*The older decisions of the CMEC - Committee of Media Ethics Cyprus are republished from the archive and no intervention has been made in their content.
*The older decisions of the CMEC - Committee of Media Ethics Cyprus are republished from the archive and no intervention has been made in their content.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
4/2018
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
19/04/2018
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (4/2/2/2018) από το δημοσιογράφο Στέλιο Ορφανίδη ότι δημοσίευμα στην εφημερίδα ΡΕΠΟΡΤΕΡ το οποίο αναφερόταν στη Maria Efimova, φερόμενη πληροφοριοδότρια της Μαλτέζας δημοσιογράφου Δάφνη Γκαρουάνα Γκαλίτσα, που δολοφονήθηκε με βόμβα στο αυτοκίνητό της στη Μάλτα, περιείχε ανεξακρίβωτες πληροφορίες και συνιστούσε προσπάθεια δολοφονίας χαρακτήρα. Ο παραπονούμενος ανέφερε επίσης ότι το δημοσίευμα, συνιστούσε προσωπική επίθεση εναντίον της κ. Μαρίας Εφίμοβα και ότι το επίμαχο κείμενο φαίνεται πως αποτελεί μέρος μιας ενορχηστρωμένης προσπάθειας δολοφονίας χαρακτήρα, γιατί περιέχει διάφορους συκοφαντικούς ισχυρισμούς τους οποίους αποδίδει σε δήθεν ξένα δημοσιεύματα που με τη σειρά τους επικαλούνται ανώνυμες πηγές. Το δημοσίευμα, ημερομηνίας 21/1/2018 αρχίζει με τον ισχυρισμό, χωρίς καμιά τεκμηρίωση, ότι δεν επιβεβαιώθηκε με κανένα έγγραφο ο ισχυρισμός της δολοφονημένης δημοσιογράφου Daphne Garuana Galitzia πως η εταιρεία Egrant, η οποία φέρεται να εμπλέκεται στα λεγόμενα «Εγγραφα Παναμά» (Panama Pepers) ανήκε στη σύζυγο του πρωθυπουργού της Μάλτας Μισέλ Μουσκάτ, καθώς και με τη θέση του πρωθυπουργού πως ο ισχυρισμός είναι «το μεγαλύτερο ψέμα στην ιστορία της πολιτικής». Στη συνέχεια διατυπώνεται η θέση ότι το πρόσωπο πίσω από τον ισχυρισμό αυτό είναι «μια γυναίκα από τη Ρωσία με ένα σκοτεινό παρελθόν στην Κύπρο», η Maria Efimova, που φέρεται να καταζητείται από τις Αρχές της Κύπρου, της Ιρλανδίας και της Μάλτας για διάφορα φερόμενα αδικήματα. Επί πλέον διατύπωνε τον ισχυρισμό ότι «ερευνητής από τις αστυνομικές αρχές για τις υποθέσεις εναντίον της στη Μάλτα ανέφερε ότι είχε πέσει σε συνεχείς αντιφάσεις και ψέματα». Το κείμενο περιείχε επίσης ισχυρισμούς για τη συμπεριφορά της Εφίμοβα στη διάρκεια φερόμενων ανακρίσεών της στη Μάλτα και στην Κύπρο και της διακινήσεις της ιδίας και του συζύγου της, που αναφέρθηκε ονομαστικά. Περαιτέρω ανέφερε ότι για τουλάχιστον τέσσερα χρόνια αναζητούνται από τις Αρχές με διεθνή και ευρωπαϊκά εντάλματα σύλληψης. Επίσης περιείχε φερόμενους ισχυρισμούς ανώνυμων στελεχών δύο τραπεζών στην Κύπρο όπου δούλευαν η Εφίμοβα και ο σύζυγός της, με καθόλου κολακευτικά σχόλια για την εργασιακή τους απόδοση, καθώς και ισχυρισμούς για φερόμενες παρατυπίες σε εταιρεία στη Λεμεσό όπου εργαζόταν η Εφίμοβα. Εξ άλλου, πρώην συνάδελφός της που δεν κατονομάστηκε, φέρεται, σύμφωνα με το δημοσίευμα, να έχει δηλώσει ότι η Εφίμοβα «χωρίς λόγο έκρυβε καταστάσεις με ψέματα». Επίσης ανέφερε πως έρευνες κατέδειξαν πως η Εφίμοβα και ο σύζυγός της πήγαν στην Ιρλανδία όταν έφυγαν από την Κύπρο και διατύπωνε τον ισχυρισμό ότι «έχει ξεγελάσει και χλευάσει αρκετές δικαστικές εντολές ενώ έχει γίνει και ειδική στην αποφυγή από την σύλληψη της από την αστυνομία». Τέλος άφηνε υπονοούμενο για Ευρωβουλευτές, αναφέροντας ότι τα προαναφερθέντα μιλούν «για την ακεραιότητα και την αξιοπιστία των ευρωβουλευτών και των πολιτικών δυνάμεων που την υποστηρίζουν και τροφοδοτούν αυτήν την φρενίτιδα». Απαντώντας σε παράκληση της Επιτροπής να παραθέσει τις απόψεις του, ο υπεύθυνος της ιστοσελίδα Νίκος Προκομμένος ανέφερε ότι «εμείς απλά κάναμε αναφορά στο ποια είναι η συγκεκριμένη κυρία και τι αναφέρουν γι’ αυτή τα ξένα μέσα μαζικής ενημέρωσης-τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο». Εξ άλλου, ανταποκρινόμενος σε άλλη παράκληση της Επιτροπής να παραθέσει τις συγκεκριμένες πηγές πληροφόρησης της ιστοσελίδας, παρέπεμψε σε τρείς διαδικτυακούς συνδέσμους για δημοσιεύματα. Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι τα δημοσιεύματα αυτά ήταν νεότερα του επίμαχου δημοσιεύματος και δεν αποτελούσαν σε καμιά περίπτωση την πηγή της είδησης της εφημερίδας, δεδομένου ότι αναφέρονταν σε γεγονότα μεταγενέστερα του Ιανουαρίου, 2018. Και τα τρία δημοσιεύματα που επικαλέστηκε ο κ. Προκομμένος ως πηγή πληροφόρησης στηρίζονται σε είδηση που δημοσίευσε η Financial Mail, η οποία είχε ως αντικείμενο την έκδοση εντάλματος σύλληψης της Maria Efimova από τις Κυριακές αρχές, ύστερα από καταγγελία που έγινε το Δεκέμβριο του 2018, ότι η Εφίμοβα είχε κλέψει ή καταχρασθεί χρήματα από εταιρεία καλλυντικών στη Λεμεσό, στην οποία εργαζόταν μέχρι το 2014. Τα δημοσιεύματα αυτά δεν έχουν καμιά σχέση με τους ισχυρισμούς που διατυπώνονται στην επίμαχη είδηση του ΡΕΠΟΡΤΕΡ και επομένως λανθασμένα και κακώς έγινε επίκλησή τους ως πηγής των πληροφοριών του επίμαχου δημοσιεύματος. Η Επιτροπή σημείωσε επίσης ότι κατά το χρόνο της εξέτασης της υπόθεσης, Εφετείο στην Ελλάδα απέρριψε αίτημα της Μάλτας για έκδοση της Εφίμοβα για να δικασθεί και η ίδια αφέθηκε ελεύθερη. Η Επιτροπή κατέληξε στη διαπίστωση ότι, από μια απλή και μόνο ανάγνωση του όλου κειμένου, προκύπτει αβίαστα το συμπέρασμα ότι πρόκειται για ένα προκατειλημμένο κείμενο που συνιστούσε σαφή προσωπική επίθεση εναντίον της Μαρίας Εφίμοβα και που εγράφη με μοναδικό σκοπό να πληγεί η αξιοπιστία της και κατά συνέπεια να υποσκαφθεί το κύρος των αποκαλύψεών της για το πρωθυπουργικό ζεύγος της Μάλτας στο σκάνδαλο των «Εγγράφων του Παναμά». Το γεγονός αυτό παραβιάζει τη γενική πρόνοια του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας περί σεβασμού του δικαιώματος του πολίτη για αντικειμενική, ολοκληρωμένη και έγκυρη πληροφόρηση, όσο και της πρόνοιας που απαγορεύει τις δυσμενείς διακρίσεις για οποιοδήποτε λόγο. Η Επιτροπή κατέληξε επίσης στις ακόλουθες διαπιστώσεις. ** Η είδηση είναι παραπλανητική, γιατί δεν αναφέρει την πηγή πληροφόρησής της και δίδει την εντύπωση ότι είναι προϊόν έρευνας της ιστοσελίδας, ενώ σύμφωνα με την πληροφόρηση που έδωσε ο υπεύθυνος της ιστοσελίδας, πρόκειται για άντληση πληροφοριών από ξένα μέσα ενημέρωσης. Το γεγονός αυτό συνιστά παραπλάνηση του κοινού ως προς την προέλευση των πληροφοριών, κατά παράβαση της πρόνοιας του άρθρου 1 του Κώδικα. **Το γεγονός ότι η είδηση αποτελεί αναδημοσίευση από μη κατονομαζόμενα ΜΜΕ δεν απαλλάσσει την ιστοσελίδα από την υποχρέωση για καταβολή προσπάθειας διακρίβωσης των πηλοφοριών. Συνεπώς, η μη επίδειξη μέριμνας για μη δημοσίευση ανακριβών πληροφοριών συνιστά και πάλι παράβαση του άρθρου 1 του Κώδικα. **Η ιστοσελίδα δεν έδωσε την ευκαιρία σε άτομα που υπέστησαν επίθεση να απαντήσουν στις εναντίον τους κατηγορίες. Αν αυτό ήταν δύσκολο για την περίπτωση της Εφίμοβα, επειδή ήταν άγνωστη η διαμονή της, το ίδιο δεν ισχύει για τους Ευρωβουλευτές που την υποστηρίζουν, μεταξύ των οποίων και Κύπριοι Ευρωβουλευτές, οι οποίοι κατηγορήθηκε για έλλειψη ακεραιότητας και αξιοπιστίας. Η παράλειψη αυτή συνιστά παράβαση του άρθρου 2 του Κώδικα περί παροχής του δικαιώματος απάντησης στην κατάλληλη περίπτωση σε άτομα που υπέστησαν επίθεση. ** Το δημοσίευμα είναι εξόφθαλμα προκατειλημμένο εναντίον της Εφίμοβα και συνεπώς παραβιάζει τις πρόνοιες του άρθρου 12 περί Δυσμενών Διακρίσεων, καθώς και τις πρόνοιες του ιδίου άρθρου περί μη διασυρμού και διαπόμπευσης ατόμων. ** Το δημοσίευμα αποδίδει στην Εφίμοβα σωρεία αδικημάτων, χωρίς να έχει υπάρξει καμιά δικαστική απόφαση, κατά παράβαση των προνοιών του άρθρου 7 περί του Τεκμηρίου Αθωότητας. ** Το δημοσίευμα αποκαλύπτει στοιχεία προσωπικού χαρακτήρα, τόσο της ίδιας όσο και του συζύγου της και των παιδιών του ζεύγους, που δεν έχουν καμιά ανάμιξη στην όλη υπόθεση, κατά παράβαση του άρθρου 3 περί Ιδιωτικής ζωής και στοιχείων προσωπικού χαρακτήρα. Παράλληλα, το δημοσίευμα συνιστά προσωπική επίθεσης και διασυρμό της τιμής και υπόληψης των αναφερομένων προσώπων, κατά παράβαση των σχετικών προνοιών του ίδιου άρθρου.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
3/2018
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
22/03/2018
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας επιλήφθηκε αυτεπάγγελτα της περίπτωσης δημοσίευσης από το «Φιλελεύθερο» είδησης για την ανεύρεση νέας που είχε δηλωθεί ως ελλείπουσα, η οποία περιλάμβανε λεπτομέρειες για την ιδιωτική και οικογενειακή της ζωή και κατάσταση από το «Φιλελεύθερο» (υπόθεση 3/2/2/2018). Στην είδηση, που συνοδευόταν από φωτογραφία της νέας, περιλαμβάνονταν λεπτομέρειες που αναφέρονταν σε προσωπικά στοιχεία της, όπως το όνομά της και η ηλικία της, η οικογενειακή της κατάσταση, ότι βρίσκεται υπό την κηδεμονία του Γραφείου Ευημερίας και ότι διαμένει σε Παιδική Στέγη, παραθέτοντας την ενορία και την πόλη όπου βρίσκεται η Στέγη. Ζητήθηκαν οι απόψεις του δημοσιογράφου που έγραψε την είδηση Πάμπου Βάσιλα., ο οποίος σε τηλεφωνική συνομιλία με το Γραμματέα υποστήριξε ότι μπορούσε να περιλάβει στην είδησή του τη φωτογραφία της νέας, επειδή, όπως ανέφερε, είχε δοθεί από την Αστυνομία όταν προέβη σε έκκληση προς το κοινό για τον εντοπισμό της, αφού είχε δηλωθεί ως ελλείπουσα. Η νεαρή επέστρεψε στο χώρο διαμονής της την επομένη και ο δημοσιογράφος έγραψε είδηση για την ανεύρεσή της, υποστηρίζοντας ότι μπορούσε να ασχοληθεί με το θέμα. δεδομένου ότι είχε προηγηθεί η εξαφάνισή της και η έκκληση της Αστυνομίας για βοήθεια προς εντοπισμό της. Ανέφερε επίσης ότι δεν επρόκειτο να απαντήσει στην επιστολή της Επιτροπής για παράθεση των απόψεών του, παραπέμποντας στο διευθυντή της εφημερίδας Αριστο Μιχαηλίδη. Η νομική Σύμβουλος του «Φιλελεύθερου» απάντησε στην Επιτροπή ότι το δημοσίευμα ήταν ενημερωτικού χαρακτήρα, ως συνέχεια προηγούμενου δημοσιεύματος της εφημερίδας, ότι η φωτογραφία δόθηκε από την Αστυνομία και ότι μελλοντικά θα αποφεύγονται ανάλογες ειδήσεις. Η Επιτροπή θεώρησε το θέμα ως σοβαρό δεδομένου ότι αποτελεί επαναλαμβανόμενο φαινόμενο η δημοσίευση φωτογραφιών που δίδονται από την αστυνομία για άλλο σκοπό, συνήθως για να υποβοηθηθεί το έργο της στην αναζήτηση ελλειπόντων ή καταζητουμένων προσώπων. Η Επιτροπή επισήμανε ότι έχει εκδώσει πολλές αποφάσεις σε ανάλογες περιπτώσεις, στις οποίες υπέδειξε ότι από τη στιγμή που έχει εκπληρωθεί ο σκοπός για τον οποίο δίδονται στη δημοσιότητα οι φωτογραφίες που δίδει η Αστυνομία για εξυπηρέτηση συγκεκριμένου σκοπού, όπως η ανεύρεση ελλειπόντων, ή η σύλληψη καταζητουμένων, οι δημοσιογράφοι και οι εφημερίδες δεν έχουν δικαίωμα να τις χρησιμοποιούν ως μέρος άλλων ειδήσεων, κατά τρόπο που συνιστά αποκάλυψη προσωπικών δεδομένων. Η Επιτροπή αποφάσισε επίσης ότι ο δημοσιογράφος είχε δικαίωμα να γράψει είδηση για την ανεύρεσή της νεαρής, χωρίς όμως να αποκαλύπτει προσωπικά της στοιχεία ή να δημοσιεύσει και πάλι τη φωτογραφία της κατά τρόπο που παραβιάζει την πρόνοια του άρθρου 11 του Κώδικα δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, περί προστασίας του Παιδιού. Η Επιτροπή επισημαίνει ότι στο άρθρο αυτό του Κώδικα έχει ενσωματωθεί και η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Παιδί, με βάση την οποία η προστασία των παιδιού είναι απόλυτη, δεδομένου ότι κάθε ενέργεια που αφορά σε παιδιά πρέπει να έχει ως αποκλειστικό και μόνο γνώμονα το συμφέρον του παιδιού και τίποτε άλλο. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή αποφάσισε ότι η δημοσίευση της φωτογραφίας της νεαρής και οι λεπτομέρειες για την προσωπική και οικογενειακή της κατάσταση συνιστούν βάναυση παραβίαση των προνοιών του άρθρου 11 του Κώδικα, που αποσκοπούν στην προστασία των παιδιού από παρεμβάσεις στην ιδιωτική του ζωή, καθώς και του άρθρου 3 περί Ιδιωτικής Ζωής και προστασίας στοιχείων προσωπικού χαρακτήρα. Περαιτέρω, η Επιτροπή επισήμανε ότι η αναφορά στην οικογενειακή κατάσταση της νεαρής συνιστά αποκάλυψη και της οικογενειακής κατάστασης των γονέων της, επίσης κατά παράβαση του άρθρου 3 του Κώδικα. Η Επιτροπή εξέφρασε την ελπίδα ότι θα ισχύσει η βεβαίωση της νομικής συμβούλου της εφημερίδας ότι μελλοντικά θα αποφεύγονται ανάλογες ειδήσεις.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
2/2018
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
22/03/2018
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (2/19/1/2017) από την εταιρεία Advance Holdings Ltd για δημοσίευμα στην ιστοσελίδα “24h” σε σχέση με τον τρόπο διαχείρισης των ιατρικών αποβλήτων. Η παραπονούμενη εταιρεία ανέφερε ότι το δημοσίευμα ήταν «έντονα αντιδεοντολογικό, αντιεπαγγελματικό και γεμάτο από λιβέλους και προσβλητικές αναφορές». Το δημοσίευμα, με την υπογραφή της Αλεξίας Καφετζή και με τίτλο «Δυνατότητες για αποτεφρωτήρα υπήρχαν, αλλά υπερίσχυσαν τα ιδιωτικά συμφέροντα!» ανέφερε ότι ενώ υπήρχε αποτεφρωτήρας στο Νέο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας, του οποίου οι προδιαγραφές πληρούσαν όλες τις απαιτήσεις των σχετικών Ευρωπαϊκών Οδηγιών «λόγω οικονομικών συμφερόντων που δεν επιθυμούσαν τη λειτουργία του στην περιοχή του Νέου Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας, δεν προχώρησε η διαδικασία για τη λειτουργία του, παρόλο ότι είχε τη δυνατότητα αποτέφρωσης όλων των ιατρικών αποβλήτων των δημόσιων νοσηλευτηρίων της Κύπρου». Το δημοσίευμα, το οποίο επιχειρούσε να δώσει το ιστορικό της ανάθεσης του έργου διαχείρισης των ιατρικών αποβλήτων σε ιδιωτικές εταιρείας, ανέφερε ότι από την παραπονούμενη εταιρεία χρεώνονταν μεγαλύτερες ποσότητες αποβλήτων από αυτές που πραγματικά παραδίδονταν από τα δημόσια νοσοκομεία και ότι ύστερα από καταγγελία υπαλλήλου έγινε έρευνα η οποία δεν κατάληξε σε τεκμηρίωση αδικημάτων, λόγω του ότι ο καταγγείλας υπάλληλος περιέπεσε σε αντιφάσεις «επειδή προφανώς τα βρήκε με την εταιρεία». Επίσης αναφερόταν ότι στην εταιρεία επιβλήθηκε το 2013 πρόστιμο €850 μετά την ανεύρεση σε σκουπιδότοπο νεκρού βρέφους που είχε παραλάβει η εταιρεία από δημόσιο νοσηλευτήριο. Στο δημοσίευμα διατυπωνόταν επίσης ο ισχυρισμός ότι η εταιρεία VOUROS είχε προσφύγει, το 2012, στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών και πέτυχε να κηρυχθεί ανενεργή σύμβαση απ’ ευθείας ανάθεσης έργου στην παραπονούμενη εταιρεία, και ότι «γι’ αυτό στη συνέχεια οι δύο εταιρείες τα «βρήκαν» και μοιράζονταν αναγκαστικά την πίτα». Η είδηση αναφερόταν και σε άλλες εταιρείες και άτομα, πολιτικά και μη, καθώς και σε γεγονότα που είναι άσχετα με το παράπονο της εταιρείας ADVANCE. Μετά τη δημοσίευση της είδησης η εταιρεία απηύθυνε επιστολή προς την ιστοσελίδα παραθέτοντας τη δική της εκδοχή των γεγονότων. Ανέφερε ότι η είδηση περιείχε πληθώρα ανακριβειών για γεγονότα και αριθμούς, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μια εικόνα εντελώς παραπλανητική για τον αναγνώστη, καθώς και προσβλητικές αναφορές στην εταιρεία. Επίσης αμφισβήτησε τα αριθμητικά δεδομένα που παρέθεσε η ιστοσελίδα για το εισόδημα της εταιρείας, ενώ για την ανεύρεση του νεκρού βρέφους ανέφερε ότι ο ισχυρισμός ήταν ανακριβής, γιατί το βρέφος δεν βρέθηκε σε σκυβαλότοπο αλλά από υπαλλήλους της κατά τη διαδικασία παραλαβής αποβλήτων. Η εταιρεία παραδέχθηκε ότι της επιβλήθηκε πρόστιμο €10.000 όχι για την ανεύρεση του εμβρύου αλλά για τη διαρροή των πληροφοριών στον τύπο. Ανέφερε ότι ύστερα από διαβήματα και εξηγήσεις το Υπουργείο απέσυρε το πρόστιμο. Ως προς τους ισχυρισμούς περί παραποίησης ζυγολογίων, η εταιρεία ανέφερε ότι η υπόθεση έφθασε στη δικαιοσύνη που απέρριψε ως ατεκμηρίωτες τις κατηγορίες και ζήτησε από την ιστοσελίδα να αποσύρει τον ισχυρισμό ότι ο υπάλληλος που έκαμε τις καταγγελίες «τα βρήκε» με την εταιρεία. Τέλος ανέφερε ότι η ιστορική αναφορά στην ανάθεση της σύμβασης για διαχείριση των νοσοκομειακών αποβλήτων ήταν επιλεκτική και αποτελούσε τη μισή ιστορία, ενώ απέρριψε ως προσβλητικές αναφορές περί κοντραμπάντων. Η Αλεξία Καφετζή ζήτησε και προσήλθε ενώπιον υποεπιτροπής και παρέθεσε προφορικά τις θέσεις της, που μπορούν να συνοψισθούν στα ακόλουθα σημεία: - Μελέτησε επί πολλές ώρες εκθέσεις του Γενικού ελεγκτή και άλλα έγγραφα προκειμένου να γράψει την είδησή της. - Πήρε την επιστολή των παραπονούμενων, ημερομηνίας 19/1/2018, αλλά δεν τη δημοσίευσε γιατί δεν υπήρξε αντίδραση τους σε ηλεκτρονικό μήνυμα που απέστειλε σε στέλεχος της εταιρείας, στο οποίο του ανέφερε ότι άντλησε τα στοιχεία της από τις Ετήσιες Εκθέσεις του Γενικού Ελεγκτή από το 2003 μέχρι και το 2012, ότι στην είδηση ανέφερε όλα τα διαθέσιμα στοιχεία και τέλος προσφερόταν, αν οι παραπονούμενοι επέμεναν σε περαιτέρω εξηγήσεις, να τους υποδείξει όλα τα προαναφερόμενα σημεία στις Εκθέσεις και να κάνει «και επιπλέον αναφορά στο δεύτερο πρόστιμο των 500 λιρών». Απαντώντας σε ερώτηση αν έδωσε στους παραπονούμενους την ευκαιρία να σχολιάσουν ή να παραθέσουν τις δικές τους απόψεις σε σχέση με τις πληροφορίες που είχε, απάντησε ότι αυτό δεν έγινε, γιατί ο Γενικός Ελεγκτής πήρε και κατέγραψε τις θέσεις τους στις εκθέσεις του. Επίσης ανέφερε ότι δεν το έπραξε γιατί οι παραπονούμενοι σε κάποιο στάδιο είχαν διαψεύσει ένα γεγονός που αποδείχθηκε ότι ήταν πραγματικότητα. Τέλος ανέφερε ότι είχε όλα τα στοιχεία, γραπτά και προφορικές μαρτυρίες από κρατικούς αξιωματούχους, νυν και πρώην, για να αντικρούσει πιθανή αγωγή λιβέλου. Η Επιτροπή, αφού μελέτησε επισταμένα όλα τα ενώπιόν της στοιχεία, αποφάσισε ότι η δημοσιογράφος παρέλειψε πάρει και να περιλάβει στην είδησή της τις θέσεις και απόψεις της άμεσα ενδιαφερόμενης εταιρείας. Η παράλειψη αυτή αποτελεί αφ’ ενός παραβίαση του άρθρου 1 του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας περί υποχρέωσης για μέριμνα ώστε να μη δημοσιεύονται ανακριβείς ή παραπλανητικές πληροφορίες και αφ’ ετέρου της γενικής πρόνοιες για παροχή στο κοινό πλήρους, έγκυρης και αντικειμενικής ενημέρωσης. Η Επιτροπή επισήμανε σχετικά ότι το γεγονός πως οι θέσεις της εταιρείας δυνατό δόθηκαν στο Γενικό Ελεγκτή κατά τη συλλογή στοιχείων για την ετοιμασία των εκθέσεών του, τις οποίες η δημοσιογράφος μελέτησε για να πάρει τα στοιχεία της είδησης της, (αλλά δεν ήταν διαθέσιμες στο αναγνωστικό κοινό) δεν υποκαθιστά την υποχρέωση της ίδιας που απορρέει από τον Κώδικα να παρουσιάσει στους αναγνώστες μια πλήρη, έγκυρη και αντικειμενική πληροφόρηση για το θέμα. Επίσης η Επιτροπή αποφάσισε ότι η δημοσιογράφος και η ιστοσελίδα, με την άρνησή τους να δημοσιεύσουν την επιστολή της παραπονούμενης εταιρείας παραβίασαν την πρόνοια του άρθρου 2 του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας περί παροχής του Δικαιώματος Απάντησης στους άμεσα επηρεαζομένους.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
36/2017
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
15/03/2018
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΟΧΙ,ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (36/28/12/2017) από τον πρόεδρο διαχειριστικής επιτροπής πολυκατοικίας στη Λευκωσία, εναντίον της εφημερίδας «Φιλελεύθερος» και του δημοσιογράφου Βάσου Βασιλείου, για δημοσίευση κατ’ ισχυρισμό ανακριβών και μη ελεγμένων πληροφοριών. Σύμφωνα με το παράπονο, η σχετική είδηση που δημοσιεύθηκε στο «Φιλελεύθερο» στις 25 Δεκεμβρίου, 2017 περιείχε ανακριβείς και παραπλανητικές πληροφορίες ως αποτέλεσμα παράλειψης του δημοσιογράφου να ελέγξει τα στοιχεία του. Το δημοσίευμα ανέφερε μεταξύ άλλων ότι, λόγω των αντιδράσεων του διαχειριστή της πολυκατοικίας, αγοραστής υποστατικού στην πολυκατοικία δεν μπόρεσε να το ανακαινίσει ώστε να το λειτουργήσει ως λογιστικό γραφείο. Το δημοσίευμα ανέφερε επίσης ότι ιδιοκτήτες και ενοικιαστές στην πολυκατοικία παραπονούνται για τη στάση του διαχειριστή, υποστηρίζοντας ότι κατά καιρούς προέβη σε «απίστευτες» ενέργειες. Επίσης ανέφερε ότι ο διαχειριστής κατάγγειλε το γεγονός ότι ο αγοραστής αποθήκευσε έπιπλα κοντινού νηπιαγωγείου που είχε κλείσει, προς την Αστυνομία και την ασφαλιστική εταιρεία, με αποτέλεσμα να αλλάξουν οι όροι ασφάλισης του όλου κτιρίου, ενώ απαγόρευε σε ενοίκους και ιδιοκτήτες να απλώνουν ρούχα στα μπαλκόνια τους και να έχουν φιάλες υγραερίου σε κοινόχρηστους χώρους. Εξ άλλου, το δημοσίευμα ανέφερε ότι ο ιδιοκτήτης του γειτονικού νηπιαγωγείου υποχρεώθηκε να κλείσει το νηπιαγωγείο και να αναζητήσει αλλού στέγη λόγω των συνεχών παρεμβάσεων του διαχειριστή της απέναντι πολυκατοικίας. Περαιτέρω, ανέφερε ότι είχαν τοποθετηθεί κάμερες ασφαλείας σε ένα-δυο σημεία της πολυκατοικίας και στον ανελκυστήρα από τις οποίες ο παραπονούμενος παρακολουθούσε τις κινήσεις ιδιοκτητών και ενοίκων. Ο διαχειριστής της πολυκατοικίας ανέφερε στο παράπονό του ότι ο δημοσιογράφος Βάσος Βασιλείου δεν επικοινώνησε μαζί του για να ελέγξει τις πληροφορίες του. Περαιτέρω ανέφερε ότι η είδηση δίδει λανθασμένη εντύπωση ότι ενεργεί ως άτομο από μόνος του, ενώ στην πραγματικότητα ενεργεί εκ μέρους της διαχειριστικής επιτροπής της πολυκατοικίας που αποτελείται από τέσσερα άτομα. Ο παραπονούμενος ανέφερε ότι η είδηση ξεκινά με τη λέξη «απίστευτο», με συνέπεια να δημιουργεί προκατάληψη, δίδοντας την εντύπωση ότι ο δημοσιογράφος έλεγξε τις πληροφορίες του, χωρίς όμως να το πράξει. Γενικά, ο παραπονούμενος αρνήθηκε τα αποδιδόμενα σ’ αυτόν και ανέφερε ότι όσα καταγράφονται στην είδηση συνιστούσαν ανακρίβειες. Εξ άλλου, ανέφερε πως επικοινώνησε με τα στελέχη της εφημερίδας Αριστο Μιχαηλίδη και το Γιώργο Καλλινίκου ζητώντας επανόρθωση, και επίσης ότι, παρά τις προσπάθειές του, ο Βάσος Βασιλείου δεν ανταποκρίθηκε σε παράκληση να επικοινωνήσει μαζί του. Σε άλλη επιστολή του ανέφερε πως αν και δεν κατονομάζεται η πολυκατοικία, τα γεγονότα οδηγούν στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για την πολυκατοικία της οποίας είναι διαχειριστής. Επίσης ανέφερε ότι άτομα που είχαν σχέση με οποιοδήποτε τρόπο με την πολυκατοικία, π.χ. οι γείτονες και περίοικοι, ή γνώριζαν γι’ αυτή μπορούσαν εύκολα να οδηγηθούν στην ταυτότητα του διαχειριστή. Ο δημοσιογράφος Βάσος Βασιλείου, σε μακροσκελή επιστολή του απάντησε ότι το δημοσίευμά του βασίστηκε σε επιστολές ατόμων που επηρεάστηκαν από ενέργειες του παραπονούμενου και ότι διασταύρωσε τις πληροφορίες του εξετάζοντας σωρεία εγγράφων που τέθηκαν στη διάθεσή του. Επίσης ανέφερε ότι μετά τη δημοσίευση της είδησης δόθηκαν στον παραπονούμενο επιλογές να απαντήσει στο δημοσίευμα του απευθύνοντας επιστολή στην εφημερίδα. Η Επιτροπή αποφάσισε κατ’ αρχήν ότι το δημοσίευμα, αν και δεν αναφέρθηκε ονομαστικά στον παραπονούμενο και στην πολυκατοικίας της οποίας είναι διαχειριστής, περιείχε στοιχεία που θα ήταν δυνατό να οδηγήσουν στην αναγνώριση της πολυκατοικίας και στην ταυτοποίηση του παραπονούμενου. Όπως η Επιτροπή υπέδειξε σε ανάλογες περιπτώσεις, είναι αρκετό, έστω και ένα άτομο να οδηγηθεί στην ταυτότητα κάποιου από δημοσιευόμενες λεπτομέρειες για να θεωρηθεί ότι υπήρξε αναγνώριση. Περαιτέρω, η Επιτροπή δεν αποδέχθηκε τον ισχυρισμό ότι ο δημοσιογράφος ενήργησε από προκατάληψη εναντίον του παραπονούμενου. Κάτι τέτοιο δεν προκύπτει από τα παρατεθέντα στοιχεία, ενώ αντίθετα, υπάρχει το γεγονός ότι το παρελθόν ο δημοσιογράφος είχε φιλοξενήσει απόψεις και πληροφορίες που του έδωσε ο παραπονούμενος, ο οποίος και βρήκε το κείμενο «πολύ καλό». Τα πιο πάνω δεν υποστηρίζουν τον ισχυρισμό για ύπαρξη προκατάληψης Ως προς την ακρίβεια των πληροφοριών που δημοσιεύθηκαν, η Επιτροπή επιθυμεί να διευκρινίσει ότι στην περίπτωση κατά την οποία διατυπώνονται διαφορετικές ή αντίθετες εκδοχές και εκτιμήσεις για γεγονότα, η αποστολή της, όπως προκύπτει από τη διατύπωση του άρθρου 1 του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας περί ακρίβειας των πληροφοριών, είναι να διερευνήσει κατά πόσο ο δημοσιογράφος είχε προβεί στις δέουσες ενέργειες ώστε να διασφαλίσει πως δεν θα δημοσιευθούν ανακριβείς πληροφορίες και όχι να κρίνει η ίδια κατά πόσο οι πληροφορίες ήταν ακριβείς.. Η Επιτροπή ικανοποιήθηκε από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιόν της από το δημοσιογράφο, όπως μεγάλος αριθμός επιστολών, μεταξύ των οποίων και επιστολές του παραπονούμενου, τις οποίες ο δημοσιογράφος έθεσε ενώπιον της Επιτροπής, ότι προέβη σε ενδελεχή διερεύνηση των πληροφοριών του και αποφάσισε ότι κατέβαλε τη δέουσα μέριμνα ώστε να μη δημοσιευθούν ανακριβείς πληροφορίες. Ωστόσο, η Επιτροπή επιθυμεί να επισημάνει, όπως έπραξε και σε πολλές ανάλογες περιπτώσεις, ότι η ορθή και προτιμητέα πρακτική είναι ο δημοσιογράφος να απευθύνεται σε άτομα που επηρεάζονται για να θέτει υπόψη τους τις πληροφορίες στις οποίες στήριξε την είδησή του και να του δώσει την ευκαιρία να τις σχολιάσει. Με βάση τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιόν της και από τις δύο πλευρές, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η εφημερίδα έδωσε στον παραπονούμενο την ευκαιρία να απαντήσει με επιστολή του στα όσα αναφέρονται στην είδηση, σύμφωνα με τη σχετική πρόνοια του άρθρου 2 του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας. Ωστόσο ο παραπονούμενος αρνήθηκε να κάμει χρήση του δικαιώματος απάντησης, εμμένοντας στην αξίωσή του ότι η εφημερίδα θα έπρεπε να αποσύρει το άρθρο και να απολογηθεί. Η Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός αυτό αποφάσισε ότι η εφημερίδα ενήργησε με βάση την πρόνοια του άρθρου 2 του Κώδικα περί παροχής του δικαιώματος απάντησης σε άτομα τα οποία έχουν υποστεί επίθεση. Η Επιτροπή επισήμανε ότι σε περιπτώσεις ύπαρξης διαφορετικών ή αντίθετων απόψεων και εκτιμήσεων η πλέον αποτελεσματική θεραπεία είναι η άσκηση του δικαιώματος απάντησης, ώστε οι αναγνώστες να έχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα για τις διάφορες απόψεις που υπάρχουν.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
29/2017
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
22/02/2018
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (29/19/10/2017) από τον Αντώνη Θεοχάρους, καθηγητή στο Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο Λεμεσού (ΤΕΠΑΚ εναντίον του ΠΟΛΙΤΗ και δημοσιογράφων του για δημοσιεύματα σε σχέση με αστυνομικές έρευνες στο Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο, ΤΕΠΑΚ, Λεμεσού. Το παράπονο αφορούσε σε διάφορα δημοσιεύματα στον ΠΟΛΙΤΗ, που, όπως αναφέρθηκε στο παράπονο, «περιέχουν ανακρίβειες, βασίζονται σε υποθέσεις», στοχοποιούν τον παραπονούμενο και τον διασύρουν. Περαιτέρω ο παραπονούμενος υποστήριξε πως τα δημοσιεύματα, «τα οποία εκφεύγουν της δημοσιογραφικής δεοντολογίας και ηθικής» υποκινήθηκαν από φιλική σχέση που διατηρεί ο Διευθυντής Σύνταξης της εφημερίδας Διονύσης Διονυσίου με συνάδελφο στο ΤΕΠΑΚ ο οποίος βρίσκεται σε «οξεία έχθρα και αντιπαράθεση μαζί του από το 2012». Επίσης ανέφερε ότι ο κ. Διονυσίου «θα έπρεπε προτού τοποθετηθεί ο ίδιος δημόσια να δηλώσει το βαθμό συγγένειας που έχει η σύζυγος του με ένα εκ των συλληφθέντων στην υπόθεση των σκανδάλων με τα ερευνητικά προγράμματα του ΤΕΠΑΚ». Πρόσθεσε ότι ο ίδιος είχε καταλυτικό ρόλο στην ανάδειξη των ατασθαλιών. Εξ άλλου, ανέφερε ότι η πρακτική του Διονύση Διονυσίου και των συνεργατών του να δημοσιεύουν πληροφορίες χωρίς ενδελεχή έρευνα καταπατά κάθε έννοια ελευθεροτυπίας και δεοντολογίας. Σε ένα από τα δημοσιεύματα στις 8 Οκτωβρίου, 2017, ο κ. Διονυσίου έκανε την παρατήρηση ότι ο καθηγητής Αντώνης Θεοχάρους από διερευνώμενος μετατράπηκε σε μάρτυρα κατηγορίας και εμφανίστηκε ως καταγγέλλων άλλους 18 καθηγητές για ατασθαλίες, ο οποίοι όμως «τον αντι-κατάγγειλαν για άλλες ματσαράγκες». Σε άλλο δημοσίευμα του Χριστόφορου Νέστωρος στις 5 Οκτωβρίου, 2017, ο Πολίτης ανέφερε ότι ο καθηγητής Αντώνης Θεοχάρους βρέθηκε στο κέντρο αντιπαράθεσης σε συνεδρία της Συγκλήτου κατά την οποία «τέθηκε θέμα συμπεριφοράς εναντίον του κ. Θεοχάρους», ο οποίος αντέδρασε έντονα με συνέπεια να απαλειφθεί από ψήφισμα μια παράγραφος που καλούσε τους καθηγητές σε φειδώ στις δηλώσεις τους. Σε άλλο δημοσίευμα του Μιχάλη Θεοδώρου στις 30 Σεπτεμβρίου, 2017, αναφερόταν ότι ο κ. Θεοχάρους επρόκειτο να συναντηθεί με την Αστυνομία προκειμένου να ζητήσει προστασία, αφού προηγουμένως κατάγγειλε απειλές κατά της ζωής του, Σε δημοσίευμα στην ίδια έκδοση αναφερόταν ότι ο Θεοχάρους έδωσε δουλειά στο Χοσέ (Ιάκωβο Καρρέρα) και ότι ερευνητικό πρόγραμμα για το οποίο ήταν υπεύθυνος ο κ. Θεοχάρους δεν ολοκληρώθηκε αισίως το 2016 λόγω υπαιτιότητας του Χοσέ Καρρέρα. Σε ειδησεοσχόλιο του ΘΟΥΚΥ (Διονύση Διονυσίου) την 1η Οκτωβρίου, 2017, του οποίου το μεγαλύτερο μέρος συνιστούσε παράθεση γεγονότων που αναφέρονταν σε διάφορα έγγραφα, τέθηκε το ερώτημα αν ο κ. Θεοχάρους μπορούσε να διατηρηθεί στη θέση μετά τα λάθη που παραδέχθηκε ότι διέπραξε σε σχέση με δύο ερευνητικά προγράμματα, μετά το 2015, δηλαδή μετά την ημερομηνία στην οποία αφορούσαν οι κατηγορίες εναντίον της Ροζίτας Παυλίδου και των συνεργατών της. Ο Διονύσης Διονυσίου, παραθέτοντας γραπτώς τις απόψεις του ανέφερε ότι δεν είχε καμιά προκατάληψη εναντίον του κ. Θεοχάρους. Περαιτέρω ανέφερε ότι στην υπόθεση γνωστή ως «σκάνδαλο Ροζίτας» η γυναίκα αυτή κατηγορήθηκε ως ο εγκέφαλος του σκανδάλου και μπήκαν σε δεύτερη μοίρα κάποιοι άλλοι καθηγητές, όπως ο Κώστας Κώστα και ο παραπονούμενος, που χαρακτηρίστηκε μάρτυρας κατηγορίας. Όπως ανέφερε, αμφισβήτησε την εξέλιξη αυτή, όχι γιατί θεώρησε την κ. Ροζίτα Παυλίδου άμοιρη ευθυνών, «αλλά διότι στα Ευρωπαϊκά Προγράμματα την κύρια ευθύνη έχουν οι συμβαλλόμενοι καθηγητές και όχι ο συντονιστής». Ο κ. Διονυσίου ανέφερε ότι είχε φιλικές σχέσεις όχι με έναν αλλά με δεκάδες καθηγητές του ΤΕΠΑΚ, όπως και με τον κ. Θεοχάρους, με τον οποίο μίλησε αρκετές φορές και άκουσε τις θέσεις του, πολλές από τις οποίες υιοθέτησε σε σχόλια του. Πρόσθεσε πως το ίδιο έπραξαν και οι Κωστής Κωνσταντίνου, Μιχάλης Θεοδώρου και Χριστόφορος Νέστωρος που ασχολήθηκαν με το θέμα. Ως προς τον ισχυρισμό του παραπονούμενου περί συγγένειας της συζύγου του κ. Διονυσίου με ένα εκ των συλληφθέντων για την υπόθεση ΤΕΠΑΚ, ο κ δημοσιογράφος ανέφερε ότι επρόκειτο για «αρρωστημένη διασύνδεση», δεδομένου ότι το άτομο αυτό, που είναι γιος του αδελφού της συζύγου του, κρατήθηκε και ανακρίθηκε για την υπόθεση του Ωκεανογραφικού προγράμματος του Πανεπιστημίου Κύπρου και όχι του ΤΕΠΑΚ, και απολύθηκε χωρίς να κατηγορηθεί. Ο κ. Διονυσίου ανέφερε ότι για να γίνει κατανοητό το εύρος της πολυπλοκότητας της όλης υπόθεσης επισύναψε την κατάθεση της κ. Ροζίτας Παυλίδου, έκτασης 54 σελίδων, καθώς και την έκθεση του εσωτερικού ελεγκτή του ΤΕΠΑΚ για προγράμματα, τα οποία ανέλαβε ο κ. Θεοχάρους και για τα οποία ζητούσε πρόσθετη χρηματοδότηση. Τα προγράμματα αυτά ήταν το PARAMARE, με γνωστικό αντικείμενο τη δημιουργία «Παρατηρητηρίου Τουρισμού» και το ΕΡΜΗΣ, με γνωστικό αντικείμενο τη “Βελτίωση Προσβασιμότητας Ατόμων με Πρόβλημα Κινητικότητας”. Η μακροσκελής αυτή έκθεση κατέληγε στο συμπέρασμα ότι τα δύο ερευνητικά προγράμματα, για τα οποία ήταν υπεύθυνος ο κ. Θεοχάρους δεν ολοκληρώθηκαν λόγω ανεπαρκούς ελέγχου του ερευνητικού συνεργάτη του Ιάκωβου (Χοζέ) Καρρέρα, που ανέλαβε τη συλλογή στοιχείων, έργο που δεν έφερε εις πέρας. Η Επιτροπή, αφού μελέτησε λεπτομερώς όλα τα ενώπιόν της στοιχεία και έγγραφα, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρχαν πειστικά στοιχεία που να φανερώνουν προκατάληψη του κ. Διονυσίου εναντίον του παραπονουμένου, είτε λόγω σχέσεων με άλλους καθηγητές, είτε λόγω συγγένειας ή σχέσης με άλλα άτομα. Επίσης έλαβε υπόψη το γεγονός πως το υπό αναφορά θέμα βρισκόταν στο επίκεντρο του δημοσίου ενδιαφέροντος λόγω των αστυνομικών ερευνών και των δικαστικών μέτρων που λήφθηκαν σχετικά με διασπάθιση ή οικειοποίηση χρημάτων από πανεπιστημιακά ερευνητικά προγράμματα και έτυχε ευρείας δημοσιότητας. Κατά συνέπεια, θεώρησε ότι ο καθ’ ου το παράπονο και γενικότερα οι δημοσιογράφοι είχαν κάθε δικαίωμα να ασχοληθούν με το θέμα και να εκφέρουν απόψεις επί των διαφόρων πτυχών του θέματος, εφ’ όσον επρόκειτο για θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος και συμφέροντος που απασχολούσαν την κοινή γνώμη . Η Επιτροπή, εξετάζοντας τα διάφορα δημοσιεύματα, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι βασίστηκαν είτε σε πληροφορίες που έλαβαν οι κ. Διονυσίου και οι άλλοι δημοσιογράφοι του Πολίτη, είτε από άτομα που είχαν γνώση του αντικειμένου, είτε σε έγγραφα που είχαν στη διάθεσή τους. Η Επιτροπή αποφάσισε ότι δεν ήταν εντός της αρμοδιότητας της να αποφανθεί επί της ακρίβειας πληροφοριών που περιέχονται σε διάφορα έγγραφα, αφ’ ενός γιατί αυτά τελούσαν κατά το χρόνο της εξέτασης του παραπόνου υπό αστυνομική έρευνα ή υπό δικαστική κρίση και αφ’ ετέρου γιατί η Επιτροπή δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει την αξιοπιστία των συγκεκριμένων πηγών.. Σε τέτοιες περιπτώσεις το έργο της Επιτροπής περιορίζεται σε διερεύνηση κατά πόσο οι δημοσιογράφοι διέθεταν πηγές πληροφόρησης και κατά πόσο κατέβαλαν προσπάθεια διασταύρωσης και ελέγχου των πληροφοριών τους. Επί του προκειμένου η Επιτροπή αποφάσισε ότι οι δημοσιογράφοι προέβησαν στον δέοντα έλεγχο, αλλά παρέλειψαν να θέσουν τις πληροφορίες αυτές ενώπιον του παραπονουμένου, στο βαθμό που αφορούσαν στον ίδιο, προκειμένου να τις αντικρούσει, να τις σχολιάσει ή να παραθέσει τη δική του εκδοχή.. Η Επιτροπή δεν ήταν δυνατό να δεχθεί ως ικανοποιητική τη θέση του κ. Διονυσίου ότι είχε μιλήσει πολλές φορές με τον παραπονούμενο και ότι γνώριζε τις θέσεις του, τις οποίες και έλαβε υπόψη, γιατί αυτό που είχε σημασία ήταν να θέσει τις συγκεκριμένες πληροφορίες που κατέγραψε στο κείμενό του ενώπιον του παραπονουμένου προκειμένου να τις σχολιάσει. Δεδομένου ότι σε κανένα από τα δημοσιεύματα δεν καταγράφονταν τα σχόλια και οι θέσεις του παραπονούμενου η Επιτροπή αποφάσισε ότι υπήρξε παραβίαση της πρόνοιας του Κώδικα περί παροχής του δικαιώματος απάντησης (άρθρο 2) το οποίο προβλέπει ότι τα Μ.Μ.Ε. «παρέχουν στους επηρεαζομένους, στην κατάλληλη περίπτωση και ιδιαιτέρως όταν έχουν υποστεί επίθεση, την ευκαιρία να απαντήσουν…». Σε επανειλημμένες αποφάσεις της επί ανάλογων υποθέσεων, η Επιτροπή υπέδειξε ότι η «κατάλληλη περίπτωση» να παρασχεθεί η δυνατότητα απάντησης από επηρεαζόμενα άτομα είναι πριν από τη δημοσίευση, ώστε η αντίκρουση ή ο σχολιασμός να παρατίθενται ταυτόχρονα με τους ισχυρισμούς που αφορούν στα επηρεαζόμενα άτομα. Η πρακτική αυτή επιβάλλεται και από τη γενική πρόνοια του Κώδικα περί υποχρέωσης των ΜΜΕ και των δημοσιογράφων να επιδεικνύουν σεβασμό στο δικαίωμα του πολίτη «για αντικειμενική, ολοκληρωμένη και έγκυρη πληροφόρηση». Η Επιτροπή σημειώνει ότι ο Μιχάλης Θεοδώρου, σε απάντησή του στο παράπονο, παρέθεσε πειστικά στοιχεία ότι προσπάθησε να επικοινωνήσει με τον παραπονούμενο στις 29 Σεπτεμβρίου, 2017, δηλαδή την προηγούμενη της δημοσίευσης της είδησής του, με κλήση στο κινητό του, το οποίο όμως δεν ανταποκρινόταν. Ο παραπονούμενος απάντησε την επομένη με μήνυμά του αναφέροντας ότι βρισκόταν στην αστυνομία, αλλά δεν επέστεψε την κλήση, ενώ αργότερα, σύμφωνα με τον δημοσιογράφο, τον εξύβρισε μέσω ανάρτησης σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
1/2018
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
21/01/2018
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΔΙΕΥΘΕΤΗΘΕΝ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (1/17/1/2018) από το εκλογικό επιτελείο του Μιχάλη Μηνά, υποψήφιου για την προεδρία της Δημοκρατίας, για σχόλιο που έκαμε ο δημοσιογράφος Γιάννης Καρεκλάς σε εκπομπή του ΣΙΓΜΑ. Ο Γιάννης Καρεκλάς, μιλώντας στην εκπομπή του Ανδρέα Δημητρόπουλου «Πρωτοσέλιδο» σχετικά με δημοσκόπηση την οποία θα παρουσίαζε την επόμενη μέρα, ανέφερε ότι «υπάρχουν πέντε σοβαροί υποψήφιοι πρόεδροι» στις εκλογές του 2018. Το παράπονο ανέφερε ότι το σχόλιο συνιστούσε παραβίαση του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας επειδή απέδιδε έλλειψη σοβαρότητας από τους τέσσερις εκ των υποψηφίων προέδρων της Δημοκρατίας. Ο παραπονούμενος ζήτησε από την Επιτροπή να «λάβει άμεσα μέτρα για να ανασκευάσει ο κύριος Γ. Καρεκλάς πριν τη διεξαγωγή των εκλογών και παρακαλώ επίσης όπως λάβετε τα ενδεικνυόμενα πειθαρχικά μέτρα». Ανέφερε ακόμα ότι «η δήλωση του θεωρείται απαράδεκτη ύβρις η οποία πιθανόν να επηρεάζει και το εκλογικό αποτέλεσμα στο τομέα της ψήφισης των 4 υπολοίπων υποψηφίων που ο κύριος Καρεκλάς θεωρεί ότι δεν ανήκουν στην ομάδα των 5 σοβαρών υποψηφίων» Η Επιτροπή άκουσε το περιεχόμενο της δήλωσης και διαπίστωσε ότι ο κ. Καρεκλάς δεν καθόρισε ποιους πέντε εννοούσε ως «σοβαρούς» υποψηφίους. Η Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη το πιθανό συμπέρασμα της κοινής γνώμης ως προς την έννοια της δήλωσης, αποφάσισε, με βάση την πρόνοια του Κώδικα (παρ. 17 των Κανονισμών Λειτουργίας), να γίνει επαφή από τον Πρόεδρό της με τον κ. Καρεκλά προκειμένου να προβεί σε ανασκευή της δήλωσης και μάλιστα πριν από τις εκλογές,. Ως αποτέλεσμα της επαφής, ο κ. Καρεκλάς προέβη σε διευκρίνηση στην εκπομπή «Χωρίς Περιστροφές» στις 18/1/2018 κατά την οποία παρουσίασε την τελευταία δημοσκόπηση του ΣΙΓΜΑ. Ο κ. Καρεκλάς ανέφερε ότι για τους τέσσερις υποψηφίους, πέραν εκείνων που εκπροσωπούν ή υποστηρίζονται από κοινοβουλευτικά κόμματα, για τους οποίους δεν υπάρχουν επαρκή ποσοστά για να αναφερθούν στις δημοσκοπήσεις, αλλά πρόσθεσε πως οι υποψήφιοι αυτοί δεν είναι «πρώτης ή δεύτερης διαλογής ή κατώτερης στάθμης. Η πλήρης δήλωση έχει ως κατωτέρω: «Θέλω εδώ να πω πριν προχωρήσουμε στην επόμενη κάρτα για να μην υπάρχει καμιά παρεξήγηση ή παρερμηνεία. Σίγουρα δεν αναφερόμαστε και στους υπόλοιπους υποψηφίους (πλην των πέντε πρώτων) που είναι συνολικά 9. Αυτό δείχνει ότι δεν υπάρχουν τα ποσοστά και δεν καταγράφονται στην παρούσα δημοσκόπηση. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν σεβόμαστε το δημοκρατικό δικαίωμα των συμπολιτών μας, των υπολοίπων τεσσάρων που είναι υποψήφιοι, ούτε και λέμε ότι είναι πρώτης ή δεύτερης διαλογής ή κατώτερης στάθμης ή ο,τιδήποτε άλλο. Είναι ισάξιοι με τους παρόντες, όμως η τάση που καταγράφεται αυτό δείχνει». Η Επιτροπή έκρινε τη δήλωση ως επαρκή διευκρίνιση, όπως άλλωστε ζήτησε και ο παραπονούμενος και θεώρησε την υπόθεση ως διευθετηθείσα και περατωθείσα. Σε σχέση με το αίτημα του παραπονούμενου για πειθαρχικά μέτρα, η Επιτροπή αναφέρει ότι ο Κώδικας δεν προβλέπει την επιβολή ή λήψη οποιωνδήποτε μέτρων πέραν της έκδοσης απόφασης ή την ανάληψη ενεργειών για διευθέτηση παραπόνων.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
33/2017
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
21/12/2017
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΟΧΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (33/30/11/2017) από τον Ανδρέα Πολυκάρπου, δημοσιογράφο σε Ελληνική ιστοσελίδα και ποιητή για κριτική σχετικά με ποιητική του έκδοση στο Φιλελεύθερο στις 20 Νοεμβρίου, 2017, με την υπογραφή του Γιώργου Φράγκου. Η κριτική, κάτω από τον τίτλο «Με ελληνοκεντρική στόχευση», αναφερόταν στο βιβλίο του παραπονούμενου «Απρόσωπα Φαγιούμ». Το επίμαχο απόσπασμα, για το οποίο υποβλήθηκε το παράπονο, ανέφερε: «Ωστόσο, κάποτε ο ποιητής λειτουργεί και ως υμνωδός του ελληνοχριστιανικού ιδεώδους. Κι αυτό, κατά τη γνώμη μου, σε μια ατυχή πρόσμιξη που παραπέμπει μόνο στο ιδεολογικό περίγραμμα της επταετίας 1967-1974 στην Ελλάδα». Ο παραπονούμενος υποστήριξε στο παράπονό του ότι ο κ. Φράγκου «είχε ως άμεσο στόχο να κρίνει αρνητικά το βιβλίο χωρίς να το έχει διαβάσει, διότι δεν είναι ποτέ δυνατό να αναφέρετε σε ελληνοχριστιανικά και χουντικά ιδεώδη για ένα βιβλίο που έχει άμεσες αναφορές στη Γνωστική φιλοσοφία, στη θέση του Εωσφόρου, στο ρόλο που έπαιξε η Μαγδαληνή ως εταίρα του Ιησού κλπ. κλπ». Ο παραπονούμενος ανέφερε ότι πέρσι ανέβασε ένα θεατρικό στην Αθήνα, την «Απολογία του Ιησού» αναφορικά με τη θνητότητα του όλου προσώπου αλλά και την ερωτική του σχέση με τη Μαγδαληνή για να καταδείξει ότι «ένα με χριστιανικά ιδεώδη ή ένας χουντικός δεν … θα το έκανε». Εξ άλλου ανέφερε ότι τον ενόχλησε η αναφορά στη χούντα και ότι δημοσίευσε την κριτική χωρίς να τη θέσει προηγουμένως υπόψη του, προσθέτοντας ότι οι αναφορές στο πρόσωπό του τον θίγουν ως επαγγελματία δημοσιογράφο. Η Επιτροπή, λαμβάνοντας συνολικά υπόψη τις πρόνοιες του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, καθώς και το γεγονός ότι ο κ. Φράγκος συστηματικά γράφει κριτική σε ειδική στήλη εδώ και 20 χρόνια, αποφάσισε ότι ήταν αναρμόδια να ασχοληθεί με δημοσίευμα που αποτελεί έκφραση προσωπικής άποψης για το φιλολογικό περιεχόμενο βιβλίου. Η Επιτροπή επανειλημμένα έχει αποφασίσει ότι προσωπικές απόψεις που εκφράζονται από οποιονδήποτε και για οποιονδήποτε ή ο,τιδήποτε, εκφεύγουν της αρμοδιότητάς της, εκτός των περιπτώσεων κατά τις οποίες οι απόψεις εξόφθαλμα ή αποδεδειγμένα υποκινούνται από προκατάληψη, γεγονός που δεν συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση. Εξ άλλου, η Επιτροπή αποφάσισε ότι, σε αντίθεση με κείμενα που αποτελούν είδηση, δεν υπάρχει υποχρέωση εκ των προτέρων ενημέρωσης για απόψεις που εκφράζονται, και μάλιστα για κριτική έργων τέχνης, πχ. βιβλίων, θεατρικών ή άλλων παραστάσεων κλπ.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
34/20/17
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
21/12/2017
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΟΧΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (34/4/12/2017) από τον Νίκο Τριμικλινιώτη εναντίον του Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου και του δημοσιογράφου-παρουσιαστή Πάρη Ποταμίτη για το γεγονός ότι φιλοξένησαν σε ραδιοφωνική εκπομπή του ΡΙΚ τον πρόεδρο του ΕΛΑΜ Χρίστο Χρίστου. Ο Νίκος Τριμικλινιώτης είναι Επικεφαλής της Κυπριακής ομάδας εμπειρογνωμόνων για τα θεμελιώδη δικαιώματα στον Οργανισμό για τα Θεμελιώδη Δικαιώματα της ΕΕ και Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας. Το παράπονο, όπως είναι διεξοδικά διατυπωμένο σε τετρασέλιδη επιστολή του κ. Τριμικλινιώτη, επικεντρώνεται στη θέση ότι οι καθ’ ων το παράπονο ενώ γνώριζαν ότι το ΕΛΑΜ έχει διασυνδέσεις με τη Χρυσή Αυγή και πρεσβεύει το «φυλετισμό», το μεν ΡΙΚ προσκάλεσε το Χρίστο Χρίστου σε εκπομπή του, ενώ ο Πάρης Ποταμίτης δεν ρώτησε πως είναι δυνατό το κόμμα αυτό να υποστηρίζει το φυλετισμό που είναι συνώνυμο του ρατσισμού και να προασπίζεται το ναζιστικό στρατό. Αναλυτικότερα, ο κ. Τριμικλινιώτης ανέφερε ότι ο Χρίστος Χρίστου, κατά δική του παραδοχή, υπήρξε στέλεχος της Χρυσής Αυγής και υποστηρίζει ότι ενώ η δίκη στελεχών της για σωρεία εγκλημάτων συνεχίζεται στην Αθήνα, ο Χρίστος Χρίστου αρνείται ότι έχει διαπράξει εγκλήματα. Επίσης ανέφερε ότι στην ιστοσελίδα του ΕΛΑΜ υπάρχουν σωρεία άρθρων και δηλώσεων που προπαγανδίζουν τη νεοναζιστική ιδεολογία και υποστηρίζουν ότι τα κακώς έχοντα στην κοινωνία σήμερα πηγάζουν δήθεν από την «ανάμειξη των φυλών». Επίσης υποστήριξε ότι η απόφαση του ΡΙΚ να προβάλει τον Χρ. Χρίστου με τη πρόφαση ότι είναι υποψήφιος πρόεδρος, προωθεί, θεληματικά ή μη τη ρατσιστική νεοναζιστική ιδεολογία πράγμα που αποτελεί ύβρη στους δημοκρατικούς θεσμούς της χώρας. Περαιτέρω αναφέρθηκε σε έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ενάντια στο Ρατσισμό και Μισαλλοδοξία (ECRI) του Συμβουλίου της Ευρώπης που χαρακτηρίζει το ΕΛΑΜ «ακροδεξιό στρατιωτικού τύπου πολιτικό κίνημα», το οποίο συνδέεται άμεσα με τη Χρυσή Αυγή (γεγονός που παραδέχθηκε ο κ. Χρίστου στη διάρκεια της εκπομπής) και οργάνωσε πορεία εναντίον των Τουρκοκυπρίων και των μεταναστών. Επίσης ανέφερε ότι με την πρόσκληση του κ. Χρίστου δόθηκε η ευκαιρία σε διάφορους ομοϊδεάτες του να τηλεφωνούν και να προωθούν το ρατσιστικό μίσος και τη ρατσιστική ιδεολογία. Το ΡΙΚ προμήθευσε μαγνητοσκόπηση της εκπομπής και δια του Γενικού Διευθυντή του Μιχάλη Μαραθεύτη ανέφερε στην Επιτροπή ότι το Ίδρυμα «συμμορφώνεται με το Νόμο...που προβλέπει κάλυψη των δραστηριοτήτων των ‘Υποψηφίων Προέδρων’, όρος ο οποίος περιλαμβάνει τους ηγέτες των κοινοβουλευτικών κομμάτων». Επίσης ανέφερε ότι «το ΕΛΑΜ είναι κοινοβουλευτικό κόμμα και ο ηγέτης του, εάν διεκδικεί την προεδρία του Κράτους είναι ‘Υποψήφιος Πρόεδρος’ εν τη εννοία του Νόμου». Τέλος ανέφερε ότι «οι Κώδικες Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας και η Επιτροπή Δεοντολογίας δεν είναι υπεράνω του Νόμου» και επομένως το θέμα είναι εξαιρετικά απλό», δηλαδή ότι «το ΡΙΚ έχει υποχρέωση να τηρεί το Νόμο της Πολιτείας, κάτι το οποίο πράττει». Ο Πάρης Ποταμίτης απέστειλε σύντομη επιστολή στην οποία ανέφερε: «1. Εκφράζω τη λύπη μου για τις ενέργειές σας. 2. Λειτουργούσα και λειτουργώ: Στο πλαίσιο της πολιτικής που καθορίζει το Ραδιοφωνικό Ιδρυμα Κύπρου, οι αρχές της Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, οι πανανθρώπινες αρχές της ελεύθερης σκέψης, έκφρασης και λόγου, όπως επίσης σύμφωνα με το Σύνταγμα, τους Νόμους και τους Κανονισμούς της Κυπριακής Δημοκρατίας». Η Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι το παράπονο δεν αναφερόταν στο περιεχόμενο της επίμαχής εκπομπής αλλά στο γεγονός ότι το ΡΙΚ προσκάλεσε το Χρίστο Χρίστου στην εκπομπή του, αποφάσισε ότι το ΡΙΚ ήταν υποχρεωμένο εκ του νόμου να φιλοξενήσει το Χρίστο Χρίστου ως αρχηγό κοινοβουλευτικού κόμματος και υποψήφιο για την προεδρία. Ως προς την παρατήρηση ότι «οι Κώδικες Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας και η Επιτροπή Δεοντολογίας δεν είναι υπεράνω του Νόμου», η Επιτροπή θεωρεί υποχρέωσή της να υποδείξει ότι το ΡΙΚ, όπως και κάθε άλλος οργανισμός ή άτομο, έχει υποχρέωση να σέβεται όλους τους νόμους, όπως για παράδειγμα το Νόμο περί καταπολέμησης του ρατσισμού, που ως επικυρωτικός απόφασης Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (Απόφαση-Πλαίσιο 2008.913/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 28ης Νοεμβρίου, 2008) έχει αυξημένη τυπική ισχύ έναντι άλλων νόμων. Ως προς την έκφραση «λύπης» από τον κ. Ποταμίτη «για τις ενέργειές σας», (που συνίσταντο στην αποστολή παράκλησης της Επιτροπής προς τον κ. Ποταμίτη να παραθέσει τις απόψεις του επί του υποβληθέντος παραπόνου, η Επιτροπή εικάζει ότι η λύπη του ενδεχομένως να πηγάζει από το γεγονός ότι ο κ. Ποταμίτης ίσως να αγνοεί ότι το ΡΙΚ, το οποίο είναι ο εργοδότης του, είναι μεταξύ των ιδρυτικών φορέων της Επιτροπής Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, οι οποίοι με τον Κώδικα που συνέταξαν και καθιέρωσαν της ανέθεσαν την ευθύνη να δέχεται και να εξετάζει παράπονα εναντίον των ΜΜΕ και των δημοσιογράφων. Αν η Επιτροπή δεν το έπραττε θα παραβίαζε τον Κώδικα, οπότε η έκφραση λύπης θα ήταν δικαιολογημένη, ενώ οι ιδρυτικοί φορείς θα έπρεπε να την είχαν αποπέμψει.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
27/2017
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
21/12/2017
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (27/17/9/2017) από τον ΟΠΑΠ (Κύπρου) εναντίον της εφημερίδας 24h και της δημοσιογράφου Αλεξίας Καφετζή για κατ’ ισχυρισμό ανακριβή είδηση, παράλειψη εξακρίβωσης της ακρίβειας των πληροφοριών της, και χωρίς τη λήψη των θέσεων των άμεσα εμπλεκομένων. Σύμφωνα με το παράπονο, σκοπός του δημοσιεύματος ήταν ο εντυπωσιασμός και να πληγεί το κύρος του ΟΠΑΠ. Το δημοσίευμα αρχίζει από την πρώτη σελίδα κάτω από τον τίτλο «ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΓΑ ΣΚΑΝΔΑΛΟ ΟΠΑΠ - Ποινές φυλάκισης μέχρι και 7 χρόνια» (το 7 με κόκκινο χρώμα) και παραπέμπει σε είδηση στη σελίδα 24, με τίτλο «Μέχρι και εφτά χρόνια φυλάκιση για το μέγα σκάνδαλο ΟΠΑΠ». Στην είδηση παρατίθενται πληροφορίες σύμφωνα με τις οποίες το Τμήμα Διερεύνησης Οικονομικού Εγκλήματος της Αστυνομίας «απέστειλε διαταγή παρουσίασης εγγράφων σχετικά με την ΟΠΑΠ Κύπρου και τη λειτουργίας της» καθώς και το κείμενο της διαταγής, στο οποίο αναφέρονται τα αδικήματα που εξετάζονται και που φέρονται να «διαπράχθηκαν στην Λευκωσία κατά τη χρονική περίοδο 01/01/2015 μέχρι 31/12/2016, από τον ΟΠΑΠ Κύπρου, σε βάρος της Κυπριακής Δημοκρατίας». Ο νομικός σύμβουλος του ΟΠΑΠ ανέφερε ότι κάθε αστυνομική διαταγή παρουσίασης εγγράφων φέρει στο άνω εισαγωγικό το όνομα και τη διεύθυνση του παραλήπτη της διαταγής. Προσθέτει ότι όπως το έγγραφο παρουσιάζεται στη σελίδα 24 της Εφημερίδας, αυτές οι πληροφορίες έχουν απαλειφθεί με αποτέλεσμα σε συνάρτηση με τα αναφερόμενα στην είδηση να δίδεται η εντύπωση ότι παραλήπτης του εγγράφου ήταν ο ΟΠΑΠ. Το έγγραφο δημοσιεύεται σε φωτοτυπία ως μέρος της είδησης στη σελίδα 24 και αρχίζει με τις λέξεις «ΔΙΑΤΑΓΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗΣ ΕΓΓΡΑΦΩΝ» χωρίς να εμφαίνετέ στην αρχή ο παραλήπτης. Ο νομικός σύμβουλος της εταιρείας ανέφερε ότι η Εταιρεία ουδέποτε έλαβε από την Αστυνομία Κύπρου την αναφερόμενη Διαταγή Παρουσίασης Εγγράφων και ότι ουδεμία τέτοια διαταγή απεστάλη από την Αστυνομία στον ΟΠΑΠ. Επίσης ανέφερε ότι «η κυρία Αλεξία Καφετζή με την φράση «Αυτή η διαταγή προκάλεσε την απελπισμένη ενέργεια του ΟΠΑΠ να ζητήσει την αναστολή των ερευνών της Αστυνομίας»...«ψευδώς αποδίδει την ενέργεια της Εταιρείας για καταχώρησης αίτησης για άδεια για να καταχωρήσει αίτηση για ένταλμα της φύσης certiorari ως αποτέλεσμα της ως άνω αποστολής της κατ' ισχυρισμόν Διαταγής Παρουσίασης Εγγράφων». Εξ άλλου, αναφέρει ότι «η κυρία Αλεξία Καφετζή ουδέποτε, είτε πριν είτε μετά, τη δημοσίευση των Άρθρων που παρουσιάζονται στις σελίδες 1 και 24 της Εφημερίδας ημερομηνίας Παρασκευής 14η Ιουλίου 2017, επικοινώνησε με την Εταιρεία για να ζητήσει τις θέσεις της, και ουδέποτε έδωσε την ευκαιρία στην Εταιρεία να τοποθετηθεί επί του περιεχομένου των συγκεκριμένων Άρθρων». Οι νομικοί σύμβουλοι της ΟΠΑΠ υποστηρίζουν ότι η συντάκτρια της είδησης «προέβη στις ως άνω ενέργειες με σκοπό να πλήξει την Εταιρεία, κατά παράβαση των Άρθρων 1, 2, 6 και 9 του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας». Η Αλεξία Καφετζή αρχικά παρουσιάστηκε με το δικηγόρο της Ρίκκο Μαππουρίδη ενώπιον υποεπιτροπής και στη συνέχεια απέστειλε γραπτώς τις θέσεις της μαζί με εκείνες του δικηγόρου της. Στην απάντηση τόσο της Αλεξίας Καφετζή όσο και του δικηγόρου της αμφισβητείται ευθέως η ανεξαρτησία της Επιτροπής συλλογικά και ορισμένων μελών ατομικά, με το επιχείρημα ότι ο ΟΠΑΠ χρηματοδοτεί μέσω διαφημίσεων τα ΜΜΕ και επομένως τα μέλη της Επιτροπής που εργάζονται σε ΜΜΕ όχι μόνο δεν έχουν το τεκμήριο της ανεξαρτησίας αλλά εκ προοιμίου θεωρούνται ως μη αμερόληπτα και αντικειμενικά. Ειδικότερα, γράφει: «Από τη στιγμή που το παράπονο έγινε από τον ΟΠΑΠ Κύπρου, δεν υπάρχει το τεκμήριο της αμεροληψίας και της αντικειμενικότητας προσώπων που απασχολούνται σε ΜΜΕ που συναλλάσσονται οικονομικά με τον Οργανισμό αυτό, λόγω οικονομικών συμφερόντων, βλέπε διαφημιστικά πακέτα. Δεν μπορεί η ΕΔΔ να μην σέβεται τη δεοντολογία. Λογικά, θα έπρεπε να αρνηθεί να εξετάσει την περίπτωση λόγω εμπλεκόμενων «συμφερόντων». Ποιος θα πάει εναντίον κάποιου οργανισμού που είναι οικονομικός αιμοδότης των μέσων στα οποία τα μέλη του εκτελούν το Λειτούργημα τους;» Επίσης, αμφισβήτησε την ανεξαρτησία του αντιπροέδρου Βάσου Τσαγγαρά με το επιχείρημα ότι είναι στέλεχος του ΑΝΤ1, ιδιοκτησίας του κ. Λουκή Παπαφιλίππου, το δικηγορικό γραφείο του οποίου απέστειλε το παράπονο στην επιτροπή. Εξ άλλου, επισύναψε φωτοτυπία εγγράφου διαταγής του Γραφείου Διερεύνησης Οικονομικού Εγκλήματος της Αστυνομίας που απευθύνεται προς το «Διευθυντή Ελεγκτικού Οίκου KPMG, Λευκωσία», για παράδοση όλων των σχετικών εγγράφων που σχετίζονται με τη διεξαγωγή έρευνας που σχετίζονται με «αδικήματα που διαπράχθηκαν στη Λευκωσία κατά την χρονική περίοδο 01/01/2015 μέχρι 31/12/2015 από τον ΟΠΑΠ Κύπρου, σε βάρος της Κυπριακής Δημοκρατίας». Τα ζητούμενα έγγραφα ήταν «Φύλλα εργασίας και άλλα υποστηρικτικά έγγραφα, το οποία αφορούν τον έλεγχο που έγινε στους λογαριασμούς των Λειτουργικών εξόδων του ΟΠΑΠ». Περαιτέρω ανέφερε ότι έκαμε πολλά τηλεφωνήματα στο γραφείο του Διευθύνοντα Συμβούλου του ΟΠΑΠ Κύπρου Δημήτρη Αλετράρη, ο οποίος ποτέ δεν απάντησε και ποτέ δεν επέστρεψε τα τηλεφωνήματά της. Η Επιτροπή ασχολήθηκε αρχικά με τους ισχυρισμούς τους οποίους διατύπωσαν τόσο η Αλεξία Καφετζή όσο και ο νομικός της σύμβουλος ότι η Επιτροπή δεν έχει τα εχέγγυα της αμεροληψίας και αντικειμενικότητας επειδή κάποια από τα μέλη της προέρχονται από τα ΜΜΕ τα οποία κατ’ ισχυρισμό είναι εξαρτώμενα από τις διαφημίσεις του ΟΠΑΠ και κατά συνέπεια πρόσωπα που απασχολούνται σε ΜΜΕ τα οποία συναλλάσσονται με τον ΟΠΑΠ στερούνται του τεκμηρίου της αμεροληψίας και αντικειμενικότητας. Η Επιτροπή απέρριψε τους ισχυρισμούς αυτούς ως λίαν προσβλητικούς τόσο για την Επιτροπή όσο και για κάθε ένα από τα μέλη της. Τόνισε επίσης ότι τα μέλη της Επιτροπής δεν ενεργούν στη βάση του πού εργάζονται, επισημαίνοντας ότι στα 20 χρόνια της λειτουργίας της δεν υπήρξε τέτοιο κρούσμα και σχεδόν όλες οι αποφάσεις λήφθηκαν με συναίνεση και ομοφωνία, με μίαν ή δύο περιπτώσεις στις οποίες χρειάστηκε να γίνει ψηφοφορία, όχι λόγω προσωπικών θέσεων που υπαγορεύθηκαν από το πού εργάζονταν οι διαφωνούντες, αλλά λόγω διαφορετικών αντιλήψεων επί θεμάτων αρχής. Η Επιτροπή τόνισε περαιτέρω ότι οι ισχυρισμοί που διατυπώθηκαν για την Επιτροπή και τα μέλη της είναι εξωπραγματικοί και απαράδεκτοι γιατί αμφισβητούν τη βάση και τη φιλοσοφία λειτουργίας της, που είναι η αυτορρύθμιση. Αυτή τη βάση έθεσαν οι φορείς ως τον ακρογωνιαίο λίθο της λειτουργίας της Επιτροπής στον Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, τον οποίο προσυπέγραψαν τα ΜΜΕ, περιλαμβανομένης και της εφημερίδας 24h, ως μέλους του Κυπριακού Οργανισμού Διαδικτυακών Εκδοτών. Για τον ίδιο λόγο η Επιτροπή απέρριψε τον ισχυρισμό ότι ο αντιπρόεδρός της Βάσσος Τσαγγαράς δεν έχει τα εχέγγυα της αντικειμενικότητας, δήθεν γιατί είναι υψηλόβαθμο στέλεχος του ΑΝΤ1 Κύπρου που είναι ιδιοκτησίας του κ. Λουκή Παπαφιλίππου. Επίσης απέρριψε τη θέση της Αλεξίας Καφετζή ότι ο Βάσσος Τσαγγαράς είναι «προϊστάμενος της υποεπιτροπής που θα κρίνει την «ενοχή» ή την «αθωότητά» της. Οι αποφάσεις της Επιτροπής λαμβάνονται από το σύνολο των παρόντων μελών που αποτελούν απαρτία και όχι από μέλη ή ομάδα μελών εκτός της ολομέλειας. Επί της ουσίας, η Επιτροπή κατέληξε στις πιο κάτω διαπιστώσεις: 1.Η παράλειψη του ονόματος του παραλήπτη από τη φωτοτυπία της αστυνομικής διαταγής για παρουσίαση εγγράφων του ΟΠΑΠ σε σχέση με διεξαγόμενη έρευνα συνιστούσε αλλοίωση εγγράφου που οδηγεί σε ανακρίβεια, η οποία, σε συνδυασμό με την έμφαση που δόθηκε στην επωνυμία του ΟΠΑΠ είναι δυνατό να οδηγήσει σε παραπλάνηση των αναγνωστών ως προς τον παραλήπτη του εγγράφου, κατά παράβαση του άρθρου 1 του Κώδικα, που ορίζει ότι «τα Μ.Μ.Ε. μεριμνούν ώστε να μη δημοσιεύονται ανακριβείς, παραπλανητικές, φανταστικές ή διαστρεβλωτικές της αλήθειας ειδήσεις, πληροφορίες ή σχόλια. Σε περίπτωση που έχει συμβεί κάτι τέτοιο χωρούν σε άμεση διόρθωση ή και απολογία». Ο ισχυρισμός της Αλεξίας Καφετζή ότι το όνομα παραλήφθηκε λόγω έλλειψης χώρου δεν θεωρήθηκε ότι ήταν δυνατό να ευσταθήσει, γιατί πρόκειται για πέντε μόνο λέξεις. Η αλλοίωση του εγγράφου με την παράλειψη του ονόματος του παραλήπτη χωρίς να παρασχεθεί η σχετική πληροφόρηση στους αναγνώστες θεωρήθηκε επίσης ότι αντιβαίνει στην πρόνοια του άρθρου 6 περί μη δημοσίευσης ή μετάδοσης φωτογραφιών που έχουν υποστεί μηχανική ή ηλεκτρονική αλλοίωση. 2. Σχετικά με τον ισχυρισμό της Αλεξίας Καφετζή ότι έκαμε πολλά τηλεφωνήματα στο γραφείο του Διευθύνοντα Συμβούλου του ΟΠΑΠ χωρίς ποτέ να υπάρξει ανταπόκριση, η Επιτροπή θεωρεί ότι ένα τέτοιο σημαντικό γεγονός θα έπρεπε να είχε τουλάχιστον αναφερθεί στο κείμενο της είδησης, ώστε να γνωρίζουν οι αναγνώστες ότι είχε γίνει προσπάθεια επικοινωνίας για να παρασχεθεί το δικαίωμα απάντησης στους επηρεαζομένους, σύμφωνα με το άρθρο 2 του Κώδικα. 3. Η Επιτροπή αποφάσισε ότι οι τίτλοι που χρησιμοποιήθηκαν πάνω από την είδηση στην πρώτη και 24η σελίδα «ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΓΑ ΣΚΑΝΔΑΛΟ ΟΠΑΠ - Ποινές φυλάκισης μέχρι και 7 χρόνια» (το 7 με κόκκινο χρώμα) και «Μέχρι και εφτά χρόνια φυλάκιση για το μέγα σκάνδαλο ΟΠΑΠ», συνιστούν παραβίαση του άρθρου 9 του Κώδικα περί του τεκμηρίου αθωότητας και μη διασυρμού ή διαπόμπευσης, δεδομένου ότι δίδουν την παραπλανητική εντύπωση ή οδηγούν στο συμπέρασμα ότι υπάρχουν σκάνδαλο και κατηγορούμενοι ή ένοχοι που αντιμετωπίζουν φυλάκιση επτά χρόνων, χωρίς να έχει ολοκληρωθεί έρευνα που να οδηγήσει σε κατηγορίες ή να διεξαχθεί δίκη για να καταδείξει την ύπαρξη ενοχής ή σκανδάλου. Το άρθρο 9 προβλέπει ότι: «Οι λειτουργοί σέβονται πλήρως την αρχή ότι ο ύποπτος ή κατηγορούμενος για διάπραξη αδικήματος είναι αθώος μέχρις αποδείξεως του αντιθέτου κατόπιν νόμιμης διαδικασίας και συνεπώς αποφεύγουν να δημοσιοποιήσουν ο,τιδήποτε το οποίο να οδηγεί σε συμπεράσματα ως προς την ενοχή ή αθωότητα του υπόπτου ή/και κατηγορουμένου ή τείνει να τον διασύρει ή διαπομπεύσει».
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
25/2017
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
21/12/2017
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (25/19/9/2017). από την εφημερίδα Cyprus Mail εναντίον της ιστοσελίδας localnetnews.com για οικειοποίηση ειδήσεων από την εφημερίδα και από άλλα έντυπα. Σύμφωνα με το παράπονο, η ιστοσελίδα αντιγράφει ειδήσεις με τη μέθοδο της «αντιγραφής-επικόλλησης», τις οποίες παρουσιάζει ως δικές της, και μάλιστα κάτω από τον υπότιτλο: «Γραμμένο από τον Μάριο Αντωνίου» (Written by Marios Antoniou) ή κάποιο άλλο όνομα. Ειδικότερα, όταν ένας επισκέπτης κάνει κλικ για να ανοίξει μια είδηση, ανοίγει το παράθυρο της ιστοσελίδας locanetnews.com στην οποία δημοσιεύεται η πλήρης είδηση κάτω από το όνομα κάποιου προσώπου που παρουσιάζεται ως ο συντάκτης. Η πηγή της είδησης φαίνεται μόνο όταν κάποιος φθάσει στο τέλος της είδησης και κάνει κλικ στο σύνδεσμο SOURCE LINK, οπότε ο επισκέπτης φθάνει στην πραγματική πηγή της είδησης. Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η πρακτική αυτή διαφέρει από την πρακτική των λεγόμενων “aggregator sites” τα οποία συλλέγουν και παρουσιάζουν ειδήσεις από άλλα έντυπα ή ιστοσελίδες. Στις περιπτώσεις των “aggregator sites”, όταν ο επισκέπτης κάνει κλικ για να ανοίξει την είδηση, συνήθως από στον τίτλο ή σε μια φωτογραφία, οδηγείται αμέσως στην ιστοσελίδα, που είναι η πρωταρχική πηγή της είδησης. Ζητήθηκαν οι απόψεις της ιστοσελίδας μέσω του συνδέσμου επικοινωνίας χωρίς να υπάρξει καμιά ανταπόκριση. Επίσης, παρά τις προσπάθειες τόσο της Επιτροπής όσο και της Διαδικτυακής Οργάνωσης Εκδοτών Κύπρου δεν κατέστη δυνατό να εντοπισθεί ο ιδιοκτήτης της ιστοσελίδας. Η Επιτροπή, με βάση τα ενώπιον της δεδομένα, αποφάσισε ότι η πρακτική που ακολουθεί η ιστοσελίδα συνιστά παραβίαση του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας, κατά παράβασή της πρόνοιας του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, που προβλέπει ότι: «Τα Μ.Μ.Ε. και οι λειτουργοί σέβονται και εφαρμόζουν το εκάστοτε ισχύον Δίκαιο και συμβάσεις που αφορούν στην προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας. Εκεί που επιτρέπεται, η αναδημοσίευση από άλλη πηγή γίνεται με σεβασμό προς το συγγραφέα/δημιουργό ή τον ιδιοκτήτη και αναφέρεται η προέλευση». Στην προκειμένη περίπτωση, το ισχύον Κυπριακό δίκαιο, στηρίζεται, όπως και πολλές άλλες εθνικές νομοθεσίες επί των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, στη Διεθνή Σύμβαση περί Πνευματικής Ιδιοκτησίας του 1968. Το άρθρο 2 της Σύμβασης καθορίζει ότι μεταξύ άλλων προστατεύονται «φιλολογικά, καλλιτεχνικά και επιστημονικά έργα». Στον ορισμό αυτό εμπίπτουν και τα δημοσιογραφικά κείμενα σε έντυπα και ηλεκτρονικά ΜΜΕ, τα οποία παρουσιάζουν γεγονότα ή ιδέες. Η αναπαραγωγή αυτών των πνευματικών δημιουργημάτων, ανεξάρτητα από την ποιότητα, το επίπεδό και την αξία ή σημασία τους, δεν επιτρέπεται χωρίς την άδεια του κατόχου των πνευματικών δικαιωμάτων, ενώ στις περιπτώσεις που όπως αναλύεται κατωτέρω επιτρέπεται, η αναπαραγωγή γίνεται με αναφορά στην πηγή. Σε περιπτώσεις «πνευματικών δημιουργημάτων» όπως ορίζονται πιο πάνω, επιτρέπεται η καλή τη πίστη αναδημοσίευση, πχ η δημοσίευση αποσπασμάτων από άρθρα ιδεών για σκοπούς κριτικής, προβολής των ιδεών που περιλαμβάνονται στο κείμενο, έκφρασης αντίθετων ιδεών ή απόψεων, ως μέρος είδησης, ως επιχείρημα προς υποστήριξη συγκεκριμένων θέσεων, ως παρωδία, κλπ. Τα κριτήρια της καλής πίστης στις περιπτώσεις αυτές καθορίζονται από το σκοπό της χρήσης, κατά πόσο η αναδημοσίευση περιορίζεται στο απολύτως απαραίτητο για τους σκοπούς της χρήσης, από το κατά πόσο με την αναδημοσίευση έχει μεταβληθεί ουσιωδώς το αρχικό άρθρο, κατά πόσο η αναδημοσίευση αποβλέπει στην εξυπηρέτηση του ιδίου σκοπού με το πρωτότυπο, κατά πόσο με την αναδημοσίευση επιδιώκεται εμπορικό κέρδος και κατά πόσο με την αναδημοσίευση μειώνεται η εμπορική αξία της προστατευόμενης πνευματικής ιδιοκτησίας. Η καλή τη πίστη αναδημοσίευση επιτρέπεται από τον Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας («εκεί που επιτρέπεται, η αναδημοσίευση γίνεται...»), αλλά υπό τους όρους που αναγράφονται, δηλαδή με σεβασμό προς το συγγραφέα/δημιουργό, γεγονός που σημαίνει την αναγνώριση της πατρότητας του έργου με αναφορά στην προέλευση. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η προστασία αφορά σε «πρωτότυπα συγγραφικά έργα» και με την έννοια αυτή τα γεγονότα στα οποία αναφέρεται μια είδηση δεν θεωρούνται πρωτότυπα. Τα γεγονότα είναι το δημιούργημα κάποιου ατόμου ή αιτίας και επομένως ένας δημοσιογράφος ή ένα ΜΜΕ δεν μπορεί να τα κατοχυρώσει κάτω από το δικαίωμα της πνευματικής ιδιοκτησίας. Κατά τον ίδιο τρόπο δεν μπορούν να κατοχυρωθούν ευρήματα που αποκαλύπτονται μέσα από δημοσιογραφική έρευνα εφ’ όσον αυτά δεν είναι το δημιούργημα του ερευνητή, (όμως ο τρόπος παρουσίασής τους, π.χ. ένα γραφικό που αποτυπώνει το αποτέλεσμα της έρευνας μπορεί να είναι πρωτότυπο δημιούργημα) ούτε και οι ιδέες, π.χ. απόψεις επί ενός συγκεκριμένου θέματος ή ο τρόπος για την κατασκευή ή δημιουργία ενός αντικειμένου, π.χ. την παρασκευή ενός συγκεκριμένου πιάτου φαγητού. Όμως ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζονται ιδέες, ή γεγονότα ή προϋπάρχοντα δεδομένα σε ένα δημοσιογραφικό κείμενο, δηλαδή η επιλογή και η σειρά τοποθέτησης των λέξεων σε ένα κείμενο και εν τέλει το ύφος (στυλ), αποτελεί πνευματική δημιουργία και προστατεύεται από το δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας. Με βάση τα πιο πάνω, ένα ΜΜΕ μπορεί να δημοσιεύσει ή να μεταδώσει γεγονότα που δημοσίευσε ή μετέδωσε προηγουμένως ένα άλλο ΜΜΕ, είτε ύστερα από δική του επιβεβαίωση των γεγονότων είτε και χωρίς επιβεβαίωση. Πρόκειται για επιτρεπόμενη αναδημοσίευση, η οποία, όμως, δεν μπορεί να γίνει με τη χρήση του ιδίου λεξιλογίου, της ίδιας φρασεολογίας και του ιδίου ύφους. Νοείται ότι το προϊόν μιας δημοσιογραφικής έρευνας επί γεγονότων που δημοσιεύτηκαν δεν θεωρείται αναδημοσίευση αν η είδηση που προέκυψε από μια τέτοια έρευνα υπερακοντίζει ουσιωδώς την αρχική ή είναι μια εντελώς διαφορετική είδηση. Όπως προκύπτει από τα ανωτέρω, τα ΜΜΕ έχουν υποχρέωση να σέβονται το δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας των άλλων, ιδιαίτερα οσάκις διατηρούν τη φρασεολογία και το ύφος της αρχικής είδησης και στις περιπτώσεις. Στην προκειμένη περίπτωση δεν πρόκειται για καλή τη πίστη δημοσίευση ως αναλύεται ανωτέρω, δεδομένου ότι οι ειδήσεις που προβάλλει η ιστοσελίδα localnetnews.com παρουσιάζονται αυτούσιες ως ειδήσεις που έγραψαν άτομα που εργάζονται στην ιστοσελίδα, ενώ ο τρόπος που παρουσιάζεται η πηγή είναι συγκαλυμμένος και αποσκοπεί μάλλον σε ένα επί πλέον κλίκ για αύξηση της επισκεψιμότητας της ιστοσελίδας. Λαμβάνοντας υπόψη της πιο πάνω αρχές, η Επιτροπή αποφάσισε ότι η δημοσίευση των ειδήσεων με το συγκαλυμμένο ως προς την πηγή τρόπο που χρησιμοποιεί η ιστοσελίδα συνιστά ιδιοποίηση των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας άλλων. Η Επιτροπή τονίζει ότι οι δημοσιογράφοι και τα ΜΜΕ θα πρέπει να αναφέρουν εμφανώς την πηγή προέλευσης της είδησης. Από την άλλη, η αναφορά της πηγής προέλευσης αποτελεί σε κάποιο βαθμό ασπίδα προστασίας, έχοντας όμως πάντα υπόψη ότι η επίκληση της αναδημοσίευσης δεν αποτελεί υπεράσπιση για οποιαδήποτε παραβίαση είτε δεοντολογικών είτε νομικών κανόνων.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
26/2017
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
21/12/2017
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε σειρά (26/19/9/2017) από τον Απόστολο Κρασίτη εναντίον της ιστοσελίδας ΡΕΠΟΡΤΕΡ για αναδημοσίευση από παλιές εφημερίδες ειδήσεων για εγκλήματα που έγιναν προ δεκαετιών, με συνέπεια είτε να αποκαλύπτουν προσωπικά δεδομένα είτε να αναξέουν πληγές και να προκαλούν και οξύνουν τον ανθρώπινο πόνο. Ο παραπονούμενος ανέφερε ότι έκαμε παράπονο στην ιστοσελίδα με αποτέλεσμα κάποτε να να καλύπτουν τα πρόσωπα, να αναφέρουν μόνο αρχικά των ονομάτων, αλλά τα ρεπορτάζ αυτού του είδους εξακολουθούν να είναι ξύσιμο πληγών, δεδομένου ότι η Κύπρος είναι μικρή. «Σκεφτείτε τα παιδιά τους, τους συγγενείς τους που προσπαθούν να φτιάξουν τη ζωή τους», ήταν η έκκληση του παραπονούμενου. Το πρώτο παράπονο αφορούσε σε αναδημοσίευση είδησης, με συντάκτη τη Ντίνα Κλεάνθους, που αναφερόταν στο φόνο γυναίκας από το σύζυγός της πριν από 30 και πλέον χρόνια και περιλάμβανε φωτογραφίες τόσο του θύματος όσο και του δράστη, του οποίου το όνομα αναφερόταν με τα αρχικά. Η είδηση περιλάμβανε επίσης λεπτομέρειες της οικογενειακής κατάστασης του ζεύγους, ειδικότερα ότι είχαν πολλά παιδιά. Ο παραπονούμενος έθεσε ενώπιον της Επιτροπής μια άλλη περίπτωση που αναφερόταν στο φόνο γυναίκας επίσης πριν από 30 περίπου χρόνια από τον γιό της. Στην είδηση αναφέρονταν τα αρχικά του δράστη, η ηλικία του, λεπτομέρειες των σπουδών του στο εξωτερικό και δημοσιεύθηκαν φωτογραφίας, μια χωρίς καμιά σκίαση. Αργότερα υπέδειξε και άλλο δημοσίευμα που αναφερόταν σε άτομο από ορεινό χωριό που διέπραξε φόνο, που περιείχε τέτοιες λεπτομέρειες ώστε να μπορεί οποιοσδήποτε, σχετικά εύκολα, να οδηγηθεί στο χωριό καταγωγής του και να αναγνωρίσει την ταυτότητά του, τους συγγενείς του και τους συγγενείς του θύματος. Η Ενωση Συντακτών έθεσε επίσης ενώπιον της Επιτροπής δημοσίευμα που αναφερόταν σε ένα έγκλημα που έγινε πριν από μερικά χρόνια, με δράστη ένα άνδρα και θύμα μια γυναίκα. Και οι δύο ήταν έγγαμοι και είχαν παιδιά, που σήμερα θα πρέπει να βρίσκονται σε σχετικά νεαρή ηλικία. Τέλος, η Επιτροπή συνεξέτασε παράπονο από γυναίκα ότι η ιστοσελίδα αναδημοσίευσε είδηση που αναφερόταν στο θάνατο νεαρού ύστερα από συμπλοκή στις Φοινικούδες Λάρνακας στη διάρκεια εορταστικής εκδήλωσης πριν από τέσσερις δεκαετίες. Η εφημερίδα δημοσίευσε φωτογραφίες τεσσάρων νεαρών που συνελήφθησαν και καταδικάστηκαν σε φυλάκιση μεταξύ τριών και τεσσάρων ετών για πρόκληση θανάτου με κτυπήματα Δημοσίευσε επίσης το όνομα μιας νέας αναφέροντας ότι επρόκειτο για τη φίλη ενός των νεαρών. Η παραπονούμενη, που είναι σύζυγος ενός των καταδικασθέντων, ανέφερε στο παράπονό της ότι οι νεαροί που ενεπλάκησαν τότε στη συμπλοκή δικάστηκαν και πλήρωσαν για την πράξη τους τότε και ότι τα παρόντα δημοσιεύματα είναι αναίτια, αφού δεν αφορούν καμιά εξέλιξη στο θέμα, και αναστατώνουν τη ζωή τόσο των ιδίων όσο και μελών των οικογενειών τους και ατόμων που καμιά σχέση δεν είχαν με το επεισόδιο. Επίσης ανέφερε δεν προέκυψε κανένα γεγονός που να κάνει το θέμα δημοσίου ενδιαφέροντος σήμερα και ότι το κοινό δεν έχει νόμιμο δικαίωμα να γνωρίζει για το γεγονός αυτό ύστερα από τέσσερις δεκαετίες. Κατόπιν πρόσκλησης της Επιτροπής προσήλθαν σε συνάντηση με υποεπιτροπή οι Νίκος Προκομμένος εκ μέρους της ιστοσελίδας και οι δημοσιογράφοι Ντίνα Κλεάνθους και Μύρια Οδυσσέως, που έθεσαν την υπογραφή τους κάτω από τα επίμαχα δημοσιεύματα προκειμένου να παραθέσουν τις απόψεις τους και να τους επεξηγηθούν οι θέσεις της Επιτροπής ως προς τα προβλήματα που δημιουργούνται από τέτοιες αναδημοσιεύσεις. Το συμπέρασμα της Επιτροπής ήταν ότι δεν υπήρξε από μέρους τους αντίληψη για το πρόβλημα που δημιουργείται με την αναδημοσίευση παλαιών ειδήσεων, με εξαίρεση τη Ντίνα Κλεάνθους, που ανέφερε ότι από τη συζήτηση αντιλήφθηκε τα προβλήματα που μπορούν να προκύψουν από την πρακτική αυτή. Η υποεπιτροπή με απογοήτευση διαπίστωσε ότι η επίσημη πλευρά επέμεινε στη θέση της ότι τέτοια δημοσιεύματα είναι ενδιαφέροντα και εφ’ όσον πρόκειται για υποθέσεις που είδαν το φως της δημοσιότητα στο παρελθόν η ιστοσελίδα είχε το δικαίωμα να τα αναδημοσιεύει χωρίς περιορισμό. Η Επιτροπή εξέφρασε θλίψη και απογοήτευση γιατί η ιστοσελίδα, λίγες ημέρες μετά τη συνάντηση δημοσίευσε το χειρότερο μέχρι τώρα ρεπορτάζ, από την άποψη ότι αναφερόταν σε έγκλημα που έγινε προ μερικών ετών, το οποίο είναι νωπό στη μνήμη των ανθρώπων και επηρεάζει τη ζωή ανθρώπων που τώρα προσπαθούν να φτιάξουν τη ζωή τους. Η Επιτροπή, αφού εξέτασε όλα τα ενώπιόν της στοιχεία αποφάσισε ότι η δημοσίευση παλαιών ειδήσεων με τον τρόπο τον οποίο η ιστοσελίδα αναδημοσιεύει πληροφορίες για εγκλήματα που έγιναν στο παρελθόν παραβιάζουν σειρά προνοιών του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας. Ειδικότερα, αποφάσισε ότι τα δημοσιεύματα παραβιάζουν τις πρόνοιες του άρθρου 3 του Κώδικα περί προστασίας της ιδιωτικής ζωής και των προσωπικών δεδομένων, τις πρόνοιες του άρθρου 5 που επιβάλλει στους δημοσιογράφους να είναι διακριτικοί κατά το χειρισμό υποθέσεων εγκλημάτων ώστε να μη προκαλούν πόνο ή να επιτείνουν τον ανθρώπινο πόνο σε άτομα που επηρεάζονται, καθώς και τις πρόνοιες του άρθρου 7 περί προστασίας των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, καθώς κατά κανόνα τα δημοσιεύματα αποτελούν αυτούσια μεταφορά στο σύνολο ή σε μέρος τους, ειδήσεων από παλαιές εφημερίδες, που δεν αναφέρονται καν ως πηγή, όπως επιτάσσει ο Κώδικας. Τέλος, η Επιτροπή αποφάσισε ότι η πρακτική αυτή συνιστά παραβίαση απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, με την οποία καθιέρωσε το «δικαίωμα στη λήθη» ως ανθρώπινο δικαίωμα και επικύρωσε τη σχετική οδηγία της Ευρωπαϊκής Ενωσης (Data Protection Directive (Directive 95/46/EC). Το δικαστήριο αποφάσισε ότι ούτε το δικαίωμα της ελευθερίας έκφρασης, ούτε το οικονομικό συμφέρον του εκδότη, αποτελούσαν επαρκή λόγο για δημοσίευση παλαιών ειδήσεων που επηρεάζουν την ιδιωτική ζωή και υπόληψη ανθρώπων του σήμερα. Σημειώνεται ότι η Ευρωπαϊκή οδηγία θεωρεί δεδομένο ότι δεν επιτρέπονται τέτοια δημοσιεύματα, αναστρέφοντας το βάρος της απόδειξης ώστε το ευθυνόμενο ΜΜΕ να έχει το βάρος της απόδειξης ότι δεν πρέπει να απαλειφθεί μια είδηση που αναφέρεται στο παρελθόν και όχι στον παραπονούμενο να αποδείξει ότι πρέπει να απαλειφθεί. Η Επιτροπή επισήμανε στην απόφασή της ότι το φαινόμενο της αναδρομής σε παλιά δημοσιεύματα που αναφέρονται σε ανθρώπους που ακόμα ζουν ή των οποίων μέλη των οικογενειών τους βρίσκονται ακόμη στη ζωή δεν διαφέρει από την πράξη της τυμβωρυχίας και την αναβίωση φαντασμάτων του παρελθόντος για οικονομικό και μόνο όφελος. Τέλος, η Επιτροπή, διαπιστώνοντας ότι η πρακτική της αναδημοσίευσης παλαιών ειδήσεων τείνει να διευρυνθεί αποκλειστικά και μόνο για την εξασφάλιση μεγαλύτερης επισκεψιμότητας (περισσότερα κλικ) καλεί τους δημοσιογράφους να αναλογισθούν την ευθύνη που έχουν για επίδειξη σεβασμού της ιδιωτικής ζωής και των προσωπικών δεδομένων και πάνω απ’ όλα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
35/2017
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
21/12/2017
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, κατόπιν επισήμανσης είδησης του Κυπριακού Πρακτορείου ειδήσεων (ΚΥΠΕ) από δημοσιογράφο (υπόθεση 35/21/12/2017) προχώρησε στην εξέταση πιθανής αποκάλυψης της ταυτότητας κατηγορούμενου και γυναίκας θύματος βιασμού. Η είδηση, που μεταδόθηκε το Δεκέμβριο του 2017, περιείχε στοιχεία τα οποία αναφέρονταν στην ηλικία κατηγορούμενου για βιασμό της συζύγου του σε δύο περιπτώσεις, τον αριθμό των παιδιών του ζεύγους και το χωριό από το οποίο κατάγεται, καθώς και τον τόπο διαμονής των εμπλεκομένων ατόμων. Ο Διευθυντής του ΚΥΠΕ Γιώργος Πενηνταέξ, ανταποκρινόμενος σε παράκληση της Επιτροπής να παραθέσει τις απόψεις του έθεσε θέμα ως προς το ποιος είναι ο παραπονούμενος. Ως προς την ουσία του θέματος, ο Διευθυντής του ΚΥΠΕ επικαλέστηκε το γεγονός ότι η ανταποκρίτρια του πρακτορείου παρακολούθησε τη δικαστική διαδικασία ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου, κατά την οποία, όπως ανέφερε, λέχθηκαν πολύ περισσότερα από όσα αναφέρθηκαν στην είδηση. Επίσης επικαλέστηκε τις γενικές πρόνοιες του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας περί σεβασμού της αλήθειας και επίσης του δικαιώματος του πολίτη «για αντικειμενική, ολοκληρωμένη και έγκυρη πληροφόρηση», καθώς και το δικαίωμα της ελευθερίας έκφρασης και την υποχρέωση να μη δημοσιεύονται ανακριβείς και παραπλανητικές πληροφορίες. Τέλος ανέφερε ότι το ΚΥΠΕ σέβεται το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορούμενου. Όπως προαναφέρθηκε, η εξέταση της υπόθεσης έγινε κατόπιν υπόδειξης δημοσιογράφου και η Επιτροπή, θεωρώντας το θέμα ως σοβαρό, αποφάσισε την εξέτασή του. Σημειώνεται ότι με βάση τους κανονισμούς λειτουργίας της Επιτροπής τα παράπονα υποβάλλονται μεν επώνυμα στην Επιτροπή, οι παραπονούμενοι όμως έχουν δικαίωμα να ζητήσουν να παραμείνουν ανώνυμοι, οπότε η ταυτότητά τους δεν αποκαλύπτεται. Επίσης, η Επιτροπή έχει το δικαίωμα να επιληφθεί δημοσιευμάτων και μεταδόσεων αυτεπάγγελτα, είτε με, είτε χωρίς επισήμανση ή υπόδειξη από τρίτους, δια του Τύπου ή άλλως πως, σε εξαιρετικές περιπτώσεις και όταν κρίνει ότι το θέμα είναι ιδιαίτερα σοβαρό. Επί της ουσίας της υπόθεσης, η Επιτροπή σημείωσε ότι ο Διευθυντής του ΚΥΠΕ επικαλέστηκε τις γενικές αρχές του Κώδικα περί υποχρέωσης σεβασμού από μέρους των ΜΜΕ και των δημοσιογράφων του δικαιώματος του κοινού για ολοκληρωμένη και έγκυρη πληροφόρηση, του δικαίωμα της ελευθερίας έκφρασης και το δικαίωμα του δημοσιογράφου για πρόσβαση στις πηγές. Επίσης επικαλέστηκε την πρόνοια του Κώδικα περί υποχρέωσης των ΜΜΕ να μεριμνούν να μη δημοσιεύονται ανακριβείς και παραπλανητικές πληροφορίες ή σχόλια. Επί των θέσεων αυτών η Επιτροπή αποφάσισε, όπως άλλωστε και σε πολλές άλλες περιπτώσεις, ότι η άσκηση των δικαιωμάτων των ΜΜΕ και των δημοσιογράφων συνοδεύεται και από παράλληλες υποχρεώσεις, όπως είναι οι περιορισμοί που πηγάζουν από τον Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας και από τη νομοθεσία. Τέτοιοι περιορισμοί είναι, ενδεικτικά, η υποχρέωση των ΜΜΕ και των δημοσιογράφων να σέβονται την ιδιωτική ζωή, να μην αποκαλύπτουν στοιχεία προσωπικού χαρακτήρα (προσωπικά δεδομένα), να σέβονται το τεκμήριο της αθωότητας και να μη δημοσιεύουν ο,τιδήποτε που να οδηγεί σε συμπεράσματα ως προς την ενοχή ή αθωότητα υπόπτων και κατηγορουμένων, και να μη αποκαλύπτουν την ταυτότητα των θυμάτων βιασμού η τρίτων που δεν έχουν εμπλοκή σε μια υπόθεση. Εξετάζοντας το επίμαχο δημοσίευμα, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι αποκάλυπτε προσωπικά στοιχεία του κατηγορουμένου συζύγου, μεταξύ των οποίων ο τόπος καταγωγής, ο τόπος διαμονής, η ηλικία του και η οικογενειακή του κατάσταση, όπως και τέτοιες λεπτομέρειες που οδηγούν σε συμπέρασμα ενοχής του. Ακόμη πιο σοβαρό, το δημοσίευμα περιείχε λεπτομέρειες που οδηγούσαν στην αποκάλυψη της ταυτότητας θύματος βιασμού, καθώς και των παιδιών της. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή αποφάσισε ότι το δημοσίευμα παραβιάζει τις πρόνοιες του Κώδικα περί ιδιωτικής ζωής και προσωπικών δεδομένων (άρθρο 3), περί μη αποκάλυψης των ονομάτων θυμάτων βιασμού (άρθρο 10), περί Παιδιών (άρθρο 11), και περί του τεκμηρίου αθωότητας (άρθρο 9).
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
31/2017
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
21/12/2017
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε σειρά (26/19/9/2017) από τον Απόστολο Κρασίτη εναντίον της ιστοσελίδας ΡΕΠΟΡΤΕΡ για αναδημοσίευση από παλιές εφημερίδες ειδήσεων για εγκλήματα που έγιναν προ δεκαετιών, με συνέπεια είτε να αποκαλύπτουν προσωπικά δεδομένα είτε να αναξέουν πληγές και να προκαλούν και οξύνουν τον ανθρώπινο πόνο. Ο παραπονούμενος ανέφερε ότι έκαμε παράπονο στην ιστοσελίδα με αποτέλεσμα κάποτε να να καλύπτουν τα πρόσωπα, να αναφέρουν μόνο αρχικά των ονομάτων, αλλά τα ρεπορτάζ αυτού του είδους εξακολουθούν να είναι ξύσιμο πληγών, δεδομένου ότι η Κύπρος είναι μικρή. «Σκεφτείτε τα παιδιά τους, τους συγγενείς τους που προσπαθούν να φτιάξουν τη ζωή τους», ήταν η έκκληση του παραπονούμενου. Το πρώτο παράπονο αφορούσε σε αναδημοσίευση είδησης, με συντάκτη τη Ντίνα Κλεάνθους, που αναφερόταν στο φόνο γυναίκας από το σύζυγός της πριν από 30 και πλέον χρόνια και περιλάμβανε φωτογραφίες τόσο του θύματος όσο και του δράστη, του οποίου το όνομα αναφερόταν με τα αρχικά. Η είδηση περιλάμβανε επίσης λεπτομέρειες της οικογενειακής κατάστασης του ζεύγους, ειδικότερα ότι είχαν πολλά παιδιά. Ο παραπονούμενος έθεσε ενώπιον της Επιτροπής μια άλλη περίπτωση που αναφερόταν στο φόνο γυναίκας επίσης πριν από 30 περίπου χρόνια από τον γιό της. Στην είδηση αναφέρονταν τα αρχικά του δράστη, η ηλικία του, λεπτομέρειες των σπουδών του στο εξωτερικό και δημοσιεύθηκαν φωτογραφίας, μια χωρίς καμιά σκίαση. Αργότερα υπέδειξε και άλλο δημοσίευμα που αναφερόταν σε άτομο από ορεινό χωριό που διέπραξε φόνο, που περιείχε τέτοιες λεπτομέρειες ώστε να μπορεί οποιοσδήποτε, σχετικά εύκολα, να οδηγηθεί στο χωριό καταγωγής του και να αναγνωρίσει την ταυτότητά του, τους συγγενείς του και τους συγγενείς του θύματος. Η Ενωση Συντακτών έθεσε επίσης ενώπιον της Επιτροπής δημοσίευμα που αναφερόταν σε ένα έγκλημα που έγινε πριν από μερικά χρόνια, με δράστη ένα άνδρα και θύμα μια γυναίκα. Και οι δύο ήταν έγγαμοι και είχαν παιδιά, που σήμερα θα πρέπει να βρίσκονται σε σχετικά νεαρή ηλικία. Τέλος, η Επιτροπή συνεξέτασε παράπονο από γυναίκα ότι η ιστοσελίδα αναδημοσίευσε είδηση που αναφερόταν στο θάνατο νεαρού ύστερα από συμπλοκή στις Φοινικούδες Λάρνακας στη διάρκεια εορταστικής εκδήλωσης πριν από τέσσερις δεκαετίες. Η εφημερίδα δημοσίευσε φωτογραφίες τεσσάρων νεαρών που συνελήφθησαν και καταδικάστηκαν σε φυλάκιση μεταξύ τριών και τεσσάρων ετών για πρόκληση θανάτου με κτυπήματα Δημοσίευσε επίσης το όνομα μιας νέας αναφέροντας ότι επρόκειτο για τη φίλη ενός των νεαρών. Η παραπονούμενη, που είναι σύζυγος ενός των καταδικασθέντων, ανέφερε στο παράπονό της ότι οι νεαροί που ενεπλάκησαν τότε στη συμπλοκή δικάστηκαν και πλήρωσαν για την πράξη τους τότε και ότι τα παρόντα δημοσιεύματα είναι αναίτια, αφού δεν αφορούν καμιά εξέλιξη στο θέμα, και αναστατώνουν τη ζωή τόσο των ιδίων όσο και μελών των οικογενειών τους και ατόμων που καμιά σχέση δεν είχαν με το επεισόδιο. Επίσης ανέφερε δεν προέκυψε κανένα γεγονός που να κάνει το θέμα δημοσίου ενδιαφέροντος σήμερα και ότι το κοινό δεν έχει νόμιμο δικαίωμα να γνωρίζει για το γεγονός αυτό ύστερα από τέσσερις δεκαετίες. Κατόπιν πρόσκλησης της Επιτροπής προσήλθαν σε συνάντηση με υποεπιτροπή οι Νίκος Προκομμένος εκ μέρους της ιστοσελίδας και οι δημοσιογράφοι Ντίνα Κλεάνθους και Μύρια Οδυσσέως, που έθεσαν την υπογραφή τους κάτω από τα επίμαχα δημοσιεύματα προκειμένου να παραθέσουν τις απόψεις τους και να τους επεξηγηθούν οι θέσεις της Επιτροπής ως προς τα προβλήματα που δημιουργούνται από τέτοιες αναδημοσιεύσεις. Το συμπέρασμα της Επιτροπής ήταν ότι δεν υπήρξε από μέρους τους αντίληψη για το πρόβλημα που δημιουργείται με την αναδημοσίευση παλαιών ειδήσεων, με εξαίρεση τη Ντίνα Κλεάνθους, που ανέφερε ότι από τη συζήτηση αντιλήφθηκε τα προβλήματα που μπορούν να προκύψουν από την πρακτική αυτή. Η υποεπιτροπή με απογοήτευση διαπίστωσε ότι η επίσημη πλευρά επέμεινε στη θέση της ότι τέτοια δημοσιεύματα είναι ενδιαφέροντα και εφ’ όσον πρόκειται για υποθέσεις που είδαν το φως της δημοσιότητα στο παρελθόν η ιστοσελίδα είχε το δικαίωμα να τα αναδημοσιεύει χωρίς περιορισμό. Η Επιτροπή εξέφρασε θλίψη και απογοήτευση γιατί η ιστοσελίδα, λίγες ημέρες μετά τη συνάντηση δημοσίευσε το χειρότερο μέχρι τώρα ρεπορτάζ, από την άποψη ότι αναφερόταν σε έγκλημα που έγινε προ μερικών ετών, το οποίο είναι νωπό στη μνήμη των ανθρώπων και επηρεάζει τη ζωή ανθρώπων που τώρα προσπαθούν να φτιάξουν τη ζωή τους. Η Επιτροπή, αφού εξέτασε όλα τα ενώπιόν της στοιχεία αποφάσισε ότι η δημοσίευση παλαιών ειδήσεων με τον τρόπο τον οποίο η ιστοσελίδα αναδημοσιεύει πληροφορίες για εγκλήματα που έγιναν στο παρελθόν παραβιάζουν σειρά προνοιών του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας. Ειδικότερα, αποφάσισε ότι τα δημοσιεύματα παραβιάζουν τις πρόνοιες του άρθρου 3 του Κώδικα περί προστασίας της ιδιωτικής ζωής και των προσωπικών δεδομένων, τις πρόνοιες του άρθρου 5 που επιβάλλει στους δημοσιογράφους να είναι διακριτικοί κατά το χειρισμό υποθέσεων εγκλημάτων ώστε να μη προκαλούν πόνο ή να επιτείνουν τον ανθρώπινο πόνο σε άτομα που επηρεάζονται, καθώς και τις πρόνοιες του άρθρου 7 περί προστασίας των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, καθώς κατά κανόνα τα δημοσιεύματα αποτελούν αυτούσια μεταφορά στο σύνολο ή σε μέρος τους, ειδήσεων από παλαιές εφημερίδες, που δεν αναφέρονται καν ως πηγή, όπως επιτάσσει ο Κώδικας. Τέλος, η Επιτροπή αποφάσισε ότι η πρακτική αυτή συνιστά παραβίαση απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, με την οποία καθιέρωσε το «δικαίωμα στη λήθη» ως ανθρώπινο δικαίωμα και επικύρωσε τη σχετική οδηγία της Ευρωπαϊκής Ενωσης (Data Protection Directive (Directive 95/46/EC). Το δικαστήριο αποφάσισε ότι ούτε το δικαίωμα της ελευθερίας έκφρασης, ούτε το οικονομικό συμφέρον του εκδότη, αποτελούσαν επαρκή λόγο για δημοσίευση παλαιών ειδήσεων που επηρεάζουν την ιδιωτική ζωή και υπόληψη ανθρώπων του σήμερα. Σημειώνεται ότι η Ευρωπαϊκή οδηγία θεωρεί δεδομένο ότι δεν επιτρέπονται τέτοια δημοσιεύματα, αναστρέφοντας το βάρος της απόδειξης ώστε το ευθυνόμενο ΜΜΕ να έχει το βάρος της απόδειξης ότι δεν πρέπει να απαλειφθεί μια είδηση που αναφέρεται στο παρελθόν και όχι στον παραπονούμενο να αποδείξει ότι πρέπει να απαλειφθεί. Η Επιτροπή επισήμανε στην απόφασή της ότι το φαινόμενο της αναδρομής σε παλιά δημοσιεύματα που αναφέρονται σε ανθρώπους που ακόμα ζουν ή των οποίων μέλη των οικογενειών τους βρίσκονται ακόμη στη ζωή δεν διαφέρει από την πράξη της τυμβωρυχίας και την αναβίωση φαντασμάτων του παρελθόντος για οικονομικό και μόνο όφελος. Τέλος, η Επιτροπή, διαπιστώνοντας ότι η πρακτική της αναδημοσίευσης παλαιών ειδήσεων τείνει να διευρυνθεί αποκλειστικά και μόνο για την εξασφάλιση μεγαλύτερης επισκεψιμότητας (περισσότερα κλικ) καλεί τους δημοσιογράφους να αναλογισθούν την ευθύνη που έχουν για επίδειξη σεβασμού της ιδιωτικής ζωής και των προσωπικών δεδομένων και πάνω απ’ όλα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
32/2017
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
21/12/2017
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΟΧΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (32/10/11/2917) από τη βουλευτή Αννα Θεολόγου ότι δηλώσεις της που έκαμε στη Βουλή σχετικά με την ανεύρεση Αιγυπτιακού αγγείου που βρέθηκε από την Αστυνομία σε ανοικτό χώρο στη Λάρνακα δυνατό να ήταν προϊόν τυμβωρυχίας, δεν μεταδόθηκαν από το Κυπριακό Πρακτορείου Ειδήσεων, ενώ μεταδόθηκαν δηλώσεις άλλων βουλευτών για άλλα θέματα που έγιναν στον ίδιο χώρο και την ίδια ημέρα για θέματα που αφορούσαν θέματα τα οποία συζήτησαν επιτροπές της Βουλής. Στις δηλώσεις της ανέφερε ότι το υπό αναφορά αγγείο εντοπίστηκε ύστερα από παράνομη ανασκαφή στην περιοχή Χασάν Αγά στα Κούκλια της Πάφου. Το Κυπριακό Πρακτορείο Ειδήσεων απάντησε στο παράπονο αναφέροντας ότι εδώ και πολλά χρόνια ακολουθεί συγκεκριμένη πολιτική όσον αφορά δηλώσεις βουλευτών που γίνονται στη Βουλή. Με βάση την πρακτική αυτή μεταδίδει δηλώσεις που αφορούν σε τοποθετήσεις για σημαντικά θέματα που γίνονται εντός των επιτροπών ή εκτός των επιτροπών αλλά αφορούν σε υπό συζήτηση θέματα. Δηλώσεις για άλλα θέματα δεν καλύπτονται. Όμως, το ΚΥΠΕ ανέφερε πως αν βουλευτές προβαίνουν σε δηλώσεις για άλλα τρέχοντα θέματα, μπορούν να τις αποστείλουν ηλεκτρονικά στο πρακτορείο, που τις μεταδίδει αυτούσιες στους συνδρομητές του. Ως προς το παράπονο, ανέφερε ότι δεν υπάρχει θέμα διάκρισης σε βάρος οποιουδήποτε βουλευτή ή κόμματος. Η Επιτροπή αποφάσισε ότι υπό το φως του γεγονότος ότι οι δηλώσεις των άλλων βουλευτών αναφέροντας σε θέματα που απασχόλησαν επιτροπές της βουλής ενώ η δήλωση της παραπονούμενης αναφερόταν σε άλλο θέμα, καθώς και των εξηγήσεων που έδωσε το Κυπριακό Πρακτορείου Ειδήσεων σχετικά με την καθιερωμένη πολιτική του για τη μετάδοση δηλώσεων που γίνονται στη Βουλή δεν υπήρξε δυσμενής διάκριση σε βάρος της Αννας. Θεολόγου.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
28/2017
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
16/11/2017
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (28/10/10/2017) από την ΚΙΣΑ εναντίον της ιστοσελίδας TOTHEMAONLINE για δημοσίευση είδησης στις 21 Σεπτεμβρίου, 2017, με κατ’ ισχυρισμό ρατσιστικό περιεχόμενο και για αποκάλυψη προσωπικών δεδομένων αιτητή πολιτικού ασύλου. Η είδηση, κάτω από την υπογραφή του Φάνη Μακρίδη και με τον τίτλο «ΛΕΜΕΣΟΣ: Μουσουλμάνος πολιτικός πρόσφυγας πήρε 2.174 ευρώ σε ένα μήνα-Κύπρια μονογονιός με τρία παιδιά λαμβάνει 500- ΕΓΓΡΑΦΟ», ανέφερε ότι διαζευγμένη γυναίκα με τρία παιδιά, με ανάρτησή της στο Facebook, έθεσε θέμα ανισοτήτων και αδικίας επειδή μέχρι προ τινός ελάμβανε επίδομα 800 ευρώ το οποίο μειώθηκε στα 500 ευρώ επειδή η κόρη της έκλεισε τα 18, χωρίς να ληφθεί υπόψη ότι ετοιμάζεται να πάει φοιτήτρια. Η είδηση αναπαρήγαγε σε φωτοτυπία έγγραφο του Τμήματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων, που ανάρτησε η γυναίκα, στο οποίο αναγραφόταν το όνομα του λήπτη του χορηγήματος, καθώς και λεπτομέρειες της οικογενειακής του κατάστασης. Κάτω από την είδηση δημοσιεύθηκαν περίπου 150 σχόλια από επισκέπτες, πολλά από τα οποία ήταν επικριτικά για την παραχώρηση του επιδόματος, περιείχαν ύβρεις και άλλα ήταν σαφώς ρατσιστικού περιεχομένου, αφού επέκριναν το γεγονός ότι δίδονται μεγαλύτερα επιδόματα σε μη Κύπριους ή απλώς έβριζαν τους ξένους ή τάσσονταν εναντίον της παρουσίας τους στην Κύπρο με προσβλητικούς και μειωτικούς χαρακτηρισμούς. Τα σχόλια, σε πολλά από τα οποία αναφερόταν το όνομα του λήπτη και το έγγραφο, έμειναν αναρτημένα αλλά αφαιρέθηκαν σχόλια από τον Δώρο Πολυκάρπου, διευθυντή της ΚΙΣΑ που υπέβαλε το παράπονο. Η Αντριάνα Κόσσυβα, Σύμβουλος του Κέντρου Μεταναστών και Προσφύγων ΚΙΣΑ, ανέφερε ότι το δημοσίευμα αναπαρήγαγε και υιοθέτησε ρατσιστικές και ξενοφοβικές αναφορές της γυναίκας, όπως «ξεζουμίζει τέτοια λεφτά από το κράτος», «βάρος του κράτους και των υπόλοιπων συμπολιτών που μπορεί να έχουν περισσότερη ανάγκη», «Είστε το κράτος που καλλιεργεί το ρατσισμό. Και ΝΑΙ! Από απόψε δηλώνω επίσημα ότι είμαι ρατσίστρια…» Εξ άλλου, ανέφερε ότι το άρθρο καλλιεργούσε περαιτέρω το ρατσισμό με αναφορά, όχι μόνο στον τίτλο αλλά και στο κείμενο, στην εκλαμβανόμενη θρησκεία του λήπτη του χορηγήματος, αντιπαραβάλλοντας το ποσό που δόθηκε σε «μουσουλμάνο πολιτικό πρόσφυγα» με εκείνο της Κύπριας «γυναίκας μονογονιού με τρία παιδιά...» Το παράπονο ανέφερε τέλος ότι το άρθρο της ιστοσελίδας αναπαράχθηκε από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με ρατσιστικά σχόλια και αναπαραγωγή της φωτοτυπίας με τα προσωπικά δεδομένα του λήπτη του χορηγήματος. Ο συντάκτης της είδησης, παραθέτοντας τις θέσεις του για το δημοσίευμα, υποστήριξε ότι το θέμα αναδείχθηκε «με εμφανή προσπάθεια να καταπολεμήσουμε τις προκαταλήψεις και τα στερεότυπα που υπάρχουν στην Κυπριακή κοινωνία» και έκαμε αναφορά σε άλλες δύο ειδήσεις τις επόμενες ημέρες με τις εξηγήσεις που έδωσε αρμόδιος του Υπουργείου Εργασίας για το επίδομα. Υποστήριξε επίσης ότι ο όρος «μουσουλμάνος πολιτικός πρόσφυγας» δεν είναι ρατσιστικός και ότι χρησιμοποιήθηκε μόνο για προσδιορισμό του ατόμου που πήρε το επίδομα. Ανέφερε ότι από το φωτοτυπημένο έγγραφο απαλείφθηκε το όνομα του ατόμου που έλαβε το επίδομα και υποστήριξε πως το θέμα αναδείχθηκε ως «κοινωνική αδικία» και χωρίς ρατσιστική διάθεση. Εξ άλλου, επικαλέστηκε το γεγονός ότι μετά την τρομοκρατική επίθεση στη Βαρκελώνη η ιστοσελίδα δημοσίευσε την είδηση για μουσουλμάνο που αγκάλιαζε κόσμο στους δρόμους, κάτω από τον τίτλο: «Είμαι μουσουλμάνος, δεν είμαι τρομοκράτης…», καθώς και άλλες ειδήσεις με σκοπό να καταδείξει ότι η ιστοσελίδα δεν ακολουθεί ρατσιστική πολιτική. Η Επιτροπή, κατόπιν επισταμένης μελέτης του όλου περιεχομένου της είδησης και των εκατέρωθεν θέσεων, αποφάσισε ότι η χρήση του θρησκεύματος του λήπτη του βοηθήματος ήταν αφ’ εαυτής ρατσιστική, δεδομένου ότι η θρησκεία δεν σχετίζεται με κανένα απολύτως τρόπο με τη λήψη του βοηθήματος ή του ύψους του βοηθήματος. Επανειλημμένα η Επιτροπή τόνισε σε αποφάσεις της ότι η χρησιμοποίηση όρων που αναφέρονται στη φυλή, το χρώμα, τη γλώσσα, τη θρησκεία, τις πολιτικές ή άλλες πεποιθήσεις, την εθνική ή κοινωνική προέλευση, την περιουσία, την καταγωγή, την ηλικία, το φύλο και το προσωπικό καθεστώς, περιλαμβανομένης της φυσικής ή διανοητικής ασθένειας ή αναπηρίας πρέπει να θεωρείται ότι έχει ρατσιστικό χαρακτήρα ή υποδηλώνει προκατάληψη όταν δεν έχει άμεση σχέση με το γεγονός σε συνάρτηση με το οποίο γίνεται η αναφορά. Στην προκειμένη περίπτωση, η παροχή βοηθήματος και το ύψος του στο κατονομασθέν άτομο δεν οφειλόταν στη θρησκεία του ή στο πολιτικό του καθεστώς αλλά στο γεγονός ότι ήταν δικαιούχος δημοσίου βοηθήματος με βάση το νόμο, γεγονός που δεν αναφέρθηκε στο επίμαχο άρθρο. Η χρήση του θρησκεύματος του λήπτη του βοηθήματος σε αντιδιαστολή με την οικογενειακή κατάστασης της γυναίκας που παραπονείτο για το δικό της επίδομα καθιστούσε το δημοσίευμα ιδιαίτερα ρατσιστικό και ξενοφοβικό. Λαμβάνοντας υπόψη και το γεγονός ότι η είδηση αναπαρήγαγε και υιοθέτησε τις προαναφερθείσες αναφορές της γυναίκας που έκαμε το παράπονο ότι ο λήπτης «καταφέρνει να ξεζουμίζει τέτοια λεφτά από το κράτος» και τη δήλωσή της ότι είναι ρατίστρια, η Επιτροπή αποφάσισε ότι η είδηση υποδαύλιζε το φυλετικό και θρησκευτικό ρατσισμό και το μίσος, τη μισαλλοδοξία και την αποστροφή προς τους ξένους. Απτή απόδειξη του γεγονότος ήταν η πληθώρα των σχολείων μίσους, προκατάληψης και ξενοφοβίας, που παραμένουν ακόμα αναρτημένα κάτω από την είδηση. Με βάση απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, (υπόθεση DELFI Vs ESTONIA) oi ιστοσελίδα είναι υπεύθυνες για τα σχόλια που αναρτούν επισκέπτες της και οφείλουν να τα αφαιρούν, πράγμα που δεν έγινε στην προκειμένη περίπτωση. Ο των δύο δημοσιευμάτων που ακολούθησαν το επίμαχο δημοσίευμα, στα οποία ο αρμόδιος λειτουργός έδωσε εξηγήσεις για το επίδομα και το ύψος του δεν μεταβάλλει το γεγονός πως το αρχικό δημοσίευμα ήταν ρατσιστικό. Οι εξηγήσεις θα έπρεπε να είχαν ζητηθεί και δημοσιευθεί ταυτόχρονα με τις αναφορές στο αρχικό δημοσίευμα. Η Επιτροπή αποφάσισε περαιτέρω ότι η είδηση αποκάλυψε προσωπικά δεδομένα του λήπτη, όπως το όνομά του και η οικογενειακή του κατάσταση. Η αφαίρεση του ονόματος δεν μεταβάλλει την κατάσταση, εφ’ όσον είχε ήδη δημοσιευθεί το όνομά του και δεδομένου ότι το έγγραφο αναπαράχθηκε και παραμένει αναρτημένο σε σχόλια επισκεπτών και σε σελίδες κοινωνικής δικτύωσης που το πήραν από το δημοσίευμα.
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
23/2017
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
19/10/2017
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (23/28/8/2017) από το Σύνδεσμο Αγωνιστών εναντίον της εφημερίδας «Χαραυγή» για άρνηση δημοσίευσης επιστολής-απάντησης σε άρθρο της εφημερίδας που αναφερόταν σε πτυχές της περιόδου της ΕΟΚΑ 1955-1959. Ειδικότερα, οι παραπονούμενοι ανέφεραν ότι η εφημερίδα συστηματικά αρνείται να δημοσιεύσει απαντήσεις του συνδέσμου σε δημοσιεύματα που αφορούν είτε τους Συνδέσμους Αγωνιστών είτε τον αγώνα της ΕΟΚΑ, «τα οποία είναι συνήθως υβριστικά και…στοχεύουν να μειώσουν τον αγώνα αυτό του λαού μας». Το παράπονο αναφέρεται σε συγκεκριμένη άρνηση της εφημερίδας να δημοσιεύσει επιστολή των Συνδέσμων Αγωνιστών ΕΟΚΑ 1955-1959 σε σχέση με δημοσίευμα της εφημερίδας στις 11 Αυγούστου, 2017. Το δημοσίευμα αναφερόταν σε «λεγόμενους εθνικά σκεπτόμενους που θεωρούν πως αληθινό είναι ό,τι δικαιώνει την πατρίδα και το έθνος» και πρόσθετε: «Δεν δέχονται ότι εκπρόσωποι του δικού μας κράτους διέπραξαν λάθη, ακόμα και εγκλήματα, και στην καλύτερη των περιπτώσεων προσπαθούν να δικαιολογήσουν τα λάθη και τα εγκλήματα. Με τη μεγαλύτερη όμως ευκολία φορτώνουν λάθη και εγκλήματα σε άλλους λαούς και άλλα έθνη ή σε άλλες, αντίθετες πολιτικά ομάδες. Έχοντας μια εξιδανικευμένη αντίληψη περί του τι εστί πατριωτισμός, αρνούνται γεγονότα. Γεγονότα τα οποία είναι καταγεγραμμένα και υπαρκτά. Για παράδειγμα αρνούνται ότι οργανωμένοι Ε/κύπριοι διέπραξαν εγκλήματα εναντίον Ε/κυπρίων π.χ. την περίοδο της ΕΟΚΑ ή δικαιολογούν τα εγκλήματα με το δικαιολογητικό της προδοσίας». Ανέφερε ακόμη ότι «αρνούνται τα εγκλήματα της ΕΟΚΑ Β΄» και «πολύ δε περισσότερο αρνούνται τα εγκλήματα εναντίον Τ/κυπρίων» ενώ «όταν πρόκειται για εγκλήματα ομάδων Τ/κυπρίων τα φορτώνουν γενικά στους Τ/κύπριους αλλά όταν πρόκειται για εγκλήματα Ε/κυπρίων εναντίον Τ/κυπρίων αποφαίνονται ότι είναι προσωπικές ενέργειες». Περαιτέρω ανέφερε ότι «κάτι ανάλογο συνέβη και προχθές με την ανακοίνωση του ελληνικού ΥΠΕΞ το οποίο κατηγορούσε την Τουρκία για τους βομβαρδισμούς της Τηλλυρίας το 1964» και στην οποία «προβαλλόταν και ο ισχυρισμός ότι οι Τούρκοι χτύπησαν και με χημικά όπλα, πέρα από τις βόμβες ναπάλμ. Όταν επισημάνθηκε πως πρώτη φορά γίνεται αναφορά σε χημικά όπλα, κάποιοι θεώρησαν την επισήμανση ως δικαιολόγηση της Τουρκίας!!!» Ο Αρχισυντάκτης της «Χαραυγής» Νεόφυτος Νεοφύτου απάντησε ότι το δικαίωμα της απάντησης γίνεται πάντα σεβαστό από την εφημερίδα, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση το άρθρο δεν αναφέρθηκε στους Συνδέσμους Αγωνιστών ή στην ΕΟΚΑ, αλλά «στην περίοδο της ΕΟΚΑ». Πρόσθεσε πως «η αναφορά σε εγκλήματα που έγιναν την περίοδο εκείνη δεν μπορεί να θεωρείται «διαστρέβλωση της ιστορικής αλήθειας», δεδομένου ότι «η πολιτεία, με απόφαση Υπουργικού Συμβουλίου στις 12 Δεκεμβρίου 2012, αποκατέστησε «τη μνήμη όλων των προσώπων που δολοφονήθηκαν άδικα κατά την περίοδο του 1956-1958». Επίσης ανέφερε πως σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό ότι τέτοιες αναφορές συνιστούν «υβριστικά δημοσιεύματα» που «στοχεύουν να μειώσουν τον αγώνα αυτό του λαού μας» και πως «ο σεβασμός μας απέναντι σε όσους αγωνίστηκαν για την απαλλαγή του τόπου από την αποικιοκρατία είναι καταγραμμένος σε σειρά δημοσιευμάτων μας» Τέλος ανέφερε ότι η απαντητική επιστολή συνιστούσε λιβελλογράφημα τόσο εναντίον του ΑΚΕΛ όσο και εναντίον του αρθρογράφου. Η Επιτροπή αποφάσισε ότι, ως θέμα αρχής, τα ΜΜΕ έχουν την υποχρέωση να δημοσιεύουν απαντήσεις σε ειδήσεις ή σχόλια, με βάση την πρόνοια περί παροχής του δικαιώματος απάντησης του άρθρου 2 του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας. Παράλληλα, με βάση την ίδια πρόνοια, έχουν το δικαίωμα να συντομεύουν επιστολές και να απαλείφουν από αυτές οποιοδήποτε επιβλαβές, υβριστικό ή ακατάλληλο περιεχόμενο. Σε σχέση με τη θέση ότι το άρθρο «πουθενά δεν αναφέρεται στους Συνδέσμους Αγωνιστών ή στην ΕΟΚΑ, αλλά στην περίοδο της ΕΟΚΑ», η Επιτροπή αποφάσισε πως υπάρχει έμμεση μεν αλλά σαφής αναφορά τόσο στους παραπονούμενους, όσο και στην ΕΟΚΑ. Και αυτό γιατί είναι κοινός τόπος ότι η «περίοδος της ΕΟΚΑ» έχει περιεχόμενο και πρωταγωνιστές, που είναι οι αγωνιστές που διεξήγαγαν τον αγώνα της περιόδου της ΕΟΚΑ και που είναι οι «οργανωμένοι Ε/κύπριοι» για τους οποίους διατυπώνεται η θέση ότι «διέπραξαν εγκλήματα εναντίον Ε/κυπρίων». Η Επιτροπή τονίζει εμφαντικά ότι δεν κρίνει το περιεχόμενο του άρθρου, το οποίο αποτελεί έκφραση άποψης, ούτε εκφέρει άποψη είτε επί του περιεχομένου είτε της απάντησης σε αυτό, αλλά εξετάζει το παράπονο μόνο από την έποψη της υποχρέωσης των ΜΜΕ να δημοσιεύουν την άλλη άποψη επί θεμάτων που δημοσιεύουν. Κατά συνέπεια η Επιτροπή θεωρεί ότι η εφημερίδα παρέλειψε να δημοσιεύσει απάντηση σε δημοσίευμά της επί θέματος που είναι άμεσου ενδιαφέροντος για τους παραπονούμενους, κατά παράβαση της πρόνοιας του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας ότι: “Τα Μ.Μ.Ε. παρέχουν στους επηρεαζόμενους, στην κατάλληλη περίπτωση και ιδιαιτέρως όταν έχουν υποστεί επίθεση, την ευκαιρία να απαντήσουν, και εν πάσει περιπτώσει μέσα σε χρονικό διάστημα που δεν θα απέχει χρονικά από το δημοσίευμα ή τη μετάδοση τόσο, ώστε το δικαίωμα απάντησης να καθίσταται άνευ αντικειμένου. Τα ΜΜΕ έχουν το δικαίωμα να συντομεύουν μακροσκελείς επιστολές, νοουμένου ότι δεν θα επηρεάζεται ουσιωδώς το περιεχόμενο της απάντησης και να αρνούνται τη δημοσίευση επιστολών που είναι ενδεχόμενο να έχουν νομικές συνέπειες για τα ίδια ή τρίτα πρόσωπα”. Η Επιτροπή σημειώνει ότι η εφημερίδα είχε δικαίωμα να απαλείψει αναφορές που θεωρεί υβριστικές ή που ενδεχομένως να θίγουν τρίτους ή να δημιουργούν νομικά προβλήματα.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
22/2017
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
19/10/2017
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (22/26/8/2017) από τη Γεωργούλα Βάσου εναντίον του περιοδικού downtown, που διανέμεται δωρεάν κάθε Κυριακή με το Φιλελεύθερο, για δημοσίευση φωτογραφίας άνδρα που περιγράφεται ως γνωστό μοντέλο, ο οποίος προβαίνει σε χειρονομία με τα μεσαία δάκτυλα των δύο χεριών σηκωμένα, η οποία, κατά την κρατούσα αντίληψη, είναι άσεμνη ή απρεπής, ως υποδηλούσα στη γενική αντίληψη την πράξη της συνουσίας. Ειδικότερα, η παραποιούμενη κοινοποίησε επιστολή που απηύθυνε στο περιοδικό, χωρίς ανταπόκριση, προκειμένου να παραπονεθεί για τη δημοσίευση της επίμαχης φωτογραφίας. Ανέφερε επίσης ότι τηλεφώνησε δύο φορές αλλά «δεν κατάφεραν να με ενώσουν με αρμόδιο άτομο». Όπως ανέφερε, η φωτογραφία την ενόχλησε αφάνταστα, γιατί «δείχνει δυστυχώς ποια πρότυπα προωθούμε στη νεολαία μας» γεγονός, που όπως ανέφερε, «συνιστά ντροπή». Ως προς το δημοσίευμα, ανέφερε στην επιστολή της ότι στη σελίδα 32 του Downtown «προβάλατε μία συνέντευξη με κάποιον ....Steve.. Η φωτογραφία στη σελίδα 32 τι ακριβώς θέλει να μας πει ο ....κύριος; Ή καλύτερα εσείς που την επιλέξατε; Αναμένω μίαν απάντηση για να εξηγήσω στον 8χρονο γιο μου που την είδε και μας ρωτά από το πρωί γιατί εμείς του είπαμε στο παρελθόν ότι αυτή η χειρονομία είναι κακή; Το ελάχιστο που έχετε να κάνετε είναι να απολογηθείτε στο κοινό που σας εμπιστεύεται και αγοράζει την εφημερίδα σας ζητώντας δημόσια συγγνώμη για τη φωτογραφία. Και αν το συγκεκριμένο μοντέλο θέλει να γ...... τον κόσμο που διαβάζει το downtown να μας το πείτε». Το περιοδικό απάντησε ότι δεν εντοπίζει στη φωτογραφία «αισχρότητα, χυδαιότητα ή άλλως πως». Πάντως ανέφερε ότι «η συγκεκριμένη φωτογραφία εκ παραδρομής διέφυγε της προσοχής της ομάδας σύνταξης» και αποτελούσε μέρος συνέντευξης συνοδευόμενης από μια σειρά φωτογραφιών. Επίσης ανέφερε ότι δόθηκαν οδηγίες στην ομάδα της σύνταξης να είναι πιο προσεκτικοί και διακριτικοί στο μέλλον, «γιατί πρόθεση δεν είναι σίγουρα να αποφεύγονται σχόλια/δημοσιεύματα τα οποία ενδεχομένως να ενοχλούν. Επίσης ανέφερε ότι ο περιοδικό δεν προορίζεται για ανήλικους. Η Επιτροπή δεν αποδέχθηκε τη θέση ότι δεν υπάρχει χυδαιότητα ή αισχρότητα στη συγκεκριμένη φωτογραφία. Αν και αποδέχεται ότι η άποψη για το τι είναι χυδαίο ή αισχρό είναι προσωπική, ταυτόχρονα θεωρεί πως στην αντίληψη των πλείστων το υψωμένο μεσαίο δάκτυλο, και μάλιστα και των δύο χεριών, έχει αισχρό ή χυδαίο περιεχόμενο, δεδομένου ότι το μήνυμα της χειρονομίας αυτής παραπέμπει σε συγκεκριμένη σεξουαλική πράξη. Η Επιτροπή θεώρησε ως θετικό στοιχείο το γεγονός ότι η δημοσίευση έγινε «εκ παραδρομής» και ότι δόθηκαν οδηγίες στην ομάδα σύνταξης να επιδεικνύει μεγαλύτερη μέριμνα στο μέλλον ώστε να αποφεύγονται δημοσιεύματα που ενοχλούν. Η Επιτροπή αποφάσισε ότι, δεδομένης της δήλωσης ότι «το περιοδικό απευθύνεται σε ενήλικες» πρέπει να ληφθεί μέριμνα ώστε, με επαρκή σήμανση ή άλλως πως, περιοδικά που απευθύνονται σε ενήλικο κοινό, να μην είναι δυνατό να περιέλθουν τυχαία στην κατοχή ανηλίκων. Η Επιτροπή αποφάσισε να υποδείξει στο περιοδικό ότι η παράλειψη λήψης τέτοιων μέτρων ήταν αντίθετη προς τις πρόνοιες του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, που αφ’ ενός επιβάλλουν στα ΜΜΕ να μεριμνούν για την προστασία των παιδιών και το συμφέρον τους και αφ’ ετέρου της πρόνοιας που απαγορεύει τη δημοσίευση φωτογραφιών που έχουν απρεπές ή άσεμνο περιεχόμενο ή είναι επιβλαβείς για τα παιδιά.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
15/2017
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
21/09/2017
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας επιλήφθηκε παραπόνου (15/10/5/2017) από τον Γεώργιο Πυργούδη, από την Πάφο, ότι οι εφημερίδες της πόλης αρνούνται συστηματικά να φιλοξενήσουν επιστολές του στις οποίες επισημαίνει προβλήματα που αφορούν στην εικόνα της πόλης. Ο παραπονούμενος ανέφερε ότι ενώ οι τέσσερις εφημερίδες της Πάφου –έντυπες ή ηλεκτρονικές- δεν δημοσίευσαν επιστολή του με την οποία κατάγγελλε την ύπαρξη προβλημάτων σχετικά με πεζοδρόμια και την καθαριότητα σε διάφορους δημόσιους χώρους, όπως τουαλέτες και δημόσια πάρκα, τη δημοσίευσε ο «Φιλελεύθερος». Επίσης ανέφερε ότι με βάση την επιστολή του αυτή το Υπουργείο Εσωτερικών ενήργησε με συστάσεις προς το Δήμο για λήψη μέτρων. Το παράπονο ανέφερε ότι οι τοπικές εφημερίδες «Επιλογές της Πάφου», «Η Φωνή της Πάφου», «Ο Αδέσμευτος της Πάφου» και «Ο Ταχυδρόμος της Πάφου»- αρνήθηκαν να δημοσιεύσουν τόσο τη συγκεκριμένη επιστολή όσο και άλλες επιστολές, που συνοδεύονταν από φωτογραφίες διαφόρων χώρων που παρουσίαζαν τα αναφερόμενα προβλήματα. Συμπληρωματικά, ο παραπονούμενος ανέφερε ότι μόνο «Οι Επιλογές της Πάφου», δημοσίευσαν επιστολή του στις 7 Μαΐου, 2016, με φωτογραφίες που επισύναψε, για την άσχημη κατάσταση σε δημόσια αποχωρητήρια και σε πάρκο της Πάφου. Η Φωνή της Πάφου, ανταποκρινόμενη σε παράκληση της Επιτροπής να παραθέσει τις απόψεις της, ανέφερε ότι οι ισχυρισμοί του κ. Πυργούδη είναι ανυπόστατοι δεδομένου ότι η εφημερίδα πολλάκις δημοσίευσε φωτογραφίες και σχόλια που αποστέλλει σχεδόν καθημερινά. Επίσης ανέφερε ότι η εφημερίδα έχει δικαίωμα να αποφασίζει πότε και σε ποια έκταση θα δημοσιεύει κείμενα που αποστέλλουν αναγνώστες, ανάλογα με το χώρο που διαθέτει και αφού κρίνει ποια από όσα αναφέρονται ευσταθούν ή όχι. Εξ άλλου, ανέφερε ότι ο παραπονούμενος «έχει ανοίξει μέτωπο με το δήμο Πάφου για καθαρά προσωπικούς λόγους που σχετίζονται με την απόλυσή του από το Δήμο». Ο «Αδέσμευτος Πάφου» ανέφερε ότι ο παραπονούμενος εδώ και μερικά χρόνια έχει αναλάβει εργολαβικά να καταγγέλλει τον Δήμο Πάφου «για κάθε πέτρα που κινείται από τη θέση της» μετά την απόλυσή του για πλημμελή άσκηση καθηκόντων. Περαιτέρω ανέφερε ότι η εφημερίδα πολλές φορές έχει δημοσιεύσει και αναδείξει θέματα για τα οποία είτε είχαν προηγηθεί είτε είχαν ακολουθήσει καταγγελίες του παραπονούμενου και ότι από μέρους της σύνταξης δεν υπάρχει καμία απολύτως πρόθεση να αγνοηθεί ο κ. Πυργούδης, ανεξάρτητά από τα κίνητρά του. Εξ άλλου, η εφημερίδα ανέφερε ότι προσπάθησε να του εξηγήσεις πολλές φορές ότι θα πρέπει να προβαίνει σε καταγγελίες για πιο σοβαρά θέματα και όχι με το παραμικρό, όπως για παράδειγμα: για ένα σπασμένο σκυβαλοδοχείο ή για ένα χαλασμένο καζανάκι, αλλά ο ίδιος εξακολουθεί να τη βομβαρδίζει με καταγγελίες που ο ίδιος πιστεύει ότι είναι άξιες αναφοράς. Η εφημερίδα «Επιλογές της Πάφου» ανέφερε στην Επιτροπή ότι τα κείμενα και οι φωτογραφίες του κ.Πυργούδη έχουν δημοσιευθεί σε πάρα πολλές εκδόσεις της εφημερίδας στη σελίδα το βήμα του πολίτη και ότι σε κάποιες περιπτώσεις ο Δήμος Πάφου ανταποκρίθηκε στα δημοσιεύματα. Περαιτέρω ανέφερε πώς όταν τα δημοσιεύματα και οι φωτογραφίες άρχισαν να ανακυκλώνονται ήταν αδύνατον να χρησιμοποιείται ο χώρος της εφημερίδας για τα ίδια θέματα. Εξ άλλου, ανέφερε ότι κάθε εφημερίδα και ο/η Αρχισυντάκτης της είναι σε θέση να γνωρίζουν πώς να διαθέσουν το χώρο της εφημερίδας χωρίς καμιά παρέμβαση ή υπόδειξη από τον οποιοδήποτε. Η εφημερίδα ανέφερε περαιτέρω ότι σε πολλές περιπτώσεις συμπαραστάθηκε στον κ. Πυργούδη και υποστήριξε τις απόψεις του, «αλλά πρέπει να αντιληφθεί ότι τα προβλήματα της καθαριότητας του Δήμου δεν είναι τα μόνα που ταλανίζουν την Πάφο και ότι μια τοπική εφημερίδα έχει αμέτρητα θέματα με τα οποία ασχολείται μέσα από τις λιγοστές σελίδες της» και ότι πρέπει να ικανοποιούνται και άλλοι πολίτες της Πάφου που γράφουν επιστολές με παράπονα. Η Επιτροπή δεν πήρε απάντηση από τον «Ταχυδρόμο» στο αίτημά της να παραθέσει τις απόψεις της. Η Επιτροπή δεν ασχολήθηκε με το γενικό παράπονο ότι οι εφημερίδες της Πάφου αρνούνται να δημοσιεύσουν επιστολές του, δεδομένου ότι εξετάζει μόνο συγκεκριμένα παράπονα στα οποία παρατίθενται συγκεκριμένα γεγονότα. Η Επιτροπή εξέτασε το παράπονο υπό το πρίσμα της βασικής αρχής του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας ότι τα ΜΜΕ και οι δημοσιογράφοι έχουν υποχρέωση να ενεργούν χωρίς προκατάληψη και να προάγουν τον πλουραλισμό και τα ανθρώπινα δικαιώματα -μεταξύ των οποίων είναι και το δικαίωμα της ελευθερίας έκφρασης- καθώς και των προνοιών του άρθρου 11 που επιβάλλει να αποφεύγουν «οποιαδήποτε απ’ ευθείας ή άλλη αναφορά ή ενέργεια εναντίον προσώπου η οποία περιέχει στοιχεία προκατάληψης με βάση τη φυλή, το χρώμα, τη γλώσσα, τη θρησκεία, τις πολιτικές ή άλλες πεποιθήσεις, την εθνική ή κοινωνική προέλευση, την περιουσία, την καταγωγή, την ηλικία, το φύλο και το προσωπικό καθεστώς, περιλαμβανομένης της φυσικής ή διανοητικής ασθένειας ή αναπηρίας». Η Επιτροπή έλαβε επίσης υπόψη την καθιερωμένη από την πολύχρονη πρακτική αρχή πως οι εφημερίδες λόγω χώρου δεν είναι δυνατό να δημοσιεύουν όλα τα κείμενα που λαμβάνουν και ότι είναι υποχρεωμένες να επιλέγουν ανάμεσα σε εκατοντάδες ή κάποτε και χιλιάδες επιστολές εκείνες που θεωρούν κατά την κρίση τους πιο σημαντικές ή ενδιαφέρουσες. Με βάση τα ανωτέρω, η Επιτροπή αποφάσισε ότι κάθε εφημερίδα έχει το δικαίωμα να επιλέγει τις επιστολές και τα κείμενα που θα δημοσιεύει, δεδομένου ότι πρακτικά δεν είναι δυνατό να φιλοξενήσει όλο τον όγκο των κειμένων που λαμβάνει από τους αναγνώστες της, με κριτήριο το ενδιαφέρον που παρουσιάζουν τα θιγόμενα θέματα και την έκταση στην οποία ενδιαφέρουν ή επηρεάζουν το ευρύτερο κοινό. Ωστόσο, η Επιτροπή τόνισε πως αυτό θα πρέπει να γίνεται στη βάση της ίσης μεταχείρισης, σύμφωνα με την προαναφερθείσα πρόνοια του Κώδικα περί αποφυγής δυσμενών ή προκατάληψης για τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 11 του Κώδικα. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή αποφάσισε ότι η μη δημοσίευση επιστολών από δύο εφημερίδες, τη Φωνή της Πάφου και τον Αδέσμευτο της Πάφου για λόγους που αναφέρονται στην προσωπικότητα του παραπονούμενου ή σε άλλους λόγους που δεν έχουν σχέση με το περιεχόμενο της επιστολής του, όπως είναι η φερόμενη διαμάχη του με το Δήμο Πάφου, στην οποία αναφέρθηκαν οι δύο εφημερίδες, πάσχει λόγω προκατάληψης. Στην προκειμένη περίπτωση ο επιστολογράφος είχε θίξει ένα σοβαρό θέμα, που δημοσιεύθηκε σε εφημερίδα παγκύπριας κυκλοφορίας, και προκάλεσε την παρέμβαση του Υπουργείου Εσωτερικών. Αυτό θα έπρεπε να είναι το κριτήριο και όχι η φερόμενη διαμάχη ή το γεγονός ότι ο παραπονούμενος «βομβαρδίζει» τις εφημερίδες με κείμενά του. Παράλληλα η Επιτροπή θεώρησε αναγκαίο να υποδείξει ότι οι συστηματικοί επιστολογράφοι που γράφουν περί παντός επιστητού και για μικροπράγματα δυσκολεύουν το έργο των δημοσιογράφων. Στην περίπτωση του «Ταχυδρόμου της Πάφου» η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να δεχθεί τη θέση του παραπονούμενου ότι η εφημερίδα αρνήθηκε να δημοσιεύσει την επιστολή του . Αποφάσισε επίσης ότι με την άρνησή της να παραθέσει τις απόψεις της, παραβίασε επίσης τη γενική πρόνοια του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, που επιβάλλει στα ΜΜΕ και στους δημοσιογράφους την υποχρέωση να συνεργάζονται με την Επιτροπή στη διερεύνηση παραπόνων.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
18/2017
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
21/09/2017
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας επιλήφθηκε παραπόνου (18/12/6/2017) από το αθλητικό σωματείο Ομόνοια για αντιδεοντολογική και παραπλανητική ενημέρωση στην εκπομπή του ΡΙΚ «Γκόλ και Θέαμα» της 15ης Μαΐου, 2017.. Ο πρόεδρος της Ομόνοιας Αντώνης Τζιωνής, ενεργώντας εκ μέρους του Δ.Σ. του σωματείου, ανέφερε στο παράπονό του ότι κατά την παρουσίαση των επίμαχων φάσεων με το Βάσο Κωνσταντίνου, έγινε «συνειδητή προσπάθεια παραπλάνησης των τηλεθεατών» από τον παρουσιαστή Ανδρέα Πογιατζή. Ειδικότερα, ανέφερε ότι σε μια φάση του αγώνα, ύστερα από την οποία ο ποδοσφαιριστής Mat Derbyshire σημείωσε από κανονική θέση τέρμα, καλυπτόμενος από τους αντιπάλους αμυντικούς, το οποίο ακύρωσε ο διαιτητής ως σημειωθέν από θέση off side, ενώ η Primetel που μετέδιδε τον αγώνα έδειχνε με άσπρη γραμμή που τοποθετείται αυτόματα τη θέση των ποδοσφαιριστών, «το ΡΙΚ τράβηξε δική του γραμμή, άγνωστο με πιο τρόπο και με ποια τεχνολογία, που έδειχνε ακριβώς το αντίθετο». Σύμφωνα με το παράπονο, ενώ η πρακτική της αυτόματης τοποθέτησης γραμμών από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή «είναι παγκόσμια αποδεκτή και μη αμφισβητήσιμη…στην εκπομπή του το ΡΙΚ αποφάσισε να αμφισβητήσει την συγκεκριμένη φάση και τεχνολογία, άγνωστο σε μας για ποιους λόγους». Ανταποκρινόμενο σε αίτημα της Επιτροπής για παράθεσή των απόψεών του, το ΡΙΚ διαβίβασε στην Επιτροπή ηλεκτρονικό μήνυμα που απέστειλε ο παραγωγής Σάββας Αριστοδήμου προς τον εκπρόσωπο τύπου της Ομόνοιας Ανδρέα Δημητρίου, ύστερα από δημόσια ανακοίνωση του σωματείου για προκατάληψη σε βάρος της Ομόνοιας. Το μήνυμα αυτό ανέφερε ότι στην εκπομπή ο καθηγητής διαιτησίας και σχολιαστής φάσεων ποδοσφαίρου Βάσος Κωνσταντίνου είπε ότι το γκολ της Ομόνοιας θα έπρεπε να είχε μετρήσει. Επίσης, το ίδιο είπε τρεις φορές ο παρουσιαστής Ανδρέας Πογιατζής, ενώ ο αθλητικογράφος Γιώργος Σωκράτους προχώρησε ένα βήμα παρακάτω και υπέδειξε ότι οι βοηθοί των διαιτητών προτιμούν από φόβο να σταματούν τις φάσεις όταν υπάρχουν οριακά offside με αποτέλεσμα να καταστρέφουν το ποδόσφαιρο. Προκειμένου να διερευνήσει το θέμα σε βάθος, η Επιτροπή κάλεσε τους παράγοντες της εκπομπής Ανδρέα Πογιατζή και Σάββας Αριστοδήμου για να παραθέσουν τις απόψεις τους, και σε δεύτερο στάδιο τον σκηνοθέτη της εκπομπής Χρίστο Θεοχαρίδη και τον σχολιαστή Βάσο Κωνσταντίνου. Κατά την κατάθεσή του ο υπεύθυνος του Αθλητικού Τμήματος του ΡΙΚ Σάββας Αριστοδήμου ανέφερε ότι υπάρχει αντιπαράθεση («κόντρα») μεταξύ του ιδίου και της Ομόνοιας από τον καιρό που ανέλαβε το τμήμα πριν από δύο χρόνια για λόγους τους οποίους χαρακτήρισε προσωπικούς. Αναπτύσσοντας αυτούς τους λόγους, ο κ. Αριστοδήμου είπε ότι υπάρχει αντιπαράθεση μεταξύ του ιδίου και υφισταμένων του που είναι υποστηρικτές της Ομόνοιας ή άλλων που κατέχουν θέση στο Δ.Σ. της Ομόνοιας και υποστήριξε ότι αυτοί «μεταφέρουν στο Δ.Σ. της Ομόνοιας καταστάσεις που δεν υφίστανται και έχουν δημιουργήσει έχθρα μεταξύ μου και του Δ.Σ. της Ομόνοιας». Επίσης ανέφερε πως την οδηγία για να τραβηχθεί η κόκκινη γραμμή με αφετηρία τον ώμο του Derbyshire που βρισκόταν μπροστά από την άσπρη γραμμή της Primetel έδωσαν στο τμήμα γραφικών του ΡΙΚ ο ίδιος, ο παρουσιαστής Ανδρέας Πογιατζής και ο σκηνοθέτης Χρίστος Θεοχαρίδης, χωρίς να έχει γνώση γι’ αυτό ο σχολιαστής Βάσος Κωνσταντίνου. Οταν ο κ. Πογιατζής ρωτήθηκε τι εξυπηρετούσε η κόκκινη γραμμή και τι ήθελε να δείξει, εφ’ όσον η θέση του σχολιαστή Βάσου Κωνσταντίνου ήταν πως η φάση ήταν οριακή και το γκολ έπρεπε να μετρήσει, ο κ. Πογιατζής απάντησε ότι «θέλαμε να μπούμε της Primetel και να δείξουμε ότι δεν ήταν σωστή γιατί ο παίχτης της Ομόνοιας ήταν ελάχιστα πιο μπροστά». Ο κ. Αριστοδήμου είπε πως ζήτησε από το γραφίστα να του τραβήξει μια γραμμή από τον ώμο του ποδοσφαιριστή της Ομόνοιας και όχι από το παπούτσι του αμυντικού του ΑΠΟΕΛ με οδηγία να είναι παράλληλη με τη γραμμή της Primetel για να καταδείξει ότι o Derbyshire θα μπορούσε να ήταν σε θέση offside. Τόσο ο κ. Αριστοδήμου όσο και ο κ. Πογιατζής και ο κ. Θεοχαρίδης είπαν ότι είχαν την εντύπωση πως η κόκκινη γραμμή ήταν παράλληλη προς τις γραμμές του γηπέδου (γραμμή τέρματος, επανορθωτικής και μέσου) και εκείνης της Primetel, αλλά παραδέχθηκαν, όταν τέθηκε υπόψη τους σχετική φωτογραφία, ότι δεν ήταν παράλληλη. Ο κ. Θεοχαρίδης, όταν ρωτήθηκε κατά πόσο η υφιστάμενη διαμάχη μεταξύ λειτουργών του ΡΙΚ επηρέασε την απόφαση για χάραξη της γραμμής απάντησε ότι μπορεί να είχε επηρεάσει, ενώ ο Βάσος Κωνσταντίνου, είπε πως η θέση του που διαμορφώθηκε από την εξέταση της φάσης σε αργή κίνηση και πριν από τη χάραξη της κόκκινης γραμμής ήταν πως η φάση ήταν οριακή και το γκολ θα έπρεπε να είχε μετρήσει. Απαντώντας σε σχετική ερώτηση, είπε ότι η κόκκινη γραμμή θα μπορούσε να παραπλανήσει τους τηλεθεατές του ΡΙΚ. Η Επιτροπή, λαμβάνοντας όλα τα ανωτέρω υπόψη, αποφάσισε πως θα μπορούσε εύλογα να υπάρξει υποψία ότι η απόφαση για χάραξη της κόκκινης γραμμής δυνατό να επηρεάστηκε από την υπάρχουσα διαμάχη μεταξύ του κ. Αριστοδήμου και υφισταμένων του υποστηρικτών της Ομόνοιας. Η Επιτροπή όμως διευκρινίζει πως, δεδομένου ότι είναι βασική αρχή ότι οποιοσδήποτε έχει δικαίωμα να αμφισβητήσει οποιαδήποτε πληροφορία, θεώρησε ως θεμιτή την πρόθεση και ενέργεια του ΡΙΚ να αμφισβητήσει την πληροφορία που δόθηκε με την άσπρη γραμμή της Primetel. Ωστόσο, Ωστόσο, πράττοντας αυτό, το ΡΙΚ θα έπρεπε να είχε μεριμνήσει ώστε το ίδιο να δώσει ακριβή και μη παραπλανητική πληροφόρηση. Δεδομένου ότι, σύμφωνα και με την παραδοχή των λειτουργών του ΡΙΚ ότι η γραμμή δεν ήταν παράλληλη, αν και πρόθεσή τους ήταν αυτή, η Επιτροπή αποφάσισε ότι η κόκκινη γραμμή συνιστούσε ανακριβή και παραπλανητική πληροφόρηση κατά παράβαση τόσο της γενικής πρόνοιας που καθιστά υποχρέωση των ΜΜΕ και των δημοσιογράφων να παρέχουν αντικειμενική, ολοκληρωμένη και έγκυρη πληροφόρηση, όσο και της ειδικής πρόνοιας του άρθρου 1 του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, που προβλέπει ότι: «Τα Μ.Μ.Ε. μεριμνούν ώστε να μη δημοσιεύονται ανακριβείς, παραπλανητικές, φανταστικές ή διαστρεβλωτικές της αλήθειας ειδήσεις, πληροφορίες ή σχόλια…» Η Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη την πρόνοια του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας ότι έχει το δικαίωμα μεσολάβησης για διευθέτηση οποιασδήποτε διαφοράς μεταξύ παραπονουμένων και των ΜΜΕ ή δημοσιογράφων, αποφάσισε επίσης να εξουσιοδοτήσει τον αντιπρόεδρό της κ. Βάσο Τσαγγαρά να καταβάλει προσπάθεια τερματισμού των υφιστάμενων κακών σχέσεων μεταξύ των παραγόντων της Αθλητικής Υπηρεσίας του ΡΙΚ και της Ομόνοιας, που εδώ και καιρό παρεμποδίζει την ύπαρξη αρμονικής σχέσης συνεργασίας.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
24/2017
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
21/09/2017
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΟΧΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (24/11/9/2017) από πολίτη ότι η εφημερίδα Cyprus Mail δημοσίευσε στις 10 Σεπτεμβρίου, 2017 άρθρο το οποίο κατ’ ισχυρισμό παραποιεί την ιστορία. Ο παραπονούμενος ισχυρίστηκε ότι η εφημερίδα πολλές φορές «δείχνει έντονο φιλοτουρκικό χαρακτήρα», και ανέφερε: «Το άρθρο παραποιεί κατάφορα την Ευρωπαϊκή και κατ’ επέκταση την Ελληνική ιστορία σε βαθμό ιεροσυλίας και μάλιστα το κάνει με θρασύτητα. Ισχυρίζεται ανύπαρκτα ιστορικά "γεγονότα", τα οποία στην έκταση και ένταση που παρατίθενται θέτουν σε άμεση αμφισβήτηση την καταγωγή των σημερινών Ελλήνων, αποστασιοποιεί τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία από το Ελληνικό στοιχείο και τους κατονομάζει ένοχους Ελληνικής γενοκτονίας με πέραν των 20 εκατομμυρίων νεκρών και κατ’ επέκταση θεωρεί τους σημερινούς Έλληνες σαν όχι τους πραγματικούς Έλληνες που έχουν απευθείας σύνδεση με τους προγόνους τους αλλά σαν ένα συνονθύλευμα από ότι απέμεινε από τους τάχα διωγμούς. Τα αποσπασματικά στοιχεία που αναφέρει είναι 1) από ένα Ρωμαίο ιστορικό, του οποίου ή αναφορά σε κάποιους πολιτικούς διωγμούς υπό Κωνστάντιου του Β' παρουσιάζεται σαν στοιχείο της γενοκτονίας και 2) σε ένα Άγγλο συγγραφέα και πρώην Ρωμαιοκαθολικό ιερέα γνωστό μετέπειτα για τις απόψεις του περί Χριστιανισμού σαν εθνικιστικού κινήματος αλλά και για την αποστροφή του στη θρησκεία. Με αυτό τον τρόπο δικαιολογεί και την υπόθεση του (θα έπρεπε να έγραφα "φαντασίωση" του), παρουσιάζοντας το Χριστιανικό Βυζάντιο σαν ένα κατά συρροή δολοφόνο Ελλήνων παγανιστών και τους Χριστιανούς σαν μια συμμορία λουσμένη στο αίμα των Ελλήνων. Ο συγγραφέας φτάνει στο σημείο να χαρακτηρίσει τον τελευταίο Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Παλαιολόγο σαν Σέρβο και όχι Έλληνα στην εθνικότητα επειδή η μητέρα του ήταν κόρη Σέρβου ευγενή και παραθέτει το όνομα του σαν Constantin Dragac… Να θυμίσω ότι η Cyprus Mail διαβάζεται κυρίως από πολυάριθμο αγγλόφωνο κοινό που λίγη επαφή έχει, ή και καθόλου, με τη πραγματική ιστορία του Ελληνοχριστιανικού Βυζαντίου και του Ελληνικού χώρου. Διαβάζοντας το, παίρνει ένα σωρό λανθασμένες πληροφορίες και εντυπώσεις». Η Επιτροπή αποφάσισε, κατ’ αρχήν, ότι ήταν καθήκον της να κακίζει χαρακτηρισμούς και ισχυρισμούς που χρησιμοποίησε ο παραπονούμενος για το Cyprus Ma?l, τους οποίους δεν συμμερίζεται με κανένα τρόπο. Επί της ουσίας, η Επιτροπή αποφάσισε ότι δεν είχε δικαίωμα να κρίνει το περιεχόμενο του άρθρου, δεδομένου ότι πρόκειται για έκφραση ιστορικής άποψης ή γνώμης. Η έκφραση γνώμης είναι κατοχυρωμένη από τον Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, όλες τις διεθνείς συμβάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και από το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η Επιτροπή, ακολουθώντας την πάγια αρχή ότι δεν κρίνει απόψεις που εκφράζονται από οιονδήποτε ή δημοσιεύονται οπουδήποτε, όσο αβάσιμες, απαράδεκτες ή αποκρουστικές θεωρούνται από οποιονδήποτε, αποφάσισε ότι η μόνη θεραπεία στις περιπτώσεις αυτές είναι η απάντηση και αντίκρουσή των επίμαχων απόψεων. Οποιοσδήποτε διαφωνεί με οποιαδήποτε άποψη έχει δικαίωμα να εκφέρει τη δική του αντίθετη ή άλλη γνώμη και να ζητήσει τη δημοσίευσή της. Το έντυπο που δημοσιεύει μια γνώμη, και στην προκειμένη περίπτωση το Cyprus Ma?l, έχει υποχρέωση να δημοσιεύει και τον αντίλογο σ’ αυτή.