*The older decisions of the CMEC - Committee of Media Ethics Cyprus are republished from the archive and no intervention has been made in their content.
*The older decisions of the CMEC - Committee of Media Ethics Cyprus are republished from the archive and no intervention has been made in their content.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
17/2009
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
22/07/2009
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΟΧΙ, ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας ασχολήθηκε με το θέμα της δημοσίευσης εγγράφων του Γενικού Εισαγγελέα, τα οποία φωτογραφήθηκαν εν αγνοία του και εξέτασε δημόσιες καταγγελίες του Γενικού Εισαγγελέα για υποκλοπή τους, καθώς και αίτημα της εφημερίδας «Πολίτης» όπως αποφασίσει εάν η δημοσιοποίηση των εγγράφων συνιστά ή όχι παραβίαση των κανόνων δημοσιογραφικής δεοντολογίας. (υπόθεση 17/22/6/2009) Σύμφωνα με τα κοινώς παραδεκτά γεγονότα, στις 19 Ιουνίου, 2009, ο Γενικός Εισαγγελέας Πέτρος Κληρίδης συγκάλεσε διάσκεψη τύπου για να ανακοινώσει τις αποφάσεις της Νομικής Υπηρεσίας σχετικά με τη διατύπωση κατηγοριών εναντίον μελών της Αστυνομίας και άλλων, σχετικά με την υπόθεση απόδρασης του ισοβίτη Αντώνη Προκοπίου Κίτα και διαφυγής του από το σημείο ανακοπής του από ομάδα αστυνομικών. Στη δημοσιογραφική διάσκεψη ανακοινώθηκε απόφαση διατύπωσης κατηγοριών εναντίον πέντε ατόμων, τεσσάρων αξιωματικών της αστυνομίας και του Διευθυντή Φυλακών. Την επόμενη ημέρα, δύο εφημερίδες, ο «Πολίτης» και ο «Φιλελεύθερος» δημοσίευσαν φωτογραφίες εγγράφων που λήφθηκαν από φωτογράφους, οι οποίοι είχαν κινηθεί πίσω από το γραφείο, στο οποίο καθόταν ο Γενικός Εισαγγελέας. Ο «Πολίτης» δημοσίευσε δύο φωτογραφίες εγγράφων, με την εξήγηση ότι το ένα αφορούσε χειρόγραφο σημείωμα του Γενικού Εισαγγελέα, που αναφερόταν σε έξι άτομα, με πρώτο τον τότε Αρχηγό της Αστυνομίας και το άλλο ότι αποτελούσε την πρώτη σελίδα εισήγησης ποινικών ανακριτών που είχαν διερευνήσει την υπόθεση, ως προς τα άτομα που έπρεπε να διωχθούν και το είδος των κατηγοριών που θα διατυπώνονταν εναντίον τους. Ο «Φιλελεύθερος» δημοσίευσε μόνο φωτογραφία του χειρόγραφου σημειώματος του Γενικού Εισαγγελέα, με εικασίες ότι «είχε ετοιμασθεί πριν την παραίτηση του Αρχηγού Αστυνομίας και φαίνεται να σχετίζεται με τις ευθύνες που προέκυπταν από το πόρισμα». Ο «Πολίτης» διατύπωσε εικασίες σχετικά με την αφαίρεση του Αρχηγού της Αστυνομίας από την ομάδα των ατόμων που θα διώκονταν, ο οποίος, στο μεταξύ, ύστερα από συνάντησή του με τον Γενικό Εισαγγελέα, είχε ανακοινώσει την παραίτησή του την προτεραία της δημοσιογραφικής διάσκεψης. Την επομένη της δημοσίευσης των φωτογραφιών των εγγράφων, ο Γενικός Εισαγγελέας, με δηλώσεις του ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές εκπομπές έθεσε έντονα θέμα αντιδεοντολογικής εξασφάλισης των εγγράφων εν αγνοία του και δημοσιοποίησης τους. Μετά το δημόσιο παράπονο του Γενικού Εισαγγελέα, ο Αρχισυντάκτης της εφημερίδας «Πολίτης» Σωτήρης» Παρούτης ζήτησε από την Επιτροπή να εξετάσει κατά πόσο η δημοσιοποίηση των εγγράφων ήταν αντιδεοντολογική και υπέβαλε υπόμνημα στο οποίο παρέθεσε το ιστορικό της λήψης και δημοσίευσης των φωτογραφιών των εγγράφων, καθώς και τις απόψεις του για τις καταγγελίες του Γενικού Εισαγγελέα. Συνοπτικά, ανέφερε ότι τα έγγραφα φωτογραφήθηκαν τυχαία από το φωτογράφο της εφημερίδας, ο οποίος εκινείτο στο χώρο της δημοσιογραφικής διάσκεψης και έπαιρνε φωτογραφίες από διάφορες οπτικές γωνίες. Πρόσθεσε ότι οι δημοσιογράφοι και φωτογράφοι είχαν κληθεί στη δημοσιογραφική διάσκεψη και δεν πήγαν απρόσκλητοι και ότι τα έγγραφα ήταν εκτεθειμένα στο γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα και στη θέα των δημοσιογράφων και φωτογράφων. Περαιτέρω ανέφερε ότι αν ο Γενικός Εισαγγελέας ήθελε να κρύψει κάτι ή να μην αποκαλυφθεί κάτι, δεν έπρεπε να μεταφέρει μαζί του κανένα στοιχείο. Ως προς τις εικασίες που διατυπώθηκαν, ανέφερε ότι το γεγονός ότι δίπλα στο όνομα του Αρχηγού της Αστυνομίας σε ένα από τα έγγραφα υπήρχε κόκκινος κύκλος με ένα πλην μέσα, προσέδιδε σημασία στο έγγραφο και επέτρεπε, σε συνδυασμό με τις πληροφορίες που τελικά ανακοινώθηκαν, να διατυπωθούν δημοσιογραφικές εικασίες. Επικαλούμενος τα γεγονότα, υποστήριξε την άποψη δεν υπήρξε οποιαδήποτε παραβίαση των κανόνων δημοσιογραφικής δεοντολογίας ως προς τη φωτογράφηση των εγγράφων και ανέφερε περιπτώσεις κατά τις οποίες, στη Βρετανία φωτογραφήθηκε με τηλεφακό έγγραφο που κρατούσε στέλεχος της υπηρεσίας αντικατασκοπίας και στη Γαλλία φωτογραφήθηκε επιστολή που είχε στα χέρια του στη σκάλα του αεροπλάνου ο πρόεδρος Νικολά Σαρκοζί. Ο «Φιλελεύθερος» υποστήριξε ότι το σημείωμα φωτογραφήθηκε ενώ βρισκόταν μπροστά από το Γενικό Εισαγγελέα στη διάρκεια της διάσκεψης τύπου, ότι τα έγγραφα δεν λήφθηκαν με ψευδείς παραστάσεις ή με δόλιο τρόπο και ότι η δημοσίευση του δεν ήταν αντιδεοντολογική, δεδομένου ότι «ο τύπος έχει καθήκον να μεταδίδει πληροφορίες σε θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος», με βάση τη συνταγματικά κατοχυρωμένη ελευθερία του τύπου. Ο «Φιλελεύθερος» ανέφερε επίσης ότι επικοινώνησε με το Γενικό Εισαγγελέα και τον ενημέρωσε σχετικά με τη φωτογράφηση του σημειώματος, ζήτησε τις απόψεις του και τις δημοσίευσε. Ο Γενικός Εισαγγελέας, ανταποκρινόμενος σε παράκληση της Επιτροπής να την πληροφορήσει κατά πόσο επιθυμούσε να ζητήσει επίσημα από την Επιτροπή να εξετάσει το δημόσιο παράπονό του, ανέφερε ότι, όπως αντιλαμβανόταν, το θέμα βρισκόταν ενώπιόν της για εξέταση όχι λόγω δικής του καταγγελίας, αλλά λόγω παραπομπής του από την εφημερίδα «Πολίτης». Σχολιάζοντας τις παρατηρήσεις του κ. Παρούτη, συμφώνησε ως προς τα γεγονότα, αλλά ανέφερε ότι δεν δέχεται τη θέση πως, επειδή η συνάντηση με τους δημοσιογράφους έγινε στον προκαθορισμένο χώρο, έδινε το δικαίωμα φωτογράφησης των σημειώσεών του, «πολύ δεν περισσότερο της παρουσίασής τους με τον τρόπο που έγινε, όχι μόνο από την εφημερίδα Πολίτης αλλά και από άλλες εφημερίδες ή/και Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης». Περαιτέρω ανέφερε ότι η φωτογραφική κάλυψη της διάσκεψης τύπου ήταν φυσικό να γίνει, «σε καμιά όμως περίπτωση δεν δικαιολογείτο… η λήψη φωτογραφίας πίσω από την πλάτη μου των συγκεκριμένων σημειώσεων». Εξ άλλου, ανέφερε πως «ούτε… αντέχει στη βάσανο το επιχείρημα ότι «αν δεν ήθελε ο Γενικός Εισαγγελέας να εκτεθούν τα επίμαχα έγγραφα στη δημοσιότητα, δεν θα έπρεπε να τα είχε μαζί του». Παραδέχθηκε ότι ο κ. Παρούτης τον ενημέρωσε μέσω φιλικού προσώπου για τη φωτογράφηση των εγγράφων, αλλά δεν επιχείρησε να αποτρέψει τη δημοσίευσή τους, λόγω της σταθερής του θέσης να μη παρεμβαίνει για να αποτρέπει ή να προκαλεί δημοσιεύματα. Ο κ. Κληρίδης ανέφερε ότι ο τρόπος απόκτησης των σημειωμάτων του ήταν τουλάχιστον αντιδεοντολογικός με βάση τις πρόνοιες του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, σύμφωνα με τις οποίες η εξασφάλιση πληροφοριών με μηχανισμούς υποκλοπής ή μακράς φωτογράφησης είναι απαράδεκτη και ότι με εξαίρεση την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, έγγραφα και εικόνες/φωτογραφίες μπορούν να λαμβάνονται μόνο με τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη τους. Ως προς τον τρόπο παρουσίασης των σημειωμάτων, ο Γενικός Εισαγγελέας ανέφερε ότι η ερμηνεία που δόθηκε σ’ αυτά και οι υπόνοιες που αφέθηκαν εναντίον του ήταν, «το λιγότερο αυθαίρετες». Πρόσθεσε ότι θεωρούσε «κακόπιστη ενέργεια τη δημοσιοποίηση των σημειωμάτων, χωρίς καταρχήν να δοθεί η ευκαιρία σε αυτόν που τα έγραψε να ερμηνεύσει τα γραφόμενά του, εφόσον υπήρχε εύκολα και άμεσα τέτοια ευχέρεια». Περαιτέρω υποστήριξε ότι και όταν ακόμη εξήγησε ο ίδιος την ακριβή σημασία τους, δεν προβλήθηκε στα ΜΜΕ και εξακολούθησε «να προβάλλεται η αβάσιμη ερμηνεία που δόθηκε εξ αρχής, «ότι δηλαδή το συγκεκριμένο σημείωμα που είχε ενώπιον του ο Γενικός Εισαγγελέας αποτελούσε τον κατάλογο των υπόπτων που επρόκειτο να κατηγορηθούν στην υπόθεση Κίτα, από τον οποίο ο κ. Παπακώστας βγήκε την τελευταία στιγμή, γιατί έτσι έκρινε ο Γενικός Εισαγγελέας την υστάτη». Η Επιτροπή, κατά την εξέταση του θέματος, έλαβε υπόψη το γεγονός ότι υπήρξε μακρά συζήτηση και έντονο δημόσιο ενδιαφέρον γύρω από την όλη υπόθεση, που απασχόλησε την κοινή γνώμη για πάνω από έξι μήνες και έκρινε ότι η ενασχόληση των ΜΜΕ σε έκταση και λεπτομέρεια ήταν απόλυτα θεμιτή. Με βάση τα γεγονότα και τις εκατέρωθεν θέσεις, αποφάσισε ότι δεν τεκμηριώθηκε το παράπονο για υποκλοπή, γιατί δεν προέκυψε δόλος ως προς τη φωτογράφηση των εγγράφων, δεδομένου ότι οι φωτογραφίες λήφθηκαν τυχαία στη διάρκεια ενός γεγονότος, στο οποίο είχαν προσκληθεί φωτογράφοι και δημοσιογράφοι. Θα υπήρχε υποκλοπή ή λήψη εγγράφων ή φωτογραφιών, χωρίς τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη τους, κατά παράβαση της σχετικής πρόνοιας του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, εάν υπήρχε μη εξουσιοτοτημένη παρουσία φωτογράφων στο χώρο, ή δόλος από μέρους τους, ή εάν κάποιος τα έπαιρνε λάθρα και επί σκοπώ από το γραφείο. Οι φωτογράφοι και δημοσιογράφοι κλήθηκαν σε μια δημοσιογραφική διάσκεψη και ενήργησαν εντός των δικαιωμάτων τους μεταδίδοντας πληροφορίες που περιήλθαν στην αντίληψή τους. Ως προς το σχολιασμό της σημασίας των εγγράφων, η Επιτροπή αποδέχθηκε τη θέση του Γενικού Εισαγγελέα ότι οι δύο εφημερίδες που δημοσίευσαν τα έγγραφα όφειλαν όχι απλώς να θέσουν υπόψη του το γεγονός της κατοχής των εγγράφων, αλλά, εφ’ όσον προχώρησαν στη διατύπωση δικών τους εικασιών ως προς την έννοια και τη σημασία τους, να ζητήσουν τις δικές του θέσεις επί του θέματος, όπως προβλέπεται από τον Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας για το δικαίωμα απάντησης. Από την εξέταση των δημοσιευμάτων, προκύπτει ότι οι δύο εφημερίδες συνόδευσαν τη δημοσίευση των φωτογραφιών με δικές τους εικασίες και ερμηνείες, χωρίς τις θέσεις του Γενικού Εισαγγελέα, που δημοσιεύθηκαν τις επόμενες ημέρες. Η σχετική πρόνοια του Κώδικα αναφέρει ότι «τα ΜΜΕ παρέχουν στους επηρεαζομένους, στην κατάλληλη περίπτωση και ιδιαιτέρως όταν έχουν υποστεί επίθεση, την ευκαιρία να απαντήσουν…» Είναι η άποψη της Επιτροπής ότι η «κατάλληλη περίπτωση» ήταν πριν από τη δημοσίευση εικασιών από τα ΜΜΕ, εν όψει μάλιστα και του γεγονότος ότι με τις εικασίες επιρρίφθηκε μομφή στο Γενικό Εισαγγελέα ή αφέθηκαν υπονοούμενα ότι είχε αφαιρέσει από τον κατάλογο των κατηγορουμένων τον τέως Αρχηγό της Αστυνομίας, στο πλαίσιο κάποιας συναλλαγής. Ως προς τη θέση ότι τα ΜΜΕ, δημοσιεύοντας εκ των υστέρων τις θέσεις του Γενικού Εισαγγελέα, επέμειναν στις δικές τους ερμηνείες, η Επιτροπή αποφάσισε ότι η δημοσίευσή των απαντήσεων του συνιστούσε υποχρέωση των ΜΜΕ στο πλαίσιο της υποχρέωσης για παροχή ευκαιρίας απάντησης, αλλά ήταν εντός των δικαιωμάτων τους να επιμείνουν στις δικές τους ερμηνείες, με βάση την πρόνοια του Κώδικα ότι τα ΜΜΕ «έχουν δικαίωμα να υποστηρίζουν συγκεκριμένες θέσεις» εφ’ όσον καθιστούν σαφή τη διάκριση μεταξύ γεγονότος και ερμηνείας, σχολίου ή εικασίας. ΕΠΙΣΤΟΛΗ Γ. ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ Μετά την κοινοποίηση της απόφασης, ο Γενικός Εισαγγελέας διαβίβασε στην Επιτροπή την ακόλουθη επιστολή: "Σας ευχαριστώ για την επιστολή σας ημερομηνίας 31 Ιουλίου 2009, με την οποία είχατε την καλοσύνη να μου στείλετε την απόφαση της Επιτροπής Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας σε σχέση με το θέμα της φωτογράφησης και δημοσίευσης εγγράφων που έγινε κατά τη διάρκεια δημοσιογραφικής διάσκεψης στο γραφείο μου στις 19 Ιουνίου 2009. Θα ήθελα επί του προκειμένου να εκφράσω μόνο κάποιες παρατηρήσεις, χωρίς τούτο να σημαίνει ότι δεν σέβομαι τις απόψεις της Επιτροπής. Στην εν λόγω απόφαση αναφέρεται ότι η Επιτροπή αποφάσισε ότι δεν τεκμηριώθηκε το «παράπονο για υποκλοπή». Εν πρώτοις, θα ήθελα να παρατηρήσω ότι ουδέποτε υπέβαλα τέτοιο παράπονο προς την Επιτροπή σας- εξέφοασα όμως την άποψη ότι η συμπεριφορά του συγκεκριμένου φωτορεπόρτερ, η δημοσίευση των φωτογραφιών στη συνέχεια και ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάστηκε το όλο θέμα δεν συνήδε με τους κανόνες που πρέπει να διέπουν τη συμπεριφορά των δημοσιογράφων. Την άποψη αυτή να μου επιτρέψετε να εξακολουθήσω να έχω. Αναφέρεται επίσης στην απόφαση της Επιτροπής ότι το παράπονο δεν τεκμηριώθηκε «γιατί δεν προέκυψε δόλος ως προς τη φωτογράφηση, δεδομένου ότι οι φωτογραφίες λήφθηκαν τυχαία στη διάρκεια ενός γεγονότος στο οποίο είχαν προσκληθεί φωτογράφοι και δημοσιογράφοι». Δεν αντιλαμβάνομαι τι εννοείτε με τη φράση «δεν προέκυψε δόλος», γιατί ολοφάνερα πρόθεση του φωτορεπόρτερ ήταν η λήψη των φωτογραφιών και δεν μπορεί να γίνεται λόγος ότι αυτές «λήφθηκαν τυχαία», αφού ο συγκεκριμένος φωτορεπόρτερ στάθηκε πίσω από την πλάτη μου, έστρεψε και εστίασε το φακό του στα συγκεκριμένα έγγραφα και πήρε τις φωτογραφίες. Αναφέρεται επίσης στην απόφαση ότι θα υπήρχε υποκλοπή ή λήψη εγγράφων ή φωτογραφιών, χωρίς τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη τους, μόνο αν υπήρχε μη εξουσιοδοτημένη παρουσία φωτογράφων στο χώρο ή δόλος από μέρους τους ή αν κάποιος τα έπαιρνε λάθρα και επί σκοπώ από το γραφείο. Αν αυτές είναι οι μόνες περιπτώσεις που μπορεί να υπάρχει υποκλοπή ή λήψη εγγράφων ή φωτογραφιών χωοίς τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη τους, νομίζω ότι ανοίξατε επικίνδυνους δρόμους για τη δημοσιογραφία. Ειλικρινά δεν είναι η πρόθεση μου να αμφισβητήσω με οποιοδήποτε τρόπο είτε την κρίση είτε την ακεραιότητα της Επιτροπής. Επιτρέψτε μου όμως να έχω τις δικές μου απόψεις αναφορικά με συγκεκριμένα θέματα". ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ Η Επιτροπή, χωρίς διάθεση αντιδικίας, προβαίνει στις ποιο κάτω παρατηρήσεις: 1. Ο Γενικός Εισαγγελέας πράγματι δεν έκαμε παράπονο για υποκλοπή, αλλά μίλησε για αντιδεοντολογική συμπεριφορά. Η Επιτροπή, με βάση τον Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας και την πρακτική της, όταν εξετάζει παράπονα για αντιδεοντολογική συμπεριοφορά αφ' ενός εξειδικεύει το γενικό όρο "αντιδεοντολογική συμπεριφορά" και αφ' ετέρου εξετάζει όλες τις πιθανές παραβιάσεις, ακόμη και αν δεν αναφέρονται ρητά στο παράπονο. 2. Οι περιπτώσεις αντιδεοντολογικής συμπεριφοράς στην εξασφάλιση πληροφοριών από δημοσιογράφους είναι η υποκλοπή πληροφοριών ή η εξασφάλισή τους με παραπλάνηση ή δόλο. Στη συγκεκριμένη περίπτωση οι δημοσιογράφοι φωτογράφοι ενεργούσαν στο πλαίσιο της αποστολής τους να καταγράφουν ο,τιδήποτε θα γινόταν ή θα λεγόταν στη δημοσιογραφική διάσκεψη και αυτό έπραξαν. 3. Πράγματι υπάρχουν πολλοί άλλοι τρόπο υποκλοπής ή εξασφάλισης εγγράφων χωρίς τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη τους. Η φρασεολογία της απόφασης αναφέρεται μόνο στη συγκεκριμένη περίπτωση της δημοσιογραφικής διάσκεψης και όχι σε οποιεσδήποτε αλλες πιθανές περιπτώσεις.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
16/2009
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
22/07/2009
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας ασχολήθηκε με την περίπτωση δύο παιδιών που σκοτώθηκαν σε οδικό δυστύχημα στην Πάφο (υπόθεση 16/17/6/2009), την οποία έθεσε υπόψη της ο δημοσιογράφος Βάσος Βασιλείου. Ειδικότερα, ο κ. Βασιλείου έθεσε το ερώτημα κατά πόσο είναι επιτρεπτό τα ΜΜΕ να στιγματίζουν δύο παιδιά 12 και 14 χρόνων που σκοτώθηκαν σε δυστύχημα με μοτοποδήλατο, με αναφορές σε αόριστες πληροφορίες ότι το μοτοποδήλατο ήταν κλοπιμαίο. Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι στις 28/6/2009 ορισμένα ηλεκτρονικά ΜΜΕ μετέδωσαν και στις 29/6/2009 μερικές εφημερίδες δημοσίευσαν ότι τα δύο παιδιά επέστρεφαν από πάρτι φίλου τους στην Πέγεια, επιβαίνοντας σε κλεμμένο μοτοποδήλατο, το οποίο συγκρούστηκε με διπλοκάμπινο όχημα. Επίσης έκαμαν αναφορά στον τρόπο με τον οποίο νεαροί προμηθεύονται μοτοποδήλατα, αν και ανήλικοι, καθώς και στην ευθύνη των γονέων, γενικώς, να ασκούν επιτήρηση στα παιδιά τους. Η Επιτροπή ενημερώθηκε από το Γραφείο Τύπου της Αστυνομίας πως από τις αστυνομικές εξετάσεις προέκυψε ότι: 1. Το μοτοποδήλατο του οποίου επέβαιναν τα δύο παιδιά είχε παραποιημένους αριθμούς μηχανής και δεν κατέστη δυνατό να εξακριβωθεί σε ποιον ανήκει και επομένως δεν είναι βέβαιο κατά πόσο ήταν κλοπιμαίο. 2. Δεύτερο μοτοποδήλατο που βρέθηκε στη σκηνή του δυστυχήματος ήταν κλοπιμαίο. 3. Δεν έχει εξακριβωθεί πώς τα μοτοποδήλατα περιήλθαν στην κατοχή των παιδιών, με πιθανότερη την εκδοχή να κλάπηκαν από άλλους και τα παιδιά να τα αγόρασαν ή να τα δανείστηκαν από άλλους. Λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία αυτά, η Επιτροπή κατέληξε στην απόφαση ότι οι αναφορές των ΜΜΕ σε κλοπιμαία μοτοποδήλατα ήταν ανακριβείς και έτειναν να δημιουργήσουν εντυπώσεις για εμπλοκή των παιδιών σε κλοπή, ενώ στην πραγματικότητα ούτε η Αστυνομία γνωρίζει την προέλευση των μοτοποδηλάτων. Επίσης αποφάσισε ότι η αναφορά αυτή δημιουργεί πρόσθετο πόνο για τις οικογένειες των θυμάτων, πέραν του γεγονότος ότι σπιλώνει τη μνήμη δύο παιδιών κατά παράβαση των προνοιών του Κώδικα για αποφυγή διασυρμού και επίτασης του ανθρώπινου πόνου. Η Επιτροπή σημείωσε ότι η προέλευση των μοτοποδηλάτων δεν είχε καμιά άμεση σχέση με το δυστύχημα. Τα ΜΜΕ που επέλεξαν να αναφερθούν στις πληροφορίες αυτές όφειλαν να το πράξουν με το σωστό τρόπο, δηλαδή να αναφέρουν ότι επρόκειτο για πληροφορίες που βρίσκονταν υπό αστυνομική διερεύνηση.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
19/2009
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
22/07/2009
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΔΙΕΥΘΕΤΗΘΕΝ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (19/22/6/2009) από τον κ. Τάσο Κωστέα ότι ο διευθυντής Ειδήσεων του ΡΙΚ Γιάννης Καρεκλάς, εισάγοντας την εκπομπή «Πρόσωπο με Πρόσωπο» του Τρίτου Προγράμματος στις 20 Ιουνίου, 2009, προέβη σε «απαράδεκτο ρατσιστικό χαρακτηρισμό για τα παιδιά με ειδικές ανάγκες». Ειδικότερα, παραπονέθηκε ότι ο κ. Καρακλάς, σε συνομιλία του με το βοηθό γενικό εισαγγελέα για το πόρισμα στην υπόθεση Αντώνη Προκοπίου Κίτα ανέφερε: «Μήπως κύριε βοηθέ εισαγγελέα το μωρό που γεννήθηκε (εννοώντας την έκδοση του πορίσματος) είναι ένα μωρό μογγολικό, ένα μωρό αλλήθωρο, ένα μωρό ελαττωματικό»; Ο κ. Κωστέας παραπονέθηκε ότι οι χαρακτηρισμοί αυτοί «παραβιάζουν βάναυσα την αξιοπρέπεια και την οντότητα των παιδιών με ειδικές ανάγκες στο σύνολό τους…» Ο κ. Καρεκλάς, ανταποκρινόμενος σε παράκληση της Επιτροπής να παραθέσει τις απόψεις του, παρέπεμψε σε επιστολή του ημερομηνίας 28ης Ιουνίου, 2009, που δημοσιεύθηκε σε απάντηση επικριτικών σχολίων σε εφημερίδες. Στην απάντησή του ο κ. Καρεκλάς απολογήθηκε για τις αναφορές του, αναγνωρίζοντας ότι «ήταν πράγματι ατυχής η φράση μου, η οποία έγινε εν τη ρύμη του λόγου» γεγονός το οποίο αντιλήφθηκε αμέσως, αλλά δεν μπόρεσε να επανορθώσει λόγω της τροπής που πήρε η συζήτηση. Ο κ. Καρεκλάς ανέφερε ότι η φράση δεν εκφράζει το ήθος, ούτε του ΡΙΚ ούτε του ιδίου. Απέρριψε το χαρακτηρισμό της ρατσιστικής προδιάθεσης αναφέροντας ότι ο ίδιος βιώνει το πρόβλημα στο σπίτι του. Η Επιτροπή θεωρεί ότι εν όψει της αναγνώρισης του λάθους από τον κ. Καρεκλά, των εξηγήσεών του και της δημόσιας απολογίας του, το θέμα θεωρείται λήξαν.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
14/2009
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
22/06/2009
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (14/16/6/2009) από τον εκπρόσωπο Τύπου της Αστυνομίας ότι η «Αλήθεια» δημοσίευσε παραπλανητικό τίτλο σε σχέση με είδησή της για δηλώσεις του Αρχηγού της Αστυνομίας περί ακατάλληλων αστυνομικών. Το παράπονο, που υποβλήθηκε από τον Εκπρόσωπο Τύπου της Αστυνομίας, Ανώτερο Υπαστυνόμο Μιχάλη Κατσουνωτό, αναφερόταν σε είδηση της εφημερίδας, που δημοσιεύθηκε στις 11/6/2009, σχετικά με υπόμνημα που κατέθεσε ο Αρχηγός της Αστυνομίας στην κοινοβουλευτική επιτροπή Οικονομικών κατά τη συζήτηση θέματος παράτασης του ορίου υπηρεσίας των αστυφυλάκων και λοχιών από το 55ο έτος στο 60ο . Στο τετρασέλιδο υπόμνημά του, ο Αρχηγός της Αστυνομίας ανέφερε ότι "η πρακτική αρκετών ετών έχει καταδείξει ότι όσοι πλησιάζουν το όριο αναγκαστικής αφυπηρέτησης καταφεύγουν στην άδεια ασθενείας και ουσιαστικά παύουν να προσφέρουν αποτελεσματικές υπηρεσίες". Περαιτέρω ανέφερε ότι οι αστυφύλακες, «όταν φθάσουν στο πρόθυρο της ηλικίας αναγκαστικής αφυπηρέτησης δεν επιδεικνύουν το ανάλογο ενδιαφέρον και πρωτοβουλία» και ότι «αναπόφευκτα επέρχεται η κόπωση (πνευματική και σωματική) και παρουσιάζεται έλλειψη ενδιαφέροντος για παραγωγική εργασία». Η εφημερίδα δημοσίευσε ευρεία περίληψη του υπομνήματος κάτω από τον τίτλο: «ΑΠΑΞΙΩΤΙΚΟΙ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΡΧΗΓΟ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, ΠΟΥ ΑΝΤΙΔΡΑ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΤΑΣΗ ΤΟΥ ΟΡΙΟΥ ΑΦΥΠΗΡΕΤΗΣΗΣ»- Αχρηστοι-ανίκανοι αστυνομικοί… Όταν πλησιάσουν το όριο αφυπηρέτησης κάνουν τους άρρωστους, δεν επιδεικνύουν ενδιαφέρον για την υπηρεσία, πάσχουν από πνευματική και σωματική κόπωση». Οι λέξεις «Αχρηστοι-ανίκανοι αστυνομικοί…» ήταν ο κύριος τίτλος του δημοσιεύματος με μεγάλα κτυπητά γράμματα. Η είδηση προκάλεσε αντιδράσεις στο Σύνδεσμο Αστυνομίας, που ανέφερε σε ανακοίνωσή του ότι ο τίτλος με τον οποίο στέγασε η «Αλήθεια» το περιεχόμενο του υπομνήματος του κ. Παπακώστα, («Αχρηστοι, ανίκανοι αστυνομικοί») «δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα» και ότι «τέτοια δημοσιεύματα στόχο έχουν να πλήξουν το κύρος των μελών μας». Η Αλήθεια δημοσίευσε την ανακοίνωση του Συνδέσμου, ικανοποιώντας την πρόνοια του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας περί παροχής του δικαιώματος απάντησης. Ο Υπαστυνόμος Μιχάλης Κατσουνωτός, ανέφερε στο παράπονό του ότι «ο εν λόγω τίτλος ουδόλως ανταποκρίνεται στο περιεχόμενο του υπομνήματος…» και ότι «ο πηχυαίος τίτλος, και μάλιστα πρωτοσέλιδος, μόνο εσφαλμένες εντυπώσεις και παραπλάνηση προκαλεί». Περαιτέρω ανέφερε ότι τέτοιου είδους δημοσιεύματα δεν προσφέρουν έγκυρη και αντικειμενική ενημέρωση και «δημιουργούν λανθασμένες εντυπώσεις και συμβάλλουν στη δημιουργία αρνητικής κοινής γνώμης έναντι της Αστυνομίας». Ο συντάκτης της είδησης Τάκης Αγαθοκλέους, απαντώντας στο παράπονο ανέφερε ότι στα απλά ελληνικά οι αναφορές του Αρχηγού της Αστυνομίας για χρήση του δικαιώματος της άδειας ασθενείας, μη επίδειξη ενδιαφέροντος και την έλευση της πνευματικής και σωματικής κόπωσης στα πρόθυρα της αφυπηρέτησης, καθώς και στην ανάγκη για παρουσία νέων ανθρώπων στη Δύναμη, στα απλά ελληνικά σημαίνουν «οι εν λόγω αστυνομικοί δεν είναι ούτε χρήσιμοι ούτε ικανοί για την υπηρεσία». Επίσης ανέφερε ότι «η Αλήθεια δεν χαρακτήρισε όλους τους αστυνομικούς άχρηστους και ανίκανους, αλλά ερμήνευσε ότι «είναι ο κ. Παπακώστας που με τα πιο πάνω λόγου θεωρεί άχρηστους και ανίκανους τους αστυνομικούς που φτάνουν στο όριο της αφυπηρέτησης». Επισήμανε επίσης ότι η «Αλήθεια» διαφώνησε με τον κ. Παπακώστα, αναφερόμενη σε «απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς». Η Επιτροπή αποφάσισε ότι ο τίτλος της είδησης ήταν παραπλανητικός, δεδομένου ότι σε κανένα σημείο της είδησης ή στο υπόμνημα του Αρχηγού της Αστυνομίας περιέχονται τέτοιοι χαρακτηρισμοί, όπως υποβάλλεται από τον επίτιτλο «απαξιωτικοί χαρακτηρισμοί από τον Αρχηγό της Αστυνομίας...» Η άποψη ότι οι αναφορές του Αρχηγού της Αστυνομίας, «στα απλά ελληνικά σημαίνουν ότι οι εν λόγω αστυνομικοί δεν είναι ούτε χρήσιμοι ούτε ικανοί για την υπηρεσία» συνιστά προϊόν αυθαίρετης ερμηνείας, δεδομένου ότι μπορούν να δοθούν και άλλες ερμηνείες στις αναφορές αυτές. Η Επιτροπή δεν συμφωνεί ότι η αυθαίρετη ερμηνεία και κατά συνέπεια η παραπλάνηση σχετικά με τις αναφορές του Αρχηγού της Αστυνομίας αντισταθμίζεται από το γεγονός ότι διαφώνησε με το περιεχόμενο του υπομνήματος και χαρακτήρισε τις αναφορές στους υπό αφυπηρέτηση αστυνομικούς απαξιωτικές.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
15/2009
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
22/06/2009
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας επιλήφθηκε δημοσιεύματος στην εφημερίδα «Κυπριακό Ποντίκι», ημερομηνίας 5ης Ιουνίου, 2009, στην οποία παρουσιάζεται ο Σύμβουλος του Γ.Γ. για το Κυπριακό Αλεξάντερ Ντάουνερ, δίπλα από τον τίτλο «Ο ΤΟΥΡΚΟΦΙΛΟΣ (και ΤΟΥΡΚΟΣΠΟΡΟΣ)- ΔΙΩΞΤΕ ΤΩΡΑ ΤΟΝ ΑΥΣΤΡΑΛΟ ΜΑΛΑΚΑ!. (υπόθεση 15/17/6/2009). Η Επιτροπή αποφάσισε να εξετάσει αυτεπάγγελτα το θέμα, θεωρώντας το δημοσίευμα εξόφθαλμα αχρείο και ζημιογόνο για τον τόπο. Ζητήθηκαν οι απόψεις της εφημερίδας, που παρέλειψε να το πράξει, γεγονός που αφ’ εαυτού συνιστά παραβίαση της πρόνοιας του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας ότι τα ΜΜΕ και οι λειτουργοί τους έχουν υποχρέωση να συνεργάζονται με την Επιτροπή. Η Επιτροπή κατέληξε στην απόφαση ότι η γλώσσα και οι χαρακτηρισμοί που χρησιμοποίησε η εφημερίδα για τον κ. Ντάουνερ παραβιάζουν την πρόνοια του Κώδικα που προβλέπει ότι το επαγγελματικό επίπεδο των λειτουργών των ΜΜΕ πρέπει να είναι της υψηλότερης δυνατής στάθμης και ότι αποφεύγεται η χρήση γλώσσας με χυδαίο ή αισχρό περιεχόμενο. Η Επιτροπή θεωρεί ότι το περιεχόμενο του δημοσιεύματος δεν είναι μόνο αντίθετο προς τη δημοσιογραφική δεοντολογία, αλλά προσβάλλει τον πολιτισμό του τόπου, υποβιβάζει το επίπεδο της δημοσιογραφίας και προκαλεί ζημιά στην υπόθεση της Κύπρου. Δεδομένου ότι είναι γνωστό ότι ο κ. Ντάουνερ είναι Αυστραλός, η παραπομπή σε τουρκική καταγωγή του με τη λέξη «τουρκόσπορος» συνιστά παραβίαση της πρόνοιας περί μη δημοσίευσης ανακριβών ή παραπλανητικών πληροφοριώΝ. Μετά την κοινοποίηση της απόφασης, η σύνταξη της εφημερίδας δημοσιοποίησε επιστολή απευθυνόμενη προς την Επιτροπή, ισχυριζόμενη ότι δεν έλαβε ούτε την ειδοποίηση της Επιτροπής για παράθεση των απόψεών της, ούτε την ίδια την απόφαση. Επίση υποστήριξε, ανακριβώς, ότι η απόφαση δημοσιοποιήθηκε επιλεκτικά, γιατί η πρακτική είναι να δημοσιοποιούνται όλες οι αποφάσεις και έθετε το ερώτημα γιατί η Επιτροπή επέλεξε να επιληφθεί αυτεπάγγελτα του θέματος, προς υποστήριξη, κατ' ισχυρισμό, του Αλεξάντερ Ντάνουνερ. Η Επιτροπή απάντησε υποδεικνύοντας την ανακρίβεια των ισχυρισμών, με την επισύναψη των αποδείξεων αποστολής των σχετικών εγγράφων με ηλεκτρονικό ταχυδρομείου. Το κείμενο της επιστολής της Επιτροπής έχει ως ακολούθως: "Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εκφράζει θλίψη γιατί είναι υποχρεωμένη να επανέλθει στο θέμα της απόφασής της για δημοσιεύματα της εφημερίδας σας που αναφέρονταν με αήθεις χαρακτηρισμούς στον ειδικό σύμβουλο του Γ.Γ. του ΟΗΕ για το Κυπριακό Αλεξάντερ Ντάουνερ, δεδομένου ότι δεν αποτελεί πρακτική της η διεξαγωγή διαλόγου με τα ΜΜΕ. Το πράττει όχι για να αντιδικήσει, αλλά για να αποκαταστήσει την πραγματικότητα σε σχέση με ισχυρισμούς που δημοσιεύθηκαν στην εφημερίδα σας, στην έκδοση της 31ης Ιουλίου, 2009. Η Επιτροπή, στην απόφασή της, δεν ανέφερε ότι αρνηθήκατε να παραθέσετε τις απόψεις σας. Ανέφερε ότι «ζητήθηκαν οι απόψεις της εφημερίδας, που παρέλειψε να το πράξει…». Και δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός σας ότι «ψευδώς» αναφέρεται στην απόφαση ότι ζητήθηκαν οι απόψεις σας, γιατί στην πραγματικότητα οι απόψεις της εφημερίδας ζητήθηκαν μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στη διεύθυνση που δίδει η εφημερίδα σας (pontiki@logosnet.cy.net) στις 19/6/2009, στις 10.30 πμ., όπως προκύπτει από την επισυναπτόμενη απόδειξη επιτυχούς αποστολής του ηλεκτρονικού μηνύματος. Αυτή είναι η πρακτική που ακολουθείται με όλα τα ΜΜΕ. Κατά τον ίδιο τρόπο διαβιβάστηκε στην εφημερίδα σας και η απόφαση της Επιτροπής, στις 27/7/2009, ώρα 9.59 π.μ.), όπως και πάλι προκύπτει από την επισυναπτόμενη απόδειξη επιτυχούς αποστολής του μηνύματος. Επομένως δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός σας ότι δεν σας απεστάλη η απόφαση και για το λόγο αυτό απευθύνατε στην Επιτροπή δημόσια επιστολή. Επίσης είναι λανθασμένη η πληροφορία σας ότι συνήλθαν τρία μέλη της Επιτροπής και πήραν την απόφαση. Σύμφωνα με τον Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, τον οποίο η Επιτροπή τηρεί με ευλάβεια, οι αποφάσεις λαμβάνονται σε κανονική συνεδρία της Επιτροπής σε απαρτία, που σημαίνει πλειοψηφία των μελών της. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η απόφαση λήφθηκε σε συνεδρία της ολομέλειας της Επιτροπής και μάλιστα σε πλήρη σύνθεση και ομόφωνα, στις 22 Ιουλίου, 2009. Εξ άλλου, είναι ανακριβής ο ισχυρισμός σας ότι η απόφαση για το «Ποντίκι» δημοσιοποιήθηκε επιλεκτικά. Δημοσιοποιήθηκαν και άλλες αποφάσεις και ενδεικτικά αναφέρουμε την απόφαση στην υπόθεση των εγγράφων του Γενικού Εισαγγελέα, για να περιοριστούμε σε απόφαση ανάλογου δημόσιου ενδιαφέροντος. Τέλος, με την απόφασή της η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας δεν υπερασπίστηκε τον Αλεξάντερ Ντάουνερ, και ασφαλώς δεν πήρε καμιά διαταγή από κανένα για να εξετάσει την υπόθεση, όπως ισχυρίζεστε. Με βάση το σύγχρονο σύστημα της αυτορρύθμισης, σε αντιδιαστολή προς την ποινικοποίηση της παραβίασης της δημοσιογραφικής δεοντολογίας, η Επιτροπή υπερασπίστηκε αυτεπάγγελτα τον Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, σύμφωνα με την αποστολή την οποία της ανέθεσαν οι ιδρυτικοί φορείς (Εκδότες -άρα και το «Ποντίκι»-, Ενωση Συντακτών και ηλεκτρονικά ΜΜΕ) που παραβιάστηκε εξόφθαλμα και κατάφωρα. Το ύφος των σχολίων σας για την απόφαση δεν επιτρέπει τη διεξαγωγή διαλόγου επί άλλων σημείων στα οποία αναφέρεστε. Αλλωστε, στόχος της Επιτροπής δεν είναι η αντιπαράθεση αλλά η βελτίωση του επιπέδου της κυπριακής δημοσιογραφίας, ενώ μια απλή ανάγνωση του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας θα δώσει απαντήσεις σε απορίες που περιέχονται στο δημόσιο σχολιασμό της απόφασης για το δημοσίευμα της εφημερίδα σας".
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
13/2009
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
22/06/2009
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (13/14/6/2009) για το περιεχόμενο της εκπομπής «60 λεπτά» του ΣΙΓΜΑ που μεταδόθηκε στις 7 Μαΐου, 2009, σχετικά με τη Στέγη «Νέα Ελεούσα», καθώς και εναντίον του παρουσιαστή της εκμπομπής Χρύσανθου Τσουρούλη. Το παράπονο υποβλήθηκε από τη Γιώτα Αυξεντίου, Ψυχολόγο και Μέλος της Συμβουλευτικής Επιτροπής της Στέγης «Νέα Ελεούσα», η οποία ανέφερε ότι ο σταθμός και ο παρουσιαστής της εκπομπής στέρησαν το δικαίωμα να ακουσθεί η άλλη φωνή σχετικά με τα καταγγελλόμενα για όσα συμβαίνουν στη Στέγη και κατά συνέπεια η εκπομπή ήταν μονομερής. Περαιτέρω ανέφερε ότι ο παρουσιαστής εξασφάλισε τον έλεγχο της εκπομπής με αντιδεοντολογικούς χειρισμούς και δημιούργησε μια επίπλαστη αντίληψη στους τηλεθεατές. Σε ανάλυση του παραπόνου της, ανέφερε ότι δόθηκε η εντύπωση πως η εκπομπή ήταν ζωντανή και ότι οι τηλεθεατές μπορούσαν να παρέμβουν τηλεφωνικώς, δεδομένου ότι προβαλλόταν το μήνυμα «ΤΗΛΕΦΩΝΙΚΕΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ 22580888», ενώ στην πραγματικότητα η εκπομπή είχε μαγνητοσκοπηθεί νωρίτερα. Εξ άλλου, ανέφερε ότι από τις εικόνες που προβλήθηκαν, με αποτέλεσμα να δοθεί η εντύπωση ότι λήφθηκαν από τη στέγη «Νέα Ελεούσα», στην πραγματικότητα μόνο μερικές ήταν γνήσιες, ενώ οι άλλες δεν προέρχονταν από τη Στέγη. Η παραπονούμενη υποστήριξε ότι υπήρξε «συνειδητή προσπάθειά» του σταθμού και του παρουσιαστή της εκπομπής «να εξαπατήσει το κοινό». Περαιτέρω ανέφερε ότι η Διευθύντρια των Υπηρεσιών Μέριμνας του υπουργείου Εσωτερικών κ. Τούλα Κούλουμου, που πήρε μέρος στην εκπομπή αντιπροσώπευε μόνο τις Υπηρεσίες του τμήματός της και όχι οποιουσδήποτε άλλους φορείς της Στέγης. Από την εξέταση της οπτικογράφησης της εκπομπής προκύπτει ότι μέχρι το 31ο λεπτό της προβαλλόταν στην οθόνη το μήνυμα «ΤΗΛΕΦΩΝΙΚΕΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ 22580888», καθώς και ο τίτλος «ΟΛΗ Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ¨ΝΕΑ ΕΛΕΟΥΣΑ¨». Ατομα που είχαν προσπαθήσει να επικοινωνήσουν τηλεφωνικώς στη διάρκεια της μετάδοσης της εκπομπής ανέφεραν στην Επιτροπή ότι τους λέχθηκε είτε ότι «οι γραμμές έχουν κλείσει» ή ότι «δεν μπορείτε να μιλήσετε». Η βοηθός διευθύντρια της Στέγης κ. Νίκη Χρυσοστόμου, ανέφερε ότι από τις εννέα συνολικά εικόνες που προβάλλονταν στη διάρκεια της εκπομπής, μόνο τρεις είχαν ληφθεί από τη Στέγη. Ο τηλεοπτικός σταθμός ΣΙΓΜΑ απέρριψε το παράπονο για αντιδεοντολογικό χειρισμό της εκπομπής, αναφέροντας δια του δικηγόρου του ότι ο δημοσιογράφος δεν απέκλεισε το δικαίωμα επικοινωνίας με τους εμπλεκόμενους φορείς της Στέγης, οι οποίοι κλήθηκαν να μετάσχουν αλλά αποφάσισαν να εκπροσωπηθούν από τη Διευθύντρια των Υπηρεσιών Μέριμνας του υπουργείου Εσωτερικών. Επίσης ανέφερε ότι κλήθηκε και η κ. Αυξεντίου αλλά δεν ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση, εκδοχή την οποία διέψευσε με κατηγορηματικό τρόπο η παραπονούμενη, αναφέροντας ότι ο παρουσιαστής επικοινώνησε μαζί της δύο μήνες μετά την εκπομπή. Εξ άλλου, ο σταθμός υποστήριξε, ανακριβώς, ότι «η εκπομπή μεταδόθηκε ζωντανά και οι τηλεφωνικές γραμμές ήταν ανοικτές» και οι τηλεθεατές είχαν την ευκαιρία να παρέμβουν τηλεφωνικώς. Ως προς τις εικόνες που μεταδόθηκαν και δεν προέρχονταν από τη Στέγη, ο ΣΙΓΜΑ ανέφερε ότι οι σκηνές αυτές «διέφεραν σε ευκρίνεια και χρωματισμό από τις λοιπές σκηνές που προέρχονταν από τη Νέα Ελεούσα, με αποτέλεσμα να καθίσταται σαφές ότι οι σκηνές αυτές δεν προέρχονταν από το ίδιο υλικό μαγνητοσκόπησης». Η κ. Κούλουμου, ανταποκρινόμενη σε παράκληση της Επιτροπής, την πληροφόρησε ότι η εκπομπή στην οποία η ίδια πήρε μέρος είχε οπτικογραφηθεί νωρίτερα (γύρω στις 9 μ.μ.) και ότι η ίδια παρακολούθησε τη μετάδοσή της από το σπίτι της. Επίσης πληροφόρησε την Επιτροπή ότι η παρουσία της στην εκπομπή θεωρείται «ότι απαντά και δεσμεύει τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας και δεν προκύπτει θέμα εκπροσώπησης των Υπηρεσιών από άλλο υπάλληλο». Υπό το φως των ανωτέρω, η Επιτροπή αποφάσισε ότι παραβιάστηκε η πρόνοια του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας ότι «τα ΜΜΕ μεριμνούν ώστε να μη δημοσιεύονται ανακριβείς, παραπλανητικές ή διαστρεβλωτικές της αλήθειας πληροφορίες» με τη δημιουργία της εντύπωσης ότι η εκπομπή μεταδιδόταν ζωντανά. Η παραπλανητική αυτή εντύπωση δημιουργήθηκε με την προβολή του μηνύματος για το τηλέφωνο επικοινωνίας, με την παράλειψη διευκρίνησης ότι η εκπομπή ήταν μαγνητοσκοπημένη και γενικότερα με τη δημιουργία της εντύπωσης από δήλωση του παρουσιαστή ότι θα έπαιρνε τηλεφωνήματα και με τη μετάδοση δύο τέτοιων τηλεφωνημάτων, τα οποία, όμως, είχαν διευθετηθεί εκ των προτέρων. Η Επιτροπή αποφάσισε, επίσης, ότι δεν μπορεί να αποδεχθεί τη θέση ότι από τη διαφορά σε ευκρίνεια των εικόνων που προβλήθηκαν ήταν δυνατό να διαπιστωθεί ποιες προέρχονταν από τη Στέγη και ποιες όχι. Αφ’ ενός δεν διευκρινίστηκε ότι κάποιες εικόνες προέρχονταν από τι Στέγη και κάποιες όχι και δεν αναφέρθηκαν ποιας ποιότητας ήταν οι μεν και οι δε και εφ’ ετέρου δεν είναι δυνατό να αναμένεται από το μέσο τηλεθεατή να ξεχωρίζει την ευκρίνεια των εικόνων και την προέλευση τους από το βαθμό ευκρίνειας. Υπό το φως των ανωτέρω, η Επιτροπή αποφάσισε ότι υπήρξε παραβίαση της ίδιας πρόνοιας περί μη μετάδοσης ανακριβών ή παραπλανητικών πληροφοριών, με τη μετάδοση εικόνων που δεν προέρχονταν από τη Στέγη, σε ρεπορτάζ που περιέγραφε την κατάσταση στη Νέα Ελεούσα, καθώς και σ’ όλη τη διάρκεια της εκπομπής. Υπό το φως της βεβαίωσης της κ. Κούλουμου ότι με την παρουσία της στην εκπομπή εκπροσωπούσε την πλευρά της Στέγης «Νέα Ελεούσα», η Επιτροπή αποφάσισε ότι δεν υπήρξε παραβίαση των προνοιών για ίση μεταχείριση και αντικειμενικότητα ως προς τη σύνθεση της ομάδας των συζητητών και το περιεχόμενο της εκπομπής και απέρριψε το σχετικό παράπονο. Η κ. Κούλουμου είχε την ευκαιρία να παρουσιάσει τις θέσεις της πλευράς της Στέγης και δεν διαπιστώθηκε καμιά προσπάθεια παρεμπόδισης έκφρασης των απόψεων και θέσεών της. Περαιτέρω, ο παρουσιαστής είχε το δικαίωμα να υποστηρίζει συγκεκριμένες θέσεις σχετικά με το θέμα. Η στέρηση του δικαιώματος απάντησης ή παρέμβασης των τηλεθεατών στη διάρκεια της εκπομπής ήταν παρεπόμενη της μετάδοσης της εκπομπής από οπτικογράφηση και όχι σκόπιμη, δεδομένου ότι η οπτικογράφηση έγινε για άλλους πρακτικούς λόγους και όχι για να παρεμποδισθεί οποιοσδήποτε να παρέμβει τηλεφωνικώς στη διάρκεια της εκπομπής.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
7/2009
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
17/06/2009
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΟΧΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (7/9/4/2009) από τον κ. Στηβ Ευσταθίου, συντονιστή της «Ομάδας Πρωτοβουλίας Ορμήδειας» εναντίον της εφημερίδας «Χαραυγή» και του ανταποκριτή της στη Λάρνακα Τάσου Περδίου για ελλιπή και μεροληπτική πληροφόρηση σχετικά με τη δραστηριότητα της ομάδας. Το παράπονο αφορά στον τρόπο χειρισμού και προβολής από τη "Χαραυγή" των δραστηριοτήτων και θέσεων της «Ομάδας Πρωτοβουλίας Ορμήδειας», που συστάθηκε για να εργασθεί εναντίον της δημιουργίας διακομιστικού σταθμού σκυβάλων στην κοινότητα. Ο παραπονούμενος ανέφερε ότι ο ανταποκριτής της «Χαραυγής» «με σειρά άρθρων του…συκοφαντεί τις θέσεις…και εκδηλώσεις» της ομάδας» και ότι «ουδέποτε συμπεριέλαβε τις θέσεις, δηλώσεις και ανακοινώσεις» της στα άρθρα του, κατά παράβαση βασικών κανόνων της δημοσιογραφικής δεοντολογίας. Προς υποστήριξη του παραπόνου του, απέστειλε σειρά δημοσιευμάτων άλλων εφημερίδων, καθώς και δημοσιεύματα της «Χαραυγής» σχετικά με το θέμα της δημιουργίας διακομιστικού σταθμού στερεών αποβλήτων στην Ορμήδεια. Ο κ. Περδίος απάντησε απορρίπτοντας τους ισχυρισμούς. Ανέφερε ότι πρόβαλε τις θέσεις των παραπονουμένων, έστω και με τρόπο που δεν τους άρεσε και υπέβαλε στην Επιτροπή φωτοτυπίες ανταποκρίσεών του γύρω από τις κινητοποιήσεις της ομάδας και τις εξελίξεις στο θέμα. Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι σε μερικά δημοσιεύματα καταγράφηκε η αντίθεση της Ομάδας στο έργο, έστω και αν δεν έγινε αναφορά σε κάποιες δραστηριότητες, όπως ήταν η αποκοπή του αυτοκινητόδρομο στην περιοχή της κοινότητας. Ειδικότερα, στην έκδοση της «Χαραυγής» της 30ης Μαρτίου, 2009, δημοσιεύθηκαν λεπτομερώς οι θέσεις της Ομάδας και στη συνέχεια παρατέθηκαν παρατηρήσεις και σχόλια πάνω σ’ αυτές. Η πρακτική αυτή είναι σύμφωνη με την πρόνοια του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας ότι τα ΜΜΕ έχουν δικαίωμα να υποστηρίζουν συγκεκριμένες θέσεις εφ’ όσον καθιστούν σαφή τη διάκριση μεταξύ γεγονότος και σχολίου. Η Επιτροπή έλαβε επίσης υπόψη το γεγονός ότι οι παραπονούμενοι, εφ’ όσον δεν ήταν ικανοποιημένοι από το επίπεδο πληροφόρησης από τη «Χαραυγή», είχαν το δικαίωμα να το επισημάνουν προς την εφημερίδα, να υποβάλουν τις θέσεις τους και να ζητήσουν δημοσίευσή τους, το οποίο όμως δεν άσκησαν. Υπό το φως των ανωτέρω η Επιτροπή διαπίστωσε ότι δεν ευσταθεί το παράπονο για παραβίαση προνοιών του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας και ειδικότερα των προνοιών για πλήρη και αντικειμενική ενημέρωση.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
11/2009
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
17/06/2009
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ, ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε αυτεπάγγελτα και κατόπιν υποβολής παραπόνου (11/27/5/09) την περίπτωση μετάδοσης από τηλεοπτικούς σταθμούς εικόνων που παρουσίαζαν τον τέως Πρόεδρο της Δημοκρατίας δεμένο σε φορείο και με γάζες και βελόνες στα χέρια, κατά την έξοδό του από νοσοκομείο, ύστερα από καθετηριασμό για διάνοιξη αρτηρίας. Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι εικόνες με το επίμαχο περιεχόμενο είχαν προβληθεί από τον ΑΝΤ1, το ΡΙΚ και το ΣΙΓΜΑ στις 26 Μαΐου, 2009 και σε πρώτο στάδιο εξέδωσε, στις 27 Μαΐου, 2009, την πιο κάτω ανακοίνωση: «Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας αναφέρεται σε ρεπορτάζ ορισμένων τηλεοπτικών σταθμών για την έξοδο από το Αμερικανικό Ινστιτούτο Καρδιάς του τέως προέδρου της Δημοκρατίας Γλαύκου Κληρίδη, ύστερα από τη διενέργεια αγγειοπλαστικής επέμβασης για διάνοιξη αρτηρίας και εκφράζει την έντονη απαρέσκειά της για τις σκηνές που προβλήθηκαν. Η Επιτροπή θεωρεί ότι σκηνές που παρουσίαζαν τον τέως πρόεδρο της Δημοκρατίας με γάζες στα χέρια και τα πόδια, δεμένο σε φορείο και σε κατάσταση αδυναμίας ύστερα από την επέμβαση στην οποία είχε υποβληθεί, συνιστούν αδικαιολόγητη και απαράδεκτη παρέμβαση σε ιδιωτικές στιγμές και εκμετάλλευση του ανθρώπινου πόνου, τον οποίο και επιτείνουν. Το γεγονός ότι ο ασθενής είναι εξέχουσα προσωπικότητα δεν δικαιολογεί τέτοια παρέμβαση. Η Επιτροπή εξετάζει συγκεκριμένα παράπονα εναντίον ΜΜΕ για το θέμα αυτό, αλλά έκρινε ότι ήταν καθήκον της να απευθυνθεί γενικά προς τα ΜΜΕ και τους δημοσιογράφους, για να τους ζητήσει να επιδεικνύουν σεβασμό προς την ιδιωτική ζωή, ιδιαίτερα ατόμων που βρίσκονται σε κατάσταση πόνου και να αποφεύγουν ενέργειες που επιτείνουν τον ανθρώπινο πόνο όλων των εμπλεκομένων, κατά παράβαση ρητών διατάξεων του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας». Οι σκηνές που προβλήθηκαν από τους τρεις τηλεοπτικούς σταθμούς ήταν περίπου οι ίδιες. Ο κ. Κληρίδης παρουσιαζόταν να χαιρετά με το χέρι τους δημοσιογράφους, οι οποίοι προχώρησαν στην υποβολή ερωτήσεων για την περιπέτεια της υγείας του. Οι ερωτήσεις και απαντήσεις ήταν: -Γεια σας κ. Κληρίδη. Είσθε καλά; -Καλά είμαι. -Πως νοιώθετε; -Αρκετά καλά. -Πέρασε και αυτή η περιπέτεια! -Πέρασε και αυτή, -Καλή ανάρρωση. -Ευχαριστώ πολύ. -Θα επιστρέψετε στο σπίτι σας τις επόμενες ημέρες. -Θα είμαι στην Ευαγγελίστρια για …δυο μέρες». Ανταποκρινόμενοι σε παράκληση της Επιτροπής να παραθέσουν τις απόψεις τους για το θέμα, οι διευθυντές ειδήσεων των τριών τηλεοπτικών σταθμών απολογήθηκαν για την προβολή των εικόνων. Ανέφεραν ότι αποτελεί πολιτική τους να μη μεταδίδονται παρόμοιες εικόνες και πρόβαλαν διάφορους λόγους για τη μετάδοσή τους. Ο ΑΝΤ1 ανέφερε ότι οι εικόνες προβλήθηκαν για να φανεί ότι η υγεία του τέως Προέδρου ήταν καλή και υπό το κράτος της εντύπωσης ότι οι οικείοι του επιθυμούσαν να γίνει αυτό. Το ΡΙΚ ανέφερε ότι η προβολή των σκηνών οφειλόταν σε απειρία και αβλεψία και ότι η προβολή τέτοιων εικόνων δεν αποτελεί μέρος της πρακτικής του ΡΙΚ. Επί πλέον, η δημοσιογράφος που κάλυπτε το θέμα ανέφερε ότι εξέλαβε το χαιρετισμό του κ. Κληρίδη προς τους δημοσιογράφους ως συγκατάθεση και προχώρησε στην υποβολή ερωτήσεων. Ο ΣΙΓΜΑ ανέφερε ότι οι σκηνές προβλήθηκαν από αβλεψία, δεδομένου ότι είναι πολιτική του σταθμού να μην προβάλλονται παρόμοιες σκηνές. Ολοι οι τηλεοπτικοί σταθμοί ανέφεραν ότι δόθηκαν οδηγίες για αποφυγή μετάδοσης παρόμοιων σκηνών στο μέλλον. Η Επιτροπή εξέφρασε ευαρέσκεια για το γεγονός ότι και οι τρεις τηλεοπτικοί σταθμοί βεβαίωσαν ότι δεν αποτελεί πολιτική τους η προβολή παρόμοιων εικόνων και περαιτέρω αποφάσισε ότι, παρά τις διάφορες δικαιολογίες που παρατέθηκαν, η μετάδοση των σκηνών αυτών αντιβαίνει προς σειρά προνοιών του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας. Ειδικότερα, αποφάσισε ότι συνιστούν παραβίαση της πρόνοιας περί σεβασμού της ιδιωτικής ζωής ατόμων –έστω και αν πρόκειται για εξέχουσες προσωπικότητες- καθώς και της πρόνοιας για επίδειξη ευαισθησίας στην παρουσίαση του ανθρώπινου πόνου. Η Επιτροπή επισημαίνει ότι οι καλές προθέσεις για τη μετάδοση των εικόνων και οι υποθέσεις ως προς τις επιθυμίες είτε των μελών της οικογένειας του κ. Κληρίδη, είτε ως προς συγκατάθεση του ιδίου με την επίδειξη φιλικών διαθέσεων από τον ίδιο, δεν αποτελούν δικαιολογία για παραβίαση προνοιών του Κώδια Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, εφ' όσον δεν υπήρχε εκπεφρασμένη και σαφής συγκατάθεση.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
8/2009
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
29/04/2009
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, στο πλαίσιο της αποστολής της, σημαντικό συστατικό της οποίας είναι η «υποχρέωση να προασπίζεται το δικαίωμα της Ελευθερίας Εκφρασης και την ανεξαρτησία των δημοσιογράφων», επιλήφθηκε καταγγελίας του δημοσιογράφου κ. Κώστα Γεννάρη ότι ομάδα διαδηλωτών τον παρεμπόδισε κατά τη διάρκεια εκτέλεσης δημοσιογραφικής αποστολής. Ειδικότερα, ο κ. Γεννάρης ανέφερε στην καταγγελία του ότι το βράδυ της 24ης Απριλίου, ενώ ετοιμαζόταν να μεταδώσει δορυφορικό ρεπορτάζ στην ΕΡΤ από την περιοχή του οδοφράγματος της οδού Λήδρας στη Λευκωσία, διαδηλωτές που είχαν οργανώσει εκδήλωση για την επέτειο του δημοψηφίσματος για το σχέδιο Ανάν, τον παρεμπόδισαν στην εκτέλεση της εργασίας του. Περαιτέρω ανέφερε ότι οι διαδηλωτές ανέμιζαν πανώ μπροστά στην τηλεοπτική κάμερα παρεμποδίζοντας τη λήψη εικόνας και φώναζαν δυνατά διάφορα συνθήματα. Υπό τις συνθήκες αυτές η ΕΡΤ ζήτησε διακοπή της μετάδοσης χάριν της ασφάλειας του κ. Γεννάρη. Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας παρακολούθησε τηλεοπτική εικόνα στην οποία καταγράφηκαν τα γεγονότα καθώς και σύντομες ταινίες που τοποθετήθηκαν σε ιστοσελίδα στο Διαδίκτυο. Η Επιτροπή θεωρεί ότι άτομα και ομάδες έχουν το δικαίωμα έκφρασης των απόψεών τους, πάντοτε στο πλαίσιο της νομιμότητας και με σεβασμό προς το δικαίωμα της Ελευθερίας Εκφρασης των άλλων. Στην προκειμένη περίπτωση διαπίστωσε ότι οι διαδηλωτές όχι απλώς υπερέβησαν τα δικαιώματά τους, αλλά παραβίασαν το δικαίωμα της Ελευθερίας Εκφρασης δημοσιογράφου. Η ενέργειά τους ήταν φιμωτική, γιατί είχε ως αποτέλεσμα τη ματαίωση της δημοσιογραφικής του αποστολής και την παραβίαση του δικαιώματος για απρόσκοπτη πληροφόρηση. Υπό το φως των ανωτέρω, η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας καταδικάζει με έντονο τρόπο την ενέργεια των διαδηλωτών, την οποία θεωρεί ως στρεφομένη εναντίον της ελευθερίας του Τύπου και των δημοσιογράφων, του δικαιώματος πληροφόρησης του κοινού και της Ελευθερίας Εκφρασης, η οποία αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της δημοκρατίας.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
6/2009
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
31/03/2009
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΔΙΕΥΘΕΤΗΘΕΝ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας ασχολήθηκε με παράπονο (6/31/3/2009) από το δημοσιογράφο Μανώλη Καλατζή ότι το ΣΙΓΜΑ, στην εκπομπή του «60 λεπτά» της 26ης Μαρτίου, 2009, μετέδωσε ρεπορτάζ για αστυνομικούς που παραμένουν ατιμώρητοι ενώ κακοποίησαν πολίτες, το οποίο είχε ληφθεί αυτούσιο από είδησή του, που δημοσιεύθηκε στον «Πολίτη» στις 25/3/2009, υπό τον τίτλο «Το βαρύ χέρι του νόμου». Στο παράπονό του ανέφερε ότι το ρεπορτάζ μεταδόθηκε χωρίς να αναφερθεί η προέλευσή του. Κατά τη διαδικασία λήψης των απόψεων στου σταθμού, ο παρουσιαστή της εκπομπής Χρύσανθος Τσουρούλης, πληροφόρησε τη γραμματεία της Επιτροπής ότι συζήτησε το θέμα με τον κ. Καλατζή, δόθηκαν εξηγήσεις και συνεπώς δεν υπήρχε αντικείμενο για να δώσει τις απόψεις του. Ο κ. Καλατζής επιβεβαίωσε το γεγονός και απέσυρε το παράπονό του με επιστολή ημερομηνίας 6 Απριλίου, 2009. Δεδομένων των αμοιβαίων εξηγήσεων, η Επιτροπή θεωρεί το θέμα λήξαν.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
5/2009
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
20/03/2009
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ,ΟΧΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (5/20/3/2009) από την Ειρήνη Χαραλαμπίδου εναντίον της εφημερίδας «Φιλελεύθερος» για κατ’ ισχυρισμό δημοσίευση ανακριβών ή και παραπλανητικών πληροφοριών και διασυρμό. Ειδικότερα, η κ. Χαραλαμπίδου, παρουσιάστρια της εκπομπής του ΡΙΚ «Το συζητάμε», παραπονέθηκε ότι ο «Φιλελεύθερος», στις 19/3/2009 δημοσίευσε στη στήλη των επιστολών κείμενο, χωρίς υπογραφή, διακριτό από τα άλλα και υποστήριξε ότι η απουσία υπογραφής παραβιάζει την πρόνοια περί ακρίβειας των πληροφοριών. Περαιτέρω ανέφερε ότι το δημοσίευμα θίγει την επαγγελματικής της ακεραιότητα και διασύρει την τιμή και υπόληψή της. Στο κείμενο που δημοσιεύθηκε ως επιστολή αναγνώστη στο «Φιλελεύθερο» διατυπωνόταν ο ισχυρισμός ότι η εκπομπή της κ. Χαραλαμπίδου «έχει μετατραπεί…σε βήμα μονόπλευρης προπαγάνδας που δουλικά υπηρετεί συγκεκριμένη σχολή σκέψης στο κυπριακό». Περαιτέρω το κείμενο ανέφερε ότι πρωτοστάτης ήταν η ίδια η παρουσιάστρια «που αντί να συντονίζει τηρώντας τις ισορροπίες στη σύνθεση των πάνελ … μετέχει ενεργά και η ίδια στις συζητήσεις, εκφράζοντας τις προσωπικές της απόψεις». Το κείμενο αναφερόταν επίσης στη σύνθεση της ομάδας συζητητών στην αμέσως επόμενη εκπομπή της 23ης Μαρτίου, 2009, με αντικείμενο τις εξελίξεις της περιόδου 1960-67, με την προσθήκη ότι ο κ. Ανθος Λυκαύκης θα έκανε τηλεφωνική παρέμβαση από την Αθήνα. Προς υποστήριξη των θέσεών της, η κ. Χαραλαμπίδου επισύναψε δημοσιεύματα εναντίον της με την υπογραφή του Διευθυντή της εφημερίδας Τάκη Κουνναφή, καθώς και διάφορα άλλα σχόλια της εφημερίδας σχετικά με το πρόγραμμα που παρουσιάζει. Η κ. Χαραλαμπίδου απηύθυνε επιστολή προς τον αρχισυντάκτη του Φιλελεύθερου, η οποία δημοσιεύθηκε στις 19/3/2009, επισημαίνοντας ότι η ανώνυμη επιστολή περιείχε προσωπικές επιθέσεις συκοφαντικού χαρακτήρα και ζητούσε να πληροφορηθεί το όνομα του επιστολογράφου. Περαιτέρω ανέφερε ότι ήταν λανθασμένη η πληροφορία πως ο κ. Ανθος Λυκαύκης θα έκανε τηλεφωνική παρέμβαση στην εκπομπή, γιατί θα ήταν (και ήταν) ο ίδιος στο στούντιο, ενώ ως προς τη σύνθεση της ομάδας συζητητών ανέφερε ότι οι προσκεκλημένοι ήταν πρόσωπα που έζησαν ή μελέτησαν την περίοδο υπό συζήτηση και έχουν διαφορετικές προσεγγίσεις ως προς τα γεγονότα. Η κ. Χαραλαμπίδου απέρριψε τον ισχυρισμό ότι εκφράζει προσωπικές απόψεις στο πρόγραμμά της ή ότι εξυπηρετεί οποιαδήποτε σχολή σκέψης. Ο «Φιλελεύθερος» απάντησε απορρίπτοντας όλες τις θέσεις της κ. Χαραλαμπίδου ως ανυπόστατους και αβάσιμους ισχυρισμούς και ειδικότερα το συσχετισμό του περιεχομένου του ανώνυμου κειμένου με άλλα δημοσιεύματα της εφημερίδας. Ως προς το κείμενο που δημοσιεύθηκε, η εφημερίδα ανέφερε ότι επρόκειτο για επιστολή που λήφθηκε με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, ο αποστολέας της οποίας ζήτησε να τηρηθεί η ανωνυμία του. Ανέφερε επίσης ότι η δημοσίευση ανώνυμων επιστολών «συνηθίζεται εφόσον βέβαια τούτο ζητηθεί και εφόσον δεν επηρεάζει καθ’ οιονδήποτε τρόπο το δημοσίευμα ή/και οποιαδήποτε σχετική νομοθεσία και τη δημοσιογραφική δεοντολογία». Για το περιεχόμενο του κειμένου, η εφημερίδα ανέφερε ότι επρόκειτο για έντιμο σχόλιο για θέμα δημοσίου ενδιαφέροντος και έκφραση γνώμης «που βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα». Η Επιτροπή ασχολήθηκε διεξοδικά με την πρακτική της δημοσίευσης από τα ΜΜΕ ανώνυμων επιστολών. Υπήρξε γενική συναίνεση ότι είναι επιθυμητό οι επιστολές να φέρουν υπογραφή, αλλά έγινε δεκτό ότι για διάφορους λόγους δεν αποκλείεται η δημοσίευση κειμένων χωρίς την αποκάλυψη της ταυτότητας του επιστολογράφου. Στις περιπτώσεις ανώνυμων επιστολών είναι ευνόητο ότι τα ΜΜΕ που τις φιλοξενούν επωμίζονται πλήρως την ευθύνη για τις απόψεις που εκφράζονται σ’ αυτές. Στη συγκεκριμένη περίπτωση εξετάστηκε το ερώτημα κατά πόσο θα άλλαζε ο,τιδήποτε αν η επιστολή έφερε υπογραφή, καθώς και το ερώτημα κατά πόσο η ανωνυμία της επιστολής επηρέασε με οποιοδήποτε τρόπο το δικαίωμα απάντησης στις απόψεις που εκφράστηκαν στο κείμενο. Η απάντηση ήταν αρνητική και στις δύο περιπτώσεις. Η Επιτροπή θεώρησε ότι το δικαίωμα απάντησης δεν επηρεάστηκε, αφού η εφημερίδα δημοσίευσε την απαντητική επιστολή της κ. Χαραλαμπίδου. Ως προς το παράπονο ότι το κείμενο που δημοσιεύθηκε θίγει την επαγγελματική ακεραιότητα και διασύρει την τιμή και την υπόληψη της κ. Χαραλαμπίδου, η υποεπιτροπή θεωρεί ότι πρόκειται για έκφραση απόψεων και άσκηση κριτικής, στο πλαίσιο της ελευθερίας έκφρασης. Τηλεοπτικές εκπομπές στις οποίες εκφράζονται απόψεις και ασκείται κριτική υπόκεινται με τη σειρά τους σε άσκηση κριτικής, τόσο ως προς το περιεχόμενο όσο και ως προς τον τρόπο παρουσίασης, όπως και κάθε άλλη δραστηριότητα δημοσίου ενδιαφέροντος, έστω και αν η κριτική θεωρείται αυστηρή. Στις περιπτώσεις αυτές παρέχεται η προνοούμενη από τον Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας θεραπεία, που είναι η άσκηση του δικαιώματος απάντησης στην κριτική. Το δικαίωμα αυτό ικανοποιήθηκε στην προκειμένη περίπτωση με τη δημοσίευση της επιστολής της παραπονούμενης. Η κ. Χαραλαμπίδου επισύναψε στο παράπονό της επικριτικά κείμενα για την ίδια και την εκπομπή της με την υπογραφή του Διευθυντή της εφημερίδας. Δεδομένου ότι δεν υποβλήθηκε παράπονο για τα κείμενα αυτά, αλλά προφανώς επισυνάφθηκαν για ενίσχυση του ισχυρισμού ότι η επιστολή δεν ήταν γνήσια, η Επιτροπή δεν θεώρησε ότι έπρεπε να ασχοληθεί με αυτά, ούτε θεώρησε ότι θα μπορούσαν να αποτελέσουν απόδειξη για το μη γνήσιο της επιστολής. Υπό το φως της βεβαίωσης της εφημερίδας ότι η επιστολή λήφθηκε με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο και ήταν γνήσια, χωρίς όμως την παρουσίαση πειστηρίων, η υποεπιτροπή δεν ήταν δυνατό να αποφανθεί κατά πόσο υπήρξε παραπλάνηση ή όχι ως προς τη γνησιότητα της επιστολής. Ωστόσο, η υποεπιτροπή αποφάσισε ότι το κείμενο που δημοσιεύθηκε περιείχε ανακριβείς πληροφορίες όσον αφορά το σημείο ότι ο Ανθος Λυκαύγης δεν θα μετείχε στην επίμαχη εκπομπή αλλά θα έκανε τηλεφωνική παρέμβαση από την Αθήνα. Δεδομένου ότι το κεντρικό σημείο της κριτικής στην επιστολή ήταν η κατ’ ισχυρισμό μονομερής σύνθεση της ομάδας των συζητητών και ότι ο κ. Λυκαύγης, ως η μόνη αντίθετη φωνή, θα έκανε μόνο τηλεφωνική παρέμβαση, η παρουσία του ή μη στην εκπομπή αποτελούσε ουσιώδες στοιχείο της κριτικής. Κατά συνέπεια, ο ισχυρισμός για απλή τηλεφωνική παρέμβαση θεωρείται ως παραβίαση της πρόνοιας του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας ότι «τα ΜΜΕ μεριμνούν ώστε να μη δημοσιεύονται ανακριβείς, παραπλανητικές, φανταστικές ή διαστρεβλωτικές της αλήθειας ειδήσεις ή πληροφορίες».
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
2/2009
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
18/03/2009
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (2/15/1/2009) από τον κ. Γιώργο Θεοδώρου ότι η εφημερίδα «Φιλελεύθερος» αντιδεοντολογικά δημοσίευσε επιστολή παραίτησής του από το Διοικητικό Συμβούλιο της Ανόρθωσης, τον Ιούνιο του 2006, την οποία είχε αποστείλει στα άλλα μέλη του Δ.Σ. του σωματείου. Η επιστολή δημοσιεύθηκε στο παράρτημα «Φίλαθλος» της εφημερίδας την ίδια ημέρα κατά την οποία διεξήχθησαν εκλογές για την ανάδειξη νέου Δ. Συμβουλίου της Ανόρθωσης, ύστερα από το σάλο που προκλήθηκε από τη διατύπωση καταγγελιών δημοσίως και τη διεξαγωγή αστυνομικής έρευνας εναντίον του τέως προέδρου του Σωματείου Ανδρέα Παντελή. (Σχετική υπόθεση 32/2008). Η εφημερίδα σε είδησή της σχολίαζε το γεγονός ότι ο τέως πρόεδρος της Ανόρθωσης Ανδρέας Παντελή είχε επιλέξει τον κ. Γ. Θεοδώρου ως το «δεξί του χέρι» στο συνδυασμό του για τις εκλογές που θα διεξάγονταν το απόγευμα της ίδιας ημέρας στο σωματείο και ότι, αν εκλεγόταν, ο κ. Θεοδώρου θα ήταν Εκτελεστικός Σύμβουλος. Η εφημερίδα παρέθεσε αποσπάσματα από την επιστολή 6 σελίδων, υποστηρίζοντας ότι από το κείμενο της προκύπτει ότι ο κ. Θεοδώρου ήταν ο πρώτος που πριν από 4 χρόνια είχε διατυπώσει κατηγορίες εναντίον του κ. Παντελή παρόμοιες με εκείνες που οδήγησαν στη διεξαγωγή αστυνομικής έρευνας εναντίον του. Ο κ. Θεοδώρου υποστήριξε ότι η επιστολή υποκλάπηκε από δημοσιογράφο της εφημερίδα και δημοσιεύθηκε στις 14/1/2009 (μαζί με φωτογραφία του), χωρίς εξουσιοδότηση για εξυπηρέτηση «αλλότριων και ιδιοτελών συμφερόντων» και «με προφανή σκοπό να πλήξει την αξιοπιστία και την εντιμότητά» του, εν όψει των εκλογών στο σύλλογο ΑΝΟΡΘΩΣΗΣ Αμμοχώστου. Η εφημερίδα απάντησε δια της νομικού της συμβούλου, αναφέροντας μεταξύ άλλων ότι απορρίπτει πως με τη δημοσίευση αποσπασμάτων της επιστολής θίγηκε η αξιοπιστία και η εντιμότητα του παραπονουμένου. Περαιτέρω απέρριψε τον ισχυρισμό περί υποκλοπής, αναφέροντας ότι η επιστολή «ούτε απόρρητη ήταν, ούτε εμπιστευτική και σε κάθε περίπτωση είχε κοινοποιηθεί και/ή γνωστοποιηθεί και/ή κυκλοφορήσει ευρέως τόσο κατά το χρόνο συγγραφής της όσο και κατά τον χρόνο υποβολής της υποψηφιότητας του παραπονούμενου». Επίσης ανέφερε ότι τα ΜΜΕ έχουν υποχρέωση να ασχολούνται με θέματα κοινού ενδιαφέροντος. Ως προς την επιλεκτική δημοσίευση αποσπασμάτων της εξασέλιδης επιστολής, η εφημερίδα ανέφερε ότι ο συντάκτης της είδησης επέλεξε τα κυριότερα σημεία της επιστολής με γνώμονα την αμερόληπτη και αντικειμενική ενημέρωση του αναγνώστη, και χωρίς «αλλότρια συμφέροντα» και επί πλέον προσπάθησε, ανεπιτυχώς, να επικοινωνήσει και να πάρει τις απόψεις του κ. Θεοδώρου. Εξ άλλου, υποστήριξε ότι ο συντάκτης δεν παραποίησε την επιστολή, αλλά «συρρίκνωσε τα σημεία όπου γίνονται οι αναφορές στο δημοσίευμα για του λόγου του αληθές». Η Επιτροπή, αφού μελέτησε τις εκατέρωθεν θέσεις, το δημοσίευμα του «Φιλελεύθερου» και το πλήρες κείμενο της επιστολής, που έθεσε στη διάθεσή της ο παραπονούμενος, διαπίστωσε ότι το κείμενο δεν έφερε καμιά ένδειξη ότι ήταν εμπιστευτικής φύσης και ότι απευθυνόταν προς όλα τα μέλη του Δ.Σ. της Ανόρθωσης. Η Επιτροπή έκρινε ότι η επιστολή, ως εκ της φύσης και του περιεχομένου της, ήταν φυσικό να κυκλοφορήσει ευρύτερα ή να λάβουν γνώση του περιεχομένου της πολλά άτομα, πέραν των παραληπτών της. Η Επιτροπή θεώρησε ότι υπό τις περιστάσεις η διαρροή και δημοσιοποίησή της θα έπρεπε να θεωρείται αναμενόμενη. Περαιτέρω έκρινε ότι η εφημερίδα είχε κάθε δικαίωμα να ασχοληθεί με το θέμα, το οποίο ήταν επίκαιρο και δημοσίου ενδιαφέροντος, λόγω του σάλου που είχε προηγηθεί σχετικά με τον τέως πρόεδρο της Ανόρθωσης και εφ’ όσον η επιστολή είχε περιέλθει στην κατοχή της εφημερίδας, είχε δικαίωμα να ασχοληθεί με το περιεχόμενό της. Συνεπώς, η Επιτροπή έκρινε ότι η δημοσίευση της επιστολής δεν ήταν αντιδεοντολογική, δεδομένου ότι έγινε στο πλαίσιο της αποστολής των ΜΜΕ για ενημέρωση επί θεμάτων δημοσίου ενδιαφέροντος. Ωστόσο, η Επιτροπή σημείωσε ότι η εφημερίδα προέβη σε επιλεκτική και αποσπασματική δημοσίευση της επιστολής. Ειδικότερα, από τις έξι σελίδες που καταλάμβανε η επιστολή, ασχολήθηκε μόνο με αποσπάσματα από τις δύο πρώτες σελίδες, που αναφέρονταν στη διαχείριση οικονομικών θεμάτων από τον κ. Παντελή και στον τρόπο άσκησης της προεδρίας του Σωματείου. Η εφημερίδα δεν ασχολήθηκε καθόλου με τις άλλες τέσσερις σελίδες της επιστολής, που παρέθετε απολογισμό πεπραγμένων του παραπονούμενου επί θεμάτων αρμοδιότητάς του για τη διάρκεια της θητείας του και σειρά απόψεων και εισηγήσεων ως προς το τι κατά τη γνώμη του έπρεπε να γίνει για εξυγίανση του Σωματείου. Συνεπώς, ο σκοπός της επιστολής δεν ήταν απλώς η διατύπωση επικρίσεων εναντίον του προέδρου της Ανόρθωσης περί κακοδιοίκησης, στην οποία και μόνο επικεντρώθηκε ο συντάκτης της είδησης. Η Επιτροπή έκρινε ότι ήταν προφανές πως η επιλογή των σημείων έγινε με σκοπό να επισημανθεί η κατ’ ισχυρισμόν αντίφαση μεταξύ των τότε θέσεων του παραπονουμένου και εκείνων της τρέχουσας περιόδου ως προς την καταλληλότητα του κ. Παντελή να κατέχει τη θέση του προέδρου της Ανόρθωσης. Αυτό είναι καθ’ όλα θεμιτό, αλλά όχι σε βάρος της ολοκληρωμένης και αντικειμενικής ενημέρωσης, η οποία είναι σύμφυτη με την αποστολή των ΜΜΕ. Η Επιτροπή θεωρεί ότι υπήρξε παράλειψη, έστω και περιληπτικής ή και απλής αναφοράς στα άλλα σημεία της επιστολής -τον απολογισμό και τις εισηγήσεις του παραπονουμένου- ώστε να δοθεί μια ολοκληρωμένη και αντικειμενική ενημέρωση ως προς το σκοπό για τον οποίο εγράφη τότε η επιστολή, έστω και αν τα σημεία αυτά δυνατό να θεωρήθηκαν ως ήσσονος ενδιαφέροντος από άλλα. Συνακόλουθα, η Επιτροπή θεωρεί ότι με την επιλεκτική δημοσίευση αποσπασμάτων της επιστολής υπήρξε παραβίαση της πρόνοιας του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας περί υποχρέωσης για παροχή ολοκληρωμένης και αντικειμενικής ενημέρωσης. Η Επιτροπή θεωρεί ότι οι δημοσιογράφοι και τα ΜΜΕ, οσάκις, για οποιοδήποτε λόγο δημοσιεύουν επιστολές ή κείμενα τρίτων, δεν έχουν την υποχρέωση να τα δημοσιεύουν αυτούσια, αλλά μπορούν να κάνουν περίληψή τους, χωρίς όμως να αλλοιώνουν το νόημά τους ή να παρασιωπούν σημεία τους. Περαιτέρω, η Επιτροπή δεν αποδέχθηκε τη θέση που πρόβαλε η εφημερίδα ότι η ύπαρξη παραπλάνησης σε μια πληροφορία προϋποθέτει δόλο, αυθαιρεσία και παρανομία. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, πληροφορίες που δημοσιεύονται καλή τη πίστη αλλά εκ των υστέρων αποδεικνύονται ανακριβείς και παραπλανητικές δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως τέτοιες, ελλείψει πρόθεσης ή δόλου, πράγμα που είναι παράλογο, ή, αντίθετα, οσάκις καλή τη πίστη δημοσιεύονται ανακριβείς και παραπλανητικές πληροφορίες να προκύπτει αμάχητο τεκμήριο δόλου εναντίον δημοσιογράφων και ΜΜΕ, το οποίο επίσης είναι παράλογο. Συνεπώς, η Επιτροπή έκρινε ότι η φωτοτυπία που δημοσίευσε ενσωματωμένη στην είδησή της η εφημερίδα «για του λόγου το αληθές», συνιστά παραβίαση της πρόνοιας περί ακρίβειας των πληροφοριών και μη παραπλάνησης, δεδομένου ότι παρουσιάστηκε ως ενιαίο κείμενο, ενώ στην πραγματικότητα επρόκειτο περί παραγράφων που είχαν ληφθεί από διάφορα σημεία και συγκολληθεί μεταξύ τους, χωρίς αυτό να εμφαίνεται ή να επεξηγείται.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
4/2009
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
18/03/2009
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (4/16/2/2009) από τον Γενικό Γραμματέα της ΕΔΟΝ Χρίστο Χριστοφίδη ότι ο δημοσιογράφος κ. Λάζαρος Μαύρος, στη διάρκεια συζήτησης με το βουλευτή κ. Ζαχαρία Κουλία σχετικά με διαμάχη ως προς την απόδοση του Εθνικού Υμνου από τη Στρατιωτική Μουσική της Εθνικής Φρουράς, προέβη σε δήλωση «η οποία θίγει την Οργάνωση» και «σπέρνει το μίσος και το φανατισμό» εναντίον της οργάνωσής του. Ειδικότερα, παραπονέθηκε ότι σε συνομιλία του με τον βουλευτή κ. Ζαχαρία Κουλία, στις 13 Φεβρουαρίου, 2009, σε σχέση με την «ποιότητα ανάκρουσης του εθνικού ύμνου από τη φιλαρμονική της εθνικής φρουράς», έκαμε την ακόλουθη δήλωση: «Θα καταντήσουμε σε αυτό τον τόπο η φιλαρμονική της Εθνικής Φρουράς να παίζει τον ύμνο της ΕΔΟΝ, γιατί ως γνωστό τα μόνα παιδιά στην Κύπρο που δεν τραγουδούν τον Εθνικό Υμνο είναι τα παιδιά της ΕΔΟΝ». Η συνομιλία με τον κ. Κουλία αφορούσε τη συζήτηση στην Επιτροπή Αμυνας της Βουλής για το γεγονός ότι στον εορτασμό της Αγίας Βαρβάρας σε στρατόπεδο του Πυροβολικού, η μουσική της Εθνικής Φρουράς ανέκρουσε παραποιημένο τον Εθνικό Υμνο. Ο κ. Μαύρος απάντησε ότι η αναφορά του στην ΕΔΟΝ έγινε «υπό τύπον χιουμοριστικής ειρωνείας προς την επιμονή του ίδιου του βουλευτή κ. Κουλία, όταν ισχυριζόταν ότι σκόπιμα, οργανωμένα και προμελετημένα, οι 35 φαντάροι-μουσικοί της ΣΜΕΦ ανέκρουσαν παραποιημένο τον Εθνικό Υμνο», γεγονός για το οποίο έθεσε το θέμα προς συζήτηση στην Επιτροπή Αμυνας της Βουλής. Ο κ. Μαύρος υποστήριξε επίσης ότι η αναφορά του πως «τα παιδιά της ΕΔΟΝ δεν τραγουδούν τον Εθνικό Υμνο, αποτελεί αναφορά γνωστότατου και αληθέστατου γεγονότος» και δεν πέρασε από το νου του ότι αυτό συνιστά προσβολή που θίγει και σπέρνει το μίσος και το φανατισμό. Περαιτέρω ανέφερε ότι αυτό δεν ήταν στις προθέσεις του. Ο κ. Χριστοφίδης, απαντώντας στις θέσεις αυτές, διαφώνησε ότι το πνεύμα της εκπομπής ήταν χιουμοριστικό και παρατήρησε ότι ο κ. Μαύρος στην απάντησή του επανέλαβε τους ίδιους αστήρικτους ισχυρισμούς. Από την ακρόαση της εκπομπής προκύπτει ότι ο κ. Μαύρος, εισάγοντας στη συνομιλία του με τον κ. Κουλία, είχε αναφέρει ότι «έγινε του Κουτρούλη ο γάμος» για ένα θέμα «που θα ήταν επιπέδου ταγματάρχη, άντε διοικητού συντάγματος», το οποίο όμως έφθασε μέχρι του Βουλή των Αντιπροσώπων. Στη διάρκεια της συνομιλίας, ο κ. Κουλίας υποστήριξε ότι η λανθασμένη ανάκρουση του Εθνικού Υμνου δεν ήταν λάθος μερικών μουσικών πνευστών οργάνων, όπως ήταν η επίσημη εξήγηση, αλλά μια προμελετημένη ενέργεια, αφού και οι 35 μουσικοί έπαιζαν τις ίδιες νότες, κατόπιν οδηγιών. Παρεμβαίνοντας σε αναφορά του κ. Κουλία ότι «οι καιροί είναι χαλεποί» και ότι «ο Εθνικός Υμνος, όπως και πολλά άλλα ζητήματα κύριας σημασίας…», ο κ. Μαύρος έκαμε την ακόλουθη παρατήρηση: «Δηλαδή θέλετε να μας πείτε ότι η στρατιωτική Μουσική της Εθνικής Φρουράς έγινε τώρα της ΕΔΟΝ; Γιατί απ’ ότι ξέρουμε, οι μόνοι που δεν τραγουδούν τον Εθνικό Υμνο στην Κύπρο είναι τα παιδιά της ΕΔΟΝ». Η δήλωση διαφέρει ως προς μερικές λέξεις από εκείνη που ανέφερε ο Γ. Γραμματέας της ΕΔΟΝ, αλλά το ουσιώδες μέρος στο οποίο αφορά το παράπονο είναι το ίδιο. Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, αφού εξέτασε τις θέσεις των δύο πλευρών και το ακουστικό υλικό που τέθηκε στη διάθεσή της, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η χιουμοριστική ή μη φύση της συνομιλίας ή της διάθεσης του κ. Μαύρου είναι άσχετη προς το παράπονο. Η κρίσιμη φράση είναι ο ισχυρισμός ότι «οι μόνοι που δεν τραγουδούν τον Εθνικό Υμνο στην Κύπρο είναι τα παιδιά της ΕΔΟΝ». Η Επιτροπή έκρινε ότι η φράση αυτή αποτελεί γενίκευση, η οποία δυνατό να εμπεριέχει ανακριβείς ισχυρισμούς. Η Επιτροπή δεν μπορεί να αποδεχθεί τον ισχυρισμό ότι τα παιδιά της ΕΔΟΝ δεν τραγουδούν τον Εθνικό Υμνο και πολύ περισσότερο δεν θεωρεί ότι είναι ορθός ο ισχυρισμός ότι αυτός «αποτελεί αναφορά γνωστότατου και αληθέστατου γεγονότος». Κατά συνέπεια, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι ισχυρισμοί του κ. Μαύρου συνιστούν παραβίαση της πρόνοιας του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας περί της ακρίβειας των πληροφοριών. Περαιτέρω, η Επιτροπή αποφάσισε ότι οι ισχυρισμοί αυτοί συνιστούν παραβίαση της πρόνοιας περί προσβολής ατόμων ή ομάδων.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
3/2009
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
18/02/2009
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΟΧΙ
Ο Σύνδεσμος Αστυνομίας Κύπρου υπέβαλε παράπονο εναντίον των εφημερίδων ΠΟΛΙΤΗΣ, ΑΛΗΘΕΙΑ, ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΚΑΙ ΜΑΧΗ, αναφέροντας ότι θεωρούσε απαράδεκτη και αντιδεοντολογική την αποκάλυψη "ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων" μελών της Υπηρεσίας Καταπολέμησης Ναρκωτικών της Αστυνομίας, που είχαν συλληφθεί στις 14 Ιανουαρίου, 2009, με την υποψία εμπλοκής στην απόδραση του ισοβίτη κατάδικου Αντώνη Προκοπίου Κίτα.
Ανέφερε επίσης ότι θεωρούσε "άδικη και αυθαίρετη τη δημόσια καταδίκη τους, με επακόλουθο το διαστυρμό της τιμής και της υπόληψης των ιδίων και των οικογενειών τους, αλλά και την ηθική τους εξόντωση".
Η Επιτροπή, αφού μελέτησε το παράπονο και σε σχέση με ανακοίνωση του Συνδέσμου για παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας των συλληφθέντων μελών της Αστυνομικής Δύναμης, απηύθυνε στο σύνδεσμο την ακόλουθη επιστολή, με ημερομηνία 24 Φεβρουαρίου, 2009.
"Αναφερόμαστε σε παράπονό σας εναντίον των εφημερίδων , ΠΟΛΙΤΗΣ, ΑΛΗΘΕΙΑ, ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΚΑΙ ΜΑΧΗ για αντιδεοντολογική αποκάλυψη προσωπικών στοιχείων και παραβίαση του τεκμηρίου της αθωότητας δύο συλληφθέντων μελών της ΥΚΑΝ σε σχέση με την απόδραση του κατάδικου Αντώνη Προκοπίου Κίτα και σας πληροφορούμε ότι ύστερα από ενδελεχή εξέταση όλων των στοιχείων της υπόθεσης, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα, ομολογουμένως όχι χωρίς σοβαρό δισταγμό, ότι σ’ αυτά δεν υπάρχει εκ πρώτης όψεως παραβίαση προνοιών του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, ώστε να κληθούν τα κατονομαζόμενα έντυπα να παραθέσουν τις θέσεις τους. Η Επιτροπή κατέληξε στο ανωτέρω συμπέρασμα λαμβάνοντας υπόψη τόσο το γεγονός ότι η σύλληψη δύο μελών της Αστυνομικής Δύναμης, που υπηρετούν στην ΥΚΑΝ, σε σχέση με την απόδραση του ισοβίτη Αντώνη Κίτα (Αλ Καπόνε), ήταν υψίστου δημοσίου ενδιαφέροντος, όσο και το δικαίωμα του κοινού να γνωρίζει, ιδιαίτερα μετά τις δηλώσεις ανωτάτων αξιωματούχων του Κράτους επί του θέματος. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή αποφάσισε ότι τα ΜΜΕ δεν θα μπορούσαν να παρασιωπήσουν ή να παραβλέψουν τη σύλληψη ενός αξιωματικού και ενός υπαξιωματικού της Αστυνομίας. Η Επιτροπή ασχολήθηκε ιδιαίτερα με το θέμα πιθανής παραβίασης του τεκμηρίου αθωότητας των συλληφθέντων και αφού μελέτησε σε βάθος τα επισυναπτόμενα δημοσιεύματα, έκρινε ότι οι εφημερίδες που αναφέρονται στο παράπονο, καθώς και τα άλλα ΜΜΕ, δημοσίευσαν ή μετέδωσαν επίσημες ανακοινώσεις, στοιχεία που κατατέθηκαν στο δικαστήριο και δηλώσεις που έγιναν από επισήμους και δεν διατύπωσαν θέσεις περί της ενοχής ή αθωότητας των συλληφθέντων. Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας την πάγια θέση της, από της ιδρύσεώς της προ δεκαετίας και πλέον, ότι επείγει η νομοθετική ρύθμιση της αποκαλύψεως του ονόματος και άλλων στοιχείων όλων των υπόπτων, ανεξαρτήτως ιδιότητας ή θέσης, οι οποίοι συλλαμβάνονται ή/και προσάγονται ενώπιον δικαστηρίων για την έκδοση διατάγματος προσωποκράτησής τους, με σκοπό την προστασίας τους από διασυρμό και δημιουργία προκατάληψης εναντίον τους.
Με εκτίμηση
Ανδρέας Μαυρομμάτης
Πρόεδρος Επιτροπής Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
1/2009
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
18/02/2009
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΔΙΕΥΘΕΤΗΘΕΝ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (1/10/1/2009 από το δημοσιογράφο του ΣΙΓΜΑ Παναγιώτη Δημόπουλο εναντίον του «Καπουτσίνο», περιοδικού που διανέμεται από τον «Πολίτη» για «σπίλωση ονόματος…και δημοσιογραφικής οντότητας». Ο παραπονούμενος υποστήριξε ότι σχόλιο του περιοδικού στις 10 Ιανουαρίου, 2009, υπό τον τίτλο «Παιγνίδια εξουσίας από το Δία» αμφισβητούσε την ακρίβεια είδησης του ότι ύστερα από τηλεφώνημα πήγε στις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου, όπου παρέλαβε επιστολή του δραπέτη Αντώνη Κίτα και ότι όσα αναφέρθηκαν αποτελούσαν «πολιτικό παιγνίδι». Περαιτέρω ζήτησε από την Επιτροπή να παρέμβει για τερματισμό ενός «ανηλεούς αντιδεοντολογικού πολέμου λάσπης και συκοφαντίας εναντίον του προσώπου του και του μέσου» στο οποίο εργάζεται. Η εφημερίδα «Πολίτης» παραδέχθηκε ότι αδίκησε τον παραπονούμενο, γεγονός για το οποίο δημοσίευσε επανόρθωση σε σχόλιο στην αμέσως επόμενη έκδοση του περιοδικού, στις 17 Ιανουαρίου, 2009. Στο σχόλιό του, το περιοδικό ανέφερε ότι είχε αφήσει αιχμές για την ύπαρξη της επιστολής, αλλά «τα ίδια τα γεγονότα και πολύ περισσότερο τα όσα κατέθεσε στους ποινικούς ανακριτές ο Αντώνης Προκοπίου Κίτας βεβαιώνουν την ύπαρξη της επιστολής προς Δημόπουλο». Η Επιτροπή αποφάσισε ότι η ενέργεια αυτή του περιοδικού διορθώνει τον αρχικό ανακριβή ισχυρισμό της και ικανοποιεί την πρόνοια του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, ότι σε περίπτωση δημοσίευσης ανακριβών ή παραπλανητικών ειδήσεων «τα ΜΜΕ χωρούν σε άμεση διόρθωση και απολογία».
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
31/2008
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
21/01/2009
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΟΧΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (31/2008 (30/10/08) από τον κ. Τάσο Κωστέα, από τη Λάρνακα, ότι το ΡΙΚ σε τρεις διαφορετικές περιπτώσεις «πρόβαλε ειδησεογραφικά στιγμιότυπα με απαράδεκτο και αντιδεοντολογικό τρόπο…με στόχο τον ίδιο τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας». Ο κ. Κωστέας ανέφερε στο παράπονό του ότι στην πρώτη περίπτωση, μόλις τέλειωσε το τηλεοπτικό διάγγελμα του Προέδρου στις 30 Σεπτεμβρίου, 2008 για την επέτειο της ανεξαρτησίας από το ΡΙΚ προβλήθηκε στην οθόνη η κάρτα της σειράς «Οι ιστορίες του αστυνόμου Μπέκα». Στη δεύτερη περίπτωση, ενώ μεταδίδονταν απ’ ευθείας δηλώσεις του Προέδρου από το αεροδρόμιο Λάρνακας «πάγωσε» η εικόνα με το πρόσωπο του Προέδρου «σε μια όχι και τόσο τιμητική εικονική έκφραση». Στην τρίτη περίπτωση υποστηρίζει ότι έγινε μοντάζ σκηνών από την παρέλαση της 28ης Οκτωβρίου, 2008, ώστε να παρουσιάζεται ο πρόεδρος να χειροκροτεί εθνικιστικά συνθήματα. Ο Γενικός Διευθυντής του ΡΙΚ κ. Θέμης Θεμιστοκλέους δεν αμφισβήτησε τα γεγονότα και έδωσε εξηγήσεις γι’ αυτά, αναφέροντας ότι «τίποτε από όσα ο κ. Κωστέας αναφέρει δεν έγινε με πρόθεση, ούτε και ήταν δυνατό να γίνει με πρόθεση από οποιονδήποτε λειτουργό του ΡΙΚ» και ότι όσα ανέφερε ο κ. Κωστέας «ελαύνονται από κομματικά κριτήρια». Για την πρώτη περίπτωση ανέφερε ότι επρόκειτο για τεχνικό λάθος του συντονιστή. Για το «πάγωμα» της εικόνας της απ’ ευθείας μετάδοσης δηλώσεων, ανέφερε ότι είναι φαινόμενο που συμβαίνει συχνά σε ζωντανές μεταδόσεις μέσω link». Ως προς το τρίτο παράπονο, ο κ. Θεμιστοκλέους ανέφερε ότι δεν έγινε καμία παρέμβαση από τους δημοσιογράφους και μοντέρ για αντιγραφή του ήχου και προσθήκης του σε άλλες εικόνες. Ανέφερε επίσης ότι οι επίμαχες εικόνες δεν μεταδόθηκαν στο δελτίο ειδήσεων αλλά περιλαμβάνονταν σε στιγμιότυπα από την παρέλαση που μεταδόθηκαν μετά το δελτίο ειδήσεων «και φαίνεται παρουσιάστηκε και για λίγο το επίμαχο με τα συνθήματα». Ως προς τα δύο πρώτα σημεία του παραπόνου, η Επιτροπή αποφάσισε ότι τα καταγγελλόμενα οφείλονται σε συγγνωστά λάθη ή τεχνικούς λόγους και επομένως δεν υπήρξε παραβίαση των προνοιών του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας περί αποφυγής χλεύης και διασυρμού. Ως προς το τρίτο σημείο του παραπόνου, η Επιτροπή αποφάσισε ότι δεν ήταν δυνατό να υπάρξει βεβαιότητα για την ύπαρξη πρόθεσης να παρουσιασθεί ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας να χειροκροτεί εθνικιστικά συνθήματα, αλλά σημείωσε ότι τα ΜΜΕ θα πρέπει να είναι προσεκτικά στην παρουσίαση ευαίσθητων θεμάτων κατά τρόπο που θα μπορούσε να οδηγήσει σε παρερμηνεία ως προς τα πραγματικά γεγονότα.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
30/2008
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
21/01/2009
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (30/2008 -6/12/2008) ότι δύο δημοσιεύματα της εφημερίδας «Πολίτης» ημερομηνίας 4ης Δεκεμβρίου, 2008 και 11ης Δεκεμβρίου 2008, περιείχαν χλευαστικές ή υβριστικές αναφορές για αξιωματούχους Εκκλησιών και για τον Προκαθήμενο της Εκκλησίας της Κύπρου Αρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο. Τα δύο δημοσιεύματα έφεραν την υπογραφή του δημοσιογράφου Κώστα Κωνσταντίνου. Το πρώτο δημοσίευμα αποτελούσε κριτική αποδοκιμασίας για την πρόσκληση στην Κύπρο ανώτατων αξιωματούχων κληρικών από διάφορες Εκκλησίες για τα τριαντάχρονα της ανάληψης Αρχιερατικού αξιώματος από τον Αρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο και για φερόμενη επανεκτύπωση βιβλίου για την αρχιερατική του δράση με δαπάνες της Εκκλησίας. Η Επιτροπή θεωρεί ότι η κριτική για τα δύο θέματα ήταν θεμιτή, αλλά σημείωσε ότι περιείχε χλευαστικές και απρεπείς εκφράσεις ή χαρακτηρισμούς, όπως για παράδειγμα «είδαμε ξαφνικά μπροστά μας ένα τσούρμο τράγους. Πρωτοκλασάτους τράγους…εισαγωγής» σε αναφορά με την παρουσία στην Κύπρο αρχηγών η εκπροσώπων ξένων Εκκλησιών. Περαιτέρω, το δημοσίευμα έκανε αναφορά σε απρεπή ενέργεια ή χειρονομία από το γράφοντα επί τη θέα ιερωμένων και αποκαλούσε τον Αρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο «ο Μουλάς», που αποτελεί θρησκευτικό τίτλο μουσουλμάνου νομοδιδασκάλου ή μελετητή των βιβλίων της μουσουλμανικής θρησκείας. Επίσης το δημοσίευμα αναφερόταν σε πράξεις «ΑΧΡΕΙεροσύνης» του Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου, φράση που παραπέμπει σε αχρειότητες. Το δεύτερο δημοσίευμα αποτελούσε, και πάλι, αυστηρή αποδοκιμαστική κριτική για δηλώσεις του Αρχιεπισκόπου στο ραδιοφωνικό σταθμό ΑΣΤΡΑ σχετικά με τα δραματικά επεισόδια των προηγούμενων ημερών στην Αθήνα, μετά το θάνατο νεαρού μαθητή από σφαίρα ειδικού αστυνομικού. Το δημοσίευμα περιείχε αναφορές για τον Αρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο, όπως «Μουλάς» και «Αγιατολάχ», τον κατηγορούσε ότι διακατέχεται από το «ψώνιο της προβολής» και άφηνε υπονοούμενα για την πνευματική του κατάσταση ή υγεία. Ο τίτλος «Αγιατολάχ» αναφέρεται σε ανώτατο μουσουλμάνο θρησκευτικό-πολιτικό ηγέτη της Περσίας, ο οποίος, λόγω γεγονότων που επισυνέβησαν στη χώρα κατά τις πρόσφατες δεκαετίες, δημιουργεί μειωτικούς συνειρμούς. Ακόμη και χωρίς αυτούς τους συνειρμούς, η Επιτροπή θεωρεί ότι ο χαρακτηρισμός αυτός δεν συνάδει με την ιδιότητα του προκαθήμενου Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η εφημερίδα «Πολίτης» αναγνώρισε ότι τα δύο δημοσιεύματα παραβίαζαν πρόνοιες του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας και επέλεξε να μη παραθέσει απόψεις ή παρατηρήσεις επί του παραπόνου. Η Επιτροπή, αφού έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιόν της στοιχεία, αποφάσισε ότι οι ανωτέρω αναφερόμενες φράσεις και λέξεις συνιστούν χλεύη και διασυρμό για την τάξη των αξιωματούχων της ιεροσύνης και τον Αρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο. Για το λόγο αυτό, η Επιτροπή θεωρεί ότι η χρήση τους συνιστά παραβίαση της πρόνοιας του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας περί αποφυγής δυσμενών διακρίσεων με βάση τη θρησκεία και το προσωπικό καθεστώς, καθώς και αποφυγής χλευασμού, διαπόμπευσης και διασυρμού ατόμων ή ομάδων. Επίσης θεωρεί ότι οι φράσεις και χαρακτηρισμοί που αναφέρθηκαν πιο πάνω δεν συνάδουν με την πρόνοια του Κώδικα περί συμπεριφοράς και επαγγελματικού επιπέδου της υψηλότερης δυνατής στάθμης. Η Επιτροπή εξέφρασε την εκτίμησή της για το γεγονός ότι η εφημερίδα αναγνώρισε ότι αναφορές στα δύο δημοσιεύματά συνιστούσαν παραβίαση του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
34/2009
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
20/01/2009
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΑΡΝΗΣΗ ΕΞΕΤΑΣΗΣ λόγω ανοίκειας σημπεριφοράς
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας επιλήφθηκε παραπόνου (34/4/12/2009) από τον κ. Κώστα Μαυρίδη ότι στη ζωντανή τηλεοπτική εκπομπή του ΡΙΚ «Το συζητάμε» στις 23/11/2009 υπέστη φραστική επίθεση από τον προεδρικό σύμβουλο κ. Τουμάζο Τσελεπή «με τρόπο ανακριβή, παραπλανητικό και προσβλητικό» με αποτέλεσμα να πλήξει την αξιοπιστία και την υπόληψη και να διαβάλει το όνομα του παραπονούμενου, χωρίς η παρουσιάστρια κ. Ειρήνη Χαραλαμπίδου να παρέμβει για να τον προστατεύσει. Στην επιστολή παραπόνου του, ο κ. Μαυρίδης περιέλαβε το ακόλουθο υστερόγραφο: «Αν ο Πρόεδρος η Μέλος της Επιτροπής τυγχάνει να διατηρεί ιδιάζουσα σχέση με κάποιο πρόσωπο από τα εμπλεκόμενα ώστε τυχόν να αμφισβητείται η αμεροληψία της Επιτροπής, προσδοκώ ότι θα υπάρξει ανάλογη ρύθμιση». Ο Πρόεδρος της Επιτροπής θεώρησε ότι λόγω κάποιων αναφορών που είχαν προηγηθεί σε σχέση με τον ίδιο και τον κ. Τουμαζή και με σκοπό τη διαφύλαξη του κύρους της Επιτροπής δεν θα ήθελε να μετάσχει με οποιοδήποτε τρόπο στην εξέταση του θέματος. Ο Πρόεδρος διευκρίνισε ότι με τον κ. Τουμαζή δεν έχει καμιά ιδιαίτερη σχέση πέραν του ότι και οι δύο είναι μέλη μιας επιτροπής εργασίας για το Κυπριακό, αλλά θεώρησε πρέπον να απόσχει, τηρώντας τη ρήση ότι «η γυναίκα του Καίσαρα δεν πρέπει μόνο να είναι αλλά και να φαίνεται τίμια». Τα υπόλοιπα μέλη της Επιτροπής αποφάσισαν, στην απουσία του Προέδρου, ότι το όλο πνεύμα του υστερογράφου και η συγκεκριμένη αναφορά στον Πρόεδρο ή σε μέλος της Επιτροπής συνιστά εκ προοιμίου αμφισβήτηση της ακεραιότητας και αμεροληψίας ενός εκάστου των μελών και του συνόλου της Επιτροπής και προσβλητική προσπάθεια υπόδειξης του τρόπου ενέργειας της και αρνήθηκαν να προχωρήσουν σε εξέταση του παραπόνου.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
33/2009
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
20/01/2009
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΟΧΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (33/3/12/2009) από την Σαλώμη Κρητιώτη ότι το ΡΙΚ αρνήθηκε να της επιτρέψει να μιλήσει σε τηλεοπτικές εκπομπές στις οποίες γίνονται δεκτές τηλεφωνικές ερωτήσεις ή παρεμβάσεις. Σύμφωνα με το παράπονο αυτό συνέβη στην εκπομπή της κ. Κανάρη στις 10/11/2009, η οποία αφορούσε ιατρικά θέματα, στις 14/11/2009, η οποία επίσης αφορούσε ιατρικό θέμα και στις 18/11/2009, σχετικά με τη βία στην οικογένεια, καθώς και σε πολλά άλλα προγράμματα. Η παραπονούμενη ανέφερε της ότι θεωρεί «απαράδεκτο και δικτατορικό» να κόβουν της συμμετοχή της σε ζωντανά προγράμματα του Ημικρατικού καναλιού. Επίσης ανέφερε ότι οι χειριστές των τηλεφώνων στο ΡΙΚ αρνούνται να την ενώσουν με την παρουσιάστρια της εκπομπής και στη συνέχεια «μπλοκάρουν» τις δύο τηλεφωνικές της γραμμές ώστε να μη μπορεί να τηλεφωνήσει σε αριθμούς του ΡΙΚ. Στις 11 Ιανουαρίου, 2010, η κ. Κρητιώτη τηλεφώνησε στο Γραμματέα και ανέφερε σε πολύ έντονο ύφος ότι το ΡΙΚ αρνήθηκε να δεχθεί παρέμβασή για να μιλήσει σχετικά με την ασφάλεια των ηλεκτρικών εγκαταστάσεων καθώς και στην εκπομπή που μεταδιδόταν εκείνη την ώρα. Στη συνέχεια υπέβαλε μακροσκελή οκτασέλιδο υπόμνημα στο οποίο ανέφερε τις περιπτώσεις στις οποίες δεν έγινε δεκτή παρέμβασή της σε εκπομπή του ΡΙΚ και περέγραφε λεπτομερώς τα διαμειφθέντα. Ο Γενικός Διευθυντής του ΡΙΚ απάντησε παραπέμποντας σε έκθεση ανώτερης λειτουργού Προγραμμάτων, η οποία ανέφερε ότι η κ. Κρητιώτη συχνά ζητά να κάνει τηλεφωνική παρέμβαση στις εκπομπές του ΡΙΚ και της δόθηκε η ευκαιρία σε αρκετές ευκαιρίες να μιλήσει. Περαιτέρω ανέφερε ότι στις περιπτώσεις αυτές η κ. Κρητιώτη «μακρηγορούσε και πολύ συχνά ήταν εκτός θέματος, εκτροχιάζοντας τη συζήτηση». Ανέφερε ως παράδειγμα την εκπομπή στις 14/12/2009, με θέμα «παχνίδια και ασφάλεια» στην οποία η κ. Κρητιώτη ζήτησε να κάμει παρέμβαση σχετικά με την «τάση των ηλεκτρικών συσκευών γενικότερα». Επίσης ανέφερε ότι οι υπεύθυνοι προσπαθούν να σταματήσουν «διακριτικά και με ευγένεια» τις προσπάθειες της κ. Κρητιώτη για παρεμβάσεις, με αποτέλεσμα να γίνονται δέκτες φραστικών επιθέσεων και εξύβρισης. Η Επιτροπή αφού εξέτασε τις εκατέρωθεν θέσεις και τα γεγονότα διαπίστωσε ότι το παράπονο αφορά στις πρόνοιες του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας περί ίσης μεταχείρισης και της Ελευθερίας Εκφρασης. Ως θέμα αρχής, η Επιτροπή θεωρεί ότι επιβάλλεται η παροχή ίσων ευκαιριών σε όλους τους πολίτες που επιθυμούν να εκφέρουν απόψεις στη διάρκεια εκπομπών στις οποίες ζητείται ή είναι δεκτή η παρέμβαση του κοινού. Ταυτόχρονα, όμως, αποφάσισε ότι τα ΜΜΕ και ειδικότερα τα εκπέμποντα, έχουν δικαίωμα άρνησης παρεμβάσεων όταν διαπιστώσουν ότι αυτές είναι δυνατό να παρεμποδίσουν την ομαλή ροή των εκπομπών και να επηρεάσουν την ποιότητά τους. Στην προκειμένη περίπτωση διαπίστωσε, από τις εκθέσεις γεγονότων που υπέβαλε η ίδια η παραπονούμενη, ότι επιδιώκει παρέμβαση σε εκπομπές του ΡΙΚ επί συστηματικής βάσης και ανεξάρτητα από το θέμα συζήτησης. Για παράδειγμα, η ίδια ανέφερε ότι ενώ γινόταν συζήτηση για τη ψηφιακή τηλεόραση και με αφορμή το θάνατο γνωστού αγιογράφου από ηλεκτροπληξία, ζήτησε να κάμει παρέμβαση ως ειδική σε θέματα φυσικής, για να πει πως πρέπει να είναι η ηλεκτρική εγκατάσταση στα σπίτια ώστε να αποφεύγονται ηλεκτροπληξίες και πυρκαγιές. Επίσης ανέφερε: «Όταν νευριάσω…τα λέγω όλα βωμολοχώντας». Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα γεγονότα, η Επιτροπή αποδέχθηκε τις εξηγήσεις του ΡΙΚ και αποφάσισε ότι, υπό τις περιστάσεις, η άρνηση του ΡΙΚ να δεχθεί τις παρεμβάσεις της κ. Κρητιώτη δεν συνιστούσε παραβίαση των προνοιών του Κώδικα περί ίσης μεταχείρισης και του δικαιώματος της Ελευθερίας Εκφρασης.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
36/2009
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
20/01/2009
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΔΙΕΥΘΕΤΗΘΕΝ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας επιλήφθηκε παραπόνου (36/30/12/2009) που υποβλήθηκε εκ μέρους του Αρχηγού της Αστυνομίας ότι η εφημερίδα «Το Κυπριακό Ποντίκι» δημοσίευσε ανακριβείς πληροφορίες σχετικά με μεταθέσεις στην αστυνομία. Ειδικότερα, στο παράπονο ανέφερε πως «είναι πλήρως ανυπόστατα και δεν περιέχουν ίχνος αλήθειας» όσα περιέχονται στο δημοσίευμα ημερομηνίας 25/12/2009 κάτω από τον τίτλο «Ο Αρχηγός έμαθε για τις μεταθέσεις μετά από φαξ που πήρε από τα γραφεία του ΑΚΕΛ» και ότι «το όλο δημοσίευμα είναι άκρως παραπλανητικό». Το δημοσίευμα, σε αντίθεση με τον τίτλο, αναφέρεται σε προαγωγές 50 περίπου μελών της Δύναμης σε διάφορους βαθμούς, υποστηρίζοντας ότι «στα γραφεία του ΑΚΕΛ μαγειρεύτηκαν οι προαγωγές καοι κοινοποιήθηκαν στο Αρχηγείο μέσω φαξ». Περαιτέρω ανέφερε ότι «ο Αρχηγός της Αστυνομίας ήταν ο τελευταίος που έμαθε ποιοι από το Σώμα προήχθησαν» και ότι υφιστάμενοί του αξιωματικοί γνώριζαν πριν από εκείνον «ποιοι ήταν στις λίστες που στάληκαν από το Κόμμα, σε συνεννόηση με το Προεδρικό». Η Επιτροπή, ενεργώντας με βάση την πρόνοια του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας ότι σε πρώτο προσπαθεί να επιτύχει συμβιβασμό, υπέδειξε ότι θα έπρεπε να εξαντληθεί η επιδίωξη θεραπείας με την άσκηση του δικαιώματος απάντησης και αίτημα για δημοσίευση επιστολής με τις θέσεις της Αστυνομίας επί του θέματος. Ο εκπρόσωπος Τύπου της Αστυνομίας αποδέχθηκε την εισήγηση και απηύθυνε επιστολή προς την εφημερίδα διαψεύδοντας το δημοσίευμα, η οποία και δημοσιεύθηκε. Η Επιτροπή θεώρησε την υπόθεση ως διευθετηθείσα.