άρθρων που παρουσιάζονται στις σελίδες 1 και 24 της Εφημερίδας ημερομηνίας Παρασκευής 14η Ιουλίου 2017, επικοινώνησε με την Εταιρεία για να ζητήσει τις θέσεις της, και ουδέποτε έδωσε την ευκαιρία στην Εταιρεία να τοποθετηθεί επί του περιεχομένου των συγκεκριμένων Άρθρων». Οι νομικοί σύμβουλοι της ΟΠΑΠ υποστηρίζουν ότι η συντάκτρια της είδησης «προέβη στις ως άνω ενέργειες με σκοπό να πλήξει την Εταιρεία, κατά παράβαση των Άρθρων 1, 2, 6 και 9 του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας». Η Αλεξία Καφετζή αρχικά παρουσιάστηκε με το δικηγόρο της Ρίκκο Μαππουρίδη ενώπιον υποεπιτροπής και στη συνέχεια απέστειλε γραπτώς τις θέσεις της μαζί με εκείνες του δικηγόρου της. Στην απάντηση τόσο της Αλεξίας Καφετζή όσο και του δικηγόρου της αμφισβητείται ευθέως η ανεξαρτησία της Επιτροπής συλλογικά και ορισμένων μελών ατομικά, με το επιχείρημα ότι ο ΟΠΑΠ χρηματοδοτεί μέσω διαφημίσεων τα ΜΜΕ και επομένως τα μέλη της Επιτροπής που εργάζονται σε ΜΜΕ όχι μόνο δεν έχουν το τεκμήριο της ανεξαρτησίας αλλά εκ προοιμίου θεωρούνται ως μη αμερόληπτα και αντικειμενικά. Ειδικότερα, γράφει: «Από τη στιγμή που το παράπονο έγινε από τον ΟΠΑΠ Κύπρου, δεν υπάρχει το τεκμήριο της αμεροληψίας και της αντικειμενικότητας προσώπων που απασχολούνται σε ΜΜΕ που συναλλάσσονται οικονομικά με τον Οργανισμό αυτό, λόγω οικονομικών συμφερόντων, βλέπε διαφημιστικά πακέτα. Δεν μπορεί η ΕΔΔ να μην σέβεται τη δεοντολογία. Λογικά, θα έπρεπε να αρνηθεί να εξετάσει την περίπτωση λόγω εμπλεκόμενων «συμφερόντων». Ποιος θα πάει εναντίον κάποιου οργανισμού που είναι οικονομικός αιμοδότης των μέσων στα οποία τα μέλη του εκτελούν το Λειτούργημα τους;» Επίσης, αμφισβήτησε την ανεξαρτησία του αντιπροέδρου Βάσου Τσαγγαρά με το επιχείρημα ότι είναι στέλεχος του ΑΝΤ1, ιδιοκτησίας του κ. Λουκή Παπαφιλίππου, το δικηγορικό γραφείο του οποίου απέστειλε το παράπονο στην επιτροπή. Εξ άλλου, επισύναψε φωτοτυπία εγγράφου διαταγής του Γραφείου Διερεύνησης Οικονομικού Εγκλήματος της Αστυνομίας που απευθύνεται προς το «Διευθυντή Ελεγκτικού Οίκου KPMG, Λευκωσία», για παράδοση όλων των σχετικών εγγράφων που σχετίζονται με τη διεξαγωγή έρευνας που σχετίζονται με «αδικήματα που διαπράχθηκαν στη Λευκωσία κατά την χρονική περίοδο 01/01/2015 μέχρι 31/12/2015 από τον ΟΠΑΠ Κύπρου, σε βάρος της Κυπριακής Δημοκρατίας». Τα ζητούμενα έγγραφα ήταν «Φύλλα εργασίας και άλλα υποστηρικτικά έγγραφα, το οποία αφορούν τον έλεγχο που έγινε στους λογαριασμούς των Λειτουργικών εξόδων του ΟΠΑΠ». Περαιτέρω ανέφερε ότι έκαμε πολλά τηλεφωνήματα στο γραφείο του Διευθύνοντα Συμβούλου του ΟΠΑΠ Κύπρου Δημήτρη Αλετράρη, ο οποίος ποτέ δεν απάντησε και ποτέ δεν επέστρεψε τα τηλεφωνήματά της. Η Επιτροπή ασχολήθηκε αρχικά με τους ισχυρισμούς τους οποίους διατύπωσαν τόσο η Αλεξία Καφετζή όσο και ο νομικός της σύμβουλος ότι η Επιτροπή δεν έχει τα εχέγγυα της αμεροληψίας και αντικειμενικότητας επειδή κάποια από τα μέλη της προέρχονται από τα ΜΜΕ τα οποία κατ’ ισχυρισμό είναι εξαρτώμενα από τις διαφημίσεις του ΟΠΑΠ και κατά συνέπεια πρόσωπα που απασχολούνται σε ΜΜΕ τα οποία συναλλάσσονται με τον ΟΠΑΠ στερούνται του τεκμηρίου της αμεροληψίας και αντικειμενικότητας. Η Επιτροπή απέρριψε τους ισχυρισμούς αυτούς ως λίαν προσβλητικούς τόσο για την Επιτροπή όσο και για κάθε ένα από τα μέλη της. Τόνισε επίσης ότι τα μέλη της Επιτροπής δεν ενεργούν στη βάση του πού εργάζονται, επισημαίνοντας ότι στα 20 χρόνια της λειτουργίας της δεν υπήρξε τέτοιο κρούσμα και σχεδόν όλες οι αποφάσεις λήφθηκαν με συναίνεση και ομοφωνία, με μίαν ή δύο περιπτώσεις στις οποίες χρειάστηκε να γίνει ψηφοφορία, όχι λόγω προσωπικών θέσεων που υπαγορεύθηκαν από το πού εργάζονταν οι διαφωνούντες, αλλά λόγω διαφορετικών αντιλήψεων επί θεμάτων αρχής. Η Επιτροπή τόνισε περαιτέρω ότι οι ισχυρισμοί που διατυπώθηκαν για την Επιτροπή και τα μέλη της είναι εξωπραγματικοί και απαράδεκτοι γιατί αμφισβητούν τη βάση και τη φιλοσοφία λειτουργίας της, που είναι η αυτορρύθμιση. Αυτή τη βάση έθεσαν οι φορείς ως τον ακρογωνιαίο λίθο της λειτουργίας της Επιτροπής στον Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, τον οποίο προσυπέγραψαν τα ΜΜΕ, περιλαμβανομένης και της εφημερίδας 24h, ως μέλους του Κυπριακού Οργανισμού Διαδικτυακών Εκδοτών. Για τον ίδιο λόγο η Επιτροπή απέρριψε τον ισχυρισμό ότι ο αντιπρόεδρός της Βάσσος Τσαγγαράς δεν έχει τα εχέγγυα της αντικειμενικότητας, δήθεν γιατί είναι υψηλόβαθμο στέλεχος του ΑΝΤ1 Κύπρου που είναι ιδιοκτησίας του κ. Λουκή Παπαφιλίππου. Επίσης απέρριψε τη θέση της Αλεξίας Καφετζή ότι ο Βάσσος Τσαγγαράς είναι «προϊστάμενος της υποεπιτροπής που θα κρίνει την «ενοχή» ή την «αθωότητά» της. Οι αποφάσεις της Επιτροπής λαμβάνονται από το σύνολο των παρόντων μελών που αποτελούν απαρτία και όχι από μέλη ή ομάδα μελών εκτός της ολομέλειας. Επί της ουσίας, η Επιτροπή κατέληξε στις πιο κάτω διαπιστώσεις: 1.Η παράλειψη του ονόματος του παραλήπτη από τη φωτοτυπία της αστυνομικής διαταγής για παρουσίαση εγγράφων του ΟΠΑΠ σε σχέση με διεξαγόμενη έρευνα συνιστούσε αλλοίωση εγγράφου που οδηγεί σε ανακρίβεια, η οποία, σε συνδυασμό με την έμφαση που δόθηκε στην επωνυμία του ΟΠΑΠ είναι δυνατό να οδηγήσει σε παραπλάνηση των αναγνωστών ως προς τον παραλήπτη του εγγράφου, κατά παράβαση του άρθρου 1 του Κώδικα, που ορίζει ότι «τα Μ.Μ.Ε. μεριμνούν ώστε να μη δημοσιεύονται ανακριβείς, παραπλανητικές, φανταστικές ή διαστρεβλωτικές της αλήθειας ειδήσεις, πληροφορίες ή σχόλια. Σε περίπτωση που έχει συμβεί κάτι τέτοιο χωρούν σε άμεση διόρθωση ή και απολογία». Ο ισχυρισμός της Αλεξίας Καφετζή ότι το όνομα παραλήφθηκε λόγω έλλειψης χώρου δεν θεωρήθηκε ότι ήταν δυνατό να ευσταθήσει, γιατί πρόκειται για πέντε μόνο λέξεις. Η αλλοίωση του εγγράφου με την παράλειψη του ονόματος του παραλήπτη χωρίς να παρασχεθεί η σχετική πληροφόρηση στους αναγνώστες θεωρήθηκε επίσης ότι αντιβαίνει στην πρόνοια του άρθρου 6 περί μη δημοσίευσης ή μετάδοσης φωτογραφιών που έχουν υποστεί μηχανική ή ηλεκτρονική αλλοίωση. 2. Σχετικά με τον ισχυρισμό της Αλεξίας Καφετζή ότι έκαμε πολλά τηλεφωνήματα στο γραφείο του Διευθύνοντα Συμβούλου του ΟΠΑΠ χωρίς ποτέ να υπάρξει ανταπόκριση, η Επιτροπή θεωρεί ότι ένα τέτοιο σημαντικό γεγονός θα έπρεπε να είχε τουλάχιστον αναφερθεί στο κείμενο της είδησης, ώστε να γνωρίζουν οι αναγνώστες ότι είχε γίνει προσπάθεια επικοινωνίας για να παρασχεθεί το δικαίωμα απάντησης στους επηρεαζομένους, σύμφωνα με το άρθρο 2 του Κώδικα. 3. Η Επιτροπή αποφάσισε ότι οι τίτλοι που χρησιμοποιήθηκαν πάνω από την είδηση στην πρώτη και 24η σελίδα «ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΓΑ ΣΚΑΝΔΑΛΟ ΟΠΑΠ - Ποινές φυλάκισης μέχρι και 7 χρόνια» (το 7 με κόκκινο χρώμα) και «Μέχρι και εφτά χρόνια φυλάκιση για το μέγα σκάνδαλο ΟΠΑΠ», συνιστούν παραβίαση του άρθρου 9 του Κώδικα περί του τεκμηρίου αθωότητας και μη διασυρμού ή διαπόμπευσης, δεδομένου ότι δίδουν την παραπλανητική εντύπωση ή οδηγούν στο συμπέρασμα ότι υπάρχουν σκάνδαλο και κατηγορούμενοι ή ένοχοι που αντιμετωπίζουν φυλάκιση επτά χρόνων, χωρίς να έχει ολοκληρωθεί έρευνα που να οδηγήσει σε κατηγορίες ή να διεξαχθεί δίκη για να καταδείξει την ύπαρξη ενοχής ή σκανδάλου. Το άρθρο 9 προβλέπει ότι: «Οι λειτουργοί σέβονται πλήρως την αρχή ότι ο ύποπτος ή κατηγορούμενος για διάπραξη αδικήματος είναι αθώος μέχρις αποδείξεως του αντιθέτου κατόπιν νόμιμης διαδικασίας και συνεπώς αποφεύγουν να δημοσιοποιήσουν ο,τιδήποτε το οποίο να οδηγεί σε συμπεράσματα ως προς την ενοχή ή αθωότητα του υπόπτου ή/και κατηγορουμένου ή τείνει να τον διασύρει ή διαπομπεύσει».
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
33/2017
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
21/12/2017
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΟΧΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (33/30/11/2017) από τον Ανδρέα Πολυκάρπου, δημοσιογράφο σε Ελληνική ιστοσελίδα και ποιητή για κριτική σχετικά με ποιητική του έκδοση στο Φιλελεύθερο στις 20 Νοεμβρίου, 2017, με την υπογραφή του Γιώργου Φράγκου. Η κριτική, κάτω από τον τίτλο «Με ελληνοκεντρική στόχευση», αναφερόταν στο βιβλίο του παραπονούμενου «Απρόσωπα Φαγιούμ». Το επίμαχο απόσπασμα, για το οποίο υποβλήθηκε το παράπονο, ανέφερε: «Ωστόσο, κάποτε ο ποιητής λειτουργεί και ως υμνωδός του ελληνοχριστιανικού ιδεώδους. Κι αυτό, κατά τη γνώμη μου, σε μια ατυχή πρόσμιξη που παραπέμπει μόνο στο ιδεολογικό περίγραμμα της επταετίας 1967-1974 στην Ελλάδα». Ο παραπονούμενος υποστήριξε στο παράπονό του ότι ο κ. Φράγκου «είχε ως άμεσο στόχο να κρίνει αρνητικά το βιβλίο χωρίς να το έχει διαβάσει, διότι δεν είναι ποτέ δυνατό να αναφέρετε σε ελληνοχριστιανικά και χουντικά ιδεώδη για ένα βιβλίο που έχει άμεσες αναφορές στη Γνωστική φιλοσοφία, στη θέση του Εωσφόρου, στο ρόλο που έπαιξε η Μαγδαληνή ως εταίρα του Ιησού κλπ. κλπ». Ο παραπονούμενος ανέφερε ότι πέρσι ανέβασε ένα θεατρικό στην Αθήνα, την «Απολογία του Ιησού» αναφορικά με τη θνητότητα του όλου προσώπου αλλά και την ερωτική του σχέση με τη Μαγδαληνή για να καταδείξει ότι «ένα με χριστιανικά ιδεώδη ή ένας χουντικός δεν … θα το έκανε». Εξ άλλου ανέφερε ότι τον ενόχλησε η αναφορά στη χούντα και ότι δημοσίευσε την κριτική χωρίς να τη θέσει προηγουμένως υπόψη του, προσθέτοντας ότι οι αναφορές στο πρόσωπό του τον θίγουν ως επαγγελματία δημοσιογράφο. Η Επιτροπή, λαμβάνοντας συνολικά υπόψη τις πρόνοιες του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, καθώς και το γεγονός ότι ο κ. Φράγκος συστηματικά γράφει κριτική σε ειδική στήλη εδώ και 20 χρόνια, αποφάσισε ότι ήταν αναρμόδια να ασχοληθεί με δημοσίευμα που αποτελεί έκφραση προσωπικής άποψης για το φιλολογικό περιεχόμενο βιβλίου. Η Επιτροπή επανειλημμένα έχει αποφασίσει ότι προσωπικές απόψεις που εκφράζονται από οποιονδήποτε και για οποιονδήποτε ή ο,τιδήποτε, εκφεύγουν της αρμοδιότητάς της, εκτός των περιπτώσεων κατά τις οποίες οι απόψεις εξόφθαλμα ή αποδεδειγμένα υποκινούνται από προκατάληψη, γεγονός που δεν συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση. Εξ άλλου, η Επιτροπή αποφάσισε ότι, σε αντίθεση με κείμενα που αποτελούν είδηση, δεν υπάρχει υποχρέωση εκ των προτέρων ενημέρωσης για απόψεις που εκφράζονται, και μάλιστα για κριτική έργων τέχνης, πχ. βιβλίων, θεατρικών ή άλλων παραστάσεων κλπ.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
34/20/17
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
21/12/2017
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΟΧΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (34/4/12/2017) από τον Νίκο Τριμικλινιώτη εναντίον του Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου και του δημοσιογράφου-παρουσιαστή Πάρη Ποταμίτη για το γεγονός ότι φιλοξένησαν σε ραδιοφωνική εκπομπή του ΡΙΚ τον πρόεδρο του ΕΛΑΜ Χρίστο Χρίστου. Ο Νίκος Τριμικλινιώτης είναι Επικεφαλής της Κυπριακής ομάδας εμπειρογνωμόνων για τα θεμελιώδη δικαιώματα στον Οργανισμό για τα Θεμελιώδη Δικαιώματα της ΕΕ και Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας. Το παράπονο, όπως είναι διεξοδικά διατυπωμένο σε τετρασέλιδη επιστολή του κ. Τριμικλινιώτη, επικεντρώνεται στη θέση ότι οι καθ’ ων το παράπονο ενώ γνώριζαν ότι το ΕΛΑΜ έχει διασυνδέσεις με τη Χρυσή Αυγή και πρεσβεύει το «φυλετισμό», το μεν ΡΙΚ προσκάλεσε το Χρίστο Χρίστου σε εκπομπή του, ενώ ο Πάρης Ποταμίτης δεν ρώτησε πως είναι δυνατό το κόμμα αυτό να υποστηρίζει το φυλετισμό που είναι συνώνυμο του ρατσισμού και να προασπίζεται το ναζιστικό στρατό. Αναλυτικότερα, ο κ. Τριμικλινιώτης ανέφερε ότι ο Χρίστος Χρίστου, κατά δική του παραδοχή, υπήρξε στέλεχος της Χρυσής Αυγής και υποστηρίζει ότι ενώ η δίκη στελεχών της για σωρεία εγκλημάτων συνεχίζεται στην Αθήνα, ο Χρίστος Χρίστου αρνείται ότι έχει διαπράξει εγκλήματα. Επίσης ανέφερε ότι στην ιστοσελίδα του ΕΛΑΜ υπάρχουν σωρεία άρθρων και δηλώσεων που προπαγανδίζουν τη νεοναζιστική ιδεολογία και υποστηρίζουν ότι τα κακώς έχοντα στην κοινωνία σήμερα πηγάζουν δήθεν από την «ανάμειξη των φυλών». Επίσης υποστήριξε ότι η απόφαση του ΡΙΚ να προβάλει τον Χρ. Χρίστου με τη πρόφαση ότι είναι υποψήφιος πρόεδρος, προωθεί, θεληματικά ή μη τη ρατσιστική νεοναζιστική ιδεολογία πράγμα που αποτελεί ύβρη στους δημοκρατικούς θεσμούς της χώρας. Περαιτέρω αναφέρθηκε σε έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ενάντια στο Ρατσισμό και Μισαλλοδοξία (ECRI) του Συμβουλίου της Ευρώπης που χαρακτηρίζει το ΕΛΑΜ «ακροδεξιό στρατιωτικού τύπου πολιτικό κίνημα», το οποίο συνδέεται άμεσα με τη Χρυσή Αυγή (γεγονός που παραδέχθηκε ο κ. Χρίστου στη διάρκεια της εκπομπής) και οργάνωσε πορεία εναντίον των Τουρκοκυπρίων και των μεταναστών. Επίσης ανέφερε ότι με την πρόσκληση του κ. Χρίστου δόθηκε η ευκαιρία σε διάφορους ομοϊδεάτες του να τηλεφωνούν και να προωθούν το ρατσιστικό μίσος και τη ρατσιστική ιδεολογία. Το ΡΙΚ προμήθευσε μαγνητοσκόπηση της εκπομπής και δια του Γενικού Διευθυντή του Μιχάλη Μαραθεύτη ανέφερε στην Επιτροπή ότι το Ίδρυμα «συμμορφώνεται με το Νόμο...που προβλέπει κάλυψη των δραστηριοτήτων των ‘Υποψηφίων Προέδρων’, όρος ο οποίος περιλαμβάνει τους ηγέτες των κοινοβουλευτικών κομμάτων». Επίσης ανέφερε ότι «το ΕΛΑΜ είναι κοινοβουλευτικό κόμμα και ο ηγέτης του, εάν διεκδικεί την προεδρία του Κράτους είναι ‘Υποψήφιος Πρόεδρος’ εν τη εννοία του Νόμου». Τέλος ανέφερε ότι «οι Κώδικες Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας και η Επιτροπή Δεοντολογίας δεν είναι υπεράνω του Νόμου» και επομένως το θέμα είναι εξαιρετικά απλό», δηλαδή ότι «το ΡΙΚ έχει υποχρέωση να τηρεί το Νόμο της Πολιτείας, κάτι το οποίο πράττει». Ο Πάρης Ποταμίτης απέστειλε σύντομη επιστολή στην οποία ανέφερε: «1. Εκφράζω τη λύπη μου για τις ενέργειές σας. 2. Λειτουργούσα και λειτουργώ: Στο πλαίσιο της πολιτικής που καθορίζει το Ραδιοφωνικό Ιδρυμα Κύπρου, οι αρχές της Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, οι πανανθρώπινες αρχές της ελεύθερης σκέψης, έκφρασης και λόγου, όπως επίσης σύμφωνα με το Σύνταγμα, τους Νόμους και τους Κανονισμούς της Κυπριακής Δημοκρατίας». Η Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι το παράπονο δεν αναφερόταν στο περιεχόμενο της επίμαχής εκπομπής αλλά στο γεγονός ότι το ΡΙΚ προσκάλεσε το Χρίστο Χρίστου στην εκπομπή του, αποφάσισε ότι το ΡΙΚ ήταν υποχρεωμένο εκ του νόμου να φιλοξενήσει το Χρίστο Χρίστου ως αρχηγό κοινοβουλευτικού κόμματος και υποψήφιο για την προεδρία. Ως προς την παρατήρηση ότι «οι Κώδικες Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας και η Επιτροπή Δεοντολογίας δεν είναι υπεράνω του Νόμου», η Επιτροπή θεωρεί υποχρέωσή της να υποδείξει ότι το ΡΙΚ, όπως και κάθε άλλος οργανισμός ή άτομο, έχει υποχρέωση να σέβεται όλους τους νόμους, όπως για παράδειγμα το Νόμο περί καταπολέμησης του ρατσισμού, που ως επικυρωτικός απόφασης Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (Απόφαση-Πλαίσιο 2008.913/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 28ης Νοεμβρίου, 2008) έχει αυξημένη τυπική ισχύ έναντι άλλων νόμων. Ως προς την έκφραση «λύπης» από τον κ. Ποταμίτη «για τις ενέργειές σας», (που συνίσταντο στην αποστολή παράκλησης της Επιτροπής προς τον κ. Ποταμίτη να παραθέσει τις απόψεις του επί του υποβληθέντος παραπόνου, η Επιτροπή εικάζει ότι η λύπη του ενδεχομένως να πηγάζει από το γεγονός ότι ο κ. Ποταμίτης ίσως να αγνοεί ότι το ΡΙΚ, το οποίο είναι ο εργοδότης του, είναι μεταξύ των ιδρυτικών φορέων της Επιτροπής Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, οι οποίοι με τον Κώδικα που συνέταξαν και καθιέρωσαν της ανέθεσαν την ευθύνη να δέχεται και να εξετάζει παράπονα εναντίον των ΜΜΕ και των δημοσιογράφων. Αν η Επιτροπή δεν το έπραττε θα παραβίαζε τον Κώδικα, οπότε η έκφραση λύπης θα ήταν δικαιολογημένη, ενώ οι ιδρυτικοί φορείς θα έπρεπε να την είχαν αποπέμψει.