*The older decisions of the CMEC - Committee of Media Ethics Cyprus are republished from the archive and no intervention has been made in their content.
*The older decisions of the CMEC - Committee of Media Ethics Cyprus are republished from the archive and no intervention has been made in their content.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
23/2013
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
27/02/2014
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (23/6/12/201) από τη Μ. Χ. ότι η ηλεκτρονική εφημερίδα TOTHEMAONLINE αποκάλυψε προσωπικά στοιχεία ατόμου που είναι πολιτικός πρόσφυγας. Η ιστοσελίδα δημοσίευσε είδηση στις 6 Δεκεμβρίου, 2013, σύμφωνα με την οποία ο πολιτικός πρόσφυγας, που φέρεται να κτυπήθηκε από αστυνομικό της ΜΜΑΔ, όταν μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο «κράτησε μυστική την ασθένεια του, αλλά και το γεγονός ότι από το 2006 μέχρι το 2008, λάμβανε επίδομα ανικανότητας εργασίας, λόγω (αναφέρεται η ασθένεια)». Σύμφωνα με την είδηση, η ασθένεια του έγινε γνωστή, μετά τις εξετάσεις που υποβλήθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας. Περαιτέρω η είδηση ανέφερε ότι ο πολιτικός πρόσφυγας είναι νυμφευμένος και το ζεύγος έχει ένα παιδί, προσθέτοντας ότι «άγνωστο παραμένει κατά πόσον η σύζυγος του γνωρίζει, ή όχι για την κατάσταση της υγείας του». Η ιστοσελίδα ανέφερε στην Επιτροπή ότι στόχος της είδησης δεν ήταν να στοχοποιήσει ανθρώπους και ομάδες ασθενών, αλλά να αποκαλύψει το παράνομο της απόκρυψης της κατάστασης της υγείας του πολιτικού πρόσφυγα, ο οποίος συνέχισε να λαμβάνει επίδομα για την ασθένεια του από το κράτος, αποκρύπτοντας επιμελώς ότι παράλληλα εργαζόταν. Επίσης ανέφερε ότι σκοπός της είδησης ήταν να κακίσει την παράλειψη απόκρυψης της κατάστασης της υγείας του ατόμου αυτού. Αφού εξέτασε τα ενώπιον της στοιχεία, η Επιτροπή αποφάσισε ότι η κατάσταση της υγείας ενός ατόμου και άλλα προσωπικά στοιχεία, όπως η οικογενειακή του κατάσταση και η λήψη επιδόματος αποτελούν προσωπικά δεδομένα, η αποκάλυψη των οποίων είναι νομικά και δεοντολογικά ανεπίτρεπτη. Πέραν τούτου, η είδηση δεν περιορίστηκε στην αποκάλυψη προσωπικών στοιχείων του άμεσα εμπλεκομένου ατόμου, αλλά αναφέρθηκε και στη σύζυγό του και στο παιδί του ζεύγους, εκθέτοντας ολόκληρη την οικογένεια σε διαπόμπευση. Η Επιτροπή έκρινε επίσης ότι το ερώτημα που τέθηκε από την ιστοσελίδα κατά πόσο η σύζυγος γνώριζε ότι ο σύζυγός είχε την ασθένεια που αναφέρθηκε θεωρήθηκε ως παραβίαση της πρόνοιας του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας περί επίδειξης ευαισθησίας και διακριτικότητας όσον αφορά θέματα που αφορούν στον ανθρώπινο πόνο. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή αποφάσισε ότι η αποκάλυψη της φερομένης ασθένειας του ατόμου αυτού αντίκειται στις πρόνοιες του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, τόσο περί σεβασμού της υπόληψης και της ιδιωτικής ζωής κάθε προσώπου και μη αποκάλυψης στοιχείων προσωπικού χαρακτήρα, όσο και στις πρόνοιες για αποφυγή δυσμενών διακρίσεων με βάση την εθνοτική ή φυλετική καταγωγή ή το προσωπικό καθεστώς, περιλαμβανομένης της φυσικής ή διανοητικής ασθένειας. Η παραβίαση καθίσταται ακόμη πιο σοβαρή καθόσον από την αναφορά σε μη πρόθεση στοχοποίησης ανθρώπων ή ομάδων προκύπτει ότι υπήρχε επίγνωση για το ενδεχόμενο αυτό. Η επίκληση της μη ύπαρξης πρόθεσης δεν επικαλύπτει και δε δικαιολογεί την αντιδεοντολογική συμπεριφορά. Παρέμβαση της ιδιωτικής ζωής και αποκάλυψη στοιχείων προσωπικού χαρακτήρα θα μπορούσε να δικαιολογηθεί μόνο με επίκληση του δημοσίου συμφέροντος, δηλαδή για σκοπούς αποκάλυψης εγκλήματος ή προστασίας της δημόσιας ασφάλειας ή υγείας. Στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι δυνατό να γίνει επίκληση του δημοσίου συμφέροντος, γιατί οποιαδήποτε παρανομία και το γεγονός της φερόμενης επικίνδυνης ασθένειας του προσώπου αυτού ήταν ήδη γνωστά γεγονότα στις αρμόδιες αρχές. Το δημοσίευμα δεν προστάτευσε κανένα δημόσιο αγαθό και δεν συνέβαλε σε συζήτηση επί θέματος δημοσίου ενδιαφέροντος, γιατί η ασθένεια και το προσωπικό καθεστώς ενός ατόμου, έστω και αν βρέθηκε κάτω από το φως της δημοσιότητας για εντελώς διαφορετικούς λόγους, δεν είναι θέματα που πρέπει να ενδιαφέρουν και να απασχολούν το κοινό. Συνακόλουθα, η Επιτροπή θεωρεί ότι η είδηση συνιστά παραβίαση της πρόνοιας του άρθρου 3 του Κώδικα ότι «η υπόληψη και η ιδιωτική ζωή κάθε προσώπου τυγχάνουν σεβασμού και δεν αποκαλύπτονται στοιχεία προσωπικού χαρακτήρα», όσο και του άρθρου 12 περί αποφυγής δυσμενών διακρίσεων, που προβλέπει ότι «Τα Μ.Μ.Ε. αποφεύγουν οποιαδήποτε απ’ ευθείας ή άλλη αναφορά ή ενέργεια εναντίον προσώπου η οποία περιέχει στοιχεία προκατάληψης με βάση τη φυλή, το χρώμα, τη γλώσσα, τη θρησκεία, τις πολιτικές ή άλλες πεποιθήσεις, την εθνική ή κοινωνική προέλευση, την περιουσία, την καταγωγή, το φύλο και το προσωπικό καθεστώς, περιλαμβανομένης της φυσικής ή διανοητικής ασθένειας ή αναπηρίας. Οι αναφορές που έγιναν στο ίδιο το άτομο και σε μέλη της οικογένειάς αντιβαίνουν στην πρόνοια του ιδίου άρθρου που απαγορεύει την έκθεση ατόμων σε χλευασμό, διαπόμπευση ή διασυρμό.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
21/2013
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
27/02/2014
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
Ανακοίνωση προς τα ΜΜΕ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (21/26/11/2013) από την Κίνηση Ισότητα, Στήριξη, Αντιρατσισμός (ΚΙΣΑ) για προσβλητικά και ξενοφοβικά σχόλια που δημοσιεύθηκαν στην ειδησεογραφική ιστοσελίδα SIGMALIVE σε σχέση με άτομο που κήρυξε απεργία πείνας έξω από το Υπουργείο Εσωτερικών προκειμένου να υποστηρίξει αίτημά του να του δοθεί η Κυπριακή υπηκοότητα. Η ιστοσελίδα http://www.sigmalive.com/news/local/77855 ανάρτησε στις 21 Νοεμβρίου, 2013 άρθρο του δημοσιογράφου Μάριου Δημητρίου, που είχε δημοσιευθεί στην εφημερίδα «Σημερινή», στο οποίο παρουσίαζε την περίπτωση του ατόμου αυτού, που είχε ζητήσει την Κυπριακή υπηκοότητα ύστερα από παραμονή πέραν των 10 ετών στην Κύπρο. Το άρθρο παρουσίαζε κατά τρόπο αντικειμενικό το θέμα, αλλά κάτω από την ανάρτησή του στην ιστοσελίδα δημοσιεύθηκαν πολλές δεκάδες σχόλια αρκετά από τα οποία εξέφραζαν κατανόηση, συμπάθεια και υποστήριξη, αλλά τα πλείστα ήταν σαφώς εχθρικά. Η ΚΙΣΑ επισήμανε ότι προσβλητικά, άσεμνα, αισχρά ή και απειλητικά, ξενοφοβικά και ρατσιστικά σχόλια δεν είχαν διαγραφεί από τους διαχειριστές του διαδικτυακού μέσου ενημέρωσης και η Επιτροπή διαπίστωσε ότι παρέμειναν ανηρτημένα για ένα περίπου μήνα. Από την εξέταση των σχολίων η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι πολλά από αυτά ήταν δεοντολογικά επιλήψιμα, δεδομένου ότι ήταν προσβλητικά, χυδαία, αισχρά και απειλητικά και υποδαύλιζαν τη ξενοφοβία και το μίσος εναντίον των αλλοδαπών. Μερικά προέτρεπαν ακόμη και σε φυσική εξόντωσή του αλλοδαπού. Ωστόσο, δεδομένου ότι δεν υπήρξε παρόμοιο προηγούμενο και ότι το θέμα της ευθύνης των ιστοσελίδων πληροφόρησης και αυτών που έχουν επιφορτισθεί με τη διαχείρισή τους για το περιεχόμενο σχολίων επισκεπτών αποτελεί νέο έδαφος, η Επιτροπή θεώρησε ότι θα είναι πιο πρόσφορο και αποδοτικό αντί απόφασης να εκδώσει ανακοίνωση σχετικά με την ισχύουσα κατάσταση ως προς την ευθύνη για τα σχόλια επισκεπτών ιστοσελίδων πληροφόρησης. Ακολουθώντας την πρακτική και άλλων Ευρωπαϊκών Συμβουλίων Τύπου και πρόσφατη απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων επί παρόμοιων γεγονότων, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι ιστοσελίδες πληροφόρησης και οι υπεύθυνοι γι’ αυτές φέρουν την ευθύνη τόσο για δημοσιογραφικά κείμενα –ειδήσεις και απόψεις- όσο και για σχόλια που αναρτούν επισκέπτες, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε προειδοποίηση ότι αυτά αντανακλούν τις απόψεις των αποστολέων. Η ευθύνη πηγάζει κατά κύριο λόγο από το γεγονός ότι οι ιστοσελίδες προσφέρουν το χώρο και προσκαλούν τους επισκέπτες να εκφέρουν απόψεις επί των θεμάτων η των πληροφοριών που δημοσιεύουν, παρέχοντάς τους την ευχέρεια και τον τρόπο να το πράξουν. Η ευθύνη τους είναι ανάλογη προς την ευθύνη εντύπων για το περιεχόμενο επιστολών ή συνεργασιών που φιλοξενούν στις εκδόσεις τους ή ηλεκτρονικών ΜΜΕ που μεταδίδουν απόψεις φιλοξενουμένων τους. Η απλή σημείωση ότι τα σχόλια αντανακλούν τις απόψεις των επισκεπτών δεν απαλλάσσει της ευθύνης αν το περιεχόμενό τους αντιβαίνει σε πρόνοιες του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, για παράδειγμα αν περιέχουν αισχρές ή χυδαίες εκφράσεις ή προσωπικές επιθέσεις ή αν έχουν ξενοφοβικό περιεχόμενο. Η θέση αυτή συμβαδίζει με πρόσφατη απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (υπόθεση Delfi AS v Estonia, Οκτώβριος 2013) επί σχεδόν παρόμοιων γεγονότων, δηλαδή επιλήψιμων σχολίων κάτω από είδηση. Το ΕΔΑΔ στήριξε την απόφασή του ιδιαίτερα σε τρία σημεία: Πρώτον, η φύση του άρθρου που προκάλεσε τα σχόλια ήταν τέτοια, ώστε οι υπεύθυνοι της ιστοσελίδας θα έπρεπε να αναμένουν επιλήψιμα σχόλια και θα έπρεπε να είχαν επιδείξει επί πλέον μέριμνα ώστε να μη θεωρηθούν υπεύθυνοι. Δεύτερον, η προειδοποίηση ότι οι σχολιαστές θα ήταν υπεύθυνοι για το περιεχόμενο τους και ότι η ιστοσελίδα δεν έφερε ευθύνη δεν παρεμπόδισε τη δημοσίευσή των σχολίων, τα οποία και παρέμειναν δημοσιευμένα για αρκετό διάστημα. Τρίτον, το θιγόμενο μέρος δεν είχε τη δυνατότητα να στραφεί εναντίον των σχολιογράφων, δεδομένου ότι πολλοί χρησιμοποιούσαν ψευδώνυμο. Το ΕΔΑΔ αποφάσισε επίσης ότι η αρχική καταδίκη της ιστοσελίδας και η επιβολή προστίμου σ’ αυτή από τα Εσθονικά εθνικά δικαστήρια δεν συνιστούσε περιορισμό του δικαιώματος της ελευθερίας έκφρασης, εν όψει του γεγονότος ότι τα σχόλια ήταν εξαιρετικά προσβλητικά, η ιστοσελίδα παρέλειψε να παρεμποδίσει τη δημοσιοποίησή τους, επέτρεψε στους συγγραφείς τους να παραμείνουν ανώνυμοι και ωφελήθηκε οικονομικά από αυτά. Περαιτέρω η Επιτροπή έλαβε υπόψη τις καθοδηγητικές αρχές του Διεθνούς Κέντρου Τύπου που εδρεύει στις Βρυξέλλες, , οι οποίες αφ’ ενός επιβάλλουν στα διαδικτυακά ΜΜΕ τον προληπτικό και κατασταλτικό έλεγχο των σχολίων από μέλη του κοινού για αποφυγή δημοσίευσης μηνυμάτων με ρατσιστικό, προσβλητικό ή που οδηγεί στη βία περιεχόμενο και αφ’ ετέρου δίδουν σ’ αυτά το δικαίωμα αποκλεισμού συζητήσεων που ξεπερνούν τα όρια του επιτρεπτού. Με βάση τα πιο πάνω, η Επιτροπή θεωρεί πως οι διαχειριστές των ιστοσελίδων έχουν την ευθύνη παρακολούθησης των σχολίων και οφείλουν από τη μια να λαμβάνουν προληπτικά μέτρα αποτροπής της ανάρτηση όσων σχολίων περιέχουν απαράδεκτες λέξεις, αξιοποιώντας προς τούτο τις δυνατότητες που παρέχει η τεχνολογία και να αφαιρούν το ταχύτερο δυνατό όσα από αυτά λόγω περιεχομένου συνιστούν παραβίαση προνοιών του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας. Προς τούτο προτρέπονται να αξιοποιούν τις δυνατότητες προγραμμάτων τα οποία φιλτράρουν κείμενα με χυδαίες, αισχρές ή απειλητικές εκφράσεις ή προέρχονται από ηλεκτρονικές διευθύνσεις από τις οποίες έχει διαπιστωθεί ότι αποστέλλονται επιλήψιμα κείμενα. Τέλος η Επιτροπή σημειώνει ότι το θέμα αφορά σε νεοεμφανισθέντα τομέα των ΜΜΕ, στον οποίο η κατάσταση είναι ρευστή και δεν έχει αποκρυσταλλωθεί πλήρως, γι’ αυτό και προτίθεται να παρακολουθεί συνεχώς τις εξελίξεις.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
1/2014
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
27/02/2014
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΟΧΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (1/14/1/2014) από τον Μάριο Πολυκάρπου ότι η εφημερίδα Cyprus Mail αρνήθηκε επανειλημμένα ή διέγραψε από την ιστοσελίδα της σχόλια που κατά καιρούς ανήρτησε για διάφορα θέματα. Ο παραπονούμενος υποστήριξε ότι η εφημερίδα, διαγράφοντας τα σχόλια επισκεπτών της ιστοσελίδας του επέβαλλε φίμωση σε όσους έγραφαν ευνοϊκά σχόλια για την Κυπριακή Δημοκρατία, την κυβέρνηση, την Αστυνομία ή την Εθνική Φρουρά, κατά παράβαση των προνοιών του Κώδικα περί αποφυγής διακρίσεων και της παροχής του δικαιώματος απάντησης σε άτομα που έμμεσα επηρεάζονται από τα σχόλια. Ο παραπονούμενος παρέθεσε στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι σχόλια που είχε αποστείλει είχαν αφαιρεθεί από τη σειρά των σχολίων παρά το γεγονός, όπως υποστήριξε, ότι δεν ήταν αντίθετα προς το νόμο και ειδικότερα δεν συνιστούσαν λίβελο ή δυσφήμηση και δεν ήταν άσεμνα ή ανατρεπτικά. Επίσης ανέφερε ότι το Cyprus Mail δεν είχε δικαίωμα να αφαιρεί σχόλια τα οποία δεν παραβιάζουν τους νόμους αλλά αποτελούν απλώς έκφραση πολιτικής γνώμης. Το Cyprus Mail απάντησε ότι η δημοσίευση σχολίων από επισκέπτες της ιστοσελίδας του διέπεται από τους όρους και προϋποθέσεις τους οποίους οι επισκέπτες πρέπει να έχουν αποδεχθεί προτού τους παρασχεθεί το δικαίωμα δημοσίευσης. Ανέφερε επίσης ότι διαθέτει δύο συστήματα αυτόματου ελέγχου του περιεχομένου των σχολίων, ενώ σχόλια των οποίων παρεμποδίζεται η δημοσίευση ή σημειώνονται από τρίτους υπόκεινται σε έλεγχο από εντεταλμένο άτομο που είναι συνήθως αρχισυντάκτης ή ανώτερος συντάκτης για να διαπιστωθεί αν πράγματι ήταν επιλήψιμα. Τα ίδια πρόσωπα ελέγχουν και διαγράφουν σχόλια με επιλήψιμο περιεχόμενο, τα οποία ενδεχομένως να διαφύγουν από τα κριτήρια των δύο συστημάτων αυτόματου ελέγχου. Η εφημερίδα απέρριψε τον ισχυρισμό του παραπονούμενου ότι επιτρέπει μόνο σχόλια που είναι εχθρικά προς την Κυπριακή Δημοκρατία και ανέφερε ότι ο παραπονούμενος, που χρησιμοποιεί το ψευδώνυμο Nordic, αποστέλλει περίπου 40 σχόλια την ημέρα, τα οποία δημοσιεύονται. Σύμφωνα με τους όρους χρήσης της ιστοσελίδας, ή εφημερίδα διατηρεί το δικαίωμα ελέγχου, τροποποίησης, διαγραφής ή άρνησης δημοσίευσης σχολίων ή άλλου υλικού κατά την απόλυτη κρίση της και επίσης το δικαίωμα πλήρους παρεμπόδισης της χρήσης της ιστοσελίδας σε περιπτώσεις παραβίασης των όρων χρήσης. Οι όροι χρήσης περιλαμβάνουν κατάλογο κειμένων τα οποία θεωρούνται παράνομα ή των οποίων η ανάρτηση απαγορεύεται, μεταξύ των οποίων είναι κείμενα τα οποία είναι επιθετικά, παρενοχλούν ή προάγουν το ρατσισμό, την προκατάληψη, την εχθρότητα, το μίσος ή την πρόκληση φυσικής βλάβης σε άτομα ή ομάδες, την παρενόχληση, ή συμπεριφορά που είναι προσβλητική, απειλητική, χυδαία ή δυσφημητική ή εγκληματικές δραστηριότητες Η εφημερίδα απέστειλε πολλά δείγματα σχολίων του παραπονουμένου που διαγράφηκαν. Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η εφημερίδα ορθά αφαίρεσε σχόλια που περιείχαν εκφράσεις, λέξεις και οι χαρακτηρισμούς( τα οποία δεν θα μπορούσαν να παρατεθούν σ’ αυτή την απόφαση) για το λόγο ότι παραβίαζαν τους όρους χρήσης της ιστοσελίδας της, αλλά και πρόνοιες του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας. Η Επιτροπή, αφού εξέτασε τα εκατέρωθεν στοιχεία αποφάσισε ότι οι ιστοσελίδες έχουν το δικαίωμα, για δική τους προστασία, να θέτουν όρους και περιορισμούς ως προς τα δημοσιευόμενα σχόλια, αφ’ ενός για να συνάδουν με τις πρόνοιες του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας και αφ’ ετέρου για να αποφύγουν τις νομικές συνέπειες, δεδομένης και πρόσφατης απόφασης του ΕΔΑΔ ότι οι διαχειριστές των ιστοσελίδων είναι υπεύθυνοι για το περιεχόμενο των σχολίων που αναρτώντα ανώνυμα. Στην προαναφερθείσα απόφασή του (DELFI AS v ESTONIA, Οκτώβριος 2013) επί σχεδόν παρόμοιων γεγονότων, δηλαδή επιλήψιμων σχολίων κάτω από είδηση, το ΕΔΑΔ κατέστησε τους διαχειριστές ιστοσελίδας υπεύθυνους για σχόλια επισκεπτών, αναφέροντας ότι, λαμβανομένης υπόψη της είδησης που δημοσίευσαν, θα έπρεπε να αναμένουν επιλήψιμα σχόλια και θα έπρεπε να είχαν επιδείξει επί πλέον μέριμνα ώστε να μη θεωρηθούν υπεύθυνοι, ότι η προειδοποίηση πως η ιστοσελίδα δεν έφερε ευθύνη δεν απέτρεψε τη δημοσίευσή τους και ότι το θιγόμενο μέρος δεν είχε τη δυνατότητα να στραφεί εναντίον των σχολιογράφων, δεδομένου ότι πολλοί χρησιμοποιούσαν ψευδώνυμο. Το ΕΔΑΔ αποφάσισε επίσης ότι η αρχική καταδίκη της ιστοσελίδας από τα Εσθονικά δικαστήρια δεν συνιστούσε δικαιολογημένο και ανάλογο περιορισμό του δικαιώματος της ελευθερίας έκφρασης, εν όψει του γεγονότος ότι τα σχόλια ήταν εξαιρετικά προσβλητικά, η ιστοσελίδα παρέλειψε να παρεμποδίσει τη δημοσιοποίησή τους, επέτρεψε στους συγγραφείς τους να παραμείνουν ανώνυμοι και ωφελήθηκε οικονομικά από αυτά. Είναι σαφές ότι η απόφαση αυτή καθιστά τους διαχειριστές των ιστοσελίδων απόλυτα υπεύθυνους για τα σχόλια επισκεπτών και επομένως οι διαχειριστές έχουν το δικαίωμα, αλλά και την υποχρέωση, να λαμβάνουν μέτρα αυτοπροστασίας και τήρησης του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, παρεμποδίζοντας ή διαγράφοντας σχόλια που αντιβαίνουν στους όρους χρήσης και κατά την κρίση τους δυνατό να είναι επιλήψιμα. Περαιτέρω η Επιτροπή έλαβε υπόψη της καθοδηγητικές αρχές του Διεθνούς Κέντρου Τύπου που εδρεύει στις Βρυξέλλες , οι οποίες αφ’ ενός επιβάλλουν στα διαδικτυακά ΜΜΕ τον προληπτικό και κατασταλτικό έλεγχο των σχολίων από μέλη του κοινού για αποφυγή δημοσίευσης μηνυμάτων με ρατσιστικό, προσβλητικό ή που οδηγεί στη βία περιεχόμενο και αφ’ ετέρου δίδουν σ’ αυτά το δικαίωμα αποκλεισμού συζητήσεων που ξεπερνούν τα όρια του επιτρεπτού. Δεδομένου του γεγονότος ότι μερικά από τα σχόλια του παραπονούμενου που αναφέρθηκαν πιο πάνω περιείχαν φράσεις που θίγουν άτομα ή ομάδες ή συνιστούσαν προσωπική επίθεση, ήταν ξενοφοβικά ή συνιστούσαν δυσμενή διάκριση λόγω φυλετικής ή εθνικής καταγωγής, ή περιείχαν λέξεις που δεν είναι αποδεκτές από την ευρύτερη κοινωνία, η Επιτροπή έκρινε πως η εφημερίδα δικαιολογημένα πήρε μέτρα πλήρους παρεμπόδισης σχολίων του παραπονούμενου ή αφαίρεσής τους και απέρριψε το παράπονό του. Η Επιτροπή επισημαίνει συναφώς ότι το δικαίωμα της επίκλησης της δικαιώματος της ελευθερίας έκφρασης ή απάντησης είναι άρρηκτα συνυφασμένο με το σεβασμό των προνοιών του Κώδικα που αποσκοπούν στην προστασία της τιμής, της υπόληψης και του κύρους άλλων ατόμων και ομάδων ή στην αποτροπή της χρήσης εκφράσεων που στην αντίληψη της ευρύτερης κοινωνίας είναι ανεπίτρεπτες.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
24/2-13
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
27/02/2014
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (24/18/12/2013) που διατυπώθηκε σε σημείωμα του Μιχάλη Χατζηβασίλη στο «Φιλελεύθερο», ότι διάφορες ιστοσελίδες αναπαρήγαγαν αποκλειστική είδηση της εφημερίδας για την ύπαρξη πετρελαίου σε τεμάχιο της Κυπριακής ΑΟΖ, χωρίς να αναφέρουν την πηγή τους. Το παράπονο ανέφερε ότι η ανάρτηση έγινε κατά τρόπο που έδινε την εντύπωση ότι η είδηση ήταν το αποτέλεσμα δημοσιογραφικής εργασίας των ιστοσελίδων που αναδημοσίευσαν την είδηση. Η Επιτροπή διερεύνησε το παράπονο και διαπίστωσε ότι όλες οι γνωστές ιστοσελίδες που αναδημοσίευσαν την είδηση την απέδωσαν στο «Φιλελεύθερο», πλην της ιστοσελίδας SigmaLive. Η επίμαχη είδηση δημοσιεύθηκε κατ’ αποκλειστικότητα στο «Φιλελεύθερο» στις 17/12/2013 και αναφερόταν στην πιθανή ύπαρξη αποθεμάτων πετρελαίου στο οικόπεδο 12 της Κυπριακής ΑΟΖ που ανέρχεται στα 1,2 με 1,4 δισεκατομμύρια βαρέλια. Η είδηση αναρτήθηκε την ίδια μέρα, στις 9.24 πμ, στην ιστοσελίδα SigmaLive που επίσης δημοσίευσε δηλώσεις του Υπουργού Εμπορίου και Ενέργειας τις οποίες έκαμε από τις Βρυξέλλες σε ραδιοφωνικά μέσα ενημέρωσης καθώς και ραδιοφωνικές δηλώσεις του πρώην Διευθυντή Ενέργειας στο Υπουργείο Εμπορίου Σόλωνα Κασίνη. Η ιστοσελίδα απάντησε ότι η είδησή της δεν αποτελούσε λογοκλοπή, δεδομένου ότι ο δημοσιογράφος Νικόλας Ζανέτος, που την έγραψε, «έχει προσωπικές πηγές στην εταιρεία Noble, οι οποίες του δίνουν πληροφορίες για διάφορα θέματα και μάλιστα με δική τους πρωτοβουλία». Επίσης ανέφερε ότι το θέμα ήταν διαφορετικά ανεπτυγμένο από την είδηση του «Φιλελεύθερου και συνοδευόταν από δηλώσεις από τον Υπουργό Λακκοτρύπη και από τον Σόλωνα Κασίνη. Τέλος ανέφερε ότι «η κατηγορία όχι μόνο δεν ευσταθεί αλλά την εκλαμβάνουμε και ως προσπάθεια διασυρμού τόσο του καλού ονόματος του δημοσιογράφου μας όσο και της ιστοσελίδας μας». Από την εξέταση των ενώπιόν της στοιχείων η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η είδηση της εφημερίδας ανέφερε επί λέξει: «Εχουμε 1,2 έως 1,4 δισ. βαρέλια πετρελαίου στο οικόπεδο 12, σε βάθος 24.600 ποδών και η αξία του μεριδίου της Κύπρου στο πετρέλαιο υπολογίζεται γύρω στα 60 δισεκατομμύρια ευρώ, τα οποία μπορούν να ξεκινήσουν να εισρέουν γρηγορότερα, χωρίς να ανατρέπονται οι σχεδιασμοί για τερματικό φυσικού αερίου. Αυτό δείχνουν οι λεπτομερείς τρισδιάστατες και δισδιάστατες σεισμογραφικές έρευνες που ολοκληρώθηκαν πρόσφατα στο τεμάχιο, που διαχειρίζονται οι Noble, Delk, Anver. Η πλήρης ανάλυση των δεδομένων θα ολοκληρωθεί το αργότερο τον Απρίλιον, ωστόσο η κύρια εικόνα έχει διαμορφωθεί και οι αποκλίσεις δεν αναμένεται να είναι σημαντικές. Η εικόνα της σημαντικής παρουσίας πετραλείου –πάντα οι ποσότητες αφορούν μόνο το «12»-φέρουν και ουσιαστική αλλαγή σκηνικού, αφού το πετρέλαιο δεν απαιτεί ούτε ιδιαίτερα χρονοβόρες διαδικασίες, ούτε και μεγάλες επενδύσεις δισεκατομμυρίων για εκμετάλλευσή του. Πληροφορίες του «Φ» αναφέρουν ότι η Noble ενημέρωσε τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας για τα μέχρι τώρα στοιχεία στη συνάντησή τους την περασμένη εβδομάδα, με επιφυλάξεις μέχρι την ολοκλήρωση των ανακρίσεων. Σήμερα η Noble αναμένεται να δώσει στης ΗΠΑ σημαντικά νέα στοιχεία για την Κύπρο σε συνάντηση με αναλυτές των μεγαλύτερων τραπεζικών και επενδυτικών οίκων του κόσμου, για ευρύτερη ανακοίνωση σε σχέση με τις προοπτικές της». Η είδηση του SigmaLive ανέφερε επί λέξει: «Πετρέλαιο, σε ποσότητες από 1,2 – 1,4 δισ. βαρέλια, αξίας €60 δισ. φαίνεται να έχει εντοπιστεί στο οικόπεδο 12 της κυπριακής ΑΟΖ, με βάση δισδιάστατες και τρισδιάστατες σεισμογραφικές έρευνες, που ολοκληρώθηκαν πρόσφατα στο συγκεκριμένο τεμάχιο. Σύμφωνα με πληροφορίες η πλήρης ανάλυση των δεδομένων θα ολοκληρωθεί μέχρι τον Απρίλιο, ωστόσο, η κύρια εικόνα έχει διαμορφωθεί και οι αποκλίσεις δεν αναμένεται να είναι σημαντικές. Οι ίδιες πληροφορίες αναφέρουν ότι η Noble ενημέρωσε τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, στη συνάντησή τους την περασμένη εβδομάδα. Σήμερα αναμένεται να δώσει στις ΗΠΑ, σημαντικά νέα στοιχεία για την Κύπρο σε συνάντηση με αναλυτές των μεγαλύτερων τραπεζικών και επενδυτικών οίκων του κόσμου. Από την εξέταση των δύο κειμένων και τη σύγκριση της φρασεολογίας τους βγαίνει το αβίαστο συμπέρασμα ότι τέσσερις φράσεις της είδησης της εφημερίδας χρησιμοποιήθηκαν αυτούσιες στην αρχή της είδησης της ιστοσελίδας. Είναι δύσκολο να δεχθεί οποιοσδήποτε ότι θα μπορούσαν να γραφτούν τα δύο κείμενα από δύο διαφορετικούς δημοσιογράφους και να είναι επί λέξει ταυτόσημα σε τέσσερις διαφορετικές φράσεις και με την ίδια σειρά. Η προστασία των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας διέπεται από τις πιο κάτω αρχές, οι οποίες προκύπτουν από τον Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, που παραπέμπει επίσης στην ισχύουσα νομοθεσία, και επίσης από δικαστικές αποφάσεις. Μέχρι τώρα δεν υπάρχει ενιαία πολιτική της Ευρωπαϊκής Ενωσης επί του θέματος αλλά η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επεξεργάζεται οδηγία προς τα κράτη-μέλη. Το άρθρο 7 του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, που αποβλέπει στην προστασία του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας, προβλέπει ότι: «Τα Μ.Μ.Ε. και οι λειτουργοί σέβονται και εφαρμόζουν το εκάστοτε ισχύον Δίκαιο και συμβάσεις που αφορούν στην προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας. Εκεί που επιτρέπεται, η αναδημοσίευση από άλλη πηγή γίνεται με σεβασμό προς το συγγραφέα/δημιουργό ή τον ιδιοκτήτη. Τα Μ.Μ.Ε. και οι λειτουργοί των υποχρεούνται να αναφέρουν την προέλευση». Το άρθρο 2 της Διεθνούς Σύμβασης περί Πνευματικής Ιδιοκτησίας του 1968, πάνω στην οποία στηρίζονται πλείστες εθνικές νομοθεσίες, καθορίζει ότι μεταξύ άλλων προστατεύονται «φιλολογικά, καλλιτεχνικά και επιστημονικά έργα». Στον ορισμό αυτό περιλαμβάνονται και τα δημοσιογραφικά κείμενα –που παρουσιάζουν γεγονότα ή ιδέες- σε έντυπα και ηλεκτρονικά ΜΜΕ, που ορίζονται ως πνευματικά δημιουργήματα. Η αναπαραγωγή αυτών των πνευματικών δημιουργημάτων, ανεξάρτητα από την ποιότητα και το επίπεδό τους, δεν επιτρέπεται χωρίς την άδεια του κατόχου των πνευματικών δικαιωμάτων. Σε περιπτώσεις «πνευματικών δημιουργημάτων» όπως ορίζονται πιο πάνω, επιτρέπεται η καλή τη πίστη αναδημοσίευση, πχ η δημοσίευση αποσπασμάτων από άρθρα ιδεών για σκοπούς κριτικής, έκφρασης αντίθετων ιδεών, ως μέρος είδησης, ως επιχείρημα προς υποστήριξη συγκεκριμένων θέσεων κλπ. Τα κριτήρια της καλής πίστης στις περιπτώσεις αυτές είναι κατά πόσο με την αναδημοσίευση έχει μεταβληθεί ουσιωδώς το αρχικό άρθρο και η αναδημοσίευση δεν αποβλέπει στην εξυπηρέτηση του ιδίου σκοπού με το πρωτότυπο, κατά πόσο η αναδημοσίευση περιορίζεται στο απολύτως απαραίτητο για τους σκοπούς της χρήσης, κατά πόσο με την αναδημοσίευση επιδιώκεται κέρδος και κατά πόσο με την αναδημοσίευση μειώνεται η εμπορική αξία της προστατευόμενης πνευματικής ιδιοκτησίας. Η καλή τη πίστη αναδημοσίευση επιτρέπεται από τον Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας ("εκεί όπου επιτρέπεται η αναδημοσίευση'") αλλά υπό τους όρους που θέτει ο Κώδικας, δηλαδή με σεβασμό προς το συγγραφέα/δημιουργό και με αναφορά στην προέλευση. Η προστασία αφορά σε «πρωτότυπα συγγραφικά έργα» και με την έννοια αυτή τα γεγονότα στα οποία αναφέρεται μια είδηση δεν θεωρούνται πρωτότυπα. Τα γεγονότα είναι το δημιούργημα κάποιου ατόμου ή αιτίας και επομένως ένας δημοσιογράφος ή ένα ΜΜΕ δεν μπορεί να τα κατοχυρώσει κάτω από το δικαίωμα της πνευματικής ιδιοκτησίας. Κατά τον ίδιο τρόπο δεν μπορούν να κατοχυρωθούν ευρήματα που αποκαλύπτονται μέσα από δημοσιογραφική έρευνα εφ’ όσον αυτά δεν είναι το δημιούργημα του ερευνητή. Όμως ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζονται τα γεγονότα ή προϋπάρχοντα δεδομένα σε ένα δημοσιογραφικό κείμενο, δηλαδή η επιλογή και η τοποθέτηση των λέξεων σε ένα κείμενο και εν τέλει το ύφος (στυλ), αποτελούν πνευματική δημιουργία και προστατεύονται από το δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας. Με βάση τα πιο πάνω, ένα ΜΜΕ μπορεί να δημοσιεύσει ή να μεταδώσει γεγονότα που δημοσίευσε ή μετέδωσε προηγουμένως ένα άλλο ΜΜΕ, είτε ύστερα από δική του επιβεβαίωση των γεγονότων είτε και χωρίς επιβεβαίωση. Πρόκειται για επιτρεπόμενη αναδημοσίευση, η οποία, όμως, δεν μπορεί να γίνει με τη χρήση του ιδίου λεξιλογίου, της ίδιας φρασεολογίας και του ιδίου ύφους. Επίσης πρέπει να γίνεται υπό τους όρους του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, που προβλέπει ότι «εκεί που επιτρέπεται, η αναδημοσίευση από άλλη πηγή γίνεται με σεβασμό προς το συγγραφέα/δημιουργό ή τον ιδιοκτήτη». Στις περιπτώσεις επιτρεπόμενης αναδημοσίευσης «τα Μ.Μ.Ε. και οι λειτουργοί των υποχρεούνται να αναφέρουν την προέλευση». Νοείται ότι το προϊόν δημοσιογραφικής έρευνας επί γεγονότων που δημοσιεύτηκαν δεν θεωρείται αναδημοσίευση αν η είδηση που προέκυψε από μια τέτοια έρευνα υπερακοντίζει ουσιωδώς την αρχική ή είναι μια εντελώς διαφορετική είδηση. Με βάση τα δεδομένα της υπόθεσης και τις πιο πάνω αρχές, η Επιτροπή κατέληξε στην απόφασή ότι: 1. Τα γεγονότα -στην προκειμένη περίπτωση η ύπαρξη ποσότητας πετρελαίου στο τεμάχιο 12 της Κυπριακής ΑΟΖ- είναι δημιούργημα των ατόμων ή των αιτίων που τα προκάλεσαν και δεν μπορούν να κατοχυρωθούν κάτω από το δικαίωμα της πνευματικής ιδιοκτησίας. Επομένως, ο «Φιλελεύθερος» δεν μπορεί να διεκδικήσει πνευματικά δικαιώματα σ’ αυτά και θα μπορούσαν να δημοσιευθούν ή να μεταδοθούν και από άλλα ΜΜΕ, είτε ύστερα από διερεύνηση ή και χωρίς διερεύνηση, με την επιφύλαξη όμως της πρόνοιας του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας ότι «εκεί που επιτρέπεται η αναδημοσίευση από άλλη πηγή γίνεται με σεβασμό προς το συγγραφέα/δημιουργό ή τον ιδιοκτήτη» και επίσης της πρόνοιας ότι σ’ αυτές τις περιπτώσεις «τα ΜΜΕ και οι λειτουργοί των υποχρεούνται να αναφέρουν την προέλευση». 2. Το ύφος, η επιλογή και η διευθέτηση των λέξεων σε ένα κείμενο αποτελούν πνευματική δημιουργία του δημοσιογράφου που το έγραψε και προστατεύονται από το δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας. Επομένως οι φράσεις με τις οποίες ο «Φιλελεύθερος» απέδωσε την είδηση για το γεγονός της ανακάλυψης της ύπαρξης πετρελαίου είναι προστατεύσιμες κάτω από το δικαίωμα της πνευματικής ιδιοκτησίας. Συνακόλουθα, η Επιτροπή αποφάσισε ότι στην περίπτωση του δημοσιεύματος του SigmaLive υπήρξε παραβίαση των προνοιών του Κώδικα της προαναφερθείσας πρόνοιας του άρθρου 7 του Κώδικα περί προστασίας των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας. Η Επιτροπή θεωρεί ότι ανεξάρτητα από το σεβασμό των κατοχυρωμένων δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας ως ανωτέρω, λόγοι στοιχειώδους αβροφροσύνης μεταξύ των δημοσιογράφων και των ΜΜΕ σε ένα μικρό χώρο όπως η Κύπρος συνηγορούν υπέρ του σεβασμού και της αναγνώρισης της εργασίας των άλλων με την αναφορά της πηγής σε κάθε περίπτωση. Επίσης θεωρεί ότι οι δημοσιογράφοι και τα ΜΜΕ θα πρέπει να αναφέρουν, στις περιπτώσεις και στο βαθμό που αυτό είναι δυνατό κατά περίπτωση, με όσο πιο συγκεκριμένο τρόπο την πηγή προέλευσης της πληροφόρησής τους. Αυτό από τη μια βοηθά το κοινό να εκτιμήσει την αξιοπιστία της πηγής και των πληροφοριών και από την άλλη προστατεύει και την αξιοπιστία του δημοσιογράφου, έχοντας όμως πάντα υπόψη ότι η επίκληση της αναδημοσίευσης δεν αποτελεί υπεράσπιση για οποιαδήποτε παραβίαση.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
3/2014
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
24/01/2014
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ, ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας ασχολήθηκε αυτεπάγγελτα με το θέμα του χειρισμού είδησης από πλείστα ΜΜΕ για διάπραξη σοβαρού αδικήματος σε βάρος νεαρής (υπόθεση 3/24/1/2014) και διαπίστωσε ότι υπήρξε παραβίαση προνοιών του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας που αναφέρονται στο θέμα των σεξουαλικών εγκλημάτων. Η Επιτροπή εξέφρασε θλίψη και απογοήτευση για το γεγονός ότι λόγω άγνοιας ή για σκοπούς εντυπωσιασμού και ικανοποίησης της κοινής περιέργειας παραβιάστηκε η πρόνοια του Κώδικα σύμφωνα με την οποία «τα ΜΜΕ δεν αποκαλύπτουν άμεσα ή έμμεσα την ταυτότητα των θυμάτων βιασμού ή άλλων σεξουαλικών εγκλημάτων και δεν δημοσιεύουν ή αναπαράγουν λεπτομέρειες, οι οποίες είναι δυνατό να προκαλέσουν ή να επιτείνουν τον ανθρώπινο πόνο». Ο Κώδικας ορίζει επίσης ότι «δεν γίνεται οποιαδήποτε άμεση ή έμμεση αναφορά σε συγγένεια ή άλλη σχέση του υπόπτου ή φερόμενου ως δράστη ή κατηγορούμενου και του παιδιού» και επίσης δεν χρησιμοποιείται ο όρος «αιμομιξία». Στην προκειμένη περίπτωση δημοσιεύθηκε φωτογραφία ατόμου και αναφέρθηκαν λεπτομέρειες για τη συγγένεια με το θύμα βιασμού, γεγονός που οδηγεί στην αποκάλυψη της ταυτότητας του θύματος, παρά το γεγονός ότι η Αστυνομική ανακοίνωση, που συνόδευε τη φωτογραφία καταζητούμενου ατόμου, πολύ ορθά, δεν έκανε αναφορά στο έγκλημα για το οποίο κατεζητείτο το άτομο. Η Επιτροπή βρέθηκε στην ανάγκη να επαναλάβει για άλλη μια φορά το αυτονόητο, δηλαδή ότι φωτογραφίες που δίδονται από την Αστυνομία για το συγκεκριμένο σκοπό της σύλληψης καταζητουμένων ατόμων δεν επαναδημοσιεύονται μετά τη σύλληψη, ιδιαίτερα μάλιστα όταν συνοδεύονται από πληροφορίες και λεπτομέρειες του υπό εξέταση αδικήματος. ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΗΣ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ 24/1/2014
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
2//2014
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
16/01/2014
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ, ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΗΣ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ ΓΙΑ ΤΟ ΧΕΙΡΙΣΜΟ ΤΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ ΑΥΤΟΧΕΙΡΙΑΣΜΟΥ ΚΑΤΑΔΙΚΩΝ Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας ασχολήθηκε αυτεπάγγελτα με το θέμα του χειρισμού ειδήσεων για τις περιπτώσεις αυτοχειρίας τροφίμων στις Κεντρικές Φυλακές στις 12 και 14 Ιανουαρίου, 2014 (υπόθεση 2/151/2014) και διαπίστωσε ότι υπήρξε παραβίαση προνοιών του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας που αναφέρονται στο θέμα της αυτοκτονίας. Η Επιτροπή έλαβε υπόψη το δικαίωμα των δημοσιογράφων και των ΜΜΕ να πληροφορούν και του κοινού να λαμβάνει ενημέρωση επί σοβαρών θεμάτων δημοσίου ενδιαφέροντος και στην προκειμένη περίπτωση για απαράδεκτα φαινόμενα στις Κεντρικές Φυλακές. Ο αριθμός και η συχνότητα των αυτοκτονιών τροφίμων στις φυλακές, που είναι και το κεντρικό αντικείμενο ενδιαφέροντος, κατέστησαν δικαιολογημένη την παρέκκλιση από τη βασική πρόνοια του Κώδικα ότι «δεν δημοσιεύονται πληροφορίες για αυτοκτονίες». Όμως, το γεγονός αυτό δεν καθιστά ανενεργές και τις υπόλοιπες πρόνοιες επί του θέματος και κυρίως την πρόνοια ότι «πρέπει να επιδεικνύεται ευαισθησία και ιδιαίτερη προσοχή για αποφυγή λεπτομερειών για τη μέθοδο, έστω και αν οι πληροφορίες προέρχονται από προνομιούχο διαδικασία. Οι σχετικές περιοριστικές πρόνοιες του Κώδικα για τις περιπτώσεις αυτοκτονίας εδράζονται σε έγκυρη επιστημονική άποψη1 ότι άτομα με ψυχικές διαταραχές επηρεάζονται εύκολα από ειδήσεις που αναφέρονται σε αυτοκτονία και από τις λεπτομέρειες για τη μέθοδο αυτοκτονίας, με συνέπεια να ταυτίζονται με τον αυτόχειρα και να οδηγούνται στη μίμηση. Οι δημοσιογράφοι και τα ΜΜΕ καλούνται να χειρίζονται τις υποθέσεις αυτές με ιδιαίτερη προσοχή και να αποφεύγουν την παράθεση αχρείαστων λεπτομερειών, για την οποία το τίμημα δυνατό να είναι μια ανθρώπινη ζωή. Η Επιτροπή θεωρεί επίσης ότι ήταν απαράδεκτη η αναφορά στην εθνοτική καταγωγή των αυτοχείρων και άλλων ατόμων που εμπλέκονται σε πρόσφατα γεγονότα στις Κεντρικές Φυλακές, ως αντιβαίνουσα στις πρόνοιες του Κώδικα περί μη αποκάλυψης προσωπικών στοιχείων και περί αποφυγής δυσμενών διακρίσεων με βάση τη φυλετική ή εθνική προέλευση. ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΗΣ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ 16/1/2014 Ιδε http://onlinelibrary.wiley.com/doi/10.1111/j.1749-6632.2001.tb05807.x/abstract;jsessionid=304E414BEFA4C36F71FA92A839AE5903. f01t03?deniedAccessCustomisedMessage=&userIsAuthenticated=fals
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
18/2013
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
23/10/2013
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΜΜΕ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΥΣ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε σειρά παραπόνων από την Κίνηση για Ισότητα, Στήριξη, Αντιρατσισμό -ΚΙΣΑ- (13/29/8/2013 και 14/29/8/2013 που αφορούσαν σε δημοσιεύματα στις ιστοσελίδες Alithia Online και ONLY.CY και 15/17/8/2013, 16/17/8/2013, 17/17/9/2013 και 18/17/9/2013, τα οποία αναφέρονταν σε δημοσιεύματα στην εφημερίδα «Φιλελεύθερος», στις ιστοσελίδες NEWSIT και SIGMALIVE και στην εφημερίδα «Σημερινή» αντίστοιχα. Τα δύο πρώτα παράπονα αφορούσαν σε δύο διαφορετικά επεισόδια. Στο ένα από αυτά, που διαδραματίστηκε στη διάρκεια ελέγχου της αστυνομίας για εντοπισμό μεταναστών που διαμένουν παράνομα στην Κύπρο, ένας άνδρας έσπρωξε γυναίκα αστυνομικό που κατέγραφε τα στοιχεία μετανάστριας στη Λευκωσία, με αποτέλεσμα να πέσει σε διερχόμενο αυτοκίνητο και να υποστεί ελαφρά τραύματα. Στο δεύτερο επεισόδιο ο οδηγός αυτοκινήτου έσπρωξε αστυνομικό που τον σταμάτησε κοντά στην Πύλα για έλεγχο της ταυτότητας δύο συνεπιβατών του, , που διέφυγαν τρέχοντας. Η ΚΙΣΑ υποστήριξε ότι η παράλειψη της αναφοράς στην εθνοτική καταγωγή των εμπλεκομένων τόσο από κυβερνητικούς λειτουργούς όσο και από τα ΜΜΕ και λαμβάνοντας υπόψη το κλίμα που έχει αρχίσει να δημιουργείται εναντίον των μεταναστών ήταν σκόπιμη και αντιδεοντολογική και ότι ο τρόπος με τον οποίο τα ΜΜΕ χειρίστηκαν τις ειδήσεις αυτές στοχοποιούσε τους μετανάστες. Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι τα δύο πρώτα δημοσιεύματα αποτελούσαν αυτούσια μεταφορά του περιεχομένου αστυνομικού δελτίου και περιείχαν κάποιες ανακρίβειες (το σπρώξιμο χαρακτηρίστηκε στους τίτλους ως ξυλοδαρμός και το επεισόδιο τοποθετήθηκε στην Πάφο αντί στη Λευκωσία) που δεν θεωρήθηκαν ιδιαίτερα σοβαρές. Τα άλλα τέσσερα παράπονα αναφέρονταν σε δημοσιεύματα τα οποία αφορούσαν σε δύο γυναίκες που εκδίδονταν -και είχαν αναγνωρισθεί από τις αρχές ως θύματα εκμετάλλευσης-, ενώ είχαν διαγνωσθεί με σοβαρές μολυσματικές ασθένειες. Κάποια δημοσιεύματα αναφέρονταν στην ανησυχία που προκλήθηκε μεταξύ ανδρών που δυνατό να είχαν συνευρεθεί με τις γυναίκες αυτές. Τα δημοσιεύματα περιείχαν εκτενείς αναφορές σε δηλώσεις κρατικού λειτουργού υγείας. Η ΚΙΣΑ παραπονέθηκε ότι τα δημοσιεύματα ήταν παραπλανητικά και προωθούσαν τη ξενοφοβία, τη μισαλλοδοξία και το ρατσισμό και επίσης ότι αποκάλυπταν προσωπικά δεδομένα των δύο γυναικών. Επίσης διατύπωσε επικρίσεις για δηλώσεις κρατικού λειτουργού, στις οποίες στηρίχθηκαν σε μεγάλο βαθμό τα δημοσιεύματα. Η Επιτροπή δεν θεώρησε σκόπιμο να αποφανθεί επί των λεπτομερειών είτε των δημοσιευμάτων είτε των παραπόνων, γιατί έκρινε ότι θα ήταν πιο πρόσφορο και αποτελεσματικό να επικεντρωθεί στο σοβαρό θέμα του φαινομένου της δημιουργίας αντιμεταναστευτικού κλίματος και αισθημάτων προκατάληψης εναντίον των αλλοδαπών στο σύνολό τους. Αυτό ήταν προφανές από το γεγονός ότι ακροδεξιά οργάνωση εκμεταλλεύτηκε τα δημοσιεύματα για να εκδώσει σαφώς ξενοφοβικές και ρατσιστικές ανακοινώσεις εναντίον της παρουσίας αλλοδαπών στην Κύπρο. Η Επιτροπή σημείωσε το γεγονός ότι κατά κανόνα δηλώσεις επισήμων (εκπροσώπων της Αστυνομίας και άλλων κρατικών λειτουργών) καθώς και δημοσιεύματα στα ΜΜΕ οσάκις αναφέρονται σε περιπτώσεις αδικημάτων, εγκλημάτων ή ακόμη και απλής παραβατικής συμπεριφοράς, στις οποίες τα ύποπτα άτομα δεν είναι Κύπριοι, κάνουν ειδική αναφορά στο γεγονός ότι οι εμπλεκόμενοι είναι αλλοδαποί. Το ίδιο δεν συμβαίνει οσάκις οι ύποπτοι είναι Κύπριοι, δηλαδή δεν αναφέρεται η εθνοτική καταγωγή των υπόπτων. Η Επιτροπή θεωρεί ότι στερεότυπη αναφορά σε αλλοδαπούς όταν δεν υπάρχει αποχρών λόγος οδηγεί σε διαχωρισμό του τύπου «εμείς και οι άλλοι» και τείνει να δημιουργήσει στάσεις και συμπεριφορές προκατάληψης εναντίον των αλλοδαπών και να καλλιεργήσει κλίμα ξενοφοβίας και μισαλλοδοξίας, που οδηγεί σε ρατσισμό και ρατσιστικές συμπεριφορές, καθώς και στην εδραίωση της αβάσιμης και λανθασμένης αντίληψης ότι για όλα τα κακά στον τόπο φταίνε ή ευθύνονται οι ξένοι. Παράλληλα, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι κρατικοί λειτουργοί, τα ΜΜΕ και οι δημοσιογράφοι πρέπει να αποφεύγουν σαρωτικές αναφορές σε λαθρομετανάστες, δεδομένου ότι υπάρχουν διάφορες κατηγορίες αλλοδαπών που διαμένουν στην Κύπρο. Οι κρατικοί λειτουργοί, τα ΜΜΕ και οι δημοσιογράφοι θα πρέπει να διακρίνουν μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών αλλοδαπών, όπως είναι αυτοί που έχουν νόμιμη άδεια παραμονής και εργασίας ή έχουν τέτοιο δικαίωμα, όπως είναι οι κοινοτικοί και ακόμη και όσοι δυνατό να έφθασαν παράνομα και είναι αιτητές πολιτικού ασύλου, δεδομένου ότι και η περίπτωσή τους ρυθμίζεται από το νόμο, και ατόμων που βρίσκονται στην Κύπρο παράνομα. Τέτοιες περιπτώσεις είναι εκείνες στις οποίες αλλοδαποί έφθασαν παράνομα χωρίς να περάσουν από τον έλεγχο των μεταναστευτικών αρχών ή παραμένουν στην Κύπρο μετά τη λήξη της άδειας παραμονής τους. Πρέπει επίσης να έχουν υπόψη ότι ανεξάρτητα από το καθεστώς τους, οι αλλοδαποί έχουν τα ίδια δικαιώματα και τυγχάνουν της ίδιας προστασίας από το νόμο έναντι παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους. Η Επιτροπή καλεί τους κρατικούς λειτουργούς, τα ΜΜΕ και τους δημοσιογράφους να αποφεύγουν αναφορές στην εθνοτική καταγωγή οποιουδήποτε εκτός από τις περιπτώσεις στις οποίες η αναφορά είναι αναγκαία για το δημόσιο συμφέρον ή απολύτως απαραίτητη. Η πρακτική της μη αναφοράς στην εθνοτική προέλευση ατόμων ακολουθείται σε όλες τις Ευρωπαϊκές χώρες με ανεπτυγμένο το αίσθημα της ανάγκης για ισότιμη μεταχείριση και αποφυγή της υπόθαλψης ξενοφοβικών αισθημάτων. Ο γενικός κανόνας είναι να αποφεύγεται η αναφορά στην ιδιότητα ατόμων ως αλλοδαπών αν τέτοια αναφορά δεν θα εθεωρείτο αναγκαία ή δεν θα γινόταν στην περίπτωση Κυπρίων. Αυτό τον κανόνα αποδίδει η πρόνοια του άρθρου 12 του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας περί αποφυγής απ’ ευθείας ή άλλης αναφοράς ή ενέργειας εναντίον προσώπου, «η οποία περιέχει στοιχεία προκατάληψης με βάση τη φυλή, το χρώμα, τη γλώσσα, τη θρησκεία, τις πολιτικές ή άλλες πεποιθήσεις, την εθνική ή κοινωνική προέλευση, την περιουσία, την καταγωγή, την ηλικία, το φύλο και το προσωπικό καθεστώς…».
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
17/2013
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
23/10/2013
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΜΜΕ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΥΣ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε σειρά παραπόνων από την Κίνηση για Ισότητα, Στήριξη, Αντιρατσισμό -ΚΙΣΑ- (13/29/8/2013 και 14/29/8/2013 που αφορούσαν σε δημοσιεύματα στις ιστοσελίδες Alithia Online και ONLY.CY και 15/17/8/2013, 16/17/8/2013, 17/17/9/2013 και 18/17/9/2013, τα οποία αναφέρονταν σε δημοσιεύματα στην εφημερίδα «Φιλελεύθερος», στις ιστοσελίδες NEWSIT και SIGMALIVE και στην εφημερίδα «Σημερινή» αντίστοιχα. Τα δύο πρώτα παράπονα αφορούσαν σε δύο διαφορετικά επεισόδια. Στο ένα από αυτά, που διαδραματίστηκε στη διάρκεια ελέγχου της αστυνομίας για εντοπισμό μεταναστών που διαμένουν παράνομα στην Κύπρο, ένας άνδρας έσπρωξε γυναίκα αστυνομικό που κατέγραφε τα στοιχεία μετανάστριας στη Λευκωσία, με αποτέλεσμα να πέσει σε διερχόμενο αυτοκίνητο και να υποστεί ελαφρά τραύματα. Στο δεύτερο επεισόδιο ο οδηγός αυτοκινήτου έσπρωξε αστυνομικό που τον σταμάτησε κοντά στην Πύλα για έλεγχο της ταυτότητας δύο συνεπιβατών του, , που διέφυγαν τρέχοντας. Η ΚΙΣΑ υποστήριξε ότι η παράλειψη της αναφοράς στην εθνοτική καταγωγή των εμπλεκομένων τόσο από κυβερνητικούς λειτουργούς όσο και από τα ΜΜΕ και λαμβάνοντας υπόψη το κλίμα που έχει αρχίσει να δημιουργείται εναντίον των μεταναστών ήταν σκόπιμη και αντιδεοντολογική και ότι ο τρόπος με τον οποίο τα ΜΜΕ χειρίστηκαν τις ειδήσεις αυτές στοχοποιούσε τους μετανάστες. Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι τα δύο πρώτα δημοσιεύματα αποτελούσαν αυτούσια μεταφορά του περιεχομένου αστυνομικού δελτίου και περιείχαν κάποιες ανακρίβειες (το σπρώξιμο χαρακτηρίστηκε στους τίτλους ως ξυλοδαρμός και το επεισόδιο τοποθετήθηκε στην Πάφο αντί στη Λευκωσία) που δεν θεωρήθηκαν ιδιαίτερα σοβαρές. Τα άλλα τέσσερα παράπονα αναφέρονταν σε δημοσιεύματα τα οποία αφορούσαν σε δύο γυναίκες που εκδίδονταν -και είχαν αναγνωρισθεί από τις αρχές ως θύματα εκμετάλλευσης-, ενώ είχαν διαγνωσθεί με σοβαρές μολυσματικές ασθένειες. Κάποια δημοσιεύματα αναφέρονταν στην ανησυχία που προκλήθηκε μεταξύ ανδρών που δυνατό να είχαν συνευρεθεί με τις γυναίκες αυτές. Τα δημοσιεύματα περιείχαν εκτενείς αναφορές σε δηλώσεις κρατικού λειτουργού υγείας. Η ΚΙΣΑ παραπονέθηκε ότι τα δημοσιεύματα ήταν παραπλανητικά και προωθούσαν τη ξενοφοβία, τη μισαλλοδοξία και το ρατσισμό και επίσης ότι αποκάλυπταν προσωπικά δεδομένα των δύο γυναικών. Επίσης διατύπωσε επικρίσεις για δηλώσεις κρατικού λειτουργού, στις οποίες στηρίχθηκαν σε μεγάλο βαθμό τα δημοσιεύματα. Η Επιτροπή δεν θεώρησε σκόπιμο να αποφανθεί επί των λεπτομερειών είτε των δημοσιευμάτων είτε των παραπόνων, γιατί έκρινε ότι θα ήταν πιο πρόσφορο και αποτελεσματικό να επικεντρωθεί στο σοβαρό θέμα του φαινομένου της δημιουργίας αντιμεταναστευτικού κλίματος και αισθημάτων προκατάληψης εναντίον των αλλοδαπών στο σύνολό τους. Αυτό ήταν προφανές από το γεγονός ότι ακροδεξιά οργάνωση εκμεταλλεύτηκε τα δημοσιεύματα για να εκδώσει σαφώς ξενοφοβικές και ρατσιστικές ανακοινώσεις εναντίον της παρουσίας αλλοδαπών στην Κύπρο. Η Επιτροπή σημείωσε το γεγονός ότι κατά κανόνα δηλώσεις επισήμων (εκπροσώπων της Αστυνομίας και άλλων κρατικών λειτουργών) καθώς και δημοσιεύματα στα ΜΜΕ οσάκις αναφέρονται σε περιπτώσεις αδικημάτων, εγκλημάτων ή ακόμη και απλής παραβατικής συμπεριφοράς, στις οποίες τα ύποπτα άτομα δεν είναι Κύπριοι, κάνουν ειδική αναφορά στο γεγονός ότι οι εμπλεκόμενοι είναι αλλοδαποί. Το ίδιο δεν συμβαίνει οσάκις οι ύποπτοι είναι Κύπριοι, δηλαδή δεν αναφέρεται η εθνοτική καταγωγή των υπόπτων. Η Επιτροπή θεωρεί ότι στερεότυπη αναφορά σε αλλοδαπούς όταν δεν υπάρχει αποχρών λόγος οδηγεί σε διαχωρισμό του τύπου «εμείς και οι άλλοι» και τείνει να δημιουργήσει στάσεις και συμπεριφορές προκατάληψης εναντίον των αλλοδαπών και να καλλιεργήσει κλίμα ξενοφοβίας και μισαλλοδοξίας, που οδηγεί σε ρατσισμό και ρατσιστικές συμπεριφορές, καθώς και στην εδραίωση της αβάσιμης και λανθασμένης αντίληψης ότι για όλα τα κακά στον τόπο φταίνε ή ευθύνονται οι ξένοι. Παράλληλα, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι κρατικοί λειτουργοί, τα ΜΜΕ και οι δημοσιογράφοι πρέπει να αποφεύγουν σαρωτικές αναφορές σε λαθρομετανάστες, δεδομένου ότι υπάρχουν διάφορες κατηγορίες αλλοδαπών που διαμένουν στην Κύπρο. Οι κρατικοί λειτουργοί, τα ΜΜΕ και οι δημοσιογράφοι θα πρέπει να διακρίνουν μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών αλλοδαπών, όπως είναι αυτοί που έχουν νόμιμη άδεια παραμονής και εργασίας ή έχουν τέτοιο δικαίωμα, όπως είναι οι κοινοτικοί και ακόμη και όσοι δυνατό να έφθασαν παράνομα και είναι αιτητές πολιτικού ασύλου, δεδομένου ότι και η περίπτωσή τους ρυθμίζεται από το νόμο, και ατόμων που βρίσκονται στην Κύπρο παράνομα. Τέτοιες περιπτώσεις είναι εκείνες στις οποίες αλλοδαποί έφθασαν παράνομα χωρίς να περάσουν από τον έλεγχο των μεταναστευτικών αρχών ή παραμένουν στην Κύπρο μετά τη λήξη της άδειας παραμονής τους. Πρέπει επίσης να έχουν υπόψη ότι ανεξάρτητα από το καθεστώς τους, οι αλλοδαποί έχουν τα ίδια δικαιώματα και τυγχάνουν της ίδιας προστασίας από το νόμο έναντι παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους. Η Επιτροπή καλεί τους κρατικούς λειτουργούς, τα ΜΜΕ και τους δημοσιογράφους να αποφεύγουν αναφορές στην εθνοτική καταγωγή οποιουδήποτε εκτός από τις περιπτώσεις στις οποίες η αναφορά είναι αναγκαία για το δημόσιο συμφέρον ή απολύτως απαραίτητη. Η πρακτική της μη αναφοράς στην εθνοτική προέλευση ατόμων ακολουθείται σε όλες τις Ευρωπαϊκές χώρες με ανεπτυγμένο το αίσθημα της ανάγκης για ισότιμη μεταχείριση και αποφυγή της υπόθαλψης ξενοφοβικών αισθημάτων. Ο γενικός κανόνας είναι να αποφεύγεται η αναφορά στην ιδιότητα ατόμων ως αλλοδαπών αν τέτοια αναφορά δεν θα εθεωρείτο αναγκαία ή δεν θα γινόταν στην περίπτωση Κυπρίων. Αυτό τον κανόνα αποδίδει η πρόνοια του άρθρου 12 του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας περί αποφυγής απ’ ευθείας ή άλλης αναφοράς ή ενέργειας εναντίον προσώπου, «η οποία περιέχει στοιχεία προκατάληψης με βάση τη φυλή, το χρώμα, τη γλώσσα, τη θρησκεία, τις πολιτικές ή άλλες πεποιθήσεις, την εθνική ή κοινωνική προέλευση, την περιουσία, την καταγωγή, την ηλικία, το φύλο και το προσωπικό καθεστώς…».
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
16/2013
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
23/10/2013
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΜΜΕ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΥΣ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε σειρά παραπόνων από την Κίνηση για Ισότητα, Στήριξη, Αντιρατσισμό -ΚΙΣΑ- (13/29/8/2013 και 14/29/8/2013 που αφορούσαν σε δημοσιεύματα στις ιστοσελίδες Alithia Online και ONLY.CY και 15/17/8/2013, 16/17/8/2013, 17/17/9/2013 και 18/17/9/2013, τα οποία αναφέρονταν σε δημοσιεύματα στην εφημερίδα «Φιλελεύθερος», στις ιστοσελίδες NEWSIT και SIGMALIVE και στην εφημερίδα «Σημερινή» αντίστοιχα. Τα δύο πρώτα παράπονα αφορούσαν σε δύο διαφορετικά επεισόδια. Στο ένα από αυτά, που διαδραματίστηκε στη διάρκεια ελέγχου της αστυνομίας για εντοπισμό μεταναστών που διαμένουν παράνομα στην Κύπρο, ένας άνδρας έσπρωξε γυναίκα αστυνομικό που κατέγραφε τα στοιχεία μετανάστριας στη Λευκωσία, με αποτέλεσμα να πέσει σε διερχόμενο αυτοκίνητο και να υποστεί ελαφρά τραύματα. Στο δεύτερο επεισόδιο ο οδηγός αυτοκινήτου έσπρωξε αστυνομικό που τον σταμάτησε κοντά στην Πύλα για έλεγχο της ταυτότητας δύο συνεπιβατών του, , που διέφυγαν τρέχοντας. Η ΚΙΣΑ υποστήριξε ότι η παράλειψη της αναφοράς στην εθνοτική καταγωγή των εμπλεκομένων τόσο από κυβερνητικούς λειτουργούς όσο και από τα ΜΜΕ και λαμβάνοντας υπόψη το κλίμα που έχει αρχίσει να δημιουργείται εναντίον των μεταναστών ήταν σκόπιμη και αντιδεοντολογική και ότι ο τρόπος με τον οποίο τα ΜΜΕ χειρίστηκαν τις ειδήσεις αυτές στοχοποιούσε τους μετανάστες. Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι τα δύο πρώτα δημοσιεύματα αποτελούσαν αυτούσια μεταφορά του περιεχομένου αστυνομικού δελτίου και περιείχαν κάποιες ανακρίβειες (το σπρώξιμο χαρακτηρίστηκε στους τίτλους ως ξυλοδαρμός και το επεισόδιο τοποθετήθηκε στην Πάφο αντί στη Λευκωσία) που δεν θεωρήθηκαν ιδιαίτερα σοβαρές. Τα άλλα τέσσερα παράπονα αναφέρονταν σε δημοσιεύματα τα οποία αφορούσαν σε δύο γυναίκες που εκδίδονταν -και είχαν αναγνωρισθεί από τις αρχές ως θύματα εκμετάλλευσης-, ενώ είχαν διαγνωσθεί με σοβαρές μολυσματικές ασθένειες. Κάποια δημοσιεύματα αναφέρονταν στην ανησυχία που προκλήθηκε μεταξύ ανδρών που δυνατό να είχαν συνευρεθεί με τις γυναίκες αυτές. Τα δημοσιεύματα περιείχαν εκτενείς αναφορές σε δηλώσεις κρατικού λειτουργού υγείας. Η ΚΙΣΑ παραπονέθηκε ότι τα δημοσιεύματα ήταν παραπλανητικά και προωθούσαν τη ξενοφοβία, τη μισαλλοδοξία και το ρατσισμό και επίσης ότι αποκάλυπταν προσωπικά δεδομένα των δύο γυναικών. Επίσης διατύπωσε επικρίσεις για δηλώσεις κρατικού λειτουργού, στις οποίες στηρίχθηκαν σε μεγάλο βαθμό τα δημοσιεύματα. Η Επιτροπή δεν θεώρησε σκόπιμο να αποφανθεί επί των λεπτομερειών είτε των δημοσιευμάτων είτε των παραπόνων, γιατί έκρινε ότι θα ήταν πιο πρόσφορο και αποτελεσματικό να επικεντρωθεί στο σοβαρό θέμα του φαινομένου της δημιουργίας αντιμεταναστευτικού κλίματος και αισθημάτων προκατάληψης εναντίον των αλλοδαπών στο σύνολό τους. Αυτό ήταν προφανές από το γεγονός ότι ακροδεξιά οργάνωση εκμεταλλεύτηκε τα δημοσιεύματα για να εκδώσει σαφώς ξενοφοβικές και ρατσιστικές ανακοινώσεις εναντίον της παρουσίας αλλοδαπών στην Κύπρο. Η Επιτροπή σημείωσε το γεγονός ότι κατά κανόνα δηλώσεις επισήμων (εκπροσώπων της Αστυνομίας και άλλων κρατικών λειτουργών) καθώς και δημοσιεύματα στα ΜΜΕ οσάκις αναφέρονται σε περιπτώσεις αδικημάτων, εγκλημάτων ή ακόμη και απλής παραβατικής συμπεριφοράς, στις οποίες τα ύποπτα άτομα δεν είναι Κύπριοι, κάνουν ειδική αναφορά στο γεγονός ότι οι εμπλεκόμενοι είναι αλλοδαποί. Το ίδιο δεν συμβαίνει οσάκις οι ύποπτοι είναι Κύπριοι, δηλαδή δεν αναφέρεται η εθνοτική καταγωγή των υπόπτων. Η Επιτροπή θεωρεί ότι στερεότυπη αναφορά σε αλλοδαπούς όταν δεν υπάρχει αποχρών λόγος οδηγεί σε διαχωρισμό του τύπου «εμείς και οι άλλοι» και τείνει να δημιουργήσει στάσεις και συμπεριφορές προκατάληψης εναντίον των αλλοδαπών και να καλλιεργήσει κλίμα ξενοφοβίας και μισαλλοδοξίας, που οδηγεί σε ρατσισμό και ρατσιστικές συμπεριφορές, καθώς και στην εδραίωση της αβάσιμης και λανθασμένης αντίληψης ότι για όλα τα κακά στον τόπο φταίνε ή ευθύνονται οι ξένοι. Παράλληλα, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι κρατικοί λειτουργοί, τα ΜΜΕ και οι δημοσιογράφοι πρέπει να αποφεύγουν σαρωτικές αναφορές σε λαθρομετανάστες, δεδομένου ότι υπάρχουν διάφορες κατηγορίες αλλοδαπών που διαμένουν στην Κύπρο. Οι κρατικοί λειτουργοί, τα ΜΜΕ και οι δημοσιογράφοι θα πρέπει να διακρίνουν μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών αλλοδαπών, όπως είναι αυτοί που έχουν νόμιμη άδεια παραμονής και εργασίας ή έχουν τέτοιο δικαίωμα, όπως είναι οι κοινοτικοί και ακόμη και όσοι δυνατό να έφθασαν παράνομα και είναι αιτητές πολιτικού ασύλου, δεδομένου ότι και η περίπτωσή τους ρυθμίζεται από το νόμο, και ατόμων που βρίσκονται στην Κύπρο παράνομα. Τέτοιες περιπτώσεις είναι εκείνες στις οποίες αλλοδαποί έφθασαν παράνομα χωρίς να περάσουν από τον έλεγχο των μεταναστευτικών αρχών ή παραμένουν στην Κύπρο μετά τη λήξη της άδειας παραμονής τους. Πρέπει επίσης να έχουν υπόψη ότι ανεξάρτητα από το καθεστώς τους, οι αλλοδαποί έχουν τα ίδια δικαιώματα και τυγχάνουν της ίδιας προστασίας από το νόμο έναντι παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους. Η Επιτροπή καλεί τους κρατικούς λειτουργούς, τα ΜΜΕ και τους δημοσιογράφους να αποφεύγουν αναφορές στην εθνοτική καταγωγή οποιουδήποτε εκτός από τις περιπτώσεις στις οποίες η αναφορά είναι αναγκαία για το δημόσιο συμφέρον ή απολύτως απαραίτητη. Η πρακτική της μη αναφοράς στην εθνοτική προέλευση ατόμων ακολουθείται σε όλες τις Ευρωπαϊκές χώρες με ανεπτυγμένο το αίσθημα της ανάγκης για ισότιμη μεταχείριση και αποφυγή της υπόθαλψης ξενοφοβικών αισθημάτων. Ο γενικός κανόνας είναι να αποφεύγεται η αναφορά στην ιδιότητα ατόμων ως αλλοδαπών αν τέτοια αναφορά δεν θα εθεωρείτο αναγκαία ή δεν θα γινόταν στην περίπτωση Κυπρίων. Αυτό τον κανόνα αποδίδει η πρόνοια του άρθρου 12 του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας περί αποφυγής απ’ ευθείας ή άλλης αναφοράς ή ενέργειας εναντίον προσώπου, «η οποία περιέχει στοιχεία προκατάληψης με βάση τη φυλή, το χρώμα, τη γλώσσα, τη θρησκεία, τις πολιτικές ή άλλες πεποιθήσεις, την εθνική ή κοινωνική προέλευση, την περιουσία, την καταγωγή, την ηλικία, το φύλο και το προσωπικό καθεστώς…».
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
15/2013
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
23/10/2013
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΜΜΕ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΥΣ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε σειρά παραπόνων από την Κίνηση για Ισότητα, Στήριξη, Αντιρατσισμό -ΚΙΣΑ- (13/29/8/2013 και 14/29/8/2013 που αφορούσαν σε δημοσιεύματα στις ιστοσελίδες Alithia Online και ONLY.CY και 15/17/8/2013, 16/17/8/2013, 17/17/9/2013 και 18/17/9/2013, τα οποία αναφέρονταν σε δημοσιεύματα στην εφημερίδα «Φιλελεύθερος», στις ιστοσελίδες NEWSIT και SIGMALIVE και στην εφημερίδα «Σημερινή» αντίστοιχα. Τα δύο πρώτα παράπονα αφορούσαν σε δύο διαφορετικά επεισόδια. Στο ένα από αυτά, που διαδραματίστηκε στη διάρκεια ελέγχου της αστυνομίας για εντοπισμό μεταναστών που διαμένουν παράνομα στην Κύπρο, ένας άνδρας έσπρωξε γυναίκα αστυνομικό που κατέγραφε τα στοιχεία μετανάστριας στη Λευκωσία, με αποτέλεσμα να πέσει σε διερχόμενο αυτοκίνητο και να υποστεί ελαφρά τραύματα. Στο δεύτερο επεισόδιο ο οδηγός αυτοκινήτου έσπρωξε αστυνομικό που τον σταμάτησε κοντά στην Πύλα για έλεγχο της ταυτότητας δύο συνεπιβατών του, , που διέφυγαν τρέχοντας. Η ΚΙΣΑ υποστήριξε ότι η παράλειψη της αναφοράς στην εθνοτική καταγωγή των εμπλεκομένων τόσο από κυβερνητικούς λειτουργούς όσο και από τα ΜΜΕ και λαμβάνοντας υπόψη το κλίμα που έχει αρχίσει να δημιουργείται εναντίον των μεταναστών ήταν σκόπιμη και αντιδεοντολογική και ότι ο τρόπος με τον οποίο τα ΜΜΕ χειρίστηκαν τις ειδήσεις αυτές στοχοποιούσε τους μετανάστες. Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι τα δύο πρώτα δημοσιεύματα αποτελούσαν αυτούσια μεταφορά του περιεχομένου αστυνομικού δελτίου και περιείχαν κάποιες ανακρίβειες (το σπρώξιμο χαρακτηρίστηκε στους τίτλους ως ξυλοδαρμός και το επεισόδιο τοποθετήθηκε στην Πάφο αντί στη Λευκωσία) που δεν θεωρήθηκαν ιδιαίτερα σοβαρές. Τα άλλα τέσσερα παράπονα αναφέρονταν σε δημοσιεύματα τα οποία αφορούσαν σε δύο γυναίκες που εκδίδονταν -και είχαν αναγνωρισθεί από τις αρχές ως θύματα εκμετάλλευσης-, ενώ είχαν διαγνωσθεί με σοβαρές μολυσματικές ασθένειες. Κάποια δημοσιεύματα αναφέρονταν στην ανησυχία που προκλήθηκε μεταξύ ανδρών που δυνατό να είχαν συνευρεθεί με τις γυναίκες αυτές. Τα δημοσιεύματα περιείχαν εκτενείς αναφορές σε δηλώσεις κρατικού λειτουργού υγείας. Η ΚΙΣΑ παραπονέθηκε ότι τα δημοσιεύματα ήταν παραπλανητικά και προωθούσαν τη ξενοφοβία, τη μισαλλοδοξία και το ρατσισμό και επίσης ότι αποκάλυπταν προσωπικά δεδομένα των δύο γυναικών. Επίσης διατύπωσε επικρίσεις για δηλώσεις κρατικού λειτουργού, στις οποίες στηρίχθηκαν σε μεγάλο βαθμό τα δημοσιεύματα. Η Επιτροπή δεν θεώρησε σκόπιμο να αποφανθεί επί των λεπτομερειών είτε των δημοσιευμάτων είτε των παραπόνων, γιατί έκρινε ότι θα ήταν πιο πρόσφορο και αποτελεσματικό να επικεντρωθεί στο σοβαρό θέμα του φαινομένου της δημιουργίας αντιμεταναστευτικού κλίματος και αισθημάτων προκατάληψης εναντίον των αλλοδαπών στο σύνολό τους. Αυτό ήταν προφανές από το γεγονός ότι ακροδεξιά οργάνωση εκμεταλλεύτηκε τα δημοσιεύματα για να εκδώσει σαφώς ξενοφοβικές και ρατσιστικές ανακοινώσεις εναντίον της παρουσίας αλλοδαπών στην Κύπρο. Η Επιτροπή σημείωσε το γεγονός ότι κατά κανόνα δηλώσεις επισήμων (εκπροσώπων της Αστυνομίας και άλλων κρατικών λειτουργών) καθώς και δημοσιεύματα στα ΜΜΕ οσάκις αναφέρονται σε περιπτώσεις αδικημάτων, εγκλημάτων ή ακόμη και απλής παραβατικής συμπεριφοράς, στις οποίες τα ύποπτα άτομα δεν είναι Κύπριοι, κάνουν ειδική αναφορά στο γεγονός ότι οι εμπλεκόμενοι είναι αλλοδαποί. Το ίδιο δεν συμβαίνει οσάκις οι ύποπτοι είναι Κύπριοι, δηλαδή δεν αναφέρεται η εθνοτική καταγωγή των υπόπτων. Η Επιτροπή θεωρεί ότι στερεότυπη αναφορά σε αλλοδαπούς όταν δεν υπάρχει αποχρών λόγος οδηγεί σε διαχωρισμό του τύπου «εμείς και οι άλλοι» και τείνει να δημιουργήσει στάσεις και συμπεριφορές προκατάληψης εναντίον των αλλοδαπών και να καλλιεργήσει κλίμα ξενοφοβίας και μισαλλοδοξίας, που οδηγεί σε ρατσισμό και ρατσιστικές συμπεριφορές, καθώς και στην εδραίωση της αβάσιμης και λανθασμένης αντίληψης ότι για όλα τα κακά στον τόπο φταίνε ή ευθύνονται οι ξένοι. Παράλληλα, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι κρατικοί λειτουργοί, τα ΜΜΕ και οι δημοσιογράφοι πρέπει να αποφεύγουν σαρωτικές αναφορές σε λαθρομετανάστες, δεδομένου ότι υπάρχουν διάφορες κατηγορίες αλλοδαπών που διαμένουν στην Κύπρο. Οι κρατικοί λειτουργοί, τα ΜΜΕ και οι δημοσιογράφοι θα πρέπει να διακρίνουν μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών αλλοδαπών, όπως είναι αυτοί που έχουν νόμιμη άδεια παραμονής και εργασίας ή έχουν τέτοιο δικαίωμα, όπως είναι οι κοινοτικοί και ακόμη και όσοι δυνατό να έφθασαν παράνομα και είναι αιτητές πολιτικού ασύλου, δεδομένου ότι και η περίπτωσή τους ρυθμίζεται από το νόμο, και ατόμων που βρίσκονται στην Κύπρο παράνομα. Τέτοιες περιπτώσεις είναι εκείνες στις οποίες αλλοδαποί έφθασαν παράνομα χωρίς να περάσουν από τον έλεγχο των μεταναστευτικών αρχών ή παραμένουν στην Κύπρο μετά τη λήξη της άδειας παραμονής τους. Πρέπει επίσης να έχουν υπόψη ότι ανεξάρτητα από το καθεστώς τους, οι αλλοδαποί έχουν τα ίδια δικαιώματα και τυγχάνουν της ίδιας προστασίας από το νόμο έναντι παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους. Η Επιτροπή καλεί τους κρατικούς λειτουργούς, τα ΜΜΕ και τους δημοσιογράφους να αποφεύγουν αναφορές στην εθνοτική καταγωγή οποιουδήποτε εκτός από τις περιπτώσεις στις οποίες η αναφορά είναι αναγκαία για το δημόσιο συμφέρον ή απολύτως απαραίτητη. Η πρακτική της μη αναφοράς στην εθνοτική προέλευση ατόμων ακολουθείται σε όλες τις Ευρωπαϊκές χώρες με ανεπτυγμένο το αίσθημα της ανάγκης για ισότιμη μεταχείριση και αποφυγή της υπόθαλψης ξενοφοβικών αισθημάτων. Ο γενικός κανόνας είναι να αποφεύγεται η αναφορά στην ιδιότητα ατόμων ως αλλοδαπών αν τέτοια αναφορά δεν θα εθεωρείτο αναγκαία ή δεν θα γινόταν στην περίπτωση Κυπρίων. Αυτό τον κανόνα αποδίδει η πρόνοια του άρθρου 12 του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας περί αποφυγής απ’ ευθείας ή άλλης αναφοράς ή ενέργειας εναντίον προσώπου, «η οποία περιέχει στοιχεία προκατάληψης με βάση τη φυλή, το χρώμα, τη γλώσσα, τη θρησκεία, τις πολιτικές ή άλλες πεποιθήσεις, την εθνική ή κοινωνική προέλευση, την περιουσία, την καταγωγή, την ηλικία, το φύλο και το προσωπικό καθεστώς…».
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
14/2013
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
23/10/2013
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΜΜΕ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΥΣ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε σειρά παραπόνων από την Κίνηση για Ισότητα, Στήριξη, Αντιρατσισμό -ΚΙΣΑ- (13/29/8/2013 και 14/29/8/2013 που αφορούσαν σε δημοσιεύματα στις ιστοσελίδες Alithia Online και ONLY.CY και 15/17/8/2013, 16/17/8/2013, 17/17/9/2013 και 18/17/9/2013, τα οποία αναφέρονταν σε δημοσιεύματα στην εφημερίδα «Φιλελεύθερος», στις ιστοσελίδες NEWSIT και SIGMALIVE και στην εφημερίδα «Σημερινή» αντίστοιχα. Τα δύο πρώτα παράπονα αφορούσαν σε δύο διαφορετικά επεισόδια. Στο ένα από αυτά, που διαδραματίστηκε στη διάρκεια ελέγχου της αστυνομίας για εντοπισμό μεταναστών που διαμένουν παράνομα στην Κύπρο, ένας άνδρας έσπρωξε γυναίκα αστυνομικό που κατέγραφε τα στοιχεία μετανάστριας στη Λευκωσία, με αποτέλεσμα να πέσει σε διερχόμενο αυτοκίνητο και να υποστεί ελαφρά τραύματα. Στο δεύτερο επεισόδιο ο οδηγός αυτοκινήτου έσπρωξε αστυνομικό που τον σταμάτησε κοντά στην Πύλα για έλεγχο της ταυτότητας δύο συνεπιβατών του, , που διέφυγαν τρέχοντας. Η ΚΙΣΑ υποστήριξε ότι η παράλειψη της αναφοράς στην εθνοτική καταγωγή των εμπλεκομένων τόσο από κυβερνητικούς λειτουργούς όσο και από τα ΜΜΕ και λαμβάνοντας υπόψη το κλίμα που έχει αρχίσει να δημιουργείται εναντίον των μεταναστών ήταν σκόπιμη και αντιδεοντολογική και ότι ο τρόπος με τον οποίο τα ΜΜΕ χειρίστηκαν τις ειδήσεις αυτές στοχοποιούσε τους μετανάστες. Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι τα δύο πρώτα δημοσιεύματα αποτελούσαν αυτούσια μεταφορά του περιεχομένου αστυνομικού δελτίου και περιείχαν κάποιες ανακρίβειες (το σπρώξιμο χαρακτηρίστηκε στους τίτλους ως ξυλοδαρμός και το επεισόδιο τοποθετήθηκε στην Πάφο αντί στη Λευκωσία) που δεν θεωρήθηκαν ιδιαίτερα σοβαρές. Τα άλλα τέσσερα παράπονα αναφέρονταν σε δημοσιεύματα τα οποία αφορούσαν σε δύο γυναίκες που εκδίδονταν -και είχαν αναγνωρισθεί από τις αρχές ως θύματα εκμετάλλευσης-, ενώ είχαν διαγνωσθεί με σοβαρές μολυσματικές ασθένειες. Κάποια δημοσιεύματα αναφέρονταν στην ανησυχία που προκλήθηκε μεταξύ ανδρών που δυνατό να είχαν συνευρεθεί με τις γυναίκες αυτές. Τα δημοσιεύματα περιείχαν εκτενείς αναφορές σε δηλώσεις κρατικού λειτουργού υγείας. Η ΚΙΣΑ παραπονέθηκε ότι τα δημοσιεύματα ήταν παραπλανητικά και προωθούσαν τη ξενοφοβία, τη μισαλλοδοξία και το ρατσισμό και επίσης ότι αποκάλυπταν προσωπικά δεδομένα των δύο γυναικών. Επίσης διατύπωσε επικρίσεις για δηλώσεις κρατικού λειτουργού, στις οποίες στηρίχθηκαν σε μεγάλο βαθμό τα δημοσιεύματα. Η Επιτροπή δεν θεώρησε σκόπιμο να αποφανθεί επί των λεπτομερειών είτε των δημοσιευμάτων είτε των παραπόνων, γιατί έκρινε ότι θα ήταν πιο πρόσφορο και αποτελεσματικό να επικεντρωθεί στο σοβαρό θέμα του φαινομένου της δημιουργίας αντιμεταναστευτικού κλίματος και αισθημάτων προκατάληψης εναντίον των αλλοδαπών στο σύνολό τους. Αυτό ήταν προφανές από το γεγονός ότι ακροδεξιά οργάνωση εκμεταλλεύτηκε τα δημοσιεύματα για να εκδώσει σαφώς ξενοφοβικές και ρατσιστικές ανακοινώσεις εναντίον της παρουσίας αλλοδαπών στην Κύπρο. Η Επιτροπή σημείωσε το γεγονός ότι κατά κανόνα δηλώσεις επισήμων (εκπροσώπων της Αστυνομίας και άλλων κρατικών λειτουργών) καθώς και δημοσιεύματα στα ΜΜΕ οσάκις αναφέρονται σε περιπτώσεις αδικημάτων, εγκλημάτων ή ακόμη και απλής παραβατικής συμπεριφοράς, στις οποίες τα ύποπτα άτομα δεν είναι Κύπριοι, κάνουν ειδική αναφορά στο γεγονός ότι οι εμπλεκόμενοι είναι αλλοδαποί. Το ίδιο δεν συμβαίνει οσάκις οι ύποπτοι είναι Κύπριοι, δηλαδή δεν αναφέρεται η εθνοτική καταγωγή των υπόπτων. Η Επιτροπή θεωρεί ότι στερεότυπη αναφορά σε αλλοδαπούς όταν δεν υπάρχει αποχρών λόγος οδηγεί σε διαχωρισμό του τύπου «εμείς και οι άλλοι» και τείνει να δημιουργήσει στάσεις και συμπεριφορές προκατάληψης εναντίον των αλλοδαπών και να καλλιεργήσει κλίμα ξενοφοβίας και μισαλλοδοξίας, που οδηγεί σε ρατσισμό και ρατσιστικές συμπεριφορές, καθώς και στην εδραίωση της αβάσιμης και λανθασμένης αντίληψης ότι για όλα τα κακά στον τόπο φταίνε ή ευθύνονται οι ξένοι. Παράλληλα, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι κρατικοί λειτουργοί, τα ΜΜΕ και οι δημοσιογράφοι πρέπει να αποφεύγουν σαρωτικές αναφορές σε λαθρομετανάστες, δεδομένου ότι υπάρχουν διάφορες κατηγορίες αλλοδαπών που διαμένουν στην Κύπρο. Οι κρατικοί λειτουργοί, τα ΜΜΕ και οι δημοσιογράφοι θα πρέπει να διακρίνουν μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών αλλοδαπών, όπως είναι αυτοί που έχουν νόμιμη άδεια παραμονής και εργασίας ή έχουν τέτοιο δικαίωμα, όπως είναι οι κοινοτικοί και ακόμη και όσοι δυνατό να έφθασαν παράνομα και είναι αιτητές πολιτικού ασύλου, δεδομένου ότι και η περίπτωσή τους ρυθμίζεται από το νόμο, και ατόμων που βρίσκονται στην Κύπρο παράνομα. Τέτοιες περιπτώσεις είναι εκείνες στις οποίες αλλοδαποί έφθασαν παράνομα χωρίς να περάσουν από τον έλεγχο των μεταναστευτικών αρχών ή παραμένουν στην Κύπρο μετά τη λήξη της άδειας παραμονής τους. Πρέπει επίσης να έχουν υπόψη ότι ανεξάρτητα από το καθεστώς τους, οι αλλοδαποί έχουν τα ίδια δικαιώματα και τυγχάνουν της ίδιας προστασίας από το νόμο έναντι παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους. Η Επιτροπή καλεί τους κρατικούς λειτουργούς, τα ΜΜΕ και τους δημοσιογράφους να αποφεύγουν αναφορές στην εθνοτική καταγωγή οποιουδήποτε εκτός από τις περιπτώσεις στις οποίες η αναφορά είναι αναγκαία για το δημόσιο συμφέρον ή απολύτως απαραίτητη. Η πρακτική της μη αναφοράς στην εθνοτική προέλευση ατόμων ακολουθείται σε όλες τις Ευρωπαϊκές χώρες με ανεπτυγμένο το αίσθημα της ανάγκης για ισότιμη μεταχείριση και αποφυγή της υπόθαλψης ξενοφοβικών αισθημάτων. Ο γενικός κανόνας είναι να αποφεύγεται η αναφορά στην ιδιότητα ατόμων ως αλλοδαπών αν τέτοια αναφορά δεν θα εθεωρείτο αναγκαία ή δεν θα γινόταν στην περίπτωση Κυπρίων. Αυτό τον κανόνα αποδίδει η πρόνοια του άρθρου 12 του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας περί αποφυγής απ’ ευθείας ή άλλης αναφοράς ή ενέργειας εναντίον προσώπου, «η οποία περιέχει στοιχεία προκατάληψης με βάση τη φυλή, το χρώμα, τη γλώσσα, τη θρησκεία, τις πολιτικές ή άλλες πεποιθήσεις, την εθνική ή κοινωνική προέλευση, την περιουσία, την καταγωγή, την ηλικία, το φύλο και το προσωπικό καθεστώς…».
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
13/2013
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
23/10/2013
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε σειρά παραπόνων από την Κίνηση για Ισότητα, Στήριξη, Αντιρατσισμό -ΚΙΣΑ- (13/29/8/2013 και 14/29/8/2013 που αφορούσαν σε δημοσιεύματα στις ιστοσελίδες Alithia Online και ONLY.CY και 15/17/8/2013, 16/17/8/2013, 17/17/9/2013 και 18/17/9/2013, τα οποία αναφέρονταν σε δημοσιεύματα στην εφημερίδα «Φιλελεύθερος», στις ιστοσελίδες NEWSIT και SIGMALIVE και στην εφημερίδα «Σημερινή» αντίστοιχα. Τα δύο πρώτα παράπονα αφορούσαν σε δύο διαφορετικά επεισόδια. Στο ένα από αυτά, που διαδραματίστηκε στη διάρκεια ελέγχου της αστυνομίας για εντοπισμό μεταναστών που διαμένουν παράνομα στην Κύπρο, ένας άνδρας έσπρωξε γυναίκα αστυνομικό που κατέγραφε τα στοιχεία μετανάστριας στη Λευκωσία, με αποτέλεσμα να πέσει σε διερχόμενο αυτοκίνητο και να υποστεί ελαφρά τραύματα. Στο δεύτερο επεισόδιο ο οδηγός αυτοκινήτου έσπρωξε αστυνομικό που τον σταμάτησε κοντά στην Πύλα για έλεγχο της ταυτότητας δύο συνεπιβατών του, , που διέφυγαν τρέχοντας. Η ΚΙΣΑ υποστήριξε ότι η παράλειψη της αναφοράς στην εθνοτική καταγωγή των εμπλεκομένων τόσο από κυβερνητικούς λειτουργούς όσο και από τα ΜΜΕ και λαμβάνοντας υπόψη το κλίμα που έχει αρχίσει να δημιουργείται εναντίον των μεταναστών ήταν σκόπιμη και αντιδεοντολογική και ότι ο τρόπος με τον οποίο τα ΜΜΕ χειρίστηκαν τις ειδήσεις αυτές στοχοποιούσε τους μετανάστες. Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι τα δύο πρώτα δημοσιεύματα αποτελούσαν αυτούσια μεταφορά του περιεχομένου αστυνομικού δελτίου και περιείχαν κάποιες ανακρίβειες (το σπρώξιμο χαρακτηρίστηκε στους τίτλους ως ξυλοδαρμός και το επεισόδιο τοποθετήθηκε στην Πάφο αντί στη Λευκωσία) που δεν θεωρήθηκαν ιδιαίτερα σοβαρές. Τα άλλα τέσσερα παράπονα αναφέρονταν σε δημοσιεύματα τα οποία αφορούσαν σε δύο γυναίκες που εκδίδονταν -και είχαν αναγνωρισθεί από τις αρχές ως θύματα εκμετάλλευσης-, ενώ είχαν διαγνωσθεί με σοβαρές μολυσματικές ασθένειες. Κάποια δημοσιεύματα αναφέρονταν στην ανησυχία που προκλήθηκε μεταξύ ανδρών που δυνατό να είχαν συνευρεθεί με τις γυναίκες αυτές. Τα δημοσιεύματα περιείχαν εκτενείς αναφορές σε δηλώσεις κρατικού λειτουργού υγείας. Η ΚΙΣΑ παραπονέθηκε ότι τα δημοσιεύματα ήταν παραπλανητικά και προωθούσαν τη ξενοφοβία, τη μισαλλοδοξία και το ρατσισμό και επίσης ότι αποκάλυπταν προσωπικά δεδομένα των δύο γυναικών. Επίσης διατύπωσε επικρίσεις για δηλώσεις κρατικού λειτουργού, στις οποίες στηρίχθηκαν σε μεγάλο βαθμό τα δημοσιεύματα. Η Επιτροπή δεν θεώρησε σκόπιμο να αποφανθεί επί των λεπτομερειών είτε των δημοσιευμάτων είτε των παραπόνων, γιατί έκρινε ότι θα ήταν πιο πρόσφορο και αποτελεσματικό να επικεντρωθεί στο σοβαρό θέμα του φαινομένου της δημιουργίας αντιμεταναστευτικού κλίματος και αισθημάτων προκατάληψης εναντίον των αλλοδαπών στο σύνολό τους. Αυτό ήταν προφανές από το γεγονός ότι ακροδεξιά οργάνωση εκμεταλλεύτηκε τα δημοσιεύματα για να εκδώσει σαφώς ξενοφοβικές και ρατσιστικές ανακοινώσεις εναντίον της παρουσίας αλλοδαπών στην Κύπρο. Η Επιτροπή σημείωσε το γεγονός ότι κατά κανόνα δηλώσεις επισήμων (εκπροσώπων της Αστυνομίας και άλλων κρατικών λειτουργών) καθώς και δημοσιεύματα στα ΜΜΕ οσάκις αναφέρονται σε περιπτώσεις αδικημάτων, εγκλημάτων ή ακόμη και απλής παραβατικής συμπεριφοράς, στις οποίες τα ύποπτα άτομα δεν είναι Κύπριοι, κάνουν ειδική αναφορά στο γεγονός ότι οι εμπλεκόμενοι είναι αλλοδαποί. Το ίδιο δεν συμβαίνει οσάκις οι ύποπτοι είναι Κύπριοι, δηλαδή δεν αναφέρεται η εθνοτική καταγωγή των υπόπτων. Η Επιτροπή θεωρεί ότι στερεότυπη αναφορά σε αλλοδαπούς όταν δεν υπάρχει αποχρών λόγος οδηγεί σε διαχωρισμό του τύπου «εμείς και οι άλλοι» και τείνει να δημιουργήσει στάσεις και συμπεριφορές προκατάληψης εναντίον των αλλοδαπών και να καλλιεργήσει κλίμα ξενοφοβίας και μισαλλοδοξίας, που οδηγεί σε ρατσισμό και ρατσιστικές συμπεριφορές, καθώς και στην εδραίωση της αβάσιμης και λανθασμένης αντίληψης ότι για όλα τα κακά στον τόπο φταίνε ή ευθύνονται οι ξένοι. Παράλληλα, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι κρατικοί λειτουργοί, τα ΜΜΕ και οι δημοσιογράφοι πρέπει να αποφεύγουν σαρωτικές αναφορές σε λαθρομετανάστες, δεδομένου ότι υπάρχουν διάφορες κατηγορίες αλλοδαπών που διαμένουν στην Κύπρο. Οι κρατικοί λειτουργοί, τα ΜΜΕ και οι δημοσιογράφοι θα πρέπει να διακρίνουν μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών αλλοδαπών, όπως είναι αυτοί που έχουν νόμιμη άδεια παραμονής και εργασίας ή έχουν τέτοιο δικαίωμα, όπως είναι οι κοινοτικοί και ακόμη και όσοι δυνατό να έφθασαν παράνομα και είναι αιτητές πολιτικού ασύλου, δεδομένου ότι και η περίπτωσή τους ρυθμίζεται από το νόμο, και ατόμων που βρίσκονται στην Κύπρο παράνομα. Τέτοιες περιπτώσεις είναι εκείνες στις οποίες αλλοδαποί έφθασαν παράνομα χωρίς να περάσουν από τον έλεγχο των μεταναστευτικών αρχών ή παραμένουν στην Κύπρο μετά τη λήξη της άδειας παραμονής τους. Πρέπει επίσης να έχουν υπόψη ότι ανεξάρτητα από το καθεστώς τους, οι αλλοδαποί έχουν τα ίδια δικαιώματα και τυγχάνουν της ίδιας προστασίας από το νόμο έναντι παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους. Η Επιτροπή καλεί τους κρατικούς λειτουργούς, τα ΜΜΕ και τους δημοσιογράφους να αποφεύγουν αναφορές στην εθνοτική καταγωγή οποιουδήποτε εκτός από τις περιπτώσεις στις οποίες η αναφορά είναι αναγκαία για το δημόσιο συμφέρον ή απολύτως απαραίτητη. Η πρακτική της μη αναφοράς στην εθνοτική προέλευση ατόμων ακολουθείται σε όλες τις Ευρωπαϊκές χώρες με ανεπτυγμένο το αίσθημα της ανάγκης για ισότιμη μεταχείριση και αποφυγή της υπόθαλψης ξενοφοβικών αισθημάτων. Ο γενικός κανόνας είναι να αποφεύγεται η αναφορά στην ιδιότητα ατόμων ως αλλοδαπών αν τέτοια αναφορά δεν θα εθεωρείτο αναγκαία ή δεν θα γινόταν στην περίπτωση Κυπρίων. Αυτό τον κανόνα αποδίδει η πρόνοια του άρθρου 12 του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας περί αποφυγής απ’ ευθείας ή άλλης αναφοράς ή ενέργειας εναντίον προσώπου, «η οποία περιέχει στοιχεία προκατάληψης με βάση τη φυλή, το χρώμα, τη γλώσσα, τη θρησκεία, τις πολιτικές ή άλλες πεποιθήσεις, την εθνική ή κοινωνική προέλευση, την περιουσία, την καταγωγή, την ηλικία, το φύλο και το προσωπικό καθεστώς…».
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
11/2013
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
23/10/2013
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας επιλήφθηκε παραπόνου (11/2/8/2013) από την κ. Κάτια Γαλαταριώτου, ότι δημοσιεύματα στα περιοδικά ICON και DownTown, που αναφέρονται στη διάπραξη δολοφονίας από το γιό της στην Κόστα Ρίκα, συνιστούν παραβίαση σειράς προνοιών του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας και κυρίως των προνοιών περί ακρίβειας των πληροφοριών, ιδιωτικής ζωής και χειρισμού ειδήσεων για εγκλήματα και θάνατο. Τα γεγονότα της υπόθεσης, τα οποία είναι αμοιβαία παραδεκτά, έχουν ως ακολούθως: Ο γιός της παραπονούμενης, Αλφρεντ Αλέξανδρος Μίλ Σώντερς, αφού ταξίδευσε στις Ηνωμένες Πολιτείες και διέσχισε την Κεντρική Αμερική με λεωφορείο, έφθασε στο τέλος Δεκεμβρίου του 2011 στο μικρό χωριό Colonia Libertad της Κόστα Ρίκα και ζήτησε να φιλοξενηθεί σε ένα απομονωμένο οικολογικό αγρόκτημα, το οποίο ανήκε σε Βρετανό μετανάστη. Του έδωσαν ένα αντίσκηνο, το οποίο έστησε δίπλα σε ένα άλλο αντίσκηνο που οι ιδιοκτήτες είχαν παραχωρήσει σε μια φοιτήτρια από τη Τσεχία, την Alexandra Drbohlavova, 22 χρόνων, που είχε πάει εκεί για τις διακοπές των Χριστουγέννων. Τη νύκτα της 28ης Δεκεμβρίου, 2011, ο Αλφρεντ, τότε 20 ετών, σκότωσε τη φοιτήτρια καταφέρνοντας της πολλά κτυπήματα με κουζινομάχαιρο. Μέλη της οικογένειας του ιδιοκτήτη είδαν το δράστη να βγαίνει από τη σκηνή και αφού τον συνέλαβαν, τον παρέδωσαν στην τοπική Αστυνομία της Κόστα Ρίκα. Ύστερα από κράτηση 18 μηνών δικαστήριο της Κόστα Ρίκα του επέβαλε τον Αύγουστο του 2013, με βάση δική του ομολογία για το φόνο, ποινή φυλάκισης 25 χρόνων. Το θέμα δημοσιοποιήθηκε αρχικά στο τεύχος Ιανουαρίου, 2012 του περιοδικού ICON που εκδίδει το συγκρότημα του «Φιλελευθέρου», κάτω από τον τίτλο «Ένα έγκλημα ταράζει την οικογένεια Γαλαταριώτη-Φόνος στην Costa Rica”, με την υπογραφή του δημοσιογράφου Γιώργου Αγκαστινιώτη. Το ρεπορτάζ αυτό αποτέλεσε πηγή άντλησης πληροφοριών για άλλο ρεπορτάζ της Κωνσταντίνας Γεωργίου στο τεύχος 447 ημ. 30/6 -6/7, 2013, του DownTown, κάτω από τον τίτλο «Το Αγριο φονικό στην Costa Rica που εξακολουθεί να συγκλονίζει την οικογένεια-Παραδέχθηκε ο εγγονός Γαλαταριώτη». Η παραπονούμενη Κάτια Γαλαταριώτου είναι κόρη του Σταύρου Γαλαταριώτη, γνωστού εμπορικού και οικονομικού παράγοντα που απεβίωσε πριν από 14 χρόνια, και μητέρα του Αλφρεντ Σώντερς, μόνιμη κάτοικος Βρετανίας. Η κ. Γαλαταριώτου παραπονέθηκε ότι τα δημοσιεύματα παραβιάζουν τις γενικές διατάξεις του Κώδικα περί σεβασμού της αλήθειας και αντικειμενικής και ολοκληρωμένης ενημέρωσης, περί ήθους και επαγγελματικού επιπέδου, περί επίδειξης ευαισθησίας στην παρουσίαση θεμάτων όπως η βία, το έγκλημα, ο θάνατος και ο ανθρώπινος πόνος και επίδειξης καλής πίστης και συμμόρφωσης προς το γράμμα και το πνεύμα του Κώδικα, καθώς και των ειδικών διατάξεων περί ακρίβειας των πληροφοριών, ιδιωτικής ζωής, προσωπικών επιθέσεων που διασύρουν την τιμή και υπόληψη, πένθους, θλίψης και κλονισμού και περί δυσμενών διακρίσεων με βάση το προσωπικό καθεστώς. Από την εξέταση των δύο επίμαχων κειμένων προκύπτει ότι όλες οι πληροφορίες του DownTown προέρχονται από το ICON, πλην των πληροφοριών στην τελευταία παράγραφο του ρεπορτάζ, που ήταν και το μόνο νέο στοιχείο. Η παράγραφος αυτή αναφερόταν στην παραδοχή του υπόπτου, ότι μαχαίρωσε τη φοιτήτρια και ότι αναμενόταν να του επιβληθεί ποινή φυλάκισης. Τα δύο δημοσιεύματα συνοδεύονταν από πολλές φωτογραφίες του υπόπτου και του θύματος, της προσαγωγής του υπόπτου, ενός σάκου πτωμάτων, μια μεγάλη κηλίδα αίματος που ρίχθηκε ως φόντο πάνω από το κείμενο και ενός μαχαιριού. Από ειδησεογραφικά κείμενα που εξέτασε η Επιτροπή, προκύπτει ότι το αρχικό κείμενο στο ICON αποτελεί απάνθισμα πληροφοριών που δημοσιεύθηκαν κυρίως στις Βρετανικές εφημερίδες Daily Telegraph και Daily Mail σε διάφορες ημερομηνίες αμέσως μετά το φόνο. Την 1η Ιανουαρίου, 2012, η Daily Telegraph δημοσίευσε την πληροφορία για τη σύλληψη του Αλφρεντ Αλέξανδρου Μιλλ Σώντερς, σχετικά με το φόνο της Τσέχας φοιτήτριας, μαζί με δηλώσεις του αρχηγού της τοπικής αστυνομίας ότι οι ανακριτές απέδιδαν το φόνο σε σεξουαλικά κίνητρα και στη χρήση ναρκωτικών. Στις 2 Ιανουαρίου, 2012, η Daily Telegraph και στις 3 Ιανουαρίου, 2012, η Daily Mail, δημοσίευσαν δηλώσεις ανώτερου επισήμου της Αστυνομίας της Κόστα Ρίκα ότι με βάση «πράσινη προειδοποίηση» της Ιντερπόλ, ο Αλφρεντ Σώντερς ήταν «επικίνδυνο άτομο που συνδεόταν με σειρά σεξουαλικών εγκλημάτων και ήταν δυνατό να προβεί σε πράξεις βαρβαρισμού». Σύμφωνα με τη δήλωση, η «πράσινη προειδοποίηση» -η χαμηλότερη στη διαβάθμιση της Ιντερπόλ- είχε εκδοθεί στις 9 Νοεμβρίου, 2011 και ανέφερε ότι ο Αλφρεντ Σώντερς περιφερόταν στην Κεντρική Αμερική. Ο ισχυρισμός στη φερόμενη δήλωση του επισήμου της Κόστα Ρίκας ήταν ότι ο Αλφρεντ Σώντερς ήταν βίαιο άτομο που συνδεόταν με σεξουαλικά εγκλήματα, κατοχή πυροβόλων όπλων και εκρηκτικών, με μια επίθεση που οδήγησε σε θάνατο, πράξεις βαρβαρισμού που περιλάμβαναν τη θανάτωση γάτων με αλυσοπρίονο και ότι ήταν πιθανό να διαπράξει εγκλήματα εναντίον παιδιών. Ανέφερε επίσης ότι είχε πνευματικές διαταραχές και αυτοκτονικές τάσεις. Η εφημερίδα Daily Telegraph δημοσίευσε ανταπόκριση απεσταλμένου της στην Κόστα Ρίκα ότι ο ύποπτος είχε πάει στην Κίνα για να εκπαιδευθεί στις πολεμικές τέχνες και ότι είχε ταξιδεύσει στη συνέχεια σε επτά χώρες της Λατινικής Αμερικής. Η Daily Mail δημοσίευσε στις 22 Ιουνίου, 2013, ότι ο Αλφρεντ Σώντερς παραδέχθηκε το φόνο της φοιτήτριας στην οποία κατάφερε 15 μαχαιριές, παραθέτοντας τη λεπτομέρεια πως ήταν γιος εύπορων ακαδημαϊκών στη Βρετανία και επαναλαμβάνοντας τον ισχυρισμό ότι η Ιντερπόλ είχε προειδοποιήσει πως ο νεαρός έπασχε διανοητικά και ήταν δυνητικά επικίνδυνος. Ανάλογες πληροφορίες δημοσιεύθηκαν στην ιστοσελίδα International Business Times (22/6/2013) Οι πιο πάνω πληροφορίες έδωσαν αφορμή για το ρεπορτάζ του DownTown και επανάληψη πολλών στοιχείων από το ρεπορτάζ του ICON. Η Επιτροπή προβληματίστηκε σοβαρά κατά πόσο η αναφορά από τα δύο περιοδικά στη συγγενική σχέση του Αλφρεντ Σώντερσ με τον Σταύρο Γαλαταριώτη και γενικότερα με την οικογένεια ήταν δικαιολογημένη και κατέληξε στην απόφαση ότι η αναφορά ήταν υπό τις περιστάσεις επιτρεπτή, δεδομένου ότι αφορούσε μια πολύ γνωστή προσωπικότητα του επιχειρηματικού και οικονομικού κόσμου της Κύπρου. Όμως η Επιτροπή έκρινε ότι αυτή η διασύνδεση θα έπρεπε να είχε καθαρά πληροφοριακό χαρακτήρα και δεν θα έπρεπε να προβληθεί για σκοπούς εντυπωσιασμού. Παράλληλα θεώρησε ότι η διασύνδεση, επειδή αναφερόταν σε προσωπικά δεδομένα θα έπρεπε να γίνει σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, με περισσή περίσκεψη και οπωσδήποτε ύστερα από αυστηρό έλεγχο της ακρίβειας των πληροφοριών. Επίσης θα έπρεπε να είχε γίνει ή έστω να καταβληθεί προσπάθεια επικοινωνίας με τη μητέρα και την οικογένεια για να παρατεθούν και οι δικές τους θέσεις για το όλο θέμα. Η Επιτροπή διαπίστωσε περαιτέρω σοβαρή παραβίαση του πρώτου άρθρου του Κώδικα περί ακρίβειας των πληροφοριών. Ειδικότερα, διαπίστωσε ότι ουδεμία ουσιαστική προσπάθεια έγινε για έλεγχο της ακρίβειας των πληροφοριών και λήψης των θέσεων της μητέρας (γεγονός που ήταν και η γενεσιουργός αιτία για παραβίαση σωρείας προνοιών του Κώδικα) και ότι τα δύο ρεπορτάζ περιείχαν αβάσιμες και ανακριβείς πληροφορίες. Όλοι οι ισχυρισμοί για το «μενού της δράσης» του Αλφρεντ Σώντερς που κατ’ ισχυρισμό περιλάμβανε επιθέσεις βίας, κατοχής όπλων και εκρηκτικών και σεξουαλικών εγκλημάτων αποδείχθηκαν ανακριβείς, όπως προκύπτει από το ποινικό μητρώο που εκδόθηκε από του Γραφείο Εγκληματικών Μητρώων του Συνδέσμου Αρχηγών Αστυνομίας του Ηνωμένου Βασιλείου και παρουσιάστηκε στην Επιτροπή από την παραπονούμενη. Το μητρώο καταγράφει μόνο τη σύλληψη του Αλφρεντ Σώντερς για φόνο στην Κόστα Ρίκα και επίσης τη σύλληψη του τον Ιούνιο του 2011 για κατοχή κατ’ ισχυρισμό πορνογραφικών φωτογραφιών, που στη συνέχεια κρίθηκαν από την Υπηρεσία Διώξεων του Στέμματος ως μη πορνογραφικές, με αποτέλεσμα η υπόθεση να κλείσει χωρίς περαιτέρω ενέργειες. Τα δημοσιεύματα στα δύο περιοδικά που προήλθαν από ξένα έντυπα στηρίζονται σε μεγάλο βαθμό σε φερόμενες δηλώσεις αξιωματικού της Αστυνομίας της Κόστα Ρίκα, όπως αποδόθηκαν από τις Βρετανικές εφημερίδες Daily Mail και Daily Telegraph και αρκετές ιστοσελίδες. Τα δύο περιοδικά δεν απέδωσαν την πληροφόρησή τους σε καμιά πηγή. Διαπιστώθηκε επίσης ότι ανακριβής είναι και ο ισχυρισμός, σε συσχετισμό με την ανακριβή πληροφορία ότι το «μενού δράσης» του γιου της παραπονουμένης περιλάμβανε σεξουαλικά εγκλήματα, ότι «η τραγική ειρωνεία είναι πως η μητέρα του έχει δώσει διαλέξεις για την ανάπτυξη της παιδικής σεξουαλικότητας». Η Επιτροπή είναι ικανοποιημένη, από στοιχεία που παρουσίασε η παραπονουμένη για την επιστημονική της δραστηριότητα και καταρτισμό, ότι είναι ψυχαναλύτρια για ενήλικα άτομα και όχι για παιδιά και ότι ουδέποτε έδωσε διαλέξεις που αναφέρονται στην παιδική σεξουαλικότητα. Πέραν των ανωτέρω, είναι προφανές ότι οι δημοσιογράφοι που έγραψαν τα δύο ρεπορτάζ δεν προέβησαν σε κανένα έγκυρο έλεγχο των πληροφοριών που δημοσίευσαν. Η εφημερίδα υποστήριξε ότι οι δημοσιογράφοι προέβησαν στη δημοσίευση των πληροφοριών τους «μετά από έρευνα και διασταύρωση των πηγών τους» και ανέφερε ότι «όλες οι πληροφορίες που δημοσιοποιήθηκαν προέκυψαν μετά από έρευνα και αντιπαράθεση σωρείας δημοσιευμάτων που αφορούσαν το εν λόγω θέμα. Οι δημοσιογράφοι προέβηκαν σε έρευνα και μερίμνησαν με όλα τα διαθέσιμα μέσα που είχαν πριν την δημοσίευση ειδήσεων έτσι ώστε να μην προέβαιναν σε δημοσίευση ανακριβών, παραπλανητικών, φανταστικών ή διαστρεβλωτικών της αλήθειας ειδήσεων, πληροφοριών ή σχολίων». Η Επιτροπή αποφάσισε ότι ισχύει απόλυτα η αρχή πως η επίκληση της άντλησης πληροφοριών από άλλα ΜΜΕ δεν παρέχει κάλυψη για οποιαδήποτε μειονεκτήματά των πληροφοριών. Η πληθώρα δημοσιευμάτων δεν αποτελεί τεκμήριο ακρίβειας των πληροφοριών και η απλή σύγκριση δημοσιευμάτων δεν συνιστά έγκυρη επιβεβαίωση τους. Η επίκληση του γεγονότος ότι οι πληροφορίες είχαν δημοσιευθεί σε πολλά έντυπα και ιστοσελίδες δεν απαλλάσσει της ευθύνης για τη δημοσίευση ανακριβών πληροφοριών. Η Επιτροπή θεωρεί ότι οι πληροφορίες θα έπρεπε να είχαν διασταυρωθεί και ελεγχεί κατά άμεσο τρόπο με τα κατονομαζόμενα άτομα, πολύ περισσότερο που αναφέρονταν σε ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα. Παράλληλα, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι, κατά παράβαση της γενικής διάταξης περί υποχρέωσης των δημοσιογράφων και των ΜΜΕ για παροχή ολοκληρωμένης και έγκυρης πληροφόρησης, έγινε επιλεκτική μεταφορά πληροφοριών από τα ξένα έντυπα, με την έννοια ότι επιλέγηκαν στοιχεία που θα προκαλούσαν εντυπωσιασμό, αλλά δεν δημοσιεύθηκαν άλλα, όπως η πληροφορία πως το Εθνικό Σύστημα Υγείας της Βρετανίας βεβαίωσε πως ο Αλφρεντ Σώντερς δεν είχε ποτέ κατηγορηθεί ή καταδικασθεί για οποιοδήποτε έγκλημα και δεν κρατήθηκε ή έτυχε θεραπείας σε ασφαλή θάλαμο. Τέλος, η Επιτροπή διαπίστωσε παραβίαση της πρόνοιας του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας που απαγορεύει παρέμβαση στην ιδιωτική ζωή, με τις αναφορές στη φυσική και διανοητική κατάσταση του γιου της παραπονουμένης, καθώς και με τη φράση «μέχρι σήμερα, η Κάτια Γαλαταριώτου και η οικογένειά της, σε αντίθεση με τον Αλφι που λύγισε εξακολουθούν να βαδίζουν το μοναχικό δρόμο της σιωπής». Ο Κώδικας Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας προβλέπει ότι: «Η υπόληψη και η ιδιωτική ζωή κάθε προσώπου τυγχάνουν σεβασμού και δεν αποκαλύπτονται στοιχεία προσωπικού χαρακτήρα. Παρεμβάσεις και έρευνες στην ιδιωτική ζωή προσώπων … είναι γενικά απαράδεκτες, η δε δημοσιοποίησή τους μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και αποκλειστικά προς το δημόσιο συμφέρον». Η εφημερίδα υποστήριξε ότι το απόσπασμα της είδησης στο περιοδικό DownTown περί σιωπής της κ. Γαλαταριώτου, «την οποία η παραπονούμενη σχολιάζει ειδικά καθότι φαίνεται να την εκλαμβάνει ως υπαινιγμό κατά της τιμής και της υπόληψής της ή της οικογένειάς της» έχει την έννοια ότι «η Κάτια Γαλαταριώτου και η οικογένειά της βιώνουν βουβά το οικογενειακό δράμα, καθότι καμιά δήλωση ή οποιαδήποτε άλλη αναφορά δεν είδε το φως της δημοσιότητας εκ μέρους τους» και ότι «δείχνει τη συμπάθεια των εντύπων και του γράφοντα μπροστά στο δράμα που πέρασε η οικογένεια». Επίσης ανέφερε ότι: «Το όλο θέμα παρουσιάστηκε στο σύνολο του με πλήρη σεβασμό στο δράμα της οικογένειας. Η δημοσιοποίηση του συνιστά είδηση γενικότερου ενδιαφέροντος. Δεν δημοσιοποιήθηκε ούτε είχε στόχο κάποιο πρόσωπο. Κανένας χλευασμός ή διαπόμπευση ή διασυρμός ατόμων, ή δυσμενής διάκριση». Αν πρόθεση ήταν με τη φράση αυτή να εκφρασθεί συμπάθεια προς την οικογένεια, τότε η υλοποίησή της ήταν άκρως ανεπιτυχής και ατυχής. Το κριτήριο δεν είναι η πρόθεση αλλά το συμπέρασμα που θα μπορούσε να βγάλει ο μέσος αναγνώστης από την αντιπαράθεση της ομολογίας του δράστη με τη σιωπή των μελών της οικογένειας. Η Επιτροπή θεώρησε ότι η παραπονούμενη και η οικογένειά της δεν ήταν με κανένα τρόπο εμπλεκόμενα μέρη στο έγκλημα και δεν είχαν υποχρέωση, ούτε και λογικά αναμενόταν από αυτούς να μιλήσουν και να πουν ο,τιδήποτε για το θέμα. Η Επιτροπή θεώρησε μεν ότι η παράθεση του γεγονότος ότι ο δράστης του φόνου ήταν εγγονός του Σταύρου Γαλαταριώτη ήταν δικαιολογημένη ως στοιχείο γενικότερου ενδιαφέροντος, αλλά έκρινε πως η αναφορά στη μητέρα, η φράση περί σιωπής της ιδίας και της οικογένειας και η σύνδεση του ισχυρισμού περί σεξουαλικών εγκλημάτων του γιου της με τη φράση ότι «η τραγική ειρωνεία είναι πως η μητέρα του έχει δώσει διαλέξεις για την ανάπτυξη της παιδικής σεξουαλικότητας», πέραν της ανακρίβειας του ισχυρισμού, συνιστά ανεπίτρεπτη παρέμβαση στην ιδιωτική ζωή και είναι δυνατό να εκληφθεί ως επίκριση και διασυρμός. Η παραπονούμενη δεν είναι δημόσιο πρόσωπο ούτε ευρύτερα γνωστή. Η ίδια ανέφερε ενδεικτικά ότι ακολουθεί μια χαμηλών τόνων ζωή και ακαδημαϊκή καριέρα εκτός Κύπρου ως Βυζαντινολόγος και ψυχαναλύτρια και ότι ο γιος της, πέραν από το βιολογικό γεγονός ότι έχει Κυπρία μητέρα, είναι Βρετανός με ελάχιστους ουσιαστικούς δεσμούς με την Κύπρο. Τέλος η Επιτροπή αποφάσισε ότι ο όλος τρόπος παρουσίασης του θέματος τόσο από το ICON, όσο, ιδιαίτερα και από το DownTown, με έντονες κηλίδες αίματος, φωτογραφίες του σάκου πτωμάτων και μαχαιριού, προκαλεί και επιτείνει τον ανθρώπινο πόνο στους άμεσους συγγενείς, τόσο του δράστη όσο και του θύματος. Τα δημοσιεύματα διακρίνονται για αδιαφορία ως προς τον πόνο που θα ήταν δυνατό να προκληθεί στη μητέρα ενός υπόδικου για φόνο, όπως και στην οικογένεια του θύματος, κατά παράβαση της ειδικής πρόνοιας 5 που αναφέρει ότι: «Σε περίπτωση πένθους, θλίψης ή ψυχικού κλονισμού επιβάλλεται στο μέγιστο βαθμό προσέγγιση που να τη χαρακτηρίζει διακριτικότητα και συμπάθεια και αποφυγή οποιασδήποτε πράξης που είναι δυνατό να οξύνει τον ανθρώπινο πόνο» και της γενικής διάταξης ότι οι λειτουργοί των ΜΜΕ «είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί και διακριτικοί στην παρουσίαση θεμάτων όπως η βία, το έγκλημα, …ο ανθρώπινος πόνος και ο θάνατος…»
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
19/2013
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
23/10/2013
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
Αναρμοδιότητα ΕΔΔ, παραπομπή στο Γενικό Εισαγγελέα
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας επιλήφθηκε αυτεπάγγελτα περίπτωσης (19/17/10/2013) εντύπου το οποίο φέρει τον τίτλο ΕΝΩΣΙΣ, το οποίο δημοσίευσε στην πρώτη του σελίδα «είδηση» κάτω από την ένδειξη «ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΟ» με τίτλο: «ΚΥΠΡΑΙΕΣ ΠΟΥΤΑΝΕΣ ΔΟΥΛΕΥΟΥΝ ΣΤΑ ΚΑΤΕΧΟΜΕΝΑ ΜΕ ΤΟΥΡΚΟΥΣ ΠΠΕΖΕΒΑΝΚΗΕΣ»-«η κάθε μια κάμνει τιαι ξεχωριστές βίζιτες σε Ελλαδίτες τζιαι Τούρκους πελάτες). Η «είδηση» δεν περιείχε κείμενο και δεν παρέπεμπε σε κείμενο σε άλλη σελίδα, αλλά ο τίτλος συνοδευόταν από κατασκευασμένες φωτογραφίες του Προέδρου της Δημοκρατίας Νίκου Αναστασιάδη και του Γενικού Γραμματέα του ΑΚΕΛ Αντρου Κυπριακνού σε ρόλο εκδιδομένων γυναικών. Το έντυπο ήταν κρεμασμένο έξω από περίπτερο σε κεντρικό σημείο της Λευκωσίας και σε κοινή θέα. Η υπόθεση εξετάστηκε από τη σκοπιά της πιθανής παραβίασης των προνοιών του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας περί αποφυγής της χρήσης χυδαίας ή αισχρής γλώσσας, υψηλού επαγγελματικού επιπέδου και σεβασμού της αξιοπρέπειας και της προσωπικότητας των ατόμων. Κατά την εξέταση της υπόθεσης διαπιστώθηκε ότι το έντυπο αυτό δεν είναι μέλος του Συνδέσμου Εκδοτών και ούτε είναι καταχωρημένο στο αρχείο του Γραφείου Τύπου και Πληροφοριών και η Επιτροπή αποφάσισε ότι είναι αναρμόδια να επιληφθεί περίπτωσης στην οποία εμπλέκεται έντυπο το οποίο δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας. Κατόπιν τούτου η Επιτροπή αποφάσισε να παραπέμψει το θέμα στο γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα με το αίτημα να εξετάσει πιθανή διάπραξη αδικήματος.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
20/2013
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
23/10/2013
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΟΧΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας επιλήφθηκε παραπόνου (20/17/10/2013) από ομάδα νοσηλευτών ότι άρθρο της Μαρίας Πηλίδου που δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα SIGMALIVE στις 16/10/2013 ήταν αντιδεοντολογικό. Το άρθρο, υπό τον τίτλο «Τα παιδιά ενός αχόρταγου Θεού», επέκρινε τους δημοσίους υπαλλήλους και τη συντεχνία τους ΠΑΣΥΔΥ για τις αντιδράσεις τους στην αποκοπή των μισθών και επιδομάτων τους στο πλαίσιο των μνημονιακών υποχρεώσεων της Κύπρου και την εμμονή της συντεχνίας στη διατήρηση των «κεκτημένων δικαιωμάτων» των μελών της. Κάτω από το άρθρο προστέθηκαν από επισκέπτες της ιστοσελίδας δεκάδες σχόλια, όλα επικριτικά, που προέρχονταν από νοσηλευτές, μερικά από τα οποία περιείχαν προσβλητικούς μέχρι και υβριστικούς χαρακτηρισμούς για την αρθρογράφο. Το παράπονο, που στάληκε από τη νοσηλεύτρια Θέλμα Στυλιανού εκ μέρους της ομάδας, διατύπωνε γενικά τη θέση ότι το δημοσίευμα ήταν αντιδεοντολογικό, ενώ σε κείμενο που γράφτηκε ως απάντηση στο άρθρο ανέφερε πως το δημοσίευμα συνιστούσε λίβελο, παραπληροφόρηση, καθοδήγηση της κοινής γνώμης, προσβολή του επαγγέλματος του νοσηλευτή και της προσωπικότητάς της ιδίας. Επίσης περιείχε υπονοούμενα για χρηματισμό του SIGMALIVE για τη δημοσίευση του άρθρου, τα οποία η Επιτροπή απέρριψε ως ατεκμηρίωτο και αβάσιμο ισχυρισμό. Η Επιτροπή εξέτασε διεξοδικά το θέμα και διαπίστωσε ότι το άρθρο για το οποίο διατυπώθηκε το παράπονο συνιστούσε αποκλειστικά έκφραση γνώμης της συγγραφέως του, που καλύπτεται τόσο από τη Συνταγματική πρόνοια όσο και από την πρόνοια του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας για το δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης. Το γεγονός ότι το άρθρο περιείχε έντονες επικρίσεις για την τάξη των δημοσίων υπαλλήλων δε διαφοροποιεί τη φύση του. Εξ άλλου, το θέμα με το οποίο ασχολήθηκε το άρθρο βρισκόταν στην επικαιρότητα και στο επίκεντρο δημόσιας συζήτησης που αφορούσε στην εφαρμογή της μνημονικής υποχρέωσης του κράτους να μειώσει τις δημόσιες δαπάνες. Η Επιτροπή σημείωσε επίσης ότι το άρθρο δεν αναφέρθηκε καν στους νοσηλευτές αλλά αφορούσε σε όλους της δημοσίους υπαλλήλους και στη συντεχνιακή τους οργάνωση. Βεβαίως οι νοσηλευτές, ατομικά ή ως ομάδα, είτε ως δημόσιοι υπάλληλοι και μέλη της ΠΑΣΥΔΥ είτε και ως πολίτες, είχαν το δικαίωμα να εκφράσουν τις απόψεις τους επί του άρθρου. Η Επιτροπή επανέλαβε την πάγια θέση της ότι στις περιπτώσεις έκφρασης γνώμης διά των ΜΜΕ η δέουσα θεραπεία είναι η παρεχόμενη από τον Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογία δυνατότητα σε όσους θεωρούν ότι θίγονται να ασκήσουν το δικαίωμα της απάντησης. Στις περιπτώσεις αυτές αποτελεί υποχρέωση του ΜΜΕ που φιλοξένησε με οποιοδήποτε τρόπο την έκφραση γνώμης να φιλοξενήσει και τον αντίλογο. Στην προκειμένη περίπτωση η Επιτροπή, κρίνοντας από τον αριθμό των σχολίων κάτω από το άρθρο, διαπίστωσε ότι υπήρξε επαρκής και ικανοποιητικός αντίλογος και κατά συνέπεια ικανοποιήθηκε το δικαίωμα της απάντησης, αν και δε συμμερίζεται τον τρόπο και τις εκφράσεις που χρησιμοποίησαν κάποιοι από όσους επέλεξαν να σχολιάσουν το άρθρο. Η παραπονούμενη και η ομάδα την οποία φέρεται να εκπροσωπεί είχε και έχει κάθε δικαίωμα να αποταθεί στην ιστοσελίδα και να ζητήσει να φιλοξενηθεί το απαντητικό της κείμενο ή να το δημοσιεύσει οπουδήποτε αλλού θεωρεί πρόσφορο. Η Επιτροπή επισήμανε, τέλος, ότι ή έκφραση γνώμης και η άσκηση κριτικής μπορεί να είναι αυστηρή και έντονη, αρκεί να γίνεται με κόσμιο τρόπο και με επιχειρήματα και όχι με χαρακτηρισμούς, αφορισμούς ή ύβρεις. Η Επιτροπή θεωρεί ότι είναι υποχρέωση των ΜΜΕ να διασφαλίζουν την κοσμιότητα του δημόσιου διαλόγου τόσο από πλευράς δημοσιογράφων όσο και από πλευράς του κοινού.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
10/2013
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
24/09/2013
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο από την Κίνηση Ισότητα, Στήριξη, Αντιρατσισμός –ΚΙΣΑ-(10/4/7/13) ότι στη διάρκεια της εκπομπής του ΡΙΚ «Μαζί στο ΡΙΚ» στις 19/6/2013, που παρουσιάζει η Ελίτα Μιχαηλίδου, έγιναν αναφορές που προωθούν τη ξενοφοβία, το ρατσισμό και τη μισαλλοδοξία. Στην εκπομπή ήταν φιλοξενούμενος ο ηθοποιός Κωστάκης Κωνσταντίνου, ο οποίος προσκλήθηκε για να μιλήσει για την προσωπική και επαγγελματική του ζωή. Από την εξέταση της οπτικογράφησης της εκπομπής διαπιστώθηκε ότι ο φιλοξενούμενος, αναφερόμενος στην περίοδο κατά την οποία διετέλεσε δημοτικός σύμβουλος στο Δήμο Λευκωσίας, είπε ότι «η πολλή δημοκρατία, τελικά, είναι αρρώστια για ένα τόπο, η πάρα πολλή δημοκρατία είναι αρρώστια, δεν είναι σωστό αυτό…» Η παρουσιάστρια παρενέβη και ακολούθησε ο πιο κάτω διάλογος: Ελίτα: Θα επανέλθω σ’ αυτό που είπες ότι η πολλή δημοκρατία βλάπτει γιατί είπες ότι αν ήσουν στην Αθήνα θα ήσουν με τη Χρυσή Αυγή. ΚΚ: Βεβαίως θα ήμουν με τη Χρυσή Αυγή… ΕΜ: Πώς μπορείς να είσαι με τη Χρυσή Αυγή… ΚΚ: Γιατί να μην ήμουν με τη Χρυσή Αυγή… με ποιους να είμαι, με το ΠΑΣΟΚ που οι μισοί είναι στη φυλακή, με τη Νέα Δημοκρατία που οι μισοί θα παν φυλακή, με το Σύριζα που παίζει πελλό…» ΕΜ: Γιατί Χρυσή Αυγή, Κωστάκη… είσαι δημοκράτης.. ΚΚ: Μου αρέσει αυτό που κάνει η Χρυσή Αυγή στην Αθήνα. Πήγαμε όλοι στην Αθήνα τα τελευταία χρόνια. Είδαμε ότι φοβάσαι να περπατήσεις στον Αγιο Παντελεήμονα, στην οδό Αθηνάς… φοβάσαι, κι’ εγώ φοβάμαι, όταν περνώ από ένα δρόμο και με βλέπουν οκτακόσιοι ξένοι που δεν ξέρω τι έχουν κάμει στις πατρίδες τους. Δεν είμαι ρατσιστής, αλλά δεν μπορώ να βλέπω αυτό το πράγμα. Δεν μπορώ να βλέπω, ας πούμε, να κάνεις έγκλημα, να είσαι φιλοξενούμενός μου, να σε ταΐζω, να σε ποτίζω, να σου δίνω και τα τσιεκκούδκια και ξαφνικά εσύ να μη με σέβεσαι, και εγώ σέβομαι όταν πηγαίνω στον τόπο στου, κύριε Πακιστανέ, κύριε Ινδέ και κύριε οτιδήποτε, σέβομαι τον τόπο σου… ΕΜ: …Πάμε και στο ρεπορτάζ και ερχόμαστε να ακούσουμε τις απόψεις σου γιατί είναι ζωντανές, έχεις άποψη, συμφωνώ… διαφωνώ, σε σέβομαι γιατί έχεις λόγο και χαίρομαι ακόμη περισσότερο γιατί είσαι ηθοποιός, παράγεις κουλτούρα…» Στο παράπονο αναφέρθηκε ότι η εκπομπή είχε περιεχόμενο που «υποθάλπει τη ξενοφοβία, το ρατσισμό και τη μισαλλοδοξία», επειδή η συνέντευξη αποτελούσε «μορφή δημόσιου λόγου μέσω του οποίου γίνεται διάδοση, υποκίνηση, προώθηση ή δικαιολόγηση μίσους που βασίζεται στη μισαλλοδοξία (συμπεριλαμβανομένων εκδηλώσεων επιθετικού εθνικισμού ή εθνοκεντρισμού και διακρίσεων και εχθρότητας εναντίον μειονοτήτων, μεταναστών ή προσώπων με μεταναστευτική καταγωγή). Περαιτέρω ανέφερε ότι η συνέντευξη «σε αυτό το πλαίσιο, συνιστά μορφή ρατσισμού, η οποία προσβάλλει την κεφαλαιώδη αρχή ότι δημοκρατική κοινωνία είναι αυτή που θεμελιώνεται στο σεβασμό της ίσης αξιοπρέπειας όλων των ανθρώπων και του σεβασμού της διαφορετικότητας». Το παράπονο ανέφερε επίσης ότι το περιεχόμενό ήταν αντίθετο σε πρόνοιες νόμων που καθιστούν αδίκημα την υποκίνηση βίας ή μίσους εναντίον προσώπων «που προσδιορίζεται βάσει της φυλής, του χρώματος, της θρησκείας, των γενεαλογικών καταβολών ή της εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής». Παραθέτοντας γραπτώς τις απόψεις του επί του παραπόνου ο Γ. Δ. του ΡΙΚ κ. Θέμης Θεμιστοκλέους ανέφερε ότι το Ιδρυμα σε καμία περίπτωση δεν είχε πρόθεση ή σκοπό, αλλά ούτε και αρμόζει σε αυτό, να προβάλει ρατσιστικά ή ξενοφοβικά σχόλια. Ανέφερε ότι επρόκειτο για ζωντανή εκπομπή κατά την οποία ο κ. Κωνσταντίνου εξέφρασε καθαρά προσωπικές απόψεις, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αυτές υιοθετούνται με οποιοδήποτε τρόπο από τη δημοσιογράφο-παρουσιάστρια ή το ΡΙΚ. Η παρουσιάστρια της εκπομπής, παραθέτοντας τις δικές της παρατηρήσει, ήγειρε το πρόβλημα ότι «σε ζωντανά προγράμματα δεν μπορεί κανείς να ξέρει από πριν τι πιστεύει και τι κάνει ένας ηθοποιός». Υποστήριξε περαιτέρω ότι η ίδια διαχώρισε τα δικά της πιστεύω, τα οποία «σε καμία περίπτωση δεν αντανακλούν όσα αναφέρει η καταγγελία» και ότι το μόνο που λέχθηκε από μέρους της ήταν για την ειλικρίνεια του φιλοξενούμενού της να μιλά ανοικτά και να μην υποκρίνεται. Η κ. Μιχαηλίδου ανέφερε ότι «οι δημοσιογραφικές αποστάσεις τηρήθηκαν και έθεσε τα ερωτήματα «πως μπορεί ένα πρόγραμμα με τις απόψεις ενός συγκεκριμένου καλεσμένου να προκαλεί το ρατσισμό, όταν άλλα τόσα προγράμματα τον κατακρίνουν;» και «πώς έγινε υποκίνηση για ‘μίσος, διάδοση εθνικισμού’ κλπ, όταν εξεφράζετο ένας –μόνο- άνθρωπος, που βρισκόταν εκεί όχι για την ιδεολογία του, αλλά για το ‘ποιος είναι’;». Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε το θέμα αποκλειστικά και μόνο υπό το πρίσμα των προνοιών του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, δεδομένου ότι είναι εκτός των αρμοδιοτήτων της η εφαρμογή νόμων, έστω και αν κάποιες πρόνοιές τους συμπίπτουν με τις πρόνοιες του Κώδικα. Η Επιτροπή ενημερώθηκε ότι με τη νομική πτυχή ασχολήθηκε η Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου και ασκώντας τη διακριτική της εξουσία αποφάσισε να προχωρήσει στην εξέταση της πτυχής που αφορά στις πρόνοιες του Κώδικα. Προτού εξετάσει τις επί μέρους αναφορές που έγιναν στην εκπομπή, η Επιτροπή ασχολήθηκε με το γενικό θέμα του περιεχομένου ζωντανών εκπομπών και του ενδεχομένου να γίνουν αναφορές από άτομα –εκτός των συντελεστών της εκπομπής- που ενδεχομένως να παραβιάζουν πρόνοιες του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας. Η Επιτροπή αναγνωρίζει το πρόβλημα αυτό που ενίοτε αντιμετωπίζουν παρουσιαστές ζωντανών εκπομπών και επανέλαβε την πάγια θέση της που αναφέρθηκε και σε προηγούμενες υποθέσεις, ότι σε τέτοιες περιπτώσεις οι παρουσιαστές οφείλουν να παρέμβουν και με σαφήνεια να υποδείξουν το απαράδεκτο θέσεων που προδήλως παραβιάζουν πρόνοιες του Κώδικα και να διαχωρίσουν σαφώς τη δική τους θέση και εκείνη του ΜΜΕ το οποίο παρέσχε το βήμα για να γίνουν οι αναφορές. Στην προκειμένη περίπτωση, η παρουσιάστρια ανέφερε γενικώς αι αορίστως ότι διαφωνεί σε πολλά σημεία με τον κ. Κωνσταντίνου, χωρίς να τα καθορίσει και να τα επισημάνει σαφώς. Μόνο σε μία περίπτωση, ορθώς ενεργώντας, διαφώνησε σαφώς με τη δήλωση του κ. Κωνσταντίνου ότι δεν ανέμενει να προκύψει ο,τιδήποτε από τη διαδικασία της ανακριτικής επιτροπής για την οικονομία. Η μετάδοση της αναφοράς που έγινε από τον κ. Κωνσταντίνου ότι «η πολλή δημοκρατία είναι αρρώστια» αντιβαίνει στη γενική διάταξη του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας περί σεβασμού και προαγωγής της δημοκρατίας και των άλλων πανανθρώπινων αξιών. Εν πρώτοις, δεν μπορεί να υπάρξει ποσόστωση στη δημοκρατία. Υπάρχει μόνο η δημοκρατία ως πανανθρώπινη αξία και δεν είναι δυνατό οποιοσδήποτε κατά το δοκούν να προκρίνει περιορισμό της όταν προσωπικά και αυθαίρετα θεωρεί ότι υπάρχει πολλή δημοκρατία. Εξ άλλου, ο χαρακτηρισμός της δημοκρατίας ως αρρώστιας παραπέμπει σε μια κατάσταση που πρέπει να αντιμετωπισθεί δραστικά, και στην προκειμένη περίπτωση με τα μέσα και τις μεθόδους που προκρίνει η Χρυσή Αυγή, μια οργάνωση με δημοσίως διακηρυγμένες φασιστικές και αντιδημοκρατικές αντιλήψεις Η Επιτροπή θεωρεί ότι ήταν υποχρέωση της παρουσιάστριας να υποδείξει το σαφώς αντιδημοκρατικό χαρακτήρα της δήλωσης αυτής και το γεγονός ότι υποσκάπτει την ιδέα της πανανθρώπινης αξίας της δημοκρατίας, πολύ περισσότερο όταν η ίδια αναγνώρισε ότι ο φιλοξενούμενός της, ως ηθοποιός, παράγει κουλτούρα και ότι είχε την ιδιότητα να εκφέρει ζωντανές απόψεις και λόγο-δηλαδή κατά τρόπο που εύκολα θα μπορούσε να επηρεάσει άλλους. Η Επιτροπή έχει την άποψη ότι η απλή παρατήρηση «γιατί Χρυσή Αυγή, Κωστάκη… είσαι δημοκράτης» δεν ήταν επαρκής αντίδραση, αφ’ ενός γιατί ήταν ανακριβής και παραπλανητική, δεδομένου ότι η δήλωση του φιλοξενούμενου ότι «η πολλή δημοκρατία είναι αρρώστια» δεν συνάδει με δημοκρατικές αντιλήψεις και αφ’ ετέρου γιατί δεν υπήρξε σαφής αντίλογος και αποδοκιμασία των αντιδημοκρατικών αντιλήψεων και μεθόδων της οργάνωσης αυτής –για τις οποίες οι Ελληνικές αρχές πήραν δραστικά μέτρα καταστολής, όταν η απόφαση της Επιτροπής είχε ήδη ληφθεί. Περαιτέρω, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι αναφορές του κ. Κωνσταντίνου ότι φοβάται να κυκλοφορήσει σε δρόμους της Αθήνας γιατί τον βλέπουν οκτακόσιοι ξένοι που δεν ξέρει τι έχουν κάμει στη χώρα τους, με το γενικό τρόπο που διατυπώθηκαν, έχουν έντονο ξενοφοβικό χαρακτήρα και ως τέτοιες είναι δυνατό να διεγείρουν την καχυποψία, το μίσος και την αποστροφή προς κάθε ξένο. Ως εκ τούτου κρίθηκε ότι αντιβαίνουν στην πρόνοια περί αποφυγής αναφορών που εμπεριέχουν στοιχεία προκατάληψης λόγω φυλής, χρώματος, γλώσσας, θρησκείας και εθνικής καταγωγής. Η Επιτροπή διευκρινίζει ότι η απόφαση αυτή δεν αφορά στον κ. Κωνσταντίνου, επί του οποίου δεν έχει αρμοδιότητα, αν και αποδοκιμάζει έντονα τις δηλώσεις του, αλλά στο ΡΙΚ και στην παρουσιάστρια της εκπομπής, γιατί έδωσαν βήμα να ακουσθούν οι ξενοφοβικές απόψεις του και δεν μερίμνησαν να διαχωρίσουν τη θέση τους από αυτές σαφώς και απεριφράστως. Για τους πιο πάνω λόγους, η Επιτροπή αποφάσισε ότι το περιεχόμενο της εκπομπής συνιστά παραβίαση των προαναφερθεισών προνοιών του Κώδικα.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
9/2013
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
23/07/2013
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας επιλήφθηκε παραπόνου 9/28/5/2013) από γυναίκα επιχειρηματία στην Αγία Νάπα, ότι σε άρθρο που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό DownTown και αναρτήθηκε στις ιστοσελίδες του www.philenews.com και www.elita.com.cy χρησιμοποιήθηκε χυδαία γλώσσα, Ειδικότερα, η παραπονούμενη ανέφερε ότι η φράση «…πολλοί (στην περιοχή Αγίας Νάπας) βιοπορίζονται από τουρίστες που κάνουν *.* (λέξη που περιγράφει σεξουαλική πράξη) σε νυκτερινές βαρκάδες…» είναι χυδαία και ανεπίτρεπτη σε ένα περιοδικό που δεν επισημαίνει ότι απευθύνεται μόνο σε ενήλικες ή σε μια τάξη «προχωρημένων» ανθρώπων που δεν ενοχλούνται από τη χρήση φράσεων οι οποίες περιγράφουν σεξουαλικές πράξεις, αλλά αντίθετα διανέμεται με μια εφημερίδα που απευθύνεται σε όλα τα μέλη της οικογένειας και σε όλες τις ηλικιακές ομάδες και κατηγορίες ανθρώπων. Το άρθρο γράφτηκε από τον αρχισυντάκτη του περιοδικού DownTown Θανάση Φωτίου και δημοσιεύθηκε στις 26/5/2013 κάτω από τον τίτλο «Ο φαρισαϊσμός μιας ξέκωλης κοινωνίας». Το περιοδικό διανέμεται με την εφημερίδα «Φιλελεύθερος». Το άρθρο ασκούσε κριτική για τον τρόπο τουριστικής ανάπτυξης της Αγίας Νάπας και αποδοκίμαζε την κατά την άποψή του υποκριτική και ανακόλουθη στάση των τοπικών αρχών της Αγίας Νάπας που διέταξαν το κλείσιμο καταστήματος ερωτικών αντικειμένων “Sex Museum”, ενώ η κοινότητα βιοπορίζεται ανεχόμενη σεξουαλικές ελευθεριότητες από τουρίστες. Το άρθρο αναδημοσιεύθηκε αυτούσιο στην ιστοσελίδα www.elita.com.cy στις 28/5/2013 και την επομένη στην ιστοσελίδα www.philenews.com, αφού από τον τίτλο αφαιρέθηκε η λέξη «ξέκωλη». Η εφημερίδα απάντησε –με σημαντική καθυστέρηση- ότι οι εκφράσεις που χρησιμοποίησε ο δημοσιογράφος ήταν ο τρόπος του να διατυπώσει την έντονη αποδοκιμασία που αισθανόταν για συμπεριφορές και ενέργειες που θεωρούσε υποκριτικές. Η εφημερίδα εξέφρασε τη θλίψη της αν η χρήση των επίμαχων φράσεων ενόχλησε οποιουσδήποτε από τους αναγνώστες της. Η Επιτροπή αποφάσισε κατ’ αρχήν ότι τα έντυπα στα οποία δημοσιεύθηκε το άρθρο θεωρούνται σοβαρά και απευθύνονται στην οικογένεια και σε μέλη του ευρύτερου κοινού και όχι μόνο σε κάποιες ομάδες ή σε μέλη του κοινού που μπορούν να θεωρηθούν ως έχοντα «προωθημένες» αντιλήψεις ως προς τη γλώσσα που χρησιμοποιούν και τον τρόπο έκφρασης. Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η επίμαχη λέξη που χρησιμοποιήθηκε στο κείμενο του άρθρου χρησιμοποιείται για να αποδώσει την έννοια ερωτικής πράξης και αποφάσισε ότι το γεγονός αυτό συνιστά εκχυδαϊσμό της γλώσσας από ένα έντυπο που διανέμεται από μια σοβαρή εφημερίδα και απευθύνεται προς τα μέλη ολόκληρης της οικογένειας. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή αποφάσισε ότι, με βάση τις επικρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις και την ισχύουσα ηθική της Κυπριακής κοινωνίας, η χρησιμοποίηση λέξης που περιγράφει άνευ περιστροφών μια ερωτική πράξη συνιστά παράβαση της ρητής πρόνοιας του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας , η οποία ορίζει ότι «οι λειτουργοί των ΜΜΕ αποφεύγουν δημοσιεύματα ή μεταδόσεις ή τη χρήση γλώσσας που με βάση τις επικρατούσες αντιλήψεις, έχουν χυδαίο ή αισχρό περιεχόμενο». Η Επιτροπή θεωρεί ότι ο δημοσιογράφος Θανάσης Φωτίου -όπως και οποιοσδήποτε άλλος δημοσιογράφος- είχε το δικαίωμα, στο πλαίσιο του δικαιώματος της ελευθερίας έκφρασης, να ασκήσει κριτική και να χαρακτηρίσει υποκριτική την απόφαση για το κλείσιμο του καταστήματος ερωτικών αντικειμένων. Όμως πιστεύει ότι οσοδήποτε ισχυρά και αν ήταν τα αισθήματα αποδοκιμασίας της θεωρούμενης ως υποκριτικής στάσης στο θέμα αυτό θα μπορούσαν να εκφρασθούν και χωρίς της χρήση εκφράσεων που με βάση την ισχύουσα ηθική θεωρούνται χυδαίες ή αισχρές. Περαιτέρω η Επιτροπή αποφάσισε ότι η απόδοση υποκριτικής στάσης σε ολόκληρη την κοινωνία της Αγίας Νάπας, η οποία μάλιστα χαρακτηρίστηκε κατά τρόπο σαρωτικό «ξέκωλη» -με όποια σημασία και αν δοθεί στη λέξη-, αποτελεί ατυχή γενίκευση και ως εκ τούτου παράβαση της πρόνοιας του Κώδικα περί ακρίβειας των πληροφοριών. Η ενδεχόμενη ύπαρξη κάποιων πολιτών της Αγίας Νάπας οι οποίοι δυνατό να βιοπορίζονται ανεχόμενοι ή εκμεταλλευόμενοι κατ’ ισχυρισμόν ελευθεριότητες τουριστών δεν σημαίνει ότι όλα τα μέλη της κοινωνίας αυτής αποδέχονται τις πρακτικές αυτές, ώστε να περιγράφονται συλλήβδην ως μια «ξέκωλη» κοινωνία. Η λέξη αυτή δεν είναι καταγραμμένη σε κανένα από τα έγκυρα λεξικά της ελληνικής γλώσσας, αλλά είναι προφανές ότι, με όποια έννοια και αν εκληφθεί, είναι προσβλητική και η χρήση της αποβλέπει στο χλευασμό, τη διαπόμπευση ή το διασυρμό ατόμων ή ομάδων, κατά παράβαση της σχετικής πρόνοιας του Κώδικα. Το συμπέρασμα ότι η έννοια της λέξης αυτής είναι προσβλητική ή τείνει να διασύρει επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι ο «Φιλελεύθερος», αναδημοσιεύοντας το άρθρο, στην ιστοσελίδα www.philenews.com, ορθώς πράττοντας, την αφαίρεσε από τον τίτλο του. Τέλος, η Επιτροπή τονίζει ότι οι πρόνοιες του Κώδικα για διαγωγή, συμπεριφορά και επαγγελματικό επίπεδο της υψηλότερης δυνατής στάθμης επιβάλλουν στα ΜΜΕ και στους δημοσιογράφους που απευθύνονται στο ευρύ κοινό να τηρούν ένα υψηλό επίπεδο έκφρασης και γλώσσας.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
8/2013
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
27/05/2013
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Οι ιστότοποι πληροφόρησης www.newsit.gr και www.newsit.com.cy ανήρτησαν στις 27/5/2013, φωτογραφίες που λήφθηκαν από την ΕΜΑΚ στο χώρο της συντριβής του Αεροπλάνου της «Ηλιος», στις 14 Αυγούστου, 2013, στο Γραμματικό Αττικής. Οι φωτογραφίες, 42 τον αριθμό παρουσίαζαν σκηνές από το έργο διάσωσης, κυρίως κατάσβεσης εστιών φωτιάς, περισυλλογής τεκμηρίων, συντριμμάτων του αεροπλάνου και πτωμάτων. Οι φωτογραφίες πτωμάτων ήταν αποκρουστικές, καθώς παρουσίαζαν απανθρακωμένα ή διαμελισμένα σώματα και πρόσωπα τα οποία ήταν σε αναγνωρίσιμα, στις περιπτώσεις που δεν ήταν παραμορφωμένα ή συνθλιμμένα. Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας επιλήφθηκε αυτεπαγγέλτως του θέματος, όπως είχε πράξει και αμέσως μετά το δυστύχημα, και με τη μέθοδο της συνεννόησης με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο αποφάσισε την έκδοση ανακοίνωσης έντονης καταδίκης της δημοσίευσης των φωτογραφιών αυτών. Οι φωτογραφίες αφαιρέθηκαν, μετά και την έντονη δημόσια αποδοκιμασία από επισκέπτες των δύο ιστοσελίδων. Η ανακοίνωση που εκδόθηκε και στάληκε σε όλα τα ΜΜΕ για δημοσίευση έχει ως ακολούθως: ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΓΙΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΩΝ ΤΗΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΚΗΣ Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εκφράζει τη θλίψη, απογοήτευση και αποτροπιασμό της για την ενέργεια των ιστοσελίδων www.newsit.gr και www.newsit.com.cy, να δημοσιεύσουν φωτογραφίες από την αεροπορική τραγωδία της «Ηλιος» στο Γραμματικό, στις 14 Αυγούστου, 2005. Η δημοσίευση πολλών φωτογραφιών που παρουσιάζουν διαμελισμένα και παραμορφωμένα πτώματα επιβατών όχι μόνο παραβιάζει κάθε κανόνα δημοσιογραφικής δεοντολογίας αλλά και κάθε κανόνα ανθρωπισμού, μαρτυρώντας έλλειψη σεβασμού προς τους συγγενείς των θυμάτων και ευαισθησίας για τον πόνο που η ενέργεια αυτή τους προκαλεί. Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας προσπάθησε να επικοινωνήσει με τους δύο ιστότοπους, με το μόνο τρόπο που προσφέρουν, την αποστολή μηνυμάτων. Αν τα μηνύματα λήφθηκαν, δεν υπήρξε καμιά αντίδραση. Για το λόγο αυτό η Επιτροπή καλεί τους δύο ιστότοπους να αφαιρέσουν χωρίς καμιά χρονοτριβή το αποκρουστικό φωτογραφικό υλικό που ανήρτησαν και να απολογηθούν δημοσίως τόσο για την παραβίαση των κανόνων της δημοσιογραφικής δεοντολογίας, όσο και την πρόκληση αχρείαστης οδύνης στους συγγενείς των θυμάτων της τραγωδίας. Η Επιτροπή επισημαίνει ότι η αναδημοσίευση δεν αποτελεί δικαιολογία για τη δημοσίευση απαράδεκτων κειμένων ή φωτογραφιών και καλεί όλα τα ΜΜΕ να μη αναπαράγουν την κατάφωρη αυτή παραβίαση του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, της ηθικής και του ανθρωπισμού. 27/5/2013
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
7/2013
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
16/04/2013
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΟΧΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (7/26/2/2013) από το Βοηθό Έφορο Εκλογής και προϊστάμενο της Υπηρεσίας Εκλογών του Υπουργείου Εσωτερικών Δημήτρη Δημητρίου ότι δημοσίευμα στον ιστότοπο της εφημερίδας «Καθημερινή» το οποίο, όπως υποστήριξε, τον προσέβαλλε τόσο ως άτομο όσο και ως λειτουργό του δημοσίου. Ο κ. Δημητρίου υπέβαλε το επίμαχο δημοσίευμα με υπογραμμισμένα κάποια αποσπάσματα που προφανώς κατά την άποψή του ήταν υποστηρικτικά του παραπόνου του, τα οποία κατωτέρω παρατίθενται σε εισαγωγικά. Το δημοσίευμα, ημερομηνίας 14ης Φεβρουαρίου, 2013, υπό τον τίτλο «Με νοοτροπίες του ’80 ο έφορος εκλογών» και κάτω από την υπογραφή του δημοσιογράφου Παναγιώτη Τσαγγάρη, αποτελούσε σχόλιο σχετικά με την απόρριψη αιτήματος για παραχώρηση διευκολύνσεων για ζωντανή ροή των αποτελεσμάτων των προεδρικών εκλογών στις 14 Φεβρουαρίου, 2013, από ιστοσελίδες διαδικτυακών εφημερίδων. Σύμφωνα με το δημοσίευμα, ο κ. Δημητρίου αρνήθηκε «πεισματικά» να δώσει τη συγκατάθεσή του «προβάλλοντας επιχειρηματολογία, πραγματικά, άνω ποταμών» και «χωρίς …καμία απολύτως λογική εξήγηση» και προβάλλοντας τον όρο ότι τα αποτελέσματα δεν θα εκτυπώνονταν. Επίσης ανέφερε ότι αν και του δόθηκαν εξηγήσεις ότι τα αποτελέσματα δεν θα εκτυπώνονταν «ο προϊστάμενος της Υπηρεσίας Εκλογών ήταν αδύνατο ή δεν ήθελε να αντιληφθεί τις επεξηγήσεις». Περαιτέρω το δημοσίευμα ανέφερε ότι «το όλο θέμα εγείρει πολλά ερωτήματα ως προς τη στάση του κ. Δημητρίου» και ότι η όλη προσέγγιση του «καταδεικνύει πως όντως η Δημόσια Υπηρεσία και το κράτος χρειάζονται αμέσως αναδιοργάνωση και αναδόμηση με ανθρώπους που να μπορούν να αντιλαμβάνονται και να γνωρίζουν τις απαιτήσεις των εποχών». Το δημοσίευμα κατέληγε με τη θέση ότι «είναι αδιανόητο να ηγούνται σημαντικών πόστων άνθρωποι με νοοτροπίες της δεκαετίας του ’80», που «δεν τιμούν αλλά ούτε και αντιπροσωπεύουν αυτό που η κοινωνία αισθάνεται, απαιτεί και θέλει». Ο Διευθυντής της «Καθημερινής» Ανδρέας Παράσχος, παραθέτοντας τις θέσεις της εφημερίδας ανέφερε ότι ο κ. Δημητρίου, σε αλλεπάλληλες τηλεφωνικές συνδιαλέξεις «ήταν προφανές ότι δεν είχε πρόθεση να διαχειριστεί, έστω, το ζήτημα» της παραχώρησης διευκολύνσεων που είχαν δοθεί σε προηγούμενες εκλογές για ζωντανή μετάδοση της ροής των αποτελεσμάτων. Ο κ. Παράσχος ανέφερε επί λέξει: «Η απάντηση που λαμβάναμε κάθε φορά, χωρίς όμως εξήγηση, ήταν μία και στερεότυπη, ότι υπήρχε απόφαση να μη μας παρασχεθεί η συγκεκριμένη διευκόλυνση, η οποία και θα δινόταν μόνο στα τηλεοπτικά κανάλια παγκύπριας εμβέλειας». Ανέφερε ότι παραπέμφθηκε στην ιδιωτική εταιρεία που διαχειριζόταν τη μετάδοση των αποτελεσμάτων και αποτάθηκε και στην Υπουργό Εσωτερικών, χωρίς να πάρει ποτέ συγκεκριμένη απάντηση. Ο κ. Παράσχος ανέφερε ότι στις πολυάριθμες επικοινωνίες του έπαιρνε στερεότυπες απαντήσεις «δεν γίνεται» χωρίς καμιά απάντηση στο ερώτημα γιατί και χωρίς μια λογική εξήγηση για την άρνηση παροχής διευκολύνσεων έγκαιρης ενημέρωσης. Καταλήγοντας ανέφερε ότι στόχος και πρόθεση του δημοσιεύματος ήταν να ψέξει τα κακώς κείμενα και να ασκήσει κριτική στη δημόσια διοίκηση και ότι σε καμία περίπτωση δεν υπήρχε πρόθεση να θιγεί το πρόσωπο ή η αξιοπρέπεια του κ. Δημητρίου ή, έστω, να αμφισβητηθεί η επάρκειά του. Περαιτέρω ανέφερε ότι το δημοσίευμα υπήρξε καλόπιστο, όπως καλόπιστη ήταν και η απόφαση της διεύθυνσης της εφημερίδας να το δημοσιεύσει. Επίσης, ο συντάκτης του σχολίου ανέφερε ότι σ’ αυτό καταγράφηκαν οι εντυπώσεις από τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίστηκε το αίτημα των διαδικτυακών εφημερίδων και αποτελούσαν προέκταση του τόπου με τον οποίο απορρίφθηκε το αίτημά τους. Η Επιτροπή θεωρεί ότι το δικαίωμα των δημοσιογράφων και των ΜΜΕ να ασκούν κρητική κατοχυρώνεται τόσο από το βασικό δικαίωμα της ελευθερίας έκφρασης, που αποτελεί βασική αρχή του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, όσο και το άρθρο 1 του Κώδικα, που ορίζει ότι τα ΜΜΕ «ενώ έχουν δικαίωμα να προβαίνουν σε αναλύσεις και να υποστηρίζουν συγκεκριμένες θέσεις, εν τούτοις θα πρέπει να καθιστούν σαφή τη διάκριση μεταξύ γεγονότος και ερμηνείας, σχολίου ή εικασίας». Επίσης θεωρεί ότι η σύγχρονη τάση είναι υπέρ της ελευθερίας έκφρασης ιδιαίτερα όσον αφορά σε πράξεις ή παραλείψεις της δημόσιας διοίκησης. Επομένως, η άσκηση κριτικής και η χρήση χαρακτηρισμών τόσο για την άρνηση του Βοηθού Εφόρου Εκλογής να παράσχει τις διευκόλυνσης που ζήτησαν οι ιστοσελίδες πληροφόρησης, όσο και για την άρνηση να δώσει μια αιτιολογημένη εξήγηση βρισκόταν εντός των δικαιωμάτων των δημοσιογράφων. Ο Κώδικας Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, στο άρθρο 3 ορίζει ότι «τα ΜΜΕ και οι λειτουργοί τους δεν προβαίνουν σε ανοίκειες προσωπικές επιθέσεις και υβριστικούς και προσβλητικούς χαρακτηρισμούς που διασύρουν την τιμή και υπόληψη», ενώ το άρθρο 11 προβλέπει πώς «ο χλευασμός, η διαπόμπευση και ο διασυρμός ατόμων ή ομάδων είναι ανεπίτρεπτος». Από την εξέταση του σχολίου της ιστοσελίδας της «Καθημερινής» η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το περιεχόμενό του δεν στρεφόταν εναντίον του προσώπου του κ. Δημητρίου, ώστε να συνιστά προσωπική επίθεση και χλευασμό, διαπόμπευση ή διασυρμό του, αλλά αποτελούσε κριτική της απόφασης και ενέργειάς του να αρνηθεί να παράσχει διευκολύνσεις άμεσης μετάδοσης των εκλογικών αποτελεσμάτων και κυρίως της παράλειψης να δώσει κάποια αιτιολογημένη εξήγηση για την άρνηση της διευκόλυνσης που ζητήθηκε , δεδομένου και του γεγονότος ότι σε προηγούμενες εκλογές είχαν δοθεί τέτοιες διευκολύνσεις. Η άποψη αυτή ενισχύεται από το γεγονός από την αναφορά στο σχόλιο ότι «δεν ήθελε να αντιληφθεί τις επεξηγήσεις», που θεωρείται ότι σημαίνει πως είχε μεν λόγους να αρνείται τη διευκόλυνση που ζητήθηκε, αλλά δεν ήθελε να τους αποκαλύψει. Ο διευθυντής της εφημερίδας περιέγραψε λεπτομερώς το τείχος άρνησης που συνάντησε στην προσπάθειά του να εξασφαλίσει την άμεση μετάδοση των εκλογικών αποτελεσμάτων ή να πάρει κάποια λογική εξήγηση για την άρνηση αυτή. Η Επιτροπή πιστεύει ότι οι σχέσεις των λειτουργών της δημόσιας διοίκησης και τον δημοσιογράφων θα πρέπει να διέπονται από πνεύμα συνεργασίας, αμοιβαίας κατανόησης και ειλικρίνειας, που θα πρέπει να εκδηλώνεται εμπράκτως. Στην προκειμένη περίπτωση η Επιτροπή θεωρεί ότι οι δημοσιογράφοι είχαν δικαίωμα σε μια, οποιαδήποτε εξήγηση για την άρνηση παροχής της διευκόλυνσης που ζήτησαν και περαιτέρω, ότι μπορούσαν να ασκήσουν κριτική για την άρνηση που συνάντησαν. Η Επιτροπή θεωρεί ότι ορισμένες εκφράσεις που χρησιμοποιήθηκαν ήταν αυστηρές και θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί, αλλά δεδομένου του γεγονότος ότι αναφέρονταν σε πράξεις του παραπονουμένου και όχι στον ίδιο προσωπικά, και δεδομένης της διαβεβαίωσης του Διευθυντή της «Καθημερινής» ότι δεν στρέφονταν εναντίον του προσώπου του κ. Δημητρίου και δεν συνιστούσαν αμφισβήτηση της επαγγελματικής του επάρκειας, δεν θεωρήθηκαν ως παραβίαση προνοιών του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
5/2013
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
26/02/2013
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (5/26/1/2013) από την εφημερίδα «Η Φωνή της Λεμεσού» ότι η εφημερίδα «Λεμεσός» υπέκλεψε είδησή της και τη δημοσίευσε χωρίς να αναφέρει την πηγή προέλευσης. Ειδικότερα, σύμφωνα με το παράπονο, η «Φωνή της Λεμεσού» δημοσίευσε στις 17 Φεβρουαρίου, 2013, είδηση για τα σχέδια διαπλάτυνσης και σύνδεσης της Λεωφόρου Ρούσβελτ στη Λεμεσό με το παραλιακό μέτωπο, την οποία η «Λεμεσός» δημοσίευσε αυτούσια στις 18 Φεβρουαρίου, 2013. Η είδηση δημοσιεύθηκε και στις ιστοσελίδες των δύο εφημερίδων. Η Επιτροπή διαπίστωσε, από την εξέταση των δημοσιευμάτων, ότι η είδηση που δημοσίευσε η «Λεμεσός», τόσο στην ιστοσελίδα όσο και στην έντυπη έκδοσή της, ήταν ακριβώς η ίδια με εκείνη της «Φωνής της Λεμεσού, περιλαμβανομένου και του τίτλου. Επίσης διαπίστωσε ότι στην έντυπη έκδοση η «Λεμεσός» ανέφερε, στο τέλος της είδησης, ως πηγή της τη «Φωνή της Λεμεσού» ενώ στη διαδικτυακή έκδοση δεν ανέφερε πηγή. Ο εκδότης της «Λεμεσού», παραθέτοντας στην επιτροπή της απόψεις του ανέφερε ότι η παράλειψη οφειλόταν σε αβλεψία, για την οποία και απολογήθηκε, δημοσιεύοντας τη σχετική απολογία στη διαδικτυακή έκδοση της εφημερίδας, στις 4 Φεβρουαρίου, 2013. Κατόπιν τούτου η Επιτροπή θεώρησε το θέμα ως διευθετηθέν, με τη σύσταση όπως τα ΜΜΕ και οι δημοσιογράφοι τηρούν τους κανόνες επιβαλλόμενης αβροφροσύνης και αναγνώρισης της εργασίας συναδέλφων τους οσάκις αναφέρονται σε ειδήσεις που έχουν δημοσιευθεί και την πρόνοια του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας που ορίζει ότι: «Εκεί που επιτρέπεται, η αναδημοσίευση από άλλη πηγή γίνεται με σεβασμό προς το συγγραφέα/δημιουργό ή τον ιδιοκτήτη. Τα Μ.Μ.Ε. και οι λειτουργοί των υποχρεούνται να αναφέρουν την προέλευση.»