*The older decisions of the CMEC - Committee of Media Ethics Cyprus are republished from the archive and no intervention has been made in their content.
*The older decisions of the CMEC - Committee of Media Ethics Cyprus are republished from the archive and no intervention has been made in their content.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
13/2015
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
19/11/2015
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (13/04/9/15) από τη Νέλλη Μαχμούροβα Τσαγγαρίδη, εναντίον της εφημερίδας «Φιλελεύθερος» για δημοσίευση ανακριβών πληροφοριών στην αγγελία για την κηδεία του αποβιώσαντος συζύγου της και για άρνηση δημοσίευσης ανασκευής των ανακριβειών. Η παραπονούμενη ανέφερε ότι στην αγγελία της κηδείας του αποβιώσαντος συζύγου της, τέως δημοσίου υπαλλήλου, που δημοσιεύθηκε στις 6/6/2015, αναγράφηκε το όνομα της συζύγου ως Α****. Σύμφωνα με το παράπονο, το στοιχείο αυτό ήταν ανακριβές και παρείχε λανθασμένη πληροφόρηση, δεδομένου ότι η φερόμενη ως σύζυγος στην πραγματικότητα ήταν πρώην σύζυγός του, δεδομένου ότι ο γάμος λύθηκε με απόφαση εκκλησιαστικού δικαστηρίου στις 3/7/1995 που επικυρώθηκε από τη Μητρόπολη Λεμεσού στις 5/5/2003. Η παραπονούμενη ανέφερε ότι συνήψε γάμο με τον αποβιώσαντα Τσαγγαρίδη στις 22/5/2003 και ότι ο γάμος της υφίστατο και ήταν έγκυρος κατά την ημέρα του θανάτου του. Προς επιβεβαίωση, η παραπονούμενη παρουσίασε τόσο τη διαζευκτήρια βεβαίωση της Μητρόπολης Λεμεσού, όσο και ισχύον πιστοποιητικό γάμου της με το θανόντα. Η παραπονούμενη αποτάθηκε στην εφημερίδα, στις 7 Αυγούστου, 2015, ζητώντας να δημοσιευθεί στην εφημερίδα διόρθωση, υποβάλλοντας όλα τα αποδεικτικά στοιχεία για την εγκυρότητα του γάμου της, καθώς και πιστοποιητικό για την υιοθεσία του γιου της από τον αποβιώσαντα. Το κείμενο αναφερόταν στο περιεχόμενο της αγγελίας κηδείας του αποβιώσαντα και παρέθετε στοιχεία της οικογένειάς του, αναφέροντας πως ήταν στη διάθεση της εφημερίδας να παράσχει όλα τα αποδεικτικά στοιχεία για την εγκυρότητα του γάμου της και της υιοθεσίας. Ο «Φιλελεύθερος» δεν αποδέχθηκε το κείμενο και η παραπονούμενη απέστειλε στις 31 Αυγούστου, 2015 δεύτερο συντομευμένο κείμενο για δημοσίευση το οποίο και πάλι δεν έγινε αποδεκτό από την εφημερίδα, που αντιπρότεινε το ακόλουθο κείμενο για δημοσίευση, προσφερόμενη να το δημοσιεύσει δωρεάν: «Αναφορικά με τον αποβιώσαντα Μενέλαο Τσαγγαρίδη εκ Κυπερούντας, που απεβίωσε στις 2/6/2015, εγώ η κάτωθι υπογεγραμμένη Νέλλη Μαχμούροβα Τσαγγαρίδη επιθυμώ να δηλώσω ότι κατά τον χρόνο του θανάτου του τελούσα νόμιμη σύζυγος του.» Η παραπονούμενη θεώρησε το κείμενο ως ανεπαρκή διόρθωση και αποτάθηκε στην Επιτροπή Δεοντολογίας ζητώντας της συνδρομή της για δημοσίευση διόρθωσης. Με βάση την πρόνοια του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας που προβλέπει ότι «επιδίωξη της Επιτροπής είναι η διευθέτηση, το συντομότερο δυνατό, οιασδήποτε διαφοράς που δυνατό να ενέχει ουσιαστική παράβαση των κανόνων του παρόντα Κώδικα», η Γραμματεία κατέβαλε προσπάθεια φιλικής διευθέτησης, χωρίς όμως αποτέλεσμα, δεδομένου ότι οι δύο πλευρές επέμεναν στις θέσεις τους. Η θέση της εφημερίδας ήταν ότι δεν επιθυμούσε στη διόρθωση να γίνει αναφορά σε στοιχεία σχετιζόμενα με το νομικό καθεστώς του γάμου του αποβιώσαντος με την πρώτη του σύζυγο. Η παραπονούμενη υπέβαλε δεύτερο κείμενο, αφού πρώτα ζήτησε από τη Γραμματεία της Επιτροπής να το ελέγξει λεκτικά και γραμματικά δεδομένου ότι δεν γνωρίζει καλά τη Ελληνική, το οποίο απέστειλε στην εφημερίδα, Το κείμενο έχει ως ακολούθως: «Αναγκαία διόρθωση-Δήλωση Εγώ η κάτωθι υπογεγραμμένη Νέλλη Μαχμούροβα Τσαγγαρίδη, νόμιμη σύζυγος του Μενέλαου Τσαγγαρίδη εκ Κυπερούντας, συνταξιούχου τελωνειακού (ήταν Υπευθυνος Τελωνείου Πάφου), ο οποίος απεβίωσε στην Παραμύθα Λεμεσού στις 2/6/2015, αναφέρομαι στην δημοσίευση αγγελίας της κηδείας του, στην εφημερίδα Φιλελεύθερος στις 4/6/2015, στην οποία, υπό τον τίτλο τεθλιμμένοι, σημειώνονται μεταξύ άλλων, «Η σύζυγος: Α****» αντί του ονόματος μου ως νομίμου συζύγου του. Ο αποβιώσας σύζυγος μου Μενέλαος Τσαγγαρίδης είχε διαζευχθεί την εν λόγω Α**** από τις 3/7/1995. Με την παρούσα μου δηλώνω υπεύθυνα ότι η υποφαινόμενη ήμουν και είμαι η νόμιμη σύζυγος του από 22/05/2003 αποβιώσαντος Μενέλαου Τσαγγαρίδη. Εχω το πιστοποιητικό του ισχύοντος γάμου μου με τον Μενέλαο Τσαγγαρίδη και το έγγραφο υιοθεσίας του τρίτου γιου του Σαμψών Σαρουμιάν Τσαγγαρίδη, ο οποίος επίσης παραλείπεται από την σχετική δημοσίευση.» Η εφημερίδα αρνήθηκε να δημοσιεύσει το κείμενο της παραπονούμενης και επέμενε στο ανωτέρω αναφερόμενο δικό της κείμενο. Κατόπιν της νέας άρνησης της εφημερίδας να δημοσιεύσει το κείμενό της, η Νέλλη Μαχμούροβα Τσαγγαρίδη υπέβαλε παράπονο στην Επιτροπή, ζητώντας εξέτασή του. Η νομική σύμβουλος της εφημερίδας προσήλθε σε συνεδρία υποεπιτροπής και ανέφερε ότι η εφημερίδα αφαίρεσε τις αναφορές από την αρχική απάντηση της παραπονούμενης για να μη βρεθεί ενδεχομένως εκτεθειμένη νομικά από τις αναφορές στο νομικό καθεστώς του πρώτου γάμου του θανόντα. Είπε επίσης ότι θέση της είναι πως έδωσε ευκαιρία στην παραπονούμενη για απάντηση και ότι το κείμενο που πρότεινε η εφημερίδα ήταν επαρκές για ικανοποίησή της. Αφού εξέτασε τις εκατέρωθεν θέσεις και όλα τα ενώπιον της στοιχεία, η Επιτροπή επισήμανε ότι ο διευθυντής ή ο αρχισυντάκτης της εφημερίδας φέρουν την ευθύνη για το περιεχόμενο οποιουδήποτε κειμένου που δημοσιεύεται, περιλαμβανομένων διαφημίσεων ή αγγελιών, και ότι είναι δικό τους θέμα να εξεύρουν τρόπους κατοχύρωσης της θέσης τους και της εφημερίδας έναντι νομικών συνεπειών από ανακρίβειες ή νομικά επιλήψιμο περιεχόμενο ανακοινώσεων που δημοσιεύονται επί πληρωμή από τρίτους. Ο Κώδικας Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας προνοεί στο άρθρο 1 ότι: «τα Μ.Μ.Ε. μεριμνούν ώστε να μη δημοσιεύονται ανακριβείς, παραπλανητικές, φανταστικές ή διαστρεβλωτικές της αλήθειας ειδήσεις, πληροφορίες ή σχόλια. Σε περίπτωση που έχει συμβεί κάτι τέτοιο χωρούν σε άμεση διόρθωση ή και απολογία.» Περαιτέρω το άρθρο 2 ορίζει ότι «Τα Μ.Μ.Ε. παρέχουν στους επηρεαζομένους, στην κατάλληλη περίπτωση και ιδιαιτέρως όταν έχουν υποστεί επίθεση, την ευκαιρία να απαντήσουν…Τα ΜΜΕ έχουν το δικαίωμα να συντομεύουν μακροσκελείς επιστολές, νοουμένου ότι δεν θα επηρεάζεται ουσιωδώς το περιεχόμενο της απάντησης και να αρνούνται τη δημοσίευση επιστολών που είναι ενδεχόμενο να έχουν νομικές συνέπειες για τα ίδια ή τρίτα πρόσωπα.» Ως προς την τελευταία πρόνοια του άρθρου 2, η Επιτροπή σημείωσε ότι η παραπονούμενη παρέθεσε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία ως προς την ακρίβεια των ισχυρισμών της και κατά συνέπεια και της ανακρίβειας που περιείχε η δημοσιευθείσα αγγελία κηδείας του συζύγου της. Σε προηγούμενες αποφάσεις της η Επιτροπή τόνισε την υποχρέωση των ΜΜΕ να παρέχουν δικαίωμα, απάντησης σε άτομα που έχουν θιγεί από δημοσιεύματα, στις οποίες επισήμανε τη δυνατότητα που έχει ο εκδότης να περικόπτει κείμενα απαντήσεων όταν είναι μακροσκελή ή επεκτείνονται σε άσχετα με το ανασκευαζόμενο κείμενο θέματα και να αφαιρεί ό,τιδήποτε είναι νομικά επιλήψιμο, ή είναι δυνατό να προκαλέσει ποινική ή πολιτική αγωγή εναντίον του, ή θίγει τα δικαιώματα, την αξιοπρέπεια και την καλή φήμη τρίτων. Η Επιτροπή περαιτέρω θεωρεί ότι η απάντηση ή η ανασκευή πρέπει να είναι ανάλογη ως προς την έκταση με το ανασκευαζόμενο κείμενο και να δημοσιεύεται κατά το δυνατό στην ίδια σελίδα και θέση. Επίσης πρέπει να είναι κόσμια και να μη περιέχει υβριστικούς ή προσβλητικούς χαρακτηρισμούς για οποιοδήποτε. Παράλληλα, η Επιτροπή υποδεικνύει ότι το κείμενο με το οποίο ανασκευάζεται ή απαντάται ένα δημοσίευμα πρέπει να αναφέρει το λόγο για τον οποίο γίνεται η ανασκευή και να καθιστά απολύτως σαφές τι ακριβώς διορθώνεται ή ανασκευάζεται. Κατά συνέπεια, ο δικαιούμενος σε ανασκευή δημοσιεύματος έχει δικαίωμα να περιλάβει στο κείμενό του όλα εκείνα τα στοιχεία που είναι απαραίτητα προκειμένου να γίνεται απολύτως σαφές και κατανοητό ποιες ανακρίβειες και ποια γεγονότα ή απόψεις ανασκευάζονται ή απαντώνται. Στην προκειμένη περίπτωση, η Επιτροπή αποφάσισε ότι το περιεχόμενο της ανασκευαζόμενης αγγελίας θα έπρεπε να καθιστά σαφές πως η διόρθωση αφορούσε στην παρουσίαση άλλης γυναίκας ως νομίμου συζύγου του θανόντα. Κατά συνέπεια, θεώρησε ότι η παράθεσε λεπτομερειών της αγγελίας κηδείας που αμφισβητούσαν τη νομιμότητα του γάμου της παραπονούμενης με το θανόντα, με την παρουσίαση άλλης γυναίκας ως νομίμου συζύγου του, ήταν απαραίτητα στοιχεία προκειμένου να γίνει στον αναγνώστη κατανοητό πως προέκυψε και ποια ήταν η ανασκευαζόμενη ανακρίβεια. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή αποφάσισε πως το προταθέν από την εφημερίδα κείμενο δεν περιείχε όλες τις απαραίτητες πληροφορίες που ήταν ουσιώδεις για να γίνει κατανοητή η διόρθωση ή ανασκευή. Κατά συνέπεια θεώρησε πως η δημοσίευση του κειμένου «Αναφορικά με τον αποβιώσαντα Μενέλαο Τσαγγαρίδη εκ Κυπερούντας, που απεβίωσε στις 2/6/2015, εγώ η κάτωθι υπογεγραμμένη Νέλλη Μαχμούροβα Τσαγγαρίδη επιθυμώ να δηλώσω ότι κατά τον χρόνο του θανάτου του τελούσα νόμιμη σύζυγος του» δεν πληρούσε τους αναγκαίους όρους προκειμένου να θεωρηθεί επαρκής ανασκευή και κατά προέκταση δεν ικανοποιούσε το προβλεπόμενο από τον Κώδικα δικαίωμα απάντησης. Πέραν τούτου, η Επιτροπή θώρησε ότι η παρουσίαση μιας γυναίκας να δηλώνει, φαινομενικά άνευ αποχρώντος λόγου και αιτίας, ότι είναι η νόμιμη σύζυγος κάποιου, την εκθέτει και τη μειώνει στην αντίληψη του κοινού. Τέλος, η Επιτροπή θεωρεί σκόπιμο να υποδείξει ότι σε κάθε περίπτωση τα ΜΜΕ έχουν την ευθύνη και βαρύνονται με τη δαπάνη, αν υπάρχει, για τη διόρθωση ή ανασκευή ανακριβειών και επομένως η προσφορά δωρεάν δημοσίευσης οποιουδήποτε απαντητικού κειμένου είναι άνευ σημασίας και αντικειμένου.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
16/2015
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
10/11/2015
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΟΧΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (16/3/11/2015) από το Διευθύνοντα Συνέταιρο του δικηγορικού γραφείου «Τάσσος Παπαδόπουλος & Συνεργάτες», Νίκος Παπαευσταθίου εναντίον του δημοσιογράφου Μανώλη Καλατζή και της εφημερίδας «ΠΟΛΙΤΗΣ» για δημοσίευση κατ’ ισχυρισμό ανακριβών και παραπλανητικών πληροφοριών και για παράλειψη παροχής του δικαιώματος απάντησης. Ο παραπονούμενος ανέφερε ότι ο Μανώλης Καλατζής δημοσίευσε είδηση την 1η Νοεμβρίου, 2015 στην εφημερίδα «Πολίτης», στην οποία ανακριβώς έγραψε ότι το γραφείο πήρε ως αμοιβή σε δύο περιπτώσεις παροχής υπηρεσιών στην Τράπεζα Κύπρου τα ποσά των €19.202.000 (δεκαεννέα εκατομμυρίων…) και €10.381.000 (δέκα εκατομμυρίων…) ενώ στην πραγματικότητα τα εκατομμύρια ήταν χιλιάδες ευρώ.. Ειδικότερα ανέφερε ότι:: «Η εφημερίδα είτε παραποιώντας και πλαστογραφώντας τα ποσά που προφανώς κατατέθηκαν στην Επιτροπή Θεσμών και Αξιών της Βουλής των Αντιπροσώπων, είτε δημοσιεύοντας ποσά που εμφανώς είναι παραποιημένα και πλαστογραφημένα από τρίτο πρόσωπο με την πρόσθεση τριών μηδενικών (000) στο τέλος του αριθμού της κάθε χρέωσής μας, μετέτρεψε τις χιλιάδες σε εκατομμύρια. Στη βάση αυτών των πλαστογραφημένων εγγράφων και χαλκευμένων αριθμών δημιούργησε ένα κακόηθες λιβελλογράφημα σε βάρος του γραφείου μας. Επίσης ανέφερε πως: «Θα ανέμενε κάποιος από την εφημερίδα και τον δημοσιογράφο προτού προβεί στη δημοσίευση του συγκεκριμένου δημοσιεύματος να ερωτούσε και τις απόψεις του γραφείου μας, πράγμα που δυστυχώς δεν έγινε». Ο παραπονούμενος ανέφερε ότι στην δεύτερη περίπτωση που υπήρχε αναφορά στο δικηγορικό γραφείο «Τάσσος Παπαδόπουλος», ο δημοσιογράφος μετέτρεψε ο ίδιος σε €10.381.000 το ποσό των €10.381,46 που αναφερόταν στο έγγραφο της Βουλής ως αμοιβή προς το δικηγορικό γραφείο. Ο Μανώλης Καλατζής, παραθέτοντας τις απόψεις του επί του παραπόνου, υποστήριξε πως στην είδησή του παρέθεσε στοιχεία για αμοιβές δικηγορικών γραφείων από την Τράπεζα Κύπρου χωρίς να παρέμβει κατ’ ελάχιστον στα όσα ανέφεραν σχετικά επίσημα έγγραφα και ότι «ως εκ τούτου τα στοιχεία ήταν ακριβέστατα και αυτό αποδεικνύεται από τα σχετικά έγγραφα που κατέθεσε η Τράπεζα Κύπρου στην Επιτροπή Θεσμών…» Ο κ. Καλατζής δεν ανέφερε με βάση ποιο σκεπτικό ή μεθοδολογία κατέληξε στο συμπέρασμα πως τα επίμαχα ποσά εξέφραζαν εκατομμύρια και όχι χιλιάδες Ευρώ. Επίσης ανέφερε ότι δεν υπήρξε καμία παραποίηση ούτε πλαστογραφία από την εφημερίδα και το δημοσιογράφο, δεδομένου ότι η Βουλή, με ανακοίνωσή της στις 4/11/2015 ανέφερε μεταξύ άλλων ότι: «Τα ποσά που αναφέρονται, όπως προκύπτει και από το κυρίως μέρος της έκθεσης (πρόκειται για την έκθεση της Επιτροπής Θεσμών για την κατάρρευση της κυπριακής οικονομίας), αφορούν χιλιάδες και όχι εκατομμύρια ευρώ όπως δημοσιεύτηκε. Θα πρέπει, ωστόσο, να σημειωθεί ότι το έγγραφο το οποίο δημοσιεύτηκε, στο οποίο φαίνεται μια χειρόγραφη σημείωση με τρία μηδενικά, αποτελούσε έγγραφο εργασίας και εκ παραδρομής αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα της Βουλής των Αντιπροσώπων αντί του πρωτότυπου, το οποίο βρίσκεται καταχωρημένο στο Αρχείο της Βουλής».
Ο κ. Καλατζής ανέφερε ότι η ανακοίνωση της Βουλής καταρρίπτει τον ισχυρισμό για πλαστογραφία από μέρους της εφημερίδας. Ως προς το παράπονο για την παροχή του δικαιώματος απάντησης ο κ. Καλατζής ανέφερε πως η εφημερίδα «Πολίτης» δημοσίευσε στην ηλεκτρονική της έκδοση την απάντηση του κ. Παπαυεσταθίου την 1/11/2015 και την επομένη δημοσίευσε την ανακοίνωσή του στην έντυπη έκδοσή της, ικανοποιώντας το αίτημα του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας για παροχή του δικαιώματος απάντησης. Εξ άλλου, ανέφερε ότι η εφημερίδα δεν απολογήθηκε, γιατί ο κ. Παπαευσταθίου δεν ζήτησε απολογία όταν ο «Φιλελεύθερος δημοσίευσε τα ίδια στοιχεία τον Μάϊο του 2014. Τέλος ανέφερε ότι δεν θεώρησε αναγκαίο να ζητήσει τις θέσεις του δικηγορικού γραφείου, δεδομένου ότι τα στοιχεία που δημοσίευσε αφ’ ενός είχαν δημοσιευθεί στο «Φιλελεύθερο» μερικούς μήνες προηγουμένως χωρίς να τύχουν σχολιασμού και αφ’ ετέρου γιατί λήφθηκαν από επίσημο έγγραφο, που περιλάμβανε χιλιάδες ονόματα δικηγόρων. Είπε όμως ότι αποτάθηκε για σχολιασμό στην Τράπεζα Κύπρου, από την οποία προήλθαν τα έγγραφα, αλλά δεν υπήρξε ανταπόκριση. Εξ άλλου, ανέφερε πως η εφημερίδα δημοσίευσε στις 8/11/2015 έγγραφο της Βουλής που βεβαίωνε ότι τα ποσά που πληρώθηκαν σε δικηγορικά γραφεία ήταν χιλιάδες ευρώ και όχι εκατομμύρια. Ο κ. Καλατζής παραπονέθηκε πως ο κ. Παπαευσταθίου, στην ανακοίνωση που εξέδωσε την 1/11/2015 του απέδιδε τη διάπραξη των ποινικών αδικημάτων της παραποίησης και πλαστογραφίας, ζητώντας τη δίωξή του από το Γενικό Εισαγγελέα. Ο κ. Καλατζής ανέφερε ότι «πρόκειται για πρωτοφανή επιχείρηση τρομοκράτησης δημοσιογράφου και εφημερίδας την οποία η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας οφείλει να στηλιτεύσει. Τέτοιες μέθοδοι στοχεύουν στη φίμωση των δημοσιογράφων και στον περιορισμό της ελευθεροτυπίας και δεν μπορεί να γίνονται ανεκτές». Η Επιτροπή εξέτασε επισταμένα την είδηση του κ. Καλατζή υπό τον τίτλο «Εκατομμύρια για νομικές συμβουλές, αγωγές και συμβόλαια-ΟΙ ΧΟΥΒΑΡΝΤΑΔΕΣ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ», στην οποία ανέφερε ότι η Τράπεζα Κύπρου και η Λαϊκή διέθεταν ποσά «που προκαλούν ίλιγγο» για νομικές υπηρεσίες από δικηγορικά γραφεία. Ανέφερε πως τα στοιχεία στα οποία βασίστηκε η είδηση προήλθαν από απόρρητο έγγραφο ημερομηνίας 11 Δεκεμβρίου, 2013 της Τράπεζας Κύπρου προς την Επιτροπή Θεσμών της Βουλής στο οποίο παρατίθεντο τα ποσά που πήραν κατ’ έτος διάφορα δικηγορικά γραφεία για παροχή νομικών υπηρεσιών, που όπως σημείωνε, ήταν νόμιμες συναλλαγές. Ειδικά, για το 2002 ανέφερε ότι το δικηγορικό γραφείο Τάσσος Παπαδόπουλος εισέπραξε €19,202,000 (εκατομμύρια) και τρία ξένα δικηγορικά γραφεία «εισέπραξαν αστρονομικά ποσά (περίπου 80 εκατομμύρια ευρώ), ενώ το δικηγορικό γραφείο «Χρυσαφίνης και Πολυβίου» εισέπραξε €1.706.000 (εκατομμύρια). Περαιτέρω ανέφερε ότι το 2003, χρονιά κατά την οποία ο ιδιοκτήτης του γραφείου εξελέγη Πρόεδρος της Δημοκρατίας, το δικηγορικό γραφείο «Τάσσος Παπαδόπουλος» πήρε €10.381.000 (εκατομμύρια), ενώ το δικηγορικό γραφείο «Χρυσαφίνης και Πολυβίου» σμίκρυνε τη ψαλίδα εισπράττοντας €8.543.000. Με βάση τα ενώπιόν της στοιχεία η Επιτροπή κατέληξε σε κατ’ αρχήν αποφάσεις επί των διαφόρων σημείων για τις οποίες ενημέρωσε τα μέρη. Μετά την ενημέρωσή του, ο κ. Καλατζής υπέβαλε πρόσθετα στοιχεία, και μάλιστα ουσιαστικά, το κυριότερο των οποίων ήταν ότι η ανάγνωση των αριθμών στο επίμαχο έγγραφο από τον ίδιο ήταν ορθή, δεδομένου ότι πάνω από τα αναφερόμενα ποσά υπάρχει η ένδειξη «EURO’000» που σημαίνει ότι οποιοδήποτε ποσό αναφέρεται κάτω από την ένδειξη αυτή και ανεξάρτητα από οποιεσδήποτε άλλες σημειώσεις, πρέπει να πολλαπλασιαστεί επί χίλια. Η Επιτροπή διερεύνησε το θέμα απευθύνοντας σχετικά ερωτήματα και ζητώντας τις απόψεις ανώτερου λειτουργού του Γενικού Λογιστηρίου της Δημοκρατίας, καθώς και λογιστών δύο ιδιωτικών ελεγκτικών γραφείων. Ολοι ανέφεραν ότι η ένδειξη EUR’000 ή €’000 σημαίνει πως τα ποσά που παρατίθενται πρέπει να πολλαπλασιαστούν επί χίλια και συνεπώς τα ποσά που αναγράφονταν στο έγγραφο θα έπρεπε να αναγνωσθούν ως εκατομμύρια. Η Γραμματεία ανέτρεξε επίσης σε έγγραφα της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου και διαπίστωσε ότι τα ποσά γράφονται με τον ίδιο τρόπο, για παράδειγμα στην ανακοίνωση ημερομηνίας 2/12/2015 για την οικονομική κατάσταση τον Νοέμβριο, 2015, τα ποσά αναγράφονται με έξι αριθμούς κάτω από την ένδειξη €’000, που σημαίνει ότι στα αναφερόμενα ποσά πρέπει να προστεθούν τρία μηδενικά. Τα αποθέματα χρυσού των οποίων η αξία είναι €447.600.000 αναγράφονται ως 447.600.
Εξ άλλου, ο Πρόεδρος της Επιτροπής Θεσμών και Αξιών της Βουλής κ. Δημήτρης Συλλούρης ανέφερε στη Γραμματεία ότι τα ποσά που αναφέρονταν στο έγγραφο ήταν στην πραγματικότητα χιλιάδες ευρώ αλλά είχαν αναγραφεί με λανθασμένο τρόπο στο επίμαχο έγγραφο. Στην πρώτη περίπτωση που αφορά στο δικηγορικό γραφείο «Τάσσος Παπαδόπουλος» το ποσό που αναγράφεται στο έγγραφο είναι 19,202.ΧΧ, δηλαδή 19 χιλιάδες και 202 ευρώ, ενώ το δεκαδικό μέρος διαγράφηκε και πάνω από αυτό γράφτηκαν με το χέρι τρία μηδενικά (000), μετατρέποντας το ποσό σε εκατομμύρια. Αυτό αποτελεί πιθανή ένδειξη πως και σε επίπεδο Βουλής θεωρήθηκε σε κάποιο στάδιο πως το ποσό αναφερόταν σε εκατομμύρια. Στη δεύτερη περίπτωση που εμφαίνεται η επωνυμία του δικηγορικού γραφείου το ποσό στο έγγραφο είναι αναλλοίωτο, δηλαδή €10,381.46. Υπό το φως των πιο πάνω και με βάση τις βεβαιώσεις επαγγελματιών λογιστών και ελεγκτών η Επιτροπή αποφάσισε ότι δημοσιογράφος δικαιολογημένα ανέγνωσε και ανέγραψε τα ποσά ως εκατομμύρια. Εκ των υστέρων υπήρξε η βεβαίωση της Βουλής των Αντιπροσώπων ότι τα ποσά που αναφέρονταν ήταν χιλιάδες ευρώ, αλλά το στοιχείο αυτό δεν υπήρχε κατά τον ουσιώδη χρόνο της σύνταξης της είδησης. Η Επιτροπή αποφάσισε επίσης πως τα επίσημα έγγραφα έχουν το τεκμήριο της ακρίβειας και συνεπώς δεν υφίσταται υποχρέωση από μέρους του δημοσιογράφου για εξακρίβωση των στοιχείων που αναφέρονταν στο επίσημο έγγραφο της Βουλής, ούτε και παροχή ευκαιρίας σχολιασμού με βάση την πρόνοια του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας που προβλέπει ότι «τα ΜΜΕ παρέχουν στους επηρεαζομένους, στην κατάλληλη περίπτωση… την ευκαιρία να απαντήσουν…» Η «κατάλληλη περίπτωση» είναι θέμα ερμηνείας και κρίνεται με βάση τα γεγονότα κατά περίπτωση. Όμως επισημαίνεται πώς είναι πάγια θέση της Επιτροπής ότι σε περιπτώσεις κατά τις οποίες είναι δυνατό ή αναμενόμενο να εγερθούν αμφισβητήσεις και σοβαρή διχογνωμία, πρέπει να παρέχεται η ευκαιρία στα εμπλεκόμενα μέρη για σχολιασμό ή αντίκρουση ταυτόχρονα με τη δημοσίευση, γεγονός που συμβάλλει στην ενίσχυση της αξιοπιστίας και της έξωθεν καλής μαρτυρίας για αμερόληπτη πληροφόρηση. Εξετάζοντας όλα τα δεδομένα της παρούσης περίπτωσης, η Επιτροπή θεώρησε ότι αν και δεν είχε υποχρέωση επειδή ήταν επίσημα έγγραφα, θα ήταν καλό και πρόσφορο ο δημοσιογράφος να είχε ζητήσει τις απόψεις του δικηγορικού γραφείου επί του θέματος των αμοιβών που παρουσιαζόταν να είχε λάβει, πολύ περισσότερο που και ό ίδιος ανέφερε ότι τα ποσά που αναφέρονταν προκαλούσαν ίλιγγο. Το γεγονός ότι ανάλογα στοιχεία δημοσιεύθηκαν στο «Φιλελεύθερο» πριν από πολλούς μήνες χωρίς να γίνει σχολιασμός ή να υπάρξει διαμαρτυρία δεν ήταν λόγος παράλειψης παροχής της ευκαιρίας σχολιασμού, δεδομένου μάλιστα ότι η δημοσίευση έγινε για διαφορετικούς λόγους. Ο μη σχολιασμός ή η σιωπή δεν πρέπει να εκλαμβάνεται εκ προοιμίου ως επιβεβαίωση της ακρίβειας οποιωνδήποτε πληροφοριών. Αυτό ισχύει σε μεγαλύτερο βαθμό στην προκειμένη περίπτωση, επειδή τα στοιχεία που δημοσίευσε ο «Φιλελεύθερος» στην ηλεκτρονική του έκδοση ήταν κρυμμένα πίσω από ένα ηλεκτρονικό σύνδεσμο που παρέπεμπε σε ένα από τα πολλά παραρτήματα τα οποία συνόδευαν την έκθεση της Επιτροπής Θεσμών και Αξιών για τα αίτια της κατάρρευσης της οικονομίας. Τα στοιχεία δεν παρουσιάστηκαν μεμονωμένα, ούτε και έτυχαν καμιάς ιδιαίτερης προβολής, επισήμανσης ή σχολιασμού από το «Φιλελεύθερο», όπως στην περίπτωση της είδησης του «Πολίτη» που απέβλεπε στην επισήμανση ότι οι Τράπεζες διέθεταν «αστρονομικά ποσά» για νομικές υπηρεσίες που «προκαλούν ίλιγγο». Η Επιτροπή περαιτέρω διαπίστωσε πως η εφημερίδα ικανοποίησε το δικαίωμα απάντησης του δικηγορικού γραφείου, δημοσιεύοντας αυτολεξεί τόσο την ανακοίνωση της Βουλής για το όλο θέμα, όσο και την ανακοίνωσή που εξέδωσε ο παραπονούμενος σε απάντηση ανακοίνωσης της Ενωσης Συντακτών, η οποία ασχολήθηκε με το θέμα και εξέφρασε υποστήριξη προς το δημοσιογράφο σε σχέση με τη διατύπωση κατηγοριών εναντίον του για πλαστογραφία του επίμαχου εγγράφου. Περαιτέρω, υπό το φως των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον της, η Επιτροπή απέρριψε την κατηγορία του παραπονουμένου για πλαστογραφία ή παραποίηση εγγράφου από το δημοσιογράφο. Επίσης επισήμανε ότι κατηγορίες, ισχυρισμοί και επιθέσεις που αποδίδουν ποινικά αδικήματα σε οποιοδήποτε και ιδιαίτερα σε δημοσιογράφους δεν πρέπει να γίνονται ελαφρά τη καρδία, δεδομένου ότι είναι δυνατό να εκληφθούν ως προσπάθεια φίμωσης. Ως προς το παράπονο του κ. Καλατζή για άσκηση τρομοκρατίας από μέρους του παραπονούμενου η Επιτροπή θεώρησε ότι δεν επρόκειτο για διατύπωση απειλών ή προειδοποιήσεων προς το δημοσιογράφο, αλλά για αναφορά σε ενέργειες που είχαν ήδη γίνει προς το Γενικό Εισαγγελέα με αίτημα να διεξαγάγει έρευνα για πιθανά ποινικά αδικήματα ή ενεργειών προς την Επιτροπή Θεσμών και Αξιών της Βουλής. Η Επιτροπή θεωρεί ότι ο παραπονούμενος είχε δικαίωμα να προβεί σε οποιεσδήποτε ενέργειες θεωρούσε πρόσφορες ή δικαιολογημένες. Το αίτημά του για διεξαγωγή ποινικής έρευνας από το Γενικό Εισαγγελέα θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι συνιστούσε απειλή αν ο παραπονούμενος ασκούσε θεσμικό ή άλλο έλεγχο πάνω στο Γενικό Εισαγγελέα ή στην Επιτροπή Θεσμών και Αξιών της Βουλής, γεγονός που δεν συμβαίνει, ή θα ήταν σε θέση με κάποιο τρόπο να παρέμβει στις αποφάσεις τους. Παρά ταύτα, η Επιτροπή επισημαίνει ότι ενώ οι δημοσιογράφοι δεν είναι πέραν κριτικής και επίκρισης, θα πρέπει να αποφεύγονται δηλώσεις και ισχυρισμοί που είναι δυνατό να πλήξουν την ελευθεροτυπία και το δικαίωμα έκφρασης.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
12/2015
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
16/07/2015
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΟΧΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (12/2/7/2015) από τον Αντώνη Κοντεμενιώτη εναντίον εφημερίδας «Αλήθεια» και του δημοσιογράφου Αλέκου Κωνσταντινίδη για κατ’ ισχυρισμό παραβίαση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας. Ο παραπονούμενος ανέφερε ότι στις 9/6/2015 παρέδωσε για δημοσίευση στον Αλέκο Κωνσταντινίδη κείμενό του που αναφερόταν στην κλίση της λέξης «καζίνο», αλλά εκείνος αντί να δημοσιεύσει το κείμενό του, δημοσίευσε δικό του δοκίμιο στις 11/6/2015 σχετικά με την κλίση ξένων λέξεων, «με περιεχόμενο και στοιχεία που ελήφθησαν από το κείμενο» που του παρέδωσε. Το κείμενο που δόθηκε στον Αλέκο Κωνσταντινίδη αποτελούσε μεταφορά ενός τηλεφωνικού μηνύματος του Αντώνη Κοντεμενιώτη προς μουσικό παραγωγό του ΡΙΚ, στο οποίο του ανέφερε ότι η χρήση του όρου «τα κοντσιέρτι» που χρησιμοποίησε σε εκφώνησή του, ήταν τερατώδης. Περαιτέρω ανέφερε πως: «Η ελληνική έχει κλιτικό σύστημα! Mutatis mutandis (τηρουμένων των αναλογιών) παπαγάλισες τα καζίνο! Ορθά είναι: τα κοντσιέρτα, τα καζίνα, τα μαντολίνα, της τρόικας». Ο Αλέκος Κωνσταντινίδης δημοσίευσε στη στήλη του «Γλωσσικά Πάρεργα» το ακόλουθο κείμενο: «Τώρα που θ' αποχτήσουμε καζίνο ή καζίνα θα ήταν χρήσιμο ν' αποφασίσουμε και πώς θα γράφουμε την λέξη, αν δηλαδή θα την προσαρμόσουμε στο κλιτικό σύστημα της ελληνικής ή θα αποφασίσουμε ότι θα μείνει άκλιτη. Σύμφωνα με το «Λεξικό των Δυσκολιών και των Λαθών στη χρήση της Ελληνικής» του Γ. Μπαμπινιώτη, λέξεις που λήγουν σε - ο είναι εύκολο να ενταχθούν στο κλιτικό σύστημα της Ελληνικής ως ουδέτερα ουσιαστικά σε -ο και να κλίνονται όπως αυτά. (το ρίσκο, του ρίσκου, το τρένο, του τρένου κλπ). Στην κατηγορία αυτή ανήκει και το καζίνο, το οποίο κλίνεται κανονικά: το καζίνο, του καζίνου, τα καζίνα, των καζίνων. Είναι γεγονός ότι ο πληθυντικός καζίνα ξενίζει πολλούς ομιλητές, οι οποίοι αποφεύγουν να τον χρησιμοποιήσουν και εκφέρουν τη λέξη άκλιτη: τα καζίνο, αλλά και τον ενικό του καζίνο, με το σκεπτικό μάλιστα ότι βάσει κανόνα της γραμματικής ξένες λέξεις δεν κλίνονται (ibid). Τότε, όμως, θα έμεναν άκλιτες δεκάδες ξένες λέξεις όπως το κονσέρτο, το παλτό, το μαντολίνο κλπ. Να το κλίνετε, λοιπόν, το καζίνο και μη φοβάστε». Ο Αλέκος Κωνσταντινίδης, που ενημερώθηκε για το παράπονο προκειμένου να υποβάλει τις απόψεις του, ανέφερε ότι το θεωρούσε απολύτως αβάσιμο, ανυπόστατο και ενοχλητικό, δεδομένου ότι έγραψε ένα εντελώς δικό του κείμενο με βάση τις απόψεις του γλωσσολόγου καθηγητή Μπαμπινιώτη. Το παράπονο αφορά στην πρόνοια του άρθρου 7 του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας περί πνευματικής ιδιοκτησίας, που αναφέρει ότι: «Τα Μ.Μ.Ε. και οι λειτουργοί σέβονται και εφαρμόζουν το εκάστοτε ισχύον Δίκαιο και συμβάσεις που αφορούν στην προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας. Εκεί που επιτρέπεται, η αναδημοσίευση από άλλη πηγή γίνεται με σεβασμό προς το συγγραφέα/δημιουργό ή τον ιδιοκτήτη. Τα Μ.Μ.Ε. και οι λειτουργοί των υποχρεούνται να αναφέρουν την προέλευση». Η προστασία ως προς τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας, που παρέχει ο Κώδικας, ο οποίος παραπέμπει στο ισχύον Δίκαιο και συμβάσεις, κυρίως της Διεθνούς Σύμβασης περί Πνευματικής Ιδιοκτησίας του 1968, αφορά σε «πνευματικά δημιουργήματα» ή «πρωτότυπα συγγραφικά έργα». Η προστασία αυτή, με βάση προηγούμενες αποφάσεις της Επιτροπής που στηρίζονται στην προαναφερθείσα σύμβαση και δικαστικές αποφάσεις, δεν παρέχεται για τα γεγονότα που περιγράφονται σε μια είδηση ή για ιδέες που αναπτύσσονται σε ένα κείμενο, αλλά στον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζονται ή αναλύονται γεγονότα ή ιδέες, δηλαδή στην επιλογή και τοποθέτηση συγκεκριμένων λέξεων σε ένα κείμενο, που προσδίδουν και το ύφος (στυλ) του δημιουργού. Όπως η Επιτροπή υπέδειξε σε προηγούμενες αποφάσεις της, είναι η πνευματική δημιουργία, δηλαδή το κείμενο που προκύπτει με τη χρήση συγκεκριμένων λέξεων και με το ύφος γραφής επί ενός γεγονότος ή μιας ιδέας, η οποία αποτελεί το αντικείμενο προστασίας και όχι το γεγονός ή η ιδέα. Σε αντίθετη περίπτωση θα αποκλειόταν το δικαίωμα της έκφρασης για σχεδόν οποιοδήποτε θέμα, γιατί δεν θα ήταν λίγοι εκείνοι που θα ισχυρίζονταν ότι πρώτοι ανακοίνωσαν ένα γεγονός ή ήταν οι εμπνευστές μιας ιδέας. Στην προκειμένη περίπτωση δεν υπάρχουν πρωτότυπο πνευματικό δημιούργημα ή στοιχεία που λήφθηκαν από το κείμενο του παραπονούμενο και χρησιμοποιήθηκαν στο κείμενο του Αλέκου Κωνσταντινίδη, πέραν της ιδέας ότι η λέξη καζίνο πρέπει να κλίνεται ως ελληνική. Ο Αλέκος Κωνσταντινίδης στήριξε το δικό το κείμενο σε απόψεις που διατυπώνονται σε ένα έγκυρο γλωσσικό λεξικό που συνεγράφη από τον πιο γνωστό γλωσσολόγο για την Ελληνική γλώσσα. Η ιδέα ή άποψη για το πώς πρέπει να τυγχάνει χειρισμού η λέξη καζίνο προϋπήρχε της προτροπής του παραπονουμένου για τον τρόπο χειρισμού της. Το κείμενο του Αλέκου Κωνσταντινίδη αποτελεί εντελώς δικό του πρωτότυπο κείμενο, το οποίο μπορεί να χαρακτηρισθεί «πρωτότυπο συγγραφικό έργο», ακόμα και αν η αφορμή για να γραφτεί δόθηκε από τον παραπονούμενο και δεν έχει την παραμικρή σχέση με το κείμενο του παραπονούμενου.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
9/2015
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
16/07/2015
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΟΧΙ,ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (9/2/6/2015) από την Παγκύπρια Συντεχνία Δημοσίων Υπαλλήλων (ΠΑΣΥΔΥ) για δημοσίευμα στο «Φιλελεύθερο» σε σχέση με επεισόδιο σε βάρος υπαλλήλων του Γραφείου Ευημερίας στη Λάρνακα. Η ΠΑΣΥΔΥ ανέφερε στο παράπονό της ότι αποτάθηκε προς την Επιτροπή αφού προηγουμένως απευθύνθηκε με επιστολή της προς την εφημερίδα ζητώντας να λάβει διορθωτικά μέτρα σε σχέση με σχόλιο της Τώνιας Σταυρινού στις 10 Μαΐου, 2015 αναφορικά με επεισόδιο, κατά το οποίο γυναίκα εισέβαλε οπλισμένη σε γραφείο Ευημερίας, χωρίς να υπάρξει ανταπόκριση. Το παράπονο ανέφερε: «Η συντάκτρια του σχετικού θέματος, αγνοώντας παντελώς τόσο τα αισθήματα τρόμου που προξένησε στους λειτουργούς του Τμήματος η απειλή με όπλο, την οποία εμφανώς η συντάκτρια και δικαιολογεί, αλλά ιδιαίτερα και τον ασήκωτο φόρτο εργασίας των λειτουργών, καταλήγει με την εκτίμηση ότι η υπεύθυνη λειτουργός συμπεριφέρθηκε «με υποτιμητικές φωνές και με αγενή ξεφυσήματα» προς την παραπονούμενη και οπλοφορούσα. Η ΠΑΣΥΔΥ ανέφερε ότι «είναι απαράβατη αρχή στην ορθή και αμερόληπτη ενημέρωση να παρατίθενται οι θέσεις όλων των εμπλεκομένων στα γεγονότα και τα θέματα που καλύπτονται από τα Μ.Μ.Ε. και λυπούμαστε να παρατηρήσουμε ότι στην προκειμένη περίπτωση η συντάκτρια που χειρίστηκε το θέμα αφήνει το συμπέρασμα ότι αναζητούσε αφορμή για να επιτεθεί κατά των δημοσίων υπαλλήλων, εκμεταλλευόμενη το ρόλο της στην πληροφόρηση για να προωθήσει θέσεις και συμφέροντα που πολεμούν τους εργαζόμενους και προωθούν τις απόψεις ότι οι δημόσιες υπηρεσίες νοσούν». Το σχόλιο που προκάλεσε την αντίδραση της ΠΑΣΥΔΥ έχει ως ακολούθως: «Τι οδηγεί έναν άνθρωπο να αρπάξει ένα όπλο και να απειλήσει αθώους πολίτες; Απελπισία; Οργή; Εξάντληση της υπομονής του; Μάλλον αρκεί να αντικρύσει στα πρόσωπα που σημαδεύει το τερατώδες πρόσωπο της κρατικής αναλγησίας... Η κυρία που μπούκαρε στο Γραφείο Ευημερίας απειλώντας να σκοτώσει λειτουργούς του, κρίθηκε «ψυχικά διαταραγμένη» και κλείστηκε στην Αθαλάσσα, δίνοντας επίλογο σ' ένα παραλίγο δράμα. Υπάρχει όμως κι ένα άλλο δράμα που δεν τελειώνει ποτέ. Είναι το καθημερινό μαρτύριο των ανθρώπων που έχουν ανάγκη από τις κοινωνικές υπηρεσίες του κράτους. Ενός κράτους που μετατρέπει κάθε μη προνομιούχο πολίτη σε ζητιάνο, αναγκάζοντας τον μαζί με τα χαρτιά και τα πιστοποιητικά του να καταβάλλει και κάτι πολυτιμότερο: την αξιοπρέπεια του. Οι λειτουργοί που δέχθηκαν απειλή, κατέφυγαν στο νόμιμο δικαίωμα της απεργίας για να διαμαρτυρηθούν. Ποια είναι άραγε τα μέσα που μπορεί να χρησιμοποιήσει ο πολίτης απέναντι στη συστηματική βία του κράτους πρόνοιας; Όταν καθυστερεί η επιταγή, όταν περιμένεις εξαθλιωμένος για μήνες στις ουρές του νοσοκομείου για ένα φάρμακο, όταν ένα χαρτί και μια σφραγίδα θα καθορίσουν πώς θα ξημερώσει η επόμενη σου μέρα, είναι δύσκολο να κρατάς παραμάσχαλα και την ψυχραιμία σου. Το γραφείο που ασχολείται με την «ευημερία» των πολιτών είναι υποστελεχωμένο, με ωράρια δημόσιας υπηρεσίας, με πετσοκομμένα κονδύλια, με υπερφορτωμένους λειτουργούς που πάντα κάνουν «ότι μπορούν» υποβάλλοντας σε σαδιστικά αργές διαδικασίες τους «δικαιούχους» (όρος που χρησιμοποιείται για να αφαιρέσει περεταίρω την ανθρώπινη ιδιότητα). Πριν μερικούς μήνες η κοινή γνώμη ανατρίχιασε στο άκουσμα της είδησης ενός 13χρονου κοριτσιού που πιάστηκε να κάνει σεξ με έναν παππού σε παρκινγκ, για δύο ευρώ την φορά, «για να αγοράζει σοκολάτες». Το κορίτσι ήταν «περίπτωση που παρακολουθείτο» από το Γραφείο Ευημερίας. Πέρσι πάλι, μία γυναίκα με χρόνια νόσο, άνεργη, πάμφτωχη και «γνωστή στο γραφείο Ευημερίας» πέθανε μέσα σε σωρούς από σκουπίδια με αποτέλεσμα ο 5χρονος γιος της να μείνει μόνος πριν τον πάρουν χαμπάρι οι γείτονες κι ειδοποιήσουν την Αστυνομία. Ύστερα είναι και περιπτώσεις όπως της Α. που έχει ένα γιο με ειδικές ανάγκες κι από τότε που ο πρώην σύζυγος της αποφάσισε να της κόψει τη διατροφή, ζει με την σύνταξη της μάνας της. Τρεις άνθρωποι ζουν με €350. Τι να σου κάνει και το γραφείο Ευημερίας. «Πρέπει να πάτε δικαστικά εναντίον του συζύγου» της είπαν. Καμία από αυτές τις γυναίκες δεν πήρε το όπλο. Προτιμά να δαγκώνει το μαξιλάρι της τα βράδια. Γι' αυτό και μόνο το κράτος και η Πολιτεία θα έπρεπε να ντρέπονται όταν την κοιτάζουν. Να την ευγνωμονούν που παραμένει οπλισμένη μόνο με υπομονή και όχι εκρηκτικά. Αντ' αυτού, μέσα από τις επικρατούσες νοοτροπίες και τις απάνθρωπα εξευτελιστικές διαδικασίες τους, αναγκάζουν εκείνην να χαμηλώνει τα μάτια. Μπροστά στις υποτιμητικές φωνές και τα αγενή ξεφυσήματα της κάθε λειτουργού που «χειρίζεται» το «περιστατικό» της». Η Επιτροπή αποφάσισε πως, ανεξάρτητα από τις ισχυρές απόψεις που περιέχει το σχόλιο και το ύφος έκφρασης, και πέραν της τελευταίας φράσης, την οποία θεώρησε ότι αφ’ ενός αποτελεί ατυχή γενίκευση που θίγει το σύνολο των δημοσίων υπαλλήλων και αφ’ ετέρου οδηγεί σε συμπεράσματα για τη συμπεριφορά συγκεκριμένης λειτουργού, δεν προκύπτει παραβίαση οποιασδήποτε πρόνοιας του Κώδικα, δεδομένου ότι το δημοσίευμα αποτελεί έκφραση γνώμης που κατοχυρώνεται απόλυτα από το δικαίωμα της ελευθερίας έκφρασης. Η Επιτροπή ζήτησε πληροφόρηση από την εφημερίδα κατά πόσο προέβη σε οποιαδήποτε ενέργεια σχετικά με την επιστολή-απάντηση που της είχε απευθύνει η ΠΑΣΥΔΥ. Η εφημερίδα απάντησε πως η επιστολή δεν δημοσιεύθηκε, επειδή ανέφερε πως η ΠΑΣΥΔΥ θα απευθυνόταν στην Επιτροπή για εξέταση του θέματος και η εφημερίδα ανέμενε την εξέλιξή του. Επίσης εξέφρασε προθυμία να δημοσιεύσει την επιστολή με τις θέσεις της ΠΑΣΥΔΥ. Η Επιτροπή αποφάσισε ότι ανεξάρτητα από την υποβολή παραπόνου, η εφημερίδα θα έπρεπε να είχε δημοσιεύσει χωρίς καθυστέρηση την επιστολή, συμμορφούμενη προς την τις πρόνοιες του άρθρου 2 του Κώδικα δημοσιογραφικής Δεοντολογίας που κατοχυρώνει το δικαίωμα απάντησης. Ο Κώδικας σαφώς προβλέπει ότι «τα Μ.Μ.Ε. παρέχουν στους επηρεαζομένους, στην κατάλληλη περίπτωση και ιδιαιτέρως όταν έχουν υποστεί επίθεση, την ευκαιρία να απαντήσουν, και εν πάση περιπτώσει μέσα σε χρονικό διάστημα που δεν θα απέχει χρονικά από το δημοσίευμα ή τη μετάδοση τόσο, ώστε το δικαίωμα απάντησης να καθίσταται άνευ αντικειμένου». Από τη διατύπωση αυτή προκύπτει ότι η υποχρέωση δημοσίευση της απάντησης είναι απόλυτη και δεν εξαρτάται από οποιαδήποτε άλλη παράλληλη ενέργεια οποιουδήποτε ατόμου ή οργάνου. Γι’ αυτό το λόγο παρέχεται από τον Κώδικα στα ΜΜΕ η δυνατότητα συντόμευσης μακροσκελών απαντήσεων και το δικαίωμα να αρνηθούν τη δημοσίευση ή να προβούν σε αφαιρέσεις, στην περίπτωση κατά την οποία το περιεχόμενο της απάντησης είναι ενδεχόμενο να έχει νομικές συνέπειες για τα ίδια ή τρίτα πρόσωπα. Η καθυστέρηση δημοσίευσης της επιστολής δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από την προσφυγή της ΠΑΣΥΔΥ στην Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας. Αντίθετα, η Επιτροπή πιστεύει ότι το αίτημα της ΠΑΣΥΔΥ θα έπρεπε να αποτελέσει πρόσθετο κίνητρο για δημοσίευση της επιστολής προς απόδειξη της καλής πίστης της εφημερίδας. Η Επιτροπή υποδεικνύει ότι η υποχρέωση αυτή εξακολουθεί να υφίσταται, αλλά παράλληλα επισημαίνει ότι η πάροδος ικανού χρόνου από τη δημοσίευση καθιστά την άσκηση του δικαιώματος απάντησης σχεδόν άνευ αντικειμένου.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
10/2015
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
16/07/2015
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (10/22/6/2015) από αξιωματικό της Αστυνομίας σύμφωνα με το οποίο η ηλεκτρονική εφημερίδα Cyprus Times δημοσίευσε είδηση στις 19 Ιουνίου, 2015, που υποστήριζε ότι ο γιος του καταγγέλθηκε για πρόκληση ζημιών σε περιουσία αλλά δεν λήφθηκαν μέτρα εναντίον του λόγω της ιδιότητας του πατέρα του. Ο παραπονούμενος υποστήριξε ότι το δημοσίευμα, υπό τον τίτλο «Τρομοκρατεί τους γείτονες αλλά… τη βγάζει «καθαρή» γιος αξιωματικού της Αστυνομίας», είναι άκρως προσβλητικό για τον ίδιο και το γιό του, τον οποίο το δημοσίευμα χαρακτηρίζει ψυχοπαθή. Ο πατέρας ανέφερε πως αυτό δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Ο παραπονούμενος ανέφερε ότι το δημοσίευμα αποκάλυψε προσωπικά δεδομένα, τόσο του ιδίου όσο και του γιου του. Οι τίτλοι πάνω από την είδηση περιγράφουν το περιεχόμενό της: «Σοβαρή καταγγελία, η οποία αφήνει εκτεθειμένο υψηλόβαθμο στέλεχος της Αστυνομίας, ενώπιον του Αρχηγού της Δύναμης – Σε απελπιστική κατάσταση οι κάτοικοι του Δήμου Στροβόλου με την απίστευτη συμπεριφορά που επιδεικνύει ο γιος του αξιωματικού – Υποστηρίζουν ότι αντιμετωπίζει ψυχολογικά προβλήματα και προβαίνει σε «τραμπουκισμούς» και επικίνδυνες ενέργειες εναντίον τους – Κλείνουν όλοι τα αυτιά και τα μάτια γιατί υπάρχει το… «μέσον» - Η Cyprus Times αποκαλύπτει την επιστολή προς τον Αρχηγό». Σύμφωνα με το δημοσίευμα της Cyprus Times, στις αρχές Ιουνίου, 2015, κάτοικοι της ενορίας Σταυρού της περιοχής Στροβόλου, απέστειλαν επιστολή στον Αρχηγό της Αστυνομίας, καταγγέλλοντας τη φερόμενη επικίνδυνη συμπεριφορά που επιδεικνύει ο γιος του εν λόγω αξιωματικού και ισχυρίστηκαν ότι ο γιος καλύπτεται πλήρως από τον πατέρα του, λόγω της θέσης που κατέχει στο σώμα. Η επιστολή, την οποία δημοσίευσε σε φωτοτυπία ο ιστότοπος, περιγράφει ενέργειες του γιου εναντίον γείτονα και του οχήματός του και αναφέρει ότι ύστερα από καταγγελία εκδόθηκε διάταγμα υποχρεωτικής νοσηλείας του στο ψυχιατρείο. Ωστόσο, με την πάροδο κάποιων ημερών, ο γιός επέστρεψε κανονικά στο σπίτι του «και μάλιστα χωρίς να επιδείξει την παραμικρή αλλαγή στη συμπεριφορά του». Η συντάκτρια της είδησης Ντίνα Κλεάνθους απάντησε ότι στο κείμενο που δημοσιεύθηκε δεν γίνεται καμιά αναφορά που να θίγει το άτομο ή να παρουσιάζει στοιχεία της ταυτότητας του. Επίσης ανέφερε ότι στην είδηση επισημαίνεται επανειλημμένως ότι τα όσα γράφονται αφορούν ισχυρισμούς όπως αυτοί εκφράζονται σε επιστολή η οποία αυτούσια εστάλη και στον Αρχηγό της Αστυνομίας. Περαιτέρω ανέφερε πώς «θεωρείται συνήθης τακτική για έναν δημοσιογράφο σε ένα ρεπορτάζ, να αναφέρεται με την ηλικία στο πρόσωπο το οποίο αφορά το ρεπορτάζ, «ενώ όσον αφορά τη φερόμενη κατάσταση της υγείας του, επαναλαμβάνουμε ότι αυτές οι αναφορές αποτελούν ισχυρισμούς των προσώπων που υπογράφουν την επιστολή προς τον Αρχηγό της Αστυνομίας, την οποία και το ρεπορτάζ επικαλείται». Τέλος ανέφερε ότι στόχος του ρεπορτάζ δεν ήταν να δημιουργήσει προβλήματα ή να θίξει την αξιοπρέπεια των εμπλεκομένων, αλλά μόνο να παρουσιάσει τα γεγονότα, όπως αυτά αναφέρονται στη συγκεκριμένη επιστολή, «όπως κάθε δημοσιογράφος οφείλει να πράττει σε κάθε περίπτωση… Η πρόθεση μας ήταν ξεκάθαρη, αφού σε περίπτωση που σκοπός μας ήταν να εκθέσουμε πρόσωπα και καταστάσεις δεν θα μπαίναμε καν στη διαδικασία να σβήσουμε τα στοιχεία από την επιστολή όπως αυτή δημοσιεύθηκε». Σε ξεχωριστή επιστολή μέσω δικηγορικού γραφείου αναφέρεται ότι οι πελάτες του ισχυρίζονται πως το δημοσίευμα είναι αληθές, δεδομένου ότι αναπαράγει αυτούσια καταγγελία προς τον Αρχηγό Αστυνομίας και αναφέρεται σε θέμα «δημοσίου ενδιαφέροντος». Περαιτέρω αναφέρει πως η νομολογία των Δικαστηρίων (ΡΙΚ εναντίον Χαράλαμπου Καψού) είναι ότι το «κριτήριο… είναι η διακρίβωση κατά πόσο το μέρος ή τα μέρη του δημοσιεύματος που δεν αποδείχθηκε ότι είναι αληθινά βλάπτουν ουσιωδώς των υπόληψη του εφεσίβλητου, λαμβανομένου όμως υπόψη του αληθούς των υπόλοιπων κατηγοριών». Επίσης αναφέρθηκε σε Αγγλική νομολογία σύμφωνα με την οποία η υπεράσπιση που βασίζεται σε μερική αλήθεια των προβληθέντων ισχυρισμών μπορεί να ευσταθήσει ή ο εναγόμενος να στηριχθεί στο μέρος των ισχυρισμών που αποδείχθηκε για να μειώσει το ύψος των αποζημιώσεων. Οι δικηγόροι ανέφεραν ότι η ιστοσελίδα «ουδέν ψευδές» δημοσίευσε προβάλλοντας τους ισχυρισμούς των γειτόνων. Υποστηρίχθηκε πως με την καταγγελία επιχειρείται η φίμωση της ελευθερίας του τύπου, ο έμμεσος εκβιασμός της ιστοσελίδας και ο αποπροσανατολισμός από την ουσία που είναι ότι το άτομο που αναφέρεται είναι επικίνδυνο αν αληθεύουν οι ισχυρισμού που προβάλλονται. Τέλος αναφέρθηκε πως η ιστοσελίδα με το δημοσίευμά της άσκησε πίεση προς τις αρχές να πράξουν τα δέοντα. Η Επιτροπή εξέτασε το παράπονο υπό το πρίσμα των προνοιών του άρθρου 3 Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, που αναφέρει: «Η υπόληψη και η ιδιωτική ζωή κάθε προσώπου τυγχάνουν σεβασμού και δεν αποκαλύπτονται στοιχεία προσωπικού χαρακτήρα. Παρεμβάσεις και έρευνες στην ιδιωτική ζωή προσώπων, χωρίς τη συγκατάθεσή τους, περιλαμβανομένης της λήψης φωτογραφιών προσώπων χωρίς τη γνώση ή συγκατάθεσής τους - εκτός εάν εμπλέκονται σε γεγονότα ή καταστάσεις που συνιστούν είδηση γενικότερου ενδιαφέροντος- ή σε ιδιωτική περιουσία, καθώς και η εξασφάλιση πληροφοριών με μηχανισμούς υποκλοπής ή μακράς φωτογράφησης είναι γενικά απαράδεκτες, η δε δημοσιοποίησή τους μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και αποκλειστικά προς το δημόσιο συμφέρον. Τα ΜΜΕ και οι λειτουργοί τους δεν προβαίνουν σε ανοίκειες προσωπικές επιθέσεις και υβριστικούς και προσβλητικούς χαρακτηρισμούς που διασύρουν την τιμή και υπόληψη». Επίσης το άρθρο 12 σαφώς ορίζει ότι τα ΜΜΕ αποφεύγουν οποιαδήποτε απ’ ευθείας ή άλλη αναφορά ή ενέργεια εναντίον προσώπου η οποία περιέχει στοιχεία προκατάληψης με βάση … το προσωπικό καθεστώς, περιλαμβανομένης της φυσικής ή διανοητικής ασθένειας ή αναπηρίας. Ο χλευασμός, η διαπόμπευση και ο διασυρμός ατόμων ή ομάδων είναι ανεπίτρεπτος. Η Επιτροπή εξέτασε κατ’ αρχήν τη θέση πως η διαδικτυακή εφημερίδα ανέφερε επανειλημμένα πως τα όσα δημοσίευσε αποτελούν ισχυρισμούς που διατυπώθηκαν από τους κατοίκους μιας περιοχής σε επιστολή τους προς τον Αρχηγό της Αστυνομίας. Η Επιτροπή επισύρει την προσοχή στο γεγονός ότι αποτελεί βασική αρχή πως η επίκληση προβολής ή αναδημοσίευσης ισχυρισμών δεν αποτελεί άλλοθι. Η δημοσίευση οποιωνδήποτε ισχυρισμών δεν απαλλάσσει το δημοσιογράφο ή το ΜΜΕ που τους δημοσίευσε από οποιαδήποτε ευθύνη, είτε από απόψεως παραβίασης του νόμου ή παράβασης των προνοιών του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας. Αντίθετα το γεγονός ότι επρόκειτο για δημοσίευση ισχυρισμών επέβαλλε διπλή υποχρέωση στο δημοσιογράφο και στο ΜΜΕ, πρώτον να εξακριβώσουν την ακρίβεια των ισχυρισμών και δεύτερον να δώσουν στα άτομα στα οποία αναφέρονταν οι ισχυρισμοί την ευκαιρία παράθεσης των θέσεών τους και αντίκρουσης των προβαλλόμενων ισχυρισμών ή κατ’ ισχυρισμό γεγονότων. Αναφορικά με τη θέση της συντάκτριας της είδησης ότι «είναι συνήθης τακτική για έναν δημοσιογράφο σε ένα ρεπορτάζ, να αναφέρεται με την ηλικία στο πρόσωπο το οποίο αφορά το ρεπορτάζ», η Επιτροπή επισημαίνει πως η αναφορά στην ηλικία ενός ατόμου, όταν αποκαλύπτεται ταυτόχρονα η ταυτότητά του, αποτελεί προσωπικό δεδομένο, το οποίο κάτω από κάποιες περιστάσεις δεν επιτρέπεται να αποκαλυφθεί. Περαιτέρω η Επιτροπή, έχοντας υπόψη τα γεγονότα και τις πρόνοιες του Κώδικα, αποφάσισε πως στην περίπτωση του επίμαχου δημοσιεύματος η επίκληση της αλήθειας των προβαλλόμενων ισχυρισμών δεν παρέχει δικαιολόγηση της σωρηδόν παραβίασης διατάξεων του Κώδικα. Εξ άλλου αποφάσισε πως σε περιπτώσεις όπως η παρούσα, η ύπαρξη ή απουσία πρόθεσης δεν αποτελεί δικαιολογία, γιατί αυτό που έχει σημασία είναι το αποτέλεσμα ως προς την τήρηση ή μη των προνοιών του Κώδικα. Η Επιτροπή αποφάσισε πως με το δημοσίευμα σαφώς παραβιάζονται οι πρόνοιες των δύο προαναφερθέντων άρθρων του Κώδικα περί σεβασμού των προσωπικών δεδομένων και αποφυγής δυσμενών διακρίσεων με αναφορές που ανάγονται στο προσωπικό καθεστώς. Στη δημοσιευόμενη φωτοτυπία της επιστολής σβήστηκαν μεν κάποια ονόματά, αλλά αφέθηκαν άλλα προσωπικά στοιχεία, όπως η πλήρης διεύθυνση, το μικρό όνομα του υιού του παραπονούμενου και το μικρό όνομα του ίδιου του παραπονούμενου και η ιδιότητά του ως αξιωματικού υπηρετούντος στο αρχηγείο Αστυνομίας. Επίσης προβάλλονται ισχυρισμοί για φερόμενη ασθένεια του υιού του παραπονουμένου, γεγονός που ανάγεται αυστηρά στο προσωπικό καθεστώς. Ηταν θετικό το γεγονός ότι η ιστοσελίδα έσβησε κάποια στοιχεία προσωπικού χαρακτήρα αλλά δεν επέδειξε τη δέουσα μέριμνα ώστε να απαλείψει όλα τα στοιχεία που αποτελούν προσωπικά δεδομένα του παραπονούμενου και του γιου του. Η Επιτροπή απέρριψε τον ισχυρισμό του νομικού συμβούλου της ιστοσελίδας ότι η καταγγελία αποσκοπεί σε «φίμωσή της ελευθερίας του τύπου» και στον αποπροσανατολισμό από την ουσία του θέματος, γιατί σε καμιά περίπτωση ο παραπονούμενος δεν ζήτησε από την Επιτροπή να παρέμβει για να παρεμποδίσει την εφημερίδα να δημοσιεύσει ο,τιδήποτε. Η Επιτροπή επιθυμεί να υποδείξει ότι η υποβολή παραπόνου με αίτημα της συμμόρφωση προς τις πρόνοιες του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά ή αποβλέπει στον περιορισμό του δικαιώματος έκφρασης. Εξ άλλου, η προβολή της νομολογίας για τη μερική αλήθεια κρίθηκε ότι δεν έχει καμιά σχέση με την υπόθεση, γιατί η αλήθεια των προβαλλόμενων ισχυρισμών δεν συνιστά δικαιολογία για την παραβίαση των προνοιών του Κώδικα που αναφέρονται στα προσωπικά δεδομένα και στο προσωπικό καθεστώς. Επισημαίνεται ότι ούτε η σχετική νομοθεσία περί προσωπικών δεδομένων επιτρέπει εξαιρέσεις από την υποχρέωση σεβασμού των προσωπικών δεδομένων λόγω αλήθειας των προβαλλομένων στοιχείων. Η Επιτροπή αποφάσισε ότι ο ισχυρισμός περί θέματος «δημοσίου ενδιαφέροντος» δεν ευσταθεί και δεν παρέχει υπεράσπιση, γιατί το δικαίωμα του κοινού στην πληροφόρηση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι δικαιολογεί την παρέμβαση στην προσωπική ζωή ή τη διαπόμπευση οποιουδήποτε με τη δημοσίευση προσωπικών στοιχείων ή ισχυρισμών. Ακόμη και αν θεωρηθεί πως η κατ’ ισχυρισμό συμπεριφορά ενός αξιωματικού της αστυνομίας αποτελεί θέμα «δημοσίου ενδιαφέροντος» η αναφορά σ’ αυτή μπορεί να γίνει μόνο κάτω από όρους και προϋποθέσεις, όπως η διασταύρωση των πληροφοριών και η παροχή του δικαιώματος αντίκρουσης, που δεν έγινε στην προκειμένη περίπτωση. Εξ άλλου, η Επιτροπή έκρινε πως η ιστοσελίδα θα μπορούσε να ασκήσει πίεση στις αρχές για να προβούν στη λήψη μέτρων χωρίς να παραβιάσει ουσιώδη δικαιώματα των ατόμων των οποίων αποκαλύπτεται η ταυτότητα και κατ’ ακολουθία να παραβιάσει διατάξεις του Κώδικα. Επισημαίνεται πως ο Κώδικας δεν προβλέπει εξαιρέσεις για θέματα «δημοσίου ενδιαφέροντος», αλλά μόνο για θέματα «δημοσίου συμφέροντος», επιτρέποντας παρέκκλιση από τις πρόνοιές του σε συγκεκριμένες μόνο περιπτώσεις, που είναι: (α) Υποβοήθηση ανίχνευσης ή αποκάλυψη εγκλήματος. (β) Προστασία της δημόσιας ασφάλειας ή υγείας. (γ) Προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. (δ) Παρεμπόδιση παραπλάνησης του κοινού ως αποτέλεσμα πράξεων ή δηλώσεων ατόμων ή οργανισμών. Στην προκειμένη περίπτωση τίποτε από τα πιο πάνω δεν εξυπηρετείται με την παραβίαση των προσωπικών δεδομένων και τις δυσμενείς διακρίσεις λόγω προσωπικού καθεστώτος των ατόμων που αναφέρονται στο δημοσίευμα. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή αποφάσισε ότι η αποκάλυψη των προσωπικών δεδομένων του παραπονούμενου και του γιου του συνιστά παραβίαση των προνοιών των άρθρων 3 και 12 του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, ενώ η παράλειψη για έλεγχο των ισχυρισμών που διατυπώνονται στο δημοσίευμα συνιστά παραβίαση του άρθρου 2 περί παροχής του δικαιώματος απάντησης στους άμεσα επηρεαζομένους στην κατάλληλη περίπτωση. Όπως η Επιτροπή επανειλημμένα υπέδειξε, η κατάλληλη περίπτωση παροχής του δικαιώματος απάντησης ή αντίκρουσης σε ανάλογες περιπτώσεις είναι πριν από τη δημοσίευση ώστε οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί και η αντίθετη άποψη να δημοσιεύονται ταυτόχρονα και κατ’ αντιπαραβολή.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
8/2015
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
16/07/2015
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (8/27/5/2015) από γυναίκα αστυνομικό που υπηρετεί σε Αστυνομικό Σταθμό της Επαρχίας Λάρνακας για δημοσιεύματα στην ιστοσελίδα TOTHEMAOLINE ημερομηνίας 22/5/2015. Η παραπονούμενη ανέφερε ότι τα δημοσιεύματα ήταν ψευδή, παραπλανητικά και αβάσιμα και ότι περιείχαν υβριστικούς και μειωτικούς ισχυρισμούς και χαρακτηρισμούς για την ίδια. Τα δημοσιεύματα δεν αναφέρονταν στην παραπονούμενη ονομαστικά, αλλά όπως η ίδια υπέδειξε, την περιέγραφαν ως γυναίκα αστυφύλακα που υπηρετούσε σε συγκεκριμένο αστυνομικό σταθμό, με συνέπεια, σε συνδυασμό με τα γεγονότα που αναφέρονταν, να οδηγούν στην αποκάλυψη της ταυτότητάς της σε άτομα της περιοχής όπου διαμένει και σε ευρύ κύκλο μελών της Αστυνομικής Δύναμης. Η παραπονούμενη ανέφερε ότι στον αστυνομικό σταθμό υπηρετούν μόνο 4 γυναίκες αστυνομικοί και ότι έγινε αμέσως αντιληπτό στην κοινότητα ότι τα δημοσιεύματα αναφέρονταν στην ίδια λόγω καταγγελίας την οποία είχε υποβάλει προηγουμένως η ίδια εναντίον υποστατικού για παράνομη λειτουργία και πρόκληση οχληρίας και η οποία είχε γίνει ευρέως γνωστή στην περιοχή. Παράλληλα, η ταυτότητά της έγινε γνωστή σε ευρύ κύκλο μεταξύ των μελών της Αστυνομίας επειδή διατάχθηκε έκθεση γεγονότων μετά τα δημοσιεύματα της ιστοσελίδας. Η Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη τα δημοσιεύματα, τις θέσεις της ιστοσελίδας και το σύνολο των γεγονότων, αποφάσισε ότι το παράπονο ήταν αποδεκτό προς εξέταση γιατί τα δημοσιεύματα οδηγούσαν σε αποκάλυψη της ταυτότητας της παραπονούμενης. Η ορθότητα της θέσης αυτής προκύπτει και από το γεγονός ότι η ιστοσελίδα απέδωσε στην παραπονούμενη και δεύτερη καταγγελία εναντίον κέντρου για πρόκληση οχληρίας, που δεν έγινε από εκείνη. Η Επιτροπή επισημαίνει ότι η αποκάλυψη της ταυτότητας οποιουδήποτε ατόμου συντελείται όταν τα στοιχεία που δημοσιεύονται είναι τέτοια ώστε πρόσωπα του περιβάλλοντος ή της περιοχής στην οποία διαμένει ή στην οποία είναι γνωστό, ανεξάρτητα από το μέγεθος του πλήθους των ανθρώπων, να αντιλαμβάνονται ότι σχετίζονται με το άτομο αυτό. Η Επιτροπή, στο πλαίσιο της αποστολής της για τήρηση υψηλού επαγγελματικού επιπέδου από μέρους των ΜΜΕ και των λειτουργών τους, θεώρησε χρέος της να επισημάνει ότι το αρχικό δημοσίευμα της ιστοσελίδας χαρακτηρίζεται από χαμηλού επιπέδου δημοσιογραφικό λόγο ως προς τη χρήση της γλώσσας, το ύφος, την έκφραση και την πληροφόρηση. Το δημοσίευμα, ημερομηνίας 22/5/2015, ανέφερε ότι «ένας τίμιος και εργατικός λοχίας, ο … (παρέθεσε το όνομά του αλλά λανθασμένο επίθετο) «μετατέθηκε χωρίς καμιά αιτία από τη Λάρνακα στη Λευκωσία, γιατί έτσι ήθελε γυναίκα Αστυνομικός του σταθμού ***». Ειδικότερα, το δημοσίευμα ανέφερε ότι ο λοχίας μετατέθηκε ύστερα από παράπονο συγκεκριμένης γυναίκας Αστυφύλακα, «της οποίας το έργο είναι μηδαμινό και η οποία παρουσιάζει προβληματική συμπεριφορά όπου υπηρετήσει», η οποία τον κατάγγειλε ότι δεν εκτέλεσε τα καθήκοντα του, καταλογίζοντάς του ότι δεν προέβη σε καταγγελία εναντίον καφενείου από το οποίο ακουγόταν δυνατή μουσική στις 9 μ.μ. στη διάρκεια παιδικού πάρτι. Το δημοσίευμα δεν ανέφερε την ημερομηνία κατά την οποία έγινε η καταγγελία, άφηνε όμως να εννοηθεί ότι έγινε στο άμεσο προηγούμενο διάστημα, αφού ανέφερε ότι «απόψε, (δηλαδή το βράδυ της 22/5/2015) η συγκεκριμένη Αστυφύλακας, σε συγκεκριμένο καφενείο, στο οποίο βρίσκονταν πρόσωπα αξιόπιστα και ευυπόληπτα, έφτασε σε σημείο να σπάζει και να κλωτσά τραπέζια και καρέκλες».Σύμφωνα πάντα με το δημοσίευμα «επιπλέον απειλούσε τους πάντες και τα πάντα, ενώ στον συγκεκριμένο χώρο τηρείτο η τάξη και ο νόμος. Μάλιστα, επικοινώνησε με το γραφείο του πολίτη, υποδυόμενη πολίτη και κατήγγειλε το εν λόγω υποστατικό» με αποτέλεσμα να «καταγγελθεί ξανά το εν λόγω υποστατικό». Το δημοσίευμα κατέληγε με τη φράση «Τώρα, ποιος πρέπει να μετατεθεί, ποιος πρέπει να απολυθεί ή ποιος πρέπει να βρίσκεται στην Αστυνομία, είναι άλλου παπά ευαγγέλιο. Ο Θεός να μας προσέχει. Ζήτω η Κυπριακή Δημοκρατία». Κάτω από το δημοσίευμα αναρτήθηκαν πολλά σχόλια, από άνδρες και γυναίκες επικριτικά για την αστυνομικό, τα πλείστα με χυδαίο και υβριστικό περιεχόμενο. Η ιστοσελίδα δεν έκαμε καμιά ενέργεια για να τα αφαιρέσει για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ακολούθησαν και άλλα δημοσιεύματα για «την περίπτωση της περιβόητης Αστυνομικού του σταθμού ***, όλα κάτω από τίτλους στους οποίους η παραπονούμενη περιγραφόταν ως «η αστυφύλακας με τα καπρίτσια». Στις 25/5/2015 η ιστοσελίδα δημοσίευσε νέα είδηση για το θέμα υποστηρίζοντας πως «Γερές πλάτες φαίνεται να έχει η γυναίκα αστυφύλακας με τα καπρίτσια» και ότι «η αστυφύλακας φαίνεται μάλιστα να επηρεάζει αποφάσεις και να μεταθέτει αστυφύλακες συναδέλφους της. Επίσης, διοχετεύοντας πληροφορίες για διάφορους, φαίνεται να πετυχαίνει μεταθέσεις ακόμα και να ανέχονται παρεμβάσεις της σε διάφορους τομείς». H ιστοσελίδα ανάρτησε άλλες δύο ειδήσεις, τη μια στα 9 Ιουνίου, 2015, στην οποία υποστήριζε ότι η υπό αναφορά αστυφύλακας πέτυχε μεταθέσεις ακόμη και ανωτέρων της και ότι «τώρα έβαλε στο στόχαστρο της ιδιοκτήτη καφενείου στη Λάρνακα που γειτνιάζει με το σπίτι της στέλλοντας περιπολικά στο υποστατικό του». Ανέφερε επίσης ότι μαζεύει υπογραφές για να κλείσει το καφενείο και κατέληγε με τον ισχυρισμό ότι «παρακολουθείται από ψυχολόγο, γεγονός για το οποίο δεν γνωρίζουμε αν έχει ενημερώσει τους ανώτερούς της». Σε άλλο δημοσίευμα στις 19 Ιουνίου, 2015, η ιστοσελίδα ανέφερε ότι «η αστυφύλακας με τα καπρίτσια» είχε υποβάλει παράπονο στην Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας και επίσης ότι «έγινε παράνομη παρέμβαση συγκεκριμένου προσώπου και άσκηση πιέσεων προς τον συγκεκριμένο λογία της αστυνομίας που πήγε να εξετάσει παράπονο εναντίον του καφενείου της γειτονιάς». Τέλος καλούσε τον Αστυνομικό Διευθυντή Λάρνακας, «ο οποίος ανέχεται την συγκεκριμένη συμπεριφορά, να δώσει και ο ίδιος εξηγήσεις στον Αρχηγό της Αστυνομίας, για το τι έχει πράξει μέχρι σήμερα για την συγκεκριμένη αστυφύλακα». Η παραπονούμενη ανέφερε ότι το δημοσίευμα στις 22/5/2015 στην πραγματικότητα περιέγραφε γεγονότα που διαδραματίστηκαν σε δύο διαφορετικές ημέρες, κατά τις οποίες έγινε καταγγελία εναντίον καφενείου-κέντρου που λειτουργούσε χωρίς άδεια. Η πρώτη καταγγελία έγινε από την ίδια στις 12 Ιανουαρίου, 2015, με τηλεφώνημά της στη γραμμή του πολίτη και επίσης προς τον Αστυνομικό Διευθυντή Λάρνακας εναντίον κέντρου στη γειτονιά της για χρήση μεγαφώνων και πρόκληση οχληρίας με δυνατή μουσική. Το γεγονός έγινε ευρέως γνωστό στην περιοχή, με αποτέλεσμα όταν δημοσιεύθηκε το επίμαχο κείμενο στις 22/5/2015, όλοι στη γειτονιά να σκεφθούν ότι αναφερόταν στην ίδια. Η παραπονούμενη ανέφερε πως στην πραγματικότητα η δεύτερη καταγγελία δεν προήλθε από την ίδια, ούτε και επισκέφθηκε το καφενείο-κέντρο εκείνη την ημέρα, γιατί κατά τον ουσιώδη χρόνο βρισκόταν σε σπίτι φίλων της και επομένως ψευδώς το δημοσίευμα ανέφερε ότι την καταγγελία υπέβαλε εκείνη και ότι μπήκε στο υποστατικό και έσπαζε και κλωτσούσε καρέκλες και τραπέζια και απειλούσε τους πάντες. Τέλος ανέφερε πως η ιστοσελίδα επέτρεψε να παραμείνουν αναρτημένα κάτω από το πρώτο δημοσίευμα σχόλια αναγνωστών με υβριστικό, χυδαίο και αισχρό περιεχόμενο γι’ αυτήν. Η ιστοσελίδα απάντησε στο παράπονο μέσω δικηγορικού γραφείου υποστηρίζοντας πως «σε καμία περίπτωση δεν αναφέρει και/ή σκιαγραφεί και/ή φωτογραφίζει και/ή κατονομάζει το οποιοδήποτε πρόσωπο πάρα μόνο κάνει αναφορά και/ή χρησιμοποιεί την λέξη 'Αστυφύλακας’. Επίσης ανέφερε ότι η ιστοσελίδα «ενέργησε μέσα στα πλαίσια που ορίζει ο Νόμος και οι Αρχές Δεοντολογίας του Δημοσιογραφικού Επαγγέλματος υπηρετώντας το αναφαίρετο δικαίωμα του ανθρώπου και του πολίτη να πληροφορεί και να πληροφορείται ελεύθερα» και επίσης ότι οι δημοσιογράφοι που εργάζονται σ’ αυτήν «θεωρούν ως πρώτιστο καθήκον τους τόσο προς την κοινωνία όσο και προς τον εαυτό τους τη δημοσιοποίηση όλης της αλήθειας». Περαιτέρω ανέφερε πως η ιστοσελίδα δημοσίευσε “έγκυρες και διασταυρωμένες πληροφορίες που ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα” και πρόσθεσε πως αν της ζητηθεί θα προσκομίσει ένορκες δηλώσεις ευυπόληπτων πολιτών ότι η παραπονούμενη «άρπαζε το μικρόφωνο από τα χέρια προσώπου και το έριχνε στο έδαφος καθώς και μαρτυρίες ότι κλωτσούσε καρέκλες και απειλούσε "Θεούς και Δαίμονες» μπροστά στα μάτια θαμώνων. Τέλος υποστήριξε πως «παρόλο που δεν είναι στις αρμοδιότητές της να ασχολείται με τις αναρτήσεις και/ ή τα σχόλια αναγνωστών, …τα σχόλια έχουν διαγραφεί». Σε σχέση με τον ισχυρισμό ότι η εφημερίδα δεν αποκάλυψε την ταυτότητα της παραπονούμενης, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα, όπως και κατά το στάδιο αξιολόγηση του παραπόνου, ότι τα δημοσιεύματα περιείχαν αρκετά στοιχεία που οδηγούσαν αβίαστα στην αποκάλυψη της ταυτότητάς της σε άτομα που την γνωρίζουν. Διερευνώντας τα γεγονότα, η Επιτροπή πληροφορήθηκε ότι η αναφερόμενη μετάθεση του Λοχία της Αστυνομίας έγινε στις 2 Μαρτίου, 2015 και δεν σχετίζεται με κανένα τρόπο με γεγονότα τα οποία το δημοσίευμα υποβάλλει ότι συνέβησαν στις 22/5/2015. Ο ίδιος ο λογίας πληροφόρησε την Επιτροπή ότι δεν γνωρίζει καν το λόγο της μετάθεσής του από τη Λάρνακα στη Λευκωσία και επίσης ότι διατηρεί φιλικές σχέσεις με την παραπονούμενη και δεν βρίσκεται με κανένα τρόπο σε αντιπαράθεση μαζί της ή άτομα του άμεσου περιβάλλοντός της. Η Επιτροπή έλαβε επίσης πληροφόρηση την οποία θεωρεί ως απολύτως έγκυρη ότι η αρμόδιοι στην Αστυνομία, μετά την υποβολή έκθεσης γεγονότων σε σχέση με τους ισχυρισμούς ή καταγγελίες της ιστοσελίδας, έκριναν ότι δεν ενδείκνυτο η λήψη μέτρων εναντίον της αστυνομικού ή οποιαδήποτε άλλη ενέργεια. Η Επιτροπή θεωρεί ότι το θέμα αφορά όχι μόνο στην ακρίβεια των πληροφοριών, την οποία επικαλείται η ιστοσελίδα για να αιτιολογήσει τα δημοσιεύματά της, αλλά σε σειρά προνοιών του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, που αναφέρονται στην τήρηση υψηλού επαγγελματικού επιπέδου από μέρους των ΜΜΕ και των δημοσιογράφων, στην παροχή ακριβούς, έγκυρης και αντικειμενικής ενημέρωσης, στην παροχή του δικαιώματος απάντησης και αντίκρουσης, στην αποφυγή δυσμενών διακρίσεων και προσβολής ή διασυρμού ατόμων ή ομάδων και στο σεβασμό των προσωπικών δεδομένων. Πάγια θέση της Επιτροπής είναι ότι ο Κώδικας, κατοχυρώνοντας το δικαίωμα της ελευθερίας έκφρασης και πληροφόρησης επιβάλλει ταυτόχρονα την υποχρέωση επίδειξη ήθους, αμεροληψίας και αντικειμενικότητας. Από το ύφος των δημοσιευμάτων και τους χαρακτηρισμούς που χρησιμοποίησε η ιστοσελίδα, όπως «η αστυφύλακας με τα καπρίτσια», «η περιβόητη αστυφύλακας» «η αστυφύλακας της οποίας το έργο είναι μηδαμινό και η οποία παρουσιάζει προβληματική συμπεριφορά όπου υπηρετήσει» «παρακολουθείται από ψυχολόγο, γεγονός για το οποίο δεν γνωρίζουμε αν έχει ενημερώσει τους ανώτερούς της», αβίαστα προκύπτει η ύπαρξη προκατάληψης εναντίον της παραπονούμενης. Το γεγονός αυτό επιμαρτυρείται από το ότι ενώ υπήρξαν τουλάχιστο πέντε δημοσιεύματα που απέδιδαν στην ίδια επιλήψιμη συμπεριφορά δεν της δόθηκε σε καμιά περίπτωση η ευκαιρία ή το δικαίωμα να δώσει τη δική της εκδοχή ή να αντικρούσει τις κατηγορίες. Εξ άλλου, διατυπώθηκε εναντίον της μομφή για το γεγονός ότι υπέβαλε καταγγελία εναντίον καφενείου που λειτουργούσε παράνομα ως κέντρο, αν και η η ίδια ιστοσελίδα επισημαίνει πως το καφενείο δεν είχε άδεια κατά τον ουσιώδη χρόνο. Επίσης της αποδόθηκαν ευθύνες για διάφορα άλλα γεγονότα, τα οποία αναφέρονται γενικώς και αορίστως, όπως η μετάθεση αστυφυλάκων και ανωτέρων της και οι φερόμενες παρεμβάσεις της που γίνονται ανεκτές «για διάφορα θέματα», για τα οποία δεν υπάρχει ίχνος επιβεβαιωτικής μαρτυρίας, όπως η μετάθεση του αστυνομικού λοχία ή ακόμη και ανωτέρων της και η υποβολή καταγγελίας, στην οποία δεν είχε προβεί. Η Επιτροπή σημείωσε επίσης το γεγονός ότι στο πρώτο δημοσίευμα της εφημερίδας υπήρχε παραπλάνηση, γιατί άφηνε να εννοηθεί ότι την ημέρα εκείνη, δηλαδή στις 22/5/2015 συνέβησαν γεγονότα τα οποία στην πραγματικότητα χρονικά τοποθετούνται πέντε και πλέον μήνες προηγουμένως. Με βάση τα πιο πάνω η Επιτροπή διαπίστωσε παραβίαση των γενικών διατάξεων περί παροχής αντικειμενικής, ολοκληρωμένης και έγκυρης πληροφόρησης και περί υψηλού επαγγελματικού επιπέδου και αποφυγής γλώσσας με χυδαίο ή αισχρό περιεχόμενο και των ειδικών διατάξεων περί μη δημοσίευσης ανακριβών ή παραπλανητικών πληροφοριών (άρθρο 1), παροχής του δικαιώματος απάντησης και αντίκρουσης (άρθρο 2), περί σεβασμού προσωπικών δεδομένων και περί αποφυγής ανοίκειων προσωπικών επιθέσεων και προσβλητικών ή υβριστικών χαρακτηρισμών που διασύρουν την τιμή και υπόληψη (άρθρο 3) και περί αποφυγής προκατάληψης, χλευασμού, διαπόμπευσης ή διασυρμού (άρθρο12). Ιδιαίτερα προσβλητικά, άσεμνα και αισχρά ήταν κάποια από τα σχόλια που αναρτήθηκαν κάτω από την αρχική είδηση. Η Επιτροπή δεν αποδέχθηκε τη θέση του νομικού συμβούλου της ιστοσελίδας ότι δεν είναι στις αρμοδιότητές της να ασχολείται με τις αναρτήσεις και/ ή τα σχόλια αναγνωστών. Κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε ασυδοσία. Αντίθετα, η Επιτροπή υποδεικνύει ότι οι υπεύθυνοι ιστοσελίδων είναι υπόλογοι για τα σχόλια που αναρτούν μέλη του κοινού κάτω από ειδήσεις τους, με βάση και τη νομολογία του ΕΔΑΔ, (υπόθεση ιστότοπου DELFI AS v ESTONIA, Οκτώβριος 2013)σύμφωνα με την οποία οι επιμελητές ιστότοπων έχουν υποχρέωση να παρεμβαίνουν χωρίς καθυστέρηση για την αφαίρεση προσβλητικών, υβριστικών και χυδαίων ή άσεμνων σχολίων που αναρτούν μέλη του κοινού. http://hudoc.echr.coe.int/eng?i=001-126635#{"itemid":["001-126635"]} (Based on the above elements, in particular the insulting and threatening nature of the comments, the fact that the comments were posted in reaction to an article published by the applicant company in its professionally-managed news portal run on a commercial basis, the insufficiency of the measures taken by the applicant company to avoid damage being caused to other parties’ reputations and to ensure a realistic possibility that the authors of the comments will be held liable, and the moderate sanction imposed on the applicant company, the Court considers that in the present case the domestic courts’ finding that the applicant company was liable for the defamatory comments posted by readers on its Internet news portal was a justified and proportionate restriction on the applicant company’s right to freedom of expression.) Οι καθ’ ων το παράπονο επέτρεψαν να παραμείνουν αναρτημένα σχόλια για μεγάλο χρονικό διάστημα και η αφαίρεσή τους έγινε μόνο αφού ενημερώθηκαν για την υποβολή παραπόνου στην Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας. Σχετική με το πιο πάνω θέμα είναι απόφαση της Επιτροπής στις 27/2/2014 http://www.cmcc.org.cy/Decisions/index_2014_files/1_2014.html
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
6/2015
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
16/07/2015
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (6/4/5/2015) από την ΚΙΣΑ (Κίνηση Ισότητα, Στήριξη, Αντιρατσισμός) για χρήση ρατσιστικού λόγου σε δύο δημοσιεύματα στην εφημερίδα «Φιλελεύθερος» Το ένα δημοσίευμα , ημερομηνίας 13/3/2015 αναφερόταν στην περίπτωση ενός άνδρα, ο οποίος στη δεύτερή του συνάντηση με γυναίκα την πήρε για βόλτα με το αυτοκίνητό του πολυτελείας. Στο δρόμο του ζήτησε τσιγάρα και αναψυκτικά και όταν εκείνος πήγε σε περίπτερο για να τα αγοράσει, η γυναίκα πήρε το αυτοκίνητό και εξαφανίστηκε. Η γυναίκα συνελήφθη αργότερα και παραδέχθηκε ότι πήρε το αυτοκίνητο και το παρέδωσε σε ένα άλλο άνδρα. Η είδηση αναφέρθηκε στην εθνοτική καταγωγή τόσο της γυναίκας όσο και του άνδρα στον οποίο παρέδωσε το αυτοκίνητο, καθώς και δύο συνεργών του. Επίσης ανέφερε πως στο αυτοκίνητο βρισκόταν η κάρτα αναπήρου του ιδιοκτήτη. Η είδηση αναρτήθηκε στην ηλεκτρονική έκδοση της εφημερίδας και κάτω από αυτή δημοσιεύθηκαν κοροϊδευτικά και μειωτικά σχόλια για τους αναπήρους, όπως και ξενοφοβικά σχόλια. Ένα από αυτά απέδιδε την αύξηση της εγκληματικότητας στους ξένους και υποστήριζε ότι για τις διαρρήξεις ευθύνονται οι αλλοδαποί. Η ΚΙΣΑ παραπονέθηκε πως η εφημερίδα αναφέρθηκε επανειλημμένα στην εθνοτική καταγωγή υπόδικης γυναίκας τονίζοντας το μεταναστευτικό της υπόβαθρο. Η ΚΙΣΑ διατύπωσε τη θέση ότι η αναφορά στην εθνοτική καταγωγή υπόπτου για ποινικά αδικήματα αποτελεί ρατσιστικό λόγο, δεδομένου ότι η εθνοτική καταγωγή δεν έχει καμία σχέση με τις πράξεις για τις οποίες το άτομο είναι ύποπτο. Επίσης υπέδειξε ότι τέτοιες αναφορές απλώς αναπαράγουν στερεότυπα και προκαταλήψεις και συνεπώς διακρίσεις εναντίον ανθρώπων στη βάση της φυλετικής/ εθνοτικής καταγωγής. Εξ άλλου, ανέφερε ότι η εφημερίδα επέτρεψε την ανάρτηση και παραμονή ρατσιστικών σχολίων κάτω από την είδηση στην ηλεκτρονική της έκδοση, υποδεικνύοντας ότι η απουσία παρέμβασης για την αφαίρεσή τους καταδεικνύει πως η εφημερίδα δεν είχε πρόθεση να αναλάβει τις ευθύνες της για τις διακρίσεις που αναπαράγονται μέσα από την πλατφόρμα της, αλλά μάλλον τις προωθεί. Το δεύτερο δημοσίευμα ημερομηνίας 20/3/2015 αναφερόταν στην περίπτωση άνδρα 34 χρόνων που καταδικάστηκε σε φυλάκιση έξι χρόνων από το Κακουργιοδικείο που τον βρήκε ένοχο σε κατηγορία ότι μαχαίρωσε συνάδελφο της συζύγου του όταν πληροφορήθηκε ότι εκείνη μιλούσε μαζί του. Το δημοσίευμα αναφερόταν στην εθνική καταγωγή του καταδικασθέντα και στο γεγονός ότι ήταν πολιτικός πρόσφυγας που νυμφεύθηκε Κυπρία. Η είδηση αναρτήθηκε στην ηλεκτρονική έκδοση της εφημερίδας και κάτω από αυτή δημοσιεύθηκαν σχόλια, τα οποία αφέθηκαν αναρτημένα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ένα τέτοιο σαφώς ρατσιστικό και ξενοφοβικό σχόλιο παρέθετε τις απόψεις του σχολιογράφου για τα προβλήματα που κατά την αντίληψή του αντιμετωπίζουν τα παιδιά από μικτούς γάμους και αναφερόταν με πολύ μειωτικούς χαρακτηρισμούς στις γυναίκες που συνάπτουν γάμο με αλλοδαπούς. Η ΚΙΣΑ παραπονέθηκε ότι το δημοσίευμα αναφέρθηκε επανειλημμένα στην εθνοτική καταγωγή του καταδικασθέντα και στην προσφυγική ιδιότητά του και παρέθεσε περιγραφή βίαιης συμπεριφοράς, στοιχεία τα οποία δεν εξυπηρετούν άλλο σκοπό από την περαιτέρω συναισθηματική φόρτιση των αναγνωστριών και αναγνωστών, παράλληλα με τη ρατσιστική προκατάληψη που υποκινείται από την επαναλαμβανόμενη αναφορά στην εθνοτική καταγωγή και στο προσφυγικό καθεστώς του υπό αναφορά ατόμου. Επίσης παραπονέθηκε πως το δημοσίευμα αναφέρθηκε περιγραφικά σε λεπτομέρειες της προσωπικότητας και της προσωπικής και οικογενειακής ζωής του ατόμου, καθώς και σε λεπτομέρειες της υπόθεσης, οι οποίες οδηγούν στην ταυτότητα του ατόμου αυτού. Η ΚΙΣΑ υπέδειξε ότι η εθνοτική καταγωγή κάποιου δεν έχει σχέση με τις πράξεις για τις οποίες έχει καταδικασθεί και ότι αναφορές όπως αυτές προάγουν στερεότυπα, προκαταλήψεις και διακρίσεις στη βάση της φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής. Ο συντάκτης της είδησης Χριστάκης Γιαννακού ενημερώθηκε για το παράπονο και του ζητήθηκε να επικοινωνήσει με την Επιτροπή, προκειμένου να γίνει διευθέτηση παρουσίας του σε υποεπιτροπή για να παρουσιάσει τις θέσεις του επί του παραπόνου. Δεν υπήρξε ανταπόκριση, γεγονός που αφ’ εαυτού συνιστά άρνηση συνεργασίας με την Επιτροπή και κατά συνέπεια παραβίαση του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας. Η νομική σύμβουλος της εφημερίδας έδωσε τηλεφωνικά τις θέσεις της εφημερίδας, αναφέροντας ότι δεν υπήρχε πρόθεση καλλιέργειας ρατσιστικού ή ξενοφοβικού κλίματος από μέρους του συντάκτη με τις αναφορές του στην εθνική προέλευση των προσώπων που εμπλέκονται. Είπε επίσης ότι η αναφορά στην εθνική καταγωγή έγινε με σκοπό τον προσδιορισμό του τόπου καταγωγής, όπως θα αναφερόταν και για κάποιον Κύπριο ότι κατάγεται για παράδειγμα από κάποια πόλη. Επίσης ζήτησε να ορισθεί συνάντηση με υποεπιτροπή στην οποία να παραστεί η ίδια μαζί με το συντάκτη των δύο ειδήσεων αλλά παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες της Επιτροπής να ορίσει χρόνο συνάντησης αυτό δεν έγινε κατορθωτό, με αποτέλεσμα να παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα από την υποβολή του παραπόνου.. Λόγω του γεγονότος αυτού η Επιτροπή αποφάσισε να προχωρήσει στην έκδοση απόφασης, την οποία να κληθεί να παραλάβει ο συντάκτης των ειδήσεων ώστε να ενημερωθεί και για τις πρόνοιες του Κώδικα όσον αφορά στο θέμα της παράθεσης της εθνοτικής ή φυλετικής προέλευσης. Δυστυχώς και πάλι δεν υπήρξε ανταπόκριση και η Επιτροπή αποφάσισε την δημοσιοποίηση της απόφασής της. Η Επιτροπή έλαβε υπόψη το περιεχόμενο των δύο δημοσιευμάτων στο σύνολό τους, τις θέσεις της ΚΙΣΑ και τις απόψεις της εφημερίδα και την ειδική πρόνοια του άρθρου 12 του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, που απαγορεύει τις δυσμενείς διακρίσεις με βάση, ανάμεσα σε άλλα τη φυλή, το χρώμα, την εθνική προέλευση και το προσωπικό καθεστώς, περιλαμβανομένης της αναπηρίας. Επίσης, όσον αφορά στο δεύτερο παράπονο, έλαβε υπόψη της πρόνοιες του άρθρου 3 περί σεβασμού της ιδιωτικής ζωής και των στοιχείων προσωπικού χαρακτήρα. Ως προς τη πτυχή των παραπόνων για καλλιέργεια προκατάληψης και ξενοφοβίας, η Επιτροπή επισημαίνει ότι μόλις πρόσφατα δημοσιεύθηκε στον Κώδικα ειδικό ερμηνευτικό παράρτημα με οδηγίες για το χειρισμό θεμάτων που αφορούν σε μετανάστες, στο οποίο αναφέρεται ότι: «Παράδειγμα δημιουργίας προκατάληψης από τα ΜΜΕ είναι η αναφορά στην εθνική και φυλετική προέλευση όταν αυτές οι ιδιότητες δεν συνιστούν ουσιώδες στοιχείο της είδησης. Η πρακτική αυτή παρατηρείται κατά κύριο λόγο σε ειδήσεις που αναφέρονται σε εγκλήματα ή αδικήματα ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο αντανακλούν αρνητικά σε άτομα ή ομάδες, στις οποίες η εθνική και φυλετική προέλευση ή απλώς και το γεγονός ότι ο δράστης ή το θύμα δεν είναι Κύπριος αναδεικνύονται σε πρωτεύον στοιχείο της είδησης. Αντίθετα η ιδιότητα κάποιου ως Κυπρίου δεν θεωρείται, σε ανάλογες περιπτώσεις, στοιχείο της είδησης και δεν αναφέρεται σχεδόν ποτέ. Η πρακτική αυτή συμβάλλει στη δημιουργία αισθημάτων ξενοφοβίας». Και περαιτέρω: «Μην γράφετε και μη μεταδίδετε ειδήσεις για γεγονότα στα οποία εμπλέκονται μετανάστες, πρόσφυγες, αιτητές ασύλου ή θύματα εμπορίας ανθρώπων, εφ’ όσον τα ίδια γεγονότα δεν θα αποτελούσαν είδηση αν τα εμπλεκόμενα άτομα ήταν Κύπριοι. Ειδικά σε περιπτώσεις εγκλημάτων ή αδικημάτων μην αναφέρετε το στοιχείο της εθνικής προέλευσης του υπόπτου ή των υπόπτων, αν αυτό δεν αποτελεί συστατικό και απαραίτητο στοιχείο της είδησης». Η Επιτροπή θεωρεί ότι είναι προφανές πως στις δύο αυτές περιπτώσεις υπάρχει όχι μόνο παραβίαση των σχετικών προνοιών του Κώδικα, αλλά, όπως προκύπτει και από την απάντηση της εφημερίδας, άρνηση κατανόησης ή αποδοχής σαφών προνοιών του Κώδικα. Επανειλημμένα τονίστηκε σε αποφάσεις της Επιτροπής ότι ή φυλετική και εθνική καταγωγή ή προέλευση δεν έχει ουσιώδη συνάφεια με αδικήματα για τα οποία ένα άτομο είναι ύποπτο ή κατηγορούμενο ή έχει καταδικασθεί. Το άτομο δεν αδικοπραγεί και δεν εγκληματεί λόγω της φυλετικής ή εθνικής του προέλευσης αλλά για άλλους λόγους που μπορεί να είναι κοινοί για άτομα με διαφορετική εθνική προέλευση. Η άνευ αποχρώντος λόγους σύνδεση της εθνικής ή φυλετικής προέλευσης σε σχέση με εγκλήματα ή αδικήματα απλώς συμβάλλει στη δημιουργία στερεότυπων αντιλήψεων και προκαταλήψεων με συνέπεια τη δημιουργία ξενοφοβικών αισθημάτων. Υπό το φως των ανωτέρω, η Επιτροπή αποφάσισε ότι τα δύο δημοσιεύματα παραβιάζουν τις πρόνοιες του άρθρου 12 περί αποφυγής δυσμενών διακρίσεων. Επίσης αποφάσισε ότι το δεύτερο δημοσίευμα παραβιάζει τις πρόνοιες περί μη αποκάλυψης προσωπικών δεδομένων, δεδομένου ότι το δημοσίευμα περιείχε λεπτομέρειες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην αποκάλυψη της ταυτότητας προσώπων, όπως της συζύγου του καταδικασθέντος. Η Επιτροπή αποφάσισε περαιτέρω ότι η εφημερίδα είναι υπεύθυνη για υποκίνηση ρατσιστικών προκαταλήψεων δεδομένου ότι επέτρεψε να παραμείνουν αναρτημένα ρατσιστικά σχόλια στην ιστοσελίδα της. Συναφώς υποδεικνύει ότι σε απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων τονίζεται ότι τα ΜΜΕ φέρουν νομική ευθύνη για σχόλια αναγνωστών που αναρτώνται σε ιστοσελίδες και οφείλουν να παρεμβαίνουν για αφαίρεσή τους μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα οσάκις το περιεχόμενό τους είναι για οποιοδήποτε λόγο επιλήψιμο. Σχετική με το πιο θέμα των σχολίων που δημοσιεύονται από το μέλη του κοινού σε ιστοσελίδες είναι απόφαση της Επιτροπής στις 27/2/2014, στην οποία επισημαίνεται, με βάση απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, από την οποία προκύπτει ότι οι ιστοσελίδες έχουν όχι μόνο δικαίωμα αλλά και νομική υποχρέωσης αφαίρεσης επιλήψιμων σχολίων από μέλη του κοινού. Ιδε: http://www.cmcc.org.cy/Decisions/index_2014_files/1_2014.html
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
11/2015
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
16/07/2015
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας επιλήφθηκε αυτεπάγγελτα περίπτωσης 11/26/6/15) κατά την οποία η ιστοσελίδα Cyprus Times δημοσίευσε είδηση, για το θάνατο γυναίκας, η οποία προηγουμένως επιχείρησε να θέσει τέρμα στη ζωή της, στο Αλιβέρι Ευβοίας. Η είδηση, που δημοσιεύθηκε στις 22 Ιουνίου, 2015, περιέγραφε τον τρόπο με τον οποίο η γυναίκα απέθανε αφού προηγουμένως επιχείρησε να θέσει τέρμα στη ζωή της. Η Επιτροπή αποφάσισε ότι, παρά το γεγονός πως η φερόμενη πράξη αφορούσε άτομο εκτός Κύπρου, η ιστοσελίδα όφειλε να τηρήσει τις πρόνοιες του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας που αναφέρονται στο θέμα της αυτοκτονίας. Το εδάφιο 3 του άρθρου 5 του Κώδικα ορίζει ρητά πως δεν δημοσιεύονται πληροφορίες για αυτοκτονίες και ότι στις εξαιρετικές εκείνες περιπτώσεις στις οποίες θα πρέπει να γίνει αναφορά σε ένα τέτοιο γεγονός πρέπει να επιδεικνύεται ευαισθησία και ιδιαίτερη προσοχή για αποφυγή λεπτομερειών για τη μέθοδο, ακόμα και όταν οι πληροφορίες προέρχονται από προνομιούχο διαδικασία. Ακόμη και στις περιπτώσεις αυτές, όταν για παράδειγμα οι πληροφορίες προέρχονται από δικαστηριακή ακρόαση, πρέπει να τηρούνται όλες οι άλλες πρόνοιες του Κώδικα για το θέμα της αυτοκτονίας. Η Επιτροπή, συμμεριζόμενη τις απόψεις ειδικών τις οποίες θεωρεί έγκυρες, και με βάση την πάγια πρακτική της επί του θέματος των αυτοκτονιών, αποφάσισε ότι η περιγραφή των ενεργειών της γυναίκας και των περιστατικών του θανάτου της, έστω και αν έγινε στην Ελλάδα, είναι δυνατό να βρει μιμητές από άτομα που βρίσκονται κάτω από ανάλογη συναισθηματική φόρτιση και έχουν διαταραγμένη προσωπικότητα ή τάση προς αυτοκτονία. Η Επιτροπή θεωρεί χρήσιμο να επισύρει την προσοχή των ΜΜΕ και των δημοσιογράφων στις καθοδηγητικές αρχές που δημοσιεύονται ως παράρτημα του Κώδικα, σχετικά με το θέμα της αυτοκτονίας, στις οποίες μεταξύ άλλων επισημαίνεται ότι: «Ως γενική αρχή, τα ΜΜΕ δεν δημοσιεύουν ειδήσεις για αυτοκτονίες, εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις, κατά τις οποίες οι περιστάσεις δικαιολογούν τη δημοσίευση. Ενδεικτικά, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως εξαιρετική περίπτωση η αυτοκτονία μιας γνωστής προσωπικότητας ή διασημότητας, αν η δημοσίευση θα προωθούσε κάποιο κοινωνικό σκοπό ή αν θα συνέβαλλε στη λήψη διορθωτικών μέτρων. Όμως, στις εξαιρέσεις αυτές, και πάλι θα πρέπει να τηρούνται όλες οι άλλες πρόνοιες του Κώδικα που αφορούν στην αυτοκτονία. Ειδικότερα, σε περιπτώσεις κατά τις οποίες τα γεγονότα δικαιολογούν παρέκκλιση από τον κανόνα, η είδηση θα πρέπει να αποσκοπεί στην πληροφόρηση και όχι στον εντυπωσιασμό και δεν θα πρέπει να περιλαμβάνει λεπτομέρειες για τους λόγους και τη μέθοδο, τον τρόπο ή το μέσο αυτοκτονίας ή ακόμη και τη διαδικασία… Υπάρχει ισχυρή μαρτυρία πως τα ΜΜΕ συμβάλλουν σημαντικά στο κοινωνικό φαινόμενο της αυτοκτονίας, την οποία η Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας θεωρεί ως σοβαρό πρόβλημα δημόσιας υγείας. Η ΠΟΥ και ο Διεθνής Σύνδεσμος για την Πρόληψη της Αυτοκτονίας (International Association for Suicide Prevention-IASP) δημοσιοποίησαν ειδική μελέτη που απευθύνεται στα ΜΜΕ και τους δημοσιογράφους στην οποία καταγράφονται τα ευρήματα 50 ερευνών που έγιναν διεθνώς. https://www.iasp.info/resources/Suicide_and_the_Media/ Ολες οι έρευνες κατέληξαν στον συμπέρασμα ότι η παρουσίαση περιπτώσεων αυτοκτονιών από τα ΜΜΕ παρέχει ερεθίσματα για μιμητισμό και μπορεί να οδηγήσει σε αυτοκτονική συμπεριφορά αμέσως μετά και μέχρι ένα διάστημα τριών εβδομάδων μετά τη δημοσίευση. Το γενικό συμπέρασμα των ερευνών αυτών είναι πως η ομοιότητα μεταξύ του ερεθίσματος ή του μοντέλου που παρέχει μια είδηση και του παρατηρητή, ως προς την ηλικία, το φύλο, τις οικονομικές ή προσωπικές περιστάσεις και άλλα στοιχεία ταύτισης, είναι σημαντικός παράγων μίμησης». Κατά συνέπεια, η Επιτροπή αποφάσισε ότι η είδηση συνιστούσε παραβίαση της σχετικής πρόνοιας του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
4/2015
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
11/06/2015
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (4/17/3/2015) από την Ελενα Μακρίδης σε σχέση με τη δημοσίευση καταλόγου ονομάτων εταιρειών παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών στην εφημερίδα «Πολίτης», η οποία τον παρουσίασε στον τίτλο της ως «Λίστα Λαγκάρντ». Η Επιτροπή αποδέχθηκε το παράπονο ως κατ’ αρχή βάσιμο και προχώρησε στην ουσιαστική εξέτασή του. Η παραπονούμενη είναι διευθύνουσα σύμβουλος της εταιρείας Sinirma Limited, με γραφεία στη Λεμεσό, της οποίας η επωνυμία περιλαμβάνεται στον κατάλογο που δημοσίευσε η εφημερίδα. Το δημοσίευμα του «Πολίτη», ημερομηνίας 12ης Φεβρουαρίου, 2015, ανέφερε ότι παρουσίαζε την «περίφημη λίστα Λαγκάρντ», με την παρατήρηση ότι είχε έντονο άρωμα Καραϊβικής. Επίσης ανέφερε ότι η εφημερίδα «απέκτησε πρόσβαση στο σύνολο της λίστας, οπό την οποία προκύπτει ότι 1.343 εγγραφές έχουν σχέση με την Κύπρο». Περαιτέρω, η είδηση ανέφερε ότι από μια πρώτη επεξεργασία των δεδομένων των κυπριακών εγγραφών στη λίστα, προκύπτει ότι μόνο δύο αφορούν φυσικά πρόσωπα, ενώ η συντριπτική πλειονότητα των εγγραφών στον κατάλογο είναι εταιρείες υπό δικαιοδοσία των Βρετανικών Παρθένων Νήσων και η σχέση με την Κύπρο προκύπτει οπό το γεγονός ότι εμφανίζουν Κυπριακές διευθύνσεις αλληλογραφίας, οι οποίες στη συντριπτική τους πλειονότητα ανήκουν σε δικηγορικά και λογιστικά γραφεία και εταιρείες. Η εφημερίδα δημοσίευσε στην έντυπη έκδοσή της 40 επωνυμίες και ονόματα με τη διευκρίνιση ότι ο πλήρης κατάλογος ήταν δημοσιευμένος στην ηλεκτρονική της έκδοση. Μεταξύ των ονομάτων που δημοσιεύθηκαν στην έντυπη έκδοση της εφημερίδας ήταν και εκείνο της Sinirma Limited. Σύμφωνα με το δημοσίευμα της εφημερίδας, «τα πρωτότυπα δεδομένα της λίστας Λαγκάρντ, με τις καταθέσεις, αποσπάστηκαν από τους υπολογιστές της HSBC από έναν πρώην υπάλληλο της τράπεζας που μετατράπηκε σε πληροφοριοδότη, τον Ερβέ Φαλσιανί, και παραδόθηκαν στις γαλλικές αρχές το 2008… Από τα απόρρητα στοιχεία που διέρρευσαν φωτίζεται ο ρόλος της τράπεζας στους μηχανισμούς των εταιρειών offshore που προσφέρουν ανωνυμία και φορολογικό καταφύγιο. Ακαδημαϊκοί αναφέρουν ότι σχεδόν 7 τρισεκατομμύριο ευρώ βρίσκονται «παρκαρισμένα» σε φορολογικούς παραδείσους ενώ οι διαφυγόντες φόροι για τις χώρες ανέρχονται σε 175 δισεκατομμύρια». Η παραπονούμενη υποστήριξε ότι το δημοσίευμα παραβίασε διάφορες πρόνοιες του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, μεταξύ των οποίων τις γενικές διατάξεις περί υποχρέωσης των ΜΜΕ και των δημοσιογράφων για σεβασμό του δικαιώματος του πολίτη για αντικειμενική, ολοκληρωμένη και έγκυρη πληροφόρηση, περί ήθους, εντιμότητας, διαγωγής, συμπεριφοράς και επαγγελματικού επιπέδου της υψηλότερης δυνατής στάθμης και περί επίδειξης καλής πίστης και συμμόρφωσης με το γράμμα και το πνεύμα του Κώδικα. Επίσης ανέφερε ότι παραβίασε τις ειδικές διατάξεις περί ακρίβειας των πληροφοριών που προνοούν ότι «τα Μ.Μ.Ε. μεριμνούν ώστε να μη δημοσιεύονται ανακριβείς, παραπλανητικές, φανταστικές ή διαστρεβλωτικές της αλήθειας ειδήσεις, πληροφορίες ή σχόλια» και επίσης τη διάταξη περί τεκμηρίου της αθωότητας. Ως προς την παραβίαση της πρόνοιας περί ακρίβειας των πληροφοριών, η παραπονούμενη ανέφερε πως το γεγονός ότι ο «Πολίτης» αναπαρήγαγε πληροφορίες από ξένο τύπο όπως και λίστα που περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, διάφορες εταιρείες παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών μεταξύ των οποίων και η Sinirma Limited και δημοσίευσε την εν λόγω λίστα ως “Λίστα Λαγκάρντ” χωρίς προηγουμένως να επαληθεύσει πληροφορίες και να διασταυρώσει τις πηγές όσων δημοσίευσε, υποδεικνύει ότι η εφημερίδα δεν συμπεριφέρθηκε επαγγελματικά αφού δεν ικανοποίησε τα κριτήρια της υπεύθυνης δημοσιογραφίας. Ανέφερε επίσης ότι η αντιγραφή πληροφοριών από τον ξένο τύπο δεν δικαιολογεί την μη εξακρίβωση του αληθούς ή μη των πληροφοριών. Η παραπονούμενη ανέφερε περαιτέρω ότι ο «Πολίτης» δεν προσέγγισε την ίδια ή κάποιο άλλο πρόσωπο για οποιαδήποτε βασική έστω εξακρίβωση των πληροφοριών του και πρόσθεσε πως θα έπρεπε να είχε ελέγξει την ακρίβειά τους προσφεύγοντας στην πηγή των αναφερόμενων γεγονότων και θα έπρεπε να παράσχει στην εταιρεία το δικαίωμα αντίκρουσης ή αμφισβήτησης. Επίσης απέρριψε ως ανακριβή τον ισχυρισμό (που προκύπτει ως συμπέρασμα από τα γραφόμενα της εφημερίδας) ότι η εταιρεία της έχει δήθεν ανάμειξη σε διαφυγόντες φόρους που ανέρχονται σε δισεκατομμύρια ευρώ από εταιρείες υπό τη δικαιοδοσία των Βρετανικών Παρθένων Νήσων. Η παραπονούμενη ανέφερε ότι οι διάφοροι ισχυρισμοί που διατυπώνει στην είδησή του ο «Πολίτης» είναι ανακριβείς και παραπλανητικοί, γιατί αυτό που δημοσίευσε δεν έχει καμία σχέση με την πραγματική Λίστα Λαγκάρντ, η οποία αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης λίστας (Falciani list) που είναι προϊόν υποκλοπής από τον Herve Falciani, προγραμματιστή ηλεκτρονικών υπολογιστών που εργαζόταν στην τράπεζα HSBC της Γενεύης κατά την χρονική περίοδο 2006 με 2007. Παρατηρεί επίσης ότι με μια απλή έρευνα στην ιστοσελίδα του Εφόρου Εταιρειών και Επίσημου Παραλήπτη, η εφημερίδα θα μάθαινε ότι η εταιρεία Sinirma Limited είχε συσταθεί το 2009, δύο χρόνια δηλαδή μετά την υποκλοπή, η οποία αφορά συγκεκριμένο τραπεζικό αρχείο καταθετών. Σύμφωνα με το παράπονο, αυτό που δημοσίευσε ο «Πολίτης είναι μια λίστα την οποία δημοσίευσε στην ηλεκτρονική της σελίδα η ICIJ Offshore Leaks Database (http://offshoreleaks.icij.org) που περιλαμβάνει δικηγορικά και λογιστικά γραφεία καθώς και εταιρείες οι οποίες παρέχουν συμβουλευτικές υπηρεσίες ή έχουν διασυνδέσεις με υπεράκτιες εταιρείες οι οποίες δραστηριοποιούνται στο εξωτερικό και συγκεκριμένα στις Βρετανικές Παρθένους Νήσους. Επίσης ανέφερε πως ενώ η εφημερίδα δημοσίευσε την εν λόγω λίστα απέφυγε να δημοσιεύσει από την ίδια πηγή την προειδοποίηση την οποία κάθε επισκέπτης πρέπει να βεβαιώσει ότι διάβασε προτού εισέλθει στην ιστοσελίδα και η οποία αναφέρει πως: “Therearelegitimateusersforoffshorecompaniesandtrusts. We do not intend to suggest or imply that any person, companies or other entities included in the ICIJ Offshore Leaks Database have broken the law or otherwise acted improperly”. Σε μετάφραση: “Υπάρχουν νόμιμοι χρήστες για υπεράκτιες εταιρείες και εμπιστεύματα. Δεν σκοπεύουμε να εισηγηθούμε ή υπονοήσουμε ότι κάθε πρόσωπο, εταιρείες ή άλλες οντότητες που περιλαμβάνονται στην ηλεκτρονική σελίδα της ICIJOffshoreLeaksDatabase έχει παραβεί το νόμο ή με άλλο τρόπο ενήργησε αντικανονικά”. Η παραπονούμενη υποστηρίζει πως αυτή η παράλειψη υποδεικνύει ότι η έλλειψη μέριμνας ήταν εσκεμμένη και κακόπιστη. Τέλος ανέφερε πως θεωρείται αναμφισβήτητο γεγονός το δεδομένο ότι ακόμα δεν υπάρχουν οποιαδήποτε επίσημα στοιχεία ή έγκυρες πηγές βάσει των οποίων αποκαλύπτονται τα ονόματα που περιλαμβάνονται στη Λίστα Λαγκάρντ. Ως προς την παραβίαση της πρόνοιας για το τεκμήριο της αθωότητας, η παραπονούμενη ανέφερε ότι η δημοσίευση ανακριβών και αβάσιμων πληροφοριών δίδει την εντύπωση ότι η εταιρεία της είναι μια εκ των εταιρειών που εμπλέκονται σε φοροδιαφυγή, ξέπλυμα βρώμικου ρήματος και άλλες παράνομες οικονομικές ενέργειες που συνιστούν ποινικό αδίκημα, κατά τρόπο που συνιστά διασυρμό και διαπόμπευση. Η ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ Στην απάντησή του στο παράπονο, ο αρχισυντάκτης της εφημερίδας Σωτήρης Παρούτης ανέφερε πως «υπήρξε όντως ανακρίβεια» στο δημοσίευμα. Όπως ανέφερε, το συνημμένο αρχείο που εντοπίστηκε αργά την προηγούμενη του δημοσιεύματος σε ανάρτηση της Διεθνούς Σύμπραξης Ερευνητών Δημοσιογράφων «όντως δεν ήταν η καθαυτό επίμαχη λίστα Λαγκάρντ, που είχε να κάνει με την Κύπρο», αλλά αποτελούσε «παράπλευρη έρευνα» που αφορούσε σε αριθμό υπεράκτιων εταιρειών με έδρα τις Βρετανικές Παρθένους Νήσους, των οποίων η διαχείριση γινόταν από την Κύπρο, μέσω δικηγορικών και λογιστικών/ελεγκτικών γραφείων. Ανέφερε επίσης ότι το γεγονός αυτό είχε επισημανθεί στο εκτενές ρεπορτάζ της σελίδας 8 και ότι «αυτό που ενδεχομένως να ήταν κάπως παραπλανητικό ήταν ο τίτλος της πρώτης σελίδας. Περαιτέρω ανέφερε ότι ο μεγάλος αριθμός των εμπλεκομένων γραφείων και ο πολύ μεγαλύτερος αριθμός εταιρειών, χωρίς διεύθυνση και λοιπά στοιχεία επικοινωνίας δεν επέτρεπε στην εφημερίδα να επικοινωνήσει για να επιβεβαιώσει την ορθότητα του αρχείου. Εξ άλλου ανέφερε ότι την επομένη του δημοσιεύματος παρατέθηκαν οι θέσεις όσων εμπλεκομένων επικοινώνησαν με την εφημερίδα, κυρίως λογιστές και δικηγόροι. Μεταξύ αυτών που επικοινώνησαν δεν ήταν η παραπονούμενη, η οποία, όπως ανέφερε στο παράπονό της, έλαβε γνώση του δημοσιεύματος πολύ αργότερα. Ο συντάκτης της είδησης Γιάννης Σεϊτανίδης κλήθηκε σε συνεδρία υποεπιτροπής στην οποία παρέδωσε γραπτό υπόμνημα και παρέθεσε πρόσθετες διευκρινίσεις και απόψεις. Ειδικότερα, ανέφερε ότι στην εισαγωγή της είδησης που φέρει την υπογραφή του περιέλαβε την επισήμανση ότι «η παρουσία στη λίστα δεν σημαίνει υποχρεωτικά ότι υποκρύπτει φοροδιαφυγή». Υποστήριξε ότι «η έννοια ‘λίστα Λαγκάρντ’ καλύπτει ο,τιδήποτε σχετίζεται με πιθανή φοροαποφυγή και καταθέσεις στην Ελβετία» και ανέφερε ότι η εφημερίδα δεν κατέβασε τον κατάλογο που δημοσίευσε από την ηλεκτρονική της σελίδα ICIJ Offshore Leaks Database http://offshoreleaks.icij.org ,αλλά τον εξασφάλισε υπό μορφή ηλεκτρονικού αρχείου υπό τον τίτλο Swiss Leaks List, από το οποίο απομόνωσε ό,τι είχε σχέση με την Κύπρο. Επίσης παραδέχθηκε ότι η αναφορά σε «λίστα Λαγκάρντ» στον τίτλο ήταν εν μέρει παραπλανητική αλλά ανέφερε πως δεν είχε ο ίδιος τον έλεγχο της τιτλοφόρησης της είδησης. Περαιτέρω ανέφερε πως η ενημέρωσή που είχε από αξιόπιστη πηγή ήταν ότι το υλικό που περιείχαν τα ηλεκτρονικά δεδομένα αποτελούσε τμήμα των αρχείων της «λίστας Λαγκάρντ» ή της «λίστας Φαλσιάνι» και κατά τον ουσιώδη χρόνο είχε «τη βέβαιη εκτίμηση ότι η λίστα είναι μέρος της λεγόμενη λίστας Λαγκάρντ ή της λίστας με στοιχεία καταθετών της HSBC στην Ελβετία». Επίσης είπε ότι ο ίδιος προχώρησε σε δειγματοληπτικό έλεγχο επικοινωνώντας με 5 ή 6 δικηγορικά και λογιστικά γραφεία κάμνοντας αναφορά στη λίστα Λαγκάρντ και ζήτησε τα σχόλιά τους, αλλά ανταποκρίθηκε μόνο μια εταιρεία Ρώσων που δεν διέψευσαν την παρουσία της στη λίστα, αλλά διευκρίνισαν ότι η μόνη σχέση που είχαν με τις εταιρείες με τις οποίες φέρονταν να συνδέονται ήταν ότι ανέλαβαν τη σύστασή τους και τίποτα περισσότερο. Οι υπόλοιποι, όπως ανέφερε, δεν ανταποκρίθηκαν με αποτέλεσμα η στάση τους να ενισχύσει την εκτίμηση ότι η λίστα έχει βάση. Την επόμενη ημέρα υπήρξαν παράπονα και οργισμένα τηλεφωνήματα από δικηγορικά γραφεία που περιλαμβάνονται στη λίστα, αλλά στο τέλος κανείς δεν προχώρησε σε διάψευση. Η θέση του ήταν πως θεώρησε τον έλεγχο που έκαμε αρκετό και εξέλαβε το γεγονός πως δεν υπήρξε διάψευση από τις εταιρείες με τις οποίες επικοινώνησε ως επιβεβαίωση της είδησης. Επίσης ανέφερε ότι ο έλεγχος που έκαμε καταρρίπτει τη θέση της παραπονούμενης πως ενήργησε κακόβουλα, λέγοντας και ότι το ρεπορτάζ δεν είχε στόχο να θίξει πρόσωπα και ότι δεν υπήρξε σκόπιμη και δόλια προσπάθεια να εκτεθεί η παραπονούμενη (όπως και οποιοσδήποτε άλλος) ούτε να παραπλανηθεί η κοινή γνώμη. Τέλος υπέδειξε ότι η θέση της παραπονούμενης πως το δημοσίευμα δυνατό να έχει δυσμενείς επιπτώσεις για την εταιρεία της δεν ευσταθεί, δεδομένου ότι και η ίδια παραδέχθηκε πως το όνομά περιλαμβανόταν στον κατάλογο ICIJ offshore Leaks Database , που προϋπήρχε του δημοσιεύματος. Η Επιτροπή εξέτασε το θέμα διεξοδικά υπό το φως όλων των στοιχείων που είχε ενώπιον της και υπό το πρίσμα της κοινής αντίληψης ως προς την έννοια του όρου «λίστα Λαγκάρντ», λαμβάνοντας υπόψη από τη μια τη δημοσιογραφική αποστολή που περιλαμβάνει και τη δημοσίευση πληροφοριών ενδιαφέροντος ή που επηρεάζουν σοβαρά την κοινωνία και από την άλλη την υποχρέωση για παροχή έγκυρης, ακριβούς και μη παραπλανητικής ενημέρωσης. Η Επιτροπή αποφάσισε ότι το δημοσίευμα, με βάση και την παραδοχή της εφημερίδας, ήταν ανακριβές και παραπλανητικό, ιδιαίτερα ως προς τον τίτλο που υποστήριζε ότι η εφημερίδα παρουσίασε τη λίστα ή μέρος της λίστας Λαγκάρντ. Στη θέση αυτή κατέληξε λαμβάνοντας υπόψη τόσο τα γεγονότα όσο και τη γενική γνώση ως προς τη λίστα Λαγκάρντ, όπως επίσης και τον ουσιώδη χρόνο εμφάνισης του δημοσιεύματος. Η λίστα Λαγκάρντ έγινε γνωστή στο ευρύ κοινό μετά την παράδοση στις Ελληνικές αρχές καταλόγου φυσικών και νομικών προσώπων που είχαν καταθέσεις στην Ελβετία, και ειδικότερα στην πολυεθνική τράπεζα HSBC (Hong Kong and Shanghai Banking Corporation) για σκοπούς απόκρυψης εσόδων και αποφυγής καταβολής φόρου στο ελληνικό δημόσιο. Στην πράξη και στην αντίληψη του κοινού, η λίστα Λαγκάρντ αποτελεί κατάλογο καταθετών στην τράπεζα HSBC Ελβετίας στον οποίο παρατίθενται και τα ποσά των καταθέσεων. Κατά τον ουσιώδη χρόνο της δημοσίευσης της είδησης στην εφημερίδα το θέμα βρισκόταν στην επικαιρότητα λόγω σχετικής συζήτησης στην Επιτροπή Θεσμών της Βουλής και της απαίτησης από πολλές πολιτικές πλευρές προς την κυβέρνηση να ζητήσει επίσημα και να εξασφαλίσει τον κατάλογο ονομάτων Κυπρίων καταθετών στην Ελβετική HSBC. Με βάση τα δεδομένα και τα ενώπιόν της στοιχεία, η Επιτροπή κατέληξε στην απόφαση ότι ο κατάλογος που δημοσίευσε η εφημερίδα, και ανεξάρτητα από την οποιαδήποτε διασύνδεση των οργανισμών και ατόμων ή συνδεδεμένων με αυτούς φυσικών ή νομικών προσώπων που περιλαμβάνονται σ’ αυτόν, δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι αποτελούσε το κυπριακό μέρος της Λίστας Λαγκάρντ. Όπως έγινε παραδεκτό και από την εφημερίδα, επρόκειτο για κατάλογο με τα ονόματα μερικών χιλιάδων νομικών προσώπων, δικηγορικών και λογιστικών γραφείων και μερικών φυσικών προσώπων, από τον οποίο η εφημερίδα απομόνωσε 1.343 περιπτώσεις που αναφέρονταν στην Κύπρο, με την έννοια ότι έχουν διευθύνσεις αλληλογραφίας στην Κύπρο, αλλά τελούν υπό τη νομική δικαιοδοσία των Βρετανικών Παρθένων Νήσων για σκοπούς φορολογίας. Όπως επεξηγήθηκε, και όπως φαίνεται και από τις διευκρινίσεις που δόθηκαν στην εφημερίδα, αρκετά νομικά πρόσωπα που αναφέρονται στον κατάλογο ενήργησαν για την εγγραφή εταιρειών στις Βρετανικές Παρθένες Νήσους και διαθέτουν τη διεύθυνση τους για σκοπούς αλληλογραφίας, χωρίς τα νομικά αυτά πρόσωπα να έχουν καμιά νομική ή άλλη σχέση με τα νησιά αυτά. Η Επιτροπή θεώρησε επίσης ως απόλυτα ανακριβή και παραπλανητική την συμπερίληψη της εταιρείας Sinirma στην «περίφημη λίστα Λαγκάρντ» δεδομένου του γεγονότος ότι η εταιρεία αυτή συστάθηκε δύο χρόνια μετά την εμφάνιση της λίστας αυτής. Υπό το φως των πληροφοριών που έδωσε ο συντάκτης της είδησης, η Επιτροπή αποδέχθηκε εν μέρει το παράπονο ότι η εφημερίδα ή ο δημοσιογράφος ενήργησαν αντιεπαγγελματικά γιατί δεν μερίμνησαν να επαληθεύσουν ή να διασταυρώσουν τις πληροφορίες τους και ότι δεν προσέγγισαν την παραπονούμενη εταιρεία. Ο κ. Σεϊτανίδης παρουσίασε στοιχεία που φανερώνουν ότι προσπάθησε και ήλθε σε επαφή με 5 ή 6 από τις αναφερόμενες εταιρείες, τις οποίες επέλεξε κυρίως με κριτήριο τον αριθμό των εταιρειών που ενέγραψαν και εκπροσωπούσαν, με σκοπό να διασταυρώσει τις πληροφορίες και να πάρει τις απόψεις τους. Η Επιτροπή θεώρησε πως το γεγονός αυτό καταρρίπτει τον ισχυρισμό ότι ή είδηση δημοσιεύθηκε με κακόβουλη πρόθεση. Ο δημοσιογράφος ανέφερε πως θεώρησε ως επιβεβαίωση ή επαλήθευση των πληροφοριών του το γεγονός πως οι περισσότερες εταιρείες στις οποίες αποτάθηκε δεν θέλησαν να μιλήσουν και μόνο μία από αυτές ανταποκρίθηκε στην προσπάθειά του, χωρίς και πάλι να παράσχει ουσιαστικές πληροφορίες. Όμως η Επιτροπή έκρινε πως η προσπάθεια που έγινε από μέρους του δεν ήταν επαρκής. Είναι αντιληπτός ο όγκος της εργασίας που χρειαζόταν για να γίνει έλεγχος και επαλήθευση των πληροφοριών που αφορούσαν σε πολλές εκατοντάδες ονόματα, αλλά η Επιτροπή θεώρησε πως ο δειγματοληπτικός έλεγχος δεν αποτελεί επαρκές υποκατάστατο. Επί του προκειμένου επισημαίνει ότι σε περιπτώσεις στις οποίες κατονομάζονται πολλά άτομα, ανεξάρτητα από τον αριθμό τους και τον όγκο εργασίας που διαλαμβάνει ο έλεγχος, κάθε ένα από τα κατονομαζόμενα άτομα πρέπει να προσεγγισθεί ξεχωριστά προκειμένου να σχολιάσει ή να αντικρούσει τα αναφερόμενα σ’ αυτό. Η εγκυρότητα της θέσης αυτής επαληθεύεται και από το γεγονός ότι η παραπονούμενη εταιρεία Sinirma παρουσιάστηκε ως μέρος της λίστας Λαγκάρντ, παρόλο που δεν υπήρχε ως νομική προσωπικότητα κατά την περίοδο στην οποία αφορούσε η λίστα δηλαδή μεταξύ του 2006 και 2007. Το γεγονός αυτό θα μπορούσε να εξακριβωθεί αν γινόταν επαφή με την εταιρεία. Η Επιτροπή επανέλαβε την πάγια θέση της ότι τα ΜΜΕ και οι δημοσιογράφοι οφείλουν σε περιπτώσεις στις οποίες κατονομάζονται άτομα ή οργανισμοί να δώσουν την ευκαιρία στον καθένα ξεχωριστά να αντικρούσουν ισχυρισμούς που τους επηρεάζουν και να παραθέτουν τις απόψεις τους, για ταυτόχρονη δημοσίευση. Η εκ των υστέρων δημοσίευση απαντήσεων σε πληροφορίες ή ισχυρισμούς που είναι δυνατό να δημιουργήσουν εντυπώσεις να έχουν σοβαρές επιπτώσεις πάνω σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα δεν θεωρείται ότι ικανοποιεί την πρόνοια του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας. Ο Κώδικας ρητά ορίζει πως «τα Μ.Μ.Ε. παρέχουν στους επηρεαζομένους, στην κατάλληλη περίπτωση και ιδιαιτέρως όταν έχουν υποστεί επίθεση, την ευκαιρία να απαντήσουν…» Πάγια θέση της Επιτροπής είναι ότι «κατάλληλη περίπτωση», σε περιπτώσεις όπως η παρούσα, είναι ταυτόχρονα με τη δημοσίευσή τους. Η Επιτροπή δεν τοποθετήθηκε επί του ισχυρισμού ότι ο δημοσιογράφος ή η εφημερίδα πήραν τις πληροφορίες από την ιστοσελίδα http://offshoreleaks.icij.org. Και αυτό επειδή με βάση τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον της και από το αποτέλεσμα ελέγχου στον οποίο προέβη η Επιτροπή, δεν μπορεί να υπάρξει απόλυτη βεβαιότητα ότι ο δημοσιογράφος εξασφάλισε τις πληροφορίες του από την ιστοσελίδα, δεδομένου ότι ο ίδιος υποστηρίξει ότι της πήρε από άλλη πηγή υπό τη μορφή ηλεκτρονικού αρχείου. Ο κατάλογος που δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα είναι πολύ πιο εκτενής, δηλαδή περιλαμβάνει 2.761 εγγραφές και παρέχεται ξεχωριστά για κάθε χώρα και υπό άλλη μορφή, από αυτόν που είχε στην κατοχή της η εφημερίδα. Ο κατάλογος που παρουσίασε ο συντάκτης της είδησης υπό τον τίτλο «Κυπριακή λίστα» σε μορφή Excel περιλαμβάνει 1.343 εγγραφές. Το επίμαχο σημείο είναι ότι η εφημερίδα δεν δημοσίευσε και την προειδοποίηση που υπάρχει στην ιστοσελίδα. Ανεξάρτητα από το αν ο κατάλογος λήφθηκε ή όχι από την ιστοσελίδα, το ουσιαστικό είναι πως η εφημερίδα δημοσίευσε ανάλογη προειδοποίηση στην είδησή της αναφέροντας ότι η δημοσίευση της είδησης έγινε «με την επισήμανση ότι η παρουσία στη λίστα δεν σημαίνει υποχρεωτικά ότι υποκρύπτεται φοροδιαφυγή». Υπό το πρίσμα της προειδοποίησης αυτής και λαμβάνοντας υπόψη το γράμμα και το πνεύμα της πρόνοιας του Κώδικα περί του τεκμηρίου της αθωότητας και το γεγονός πως δεν διατυπώθηκε ισχυρισμός ή υποψία περί διάπραξης οποιουδήποτε αδικήματος η Επιτροπή δεν αποδέχθηκε το παράπονο περί παραβίασης του τεκμηρίου αθωότητας της παραπονούμενης εταιρείας. Το σχετικό άρθρο του Κώδικα, που αναφέρει ότι «οι λειτουργοί σέβονται πλήρως την αρχή ότι ο ύποπτος ή κατηγορούμενος για διάπραξη αδικήματος είναι αθώος μέχρις αποδείξεως του αντιθέτου, σύμφωνα με τη νόμιμη διαδικασία και συνεπώς αποφεύγουν να δημοσιοποιήσουν ο,τιδήποτε το οποίο να οδηγεί σε συμπεράσματα ως προς την ενοχή ή αθωότητα του υπόπτου ή/και κατηγορουμένου ή τείνει να τον διασύρει ή διαπομπεύσει», αφορά κατά κύριο λόγο σε ποινικές υποθέσεις ή δικαστική διαδικασία και μόνο κατ’ αναλογία σε άλλες περιπτώσεις.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
7/2015
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
11/06/2015
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΟΧΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (7/11/5/2015) από το Κοινοτικό Συμβούλιο Τράχωνα για κατ’ ισχυρισμό ανακριβή, παραπλανητική και μεροληπτική πληροφόρηση από την τηλεόραση του ΜΕΓΑ και φίμωση ή προσπάθεια φίμωσης τηλεθεατή. Ειδικότερα, ο πρόεδρος και τα μέλη του Κοινοτικού Συμβουλίου παραπονέθηκαν ότι στη διάρκεια της εκπομπής «Εχεις Μέσον» στις 8/4/2015 και σε σχέση με διαμάχη μεταξύ του Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου και της Εκκλησιαστικής Επιτροπής της Παναγίας του Τράχωνα, που απασχόλησε ευρέως τα ΜΜΕ, η παρουσιάστρια Νατάσα Ιωάννου, «χωρίς να γνωρίζει τα γεγονότα και χωρίς να ακούσει και τις θέσεις της Εκκλησιαστικής Επιτροπής και γενικότερα της Κοινότητας του Τράχωνα δήλωσε κατά τρόπο απαξιωτικό ότι οι Τραχωνίτες είναι με λίγα λόγια αχάριστοι γιατί ενώ ο Μακαριότατος συνέβαλε στην ανέγερση της εκκλησίας τώρα αρνούνται να συμβάλουν στα έξοδα της Αρχιεπισκοπής για να καταβληθούν, όπως ισχυρίστηκε, οι μισθοί των ιερέων». Επίσης υποστήριξαν ότι η παρουσιάστρια «σε παρέμβαση εκπροσώπου της συντονιστικής μας επιτροπής ενήργησε κατά τρόπο απαράδεκτο και αντιδεοντολογικό χαμηλώνοντας τον ήχο του μικροφώνου για να μην ακούγεται η φωνή του εκπροσώπου μας και υψώνοντας το όταν απαντούσε η ίδια απορρίπτοντας τα όσα ο εκπρόσωπος μας της ανάφερε». Το παράπονο κοινοποιήθηκε στα ΜΜΕ, που ασχολήθηκαν με το θέμα. Ειδικότερα, η Cyprus Mail αφιέρωσε μια σελίδα της, αναφέροντας μεταξύ άλλων ότι από την εξέταση οπτικογράφησης της εκπομπής διαπιστώνεται πως ο εκπρόσωπος της Επιτροπής τηλεφώνησε στην εκπομπή και μίλησε για δέκα περίπου λεπτά, ενώ η φωνή του άρχισε να χαμηλώνει όταν άρχισαν να προβάλλονται στην οθόνη οι τίτλοι τέλους της εκπομπής. Οι παραπονούμενοι πληροφόρησαν την Επιτροπή, αρχικά προφορικά και στη συνέχεια με επιστολή τους που λήφθηκε στις 18/4./2015, ότι ύστερα από διευκρινιστική δήλωση στην οποία προέβη η παρουσιάστρια κ. Ιωάννου, σχετικά με το θέμα, στην εκπομπή της την Πέμπτη 14/5/2015 έκριναν ότι αυτό τους ικανοποιούσε και ότι δεν «ενδείκνυται κατά τη γνώμη μας, περαιτέρω διερεύνηση της καταγγελίας». Η παρουσιάστρια της εκπομπής ενημέρωσε την Επιτροπή πως οι διευκρινίσεις που έδωσε ήταν πως κατά την επίμαχη εκπομπή δεν εξέφερε δική της θέση πως ο Αρχιεπίσκοπος είχε βοηθήσει την κοινότητα Τράχωνα να κτίσει εκκλησία, αλλά είχε κάμει σαφές ότι μετέφερε τη θέση του Αρχιεπισκόπου, και επίσης ότι δεν χαμήλωσε το μικρόφωνο για να μην ακούεται ο κ. Κόκκινος. Ειδικότερα ανέφερε πως ο κ. Κόκκινος μιλούσε για 10 λεπτά κατηγορώντας την ίδια ότι ανέφερε πράγματα που δεν ήταν αληθή και ότι το μικρόφωνο χαμήλωσε μόνο όταν τέλειωσε η εκπομπή. Είπε ότι αυτό έγινε από τους παραγωγούς, γιατί η ίδια δεν είχε καν την τεχνική δυνατότητα να ανοίγει ή να κλείνει μικρόφωνα. Ο Κώδικας Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας δεν περιλαμβάνει πρόνοια για δικαίωμα απόσυρσης παραπόνου. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή έχει ορίσει ως πάγια εθιμική πρακτική της να επιτρέπει ή να μην επιτρέπει την απόσυρση παραπόνου και να εκδίδει ή να μην εκδίδει απόφαση, λαμβάνοντας υπόψη τα δεδομένα κάθε περίπτωσης ξεχωριστά. Στην προκειμένη περίπτωση, η Επιτροπή έλαβε υπόψη το γεγονός ότι το παράπονο δημοσιοποιήθηκε ευρύτατα από τους παραπονουμένους στα ΜΜΕ με συνέπεια να εκτεθεί σε κατηγορίες για αντιδεοντολογική συμπεριφορά η παρουσιάστρια Νατάσα Ιωάννου. Συνακόλουθα, η Επιτροπή θεώρησε το παράπονο ως αποσυρθέν και το απέρριψε.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
1/2015
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
12/02/2015
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ, ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής δεοντολογίας εξέτασε αίτημα της Επιτρόπου για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Παιδιού Λήδας Κουρσουμπά (υπόθεση 1/21/1/2015) να προβεί στις ενέργειες που θα θεωρούσε κατάλληλες κατά την κρίση της σε σχέση με τη δημοσίευση διαφημίσεων για την παροχή σεξουαλικών υπηρεσιών ή φωτογραφικού υλικού και θεματολογίας που απροκάλυπτα παρουσιάζει τη γυναίκα και το γυναικείο σώμα ως σεξουαλικό αντικείμενο στα αθλητικά τμήματα διαφόρων έντυπων και διαδικτυακών ΜΜΕ. Η Επίτροπος επισήμανε ότι το υλικό αυτό δημοσιεύεται κυρίως σε αθλητικές σελίδες που διαβάζονται κατ’ εξοχήν από παιδιά και νέους και τόνισε την υποχρέωση των ΜΜΕ, με βάση τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού, να συμβάλλουν με θετικό τρόπο στη διαπαιδαγώγηση του παιδιού. Η ίδια σύμβαση επιβάλλει την προώθηση της ισότητας μεταξύ των δύο φύλων και ζητεί την εξάλειψη των ταπεινωτικών εικόνων εκμετάλλευσης των κοριτσιών και των γυναικών στα ΜΜΕ. Η Επίτροπος ανέφερε ότι η δημοσίευση ή ανάρτηση διαφημίσεων και φωτογραφιών γυμνών ή ημίγυμνων γυναικών που παρουσιάζουν τη γυναίκα ως σεξουαλικό αντικείμενο καλλιεργεί στερεότυπα και λανθασμένα πρότυπα στα παιδιά, ως προς τους ρόλους των φύλων στην κοινωνία, παρουσιάζει τη γυναίκα ως εξαγοράσιμο αντικείμενο για παροχή σεξουαλικής ικανοποίησης και δημιουργεί συνειρμούς που διασυνδέουν την έλξη από το γυναικείο φύλο και τον αθλητισμό. Περαιτέρω επισήμανε ότι έχει διαπιστωθεί από έρευνες πως η καλλιέργεια στερεότυπων για τους άνδρες και τις γυναίκες αυξάνει την πιθανότητα άσκησης, ανοχής ή και αποδοχής της έμφυλης βίας. Η Επίτροπος ανέφερε ότι είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι οι εφημερίδες, ως έντυπα ειδησεογραφικού, πολιτικού, οικονομικού και κοινωνικού περιεχομένου, δεν έχουν ηλιακή σήμανση ή ταξινόμηση, ενώ το τμήμα της αθλητικής ενημέρωσης ενδεχομένως να είναι αυτό που ενδιαφέρει περισσότερο από άλλα και να διαβάζεται από σημαντικό αριθμό παιδιών. Επομένως, τα ΜΜΕ έχουν αυξημένη ευθύνη και υποχρέωση να διασφαλίζουν ότι το υλικό που δημοσιεύεται στα αθλητικά τους τμήματα όχι μόνο δεν παραβιάζει τα δικαιώματα των παιδιών, αλλά τα σέβεται και τα προωθεί. Περαιτέρω επισήμανε ότι δημοσιεύσεις διαφημίσεων για επί πληρωμή τηλεφωνικές σεξουαλικές υπηρεσίες, εντοπίζοντα και σε άλλα τμήματα των ΜΜΕ που απευθύνονται στο ευρύ κοινό και είναι προσβάσιμα σε παιδιά. Η Επίτροπος πρόσθεσε πως η δημοσίευση των εν λόγω διαφημίσεων, εκτός του ότι ως περιεχόμενο είναι ακατάλληλο για παιδιά, επιπρόσθετα δημιουργεί τις συνθήκες ώστε παιδιά να κάνουν χρήση των συγκεκριμένων υπηρεσιών, με απρόβλεπτες επιπτώσεις και πιθανούς κινδύνους. Τέλος ανέφερε πως η πρακτική της δημοσίευσης τέτοιου υλικού σε ΜΜΕ που απευθύνονται σε ένα διευρυμένο ηλικιακά κοινό πρέπει να επανεξετασθεί προκειμένου να τερματισθεί. Η Επιτροπή εξέτασε παραδείγματα τέτοιων δημοσιεύσεων που υπέβαλε δειγματοληπτικά η Επίτροπος για το Παιδί και διαπίστωσε ότι στις πλείστες περιπτώσεις οι λεγόμενες ροζ διαφημίσεις δημοσιεύονται όχι απλώς στα αθλητικά τμήματα των ΜΜΕ, αλλά ως σφήνα μεταξύ αθλητικών ειδήσεων προκειμένου να προσεχθούν περισσότερο, ενώ οι φωτογραφίες γυμνών γυναικών που περιλαμβάνονται ως ύλη των αθλητικών σελίδων δεν έχουν καμιά σχέση ή συνάφεια με το θέμα που αναφέρεται στη λεζάντα ή με το οποίο μορφολογικά συνδέονται, αλλά δημοσιεύονται απλώς για ηδονοβλεψία.Στην κυριολεξία, η πρακτική αυτή καθιστά τις αθλητικές σελίδες Δούρειο Ιππο είτε για να περνούν τα μηνύματα των διαφημίσεων αυτών πιο αποτελεσματικά είτε για να δημιουργούνται συνειρμοί άσχετοι με την αποστολή και το ρόλο του αθλητισμού. Η Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη τις τεκμηριωμένες θέσεις της Επιτρόπου για το Παιδί, αποφάσισε πως η πρακτική της δημοσίευσης τέτοιου υλικού δεν είναι συμβατή με τις πρόνοιες του Κώδικα για επαγγελματικό επίπεδο της υψηλότερης δυνατής στάθμης, καθώς και με την υποχρέωσης των ΜΜΕ και των λειτουργών τους να προάγουν τις πανανθρώπινες αξίες, τα ανθρώπινα δικαιώματα και ιδιαίτερα το δικαίωμα των παιδιών με βάση τη σχετική Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών να τυγχάνουν προστασίας και ορθής διαπαιδαγώγησης. Η Επιτροπή, έχοντας υπόψη προηγούμενες αποφάσεις της σε παρόμοια παράπονα για δημοσίευση λεγόμενων ροζ αγγελιών, επαναβεβαίωσε τη θέση της ότι η δημοσίευση αγγελιών για παροχή σεξουαλικών υπηρεσιών σε έντυπα στα οποία έχουν πρόσβαση τα παιδιά παραβιάζει τα δικαιώματα τους και βρίσκεται σε διάσταση με τις σχετικές πρόνοιες του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας. Επίσης αποφάσισε πως οι εμβόλιμες φωτογραφίες γυμνών ή ημίγυμνων γυναικών σε κείμενα αθλητικού ενδιαφέροντος με τα οποία δεν έχουν καμιά ουσιώδη συνάφεια ή σχέση αποτελεί κακή δημοσιογραφική πρακτική, που απλώς αποσκοπεί στην ικανοποίηση ηδονοβλεπτικών ενστίκτων προς άγραν αναγνωστών. Η πρακτική αυτή από ΜΜΕ που απευθύνονται στο σύνολο του πληθυσμού και όχι σε συγκεκριμένες ομάδες είναι σαφώς αντίθετη προς τις πρόνοιες του Κώδικα, που ορίζουν ότι το ήθος, η συμπεριφορά και το επαγγελματικό επίπεδο των ΜΜΕ και των λειτουργών τους πρέπει να είναι της υψηλότερης δυνατής στάθμης και επιβάλλουν σεβασμό των πανανθρώπινων αξιών και των δικαιωμάτων και των βασικών ελευθεριών όλων. Υπό το φως των ανωτέρω, η Επιτροπή θεωρεί υποχρέωσή της να υποδείξει στα ΜΜΜ και τους λειτουργούς τους πως η επίδειξη ευαισθησίας και υπευθυνότητας ως προς τη δημοσίευση απροκάλυπτα ερωτικού υλικού σε έντυπα ειδησεογραφικού, πολιτικού, οικονομικού και κοινωνικού περιεχομένου είναι συμφυής με την κοινωνική αποστολή τους, την οποία πρέπει να σέβονται. Τέλος, η Επιτροπή θεώρησε χρέος της να προτρέψει τα ΜΜΕ και τους λειτουργούς τους να αναθεωρήσουν αυτή την πρακτική με σκοπό τον τερματισμό της.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
2/2015
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
12/02/2015
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (2/29/1/2015) από την Τάνια Σιακού για δημοσίευμα στην ιστοσελίδα onlycy.com σχετικά με κατάλογο της Υπηρεσίας Ανταγωνισμού του Υπουργείου Εμπορίου για τις τιμές των καυσίμων στα πρατήρια, το οποίο προέτρεπε τους καταναλωτές να μην αγοράζουν καύσιμα από πρατήρια τα οποία παρουσίασε ως τα πιο ακριβά. Το δημοσίευμα, ημερομηνίας 28ης Ιανουαρίου, 2015, κάτω από τον τίτλο «Σ’ αυτούς μην σταματάτε για καύσιμα» παρέθετε πίνακες με τα ακριβότερα και φθηνότερα πρατήρια καυσίμων ανά κατηγορία. Το παράπονο ανέφερε πως ο τίτλος ήταν παραπλανητικός και μη δεοντολογικά σωστός, με την παρατήρηση πως ο συντάκτης της είδησης δεν θα έπρεπε να προβεί σε συστάσεις, γιατί «ο πελάτης έχει το δικαίωμα να διαλέξει από ποιο πρατήρια θα εξυπηρετηθεί». Το δημοσίευμα, γραμμένο από το δημοσιογράφο Σωτήρη Νικηφόρου και κάτω από τον τίτλο «Ακριβότερα πρατήρια» παράθετε ως πιο ακριβά τρία πρατήρια, ανάμεσα στα οποία και της εταιρείας Α & Ε Σιακός στον Αστρομερίτη, που ανήκει στην οικογένεια της παραπονούμενης. Αργότερα την ίδια ημέρα, προφανώς ύστερα από παράπονα, η ιστοσελίδα τροποποίησε τον τίτλο της ώστε να αναφέρει: «Τα ακριβότερα και τα φθηνότερα πρατήρια καυσίμων ανά επαρχία». Επίσης πρόσθεσε σύνδεσμο σε νεώτερη είδηση που ανέφερε: «ΝΕΟΤΕΡΑ: Μπαγιάτικη τελικά η λίστα με τα πρατήρια» ο οποίος παρέπεμπε σε είδηση με ημερομηνία 29 Ιανουαρίου, 2015 κάτω από τον τίτλο «Μπαγιάτικη η λίστα του Υπουργείου με τις τιμές καυσίμων», στην οποία ανέφερε ότι το Υπουργείο εξέθεσε πρατηριούχους, γιατί ανακοίνωσε κατάλογο στις 27 Ιανουαρίου, ο οποίος όμως αναφερόταν στις τιμές που ίσχυαν στις 23 Ιανουαρίου, ενώ στο μεταξύ είχαν αλλάξει. Η εφημερίδα παρέθεσε τμήμα τις ιστοσελίδας της Υπηρεσίας Ανταγωνισμού με κατάλογο ανακοινώσεών της στον οποίο εμφαίνεται η ημερομηνία στην οποία αναφερόταν η κάθε ανακοίνωση. Όπως προκύπτει, σε μια περίπτωση η ανακοίνωση παρατηρητηρίου για τα καύσιμα εκδόθηκε στις 7/2/2015 και αναφερόταν στις τιμές εκείνης της ημέρας, ενώ η επίμαχη ανακοίνωση εκδόθηκε στις 27 Ιανουαρίου, αλλά ανέφερε ότι το παρατηρητήριο αναφερόταν στις 22 Ιανουαρίου. Η Επιτροπή εξέτασε το θέμα διεξοδικά και υπό την έποψη του φάσματος των προνοιών του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας που αναφέρονται στο δικαίωμα της ελευθερίας έκφρασης, του δικαιώματος του κοινού να γνωρίζει, της ακρίβειας των πληροφοριών και τις υποχρέωσης των ΜΜΕ να παρέχουν έγκυρη πληροφόρηση στους καταναλωτές, καθώς και της υποχρέωσης των ΜΜΕ να συνεργάζονται με την Επιτροπή για τη διερεύνηση παραπόνων. Επί του τελευταίου σημείου, η Επιτροπή σημείωσε ότι η ιστοσελίδα δεν ανταποκρίθηκε σε δύο ειδοποιήσεις να παραθέσει τις απόψεις της εντός των προθεσμιών που θέτει ο Κώδικας, γεγονός το οποίο αφ’ εαυτού συνιστά παραβίαση του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας. Ως προς την ουσία, η Επιτροπή δεν αποδέχθηκε το παράπονο ότι ο τίτλος ήταν αντιδεοντολογικός, από την άποψη ότι ο δημοσιογράφος δεν θα έπρεπε να υποδείξει στους καταναλωτές από ποια πρατήρια να αγοράζουν καύσιμα και ότι με την προτροπή του να μη σταματούν στα πιο ακριβά πρατήρια ήταν δυνατό να προκαλέσει ζημιά και να πλήξει το όνομα του πρατηρίου. Η Επιτροπή θεώρησε ότι στο πλαίσιο της άσκησης του δικαιώματος της ελευθερίας έκφρασης ο δημοσιογράφος είχε δικαίωμα να πει την άποψή του και να προτρέψει τους καταναλωτές να αποφεύγουν τα πιο ακριβά πρατήρια. Οποιαδήποτε ζημιά σ’ αυτά τα πρατήρια δεν θα ήταν το αποτέλεσμα της προτροπής αλλά της πολιτικής τιμών των πρατηριούχων. Ωστόσο η Επιτροπή διαπίστωσε πως το όλο δημοσίευμα περιείχε ανακρίβειες και ήταν δυνατό να παραπλανήσει τους καταναλωτές, κατά παράβαση των προνοιών του άρθρου 1του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, που μεταξύ άλλων προβλέπει ότι: «Τα Μ.Μ.Ε. μεριμνούν ώστε να μη δημοσιεύονται ανακριβείς, παραπλανητικές, φανταστικές ή διαστρεβλωτικές της αλήθειας ειδήσεις, πληροφορίες ή σχόλια. Σε περίπτωση που έχει συμβεί κάτι τέτοιο χωρούν σε άμεση διόρθωση ή και απολογία. Τα Μ.Μ.Ε. και οι λειτουργοί των έχουν υποχρέωση να παρέχουν έγκυρη πληροφόρηση στους καταναλωτές». Κατ’ αρχήν, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι υπήρχε ανακρίβεια και παραπλάνηση ως προς την περίοδο για την οποία ίσχυαν οι τιμές, αφού έδινε την εντύπωση ότι επρόκειτο για τις τρέχουσες τιμές και όχι εκείνες που ίσχυαν μια εβδομάδα προηγουμένως. Αυτό παραδέχθηκε και η ίδια η ιστοσελίδα, επιρρίπτοντας την ευθύνη για την παραπλάνηση στην Υπηρεσία Ανταγωνισμού και Προστασίας των Καταναλωτών. Ωστόσο, η Επιτροπή διαπίστωσε πως στην ανακοίνωση της Υπηρεσίας Ανταγωνισμού αναφερόταν σαφώς η ημερομηνία του παρατηρητηρίου και αποτελούσε ευθύνη του δημοσιογράφου και της ιστοσελίδας να προσέξει το γεγονός αυτό. Περαιτέρω η Επιτροπή διαπίστωσε πως ο τίτλος «Ακριβότερα πρατήρια» ήταν ανακριβής και παραπλανητικός γιατί ο κατάλογος με τα τρία πρατήρια που παρουσιάζονταν ως τα πιο ακριβά δεν αφορούσε σε όλες τις κατηγορίες καυσίμων αλλά μόνο στην αμόλυβδη βενζίνη 95 οκτανίων. Όπως προκύπτει από τον πλήρη κατάλογο, άλλα πρατήρια ήταν ακριβότερα από εκείνα που αναφέρονταν αμέσως κάτω από τον τίτλο «Ακριβότερα πρατήρια» στις κατηγορίες της βενζίνης 98 οκτανίων και του πετρελαίου κίνησης. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή έκρινε ότι το δημοσίευμα παραβίαζε το άρθρο 1 του Κώδικα περί ακρίβειας των πληροφοριών. Η Επιτροπή εξέφρασε ευαρέσκεια, θεωρώντας ως θετικό στοιχείο το γεγονός ότι η ιστοσελίδα προέβη σε μερική ανασκευή της ανακρίβειας ως προς την ημερομηνία ισχύος του παρατηρητηρίου.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
3/2015
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
12/02/2015
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (3/1/2/2015) από τη δημοσιογράφο Αντρη Δανιήλ για ανάρτηση φρικιαστικών φωτογραφιών και βίντεο στην ειδησεογραφική ιστοσελίδα LAIMITOMOS.COM. Η παραπονούμενη ανέφερε ότι η ιστοσελίδα δημοσιεύει καθημερινά φωτογραφίες που παρουσιάζουν ανθρώπινα κεφάλια από τις εκτελέσεις στις οποίες προβαίνουν οι τζιχαντιστές του Ισλαμικού Κράτους του Ιράκ και του Λεβάντε (ISIL ή ISIS). Η παραπονούμενη ανέφερε ότι, στον αντίποδα, η ιστοσελίδα δημοσιεύει ειδήσεις που περιέχουν «χυδαιότητες, γυμνό και σεξουαλικές περιπτύξεις διασήμων και μη». Ανέφερε επίσης ότι η πρακτική αυτή « ξεπερνά τη δημοσιογραφική δεοντολογία και γίνεται καθαρά για λόγους εξασφάλισης ενός κλικ, για να έχουν λόγο ύπαρξης, παραβιάζοντας όλους τους κανόνες». Η παραπονούμενη παρέθεσε συνδέσμους σε τρία παραδείγματα ανάρτησης φωτογραφιών που παρουσιάζουν ματωμένες κομμένες κεφαλές, από εκτελέσεις στις οποίες προέβησαν οι τζιχαντιστές και ένα σύνδεσμο σε βίνετο που παρουσιάζει δημόσιο αποκεφαλισμό στη Μέκκα της Σαουδικής Αραβίας, ενώ η γυναίκα ούρλιαζε και παρακαλούσε για τη ζωή της. Ο σύνδεσμος στο βίντεο περιείχε προειδοποίηση ότι επρόκειτο για «σκληρή» εικόνα για άτομα άνω των 18 ετών. Η ιστοσελίδα απάντησε μέσω νομικού συμβούλου που ανέφερε ότι απορρίπτει στο σύνολό το παράπονο της δημοσιογράφου ως αβάσιμο και ανυπόστατο. Ανέφερε ότι «είναι προφανής η κακία και η ζήλια που περικλείει το εν λόγω καταγεγραμμένο σχόλιο/παράπονο που μόνον δημοσιογραφικό ενδιαφέρον δεν περικλείει και τούτο προκύπτει από τους χαρακτηρισμούς/κοσμητικά επίθετα που η συγκεκριμένη Δημοσιογράφος χρησιμοποιεί». Περαιτέρω ανέφερε πώς «προφανώς ο σκοπός και ο στόχος μερίδας Δημοσιογράφων είναι να πλήξουν το έργο των πελατών μου και την αντικειμενικότητα που τους διακρίνει και τούτο φωτογραφίζεται από την αναφορά «ένα κλικ», που κρύβει … την αγωνία κα το όποιο δημοσιογραφικό ενδιαφέρον έχουν για τα Διεθνή Πεπραγμένα και για τα οποία πάντως, οι πολίτες έχουν το αναφαίρετο δικαίωμα της πληροφόρησης και γνώσης». Επίσης ανέφερε ότι δεν ελήφθη κανένα παράπονο από οποιονδήποτε πολίτη ή αρμόδια αρχή για τα επίμαχα δημοσιεύματα και ότι συντελεστές της ιστοσελίδας, σε αντίθεση με όσα υποστήριξε η παραπονούμενη, είναι δημοσιογράφοι. Κατά την εξέταση του παραπόνου η επιτροπή σημείωσε την παρατήρηση της νομικής συμβούλου των καθ’ ων το παράπονο ότι «οι πολίτες έχουν το αναφαίρετο δικαίωμα της πληροφόρησης και γνώσης» και επιθυμεί να επισημάνει πως το δικαίωμα των πολιτών στην πληροφόρηση, όπως και το δικαίωμα της ελευθερίας έκφρασης δεν ασκούνται ανεξέλεγκτα, αλλά υπόκεινται στους περιορισμούς που επιβάλλουν οι νόμοι και οι κανόνες της δεοντολογίας. Στην προκειμένη περίπτωση, ο Κώδικας Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας ορίζει ότι οι λειτουργοί των ΜΜΕ «επιδεικνύουν την αρμόζουσα ευαισθησία … και είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί και διακριτικοί στην παρουσίαση θεμάτων όπως η βία, το έγκλημα, τα σεξουαλικά παραπτώματα, ο ανθρώπινος πόνος και ο θάνατος, καθώς και πληροφοριών ή εικόνων που είναι επιβλαβείς ή μπορούν να προκαλέσουν πανικό ή φρίκη ή αποτροπιασμό, κυρίως τα παιδιά». Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι εικόνες που ανάρτησε η ιστοσελίδα ήταν αποκρουστικές και φρικιαστικές για το μέσο θεατή και επιβλαβείς για τα παιδιά που έχουν ελεύθερη πρόσβαση στην ιστοσελίδα και δεν θα έπρεπε να είχαν δημοσιευθεί. Επίσης το βίντεο του δημόσιου αποκεφαλισμού θα μπορούσε να προκαλέσει φρίκη και αποτροπιασμό κατά παράβαση τις σχετικής πρόνοιας του Κώδικα και η ανάρτησή του θα έπρεπε να είχε αποφευχθεί, έστω και με την προειδοποίηση «18-Σκηνές που θα ενοχλήσουν». Οι εκτελέσεις δεκάδων ανθρώπων από τους τζιχαντιστές είναι ένα γεγονός πλήρως τεκμηριωμένο και η δημοσίευση των κομμένων κεφαλών δεν εξυπηρετούσε κανένα δημοσιογραφικό σκοπό ούτε και το καλώς νοούμενο δικαίωμα του κοινού στην πληροφόρηση, παρά μόνο την τρομολαγνεία και την καλλιέργεια ή ικανοποίηση της θανατολαγνείας. Η Επιτροπή δεν διαπίστωσε την ύπαρξη οποιουδήποτε στοιχείου που να τεκμηριώνει τον ισχυρισμό των καθ' ων τον παράπονο περί της ύπαρξης ελατηρίων πίσω από το παράπονο, όπως κακίας, ζήλιας και επιδίωξης να πλήξουν την ιστοσελίδα, Αντίθετα, η Επιτροπή διαπίστωσε την ύπαρξη έγνοιας και ενδιαφέροντος για τήρηση των κανόνων δημοσιογραφικής δεοντολογίας και της καλής δημοσιογραφικής πρακτικής.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
27/2014
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
09/12/2014
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (28/9/12/2014) που υπέβαλε η Επίτροπος για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Παιδιού κ. Λήδα Κουρσουμπά για το χειρισμό από τα ΜΜΕ* της περίπτωση ανήλικου που συνελήφθη από την Αστυνομία ω ύποπτος για το φόνου νέου στις 16 Νοεμβρίου, 2014, στη Λάρνακα. Η Επίτροπος δεν κατονόμαζε συγκεκριμένα ΜΜΕ αλλά αναφέρθηκε γενικά σε δημοσιεύματα «έντυπων, ραδιοτηλεοπτικών και διαδικτυακών ΜΜΕ» τα οποία περιλάμβαναν πληροφορίες που αποκάλυπταν το όνομα του νεαρού, την πόλη διαμονής, το ιστορικό των κατά καιρούς κατηγοριών οι οποίες του απαγγελθήκαν από την Αστυνομία, περιστατικά της μέχρι σήμερα ζωής και συμπεριφοράς του και επαφές που είχε με τις διάφορες Υπηρεσίες Εκαναν επίσης αναφορά στη ψυχολογική του κατάσταση και περιείχαν πληροφορίες που αφορούσαν στα άλλα μέλη της οικογένειάς του, ενώ αρκετά διαδικτυακά μέσα συνόδευσαν τις ειδήσεις τους με φωτογραφίες του ανήλικου. Κάποια ΜΜΕ παρέθεσαν παρατσούκλια με τα οποία ήταν γνωστός ο ανήλικος και στέγασαν τις ειδήσεις τους κάτω από βαρύγδουπους τίτλους που έδιναν έμφαση στο βαρύ, σε παραβατικές πράξεις, ιστορικό του ανήλικου. Η Επίτροπος ανέφερε ότι τα δημοσιεύματα αυτά αποτελούσαν μονοδιάστατη και μεροληπτική παρουσίαση της υπόθεσης, που συντείνει στη δημιουργία αρνητικών εντυπώσεων τόσο για τον ανήλικο όσο και γενικότερα για τα παιδιά που έρχονται σε σύγκρουση με το Νόμο. Ανέφερε ακόμη πως ο τρόπος παρουσίασης του θέματος από μεγάλη μερίδα των ΜΜΕ και η αποκάλυψη της ταυτότητας του ανήλικου και άλλων πληροφοριών απέβλεπε στην εντυπωσιακή παρουσίαση του θέματος και στην ικανοποίηση της δημόσιας περιέργειας, παραβίαζε το δικαίωμά του σε ιδιωτική ζωή και αξιοπρέπεια, και ενδεχομένως να επηρεάσει την εξέλιξη των αστυνομικών και δικαστικών διαδικασιών. Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, εξετάζοντας το θέμα σφαιρικά, διαπίστωσε ότι πλείστα όσα ΜΜΕ, ιδιαίτερα διαδικτυακά, ασχολήθηκαν με το θέμα κατά τρόπο που παραβίαζε πρόνοιες του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογία. Διαπίστωσε επίσης ότι ο τρόπος με τον οποίο κάποια από αυτά παρουσίασαν το θέμα επιδόθηκαν σε μια προσπάθεια εντυπωσιασμού της κοινής γνώμης με αφορμή το νεαρό της ηλικίας του υπόπτου και του τρόπου διάπραξης του φόνου, ενώ το θέμα απαιτούσε σοβαρό και υπεύθυνο χειρισμό γιατί αφορούσε σε ένα σοβαρό κοινωνικό φαινόμενο, δηλαδή την παραβατική συμπεριφορά μερίδας νέων. Ο τρόπος αυτός χειρισμού του θέματος δεν συνέβαλλε με κανένα τρόπο στο σοβαρό προβληματισμό για ανησυχητικά κοινωνικά φαινόμενα. Η δημοσιοποίηση του ονόματος του νεαρού και πολύ χειρότερα η δημοσίευση φωτογραφιών του συνιστούσε κατάφωρη παραβίαση της πρακτικής που ακολουθούν τα ΜΜΕ να μην αποκαλύπτουν την ταυτότητα ατόμων που συλλαμβάνονται ως ύποπτα για εγκλήματα προτού τουλάχιστον οδηγηθούν σε δικαστήριο. Η σύλληψη ενός ανήλικου για φόνο αποτελεί από μόνη της εντυπωσιακό γεγονός που δεν χρειάζεται επίταση. Η Επιτροπή θεώρησε πως ήταν φυσικό να υπάρξει δημοσιογραφική διερεύνηση του παρελθόντος του υπόπτου και αναφορά σε προηγούμενη παραβατική συμπεριφορά και της επαφής του με τις διωκτικές υπηρεσίες, των οικογενειακών του περιστάσεων και της καθ’ όλα συμπεριφοράς του. Αυτό όμως θα μπορούσε να γίνει από τη μια χωρίς να αποκαλυφθεί η ταυτότητά του και από την άλλη χωρίς να παραβιασθεί το τεκμήριο της αθωότητάς του, γιατί ο νεαρός παρουσιάστηκε ως αδιαμφισβήτητα ένοχος φόνου και καταδικάστηκε προτού αποφανθεί περί τούτου το αρμόδιο δικαστήριο. Η δημοσίευση φωτογραφιών του ανήλικου, καθώς και λεπτομερειών για τη διεύθυνση διαμονής του και ατόμων της οικογένειάς του συνιστούσε παραβίαση του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή τόσο του ιδίου, όσο και των μελών της οικογένειάς του, που δεν είχαν καμιά ανάμιξη στην πράξη του φόνου. Τέτοιες πληροφορίες δεν είχαν ουσιαστική σχέση και δεν φώτιζαν καμιά πτυχή της υπόθεσης και επομένως δεν αποτελούσαν στοιχεία της αναγκαίας πληροφόρησης για το φόνο και επίσης δεν εξυπηρετούσαν κανένα ευρύτερο κοινωνικό σκοπό. Επίσης η αποκάλυψη ονομάτων με τα οποία ήταν γνωστός ο ύποπτος δεν συνέβαλλε στην εξυπηρέτηση οποιουδήποτε σκοπού ή συμφέροντος, όπως η συμβολή στη μείωση της παιδικής παραβατικότητας, αλλά απέβλεπε στον εντυπωσιασμό της κοινής γνώμης με την προβολή μιας αρνητικής εικόνας για τον ύποπτο. Η Επιτροπή θεωρεί ότι τα ΜΜΕ θα έπρεπε να λάβουν υπόψη ότι η δημοσιοποίηση τέτοιων λεπτομερειών και φωτογραφιών του υπόπτου είναι δυνατό να οδηγήσει σε ηρωοποίησή του στα μάτια παιδιών και νεαρών και σε παραβατική συμπεριφορά από άλλους ανήλικους που βρίσκονται σε ευάλωτη θέση και είναι εύκολο να παρασυρθούν σε μίμηση. Η Επιτροπή θεωρεί χρήσιμο να επισημάνει ότι σε περιπτώσεις όπως η υπό εξέταση χρειάζεται πολύ προσεκτικός χειρισμός, που σε τελευταία ανάλυση αναδεικνύει την υπευθυνότητα και την ποιοτική στάθμη ενός εκάστου των ΜΜΕ. ** Ενδεικτικά αναφέρονται ΜΜΕ που με δημοσιεύματά τους σε διάφορες ημερομηνίες παραβίασαν διατάξεις του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας στην περίπτωση του ανήλικου: ΑΛΗΘΕΙΑ: Φωτογραφία, όνομα και παρατσούκλι ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ Ονομα και παρατσούκλι ΣΗΜΕΡΙΝΗ-SIGMA Ονομα LIVENEWS Ονομα LIFENEWS Φωτογραφίες, αναφορά σε μέλη της οικογένειας NEWSIT COM CY Ονομα, αναφορά σε αδελφό LOVEMYALL Ονομα, αναφορά στην οικογένεια TOTHEMAONLINE Αναφορά σε αδελφό
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
27/11/2014
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
09/12/2014
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΔΙΕΥΘΕΤΗΘΕΝ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (27/11/11/2014) από το Συμβούλιο Εγγραφής Ψυχολόγων Κύπρου (ΣΕΨ) για ανακριβές δημοσίευμα στον Πολίτη σχετικά με φερόμενη αναστολή των δραστηριοτήτων του που απορρέουν από το νόμο. Σύμφωνα με το παράπονο, η εφημερίδα δημοσίευσε στις10 Σεπτεμβρίου, 2014, είδηση με την υπογραφή του Μανώλη Καλατζή, στην οποία υπήρχαν αναφορές «κατά τρόπο εσφαλμένο, ελλιπή, ή παραπλανητικό» σε γεγονότα που αφορούσαν στη λειτουργία του Συμβουλίου Εγγραφής Ψυχολόγων. Ειδικότερα, το ΣΕΨ ανέφερε ότι σε ανακοίνωσή του στις 14 Ιουλίου, 2014, κοινοποιούσε με σαφήνεια ότι λόγω απόσυρσης των κανονισμών λειτουργίας του που τελούσαν υπό συζήτηση στη Βουλή θα ανέστελλε εκείνες τις διοικητικές του πράξεις που αναφέρονταν αποκλειστικά σε ήδη εγγεγραμμένους ψυχολόγους (πχ προϋποθέσεις ανανέωσης της επαγγελματικής άδειας). Η είδηση στον «Πολίτη», κάτω από τον τίτλο «Χαστούκι Ανωτάτου για τον ΣΕΨ», ήταν βασισμένη σε ανακοίνωση δικηγορικού γραφείου και αναφερόταν σε απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου με την οποία έδωσε άδεια σε νέα ψυχολόγο να καταχωρήσει προσφυγή για την έκδοση διατάγματος Mandamus, ώστε να υποχρεωθεί το ΣΕΨ να προβεί σε ενέργεια στην οποία ήταν από το νόμο υποχρεωμένο να προβεί, δηλαδή να εξετάσει την αίτησή της για εγγραφή στα Μητρώα ψυχολόγων. Το ΣΕΨ έθεσε ενώπιον της Επιτροπής στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία ο δικηγόρος που εξέδωσε την ανακοίνωση στην οποία στηρίχθηκε η είδηση της εφημερίδας, απέσυρε την προσφυγή της πελάτιδας του, όπως και εκείνη δεύτερης αιτήτριας για την έκδοση διατάγματος Mandamus και το δικαστήριο τις απέρριψε στις 20 Οκτωβρίου και στις 3 Νοεμβρίου, 2014. Το ΣΕΨ απηύθυνε στην εφημερίδα επιστολή ζητώντας αποκατάσταση των πραγματικών γεγονότων. Ο συντάκτης της είδησης Μανώλης Καλατζής ανέφερε ότι το δημοσίευμα του αποτελούσε μεταφορά ανακοίνωσης του δικηγόρου «βασισμένη σε απόφαση δικαστηρίου» και εξέφρασε προθυμία να δημοσιεύσει και τη θέση του ΣΕΨ. Η εφημερίδα δημοσίευσε στις 14 Νοεμβρίου, 2014, την ανακοίνωση του ΣΕΨ που παρείχε διευκρινήσεις ότι η απόφαση αναστολής των πράξεών το αφορούσε σε παλαιούς ψυχολόγους και όχι σε νέους αιτητές. Η δημοσίευση κατέληξε με τη διευκρίνιση του συντάκτη της είδησης ότι «ο «Π» είχε δημοσιεύσει απλώς την ανακοίνωση του δικηγόρου». Η Επιτροπή, αφού εξέτασε τις εκατέρωθεν θέσεις αποφάσισε ότι η δημοσίευση της ανακοίνωσης του ΣΕΨ αποκαθιστούσε την πραγματικότητα και ικανοποιούσε την πρόνοια του Κώδικα περί ανασκευής ανακριβούς πληροφόρησης και ταυτόχρονα της παροχής του δικαιώματος απάντησης. Στην πορεία της εξέτασης του παραπόνου η Επιτροπή διαπίστωσε ότι το θέμα ανέκυψε από τη δημοσίευση της ανακοίνωσης ενός δικηγόρου, ο οποίος στη συνέχεια παρέλειψε να ενημερώσει τα ΜΜΕ για την εξέλιξη της υπόθεσης στο Ανώτατο Δικαστήριο, αφήνοντας τα ΜΜΕ και τους δημοσιογράφους εκτεθειμένους για παροχή μη ολοκληρωμένης και ανακριβούς πληροφόρησης. Αυτό ακριβώς αποτελεί επιβεβαίωση για την εγκυρότητα της θέσης που επανειλημμένα έχει διατυπωθεί από την Επιτροπή, ότι τα ΜΜΕ και οι δημοσιογράφοι θα πρέπει, πρωτίστως για κατοχύρωση της δικής τους αξιοπιστίας και εγκυρότητας, οσάκις δημοσιεύουν είδηση που προέρχεται από δικές τους πηγές ή από κείμενα άλλων και που αναφέρεται σε τρίτα πρόσωπα, να παρέχουν και την άλλη οπτική. Δηλαδή να δίδουν την ευκαιρία στην άλλη πλευρά να προβαίνει σε σχολιασμό ή αντίκρουση ενός ισχυρισμού ή μιας άποψης που αναφέρεται στην είδηση. Η παράθεση της άλλης οπτικής θα πρέπει να αποτελέσει κανόνα στην καθημερινή εργασία των δημοσιογράφων, ως υποχρέωση που απορρέει από τις διατάξεις του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας να μεριμνούν ώστε να μη δημοσιεύονται ανακριβείς πληροφορίες, να δίδουν το δικαίωμα απάντησης στους άμεσα επηρεαζόμενους και να παρέχουν στον πολίτη ακριβή, αντικειμενική, ολοκληρωμένη και έγκυρη πληροφόρηση. Αυτό καθίσταται αναγκαίο και από το γεγονός ότι οι δημοσιογράφοι είναι αδύνατο να παρακολουθούν την εξέλιξη θεμάτων για τα οποία λαμβάνουν πληροφόρηση από ανακοινώσεις ή δελτία τύπου. Η παράθεση της άλλης οπτικής ή ακόμη και πρόσθετων πληροφοριών μπορεί να καλύψει έστω και εν μέρει την αδυναμία παρακολούθησης των εξελίξεων όλων των θεμάτων με τα οποία ασχολούνται.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
26/2014
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
09/12/2014
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΟΧΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας ασολήθηκε με παράπονο (26/26/10/2016) από τον Δρα Νέαρχο Παναγή για άρθρο που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Πολίτης» στις 15/10/2014, που αναφερόταν σε δήλωση του Μητροπολίτη Μόρφου Νεόφυτου σχετικά με φερόμενη προφητεία του Γέροντα Παίσιου και σχολίαζε γενικότερα το έργο του Γέροντα. Σύμφωνα με το παράπονο, το επίμαχο άρθρο ήταν απαράδεκτο γιατί «προσβάλλει τα θεία, Γέροντες εγνωσμένης αξίας αλλά και αποδεκτούς από την Ορθοδοξία σε όλο τον κόσμο». Το απαράδεκτο, σύμφωνα με το παράπονο βρισκόταν στη φράση του Κώστα Κωνσταντίνου, στη στήλη του «Κατά βαρβάρων», στην οποία ανέφερε: «…αν και προσωπικά ήμουν και παραμένω οπαδός του Παστίτσιου, όχι του Παΐσιου…». Το παράπονο ανέφερε επίσης ότι ο υπεύθυνος ιστοσελίδας στην Ελλάδα που σατίριζε το Γέροντα Παΐσιο ως «Γέροντα Παστίτσιο» καταδικάστηκε από το τριμελές Πρωτοδικείο Αθηνών σε δεκάμηνη φυλάκιση με αναστολή για εξύβριση θρησκεύματος. Ο παραπονούμενος ανέφερε επίσης ότι δεν απασχολούσε η άποψη του Μητροπολίτη, αλλά οι αναφορές του δημοσιογράφου στο Γέροντα Παΐσιο, προσθέτοντας ότι «αν έχει (ο δημοσιογράφος) λίγη τσίπα θα έπρεπε να σέβεται τα πιστεύω του άλλου, αλλά και το γεγονός ότι ο γέροντας Παΐσιος εκοιμήθη και δεν μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του,» αν και ως μοναχός δεν θα το έκανε. Περαιτέρω ο παραπονούμενος ανέφερε ότι είναι απαίτηση ο συγγραφέας του άρθρου να σταματήσει να προκαλεί τα θρησκευτικά αισθήματα, δεδομένου ότι το έχει κάμει και στο παρελθόν. Ο συντάκτης του επίμαχου άρθρου σχολίαζε επικριτικά δήλωση του Μητροπολίτη Μόρφου Νεόφυτου στη διάρκεια τηλεοπτικής εκπομπής ότι ο Γέροντας Παίσιους του είχε προφητεύσει όταν ήταν 20 χρόνων ότι θα γινόταν επίσκοπος και ανέφερε πως προσωπικά δεν πίστευε σε προφητείες. Επίσης σχολίαζε με σαρκασμό το έργο του Γέροντα Παίσιου και επέκρινε το Μητροπολίτη Νεόφυτο πως «άδραξε την ευκαιρία να αυξήσει το ακροατήριό του σε καιρούς χαλεπούς πουλώντας ‘προφητείες’ από το άρμα του Παίσιου». Η Επιτροπή δεν διέκρινε εκ πρώτης όψεως παραβίαση συγκεκριμένης πρόνοιας του Κώδικα, παρά το σαρκαστικό ύφους του άρθρου και ζήτησε από τον παραπονούμενο να εξειδικεύσει το παράπονό του. Ο παραπονούμενος απάντησε ότι θα ασχολείτο με το θέμα τις επόμενες ημέρες. Επειδή παρήλθε αρκετός χρόνος και εξέπνευσε η καθορισμένη από τον Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας προθεσμία εντός της οποίας είναι δυνατή η υποβολή παραπόνου, η Επιτροπή το απέρριψε ως εκπρόθεσμο. Η Επιτροπή θεωρεί σκόπιμο να υποδείξει ότι άτομα τα οποία θεωρούν πως άρθρα που συνιστούν έκφραση γνώμης θίγουν τα πιστεύω και τις αντιλήψεις τους για διάφορα θέματα έχουν το δικαίωμα να ασκήσουν το δικαίωμα της απάντησης παραθέτοντας τις δικές τους απόψεις. Η Επιτροπή διευκρινίζει ότι δεν μπορεί να εξετάσει παράπονα που είναι γενικά διατυπωμένα και δεν αναφέρονται σε παραβιάσεις συγκεκριμένων προνοιών του Κώδικα, όσο απαράδεκτα και αν είναι δυνατό να θεωρηθούν. Η προσβολή των θείων και μορφών που θεωρούνται ως ιερές δεν είναι μεταξύ των παραβιάσεων που καθορίζονται στον Κώδικα.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
23/2014
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
04/11/2014
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (23/6/8/2014) της Επιτρόπου Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού για προβολή σκηνών από την τηλεόραση του ΡΙΚ σε ώρα οικογενειακής ζώνης που ενδεχομένως να ήταν ακατάλληλες για παιδιά. Ειδικότερα, η Επίτροπος κ. Λήδα Κουρσουμπά ανέφερε ότι η εφημερίδα «Σημερινή» είχε αποδοκιμάσει την προβολή των σκηνών με δημοσίευμά της στις 24/7/2014, σύμφωνα με το οποίο το ΡΙΚ προέβαλε στη διάρκεια του μεσημβρινού τηλεοπτικού προγράμματος Από Μέρα σε Μέρα ερασιτεχνικό βίντεο που παρουσίαζε ένα παιδί 5-6 ετών στο Λίβανο να κτυπά με ρόπαλο και με τα χέρια του ένα κάπως μεγαλύτερό του προσφυγόπουλο από τη Συρία, με την προτροπή ενήλικα. Στο ρεπορτάζ του ΡΙΚ αναφέρθηκε πως η κυβέρνηση του Λιβάνου διέταξε έρευνα για το επεισόδιο ύστερα από το σάλο που δημιουργήθηκε στις σελίδες κοινωνικής δικτύωσης για το περιεχόμενο του βίντεο. Απαντώντας στο παράπονο, το ΡΙΚ ανέφερε ότι οι συντάκτες που είχαν την ευθύνη για την εκπομπή αποφάσισαν την προβολή της είδησης, που είχε ληφθεί έτοιμη από τη ΝΕΡΙΤ, μετά το σχετικό διεθνή σάλο που είχε προκληθεί από την ανάρτηση των επίμαχων σκηνών παιδικής βίας στο Youtube, με το σκεπτικό ότι θα προκαλούσε αποτροπιασμό στους τηλεθεατές και αισθήματα καταδίκης φαινομένων εχθρότητας προς τους πρόσφυγες. Ωστόσο ανέφερε ότι όντως οι σκηνές ήταν μάλλον ακατάλληλες για προβολή στην οικογενειακή ζώνη και ότι η είδηση μεταδόθηκε ίσως γιατί οι συντάκτες να μην έλαβαν υπόψη ότι τα παιδιά που θα τις έβλεπαν δεν έχουν την απαιτούμενη κρίση και ψυχοσύνθεση, με αρνητικές συνέπειες γι’ αυτά. Στην απάντηση επισημαίνεται ότι το ΡΙΚ έχει τις απαιτούμενες ευαισθησίες και ότι αποτελεί πολιτική να ακολουθεί πιστά τις σχετικές νομοθεσίες επί τέτοιων θεμάτων. Σε συνοδευτική επιστολή του, ο αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής του ΡΙΚ Γρηγόρης Μαλιώτης διαβεβαίωσε ότι δόθηκαν οδηγίες στους συντάκτες να είναι πολύ πιο προσεκτικοί όσον αφορά στην αυστηρή εφαρμογή της νομοθεσίας για προστασία ανηλίκων. Η Επιτροπή εξέτασε το επίμαχο βίντεο και διαπίστωσε ότι πράγματι περιλάμβανε σκηνές άσκησης σωματικής βίας από ένα παιδί σε ένα άλλο παιδί και ότι οι σκηνές αυτές, ανεξάρτητα από τις προθέσεις πίσω από την προβολή τους, ήταν ενοχλητικές και θα μπορούσαν δυνητικά να επηρεάσουν αρνητικά τα παιδιά που ενδεχομένως να τις παρακολούθησαν. Ο Κώδικας Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας επιβάλλει στους δημοσιογράφους και στα ΜΜΕ την υποχρέωση όπως «επιδεικνύουν την αρμόζουσα ευαισθησία … και να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί και διακριτική στην παρουσίαση θεμάτων όπως η βία…» Περαιτέρω το άρθρο 11 επιβάλλει την τήρηση των προνοιών της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Παιδί, που περιλαμβάνει την προστασία των παιδιών από σκηνές βίας. Η Επιτροπή αποφάσισε ότι η προβολή των σκηνών παιδικής βίας στη διάρκεια οικογενειακής ζώνης, και μάλιστα σε περίοδο σχολικών διακοπών ήταν άστοχη, δεδομένου ότι θα μπορούσε να δημιουργήσει την εντύπωση σε παιδιά μικρής ηλικίας ότι η άσκηση βίας σε άλλα παιδιά είναι είτε επιτρεπτή, είτε επιθυμητή. Η Επιτροπή έλαβε υπόψη όσα ανέφερε το ΡΙΚ στην απάντησή του και σημείωσε με ικανοποίηση τη διαβεβαίωση για τις οδηγίες που δόθηκαν από τη διεύθυνση για πιστή εφαρμογή της νομοθεσίας που αφορά στην προστασία των παιδιών. Η Επιτροπή θεώρησε σκόπιμο να προτρέψει το ΡΙΚ και γενικά όλα τα ΜΜΕ και τους δημοσιογράφους ναι επιδεικνύουν ιδιαίτερη προσοχή και μέριμνα σε ότι αφορά την προβολή σκηνών βίας, και ιδιαίτερα παιδικής βίας, σε ώρες κατά τις οποίες είναι δυνατό να παρακολουθούν παιδιά και γενικότερα, στο πλαίσιο της δημοσιογραφικής τους δραστηριότητας, να αποφεύγουν με οποιοδήποτε τρόπο την προαγωγή της βίας.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
24//2014
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
04/11/2014
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ,ΟΧΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (24/21/8/2014) νεαρής γυναίκας, ότι η ιστοσελίδα TOTHEMAONLINE ανάρτησε φωτογραφία του παιδιού της, ηλικίας τριάμισι ετών, χωρίς την έγκρισή της. Η γυναίκα, που ανέφερε ότι είναι μονογονιός, παραπονέθηκε ότι η ιστοσελίδα ανήρτησε είδηση, στις 7 Ιουλίου 2014, που αναφερόταν σε εκδήλωση διαμαρτυρίας μεταναστών που κρατούνται στο ειδικό ίδρυμα στη Μενόγεια και ως μέρος της είδησης περιέλαβε φωτογραφία ενός μετανάστη που επιδείκνυε ένα τεράστιο πανό, πάνω στο οποίο υπήρχαν δύο φωτογραφίες του περίπου τριών ετών παιδιού της. Η ιστοσελίδα ανέφερε ότι ο μετανάστης φώναζε ότι είχε 32 μήνες να αγκαλιάσει το παιδί του, εννοώντας το παιδί του οποίου τις φωτογραφίες είχε κολλήσει στο πανό. Η παραπονούμενη ανέφερε ότι η δημοσίευση των φωτογραφιών του παιδιού της ήταν αντιδεοντολογική, γιατί δε δόθηκε η άδεια του έχοντος την κηδεμονία του, δηλαδή της ίδιας και ότι σε συνδυασμό με τους ισχυρισμούς του μετανάστη παραβιάστηκαν προσωπικά της δεδομένα, χωρίς μάλιστα να ελεγχθούν οι σχετικοί ισχυρισμοί του. Ειδικότερα, η παραπονούμενη ανέφερε πως ο μετανάστης δεν έχει νομικά καμιά σχέση με το γιο της και ότι εναντίον του εκκρεμεί ποινική υπόθεση με 7 κατηγορίες που περιλαμβάνουν απόπειρα απαγωγής του παιδιού, ξυλοδαρμό της ίδιας και παράνομη είσοδο στο σπίτι της. Για την ίδια υπόθεση η γυναίκα υπέβαλε παράπονοκαι στο Γραφείου του Επιτρόπου Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων. Η Γραμματεία της Επιτροπής διευθέτησε προσωπική παρουσία του διευθυντή ειδήσεων και ενημέρωσης της ιστοσελίδας κ. Ονουφρίου Σωκράτους σε συνεδρία της για συζήτηση τόσο του παραπόνου αυτού όσο και του γεγονότος ότι η Επιτροπή έγινε πρόσφατα δέκτης και άλλων παραπόνων εναντίον της ιστοσελίδας για θέματα που αναφέρονται σε παραβίαση της ιδιωτικής ζωής και των προσωπικών δεδομένων. Ο κ. Σωκράτους δεν προσήλθε στην καθορισμένη συνάντηση, αλλά είχε αναφέρει στη Γραμματεία, σε σχέση με το παράπονο, ότι δεν δημοσίευσε απ’ ευθείας φωτογραφία του παιδιού αλλά ένα πανό στο οποίο είχαν επικολληθεί δυο φωτογραφίες σε σχετικά μικρό μέγεθος, ώστε τα χαρακτηριστικά του παιδιού να μην ήταν ευδιάκριτα. Επίσης ανέφερε ότι αφαίρεσε τα σχετικά κείμενα και φωτογραφίες από την ιστοσελίδα όταν πληροφορήθηκε για το παράπονο της γυναίκας. Η Επιτροπή, αφού εξέτασε φωτογραφία του επίμαχου πανό την οποία προμήθευσε η παραπονούμενη, διαπίστωσε ότι οι φωτογραφίες είχαν επικολληθεί σε ένα πανό που είχε ύψος όσο και ένας μέσος ενήλικας και ήταν αρκετά μεγάλες σε βαθμό που καθιστούσαν αναγνωρίσιμο το πρόσωπο του παιδιού. Η Επιτροπή αποφάσισε ότι η δημοσίευση των φωτογραφιών συνιστούσε παραβίαση της πρόνοιας του Κώδικα, σύμφωνα με την οποία οι δημοσιογράφοι και τα ΜΜΕ «κατά κανόνα δεν παίρνουν συνεντεύξεις από και δεν φωτογραφίζουν παιδιά κάτω των 16 ετών σε σχέση με θέματα που αφορούν την προσωπική τους κατάσταση ή ευημερία, χωρίς τη συγκατάθεση γονέως των ή άλλου ενηλίκου που έχει την ευθύνη γι’ αυτά». Επίσης θεώρησε ως θετικό το γεγονός ότι η ιστοσελίδα αφαίρεσε τα επίμαχα δημοσιεύματα όταν πληροφορήθηκε για το παράπονο της μητέρας του παιδιού. Ως προ τη πτυχή του παραπόνου για παραβίαση του δικαιώματος της μητέρας του παιδιού στην ιδιωτική ζωή με την προβολή ισχυρισμών του μετανάστη κατά την εκδήλωση διαμαρτυρίας στη Μενόγεια, η Επιτροπή αποφάσισε ότι δεν μπορούσε να αποφανθεί με βεβαιότητα, γιατί δεν είχε ενώπιον της οποιοδήποτε υλικό, πάνω στο οποίο θα μπορούσε να στηριχθεί. Μετά την αφαίρεση του επίμαχου δημοσιεύματος, το οποίο η μητέρα δεν είχε αποθηκεύσει, τα μόνα στοιχεία για το περιεχόμενό της είδησης ήταν αυτά που παρέθεσε η γυναίκα στο παράπονό της, τα οποία όμως δεν ήταν δυνατό να διασταυρωθούν.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
25/2014
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
04/11/2014
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΟΧΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (25/23//9/2014) από την οργάνωση «Οικολογική παρέμβαση Φίλοι του Ακάμα» για παράλειψη από μέρους των ΜΜΕ γενικά να διερευνούν της επιπτώσεις πάνω στο περιβάλλον οσάκις γίνεται λόγος για μεγάλα έργα ανάπτυξης, καθώς και για μεροληπτική προβολή των συμφερόντων των επιχειρηματιών. Το παράπονο ανέφερε μεταξύ άλλων: «Είναι γενική πεποίθηση ότι όταν υπάρχουν συγκρουόμενα συμφέροντα, ο έντυπος τύπος, σχεδόν πάντα, καλύπτει τις απόψεις της ανάπτυξης σε βάρος του περιβάλλοντος. Το άρθρο στον Φιλελεύθερο ημ. 11 Αυγούστου με τίτλο «το έργο ποίημα της εταιρείας Φοντάνα Αμορόζα - που «οραματίζεται» να γίνει σε περιοχή Natura 2000, υψίστης περιβαλλοντικής και πολιτιστικής αξίας και που καμιά κυβέρνηση μέχρι σήμερα δεν προώθησε - είναι ενδεικτικό.» Επίσης ανέφερε ότι στην περίπτωση της εξαγγελίας μεγάλης ανάπτυξης στην περιοχή Λίμνης κοντά στην Πόλη Χρυσοχούς δεν υπήρξαν ρεπορτάζ που να διερευνούν το θέμα, όπως συνέβη και στην περίπτωση της εξαγγελίας για τη δημιουργία δύο γηπέδων γκολφ που θα αρδεύονται από το αποχετευτικό της Πόλης Χρυσοχούς, που δεν βρίσκεται, όπως αναφέρεται στο παράπονο, ούτε καν στη φάση του προγραμματισμού. Η οργάνωση υποστηρίζει πως της αναφέρθηκε από δημοσιογράφους ότι πολιτική των εφημερίδων είναι να μη γράφουν ο,τιδήποτε θίγει τα συμφέροντα των επιχειρηματιών ανάπτυξης και των τραπεζών που διαφημίζουν στις εφημερίδες. Επίσης υποστήριξε πως γενικά τα ΜΜΕ αποφεύγουν να δημοσιεύσουν ανακοινώσεις της οργάνωσης, όπως για παράδειγμα ανακοινώσεις της με στοιχεία «για τη σκανδαλώδη διαχείριση των υδάτινων πόρων.» Τέλος η οργάνωση ανέφερε ότι ευελπιστεί στην παρέμβαση της Επιτροπής ώστε ο τύπος να νοιαστεί περισσότερο για τα συμφέροντα των πολιτών εφαρμόζοντας τον κώδικα δεοντολογίας. Η Επιτροπή εξέτασε επισταμένα το περιεχόμενο της επιστολής της οργάνωσης και διαπίστωσε ότι δεν περιείχε κανένα συγκεκριμένο παράπονο το οποίο θα μπορούσε να στοιχειοθετηθεί με βάση τις πρόνοιες του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εναντίον συγκεκριμένου ΜΜΕ, και το οποίο θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο εξέτασης από την Επιτροπή. Ως προς τη θέση της οργάνωσης περί παρέμβασης της Επιτροπής «ώστε ο τύπος να νοιαστεί περισσότερο για τα συμφέροντα των πολιτών εφαρμόζοντας τον κώδικα δεοντολογίας», η Επιτροπή αποφάσισε ότι με βάση τον Κώδικα δεν περιλαμβάνεται στους όρους εντολής της οποιαδήποτε παρέμβαση προς τα ΜΜΕ προκειμένου να προβαίνει σε υποδείξεις ως προς το τι θα πρέπει να δημοσιεύουν ή να μεταδίδουν. Ειδικότερα, ο Κώδικας καθορίζει ότι αρμοδιότητες της Επιτροπής είναι να προασπίζεται το δικαίωμα της ελευθερίας έκφρασης των ΜΜΕ και των δημοσιογράφων και να αποφαίνεται επί παραπόνων για παραβίαση των προνοιών του Κώδικα. Ωστόσο, η Επιτροπή θεώρησε χρήσιμο να υποδείξει στην παραπονούμενη οργάνωση έχει το δικαίωμα παρέμβασης σε δημοσιεύματα για θέματα με τα οποία ασχολείται, απευθύνοντας επιστολές ή ανακοινώσεις που να απαντούν σε ή να σχολιάζουν δημοσιεύματα που αναφέρονται σε περιβαλλοντικά θέματα ή επηρεάζουν το περιβάλλον. Παράλληλα υποδεικνύει ότι τα ΜΜΕ έχουν υποχρέωση, με βάση τις πρόνοιες περί υποχρέωσης παροχής στον πολίτη ολοκληρωμένης και έγκυρης ενημέρωσης και επίσης με βάση την πρόνοια περί του δικαιώματος απάντησης, εκεί όπου έχει εφαρμογή, να δημοσιεύουν τέτοιες παρεμβάσεις. Με βάση τα ανωτέρω, η Επιτροπή εισηγείται προς την παραπονούμενη οργάνωση να κάνει χρήση των δυνατοτήτων που της παρέχει ο Κώδικας για προβολή των θέσεών της.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
22/2014
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
04/11/2014
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (22/6/8/2014) από την Επίτροπο Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού για αποκάλυψη προσωπικών στοιχείων παιδιών σε δημοσιεύματα της εφημερίδας «Σημερινή». Το παράπονο ανέφερε ότι τα δημοσιεύματα, αν και υποκινούμενα από αγαθές προθέσεις για ευαισθητοποίηση σχετικά με τα άθλιες συνθήκες διαβίωσης δύο παιδιών, αποκάλυψαν εμμέσως πλην σαφώς την ταυτότητα των παιδιών, με την παράθεση λεπτομερειών που συνιστούσαν προσωπικά τους δεδομένα που δεν θα έπρεπε να είχαν δημοσιευθεί. Η Επίτροπος κ. Λήδα Κουρσουμπά ανέφερε ότι εξέτασε επισταμένα τις δύο περιπτώσεις και κατέληξε στο συμπέρασμα πως είχε παραβιασθεί το δικαίωμα ιδιωτικής ζωής των δύο παιδιών και ζήτησε από την Επιτροπή να προβεί στις δικές της ενέργειες. Το πρώτο δημοσίευμα αφορά στην κατάσταση μιας μητέρας με ένα 14χρονο παιδί που αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας και αναπηρίας, θέμα με το οποίο η Επιτροπή είχε ασχοληθεί σε άλλες δύο περιπτώσεις. Η πρώτη αφορούσε στο παράπονο 18/22/7/2012 από την Επίτροπο Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού, το οποίο αναφερόταν σε δημοσίευση φωτογραφιών του παιδιού και η δεύτερη αφορούσε στο παράπονο 19/27/7/2012 που υποβλήθηκε από τη Διευθύντρια Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας και αφορούσε στην ακρίβεια πληροφοριώνγια την οικογένεια. Στα παράπονα αυτά η Επιτροπή είχε αποφασίσει ότι τα δημοσιεύματα αν και υποκινούντο από αγαθές προθέσεις, δηλαδή την ευαισθητοποίηση γύρω από τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης της μητέρας και του παιδιού, δεν ήταν προς το συμφέρον του παιδιού και συνιστούσαν παραβίαση των δικαιωμάτων του για μη παρέμβαση στην ιδιωτική ζωή και μη προσβολής της τιμής και αξιοπρέπειάς του, κατά παράβαση των προνοιών του άρθρου 11 του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας. Η Επίτροπος κ. Κουρσουμπά ανέφερε στο νέο παράπονό της ότι το δημοσίευμα της εφημερίδας, στις 8/7/2014 περιείχε λεπτομέρειες της οικονομικής κατάστασης της μητέρας, τη διεύθυνση της οικίας της, όνομα, ηλικία και πληροφορίες που περιγράφουν το πρόβλημα υγείας/αναπηρίας του παιδιού. Το δεύτερο δημοσίευμα στις 15/7/2014 περιλαμβάνονταν λεπτομέρειες της οικονομικής κατάστασης άλλης γυναίκας, της οποίας αναφερόταν το όνομα, το χωριό, η ηλικία, καθώς και των προβλημάτων υγείας του επτάχρονου παιδιού της. Επίσης δημοσιεύθηκαν φωτογραφίες της μητέρας και του παιδιού, στις οποίες αν και δεν φαίνονταν τα πρόσωπά τους, παρουσιαζόταν το παιδί στο δωμάτιό του και σε άλλα μέρη του σπιτιού. Η Επίτροπος ανέφερε πως ο συντάκτης των ειδήσεων Μάριος Δημητρίου, σεβόμενος τις διαπιστώσεις και εισηγήσεις στις οποίες είχε προβεί το 2012, δεν έχει προβάλει τα πρόσωπα των παιδιών. Όμως ανέφερε πως αν και δεν αποκαλύπτονταν τα πρόσωπα των παιδιών, εντούτοις περιλήφθηκαν άλλες πληροφορίες που αποκάλυπταν την ταυτότητά τους (όνομα μητέρας, όνομα παιδιού, ηλικία, τόπος διαμονής) και θέματα που άπτονται της ιδιωτικής και προσωπικής τους ζωής (π.χ. συνθήκες διαβίωσης, προβλήματα υγείας τα οποία τα ίδια τα παιδιά αντιμετωπίζουν). Η Επίτροπος επισήμανε πως η ταυτότητα ενός παιδιού δεν προστατεύεται μόνο με το να μην παρουσιάζεται το πρόσωπο του αλλά με το να μην αποκαλύπτονται τα στοιχεία της ταυτότητας του ιδίου ή/και άλλων προσώπων της οικογένειας του ή/και δεδομένων της ιδιωτικής και οικογενειακής του ζωής, τα οποία ουσιαστικά «φωτογραφίζουν» το παιδί για το οποίο γίνεται αναφορά στο δημοσίευμα. Επιπρόσθετα, σε σχέση με τον τρόπο παρουσίασης, στο πρώτο δημοσίευμα για το 14χρονο παιδί, στο οποίο περιληφθήκαν φωτογραφίες του παιδιού με πάνες στο πάτωμα, η Επίτροπος ανέφερε πως όχι μόνο δεν θα έπρεπε να δημοσιευθούν αλλά ούτε καν να ληφθούν, διότι παρουσιάζουν ένα ανήλικο άτομο με ειδικές ανάγκες, σε μια ευάλωτη και ακατάλληλη στάση, που προσβάλει την αξιοπρέπειά του. Ο συντάκτης των δύο ρεπορτάζ Μάριος Δημητρίου ανέφερε στην απάντησή του ότι σέβεται τόσο το θεσμό της Επιτρόπου Προστασία των Δικαιωμάτων του Παιδιού και ότι αποτελεί για τον ίδιο προτεραιότητα και στόχο ζωής η υπεράσπιση των δικαιωμάτων ευάλωτων ομάδων ή ατόμων. Για το λόγο αυτό εξέφρασε θλίψη γιατί άθελά του παραβίασε τα δικαιώματα ατόμων στην προσπάθειά του να υπερασπίσει άλλα δικαιώματά τους και ανέφερε πως συμφωνεί απόλυτα με την Επίτροπο Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού ότι «παρ’ όλο που ο σκοπός του δημοσιεύματος είναι καθόλα θεμιτός και συνάδει με το ρόλο που τα ΜΜΕ πρέπει να διαδραματίζουν στην ενημέρωση, πληροφόρηση και αντιμετώπιση κοινωνικών ζητημάτων, εντούτοις η κάλυψη τέτοιων θεμάτων, δεν νομιμοποιείται να γίνεται με τρόπο που ο ίδιος να συνιστά παραβίαση άλλων δικαιωμάτων του ίδιου του παιδιού». Επίσης ανέφερε ότι δημοσιεύοντας φωτογραφίες των παιδιών χωρίς να φαίνονται τα πρόσωπά τους με τη σύμφωνη γνώμη των μητέρων τους είχε την εντύπωση ότι προστάτευε επαρκώς την προσωπική και ιδιωτική τους ζωή και συνέβαλλε στην πιθανότητα να δεχθούν οικονομική βοήθεια. Τέλος ανέφερε ότι η καλή του πρόθεση δεν τον απαλλάσσει από την ευθύνη του για τον αντίκτυπο των δύο ρεπορτάζ στην ιδιωτική ζωή και αξιοπρέπεια των παιδιών στα οποία αναφέρονταν και εισηγήθηκε στην Επίτροπο για το Παιδί να επικαιροποιήσει την ενημέρωση των δημοσιογράφων για τις υποχρεώσεις τους όταν καλύπτουν θέματα που αφορούν σε παιδιά. Η Επιτροπή, αφού εξέτασε το περιεχόμενο και τις φωτογραφίες που συνόδευαν τα δύο ρεπορτάζ και λαμβάνοντας υπόψη το περιεχόμενο του παραπόνου και την παραδοχή του δημοσιογράφου, αποφάσισε ότι υπάρχει παραβίαση των προνοιών του άρθρου 11 του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας που αναφέρεται στην προστασία της ταυτότητας των παιδιών και προσωπικών τους δεδομένων,. Παράλληλα η Επιτροπή εξέφρασε την εκτίμησή της για το γεγονός ότι ο δημοσιογράφος παραδέχθηκε την έστω και χωρίς πρόθεση παραβίαση προνοιών του Κώδικα και εξέφρασε τη θλίψη του. Επίσης θεώρησε πρόσφορη την εισήγησή του προς την Επίτροπο για επικαιροποίηση της ενημέρωσης των δημοσιογράφων για τις υποχρεώσεις τους όσον αφορά στο Παιδί και αποφάσισε να τη διαβιβάσει μέσω της απόφασης αυτής στην επίτροπο για το Παιδί προκειμένου να υπάρξει η κατάλληλη δράση κατά την κρίση της.