*The older decisions of the CMEC - Committee of Media Ethics Cyprus are republished from the archive and no intervention has been made in their content.
*The older decisions of the CMEC - Committee of Media Ethics Cyprus are republished from the archive and no intervention has been made in their content.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
17/2014
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
06/08/2014
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΟΧΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (17/2/7/2014) από το Δημόσιο Κατήγορο Γιάννο Αργυρού ότι είδηση στην εφημερίδα «Πολίτης» στις 15/5/2014 δημοσιεύθηκε χωρίς διασταύρωση των πληροφοριών και χωρίς ο δημοσιογράφος να ζητήσει τις απόψεις του παραπονούμενου, κατά παράβαση των σχετικών προνοιών του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας. Το παράπονο διατυπώθηκε προς την Ενωση Συντακτών Κύπρου, η οποία με βάση την πάγια πρακτική, το διαβίβασε στην Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας ως το αρμόδιο όργανο για την εξέτασή του, δεδομένου ότι αφορούσαν σε σοβαρές κατηγορίες εναντίον ενός δημοσιογράφου και ενός έντυπου ΜΜΕ. Το παράπονο διατυπώθηκε σε σχέση με είδηση που έγραψε ο Μανώλης Καλατζής, σύμφωνα με την οποία ο παραπονούμενος, που είναι Δημόσιος Κατήγορος στη Λεμεσό, θεάθηκε να κυνηγά στους διαδρόμους των δικαστηρίων της πόλης αστυνομικό, για να του πάρει πίσω έγγραφο που ο αστυνομικός είχε αρπάξει από τα χέρια μιας κοπέλας αμέσως μετά που το υπέγραψε ο παραπονούμενος. Το έγγραφο, που έφερε την υπογραφή «Γιάννος Αργυρού, Δημόσιος Κατήγορος, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας», αποτελούσε βεβαίωση ότι η κοπέλα, που σπουδάζει στα ΙΕΚ Ελλάδας, «παρουσιάστηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού από ΧΧ/Χ/ΧΧ μέχρι ΧΧ/Χ/ΧΧ στην Υπόθεση ΧΧΧΧ/ΧΧ Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού». Η είδηση ανέφερε ότι ο αστυνομικός προέβη σε καταγγελία στην αστυνομία και κατέθεσε, στο πλαίσιο της ανακριτικής διαδικασίας, ότι απέσπασε το έγγραφο από την κοπέλα, ενώ της το έδινε ο παραπονούμενος, γιατί έκρινε πως ο δημόσιος κατήγορος το είχε συντάξει και υπογράψει χωρίς αρμοδιότητα και χρησιμοποιώντας ψευδή στοιχεία. Σύμφωνα πάντα με την είδηση, ο αστυνομικός βρισκόταν σε αστυνομική αίθουσα όπου γινόταν η συνεννόηση της κοπέλας με το δημόσιο κατήγορο, ο οποίος διάλεξε στην τύχη μια ποινική υπόθεση και βεβαίωσε πως η κοπέλα έδινε κατάθεση στο δικαστήριο για δύο σχεδόν μήνες, προκειμένου να δικαιολογηθεί η απουσία από τα μαθήματά της. Σύμφωνα πάντα με την είδηση, ο αστυνομικός φέρεται να διαπίστωσε την πιθανή διάπραξη ποινικών αδικημάτων από το δημόσιο κατήγορο και αφού πήρε το έγγραφο το παρουσίασε ως τεκμήριο σε καταγγελία που έκαμε στην Αστυνομία. Ο παραπονούμενος ανέφερε στο παράπονό του ότι ο δημοσιογράφος «ενεργώντας αντιεπαγγελματικά χωρίς να επιβεβαιώσει τις πηγές του και χωρίς να μπει καν στον κόπο να ζητήσει και την δική μου θέση ή άποψη όπως ως επαγγελματίας θα έπρεπε να πράξει, προέβηκε στη σύνταξη ψευδούς και προσβλητικού άρθρου» εναντίον του με σκοπό να δημιουργήσει εντυπώσεις λόγω της επαγγελματικής ιδιότητας του παραπονουμένου. Περαιτέρω διατύπωσε τον ισχυρισμό ότι ο δημοσιογράφος ενήργησε με τον τρόπο αυτό για «να πουλήσει η εφημερίδα στην οποία εργάζεται ακόμα λίγα μονόευρα αντίτυπα», πιστεύοντας ίσως «ότι θα πείσει τους προϊσταμένους/ιδιοκτήτες ότι «έβγαλε λαβράκι» και να λάβει «bonus και χωρίς την ίδια στιγμή να τον νοιάζει εάν κάποιος προσωπικά και επαγγελματικά μειώνεται άδικα από την «μολυσμένη» δουλειά που πλάσαρε στον κοινόν αναγνώστη, ειδικά εκείνον που αρέσκεται να τα βαφτίζει όλα ως ‘σκάνδαλα’». Επίσης κατηγόρησε τον δημοσιογράφο ότι δεν είχε «την στοιχειώδη ‘επαγγελματική τσίπα’ για να κάμει επαγγελματικά το έργο του λαμβάνοντας τις εκατέρωθεν θέσεις ή διασταυρώνοντας τις πληροφορίες του πριν προβεί σε δημοσίευση τους». Ο συντάκτης της είδησης Μανώλης Καλατζής στην απάντησή του έθεσε θέμα συμπεριφοράς του παραπονούμενου έναντι του, ιδιαίτερα όσον αφορά τις προαναφερθείσες φράσεις. Επί της ουσίας του παραπόνου, ότι δηλαδή έγραψε το ρεπορτάζ του «στηριζόμενος σε ψεύδη και αναλήθειες» ο κ. Καλατζής επισύναψε την κατάθεση του αστυνομικού που έκαμε την καταγγελία στην Αστυνομία, καθώς και το κείμενο βεβαίωσης που υπέγραψε ο παραπονούμενος, από τα οποία προκύπτει πως το ρεπορτάζ στηρίχθηκε στην κατάθεση του αστυνομικού και στο έγγραφο. Ως προς το παράπονο ότι ο συντάκτης της είδησης ενήργησε αντιεπαγγελματικά χωρίς σαν επιβεβαιώσει τις πηγές του και χωρίς να ζητήσει την άποψη του παραπονούμενου, ο κ. Καλατζής ανέφερε ότι προέβη σε εξακρίβωση της αυθεντικότητας της κατάθεσης του αστυνομικού και της βεβαίωσης που υπέγραψε ο παραπονούμενος, αλλά λόγω και του προχωρημένου της ώρας και επειδή δεν γνώριζε το τηλέφωνο του δεν μπόρεσε να επικοινωνήσει μαζί του προτού δημοσιεύσει την είδηση. Ανέφερε επίσης ότι την επόμενη ημέρα είχε τηλεφωνική επικοινωνία με τον κ. Αργυρού –γεγονός που ανέφερε και ο ίδιος στο παράπονό του- και ζήτησε τις απόψεις του επί του θέματος, ακόμη και γραπτώς, αλλά εκείνος αρνήθηκε και διατύπωσε απειλή για λήψη δικαστικών μέτρων εναντίον του. Η Επιτροπή, εξετάζοντας όλα τα ενώπιον της στοιχεία, αποφάσισε ότι τα γεγονότα εμπίπτουν στις κλασικές περιπτώσεις στις οποίες ο δημοσιογράφος οφείλει αφ’ ενός να διασταυρώσει την εγκυρότητα των πληροφοριών του και κατά το δυνατό με τα άμεσα ενδιαφερόμενα άτομα και αφ’ ετέρου να παράσχει στο θιγόμενο μέρος την ευκαιρία να αντικρούσει τους ισχυρισμούς, παραθέτοντας τις δικές του απόψεις, με βάση τις πρόνοιες του Κώδικα που ορίζουν ότι οι δημοσιογράφοι μεριμνούν ώστε να μη δημοσιεύονται ανακριβείς πληροφορίες και δίδουν την ευκαιρία «στην κατάλληλη περίπτωση» σε άτομα που έχουν υποστεί επίθεση να παραθέσουν τις απόψεις τους. Με βάση τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον της, η Επιτροπή έκρινε ότι ο δημοσιογράφος αφ’ ενός μερίμνησε για εξακρίβωση της αυθεντικότητας της κατάθεσης και της βεβαίωσης που είχε την κατοχή του και προσπάθησε να εξασφαλίσει τις θέσεις του παραπονούμενου στην πρώτη ευκαιρία που είχε για επαφή μαζί του προκειμένου να τις δημοσιεύσει. Ο παραπονούμενος είχε την ευκαιρία να παραθέσει τις απόψεις του, έστω και την επομένη του δημοσιεύματος, αλλά αρνήθηκε να το πράξει και προέβη σε διατύπωση απειλών για λήψη μέτρων εναντίον του δημοσιογράφου Με βάση τα ανωτέρω, η Επιτροπή απέρριψε το παράπονο, θεωρώντας ότι ο δημοσιογράφος ενήργησε στο πλαίσιο της επαγγελματικής δεοντολογίας. Περαιτέρω η Επιτροπή εξέφρασε την αποδοκιμασία της για ανοίκειες αναφορές του παραπονούμενου εναντίον του δημοσιογράφου στο κείμενο του παραπόνου του, θεωρώντας ανεπίτρεπτη την πρακτική της διατύπωσης γενικόλογων και αστήρικτων από γεγονότα αφοριστικών ισχυρισμών εναντίον λειτουργών των ΜΜΕ.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
16/2016
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
06/08/2014
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ,ΟΧΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε σε συνδυασμό δύο παράπονα (16/2/7/2014 και 18/7/7/2014) από την Διευθύντρια (τέως) του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης κ. Αννυ Σιακαλλή για δημοσιεύματα στην εφημερίδα «Πολίτης» με την υπογραφή του Γιάννη Νεάρχου, για έλλειψη δέουσας έρευνας και αντικειμενικότητας εκ μέρους του δημοσιογράφου και της εφημερίδας. Το παράπονο 16/2/7/2014 αναφερόταν δημοσίευμα στην έκδοση της εφημερίδας ημερομηνίας 29/6/2014 κάτω από τον τίτλο «Αυθαιρεσίες Σιακαλλή με κόστος» το οποίο παρέθετε εννιά ακυρωτικές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου για πράξεις του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης που αφορούσαν σε υποθέσεις αλλοδαπών. Χαρακτηρίζοντας τις ακυρωθείσες πράξεις «αυθαίρετες», ο δημοσιογράφος ανέφερε πως είχαν σημαντικό κόστος για τα δημόσια ταμεία, δεδομένου ότι με την ακύρωσή τους επιδικάστηκαν δικαστικά έξοδα 1.500 ευρώ σε βάρος της Δημοκρατίας για κάθε μια υπόθεση, τα οποία βαρύνουν τους φορολογούμενους. Λεπτομέρειες του παραπόνου αναφέρονταν σε επιστολή της κ. Σιακαλλή προς την εφημερίδα, που δημοσιεύθηκε και σχολιάστηκε από το συντάκτη της είδησης. Η κ. Σιακαλλή ανέφερε ότι υπήρχαν και άλλες ακυρωτικές αποφάσεις του δικαστηρίου πλην εκείνων που δημοσίευσε η εφημερίδα, αλλά «και χιλιάδες αποφάσεις, πάντα σε σχέση με αλλοδαπούς, οι οποίες δικαιώνουν τη Διοίκηση», για τις οποίες επιδικάστηκαν στο κράτος έξοδα που συμποσούνται σε πάνω από μισό εκατομμύριο ευρώ. Επίσης ανέφερε ότι το κράτος καλείται να διαγράψει ποσό 686.000 ευρώ από επιδικασθέντα δικαστικά έξοδα εναντίον αλλοδαπών που μέχρι τις αρχές του 2013 δεν μπορούσαν να εισπραχθούν. Η παραπονούμενη ανέφερε ότι στόχος του άρθρου ήταν να πλήξει το επαγγελματικό της κύρος. Ο Γιάννης Νεάρχου ανέφερε ότι η δημοσίευση των αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου καλυπτόταν από «απόλυτο προνόμιο» ως σχετιζόμενη με δικαστικές αποφάσεις και ότι ο σχολιασμός τους αποτελούσε άσκηση του δικαιώματος της ελευθερίας του λόγου που κατοχυρώθηκε μέσα από δικαστικές αποφάσεις και «αποτελεί τη λυδία λίθο της σύγχρονης δημοκρατικής πολιτείας και… χωρίς ελευθερία του τύπου δεν μπορεί να υπάρξει πραγματική δημοκρατία». Εξ άλλου, ανέφερε πως η κ. Σιακαλλή, ως δημόσιο πρόσωπο που ασκεί κρατική εξουσία, υπόκειται σε κριτική, με το πεδίο σχολιασμού να είναι ιδιαίτερα ευρύ και επικαλέστηκε και πάλι δικαστικές αποφάσεις προς υποστήριξη της θέσης του. Το παράπονο 18/7/7/2014 αναφερόταν σε σχόλια που έγραψαν ο Γιάννης Νεάρχου επί της απαντητικής επιστολής της κ. Σιακαλλή, και ο Κώστας Κωνσταντίνου στη στήλη «Κατά Βαρβάρων" επί είδησης στην εφημερίδα σχετικά με φερόμενη άρνηση της κ. Σιακαλλή να εγγράψει νεογέννητο του οποίου ο πατέρας είναι Κύπριος και ζει στο Κατάρ ως Κύπριο υπήκοο και να το εντάξει στην Ελληνοκυπριακή κοινότητα, στην οποία ήταν ενταγμένη η οικογένειά του εδώ και 50 χρόνια, με το αιτιολογικό ότι τότε είχε γίνει λάθος. Στον απαντητικό σχολιασμό του, ο κ. Νεάρχου ανέφερε ότι ανεξάρτητα από ενδεχόμενη ύπαρξη χιλιάδων επικυρωτικών αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, έστω και μια ακυρωτική απόφαση σημαίνει ότι η λανθασμένη κρίση έχει επηρεάσει ζωές, γεγονός που δεν μπορεί να αποτιμηθεί με αριθμητικά δεδομένα. Οσον αφορά στο παράπονο για έλλειψη δέουσας έρευνας ανέφερε ότι επρόκειτο για σχολιασμό αποφάσεων του δικαστηρίου που έκριναν αυθαιρεσίες της παραπονούμενης. Ο Κώστας Κωνσταντίνου, γράφοντας στην στήλη του «Κατά Βαρβάρων», επέκρινε τον Υπουργό Εσωτερικών και τους προκατόχους γιατί «ανέχονται τα όσα κάνει η κυρία Σιακαλλή, φέρνοντας το κράτος σε πολύ δύσκολη θέση» και παρέθετε παραδείγματα, αναφέροντας συγκεκριμένα: «Από τον αλήστου μνήμης εκείνο συναγερμό για την υποτιθέμενη απόπειρα βιασμού της από αλλοδαπό, μέχρι την απέλαση ανθρώπων παντρεμένων με Κύπριες για ψύλλου πήδημα…» «Κι άμα είναι να το πάμε… ιστορικά το πράγμα, τότε γιατί να μείνουμε μόνο στο 1948, κυρία Σιακαλλή μου; Να το πάμε και πιο πίσω. Στην εποχή των Σαρακηνών πειρατών, λ.χ. από τους οποίους κάποιοι ολοφάνερα έλκουν την καταγωγή τους, όπως φωνάζουν το χρώμα και τα χαρακτηριστικά τους. Τι να κάνουμε; Να τους αφαιρέσουμε την υπηκοότητα και να τους στείλουμε πίσω στο Σινά; Κάτι μου λέει πως δεν θα θέλατε…! Οσον αφορά στη φράση περί απόπειρας βιασμού, η κ. Σιακαλλή ανέφερε ότι αποτελεί κατασκεύασμα του δημοσιογράφου, γιατί στην καταγγελία της στην Αστυνομία για επίθεση εναντίον της στις 5 Αυγούστου, 2012, «καμία αναφορά είτε στην καταγγελία μου είτε στα τότε δημοσιεύματα δεν έγινε για απόπειρα βιασμού». Εξ άλλου, σε επιστολή της που στάληκε και δημοσιεύθηκε στον «Πολίτη» και αναφερόταν τόσο στο δημοσίευμα για την εγγραφή του παιδιού όσο και στα σχόλια των Γιάννη Νεάρχου και Κώστα Κωνσταντίνου, ανέφερε πως τα σχόλια του τελευταίου εμπεριείχαν ρατσιστικές αναφορές. Οσον αφορά στα σχόλια του Κώστα Κωνσταντίνου, η εφημερίδα απάντησε ότι στη στήλη του ασχολείται με θέματα της επικαιρότητας που είναι δημοσίου ενδιαφέροντος και παρέθεσε αποσπάσματα δικαστικών αποφάσεων υπέρ του δικαιώματος της ελευθερίας έκφρασης ακόμα και όταν εκφράζονται επιθετικές απόψεις, ιδιαίτερα για άτομα που κατέχουν δημόσιες θέσεις. Η Επιτροπή εξέτασε τα δύο συνδεόμενα παράπονα υπό το πρίσμα τριών ουσιωδών προνοιών του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας που αναφέρονται στο δικαίωμα της ελευθερίας έκφρασης, στη διασταύρωση των πληροφοριών για εξακρίβωση της εγκυρότητάς τους και στην παροχή του δικαιώματος απάντησης σε πρόσωπα που θίγονται, ώστε η πληροφόρηση που παρέχουν τα ΜΜΕ και οι δημοσιογράφοι να συνάδει με την πρόνοια περί παροχής πλήρους, αντικειμενικής και ολοκληρωμένης ενημέρωσης στο κοινό. Η Επιτροπή, έχοντας ως βασική αποστολή της την προστασία του δικαιώματος έκφρασης από τους δημοσιογράφους και τα ΜΜΕ δεν αμφισβητεί με κανένα τρόπο την άσκησή του, αλλά επισημαίνει πως το δικαίωμα αυτό συνοδεύεται από το σεβασμό του αντίστοιχου δικαιώματος της ελευθερίας έκφρασης και του θιγομένου προσώπου. Το δικαίωμα του σχολιασμού θεμάτων δημοσίου ενδιαφέροντος αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της αποστολής των δημοσιογράφων, υπό την προϋπόθεση ότι ο σχολιασμός γίνεται επί πραγματικών και αποδεδειγμένων γεγονότων, που αποτελεί ένδειξη ή απόδειξη για το δεύτερο προαπαιτούμενο, την ύπαρξη καλής πίστης. Η Επιτροπή έχει αποφασίσει επανειλημμένα σε προηγούμενες υποθέσεις ότι αποτελεί υποχρέωση των δημοσιογράφων και των ΜΜΕ να διασταυρώνουν τα γεγονότα και να παρέχουν στην «κατάλληλη περίπτωση» σε άτομα που δέχονται κριτική για πράξεις ή παραλείψεις τους να δώσουν τη δική τους εκδοχή για γεγονότα των οποίων γίνεται επίκληση και αποτελούν του υπόβαθρο της επίκρισης και να παραθέσουν την απάντηση και τις θέσεις τους για ταυτόχρονη δημοσίευση. Στην περίπτωση της δημοσίευσης των αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου από το Γιάννη Νέαρχου και του σχολιασμού της σημασίας τους η Επιτροπή αποφάσισε ότι δεν υπήρχε καν θέμα δικαιώματος δημοσίευσης των αποφάσεων. Ο δημοσιογράφος είχε κάθε δικαίωμα να δημοσιεύσει τις αποφάσεις και να τις σχολιάσει κατά την κρίση του. Όμως, η Επιτροπή έκρινε ότι υπήρξε παράλειψη παροχής της ευκαιρίας να δημοσιευθεί και η εκδοχή της παραπονούμενης για τα γεγονότα ταυτόχρονα με το δημοσίευμα. Επίσης θεώρησε ότι η αρχή της αντικειμενικής και ολοκληρωμένης ενημέρωσης απαιτούσε να υπάρξει διευκρίνιση ότι οι εννέα αποφάσεις ήταν μερικές μόνο από εκείνες που αφορούσαν σε αλλοδαπούς και ότι κάποιες άλλες δικαίωναν τη διοίκηση. Οσον αφορά τα σχόλια του Κώστα Κωνσταντίνου, η Επιτροπή σημείωσε πως δεν αμφισβητήθηκε από την εφημερίδα ο ισχυρισμός της παραπονούμενης ότι το σημείο περί καταγγελίας της για απόπειρα βιασμού συνιστούσε ανακρίβεια, αλλά δικαιολογήθηκε μόνο στη βάση του δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης και της άσκησης κριτικής για πράξεις ή παραλείψεις δημοσίων προσώπων. Τα δύο δικαιώματα δεν αμφισβητούνται αλλά η Επιτροπή επισημαίνει ότι η άσκηση κριτικής στην προκειμένη περίπτωση έγινε επί γεγονότων των οποίων η ακρίβεια δεν αποδείχθηκε. (ΣΗΜ: Σε κείμενό του που δημοσιεύθηκε μετά τη δημοσιοποίηση της απόφασης, ο Κώστας Κωνσταντίνου παραδέχθηκε την ανακρίβεια σε σχέση με την καταγγελία της κ. Σιακαλλή και απέσυρε τον ισχυρισμό του). Ως προς την αναφορά σε απογόνους Σαρακηνών η Επιτροπή διαπίστωσε ότι δεν τέθηκαν ενώπιον της στοιχεία που να υποστηρίζουν ότι αφορούσε στην παραπονούμενη ή σε συγκεκριμένο πρόσωπο και συνεπώς δεν θεώρησε ότι μπορούσε να εκληφθεί ως ρατσιστική αναφορά ή δυσμενής διάκριση με βάση το προσωπικό καθεστώς οποιουδήποτε συγκεκριμένου ατόμου. Το παράπονο της κ. Σιακαλλή σχολίασε και ο συντάκτης της είδησης για το θέμα της εγγραφής του παιδιού Μανώλης Καλατζής, ο οποίος ανέφερε ότι όλα τα στοιχεία λήφθηκαν από έκθεση της Επιτρόπου Διοικήσεως. Η Επιτροπή σημείωσε ότι η έκθεση αυτή περιέχει τη θέση ενός ανεξάρτητου αξιωματούχου, αλλά δεν αποτελεί δεδικασμένο και συνεπώς θα έπρεπε, με βάση τις πρόνοιες του Κώδικα περί διασταύρωσης των πληροφοριών και παροχής του δικαιώματος απάντησης «στην κατάλληλη περίπτωση» να είχε τεθεί ενώπιον της κ. Σιακαλλή για να δώσει την εκδοχή της για τα αναφερόμενα γεγονότα και να αιτιολογήσει τις ενέργειές της. Ωστόσο η Επιτροπή σημείωσε ότι και στις δύο περιπτώσεις, δηλαδή του δημοσιεύματος του κ. Νέαρχου και του κ. Καλατζή η εφημερίδα δημοσίευσε τις επιστολές της κ. Σιακαλλή μέσα σε σχετικά σύντομο διάστημα μετά τα δημοσιεύματα, γεγονός που θεραπεύει σε σημαντικό βαθμό την παράλειψη. Με την ευκαιρία αυτή, η Επιτροπή θεώρησε σκόπιμο να υποδείξει ότι στις περιπτώσεις άσκησης κριτικής, η πιο πρόσφορη μέθοδος αντίδρασης είναι η άσκηση του δικαιώματος απάντησης. Ως προς τον σχολιασμό των αναφορών της κ. Σιακαλλή στην επιστολή της από τον κ. Νεάρχου, η Επιτροπή αποφάσισε ότι αυτός εμπίπτει στο δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης και της άσκησης κριτικής για πράξεις ή παραλείψεις δημοσίων προσώπων και κρατικών αξιωματούχων και συνεπώς δεν συνιστά παραβίαση προνοιών του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
19/2014
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
06/08/2014
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΟΧΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (19/11/7/2014) παράπονο από το ΡΙΚ για δημοσιεύματα στο Φιλελεύθερο σχετικά με την απόφαση του Ιδρύματος να πάρει μέρος στο διαγωνισμό Junior Eurovision στη Μάλτα ύστερα από προηγούμενη απόφαση για αποχή από το θεσμό. Τα επίμαχα σχόλια δημοσιεύθηκαν στη στήλη «Αναφανδόν» του Λουκά Πάρπα, ο οποίος στις 7 Ιουλίου, 2014, επέκρινε το Δ.Σ. του ΡΙΚ γιατί αποφάσισε συμμετοχή του ΡΙΚ στο διαγωνισμό «με γνώμονα τις θετικές αλλαγές στους κανονισμούς του εν λόγω διαγωνισμού, χωρίς να αναφέρει ποιες ήταν αυτές». Επίσης διατύπωνε διαφωνία με τη θέση ότι η συμμετοχή αποφασίστηκε και για το λόγο ότι η Κύπρος έχει φιλικές σχέσεις με τη Μάλτα που διοργανώνει το διαγωνισμό και για στήριξη μικρών κρατών στην προσπάθειά τους να διοργανώνουν διαγωνισμούς αυτού του βεληνεκούς. Την επομένη, 8 Ιουλίου, 2014, ο κ. Πάρπας επανήλθε με σχόλιο στο οποίο ανέφερε: «Ο κύριος λόγος αποχώρησης του ΡΙΚ από το διαγωνισμό Junior Eurovision, επί προεδρίας Μάκη Συμεού, ήταν οι αντιδράσεις των τηλεθεατών αλλά και των παιδοψυχολόγων, τόσο σε Κύπρο όσο και στην Ευρώπη γενικότερα, επειδή η συγκεκριμένη παραγωγή, λόγω της υπερβολικής προβολής που πρόσφερε στα παιδιά που συμμετείχαν σε αυτή, τα οδηγούσε «βίαια» στον κόσμο των ενηλίκων και του σκληρού -ακόμη και για ενήλικες- λεγόμενου «σταρ σίστεμ» με αποτέλεσμα να τους δημιουργεί πρόβλημα στην ομαλή ενηλικίωσή τους». Ο κ. Πάρπας συμπλήρωσε την κριτική του αναφέροντας ότι «τα ταξιδιάρικα του Ιδρύματος κατάφεραν να εξασφαλίσουν το ΟΚ του Προέδρου και των λοιπών μελών του Ιδρύματος με αποτέλεσμα να ετοιμάζονται για ταξιδάκι». Στις 10 Ιουλίου, 2014 έγραψε νέο σχόλιο, χαρακτηρίζοντας προκλητική την απόφαση του ΡΙΚ, «με εμφανή στόχο «δωρεάν ταξιδάκια» και «τζάμπα διακοπές». Το ΡΙΚ, με επιστολή του Αν. Γενικού Διευθυντή Γρηγόρη Μαλιώτη, ανέφερε πως ο συντάκτης των σχολίων «ασχολείται εργολαβικά με τη συμμετοχή της Δημόσιας Ραδιοτηλεόρασης του τόπου σε ένα πανευρωπαϊκό διαγωνισμό μουσικής για παιδιά, ωσάν το ΡΙΚ να διέπραξε μέγα ολίσθημα». Περαιτέρω διατύπωσε παράπονο ότι δημοσιεύθηκαν υπονοούμενα εναντίον υπαλλήλων του ΡΙΚ, «οι οποίοι ουδέν προσωπικό όφελος έχουν, γεγονός που αποδεικνύεται από την πολύχρονη εμπειρία τους σε διεθνείς διαγωνισμούς για την εκπροσώπηση της Κύπρου». Τέλος ανέφερε ότι η συμμετοχή του ΡΙΚ θα είχε σχεδόν μηδενικό κόστος και διατύπωσε τη θέση ότι η στάση του κ. Πάρπα «όπως διαμορφώνεται μέσα από τα καθημερινά και συνεχή σχόλια του, υποδηλώνει κακεντρέχεια». Ο «Φιλελεύθερος» απέρριψε τις θέσεις του ΡΙΚ και τόνισε ότι τα σχόλια για την απόφαση του Ιδρύματος να επανέλθει στο διαγωνισμό Junior Eurovision αποτελούσε άσκηση του δικαιώματος της έκφρασης άποψης επί ενός θέματος δημοσίου ενδιαφέροντος το οποίο δεν είχε σκοπό να απεμπολήσει με κανένα τρόπο. Επίσης ανέφερε ότι οι λόγοι που επικαλέστηκε το ΡΙΚ για επάνοδο στο διαγωνισμό δεν ήταν πειστικοί και ότι τα σχόλια δεν φωτογράφιζαν συγκεκριμένα άτομα από τις πολλές εκατοντάδες που εργάζονται στο ΡΙΚ αλλά αναφέρονταν αορίστως σε «υπηρεσιακούς». Περαιτέρω απέρριψε την κατηγορία για κακεντρέχεια από μέρους του συντάκτη των σχολίων και ζήτησε απόσυρσή της. Η Επιτροπή αποφάσισε ότι τα δημοσιεύματα, παρά το γεγονός ότι περιείχαν σχόλια που ενδεχομένως να εγείρουν υπόνοιες για τα κίνητρα υπαλλήλων του ΡΙΚ ως προς την απόφαση για συμμετοχή στο διαγωνισμό, αποτελούν έκφραση γνώμης, που καλύπτεται από το δικαίωμα της ελευθερίας της έκφραση και κατοχυρώνεται τόσο από ειδική πρόνοια του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, όσο και συνταγματικά και από επανειλημμένες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το οποίο υπέδειξε ότι το δικαίωμα αυτό είναι ευρύτατο και καλύπτει ακόμη και απόψεις που «ενοχλούν, προσβάλλουν ή σοκάρουν». Εξ άλλου, τα σχόλια, ακόμη και αν ήταν δυνατό να θεωρηθούν ως συνιστώντα προσωπική επίθεση, με βάση τις σχετικές πρόνοιες του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, δεν αναφέρονται σε συγκεκριμένα άτομα, τα οποία και μόνο θα μπορούσαν να υποβάλουν παράπονο, δεδομένου ότι το δικαίωμα υποβολής παραπόνου για παραβάσεις του τύπου αυτού είναι προσωποπαγές και δύναται να ασκηθεί μόνο από τα αμέσως επηρεαζόμενα άτομα, ή από άτομα που εκ του νόμου είναι υπεύθυνα γι’ αυτά. Υπό το φως των ανωτέρω η Επιτροπή αποφάσισε ότι δεν μπορούσε να αποδεχθεί το παράπονο του ΡΙΚ. Παράλληλα, η Επιτροπή θεώρησε σκόπιμο να υποδείξει ότι η πιο πρόσφορη θεραπεία σε ανάλογες περιπτώσεις άσκησης κριτικής από τα ΜΜΕ είναι η άσκηση του δικαιώματος απάντησης με βάση την πρόνοια περί παροχής του δικαιώματος απάντησης στους άμεσα επηρεαζομένους.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
21/2014
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
06/08/2014
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΟΧΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (21/7/2014) από τη Διευθύντρια Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας για δημοσίευμα στην εφημερίδα «Πολίτης» που αναφερόταν στην πατρότητα παιδιού ηλικίας 5 ετών. Η εφημερίδα ανέφερε στο δημοσίευμά της στις 23/6/2014, ότι πατέρας του παιδιού, του οποίου η μητέρα βρέθηκε νεκρή σε σπίτι-σκουπιδότοπο σε παραλιακή πόλη, διαπιστώθηκε ύστερα από εξέταση γενετικού υλικού, ότι ήταν επιχειρηματίας-εστιάτορας στην ίδια πόλη. Σύμφωνα με το παράπονο «τέτοια δημοσιεύματα αντίκεινται προς το συμφέρον του παιδιού αφού παραβιάζουν την αξιοπρέπεια και την ιδιωτική του ζωή ενώ το εκθέτουν εκ νέου δημόσια θέτοντας ξανά σε κίνδυνο τη ψυχοκοινωνική του κατάσταση». Ο συντάκτης της είδησης Μανώλης Καλατζής ανέφερε στην απάντησή του ότι τον εξέπληξε το γεγονός πως η κ. Κούλουμου ευαισθητοποιήθηκε για την προστασία των προσωπικών δεδομένων του παιδιού, μόλις τον Ιούνιο του 2014 και μόνο με αφορμή το δημοσίευμα του στην εφημερίδα «Πολίτης». Όπως ανέφερε, πολλά στοιχεία του παιδιού τα αποκάλυψαν σχεδόν όλα τα άλλα ΜΜΕ, χωρίς καμία αντίδραση εκ μέρους της κ. Κούλουμου και ο ίδιος έκαμε αναφορά σ’ αυτά μόνο όταν είχαν πλέον δημοσιοποιηθεί από διάφορα άλλα ΜΜΕ και μάλιστα κάποια από αυτά είχαν αφεθεί να διαρρεύσουν από τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας. Ο κ. Καλαταζής παρέθεσε συγκεκριμένα παραδείγματα ΜΜΕ που σε ρεπορτάζ τους πριν και μετά το θάνατο της μητέρας είχαν αποκαλύψει προσωπικά στοιχεία για το παιδί, μεταξύ των οποίων την περιοχή που έμενε και το όνομά του, πέντε μήνες πριν από το δικό του ρεπορτάζ. Ο κ. Καλατζής υποστήριξε ότι η καταγγελία εναντίον του ιδίου και της εφημερίδας έγινε γιατί άσκησαν έντονη κριτική για τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας για τον χειρισμό της υπόθεσης πριν η μητέρα του παιδιού βρεθεί νεκρή μέσα στα σκουπίδια και πριν το πεντάχρονο παιδί της μείνει ορφανό. Η Επιτροπή αντιπαρήλθε τον τελευταίο ισχυρισμό του κ. Καλατζή γιατί αφενός απέδιδε αλλότρια κίνητρα για το παράπονο και επίσης γιατί είναι εκτός της δικαιοδοσίας της να κρίνει πράξεις ή παραλείψεις οργάνων της δημόσιας διοίκησης και επικεντρώθηκε στην ουσία της υπόθεσης που είναι η αποκάλυψη στοιχείων που αφορούσαν στο παιδί, και κυρίωςτο όνομά του και στις συνθήκες μέσα στις οποίες ζούσε. Επί του σημείου αυτού η Επιτροπή εξέφρασε απαρέσκεια για το γενικότερο χειρισμό από πλειάδα ΜΜΕ του θέματος του παιδιού και την αποκάλυψη προσωπικών του δεδομένων και των συνθηκών διαβίωσής του, γιατί δεν υπήρχε κανένας λόγος και καμιά δικαιολογία για την αποκάλυψη τους, έστω και αν έμεινε ορφανό κάτω από τραγικές συνθήκες που προκάλεσαν το δημόσιο ενδιαφέρον. Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο θα έπρεπε τα ΜΜΕ να φροντίσουν να το προστατεύσουν και όχι να το εκθέσουν παραβιάζοντας τα δικαιώματά του που απορρέουν από τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Παιδί. Η Επιτροπή θεωρεί χρήσιμο να επαναλάβει τις θέσεις που διατύπωσε σε προηγούμενες περιπτώσεις παραπόνων για αναφορές στην ταυτότητα και στις συνθήκες διαβίωσης παιδιών ότι ακόμη και αν οι προθέσεις είναι αγαθές, τα ΜΜΕ ενημέρωσης οφείλουν να σέβονται τις πρόνοιες της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Παιδί και να αποφεύγουν επιμελώς να δημοσιεύουν προσωπικά τους δεδομένα, ακόμη και αν έχουν τη συγκατάθεση εκείνων που είναι επιφορτισμένοι με τη μέριμνά τους, έχοντας υπόψη ότι το υπέρτατο κριτήριο είναι το συμφέρον του παιδιού. Το όνομα, η πατρότητα, η οικογενειακή κατάσταση και οι συνθήκες διαβίωσης ενός παιδιού είναι μεταξύ των προσωπικών στοιχείων των οποίων η αποκάλυψη συνιστά παρέμβαση στην ιδιωτική του ζωή, η οποία ρητά απαγορεύεται από το άρθρο 16 της Σύμβασης. Οσον αφορά στο συγκεκριμένο παράπονο, η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι το ρεπορτάζ αφορούσε σε ένα θέμα που προκάλεσε έντονη δημόσια συζήτηση και βρισκόταν στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος της κοινής γνώμης. Το γεγονός αυτό όμως δεν θα έπρεπε να είχε αποτελέσει λόγο για να αγνοηθούν τα δικαιώματα και το συμφέρον του παιδιού ή να παραβιασθούν πρόνοιες του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας και της Σύμβασης για το Παιδί. Αντίθετα, θα έπρεπε να είχε ληφθεί υπόψη κατά πρώτο λόγο το δικαίωμά του στην ιδιωτική ζωή και στη διαφύλαξη της προσωπικότητάς του από προσβολές. Αυτό απαιτούσε να μην αναφερθούν, σε καμιά περίπτωση και κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, το όνομά του και άλλα προσωπικά του στοιχεία που αφορούσαν στη διαβίωση και ευημερία του, περιλαμβανομένης και της πατρότητας του. Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι πολλά ΜΜΕ και για μεγάλο χρονικό διάστημα υπήρξαν πολλές παρεμβάσεις και προσβολές της ιδιωτικής ζωής του συγκεκριμένου παιδιού, χωρίς να υπάρξει καμιά παρέμβαση για την προστασία του, η Επιτροπή κατέληξε στην απόφαση ότι το επίμαχο ρεπορτάζ δεν θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο εξέτασης. Από τη μια γιατί όλα τα στοιχεία που αφορούσαν στην ιδιωτική ζωή του παιδιού είχαν αποκαλυφθεί προ πολλού και επανειλημμένα και από την άλλη γιατί θα αποτελούσε δυσμενή μεταχείριση ενός δημοσιογράφου και μιας εφημερίδας έναντι πολλών άλλων δημοσιογράφων και ΜΜΕ, που είχαν παραβιάσει τα δικαιώματα του παιδιού. Η Επιτροπή θα πρέπει να διευκρινίσει ότι δεν ασχολήθηκε αυτεπάγγελτα με συγκεκριμένες παραβιάσεις από δημοσιογράφους και ΜΜΕ στην υπόθεση αυτή γιατί ρητά κωλύεται από πρόνοιες του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας να εξετάζει με δική της πρωτοβουλία υποθέσεις, εκτός σε εξαιρετικές περιπτώσεις που συνιστούν σοβαρή πρόκληση για την κοινωνία. Επίσης κωλυόταν να επιληφθεί των περιπτώσεων που τέθηκαν ενώπιον της από τους καθ’ ων το παράπονο αφ’ ενός γιατί και στην περίπτωση αυτή ήταν επιλεκτικές και αφ΄ετέρου λόγω παρόδου της προθεσμίας εντός της οποίας ο Κώδικας ορίζει ότι μπορούν να υποβληθούν παράπονα. Η Επιτροπή θα ήθελε να επισύρει για άλλη μια φορά την προσοχή των δημοσιογράφων και των ΜΜΕ στην υποχρέωσή τους να επιδεικνύουν σεβασμό στα δικαιώματα του Παιδιού και να τηρούν σχολιαστικά της πρόνοιες της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Παιδί, οσάκις για οποιοδήποτε λόγο ασχολούνται με θέματα που το αφορούν.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
18/2014
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
06/08/2014
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΟΧΙ,ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε σε συνδυασμό δύο παράπονα (16/2/7/2014 και 18/7/7/2014) από την Διευθύντρια (τέως) του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης κ. Αννυ Σιακαλλή για δημοσιεύματα στην εφημερίδα «Πολίτης» με την υπογραφή του Γιάννη Νεάρχου, για έλλειψη δέουσας έρευνας και αντικειμενικότητας εκ μέρους του δημοσιογράφου και της εφημερίδας. Το παράπονο 16/2/7/2014 αναφερόταν δημοσίευμα στην έκδοση της εφημερίδας ημερομηνίας 29/6/2014 κάτω από τον τίτλο «Αυθαιρεσίες Σιακαλλή με κόστος» το οποίο παρέθετε εννιά ακυρωτικές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου για πράξεις του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης που αφορούσαν σε υποθέσεις αλλοδαπών. Χαρακτηρίζοντας τις ακυρωθείσες πράξεις «αυθαίρετες», ο δημοσιογράφος ανέφερε πως είχαν σημαντικό κόστος για τα δημόσια ταμεία, δεδομένου ότι με την ακύρωσή τους επιδικάστηκαν δικαστικά έξοδα 1.500 ευρώ σε βάρος της Δημοκρατίας για κάθε μια υπόθεση, τα οποία βαρύνουν τους φορολογούμενους. Λεπτομέρειες του παραπόνου αναφέρονταν σε επιστολή της κ. Σιακαλλή προς την εφημερίδα, που δημοσιεύθηκε και σχολιάστηκε από το συντάκτη της είδησης. Η κ. Σιακαλλή ανέφερε ότι υπήρχαν και άλλες ακυρωτικές αποφάσεις του δικαστηρίου πλην εκείνων που δημοσίευσε η εφημερίδα, αλλά «και χιλιάδες αποφάσεις, πάντα σε σχέση με αλλοδαπούς, οι οποίες δικαιώνουν τη Διοίκηση», για τις οποίες επιδικάστηκαν στο κράτος έξοδα που συμποσούνται σε πάνω από μισό εκατομμύριο ευρώ. Επίσης ανέφερε ότι το κράτος καλείται να διαγράψει ποσό 686.000 ευρώ από επιδικασθέντα δικαστικά έξοδα εναντίον αλλοδαπών που μέχρι τις αρχές του 2013 δεν μπορούσαν να εισπραχθούν. Η παραπονούμενη ανέφερε ότι στόχος του άρθρου ήταν να πλήξει το επαγγελματικό της κύρος. Ο Γιάννης Νεάρχου ανέφερε ότι η δημοσίευση των αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου καλυπτόταν από «απόλυτο προνόμιο» ως σχετιζόμενη με δικαστικές αποφάσεις και ότι ο σχολιασμός τους αποτελούσε άσκηση του δικαιώματος της ελευθερίας του λόγου που κατοχυρώθηκε μέσα από δικαστικές αποφάσεις και «αποτελεί τη λυδία λίθο της σύγχρονης δημοκρατικής πολιτείας και… χωρίς ελευθερία του τύπου δεν μπορεί να υπάρξει πραγματική δημοκρατία». Εξ άλλου, ανέφερε πως η κ. Σιακαλλή, ως δημόσιο πρόσωπο που ασκεί κρατική εξουσία, υπόκειται σε κριτική, με το πεδίο σχολιασμού να είναι ιδιαίτερα ευρύ και επικαλέστηκε και πάλι δικαστικές αποφάσεις προς υποστήριξη της θέσης του. Το παράπονο 18/7/7/2014 αναφερόταν σε σχόλια που έγραψαν ο Γιάννης Νεάρχου επί της απαντητικής επιστολής της κ. Σιακαλλή, και ο Κώστας Κωνσταντίνου στη στήλη «Κατά Βαρβάρων" επί είδησης στην εφημερίδα σχετικά με φερόμενη άρνηση της κ. Σιακαλλή να εγγράψει νεογέννητο του οποίου ο πατέρας είναι Κύπριος και ζει στο Κατάρ ως Κύπριο υπήκοο και να το εντάξει στην Ελληνοκυπριακή κοινότητα, στην οποία ήταν ενταγμένη η οικογένειά του εδώ και 50 χρόνια, με το αιτιολογικό ότι τότε είχε γίνει λάθος. Στον απαντητικό σχολιασμό του, ο κ. Νεάρχου ανέφερε ότι ανεξάρτητα από ενδεχόμενη ύπαρξη χιλιάδων επικυρωτικών αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, έστω και μια ακυρωτική απόφαση σημαίνει ότι η λανθασμένη κρίση έχει επηρεάσει ζωές, γεγονός που δεν μπορεί να αποτιμηθεί με αριθμητικά δεδομένα. Οσον αφορά στο παράπονο για έλλειψη δέουσας έρευνας ανέφερε ότι επρόκειτο για σχολιασμό αποφάσεων του δικαστηρίου που έκριναν αυθαιρεσίες της παραπονούμενης. Ο Κώστας Κωνσταντίνου, γράφοντας στην στήλη του «Κατά Βαρβάρων», επέκρινε τον Υπουργό Εσωτερικών και τους προκατόχους γιατί «ανέχονται τα όσα κάνει η κυρία Σιακαλλή, φέρνοντας το κράτος σε πολύ δύσκολη θέση» και παρέθετε παραδείγματα, αναφέροντας συγκεκριμένα: «Από τον αλήστου μνήμης εκείνο συναγερμό για την υποτιθέμενη απόπειρα βιασμού της από αλλοδαπό, μέχρι την απέλαση ανθρώπων παντρεμένων με Κύπριες για ψύλλου πήδημα…» «Κι άμα είναι να το πάμε… ιστορικά το πράγμα, τότε γιατί να μείνουμε μόνο στο 1948, κυρία Σιακαλλή μου; Να το πάμε και πιο πίσω. Στην εποχή των Σαρακηνών πειρατών, λ.χ. από τους οποίους κάποιοι ολοφάνερα έλκουν την καταγωγή τους, όπως φωνάζουν το χρώμα και τα χαρακτηριστικά τους. Τι να κάνουμε; Να τους αφαιρέσουμε την υπηκοότητα και να τους στείλουμε πίσω στο Σινά; Κάτι μου λέει πως δεν θα θέλατε…! Οσον αφορά στη φράση περί απόπειρας βιασμού, η κ. Σιακαλλή ανέφερε ότι αποτελεί κατασκεύασμα του δημοσιογράφου, γιατί στην καταγγελία της στην Αστυνομία για επίθεση εναντίον της στις 5 Αυγούστου, 2012, «καμία αναφορά είτε στην καταγγελία μου είτε στα τότε δημοσιεύματα δεν έγινε για απόπειρα βιασμού». Εξ άλλου, σε επιστολή της που στάληκε και δημοσιεύθηκε στον «Πολίτη» και αναφερόταν τόσο στο δημοσίευμα για την εγγραφή του παιδιού όσο και στα σχόλια των Γιάννη Νεάρχου και Κώστα Κωνσταντίνου, ανέφερε πως τα σχόλια του τελευταίου εμπεριείχαν ρατσιστικές αναφορές. Οσον αφορά στα σχόλια του Κώστα Κωνσταντίνου, η εφημερίδα απάντησε ότι στη στήλη του ασχολείται με θέματα της επικαιρότητας που είναι δημοσίου ενδιαφέροντος και παρέθεσε αποσπάσματα δικαστικών αποφάσεων υπέρ του δικαιώματος της ελευθερίας έκφρασης ακόμα και όταν εκφράζονται επιθετικές απόψεις, ιδιαίτερα για άτομα που κατέχουν δημόσιες θέσεις. Η Επιτροπή εξέτασε τα δύο συνδεόμενα παράπονα υπό το πρίσμα τριών ουσιωδών προνοιών του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας που αναφέρονται στο δικαίωμα της ελευθερίας έκφρασης, στη διασταύρωση των πληροφοριών για εξακρίβωση της εγκυρότητάς τους και στην παροχή του δικαιώματος απάντησης σε πρόσωπα που θίγονται, ώστε η πληροφόρηση που παρέχουν τα ΜΜΕ και οι δημοσιογράφοι να συνάδει με την πρόνοια περί παροχής πλήρους, αντικειμενικής και ολοκληρωμένης ενημέρωσης στο κοινό. Η Επιτροπή, έχοντας ως βασική αποστολή της την προστασία του δικαιώματος έκφρασης από τους δημοσιογράφους και τα ΜΜΕ δεν αμφισβητεί με κανένα τρόπο την άσκησή του, αλλά επισημαίνει πως το δικαίωμα αυτό συνοδεύεται από το σεβασμό του αντίστοιχου δικαιώματος της ελευθερίας έκφρασης και του θιγομένου προσώπου. Το δικαίωμα του σχολιασμού θεμάτων δημοσίου ενδιαφέροντος αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της αποστολής των δημοσιογράφων, υπό την προϋπόθεση ότι ο σχολιασμός γίνεται επί πραγματικών και αποδεδειγμένων γεγονότων, που αποτελεί ένδειξη ή απόδειξη για το δεύτερο προαπαιτούμενο, την ύπαρξη καλής πίστης. Η Επιτροπή έχει αποφασίσει επανειλημμένα σε προηγούμενες υποθέσεις ότι αποτελεί υποχρέωση των δημοσιογράφων και των ΜΜΕ να διασταυρώνουν τα γεγονότα και να παρέχουν στην «κατάλληλη περίπτωση» σε άτομα που δέχονται κριτική για πράξεις ή παραλείψεις τους να δώσουν τη δική τους εκδοχή για γεγονότα των οποίων γίνεται επίκληση και αποτελούν του υπόβαθρο της επίκρισης και να παραθέσουν την απάντηση και τις θέσεις τους για ταυτόχρονη δημοσίευση. Στην περίπτωση της δημοσίευσης των αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου από το Γιάννη Νέαρχου και του σχολιασμού της σημασίας τους η Επιτροπή αποφάσισε ότι δεν υπήρχε καν θέμα δικαιώματος δημοσίευσης των αποφάσεων. Ο δημοσιογράφος είχε κάθε δικαίωμα να δημοσιεύσει τις αποφάσεις και να τις σχολιάσει κατά την κρίση του. Όμως, η Επιτροπή έκρινε ότι υπήρξε παράλειψη παροχής της ευκαιρίας να δημοσιευθεί και η εκδοχή της παραπονούμενης για τα γεγονότα ταυτόχρονα με το δημοσίευμα. Επίσης θεώρησε ότι η αρχή της αντικειμενικής και ολοκληρωμένης ενημέρωσης απαιτούσε να υπάρξει διευκρίνιση ότι οι εννέα αποφάσεις ήταν μερικές μόνο από εκείνες που αφορούσαν σε αλλοδαπούς και ότι κάποιες άλλες δικαίωναν τη διοίκηση. Οσον αφορά τα σχόλια του Κώστα Κωνσταντίνου, η Επιτροπή σημείωσε πως δεν αμφισβητήθηκε από την εφημερίδα ο ισχυρισμός της παραπονούμενης ότι το σημείο περί καταγγελίας της για απόπειρα βιασμού συνιστούσε ανακρίβεια, αλλά δικαιολογήθηκε μόνο στη βάση του δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης και της άσκησης κριτικής για πράξεις ή παραλείψεις δημοσίων προσώπων. Τα δύο δικαιώματα δεν αμφισβητούνται αλλά η Επιτροπή επισημαίνει ότι η άσκηση κριτικής στην προκειμένη περίπτωση έγινε επί γεγονότων των οποίων η ακρίβεια δεν αποδείχθηκε. (ΣΗΜ: Σε κείμενό του που δημοσιεύθηκε μετά τη δημοσιοποίηση της απόφασης, ο Κώστας Κωνσταντίνου παραδέχθηκε την ανακρίβεια σε σχέση με την καταγγελία της κ. Σιακαλλή και απέσυρε τον ισχυρισμό του). Ως προς την αναφορά σε απογόνους Σαρακηνών η Επιτροπή διαπίστωσε ότι δεν τέθηκαν ενώπιον της στοιχεία που να υποστηρίζουν ότι αφορούσε στην παραπονούμενη ή σε συγκεκριμένο πρόσωπο και συνεπώς δεν θεώρησε ότι μπορούσε να εκληφθεί ως ρατσιστική αναφορά ή δυσμενής διάκριση με βάση το προσωπικό καθεστώς οποιουδήποτε συγκεκριμένου ατόμου. Το παράπονο της κ. Σιακαλλή σχολίασε και ο συντάκτης της είδησης για το θέμα της εγγραφής του παιδιού Μανώλης Καλατζής, ο οποίος ανέφερε ότι όλα τα στοιχεία λήφθηκαν από έκθεση της Επιτρόπου Διοικήσεως. Η Επιτροπή σημείωσε ότι η έκθεση αυτή περιέχει τη θέση ενός ανεξάρτητου αξιωματούχου, αλλά δεν αποτελεί δεδικασμένο και συνεπώς θα έπρεπε, με βάση τις πρόνοιες του Κώδικα περί διασταύρωσης των πληροφοριών και παροχής του δικαιώματος απάντησης «στην κατάλληλη περίπτωση» να είχε τεθεί ενώπιον της κ. Σιακαλλή για να δώσει την εκδοχή της για τα αναφερόμενα γεγονότα και να αιτιολογήσει τις ενέργειές της. Ωστόσο η Επιτροπή σημείωσε ότι και στις δύο περιπτώσεις, δηλαδή του δημοσιεύματος του κ. Νέαρχου και του κ. Καλατζή η εφημερίδα δημοσίευσε τις επιστολές της κ. Σιακαλλή μέσα σε σχετικά σύντομο διάστημα μετά τα δημοσιεύματα, γεγονός που θεραπεύει σε σημαντικό βαθμό την παράλειψη. Με την ευκαιρία αυτή, η Επιτροπή θεώρησε σκόπιμο να υποδείξει ότι στις περιπτώσεις άσκησης κριτικής, η πιο πρόσφορη μέθοδος αντίδρασης είναι η άσκηση του δικαιώματος απάντησης. Ως προς τον σχολιασμό των αναφορών της κ. Σιακαλλή στην επιστολή της από τον κ. Νεάρχου, η Επιτροπή αποφάσισε ότι αυτός εμπίπτει στο δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης και της άσκησης κριτικής για πράξεις ή παραλείψεις δημοσίων προσώπων και κρατικών αξιωματούχων και συνεπώς δεν συνιστά παραβίαση προνοιών του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
20/2014
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
06/08/2014
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (20/11/7/2014) από την Ερατώ Κυριάκου, ότι ΜΜΕ μετέδωσαν την είδηση του θανάτου του αδελφού της Γεώργιου Κυριάκου, στις 7/7/2014 σε εργατικό ατύχημα προτού ενημερωθούν τα μέλη της οικογένειας. Ειδικότερα, ανέφερε ότι ο αδελφός της σκοτώθηκε στη 1 μ.μ. και η είδηση μεταδόθηκε στις 3.30 μ.μ. από διάφορα ΜΜΕ, κυρίως ιστοσελίδες πληροφόρησης και στις 5 μ.μ. ήταν σε όλα τα μέσα, προτού ενημερωθούν βασικοί συγγενείς. Επίσης ανέφερε ότι δημοσιεύθηκαν ανακρίβειες και φωτογραφίες του θύματος που εξασφαλίστηκαν χωρίς κανένας δημοσιογράφος να μιλήσει με μέλη της οικογένειας και να εξασφαλίσει έγκριση. Η παραπονούμενη ανέφερε ότι «βασικά μέλη της οικογένειας δεν είχαν ενημερωθεί ως το βράδυ» και «οι παππούδες του το έμαθαν από την τηλεόραση, με κίνδυνο για την υγεία τους». Η παραπονούμενη ανέφερε ακόμη ότι «δεοντολογικά πρέπει να έρχεται πρώτος ο άνθρωπος και ο ανθρώπινος πόνος και μετά η είδηση» και χαρακτήρισε καννιβαλιστικό το κυνήγι της είδησης από ΜΜΕ. Σε επικοινωνία με το Γραφείο Τύπου της Αστυνομίας η Επιτροπή πληροφορήθηκε ότι αστυνομικοί του τοπικού σταθμού που διερευνούσε το δυστύχημα πήγαν στο Νοσοκομείο όπου μεταφέρθηκε η σορός του θύματος στις 2.30 μ.μ. και ότι στις 2.40 μ.μ. είχαν καταφθάσει εκεί πολλοί συγγενείς και επίσης δημοσιογράφοι. Η Αστυνομία εξέδωσε ανακοινωθέν για το δυστύχημα στις 7 μ.μ. χωρίς να αναφέρει το όνομα του θύματος. Η Επιτροπή συμφωνεί απόλυτα με τη θέση της παραπονούμενης ότι «δεοντολογικά πρέπει να έρχεται πρώτος ο άνθρωπος και ο ανθρώπινος πόνος και μετά η είδηση» και επισημαίνει σχετικά τις πρόνοιες του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας ότι οι δημοσιογράφοι πρέπει να επιδεικνύουν την «αρμόζουσα ευαισθησία» και να «είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί και διακριτικοί στην παρουσίαση θεμάτων όπως…. ο ανθρώπινος πόνος και ο θάνατος» και επίσης ότι «έρευνες ή λήψη και δημοσίευση φωτογραφιών σε νοσοκομεία ή άλλα ιδρύματος γίνονται με διακριτικότητα και κατόπιν αδείας, όπου τούτο ενδείκνυται ή απαιτείται και αφού δηλωθεί αρμοδίως η ταυτότητα των λειτουργών των ΜΜΕ". Επίσης επιθυμεί να επισημάνει την πρόνοια του Κώδικα ότι «σε περίπτωση πένθους, θλίψης ή ψυχικού κλονισμού επιβάλλεται στο μέγιστο βαθμό προσέγγιση που να τη χαρακτηρίζει διακριτικότητα και συμπάθεια και αποφυγή οποιασδήποτε πράξης που είναι δυνατό να οξύνει τον ανθρώπινο πόνο». Η Επιτροπή για άλλη μια φορά καλεί τους δημοσιογράφους και τα ΜΜΕ να επιδεικνύουν κατανόηση και σεβασμό για τον ανθρώπινο πόνο και να αποφεύγουν πράξεις που τον οξύνουν. Στην προκειμένη περίπτωση ο «αγώνας δρόμου» για τη μετάδοση της είδησης χωρίς να υπάρξει συνεργασία με την Αστυνομία, που είναι σε θέση να γνωρίζει πότε έχουν ενημερωθεί οι συγγενείς ήταν ενέργεια ανεπίτρεπτη από μέρους μερικών δημοσιογράφων και ΜΜΕ. Η Επιτροπή καλεί τους δημοσιογράφους και τα ΜΜΕ να λαμβάνουν υπόψη τις ενδεχόμενες συνέπειες από την πρόωρη αγγελία ενός θανάτου, που προδίδει έλλειψη ευαισθησίας για τον ανθρώπινο πόνο αλλά και για τις ενδεχόμενες συνέπειες και να μη δημοσιεύουν είτε ανακρίβειες που αφορούν στα θύματα και τους συγγενείς τους, είτε φωτογραφίες που έχουν εξασφαλίσει χωρίς την έγκριση των άμεσα ενδιαφερομένων συγγενών. Ενέργειες του είδους αυτού χωρίς προηγούμενη ρητή συγκατάθεση συνιστούν επίσης παρέμβαση στην ιδιωτική ζωή ατόμων που συνδέονται ή βρίσκονται κοντά στα θύματα.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
14/214
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
06/08/2014
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας επιλήφθηκε παραπόνου (14/5/6/2014) από γυναίκα για λογοκλοπή ή αναπαραγωγή άρθρων από το περιοδικό «Προτάσεις για ένα Σύγχρονο Σπίτι», το οποίο ασχολείται με θέματα αρχιτεκτονικής και διακόσμησης σπιτιού. Η παραπονούμενη αναφέρθηκε σε δύο συγκεκριμένες περιπτώσεις αναπαραγωγής άρθρων, παραθέτοντας και τις πηγές από τις οποίες προήλθαν, όπως υποστήριξε, τα κείμενα και περαιτέρω ανέφερε ότι εξακρίβωσε πως η αναπαραγωγή έγινε χωρίς εξουσιοδότηση από τους ιδιοκτήτες των πνευματικών δικαιωμάτων. Το περιοδικό ήγειρε θέμα απόκρυψης της πραγματικής ταυτότητας της παραπονουμένης αναφέροντας ότι εμφανίζεται με ψεύτικο προφίλ σε σελίδες κοινωνικής δικτύωσης και διατυπώνει διάφορους ισχυρισμούς εναντίον του περιοδικού με σκοπό να το διαβάλει. Η παραπονούμενη παραδέχθηκε ότι το επώνυμο που χρησιμοποίησε δεν ήταν το πραγματικό της και υποστήριξε ότι δεν ήθελε να αποκαλύψει την ταυτότητά της από φόβο ότι οι κατ’ ων το παράπονο πιθανό να την βλάψουν όσον αφορά στην απασχόλησή της. Η Επιτροπή ζήτησε από την παραπονούμενη να παραθέσει τα στοιχεία της ταυτότητάς της με βάση τη σχετική πρόνοια των κανονισμών λειτουργίας της που καθορίζει ότι η υποβολή παραπόνων πρέπει να είναι επώνυμη και παράλληλα την πληροφόρησε ότι θα μπορούσε να ζητήσει να κρατηθεί το όνομά της μυστικό εφ’ όσον θα είχε σοβαρούς λόγους να το πράξει. Η παραπονούμενη, με την οποία η επικοινωνία γινόταν μέσω μηνυμάτων από σελίδα κοινωνικής δικτύωσης, έδωσε στην Επιτροπή ηλεκτρονική διεύθυνση και τηλέφωνο που δεν ανταποκρίνονταν σε κλήσεις και επίσης παρέλειψε να επικοινωνήσει ή ίδια με την Επιτροπή για να δώσει συμπληρωματικές πληροφορίες και διευκρινήσεις που της ζητήθηκαν, παρ’ όλο που ή ίδια ζήτησε και της δόθηκε αριθμός τηλεφώνου για να το πράξει. Κατόπιν τούτου η Επιτροπή αποφάσισε ότι δεν μπορούσε να εξετάσει το παράπονο επειδή δεν ήταν επώνυμο και δεν συνοδευόταν από τα στοιχεία που καθορίζει ο Κώδικας και κυρίως την πραγματική ταυτότητα της παραπονούμενης. Η Επιτροπή αποφάσισε περαιτέρω να εξετάσει αυτεπάγγελτα το θέμα, γιατί έκρινε πως αφορούσε σε μια σοβαρή πτυχή της δημοσιογραφικής δεοντολογίας. Από την εξέταση του σχετικού δημοσιεύματος στο περιοδικό, με την υπογραφή της Κούλλας Σιάηλου, προέκυψε ότι το κείμενο, με εξαίρεση μια σύντομη εισαγωγή, ήταν επί λέξει αναπαραγωγή κειμένου που αναρτήθηκε στις 8/11/2011 στην παλιά ιστοσελίδα agri.gr και μεταγενέστερα σε άλλη ιστοσελίδα με την επωνυμία bioprasino.gr. Οσον αφορά στη δεύτερη περίπτωση δημοσιεύματος, που αναφερόταν στην τριανταφυλλιά, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε εμφανής αντιστοιχία των δύο κειμένων, γιατί το μεν δημοσίευμα ασχολείτο με την περιγραφή της τριανταφυλλιάς και των ποικιλιών και των αναγκών της, ενώ το κείμενο στο διαδίκτυο περιέγραφε τον τρόπο φύτευσης της τριανταφυλλιάς. Οι καθ’ ων το παράπονο ανέφεραν στην αρχική απάντησή τους ότι η συντάκτρια του κειμένου είναι ιδιοκτήτρια και διευθύντρια σε εταιρεία Κήπων στην Κύπρο και κατέχει το γνωστικό αντικείμενο της. Όσον αφορά στο κείμενο, ανέφεραν ότι οι οδηγίες για τα φυτά μπονσάι ποικίλλουν, αλλά στην ουσία τους παραμένουν οι ίδιες. Σε νεώτερη απάντησή τους μέσω δικηγορικού γραφείου, οι καθ’ ων το παράπονο υποστήριξαν ότι εφ’ όσο το καταγγέλλον πρόσωπο «είναι ανύπαρκτο» το παράπονο θα έπρεπε να απορριφθεί εξ ολοκλήρου και για τον πρόσθετο λόγο ότι παρήλθε μεγάλο χρονικό διάστημα από τη δημοσίευση. Επίσης υποστήριξαν ότι από την εξέταση του κειμένου στην ιστοσελίδα από την οποία δυνατό να λήφθηκε το κείμενο δεν υπήρχε αναφορά προέλευσης των πληροφοριών με βάση τις οποίες εγράφη το κείμενο. Περαιτέρω η απάντηση ανέφερε ότι στους συνεργάτες του περιοδικού δίδονται οδηγίες να τηρούν τους κανόνες δεοντολογίας και ότι το περιοδικό πάντοτε ενήργησε με καλή πρόθεση και καλή πίστη. Επί του διαδικαστικού θέματος που ήγειρε το περιοδικό, η Επιτροπή αποφάσισε ότι η παρέλευση χρόνου από ένα δημοσίευμα δεν αποτελεί λόγο για να μην εξετασθεί η υπόθεση, εφ' όσον το παράπονο υποβλήθηκε εντός της καθορισμένης προθεσμίας των 30 ημερών, γιατί διαφορετικά θα ήταν δυνατό για διάφορους λόγους να παραταθεί ο χρόνος εξέτασης, με συνέπεια να ακυρώνεται η αποστολή της Επιτροπής. Το μόνο χρονικό κριτήριο από το οποίο η Επιτροπή δεσμεύεται από τον Κώδικα είναι η εμπρόθεσμη υποβολή παραπόνου και όχι ο χρόνος ολοκλήρωσης της εξέτασής του. Κατά συνέπεια η Επιτροπή προχώρησε στην εξέταση της του θέματος, στηριζόμενη σε προηγούμενες αποφάσεις της ως προς την υποχρέωση των ΜΜΕ να σέβονται τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας. Οπως η Επιτροπή υπέδειξε και σε προηγούμενες αποφάσεις της, η προστασία των δικαιωμάτων αυτών διέπεται από τις αρχές οι οποίες προκύπτουν από τον Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, που παραπέμπει επίσης στην ισχύουσα νομοθεσία, και επίσης από δικαστικές αποφάσεις. Το άρθρο 7 του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας προβλέπει ότι: «Τα Μ.Μ.Ε. και οι λειτουργοί σέβονται και εφαρμόζουν το εκάστοτε ισχύον Δίκαιο και συμβάσεις που αφορούν στην προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας. Εκεί που επιτρέπεται, η αναδημοσίευση από άλλη πηγή γίνεται με σεβασμό προς το συγγραφέα/δημιουργό ή τον ιδιοκτήτη. Τα Μ.Μ.Ε. και οι λειτουργοί των υποχρεούνται να αναφέρουν την προέλευση». Το άρθρο 2 της Διεθνούς Σύμβασης περί Πνευματικής Ιδιοκτησίας του 1968, πάνω στην οποία στηρίζονται πλείστες εθνικές νομοθεσίες, καθορίζει ότι μεταξύ άλλων προστατεύονται «φιλολογικά, καλλιτεχνικά και επιστημονικά έργα». Στον ορισμό αυτό περιλαμβάνονται και τα δημοσιογραφικά κείμενα, παρουσιάζουν γεγονότα ή ιδέες σε έντυπα και ηλεκτρονικά ΜΜΕ, τα οποία θεωρούνται ως πνευματικά δημιουργήματα. Η αναπαραγωγή αυτών των πνευματικών δημιουργημάτων, ανεξάρτητα από την ποιότητα και το επίπεδό τους, δεν επιτρέπεται χωρίς την άδεια του κατόχου των πνευματικών δικαιωμάτων, ή στις περιπτώσεις που η αναπαραγωγή είναι δυνατή, όπως αναλύεται πιο κάτω, η αναπαραγωγή γίνεται με αναφορά στην πηγή. Σε περιπτώσεις «πνευματικών δημιουργημάτων» όπως ορίζονται πιο πάνω, επιτρέπεται η καλή τη πίστη αναδημοσίευση, πχ η δημοσίευση αποσπασμάτων από άρθρα ιδεών για σκοπούς κριτικής, προβολής των ιδεών που περιλαμβάνονται στο κείμενο, έκφρασης αντίθετων ιδεών, ως μέρος είδησης, ως επιχείρημα προς υποστήριξη συγκεκριμένων θέσεων κλπ. Τα κριτήρια της καλής πίστης στις περιπτώσεις αυτές είναι κατά πόσο με την αναδημοσίευση έχει μεταβληθεί ουσιωδώς το αρχικό άρθρο και η αναδημοσίευση δεν αποβλέπει στην εξυπηρέτηση του ιδίου σκοπού με το πρωτότυπο, κατά πόσο η αναδημοσίευση περιορίζεται στο απολύτως απαραίτητο για τους σκοπούς της χρήσης, κατά πόσο με την αναδημοσίευση επιδιώκεται κέρδος και κατά πόσο με την αναδημοσίευση μειώνεται η εμπορική αξία της προστατευόμενης πνευματικής ιδιοκτησίας. Η καλή τη πίστη αναδημοσίευση επιτρέπεται από τον Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας («εκεί που επιτρέπεται, η αναδημοσίευση γίνετα...»), αλλά υπό τους όρους που θέτει ο Κώδικας, δηλαδή με σεβασμό προς το συγγραφέα/δημιουργό, γεγονός που σημαίνει την αναγνώριση της πατρότητας του έργου με αναφορά στην προέλευση. Η προστασία αφορά σε «πρωτότυπα συγγραφικά έργα» και με την έννοια αυτή τα γεγονότα στα οποία αναφέρεται μια είδηση δεν θεωρούνται πρωτότυπα. Τα γεγονότα είναι το δημιούργημα κάποιου ατόμου ή αιτίας και επομένως ένας δημοσιογράφος ή ένα ΜΜΕ δεν μπορεί να τα κατοχυρώσει κάτω από το δικαίωμα της πνευματικής ιδιοκτησίας. Κατά τον ίδιο τρόπο δεν μπορούν ν κατοχυρωθούν ευρήματα που αποκαλύπτονται μέσα από δημοσιογραφική έρευνα εφ’ όσον αυτά δεν είναι το δημιούργημα του ερευνητή, ούτε και οι ιδέες, πχ απόψεις επί ενός συγκεκριμένου θέματος ή ο τρόπος για την κατασκευή ή δημιουργία ενός αντικειμένου, όπως στην προκειμένη περίπτωση ενός φυτού μπονσάϊ. Όμως ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζονται ιδέες, ή γεγονότα ή προϋπάρχοντα δεδομένα σε ένα δημοσιογραφικό κείμενο, δηλαδή η επιλογή και η τοποθέτηση των λέξεων σε ένα κείμενο και εν τέλει το ύφος (στυλ), αποτελεί πνευματική δημιουργία και προστατεύεται από το δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας. Με βάση τα πιο πάνω, η Επιτροπή αποφάσισε ότι ο τρόπος κατασκευής ενός φυτού μπονσάι δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο κατοχυρωμένου πνευματικού δικαιώματος. Επομένως, οποιοσδήποτε είναι γνώστης του αντικειμένου της κατασκευής φυτών μπονσάι μπορεί να συγγράψει ένα κείμενο με οδηγίες με το δικό του τρόπο. Το κάθε ένα από αυτά τα κείμενα αποτελεί πνευματική δημιουργία που είναι νομικά κατοχυρωμένη. Κατά συνέπεια το κείμενο στο οποίο στηρίχθηκε το επίμαχο δημοσίευμα είναι νομικά κατοχυρωμένο πνευματικό δημιούργημα του συγγραφέα ή του μέσου στο οποίο δημοσιεύθηκε. Το γεγονός ότι στην υπό εξέταση περίπτωση στο κείμενο από το οποίο προήλθε το δημοσίευμα δεν αναγραφόταν πηγή προέλευσης δεν μεταβάλλει την κατάσταση ως προς την ύπαρξη προτέρων πνευματικών δικαιωμάτων. Είναι γεγονός πως το ίδιο κείμενο εμφανίστηκε σε δύο διαφορετικές ιστοσελίδες, την agri.gr και bioprasino.gr, αλλά δεν εμπίπτει στη δικαιοδοσία της Επιτροπής να δώσει εξήγηση, αν και υπάρχουν μερικές ενδείξεις ότι πρόκειται για ιστοσελίδες που ανήκουν στον ίδιο οργανισμό ή σε συνεργαζόμενους οργανισμούς. Η ύπαρξη μεγάλης πληθώρας ιστοσελίδων μεταξύ των οποίων μεταφέρονται διάφορα κείμενα εν πολλοίς κατά τρόπο ανεξέλεγκτο, δημιουργεί προβλήματα εξακρίβωσης του δικαιούχου, αλλά αυτό δεν αίρει την υποχρέωση των ΜΜΕ να τηρούν τις πρόνοιες του Κώδικα. Η αναπαραγωγή κειμένων γίνεται πάντοτε με αναφορά στην πηγή, ανεξάρτητα από το αν αυτή η πρακτική κατοχυρώνει ή όχι αυτόν που αναπαράγει ένα κείμενο έναντι ενδεχόμενων αξιώσεων αμοιβής ή αποζημίωσης από τον αρχικό συγγραφέα. Στην προκειμένη περίπτωση το κείμενο στο περιοδικό αναπαράχθηκε αυτούσιο και παρουσιάστηκε ως πρωτότυπο κείμενο της συντάκτριας, γεγονός που η Επιτροπή έκρινε ως παραβίαση της σχετικής πρόνοιας του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
13/2014
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
25/06/2014
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΟΧΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (13/2/5/2014) από τον Αλέξανδρο Χαραλαμπίδη, από τη Λεμεσό, για ελλιπή και μη έγκυρη και αντικειμενική ενημέρωση από το ΡΙΚ στην ειδησεογραφία του σχετικά με την υποβολή ανεξαρτήτων υποψηφιοτήτων για τις ευρωπαϊκές εκλογές της 25ης Μαΐου, 2014. Ειδικότερα, στο παράπονο ανέφερε ότι στο κεντρικό τηλεοπτικό δελτίο στις 2 Μαΐου, 2014, στο δελτίο ειδήσεων του ΡΙΚ «οι ανεξάρτητοι υποψήφιοι ευρωβουλευτές Ανδρέας Ευστρατίου, Θεόδουλος Θεοδούλου, Ανδρέας Ιωάννου, Κώστας Κυριάκου (Ούτοπος), Μιχάλης Μηνάς, Λουκάς Σταύρου και Αδάμος Χριστοφόφου προβλήθηκαν για 14 δευτερόλεπτα (αναλογούν 2 δευτερόλεπτά ανά υποψήφιο) ενώ ο ανεξάρτητος υποψήφιος Ευρωβουλευτής Σενέρ Λεβέντ προβλήθηκε για 30 δευτερόλεπτα. Ο παραπονούμενος ανέφερε ότι, με βάση τα πιο πάνω, δεν πληροφορήθηκε αντικειμενικά, ολοκληρωμένα και έγκυρα για τις υποψηφιότητες των ανεξάρτητων ευρωβουλευτών. Από την εξέταση του οπτικού υλικού που προμήθευσε το ΡΙΚ προκύπτει ότι τα στοιχεία που παρέθεσε ο παραπονούμενος είναι ακριβή. Το ΡΙΚ απάντησε ότι η τηλεόραση του ΡΙΚ είχε μεταδώσει σε πραγματικό χρόνο όλη τη διαδικασία της υποβολής υποψηφιοτήτων μαζί με τις δηλώσεις που έγιναν και ακολούθως το υλικό χρησιμοποιήθηκε για την ετοιμασία των δελτίων ειδήσεων και των ενημερωτικών εκπομπών. Επίσης ανέφερε ότι ο αριθμός των 61 υποψηφιοτήτων ήταν ιδιαίτερα μεγάλος και ο χρόνος του κεντρικού δελτίου ειδήσεων περιορισμένος και αναγκαστικά δόθηκε χρόνος εκεί όπου υπήρχε πιο έντονο το στοιχείο της είδησης, όπως η υποψηφιότητα από ένα γνωστό Τουρκοκύπριο. Το ΡΙΚ ανέφερε ότι ο κ. Λεβέντ αποτελεί μια ξεχωριστή προσωπικότητα που αγωνίστηκε κατά του καθεστώτος Ντενκτάς και πολλές φορές έγινε στόχος δολοφονικής απόπειρας λόγω των πολιτικών του θέσεων κατά της κατοχής. Είναι επίσης ιδιοκτήτης της τουρκοκυπριακής εφημερίδας « Αφρίκα» και καθημερινός αρθρογράφος της ελληνοκυπριακής εφημερίδας «Πολίτης». Ως εκ τούτου το ΡΙΚ θεώρησε ότι άξιζε να δοθεί περισσότερος χρόνος από άλλους ανεξάρτητους υποψήφιους. Επίσης ανέφερε ότι το ΡΙΚ έδωσε χρόνο σε όλους τους υποψηφίους να παρουσιάσουν τις θέσεις τους στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας. Η Επιτροπή θεώρησε τις εξηγήσεις που έδωσε το ΡΙΚ ικανοποιητικές και απέρριψε το παράπονο. Ειδικότερα, η Επιτροπή θεώρησε ότι η σύνταξη μιας είδησης δεν μπορεί θα τεθεί μέσα σε χρονικά καλούπια και ότι οι δημοσιογράφοι πρέπει να έχουν την ελευθερία να χειρισθούν κατά την κρίση τους το στοιχείο της είδησης, λαμβάνοντας πάντα υπόψη τη βασική αρχή ότι πρέπει να παρέχουν αντικειμενική, έγκυρη και ολοκληρωμένη πληροφόρηση. Το στοιχείο της αντικειμενικής, έγκυρης και ολοκληρωμένης πληροφόρησης δεν πρέπει να κρίνεται από μια και μόνη είδηση όταν τα γεγονότα στα οποία αναφέρεται η πληροφόρηση αποτελούν μέρος μιας μακράς διαδικασίας, όπως μια προεκλογική εκστρατεία. Η Επιτροπή θεώρησε ότι το ΡΙΚ τήρησε την αρχή της αντικειμενικής, έγκυρης και ολοκληρωμένης πληροφόρησης, αφ’ ενός με την προβολή ολόκληρης της διαδικασίας υποβολής των υποψηφιοτήτων, κατά την οποία οι υποψήφιοι είχαν την ευκαιρία να προβούν σε δηλώσεις και αφ’ ετέρου με την παραχώρηση χρόνου σε όλους τους υποψηφίους, να παρουσιάσουν τις θέσεις τους στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
11/2014
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
25/06/2014
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΟΧΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (11/19/3/2014) από τη Χριστίνα Στεφανίδου, εργαζόμενη στη ΣΥΤΑ, εναντίον της δημοσιογράφου Κατερίνας Ηλιάδη, για ανάρτηση στις ιστοσελίδες κοινωνικής δικτύωσης Facebook και Twitter παραποιημένης φωτογραφίας της που λήφθηκε στη διάρκεια διαδήλωσης εναντίον της πρόθεσης για ιδιωτικοποίηση ημικρατικών οργανισμών. Η παραπονούμενη, που είναι υπάλληλος της ΑΤΗΚ, ανέφερε ότι η φωτογραφία που ανήρτησε η δημοσιογράφος στους λογαριασμούς της στο Facebook και στο Twitter την παρουσίαζε να κρατά πλακάτ που έγραφε: «ΘΕΛΟΥΜΕ ΕΣΑΕΙ ΕΞΑΣΦΑΛΙΣΗ ΚΟΡΟΪΔΑ –ΚΑΙ ΑΜΑ ΣΑΣ ΑΡΕΣΕΙ…-ΑΜΑ ΔΕΝ ΣΑΣ ΑΡΕΣΕΙ ΘΑ ΣΑΣ ΚΟΒΟΥΜΕ ΤΟ ΡΕΥΜΑ ΟΠΟΤΕ ΓΟΥΣΤΑΡΟΥΜΕ», ενώ στην πραγματικότητα το πλακάτ που κρατούσε στη διαδήλωση έγραφε: «ΟΙ ΣΥΝΤΑΞΕΙΣ ΜΑΣ ΕΣΩΣΑΝ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ». Η παραπονούμενη ανέφερε ότι με μήνυμά της προς την Κατερίνα Ηλιάδη στο Facebook ζήτησε την αφαίρεση της φωτογραφίας, χωρίς ανταπόκριση. Στο παράπονό της ανέφερε ότι η καθ’ ης το παράπονο, με την ανάρτηση της φωτογραφίας, την είχε εκθέσει σαν άνθρωπο και σαν εργαζόμενη στη ΣΥΤΑ. Η Κατερίνα Ηλιάδη απάντησε ότι το παράπονο αφορούσε σε προσωπική δραστηριότητα και όχι επαγγελματική, αναφέροντας πώς χρησιμοποιεί τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για προσωπικούς και όχι επαγγελματικούς λόγους. Παραδέχθηκε ότι η επίμαχη φωτογραφία, την οποία είχε μεταφορτώσει από άλλο άγνωστο λογαριασμό, ήταν ολοφάνερα προϊόν μοντάζ, γεγονός που είχε σημειώσει και σε σχόλιό της. Περαιτέρω ανέφερε ότι δεν αντάλλαξε κανένα μήνυμα με την παραπονούμενη, με την οποία όμως μίλησε τηλεφωνικά και την ενημέρωσε ότι δεν είχε πάρει μήνυμά της για αφαίρεση της φωτογραφίας, την οποία όμως απάλειψε όταν πληροφορήθηκε πως η παραπονούμενη είχε ενοχληθεί. Η καθ’ ης το παράπονο σημείωσε ότι η δημοσίευση της φωτογραφίας έγινε στην περίοδο κατά την οποία οι συντεχνίες της ΑΤΗΚ είχαν οργανώσει διαδηλώσεις έξω από τη Βουλή εναντίο των ιδιωτικοποιήσεων «και έβριζαν υπουργούς και βουλευτές, αλλά και δημοσιογράφους» επειδή θεωρούσαν πως τα ΜΜΕ δημιουργούσαν κοινή γνώμη εναντίον τους. Από την εξέταση των ενώπιόν της στοιχείων και πληροφορίες που συνέλεξε, η Επιτροπή διαπίστωσε πως η Κατερίνα Ηλιάδη είναι γνωστή δημοσιογράφος και εργάστηκε σε διάφορα ΜΜΕ, κυρίως ηλεκτρονικά. Στον προσωπικό της λογαριασμό στο Facebook σχολιάζει θέματα που βρίσκονται στην επικαιρότητα και ενίοτε κοινοποιεί συνδέσμους σε πληροφορίες ή ειδήσεις. Η Επιτροπή έκρινε ότι το κατά γενική παραδοχή παραποιημένο πλακάτ συνιστούσε χιουμοριστική μεν αλλά καυστική διατύπωση επίκρισης εναντίον των διαδηλώσεων κατά των ιδιωτικοποιήσεων. Ομως συνιστούσε ταυτόχρονα μετάδοση ανακριβούς πληροφόρησης η οποία παραπλάνησε έστω και μικρό αριθμό πολιτών που χρησιμοποιούν το Facebook,όπως προκύπτει από σχόλια που δημοσιεύθηκαν κάτω από τη φωτογραφία και από το γεγονός ότι η Κατερίνα Ηλιάδη θεώρησε αναγκαίο να διευκρινίσει πως «προφανώς είναι μοντάζ το πλακάτ». Προφανής στόχος της παραποίησης του πλακάτ ήταν να παρουσιασθούν ή να σχολιασθούν με χλευαστικό τρόπο οι εκδηλώσεις των εργαζομένων εναντίον των ιδιωτικοποιήσεων, γεγονός που εντάσσεται στο δικαίωμα της ελευθερία του λόγου και της άσκησης κριτικής. Όμως το δικαίωμα αυτό ασκείται υπό τις προϋποθέσεις, πρώτον της σαφούς διάκρισης «μεταξύ γεγονότος και ερμηνείας, σχολίου ή εικασίας», και δεύτερον, της αποφυγής προσωπικών επιθέσεων, χλευασμού, διαπόμπευσης και διασυρμού ατόμων ή ομάδων. Στην προκειμένη περίπτωση η διάκριση μεταξύ πληροφορίας και σχολίου ήταν ασαφής και επίσης παρουσιάστηκε μια εργαζόμενη να απευθύνει ένα μήνυμα με αυθάδη τρόπο προς την κοινή γνώμη, γεγονός που θα μπορούσε να εκληφθεί ως προσωπική επίθεση εναντίον της παραπονουμένης. Η Επιτροπή περαιτέρω εξέτασε τα πιο πάνω γεγονότα και κρίσεις υπό το πρίσμα των αρμοδιοτήτων της. Ο Κώδικας Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας προβλέπει ότι η εφαρμογή του εκτείνεται «επί όλων των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης… και των λειτουργών των» και ότι η «Επιτροπή δέχεται, επιλαμβάνεται και αποφασίζει επί παραπόνων για κατ’ ισχυρισμό παραβιάσεις του παρόντα Κώδικα από Λειτουργό ή/και Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης…» Κατά συνέπεια το Facebook, ως σαφώς ιστοσελίδα κοινωνικής δικτύωσης είναι εκτός της αρμοδιότητάς της. Όμως, η Επιτροπή έχει αρμοδιότητα επί των λειτουργών των ΜΜΕ, η οποία αφορά στην επαγγελματική τους συμπεριφορά ανεξάρτητα από τον τρόπο και το μέσο εκδήλωσής της. Ο Κώδικας σαφώς ορίζει ότι «το ήθος, η αξιοπρέπεια και εντιμότητα, η διαγωγή, η συμπεριφορά και το επαγγελματικό επίπεδο των λειτουργών θα πρέπει να είναι της υψηλότερης δυνατής στάθμης». Αυτό σημαίνει ότι η επαγγελματική συμπεριφορά των δημοσιογράφων θα πρέπει να είναι ενιαία και η τήρηση των κανόνων της δημοσιογραφικής δεοντολογίας διαχρονική και ανεξάρτητη από τον τρόπο εκδήλωσης της δημοσιογραφικής δραστηριότητας κα επομένως και μέσα από τις σελίδες κοινωνικής δικτύωσης, οι οποίες συνεχώς αποκτούν και μεγαλύτερη σημασία όσον αφορά στην ενημέρωση. Και αυτό γιατί θα ήταν αντιφατικό και υπονομευτικό του κύρους του δημοσιογραφικού λειτουργήματος, οι λειτουργοί των ΜΜΕ να σέβονται μεν τις πρόνοιες του Κώδικα μέσα στο χώρο της δημοσιογραφικής εργασίας αλλά να τις ξεχνούν και να τις παραβιάζουν έξω από το κατώφλι του δημοσιογραφικού γραφείου. Το κλειδί στις περιπτώσεις δραστηριότητας των δημοσιογράφων εκτός του συνήθους χώρου εργασίας είναι η δημοσιογραφική επαγγελματική ιδιότητα και ειδικότερα κατά πόσο αυτή μπορεί να ανιχνευθεί πίσω από τη δραστηριότητα των λειτουργών των ΜΜΕ στις σελίδες κοινωνικής δικτύωσης. Εχοντας υπόψη τις πιο πάνω βασικές αρχές, οι οποίες εφαρμόζονται από πλείστες Επιτροπές Δεοντολογίας στην Ευρώπη, η Επιτροπή διαπίστωσε πως δεν υπήρξε κανένα στοιχείο μαρτυρίας ότι η Κατερίνα Ηλιάδη έλαβε γνώση της παραποιημένης φωτογραφίας υπό ή σε σχέση με την ιδιότητα τη ως δημοσιογράφου, δεδομένου ότι είχε αναρτηθεί από άγνωστο άτομο σε κοινή θέα. Επίσης δεν καταδείχθηκε ότι αναρτώντας την παραποιημένη φωτογραφία στο λογαριασμό της ενήργησε ως δημοσιογράφος ή αποβλέποντας σε δημοσιογραφικό σκοπό ή χρήση της. Παράλληλα σημείωσε την ευαισθησία της να διευκρινίσει ότι το πλακάτ ήταν παραποιημένο όταν αντιλήφθηκε ότι δημιουργήθηκαν παρεξηγήσεις ως προς τη γνησιότητά του και να αφαιρέσει τη φωτογραφία όταν πληροφορήθηκε ότι είχε προκαλέσει ενόχληση στην παραπονούμενη. Υπό το φως των πιο πάνω η Επιτροπή έκρινε ότι δεν υπήρξε παραβίαση των προνοιών του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας από την καθ’ ης το παράπονο. Όμως, με αφορμή την περίπτωση αυτή, η Επιτροπή θεώρησε χρήσιμο να απευθυνθεί ευρύτερα προς τους δημοσιογράφους προκειμένου να εφιστήσει την προσοχή τους στο γεγονός ότι η διάταξη του Κώδικα που ορίζει πως «το ήθος, η αξιοπρέπεια και εντιμότητα, η διαγωγή, η συμπεριφορά και το επαγγελματικό επίπεδο των λειτουργών θα πρέπει να είναι της υψηλότερης δυνατής στάθμης» αφορά σε όλες τις ενέργειές τους που σχετίζονται με τη δημοσιογραφική επαγγελματική τους ιδιότητα ή εκπορεύονται από την ιδιότητα αυτή και περαιτέρω να υποδείξει ότι η διαχωριστική γραμμή μεταξύ της συμπεριφοράς των ως δημοσιογράφων και ως πολιτών είναι πολύ λεπτή οσάκις αφορά σε θέματα που είναι δυνατό να υποδηλώνουν δημοσιογραφική δραστηριότητα.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
15/2014
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
25/06/2014
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξετάζει παράπονο που υποβλήθηκε εναντίον της διαδικτυακής ιστοσελίδας TOTHEMAONLINE για παραβίαση της ιδιωτικής ζωής και αποκάλυψη προσωπικών δεδομένων των μελών της οικογένειας που είναι εμπλεκόμενα σε οικογενειακή τραγωδία που σημειώθηκε στις 18 Ιουνίου, 2014. Λόγω της σοβαρότητας του θέματος και του γεγονότος ότι είναι ενδεχόμενο να υπάρξουν νέα κρούσματα δεδομένου ότι το θέμα βρίσκεται στην επικαιρότητα, η Επιτροπή θεώρησε χρήσιμο να εκδώσει την πιο κάτω ανακοίνωση, υποδεικνύοντας στα ΜΜΕ και στους δημοσιογράφους την ανάγκη σεβασμού του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή. Το κείμενο της ανακοίνωσης έχε ως ακολούθως: "Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εκφράζει θλίψη και απογοήτευση γιατί για άλλη μια φορά είναι αναγκασμένη να αποδοκιμάσει τον τρόπο με τον οποίο κάποια ΜΜΕ χειρίστηκαν το θέμα της οικογενειακής τραγωδίας στις 18 Ιουνίου, 2014 στη Λευκωσία, κατά την οποία άνδρας πυροβόλησε και σκότωσε την εν διαστάσει σύζυγό του και την 9-χρονη κόρη τους, τραυμάτισε το 14-χρονο γιο τους και στη συνέχεια αυτοκτόνησε. Η Επιτροπή, η οποία εξετάζει και συγκεκριμένο παράπονο για το θέμα, διαπίστωσε ότι μερικά ΜΜΕ παραβίασαν κατάφωρα το δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής, δημοσιεύοντας με απαράδεκτη ελαφρότητα στοιχεία και λεπτομέρειες για τη ζωή των μελών μιας οικογένειας. Η Επιτροπή τονίζει ότι η προστασία της ιδιωτικής ζωής είναι απόλυτη, οσοδήποτε συγκλονιστικά και αν είναι κάποια γεγονότα και ότι η αποκάλυψή τους είναι επιτρεπτή μόνο σε περιπτώσεις που ανάγονται στο δημόσιο συμφέρον. Η σχετική πρόνοια του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας σαφώς ορίζει ότι «η υπόληψη και η ιδιωτική ζωή κάθε προσώπου τυγχάνουν σεβασμού και δεν αποκαλύπτονται στοιχεία προσωπικού χαρακτήρα». Περαιτέρω ορίζει πως παρεμβάσεις και έρευνες στην ιδιωτική ζωή είναι γενικά απαράδεκτες, η δε δημοσιοποίησή πληροφοριών μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και αποκλειστικά προς το δημόσιο συμφέρον, δηλαδή για υποβοήθηση ανίχνευσης ή αποκάλυψης εγκλήματος, ή προστασία της δημόσιας ασφάλειας και υγείας, ή προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ή παρεμπόδιση παραπλάνησης του κοινού. Στην προκειμένη περίπτωση η δημοσίευση πληροφοριών που αφορούσαν στη ζωή και σε συμπεριφορές μελών μιας οικογένειας στο σπίτι τους ή σε ένα τραγικό αγόρι στην ιδιωτική του ζωή δεν εξυπηρετούσε κανένα από πιο πάνω σκοπούς. Το κοινό δεν είχε κανένα δικαίωμα ή συμφέρον να γνωρίζει για όσα συνέβαιναν σε μια οικογένεια. Η δημοσιοποίησή τους συνιστούσε κουτσομπολιό χαμηλού επιπέδου και αποσκοπούσε αποκλειστικά και μόνο στην προαγωγή των συμφερόντων αυτών που τα δημοσίευσαν και στην ικανοποίηση της χαμηλού επιπέδου δημόσιας περιέργειας. Η Επιτροπή καλεί για άλλη μια φορά τους δημοσιογράφους και τα ΜΜΕ ενημέρωσης να συμπεριφέρονται υπεύθυνα και με ήθος σε ανάλογες περιπτώσεις. Παράλληλα, η Επιτροπή θεωρεί χρέος της να εξάρει το υψηλό επίπεδο ευθύνης της μερίδας εκείνης των ΜΜΕ που συνειδητά εφάρμοσαν τη δημοσιογραφική δεοντολογία και δεν δέχθηκαν να θυσιάσουν το δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής στο βωμό της αναγνωσιμότητας ή της τηλεθέασης και ακροαματικότητας. ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΗΣ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ 25/6/2014
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
9/2014
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
29/05/2014
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΟΧΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (9/17/3/2014) από τον Αρη Θεοφίλου, Πολιτικό Μηχανικό, ότι το περιοδικό «Πολιτικός Μηχανικός» αρνήθηκε να δημοσιεύσει επιστολή του επί θέματος που αφορούσε το Ίδρυμα Προώθησης Έρευνας. Το περιοδικό αποτελεί εκφραστικό όργανο του Συλλόγου Πολιτικών Μηχανικών Κύπρου (ΣΠΟΛΜΗΚ) και είναι εγγεγραμμένο με βάση το νόμο. Δημοσιεύει αποκλειστικά θέματα επιστημονικής-τεχνικής φύσης και άρθρα που ενδιαφέρουν τα μέλη του συλλόγου. Ο παραπονούμενος Αρης Θεοφίλου ανέφερε στο παράπονό του ότι, ύστερα από δική του καταγγελία για ασυμβίβαστο μεταξύ των ιδιοτήτων μερικών μελών του Διοικητικού Συμβουλίου του Ιδρύματος Προώθησης Ερευνας (ΙΠΕ) (πχ ο Πρύτανης του Πανεπιστημίου Κύπρου είναι μέλος ενώ το Πανεπιστήμιο λαμβάνει χρηματοδότηση από το ΙΠΕ) η Επιτροπή Ελέγχου της Βουλής εξέτασε το θέμα και προέβη τον Ιανουάριο του 2012 σε συστάσεις για λήψη διορθωτικών μέτρων. Μετά την εξέλιξη αυτή, ο παραπονούμενος κάλεσε το Διοικητικό Συμβούλιο του ΣΠΟΛΜΗΚ να λάβει θέση και να προβεί σε παραστάσεις προς το ΙΠΕ για την υλοποίηση των εισηγήσεων της κοινοβουλευτικής επιτροπής προς λήψη διορθωτικών μέτρων. Ο πρόεδρος του ΣΠΟΛΜΗΚ και υπεύθυνος έκδοσης του περιοδικού Νίκος Νεοκλέους ήγειρε το θέμα προς το ΙΠΕ, τον Απρίλιο του 2012 θέτοντας αριθμό ερωτημάτων κατά πόσο το ΙΠΕ προτίθετο να προβεί στη λήψη διορθωτικών μέτρων, ενώ έγινε και συνάντηση αντιπροσωπείας του ΣΠΟΛΜΗΚ με τον πρόεδρο και το διευθυντή του ΙΠΕ Ο Πρόεδρος του ΙΠΕ απηύθυνε επιστολή στο ΣΠΟΛΜΗΚ ημερομηνίας 30/7/2012 στην οποία ανέφερε ότι δεν θα άλλαζε ο τρόπος λειτουργίας του ιδρύματος αναφέροντας ότι δεν υπήρχε τίποτε το μεμπτό και παραθέτοντας την επιχειρηματολογία του. Κατά τον παραπονούμενο, η επιστολή του προέδρου του ΙΠΕ περιείχε διάφορα σημεία τα οποία διαστρεβλώνουν την αλήθεια, όπως για παράδειγμα το ότι ο Διευθυντής του Γενικού Χημείου είναι μέλος του Δ.Σ. ως άτομο, ενώ στο καταστατικό αναφέρεται ότι είναι μέλος ex officio. Η επιστολή δημοσιεύθηκε στην έκδοση του περιοδικού το Σεπτέμβριο του 2012. Ο παραπονούμενος ανέφερε ότι ως εισηγητής του θέματος έγραψε απαντητική επιστολή ημερομηνίας 31/1/2013 και ζήτησε να δημοσιευθεί στο επόμενο τεύχος, που εκδόθηκε το Σεπτέμβριο του 2013 και έλαβε διαβεβαίωση προς τούτο από το μέλος της συντακτικής επιτροπής Ανδρέα Θεοδότου. Όμως η επιστολή δεν δημοσιεύθηκε και ο κ. Θεοδότου του έδωσε την εξήγηση ότι η επιστολή ξεχάστηκε. Περαιτέρω ανέφερε ότι ενώ ο ΣΠΟΛΜΗΚ είχε τη δυνατότητα να δημοσιεύσει την επιστολή στην ιστοσελίδα του ή να την περιλάβει στο ενημερωτικό δελτίο που αποστέλλει στα μέλη του δεν το έπραξε. Επίσης ανέφερε ότι πληροφορήθηκε πως η επιστολή του δεν περιλαμβάνεται στην ύλη του προκαταρκτικού τεύχους της επόμενης έκδοσης του περιοδικού. Τέλος ανέφερε ότι δεν πήρε ποτέ καμιά επίσημη απάντηση για την τύχη της επιστολής του και ότι η όλη συμπεριφορά των υπευθύνων του περιοδικού «Πολιτικός Μηχανικός» συνιστά παραβίαση της διάταξης του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας περί παροχής του δικαιώματος απάντησης. Επεξηγηματικά ανέφερε ότι στην επιστολή του αφιέρωνε μικρό μέρος σε ανασκευή των θέσεων του ΙΠΕ, ενώ το υπόλοιπο ήταν κριτική για τον τρόπο λειτουργίας του ιδρύματος, με αναφορές στη λειτουργία παρόμοιων οργανισμών χρηματοδότησης έρευνας σε άλλες χώρες. Στο παράπονο απάντησε ο ΣΠΟΛΜΗΚ με επιστολή του Προέδρου και του Γενικού Γραμματέα στην οποία ο Σύλλογος ανέφερε ότι το περιοδικό αποτελούσε το εκφραστικό του όργανο «με αποκλειστικό σκοπό την ενημέρωση των μελών... σε επαγγελματικά και επιστημονικά θέματα του κλάδου...». Ανέφερε ότι αποφάσισε να παραθέσει τις απόψεις του παρ’ όλο που θεώρησε πως «στην περίπτωση αυτή δεν εφαρμόζονται οι πρόνοιες του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας. Ως προς το θέμα της επίμαχης επιστολής, ανέφερε ότι το ΚΔΣ του Συλλόγου αποφάσισε να μη δημοσιεύσει την επιστολή του παραπονουμένου γιατί έκρινε ότι «το θέμα είχε εξαντληθεί αφού πλέον υπήρξε η κατάλληλη ενημέρωση και δεν υπήρχε λόγος να δημοσιεύσει την επιστολή του κ. Θεοφίλου που επαναλάμβανε τα ίδια πράγματα». Επίσης ανέφερε ότι αν ο κ. Θεοφίλου επιθυμούσε, μπορούσε να δημοσιοποιήσει τις απόψεις του στα ΜΜΕ, όπως είχε πράξει και στο παρελθόν. Τέλος ανέφερε ότι το Κ.Δ.Σ. του Συλλόγου εξέτασε το παράπονο του κ. Θεοφίλου για μη δημοσίευση της επιστολής του και έκρινε σωστό να συναντηθεί μαζί του για να του δώσει τις απαραίτητες εξηγήσεις, αλλά ο κ. Θεοφίλου αρνήθηκε να συναντηθεί με τριμελή επιτροπή που διορίστηκε για το σκοπό αυτό. Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας διαπίστωσε ότι το περιοδικό, ως καθαρά όργανο ενός επαγγελματικού συλλόγου με αποκλειστική αποστολή την ενημέρωση των μελών του ΣΠΟΛΜΗΚ για τις δραστηριότητές του και τη δημοσίευση επιστημονικών άρθρων, αλλά και λόγω του γεγονότος ότι δεν εκδίδεται σε σύντομα και τακτά χρονικά διαστήματα, δεν αποτελεί Μέσο Μαζικής Ενημέρωσης με την καθιερωμένη έννοια του όρου. Διαπίστωσε επίσης ότι ο σύλλογος που το εκδίδει δεν αποτελεί μέλος του Συνδέσμου Εκδοτών Εφημερίδων και Περιοδικών Κύπρου, που έχει προσυπογράψει τον Κώδικα. Για τους ανωτέρω λόγους η Επιτροπή αποφάσισε ότι το περιοδικό δεν υπάγεται στην αρμοδιότητά του και επομένως δεν μπορεί να ζητήσει τη δημοσίευση της απόφασής της από το περιοδικό με βάση τη σχετική πρόνοια του Κώδικα. Ωστόσο η Επιτροπή αποφάσισε δεν θα μπορούσε να τηρήσει σιγή επί του θέματος ουσίας στο οποίο αφορούσε το παράπονο, δηλαδή την άσκηση του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος της ελευθερίας έκφρασης. Επί του προκειμένου, η Επιτροπή θεωρεί ότι το δικαίωμα της ελευθερίας έκφρασης πρέπει να τυγχάνει σεβασμού και να μην παρακωλύεται με την επίκληση τυπικών λόγων. Ακόμα και αν γίνει δεκτό ότι η επιστολή του παραπονουμένου «επαναλάμβανε τα ίδια πράγματα» θα ήταν προτιμότερο να ακουσθούν τα ίδια πράγματα παρά να παρεμποδισθεί το δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης, το οποίο αποτελεί συστατικό στοιχείο της δημοκρατίας. Και αυτό πολύ περισσότερο γιατί ο παραπονούμενος είχε ανακινήσει ένα σοβαρό θέμα για το οποίο δικαιώθηκε από την Επιτροπή Ελέγχου της Βουλής, η οποία εισηγήθηκε και τη λήψη κάποιων διορθωτικών μέτρων. Η Επιτροπή πιστεύει ότι η φίμωση απόψεων δεν αποτελεί ένδειξη υγιούς δημοκρατίας και ότι ακόμη και ο πλεονασμός απόψεων μάλλον προάγει τη δημοκρατία παρά την πλήττει. Ο παραπονούμενος θα μπορούσε να δημοσιοποιήσει τις απόψεις του στα ΜΜΕ αλλά σημασία είχε να τις πληροφορηθούν τα άτομα που είχαν λάβει γνώση του περιεχομένου της επιστολής του ΙΠΕ που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
7/2014
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
29/05/2014
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (7/10/3/2014) από τη Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης Αννη Σιακαλλή για κατ’ ισχυρισμό δημοσίευση ανακριβών πληροφοριών, χωρίς τη λήψη μέριμνας για διακρίβωση της εγκυρότητας και ακρίβειας των πληροφοριών, στην εφημερίδα «Φιλελεύθερος». Το παράπονο αφορούσε σε κείμενο που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα στις 9/3/2014, το οποίο αποτελούσε τμήμα ολοσέλιδου ρεπορτάζ της Τώνιας Σταυρινού για την εκμετάλλευση γυναικών για σκοπούς παροχής σεξουαλικών υπηρεσιών επί πληρωμή. Το ρεπορτάζ ήταν βασισμένο σε δηλώσεις της Μύριας Βασιλειάδου, Συντονίστριας της Ευρωπαϊκής Ενωσης κατά της Εμπορίας Προσώπων και το κεντρικό της θέμα ήταν η καθυστέρηση στη ψήφιση εθνικής νομοθεσίας για την ενσωμάτωση της Ευρωπαϊκής Οδηγίας για την Εμπορία Προσώπων, με ενδεχόμενο η Κύπρος να υποστεί κυρώσεις μετά την παρέλευση της παράτασης που της παραχωρήθηκε μέχρι το Μάρτιο του 2014. Το ρεπορτάζ ανέφερε, μεταξύ άλλων ότι νομοσχέδιο που θα αποστελλόταν στη Βουλή «κουτσουρεύτηκε προτού φτάσει στο Νομοθετικό Σώμα, από τη διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης του Υπουργείου Εσωτερικών, Άννυ Σιακαλλή». Παρέθετε δηλώσεις της κ. Βασιλειάδου και πληροφορίες για προηγούμενη καταδίκη της Κύπρου και στη συνέχεια, κάτω από τον υπότιτλο «Το σκανδαλώδες παρασκήνιο» το ρεπορτάζ ανέφερε ότι: «Το νομοσχέδιο που θα οδηγούσε σε συμμόρφωση με την Οδηγία, ετοιμάστηκε και στάληκε για νομοτεχνική έλεγχο της Εισαγγελία τον Ιούνιο του 2013. Σύμφωνα με πληροφορίες του «Φ» ήταν ένα δυνατό νομικό εργαλείο που κάλυπτε όλο το φάσμα του εγκλήματος της εμπορίας προσώπων, ικανοποιούσε όλους τους εμπλεκόμενους φορείς και οδηγούσε σε πλήρη συμμόρφωση της Κύπρου με την Οδηγία και μάλιστα εμπρόθεσμα. Κι ενώ ήταν θέμα χρόνου να οδηγηθεί στη Βουλή για ψήφιση, σύμφωνα με τις πληροφορίες μας, παρενέβη η κ. Αννυ Σιακαλλή, διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης του Υπουργείου Εσωτερικών και άλλαξε σημαντικά σημεία του νομοσχεδίου. Το σοβαρότερο από αυτά θεωρείται η αφαίρεση της πρόνοιας που υπήρχε για να εξετάζεται ο επαναπατρισμός των θυμάτων ανά περίπτωση ώστε να γίνεται αξιολόγηση του κινδύνου που διατρέχουν αν επαναπατριστούν… Και η κ. Σιακαλλή, σύμφωνα με τις πληροφορίες μας, αφαίρεσε τις σχετικές πρόνοιες βάζοντας τον επαναπατρισμό των θυμάτων κάτω από τον περί Αλλοδαπών Νόμο. Στην ουσία διασφαλίζει δηλαδή την ευχέρεια του κράτους να απελαύνει θύματα εμπορίας... Μια άλλη ενέργεια της κ. Σιακαλλή ήταν να αντικαταστήσει την αναφορά στον υπουργό Εσωτερικών –που είναι σύμφωνα με τον νόμο ο εθνικός συντονιστής για την Εμπορία Προσώπων –αντικαθιστώντας την με τη δική της ιδιότητα, παίρνοντας στην ουσία το θέμα υπό τον έλεγχό της…» Η κ. Σιακαλλή παραπονέθηκε ότι το δημοσίευμα απέδωσε στην ίδια προσωπικά, υπό την ιδιότητα της ως Διευθύντριας του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, «ενέργειες που εν ολίγοις, κατά το δημοσίευμα, οδήγησαν πέραν της καθυστέρησης στην έγκριση… του νομοσχεδίου… και σε λανθασμένη εναρμόνιση, χωρίς να επιδιώξει να διασταυρώσει τις εν λόγω πληροφορίες είτε με το Υπουργείο Εσωτερικών, το οποίο κατέθεσε το νομοσχέδιο στη Βουλή, είτε με μένα όπου έκανε προσωπική αναφορά». Περαιτέρω ανέφερε ότι επειδή οι επίμαχες αναφορές δημοσιεύθηκαν στο πλαίσιο καταγραφής των δηλώσεων της Δρ. Βασιλειάδου ενδεχόμενα να δημιουργείτο η λανθασμένη εντύπωση στους αναγνώστες ότι είτε αυτά περιλαμβάνονται στα όσα δήλωσε η Δρ Βασιλειάδου είτε τουλάχιστον ότι τα συμμερίζεται. Ως προς τα γεγονότα, η κ. Σιακαλλή ανέφερε ότι το σχετικό νομοσχέδιο στάλθηκε για νομοτεχνικό έλεγχο στη Νομική Υπηρεσία από το Υπουργείο Εσωτερικών το Σεπτέμβριο, 2013 (και όχι τον Ιούνιο 2013, όπως αναφερόταν στο δημοσίευμα) μετά την ολοκλήρωση του οποίου υποβλήθηκε και εγκρίθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο στις 19.12.13 και στη συνέχεια κατατέθηκε στη Βουλή των Αντιπροσώπων για ψήφιση στις 08.01.2014. Η κ. Σιακαλλή έθεσε το ερώτημα πώς ήταν δυνατό, μετά την ολοκλήρωση του νομοτεχνικού ελέγχου και τη έγκριση του νομοσχεδίου από το Υπουργικό Συμβούλιο, να της αποδίδεται «και μάλιστα στη βάση μη επιβεβαιωμένων πληροφοριών από τη δημοσιογράφο, προσωπική ευθύνη και να στοχοποιείται προσωπικά οποιοσδήποτε Λειτουργός για καθυστέρηση και ακόμα και για λανθασμένη ενσωμάτωση της σχετικής Οδηγίας». Η εφημερίδα δεν απάντησε στις επί μέρους καταγγελίες της κ. Σιακαλλή αλλά ενημέρωσε την Επιτροπή ότι γινόταν προσπάθεια φιλικής διευθέτησης με τη δημοσίευση των απαντήσεων της παραπονουμένης στο όλο δημοσίευμα. Επειδή παρήλθαν δύο και πλέον μήνες από τη δημοσίευση των πληροφοριών η Επιτροπή θεώρησε ότι παρήλθε μεγάλο διάστημα και ότι η δημοσίευση οποιωνδήποτε απαντήσεων δεν θα ικανοποιούσε τη σχετική πρόνοια του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, επειδή θα απείχε χρονικά από το δημοσίευμα τόσο, ώστε το δικαίωμα της απάντησης να καθίσταται άνευ αντικειμένου. Επίσης αποφάσισε ότι ανεξάρτητα από την έκβαση των προσπαθειών για φιλική διευθέτηση υπό τη μορφή δημοσίευσης των θέσεων της παραπονούμενης, που ούτως ή άλλως αποτελούσε υποχρέωσης της εφημερίδας με βάση την πρόνοια για παροχή του δικαιώματος απάντησης, παραμένει το γεγονός ότι η εφημερίδα, εφ’ όσο άσκησε άμεση κριτική φερόμενων ενεργειών της παραπονουμένης, θα έπρεπε να είχε ελέγξει την ακρίβεια των πληροφοριών με προσφυγή στην πηγή των αναφερόμενων γεγονότων και να παράσχει στην κ. Σιακαλλή το δικαίωμα αντίκρουσης ή απάντησης, ταυτόχρονα με τη δημοσίευση των εναντίον της ισχυρισμών. Πάγια θέση της Επιτροπής είναι ότι η πρόνοια πως «τα Μ.Μ.Ε. παρέχουν στους επηρεαζομένους, στην κατάλληλη περίπτωση και ιδιαιτέρως όταν έχουν υποστεί επίθεση, την ευκαιρία να απαντήσουν…» σημαίνει πως οσάκις διατυπώνονται ισχυρισμοί για πράξεις ή παραλείψεις που εμπεριέχουν και το στοιχείο της επίκρισης ή της επίρριψης ευθύνης, η «κατάλληλη περίπτωση» παροχής της ευκαιρίας αντίκρουσης ή της απάντησης στους επηρεαζομένους είναι ταυτόχρονα με τη δημοσίευση ή αν αυτό δεν είναι δυνατό, το ταχύτερο δυνατό μετά τη δημοσίευση. Όπως επανειλημμένα έχει υποδείξει η Επιτροπή, η παρέλευση μεγάλου χρονικού διαστήματος από τη δημοσίευση στην ουσία ακυρώνει το δικαίωμα της απάντησης, δεδομένου ότι οι εντυπώσεις έχουν εδραιωθεί και η μνήμη ως προς το περιεχόμενο του δημοσιεύματος έχει εξασθενήσει.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
12/2014
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
25/05/2014
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΟΧΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (12/1/5/2014) το οποίο υπέβαλε ανώνυμος πολίτης εναντίον του τοπικού εντύπου «ΕΠΙΛΟΓΕΣ ΠΑΦΟΥ», μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου μιας χρήσης. Ο παραπονούμενος, αφού ανέφερε ότι ήθελε να παραμείνει ανώνυμος, ισχυρίστηκε ότι ήταν ψευδή δημοσιεύματα στο έντυπο, τα οποία αποτελούσαν περιγραφή γεγονότων στα οποία ήταν παρών ο ίδιος, αλλά δεν τον αφορούσαν προσωπικά. Περαιτέρω ανέφερε ότι τα γεγονότα που περιγράφονταν στο δημοσίευμα και δηλώσεις που φέρονται να έγιναν αφορούσαν σε συγγενικό πρόσωπο του δημοσιογράφου, ο οποίο είχε τύχει νοσηλείας στο Νοσοκομείο Πάφου, ενώ ο δημοσιογράφος δεν έλεγξε την ακρίβεια των αφηγήσεων άλλων συγγενών για φερόμενη συμπεριφορά γιατρών και νοσηλευτών. Η Επιτροπή αποφάσισε ότι δεν θα μπορούσε να προχωρήσει στην εξέταση της ουσίας του παραπόνου, επειδή είχε υποβληθεί ανώνυμα και κατά συνέπεια το απέρριψε. Ο Κανονισμός 14 για τη λειτουργία της Επιτροπής αναφέρει ότι τα παράπονα που υποβάλλονται πρέπει να είναι επώνυμα και να αναφέρεται το όνομα, η διεύθυνση και το τηλέφωνο ή άλλη μέθοδος επικοινωνίας της Επιτροπής με τον παραπονούμενο. Η απουσία των πιο πάνω αφ’ ενός κατέστησε αδύνατη την εξακρίβωση της γνησιότητας του παραπόνου και αφ’ ετέρου τη λήψη πληροφοριών που ήταν αναγκαίες για την εξέτασή του. Στην προκειμένη περίπτωση δεν αναφέρθηκε η ημερομηνία έκδοσης του εντύπου ούτε και στάληκε πρωτότυπο ή φωτοαντίγραφο της, όπως προνοείται από τον Κανονισμό 13, με συνέπεια να μην τεθούν ενώπιον τα Επιτροπής ουσιώδη στοιχεία. Η ανωνυμία του παραπονουμένου μπορεί να τηρηθεί είτε ύστερα από αίτημα του παραπονουμένου είτε αν η Επιτροπή θεωρήσει ότι επιβάλλεται εκ των πραγμάτων (πχ σε περιπτώσεις στις οποίες η αναφορά στο πρόσωπο του παραπονουμένου θα μπορούσε να οδηγήσει στην αποκάλυψη τη ταυτότητας θύματος σεξουαλικής βίας). Όμως η ταυτότητα του παραπονουμένου πρέπει να είναι γνωστή στην Επιτροπή προκειμένου να αποφασίσει σε πρώτο στάδιο κατά πόσο πληρούνται οι όροι του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας για εξέταση παραπόνου.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
10/2014
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
29/04/2014
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (10/17/3/2014) από το Βασίλη Θωμά ότι η ιστοσελίδα TOTHEMAONLINE δημοσίευσε, στις 17/3/2014 είδηση για φερόμενη αυτοκτονία νεαρής στην Κίνα και περιέγραφε με λεπτομέρεια τις ενέργειες και τον τρόπο της αυτοχειρίας. Ειδικότερα, κάτω από τον τίτλο «Σοκ στην Κίνα: Νεαρή «ανέβασε» την αυτοκτονία της στο Instagram!» και τη φωτογραφία της γυναίκας, παρέθεσε τους λόγους και περιέγραψε λεπτομερώς τις ενέργειες της πριν από τη φερόμενη αυτοχειρία, αναφέροντας και τον τρόπο της φερόμενης αυτοχειρίας Ζητήθηκαν οι απόψεις της ιστοσελίδας η οποία δεν ανταποκρίθηκε κατά παράβαση του πρόνοιας του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας που καθιστά υποχρέωση των ΜΜΕ και των δημοσιογράφωντη συνεεργαία τους με την Επιτροπή στην εξέταση παραπόνων. Η Επιτροπή εξέτασε το παράπονο με βάση τα ενώπιόν της στοιχεία και κατέληξε στην απόφαση ότι παρά το γεγονός πως η φερόμενη πράξη αφορούσε άτομο εκτός Κύπρου η ιστοσελίδα όφειλε να τηρήσει τις πρόνοιες του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας. Το εδάφιο 3 του άρθρου 5 του Κώδικα ορίζει ρητά πως πως δεν δημοσιεύονται πληροφορίες για αυτοκτονίες και ότι στις εξαιρετικές εκείνες περιπτώσεις στις οποίες θα πρέπει να γίνει αναφορά σε ένα τέτοιο γεγονός πρέπει να επιδεικνύεται ευαισθησία και ιδιαίτερη προσοχή για αποφυγή λεπτομερειών για τη μέθοδο, ακόμα και όταν οι πληροφορίες προέρχονται από προνομιούχο διαδικασία. Ακόμη και στις περιπτώσεις αυτές, όταν για παράδειγμα οι πληροφορίες προέρχονται από δικαστηριακή ακρόαση πρέπει να τηρούνται όλες οι άλλες πρόνοιες του Κώδικα για το θέμα της αυτοκτονίας. Η Επιτροπή, συμμεριζόμενη τις απόψεις των ειδικών τις οποίες θεωρεί έγκυρες και ακολουθούσα την πάγια πρακτική της επί του θέματος των αυτοκτονιών, αποφάσισεί ότι η παράθεση των λόγων για τη φερόμενη αυτοχειρία, έστω και αν έγινε στην άλλη άκρη της γης, καθώς και η περιγραφή ενεργειών του ατόμου και του τρόπου αυτοκτονίας είναι δυνατό να βρει μιμητές από άτομα που βρίσκονται κάτω από παρόμοια συναισθηματική φόρτιση και έχουν διαταραγμένη προσωπικότητα ή τάση προς αυτοκτονία. Κατά συνέπεια η Επιτροπή αποφάσισε ότι το δημοσίευμα της ιστοσελίδας συνιστά σαφή παραβίαση του άρθρου 5 του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
8/2014
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
29/04/2014
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (8/14/3/2014) από την Επίτροπο Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού ότι η εφημερίδα «Πολίτης» παραβίασε το δικαίωμα παιδιού σε ιδιωτική ζωή και αξιοπρέπεια με την επαναδημοσίευση φωτογραφιών του σώματός του με εμφανή σημεία κακοποίησης ύστερα από ξυλοδαρμό του το 2009. Η εφημερίδα δημοσίευσε δύο φωτογραφίες του σώματος του παιδιού ως μέρος ρεπορτάζ για την εξέλιξη του θέματος και ειδικότερα της πορείας της ποινικής δίωξης του ατόμου που φέρεται να κακοποίησε το παιδί. Η Επίτροπος ανέφερε ότι μετά την αρχική δημοσίευση των φωτογραφιών είχε αποφανθεί ότι η δημοσίευσή τους παραβίαζε τα δικαιώματα του παιδιού και προσθεσε πως η επαναλαμβανόμενη προβολή του κακοποιημένου σώματός του όχι μόνο δεν διασφαλίζει το συμφέρον του παιδιού αλλά συνιστά περαιτέρω κακοποίησή του, δεδομένου ότι προσβάλλεται η αξιοπρέπειά του κατά παράβαση του άρθρου 16 της Σύμβασης για τα την Προστασία των Δικαιωμάτων του Παιδιού, που απαγορεύει την αυθαίρετη παρέμβαση στην ιδιωτική ζωή και την προσβολή της τιμής και υπόληψης του παιδιού. Επισήμανε επίσης ότι η προβολή του κακοποιημένου σώματος του παιδιού το εξευτελίζει αφού έγινε σε πλαίσια που δεν είχαν στόχο τη θεραπεία ή την παροχή οποιασδήποτε στήριξης. Η Επίτροπος ανέφερε ότι παρά τις καλές προθέσεις της εφημερίδας για ευαισθητοποίηση της κοινωνίας, θεωρούσε πως η επαναδημοσίευση των φωτογραφιών επαναθυματοποίησε το παιδί υποβάλλοντάς το σε ένα δεύτερο δημόσιο εξευτελισμό, δεδομένου ότι, μετά την κακοποίηση είχε δημοσιευθεί φωτογραφία του προσώπου του πατέρα του παιδιού, επιτρέποντας την εύκολη αναγνώριση του ίδιου του παιδιού. Ζητήθηκαν οι απόψεις της εφημερίδας, η οποία δυστυχώς δεν ανταποκρίθηκε, κατά παράβαση της υποχρέωσης που πηγάζει από τον Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας για συνεργασία με την Επιτροπή, η οποία προχώρησε στην εξέταση του παραπόνου με βάση τα ενώπιόν της δεδομένα. Η Επιτροπή υιοθέτησε τη θέση της Επιτρόπου για την Προστασία του Παιδιού ότι υπήρξε παραβίαση με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 16 της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Παιδί. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή αποφάσισε ότι υπήρξε παραβίαση του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας , δεδομένου ότι η τήρηση της Σύμβασης αποτελεί, με βάση το άρθρο 11 του Κώδικα, υποχρέωση των ΜΜΕ και των λειτουργών τους.Περαιτέρω αποφάσισε ότι η δημοσίευση των φωτογραφιών και η θέα των τραυμάτων στο σώμα του ήταν δυνατό να επαναφέρει και να οξύνει τον πόνο που το παιδί υπέστη από την κακομεταχείριση του κατά παράβαση της σχετικής πρόνοιας του Κώδικα. Η Επιτροπή εξέτασε το θέμα και υπό το πρίσμα των προνοιών του άρθρου 3 της Σύμβασης για το Παιδί που προβλέπει ότι: «Σε όλες τις αποφάσεις που αφορούν στα παιδιά, είτε αυτές λαμβάνονται από δημοσίους ή ιδιωτικούς οργανισμούς κοινωνικής προστασίας, είτε από τα δικαστήρια, τις διοικητικές αρχές ή από τα νομοθετικά όργανα, πρέπει να λαμβάνεται πρωτίστως υπόψη το συμφέρον του παιδιού». Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι στην προκειμένη περίπτωση το δημοσίευμα δεν εξυπηρετούσε με κανένα τρόπο το συμφέρον του παιδιού. Κατά την εξέταση του παραπόνου η Επιτροπή έλαβε υπόψη το γεγονός ότι ο συντάκτης και η εφημερίδα ενήργησαν καλοπροαίρετα με πρόθεση την ευαισθητοποίηση της κοινωνίας γύρω από την κακοποίηση παιδιών. Ομως επεσήμανε ότι οσάκις επιχειρείται κάτι τέτοιο θα πρέπει να τηρούνται όλες οι πρόνοιες του Κώδικα -και στην προκειμένη περίπτωση και της Σύμβασης για το Παιδί. Για το λόγο αυτό η Επιτροπή αποφάσισε να καλέσει τα ΜΜΕ και τους λειτουργούς τους, οσάκις ασχολούνται με θέματα που αφορούν σε παιδιά, και ανεξάρτητα από οποιεσδήποτε καλές προθέσεις, να έχουν πάντοτε και πρωτίστως υπόψη το συμφέρον του παιδιού κατά το άρθρο 3 της Σύμβασης και την προστασία του παιδιού από αχρείαστη έκθεση στα φώτα της δημοσιότητας.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
12/2013
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
29/03/2014
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΟΧΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (12/2/9/2013) από την Ανώτερη Λειτουργό Τύπου της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου για δύο δημοσιεύματα στο «Φιλελεύθερο» στις 10 και 11 Αυγούστου, 2013, που αφορούσαν σε φερόμενη άρνηση του (τότε) διοικητή της ΚΤΚ Πανίκου Δημητριάδη να ενημερώσει τη Βουλή για τις απολαβές και τα ωφελήματά του και ειδικότερα αν αποδέχθηκε ή όχι μείωση των απολαβών του, στο πλαίσιο των περικοπών των μισθών με βάση τις μνημονιακές υποχρεώσεις της Κύπρου. Το παράπονο ανέφερε ότι η ΚΤΚ «απορρίπτει τους αυθαίρετους ισχυρισμούς του άρθρου με τίτλο «Παίζει κρυφτούλι με το μισθό το ο Διοικητής ΚΤ», που έγραψε ο κ. Μιχάλης Χατζηστυλιανού καθώς, επίσης, το περιεχόμενο παραπολιτικού σχολίου με τίτλο «Ιδού η Ρόδος» με τα αρχικά Μ. ΕΥΡ. Από την ανάγνωση του πρώτου δημοσιεύματος της εφημερίδας προκύπτει ότι η πληροφόρηση στην οποία αναφερόταν το παράπονο είχε ληφθεί από επίσημα κείμενα της Βουλής και πιο συγκεκριμένα από ερώτηση του βουλευτή Γιώργου Περδίκη προς τον Υπουργό Οικονομικών και απάντηση του Γ. Διευθυντή του Υπουργείου, από τα οποία έβγαινε σαφώς το συμπέρασμα πως η Κεντρική Τράπεζα είχε αρνηθεί να παράσχει τις πληροφορίες που ζήτησε ο βουλευτής για τις απολαβές του κ. Δημητριάδη. Το δημοσίευμα επίσης ανέφερε ότι η εφημερίδα είχε απευθυνθεί στην Κεντρική Τράπεζα ζητώντας πληροφορίες για το θέμα χωρίς να πάρει σαφή απάντηση κατά πόσο ο μισθός του διοικητή είχε μειωθεί. Επειδή το παράπονο ήταν διατυπωμένο με πολύ γενικό τρόπο και δεν διευκρίνιζε ποιες από τις πολλές πληροφορίες που δημοσιεύθηκαν θεωρούνταν «αυθαίρετοι ισχυρισμοί» ζητήθηκαν διευκρινίσεις. Ειδικότερα, η Επιτροπή ζήτησε εξειδίκευση του παραπόνου ως προς το πρώτο δημοσίευμα, δεδομένου ότι το δεύτερο δημοσίευμα αποτελούσε έκφραση γνώμης και θα μπορούσε να κριθεί μόνο υπό το πρίσμα των προνοιών του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας περί αποφυγής προσωπικών ή προσβλητικών επιθέσεων, γεγονός που εκ πρώτης όψεως δεν φαίνεται να συνέβαινε. Η κ. Αλίκη Στυλιανού ενημέρωσε τη Γραμματεία ότι ανέμενε οδηγίες από τους ανωτέρους της περί του πρακτέου. Επειδή παρήλθαν 8 μήνες από την υποβολή του αιτήματος για διευκρινίσεις ενώ στο μεταξύ ο κ. Πανίκος Δημητριάδης παραιτήθηκε από τη θέση του η Επιτροπή εξέτασε το παράπονο με τα δεδομένα που είχε ενώπιόν της. Η Επιτροπή, με βάση το περιεχόμενο των επίμαχων δημοσιευμάτων και το κείμενο της επιστολής παραπόνου κατέληξε στην απόφαση ότι το παράπονο δεν τεκμηριώθηκε και συνεπώς δεν διαπίστωσε παραβίαση οποιασδήποτε πρόνοιας του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
1/2014
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
27/02/2014
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΟΧΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (1/14/1/2014) από τον Μάριο Πολυκάρπου ότι η εφημερίδα Cyprus Mail αρνήθηκε επανειλημμένα ή διέγραψε από την ιστοσελίδα της σχόλια που κατά καιρούς ανήρτησε για διάφορα θέματα. Ο παραπονούμενος υποστήριξε ότι η εφημερίδα, διαγράφοντας τα σχόλια επισκεπτών της ιστοσελίδας του επέβαλλε φίμωση σε όσους έγραφαν ευνοϊκά σχόλια για την Κυπριακή Δημοκρατία, την κυβέρνηση, την Αστυνομία ή την Εθνική Φρουρά, κατά παράβαση των προνοιών του Κώδικα περί αποφυγής διακρίσεων και της παροχής του δικαιώματος απάντησης σε άτομα που έμμεσα επηρεάζονται από τα σχόλια. Ο παραπονούμενος παρέθεσε στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι σχόλια που είχε αποστείλει είχαν αφαιρεθεί από τη σειρά των σχολίων παρά το γεγονός, όπως υποστήριξε, ότι δεν ήταν αντίθετα προς το νόμο και ειδικότερα δεν συνιστούσαν λίβελο ή δυσφήμηση και δεν ήταν άσεμνα ή ανατρεπτικά. Επίσης ανέφερε ότι το Cyprus Mail δεν είχε δικαίωμα να αφαιρεί σχόλια τα οποία δεν παραβιάζουν τους νόμους αλλά αποτελούν απλώς έκφραση πολιτικής γνώμης. Το Cyprus Mail απάντησε ότι η δημοσίευση σχολίων από επισκέπτες της ιστοσελίδας του διέπεται από τους όρους και προϋποθέσεις τους οποίους οι επισκέπτες πρέπει να έχουν αποδεχθεί προτού τους παρασχεθεί το δικαίωμα δημοσίευσης. Ανέφερε επίσης ότι διαθέτει δύο συστήματα αυτόματου ελέγχου του περιεχομένου των σχολίων, ενώ σχόλια των οποίων παρεμποδίζεται η δημοσίευση ή σημειώνονται από τρίτους υπόκεινται σε έλεγχο από εντεταλμένο άτομο που είναι συνήθως αρχισυντάκτης ή ανώτερος συντάκτης για να διαπιστωθεί αν πράγματι ήταν επιλήψιμα. Τα ίδια πρόσωπα ελέγχουν και διαγράφουν σχόλια με επιλήψιμο περιεχόμενο, τα οποία ενδεχομένως να διαφύγουν από τα κριτήρια των δύο συστημάτων αυτόματου ελέγχου. Η εφημερίδα απέρριψε τον ισχυρισμό του παραπονούμενου ότι επιτρέπει μόνο σχόλια που είναι εχθρικά προς την Κυπριακή Δημοκρατία και ανέφερε ότι ο παραπονούμενος, που χρησιμοποιεί το ψευδώνυμο Nordic, αποστέλλει περίπου 40 σχόλια την ημέρα, τα οποία δημοσιεύονται. Σύμφωνα με τους όρους χρήσης της ιστοσελίδας, ή εφημερίδα διατηρεί το δικαίωμα ελέγχου, τροποποίησης, διαγραφής ή άρνησης δημοσίευσης σχολίων ή άλλου υλικού κατά την απόλυτη κρίση της και επίσης το δικαίωμα πλήρους παρεμπόδισης της χρήσης της ιστοσελίδας σε περιπτώσεις παραβίασης των όρων χρήσης. Οι όροι χρήσης περιλαμβάνουν κατάλογο κειμένων τα οποία θεωρούνται παράνομα ή των οποίων η ανάρτηση απαγορεύεται, μεταξύ των οποίων είναι κείμενα τα οποία είναι επιθετικά, παρενοχλούν ή προάγουν το ρατσισμό, την προκατάληψη, την εχθρότητα, το μίσος ή την πρόκληση φυσικής βλάβης σε άτομα ή ομάδες, την παρενόχληση, ή συμπεριφορά που είναι προσβλητική, απειλητική, χυδαία ή δυσφημητική ή εγκληματικές δραστηριότητες Η εφημερίδα απέστειλε πολλά δείγματα σχολίων του παραπονουμένου που διαγράφηκαν. Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η εφημερίδα ορθά αφαίρεσε σχόλια που περιείχαν εκφράσεις, λέξεις και οι χαρακτηρισμούς( τα οποία δεν θα μπορούσαν να παρατεθούν σ’ αυτή την απόφαση) για το λόγο ότι παραβίαζαν τους όρους χρήσης της ιστοσελίδας της, αλλά και πρόνοιες του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας. Η Επιτροπή, αφού εξέτασε τα εκατέρωθεν στοιχεία αποφάσισε ότι οι ιστοσελίδες έχουν το δικαίωμα, για δική τους προστασία, να θέτουν όρους και περιορισμούς ως προς τα δημοσιευόμενα σχόλια, αφ’ ενός για να συνάδουν με τις πρόνοιες του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας και αφ’ ετέρου για να αποφύγουν τις νομικές συνέπειες, δεδομένης και πρόσφατης απόφασης του ΕΔΑΔ ότι οι διαχειριστές των ιστοσελίδων είναι υπεύθυνοι για το περιεχόμενο των σχολίων που αναρτώντα ανώνυμα. Στην προαναφερθείσα απόφασή του (DELFI AS v ESTONIA, Οκτώβριος 2013) επί σχεδόν παρόμοιων γεγονότων, δηλαδή επιλήψιμων σχολίων κάτω από είδηση, το ΕΔΑΔ κατέστησε τους διαχειριστές ιστοσελίδας υπεύθυνους για σχόλια επισκεπτών, αναφέροντας ότι, λαμβανομένης υπόψη της είδησης που δημοσίευσαν, θα έπρεπε να αναμένουν επιλήψιμα σχόλια και θα έπρεπε να είχαν επιδείξει επί πλέον μέριμνα ώστε να μη θεωρηθούν υπεύθυνοι, ότι η προειδοποίηση πως η ιστοσελίδα δεν έφερε ευθύνη δεν απέτρεψε τη δημοσίευσή τους και ότι το θιγόμενο μέρος δεν είχε τη δυνατότητα να στραφεί εναντίον των σχολιογράφων, δεδομένου ότι πολλοί χρησιμοποιούσαν ψευδώνυμο. Το ΕΔΑΔ αποφάσισε επίσης ότι η αρχική καταδίκη της ιστοσελίδας από τα Εσθονικά δικαστήρια δεν συνιστούσε δικαιολογημένο και ανάλογο περιορισμό του δικαιώματος της ελευθερίας έκφρασης, εν όψει του γεγονότος ότι τα σχόλια ήταν εξαιρετικά προσβλητικά, η ιστοσελίδα παρέλειψε να παρεμποδίσει τη δημοσιοποίησή τους, επέτρεψε στους συγγραφείς τους να παραμείνουν ανώνυμοι και ωφελήθηκε οικονομικά από αυτά. Είναι σαφές ότι η απόφαση αυτή καθιστά τους διαχειριστές των ιστοσελίδων απόλυτα υπεύθυνους για τα σχόλια επισκεπτών και επομένως οι διαχειριστές έχουν το δικαίωμα, αλλά και την υποχρέωση, να λαμβάνουν μέτρα αυτοπροστασίας και τήρησης του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, παρεμποδίζοντας ή διαγράφοντας σχόλια που αντιβαίνουν στους όρους χρήσης και κατά την κρίση τους δυνατό να είναι επιλήψιμα. Περαιτέρω η Επιτροπή έλαβε υπόψη της καθοδηγητικές αρχές του Διεθνούς Κέντρου Τύπου που εδρεύει στις Βρυξέλλες , οι οποίες αφ’ ενός επιβάλλουν στα διαδικτυακά ΜΜΕ τον προληπτικό και κατασταλτικό έλεγχο των σχολίων από μέλη του κοινού για αποφυγή δημοσίευσης μηνυμάτων με ρατσιστικό, προσβλητικό ή που οδηγεί στη βία περιεχόμενο και αφ’ ετέρου δίδουν σ’ αυτά το δικαίωμα αποκλεισμού συζητήσεων που ξεπερνούν τα όρια του επιτρεπτού. Δεδομένου του γεγονότος ότι μερικά από τα σχόλια του παραπονούμενου που αναφέρθηκαν πιο πάνω περιείχαν φράσεις που θίγουν άτομα ή ομάδες ή συνιστούσαν προσωπική επίθεση, ήταν ξενοφοβικά ή συνιστούσαν δυσμενή διάκριση λόγω φυλετικής ή εθνικής καταγωγής, ή περιείχαν λέξεις που δεν είναι αποδεκτές από την ευρύτερη κοινωνία, η Επιτροπή έκρινε πως η εφημερίδα δικαιολογημένα πήρε μέτρα πλήρους παρεμπόδισης σχολίων του παραπονούμενου ή αφαίρεσής τους και απέρριψε το παράπονό του. Η Επιτροπή επισημαίνει συναφώς ότι το δικαίωμα της επίκλησης της δικαιώματος της ελευθερίας έκφρασης ή απάντησης είναι άρρηκτα συνυφασμένο με το σεβασμό των προνοιών του Κώδικα που αποσκοπούν στην προστασία της τιμής, της υπόληψης και του κύρους άλλων ατόμων και ομάδων ή στην αποτροπή της χρήσης εκφράσεων που στην αντίληψη της ευρύτερης κοινωνίας είναι ανεπίτρεπτες.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
23/2013
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
27/02/2014
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (23/6/12/201) από τη Μ. Χ. ότι η ηλεκτρονική εφημερίδα TOTHEMAONLINE αποκάλυψε προσωπικά στοιχεία ατόμου που είναι πολιτικός πρόσφυγας. Η ιστοσελίδα δημοσίευσε είδηση στις 6 Δεκεμβρίου, 2013, σύμφωνα με την οποία ο πολιτικός πρόσφυγας, που φέρεται να κτυπήθηκε από αστυνομικό της ΜΜΑΔ, όταν μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο «κράτησε μυστική την ασθένεια του, αλλά και το γεγονός ότι από το 2006 μέχρι το 2008, λάμβανε επίδομα ανικανότητας εργασίας, λόγω (αναφέρεται η ασθένεια)». Σύμφωνα με την είδηση, η ασθένεια του έγινε γνωστή, μετά τις εξετάσεις που υποβλήθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας. Περαιτέρω η είδηση ανέφερε ότι ο πολιτικός πρόσφυγας είναι νυμφευμένος και το ζεύγος έχει ένα παιδί, προσθέτοντας ότι «άγνωστο παραμένει κατά πόσον η σύζυγος του γνωρίζει, ή όχι για την κατάσταση της υγείας του». Η ιστοσελίδα ανέφερε στην Επιτροπή ότι στόχος της είδησης δεν ήταν να στοχοποιήσει ανθρώπους και ομάδες ασθενών, αλλά να αποκαλύψει το παράνομο της απόκρυψης της κατάστασης της υγείας του πολιτικού πρόσφυγα, ο οποίος συνέχισε να λαμβάνει επίδομα για την ασθένεια του από το κράτος, αποκρύπτοντας επιμελώς ότι παράλληλα εργαζόταν. Επίσης ανέφερε ότι σκοπός της είδησης ήταν να κακίσει την παράλειψη απόκρυψης της κατάστασης της υγείας του ατόμου αυτού. Αφού εξέτασε τα ενώπιον της στοιχεία, η Επιτροπή αποφάσισε ότι η κατάσταση της υγείας ενός ατόμου και άλλα προσωπικά στοιχεία, όπως η οικογενειακή του κατάσταση και η λήψη επιδόματος αποτελούν προσωπικά δεδομένα, η αποκάλυψη των οποίων είναι νομικά και δεοντολογικά ανεπίτρεπτη. Πέραν τούτου, η είδηση δεν περιορίστηκε στην αποκάλυψη προσωπικών στοιχείων του άμεσα εμπλεκομένου ατόμου, αλλά αναφέρθηκε και στη σύζυγό του και στο παιδί του ζεύγους, εκθέτοντας ολόκληρη την οικογένεια σε διαπόμπευση. Η Επιτροπή έκρινε επίσης ότι το ερώτημα που τέθηκε από την ιστοσελίδα κατά πόσο η σύζυγος γνώριζε ότι ο σύζυγός είχε την ασθένεια που αναφέρθηκε θεωρήθηκε ως παραβίαση της πρόνοιας του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας περί επίδειξης ευαισθησίας και διακριτικότητας όσον αφορά θέματα που αφορούν στον ανθρώπινο πόνο. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή αποφάσισε ότι η αποκάλυψη της φερομένης ασθένειας του ατόμου αυτού αντίκειται στις πρόνοιες του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, τόσο περί σεβασμού της υπόληψης και της ιδιωτικής ζωής κάθε προσώπου και μη αποκάλυψης στοιχείων προσωπικού χαρακτήρα, όσο και στις πρόνοιες για αποφυγή δυσμενών διακρίσεων με βάση την εθνοτική ή φυλετική καταγωγή ή το προσωπικό καθεστώς, περιλαμβανομένης της φυσικής ή διανοητικής ασθένειας. Η παραβίαση καθίσταται ακόμη πιο σοβαρή καθόσον από την αναφορά σε μη πρόθεση στοχοποίησης ανθρώπων ή ομάδων προκύπτει ότι υπήρχε επίγνωση για το ενδεχόμενο αυτό. Η επίκληση της μη ύπαρξης πρόθεσης δεν επικαλύπτει και δε δικαιολογεί την αντιδεοντολογική συμπεριφορά. Παρέμβαση της ιδιωτικής ζωής και αποκάλυψη στοιχείων προσωπικού χαρακτήρα θα μπορούσε να δικαιολογηθεί μόνο με επίκληση του δημοσίου συμφέροντος, δηλαδή για σκοπούς αποκάλυψης εγκλήματος ή προστασίας της δημόσιας ασφάλειας ή υγείας. Στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι δυνατό να γίνει επίκληση του δημοσίου συμφέροντος, γιατί οποιαδήποτε παρανομία και το γεγονός της φερόμενης επικίνδυνης ασθένειας του προσώπου αυτού ήταν ήδη γνωστά γεγονότα στις αρμόδιες αρχές. Το δημοσίευμα δεν προστάτευσε κανένα δημόσιο αγαθό και δεν συνέβαλε σε συζήτηση επί θέματος δημοσίου ενδιαφέροντος, γιατί η ασθένεια και το προσωπικό καθεστώς ενός ατόμου, έστω και αν βρέθηκε κάτω από το φως της δημοσιότητας για εντελώς διαφορετικούς λόγους, δεν είναι θέματα που πρέπει να ενδιαφέρουν και να απασχολούν το κοινό. Συνακόλουθα, η Επιτροπή θεωρεί ότι η είδηση συνιστά παραβίαση της πρόνοιας του άρθρου 3 του Κώδικα ότι «η υπόληψη και η ιδιωτική ζωή κάθε προσώπου τυγχάνουν σεβασμού και δεν αποκαλύπτονται στοιχεία προσωπικού χαρακτήρα», όσο και του άρθρου 12 περί αποφυγής δυσμενών διακρίσεων, που προβλέπει ότι «Τα Μ.Μ.Ε. αποφεύγουν οποιαδήποτε απ’ ευθείας ή άλλη αναφορά ή ενέργεια εναντίον προσώπου η οποία περιέχει στοιχεία προκατάληψης με βάση τη φυλή, το χρώμα, τη γλώσσα, τη θρησκεία, τις πολιτικές ή άλλες πεποιθήσεις, την εθνική ή κοινωνική προέλευση, την περιουσία, την καταγωγή, το φύλο και το προσωπικό καθεστώς, περιλαμβανομένης της φυσικής ή διανοητικής ασθένειας ή αναπηρίας. Οι αναφορές που έγιναν στο ίδιο το άτομο και σε μέλη της οικογένειάς αντιβαίνουν στην πρόνοια του ιδίου άρθρου που απαγορεύει την έκθεση ατόμων σε χλευασμό, διαπόμπευση ή διασυρμό.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
22/2013
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
27/02/2014
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΟΧΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (22/4/14/2013) από πολίτη για μη δημοσίευση άρθρων του από την ηλεκτρονική εφημερίδα Stockwatch σε blog στο οποίο δημοσιεύονται άρθρα, κυρίως οικονομικού περιεχομένου. Ο παραπονούμενος ανέφερε ότι υπέβαλε στην ιστοσελίδα σχόλια και άρθρα για θέματα που τον προβληματίζουν ως πολίτη και επαγγελματία, αλλά η ιστοσελίδα δεν τα δημοσίευσε, χωρίς να του δοθεί ποτέ κάποια εξήγηση, όπως για παράδειγμα ότι αντιβαίνουν σε κάποιους ισχύοντες κανόνες για αποφυγή χρήσης επιθέτων, ύβρεων κλπ. Ο υπεύθυνος της ιστοσελίδας, ανταποκρινόμενος σε αίτημα της Επιτροπής για παράθεση των θέσεών της, ανέφερε ότι η ιστοσελίδα διαθέτει δύο διαφορετικούς χώρους, για τους οποίους υπάρχει διαφορετική πρακτική ως προς τη δημοσίευση κειμένων από μέλη του κοινού. Ο ένας χώρος, που στην προκειμένη περίπτωση είναι αυτός στον οποίο αφορά το παράπονο, φιλοξενεί επιστημονικά άρθρα και συνεργασίες. Η πρακτική είναι να δημοσιεύονται κείμενα κατά το δυνατό ενυπόγραφα και από άτομα που είναι αποδεκτό ότι είναι γνώστες του αντικειμένου, δεδομένου και του γεγονότος ότι η Stockwatch είναι ιστοσελίδα που ασχολείται κυρίως με οικονομικής φύσεως θέματα. Ο δεύτερος χώρος αποτελεί βήμα επισκεπτών, οι οποίοι μπορούν να εκφράζουν ελεύθερα τις απόψεις τους, δεδομένου ότι τηρούν τους όρους χρήσης, που επιβάλλουν να μη δημοσιεύονται νομικά ή δεοντολογικά επιλήψιμα ή άλλως πως απαράδεκτα κείμενα. Υπό το φως των ανωτέρω εξηγήσεων, η Επιτροπή θεωρεί ότι, εφ’ όσον δεν πρόκειται για την άσκηση του δικαιώματος απάντησης το οποίο τα ΜΜΕ υποχρεούνται να παρέχουν στους άμεσα επηρεαζομένους, αποτελεί δικαίωμα μιας ιστοσελίδας, κατ’ αναλογία προς τα έντυπα ΜΜΕ, να καθορίζουν την πρακτική και τους όρους δημοσίευσης κειμένων από αναγνώστες με βάση δικά τους αξιολογικά κριτήρια. Παράλληλα οφείλουν να παρέχουν την ευκαιρία στο κοινό να εκφράζει ελεύθερα και εντός των πλαισίων του νόμου, της δεοντολογίας και της αποδεκτής συμπεριφοράς επί θεμάτων δημοσίου ενδιαφέροντος, τηρώντας την αρχή της ίσης μεταχείρισης. Δεδομένου ότι στην προκειμένη περίπτωση παρέχεται αυτή η ευκαιρία, η Επιτροπή θεωρεί ότι δεν υπήρξε παραβίαση κανόνων δεοντολογίας και ιδιαίτερα εκείνων που προστατεύουν το δικαίωμα της ελευθερίας έκφρασης και την ίση μεταχείριση.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
21/2013
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
27/02/2014
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
Ανακοίνωση προς τα ΜΜΕ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (21/26/11/2013) από την Κίνηση Ισότητα, Στήριξη, Αντιρατσισμός (ΚΙΣΑ) για προσβλητικά και ξενοφοβικά σχόλια που δημοσιεύθηκαν στην ειδησεογραφική ιστοσελίδα SIGMALIVE σε σχέση με άτομο που κήρυξε απεργία πείνας έξω από το Υπουργείο Εσωτερικών προκειμένου να υποστηρίξει αίτημά του να του δοθεί η Κυπριακή υπηκοότητα. Η ιστοσελίδα http://www.sigmalive.com/news/local/77855 ανάρτησε στις 21 Νοεμβρίου, 2013 άρθρο του δημοσιογράφου Μάριου Δημητρίου, που είχε δημοσιευθεί στην εφημερίδα «Σημερινή», στο οποίο παρουσίαζε την περίπτωση του ατόμου αυτού, που είχε ζητήσει την Κυπριακή υπηκοότητα ύστερα από παραμονή πέραν των 10 ετών στην Κύπρο. Το άρθρο παρουσίαζε κατά τρόπο αντικειμενικό το θέμα, αλλά κάτω από την ανάρτησή του στην ιστοσελίδα δημοσιεύθηκαν πολλές δεκάδες σχόλια αρκετά από τα οποία εξέφραζαν κατανόηση, συμπάθεια και υποστήριξη, αλλά τα πλείστα ήταν σαφώς εχθρικά. Η ΚΙΣΑ επισήμανε ότι προσβλητικά, άσεμνα, αισχρά ή και απειλητικά, ξενοφοβικά και ρατσιστικά σχόλια δεν είχαν διαγραφεί από τους διαχειριστές του διαδικτυακού μέσου ενημέρωσης και η Επιτροπή διαπίστωσε ότι παρέμειναν ανηρτημένα για ένα περίπου μήνα. Από την εξέταση των σχολίων η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι πολλά από αυτά ήταν δεοντολογικά επιλήψιμα, δεδομένου ότι ήταν προσβλητικά, χυδαία, αισχρά και απειλητικά και υποδαύλιζαν τη ξενοφοβία και το μίσος εναντίον των αλλοδαπών. Μερικά προέτρεπαν ακόμη και σε φυσική εξόντωσή του αλλοδαπού. Ωστόσο, δεδομένου ότι δεν υπήρξε παρόμοιο προηγούμενο και ότι το θέμα της ευθύνης των ιστοσελίδων πληροφόρησης και αυτών που έχουν επιφορτισθεί με τη διαχείρισή τους για το περιεχόμενο σχολίων επισκεπτών αποτελεί νέο έδαφος, η Επιτροπή θεώρησε ότι θα είναι πιο πρόσφορο και αποδοτικό αντί απόφασης να εκδώσει ανακοίνωση σχετικά με την ισχύουσα κατάσταση ως προς την ευθύνη για τα σχόλια επισκεπτών ιστοσελίδων πληροφόρησης. Ακολουθώντας την πρακτική και άλλων Ευρωπαϊκών Συμβουλίων Τύπου και πρόσφατη απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων επί παρόμοιων γεγονότων, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι ιστοσελίδες πληροφόρησης και οι υπεύθυνοι γι’ αυτές φέρουν την ευθύνη τόσο για δημοσιογραφικά κείμενα –ειδήσεις και απόψεις- όσο και για σχόλια που αναρτούν επισκέπτες, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε προειδοποίηση ότι αυτά αντανακλούν τις απόψεις των αποστολέων. Η ευθύνη πηγάζει κατά κύριο λόγο από το γεγονός ότι οι ιστοσελίδες προσφέρουν το χώρο και προσκαλούν τους επισκέπτες να εκφέρουν απόψεις επί των θεμάτων η των πληροφοριών που δημοσιεύουν, παρέχοντάς τους την ευχέρεια και τον τρόπο να το πράξουν. Η ευθύνη τους είναι ανάλογη προς την ευθύνη εντύπων για το περιεχόμενο επιστολών ή συνεργασιών που φιλοξενούν στις εκδόσεις τους ή ηλεκτρονικών ΜΜΕ που μεταδίδουν απόψεις φιλοξενουμένων τους. Η απλή σημείωση ότι τα σχόλια αντανακλούν τις απόψεις των επισκεπτών δεν απαλλάσσει της ευθύνης αν το περιεχόμενό τους αντιβαίνει σε πρόνοιες του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, για παράδειγμα αν περιέχουν αισχρές ή χυδαίες εκφράσεις ή προσωπικές επιθέσεις ή αν έχουν ξενοφοβικό περιεχόμενο. Η θέση αυτή συμβαδίζει με πρόσφατη απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (υπόθεση Delfi AS v Estonia, Οκτώβριος 2013) επί σχεδόν παρόμοιων γεγονότων, δηλαδή επιλήψιμων σχολίων κάτω από είδηση. Το ΕΔΑΔ στήριξε την απόφασή του ιδιαίτερα σε τρία σημεία: Πρώτον, η φύση του άρθρου που προκάλεσε τα σχόλια ήταν τέτοια, ώστε οι υπεύθυνοι της ιστοσελίδας θα έπρεπε να αναμένουν επιλήψιμα σχόλια και θα έπρεπε να είχαν επιδείξει επί πλέον μέριμνα ώστε να μη θεωρηθούν υπεύθυνοι. Δεύτερον, η προειδοποίηση ότι οι σχολιαστές θα ήταν υπεύθυνοι για το περιεχόμενο τους και ότι η ιστοσελίδα δεν έφερε ευθύνη δεν παρεμπόδισε τη δημοσίευσή των σχολίων, τα οποία και παρέμειναν δημοσιευμένα για αρκετό διάστημα. Τρίτον, το θιγόμενο μέρος δεν είχε τη δυνατότητα να στραφεί εναντίον των σχολιογράφων, δεδομένου ότι πολλοί χρησιμοποιούσαν ψευδώνυμο. Το ΕΔΑΔ αποφάσισε επίσης ότι η αρχική καταδίκη της ιστοσελίδας και η επιβολή προστίμου σ’ αυτή από τα Εσθονικά εθνικά δικαστήρια δεν συνιστούσε περιορισμό του δικαιώματος της ελευθερίας έκφρασης, εν όψει του γεγονότος ότι τα σχόλια ήταν εξαιρετικά προσβλητικά, η ιστοσελίδα παρέλειψε να παρεμποδίσει τη δημοσιοποίησή τους, επέτρεψε στους συγγραφείς τους να παραμείνουν ανώνυμοι και ωφελήθηκε οικονομικά από αυτά. Περαιτέρω η Επιτροπή έλαβε υπόψη τις καθοδηγητικές αρχές του Διεθνούς Κέντρου Τύπου που εδρεύει στις Βρυξέλλες, , οι οποίες αφ’ ενός επιβάλλουν στα διαδικτυακά ΜΜΕ τον προληπτικό και κατασταλτικό έλεγχο των σχολίων από μέλη του κοινού για αποφυγή δημοσίευσης μηνυμάτων με ρατσιστικό, προσβλητικό ή που οδηγεί στη βία περιεχόμενο και αφ’ ετέρου δίδουν σ’ αυτά το δικαίωμα αποκλεισμού συζητήσεων που ξεπερνούν τα όρια του επιτρεπτού. Με βάση τα πιο πάνω, η Επιτροπή θεωρεί πως οι διαχειριστές των ιστοσελίδων έχουν την ευθύνη παρακολούθησης των σχολίων και οφείλουν από τη μια να λαμβάνουν προληπτικά μέτρα αποτροπής της ανάρτηση όσων σχολίων περιέχουν απαράδεκτες λέξεις, αξιοποιώντας προς τούτο τις δυνατότητες που παρέχει η τεχνολογία και να αφαιρούν το ταχύτερο δυνατό όσα από αυτά λόγω περιεχομένου συνιστούν παραβίαση προνοιών του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας. Προς τούτο προτρέπονται να αξιοποιούν τις δυνατότητες προγραμμάτων τα οποία φιλτράρουν κείμενα με χυδαίες, αισχρές ή απειλητικές εκφράσεις ή προέρχονται από ηλεκτρονικές διευθύνσεις από τις οποίες έχει διαπιστωθεί ότι αποστέλλονται επιλήψιμα κείμενα. Τέλος η Επιτροπή σημειώνει ότι το θέμα αφορά σε νεοεμφανισθέντα τομέα των ΜΜΕ, στον οποίο η κατάσταση είναι ρευστή και δεν έχει αποκρυσταλλωθεί πλήρως, γι’ αυτό και προτίθεται να παρακολουθεί συνεχώς τις εξελίξεις.