*Οι παλαιότερες αποφάσεις της ΕΔΔ αναδημοσιεύονται από το αρχείο και δεν έχει γίνει καμία παρέμβαση στο περιεχόμενό τους.
*Οι παλαιότερες αποφάσεις της ΕΔΔ αναδημοσιεύονται από το αρχείο και δεν έχει γίνει καμία παρέμβαση στο περιεχόμενό τους.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
10/2007
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
09/09/2007
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΟΧΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο από ιδιοκτήτη Γραφείων Κηδειών για κατ’ ισχυρισμόν ανακριβή είδηση στη «Σημερινή» σχετικά με υπόθεση νεκροφιλίας, που είχε ως συνέπεια «οικονομική καταστροφή, διασυρμό και εξευτελισμό των πολιτών που έχουν σχέση με Γραφεία Κηδειών». Στο παράπονο διατυπωνόταν επίσης η θέση ότι «παρά την ανακοίνωση της αστυνομίας που διαψεύδει τα ως άνω δημοσιεύματα, δυστυχώς το όλο θέμα συντηρείται και αιωρείται με τη φράση ‘οι αστυνομικές έρευνες συνεχίζονται’». Η αρχική είδηση δημοσιεύθηκε στη «Σημερινή» στις 11 Αυγούστου, 2007 και ανέφερε ότι η Αστυνομία προέβη σε αυτεπάγγελτη διεξαγωγή ερευνών ύστερα από επίμονες πληροφορίες για υπόθεση νεκροφιλίας σε γραφείο κηδειών. Η «Σημερινή επανήλθε με είδησή της στις 12 Αυγούστου, 2007, στην οποία ανέφερε ότι προσεγγίστηκαν από την Αστυνομία κάποια πρόσωπα, αλλά δεν προέκυψε κανένα στοιχείο και καμιά μαρτυρία σχετικά με την υπόθεση και ότι το αστυνομικό έργο θα συνεχισθεί και τις επόμενες ημέρες. Επίσης δημοσίευσε δηλώσεις του Αστυνομικού Διευθυντή Λευκωσίας Κύπρου Μιχαηλίδη ότι «όσες πληροφορίες θα εξασφαλίσουμε αναμένεται να διερευνηθούν και αναλόγως θα πράξουμε». Το Αρχηγείο Αστυνομίας ανταποκρινόμενο σε παράκληση της Επιτροπής Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας την πληροφόρησε, με επιστολή ημερομηνίας 29ης Αυγούστου, 2007, ότι «από εξετάσεις που διενεργήθηκαν από την Αστυνομία διεφάνη ότι οι πληροφορίες αυτές δεν επαληθεύονται». Υπό το φως των ανωτέρω, η Επιτροπή αποφάσισε ότι το θέμα ήταν δημοσίου ενδιαφέροντος και συνεπώς η εφημερίδα είχε κάθε δικαίωμα να ασχοληθεί με αυτό. Επίσης αποφάσισε ότι η δεν στοιχειοθετείται παράβαση της πρόνοιας του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας περί μη μετάδοσης ανακριβών ή παραπλανητικών πληροφοριών. Η Επιτροπή θεωρεί ότι δεν είναι αρμόδια να επιληφθεί των ισχυρισμών για τις επιπτώσεις όσον αφορά στα γραφεία κηδειών, δεδομένου του γεγονότος ότι δεν έγινε άμεση ή έμμεση αναφορά σε συγκεκριμένο γραφείο κηδειών. Ως προς το παράπονο ότι η υπόθεση αφέθηκε να αιωρείται, η Επιτροπή θεωρεί ότι η δημοσίευση της απόφασής της από την εφημερίδα «Σημερινή», με τη βεβαίωση του Αρχηγείου της Αστυνομίας ότι οι πληροφορίες δεν επαληθεύονται, συνιστά επαρκή θεραπεία.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
6/2007
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
09/09/2007
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο από γυναίκα για δημοσίευση από το περιοδικό PEOPLE, σε τεύχος του Απριλίου, 2007, φωτογραφίας της με σχόλιο για το ντύσιμό της. Σύμφωνα με το παράπονο, η φωτογραφία λήφθηκε στο δρόμο, χωρίς να το γνωρίζει η ίδια και δημοσιεύθηκε χωρίς να ζητηθεί η συγκατάθεσή της. Η Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα στοιχεία που τέθηκαν υπόψη της, δέχθηκε τη θέση της παραπονούμενης ότι δεν είναι δημόσιο πρόσωπο, ότι η φωτογραφία λήφθηκε εν αγνοία της και πολύ περισσότερο ότι δεν ζητήθηκε η συγκατάθεσή της για να δημοσιευθεί, με αποτέλεσμα να παραβιασθεί η ιδιωτική της ζωή και να δημοσιευθούν προσωπικά της δεδομένα. Οι καθ’ ων το παράπονο, πέραν του ισχυρισμού, που δεν έγινε αποδεκτός, ότι η παραπονούμενη γνώριζε για τη λήψη φωτογραφίας, υποστήριξαν ότι η φωτογραφία λήφθηκε σε δημόσιο χώρο, χωρίς να παραβιάζεται κανένα δικαίωμα της παραπονούμενης. Η Επιτροπή έχοντας υπόψη αποφάσεις ανάλογων σωμάτων δεοντολογίας, την απόφαση της Επιτρόπου Προσωπικών Δεδομένων σε περίπτωση ιδιώτη, ο οποίος μάλιστα βρισκόταν στη σκηνή φόνου, καθώς και την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην υπόθεση της Πριγκίπισσας Καρολίνας, θεωρεί ότι οι ιδιώτες, (ακόμη και τα «δημόσια πρόσωπα», όταν η παρουσία τους σε δημόσιο χώρο δεν έχει σχέση με ή δεν οφείλεται στην ιδιότητά τους), έχουν το δικαίωμα ιδιωτικής ζωής σε δημόσιους χώρους, όπως δρόμους, κέντρα αναψυχής κλπ., όταν δεν εμπλέκονται σε γεγονότα που συνιστούν είδηση, είναι δημοσίου ενδιαφέροντος και το κοινό έχει δικαιολογημένο ενδιαφέρον να γνωρίζει (π.χ. διαδηλώσεις, δημόσιες συγκεντρώσεις, ταραχές, δυστυχήματα, εγκλήματα κλπ.). Στην προκειμένη περίπτωση επρόκειτο περί γυναίκας, για τις κινήσεις και το ντύσιμο του οποίας το κοινό δεν είχε κανένα δικαιολογημένο ενδιαφέρον να γνωρίζει. Υπό το φως των ανωτέρω, η Επιτροπή κατέληξε στην απόφαση ότι υπήρξε παραβίαση της πρόνοιας του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας περί ιδιωτικής ζωής και προσωπικού καθεστώτος. Η παραπονούμενη, αν και είχε δικαίωμα, δεν έθεσε θέμα για τα σχόλια που συνοδεύουν τη φωτογραφία. Και επί του προκειμένου, η Επιτροπή θεωρεί ότι αποτελεί ατομικό δικαίωμα προσώπων που δεν θεωρούνται δημόσια πρόσωπα, η καθ’ οιονδήποτε τρόπο έκφραση της προσωπικότητάς τους, χωρίς παρέμβαση ή κριτική από τα ΜΜΕ. Η Επιτροπή απέρριψε τον ισχυρισμό των νομικών συμβούλων του περιοδικού ότι δυσκολεύονταν περαιτέρω να υπερασπίσουν τους πελάτες τους επειδή δεν τους υπεδείχθη η φωτογραφία για την οποία διατυπώθηκε το παράπονο. Στην πραγματικότητα η φωτογραφία υπεδείχθη σαφώς με επιστολή, ημερομηνίας 25ης Ιουλίου, 2007.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
9/2007
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
09/09/2007
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο από τη Βοηθό Διευθύντρια της Παιδιατρικής Κλινικής του Νοσοκομείου «Μακάριος ΙΙΙ» κ. Γούλα Στυλιανίδου, για το περιεχόμενο τηλεοπτικής εκπομπής «Με αγάπη» του ΣΙΓΜΑ, που μεταδόθηκε στις 28 Ιουνίου, 2007 και αναφερόταν στο θάνατο πεντάχρονου ασθενούς λόγω κατ’ ισχυρισμόν ιατρικής αμέλειας. Η κ. Στυλιανίδου ανέφερε στο παράπονό της ότι στην εκπομπή μεταδόθηκαν ανακριβείς πληροφορίες και ότι δικάστηκε και καταδικάστηκε από την τηλεόραση, με την προβολή ισχυρισμών, προτού «υπάρξουν τελικά και τεκμηριωμένα αποτελέσματα της νεκροψίας». Η Επιτροπή θεωρεί ότι το θέμα ήταν ιδιαίτερα σοβαρό και δημοσίου ενδιαφέροντος και επομένως τα ΜΜΕ ενημέρωσης είχαν το δικαίωμα συζήτησής του, τηρουμένων των προνοιών του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας. Η Επιτροπή αποφάσισε ότι αν και δεν έγινε οποιαδήποτε ονομαστική αναφορά στην εκπομπή, τα λεχθέντα φωτογράφιζαν τη μοναδική παιδίατρο στην παιδιατρική κλινική του Μακάρειου Νοσοκομείου, για την οποία είχαν γίνει κατά την περίοδο εκείνη εκτενή ρεπορτάζ. Επίσης σημείωσε ότι με τα λεχθέντα από τον πατέρα του παιδιού αμφισβητήθηκαν τα προσόντα της παιδιάτρου, δηλαδή η ειδικότητα και υποειδικότητά της, χωρίς να εκφρασθεί καμιά επιφύλαξη η να καταβληθεί προσπάθεια ελέγχου της ακρίβειας των ισχυρισμών. Η παρουσιάστρια της εκπομπής κ. Ελίτα Μιχαηλίδου πρόβαλε τη θέση ότι ο πατέρας και η μητέρα του παιδιού παρουσίασαν στοιχεία για την κλινική απασχόληση «της συγκεκριμένης γιατρού, στα οποία «δεν αναφερόταν η εξειδίκευση της στην Παιδονευρολογία», τα οποία δεν παρουσιάστηκαν στην εκπομπή. Ωστόσο το γεγονός αυτό αναφέρθηκε στην εκπομπή και αφέθηκε να αιωρείται το ερώτημα για τα προσόντα της παραπονουμένης. Ο Παγκύπριος Ιατρικός Σύλλογος απέστειλε βεβαίωση ότι η παραπονούμενη είναι προσοντούχος παιδίατρος και παιδονευρολόγος. Ο Παγκύπριος Ιατρικός Σύλλογος στον οποίο αποτάθηκε η Επιτροπή για λεπτομέρειες, παρέπεμψε στο Παγκύπριο Ιατρικό Συμβούλιο, το οποίο είναι υπεύθυνο για την εγγραφή και τήρηση μητρώου των εν ενεργεία ιατρών, με την ειδικότητα και υποειδικότητα εκάστου. Το Ιατρικό Συμβούλιο έχει καταγραμμένη στην ιστοσελίδα του Υπουργείου Υγείας την κ. Στυλιανίδου, με αριθμό μητρώου 1578 και με ειδίκευση στην Παιδιατρική και Εξειδίκευση στην Παιδονευρολογία. Η Επιτροπή επεσήμανε ότι στην εκπομπή επιρρίφθηκε από τον πατέρα και τη μητέρα του παιδιού προσωπική ευθύνη στην παιδίατρο για λανθασμένη διάγνωση και για το θάνατο του παιδιού, χωρίς την προηγούμενη ύπαρξη πορίσματος έρευνας από αρμόδιο σώμα. Η Διευθύντρια της Παιδιατρικής Κλινικής του Μακάρειου βεβαίωσε ότι «την ευθύνη για την παρακολούθηση και αντιμετώπιση του παιδιού είχαν όλοι οι Παιδίατροι της Παιδιατρικής Κλινικής» και όχι μόνο η παραπονούμενη. Η Επιτροπή πήρε επίσης βεβαίωση από τον επικεφαλής ομάδας ιατρών στην οποία ανατέθηκε από τον Υπουργό Υγείας να διερευνήσει το θέμα και να υποβάλει πόρισμα, ότι την ευθύνη για την παρακολούθηση του παιδιού είχαν όλοι οι παιδίατροι της Παιδιατρικής Κλινικής του Νοσοκομείου και ότι οι ιατροί «έκαμαν ό,τι έπρεπε να κάμουν και δεν ευθύνονται για το θάνατο του παιδιού». Η κ. Μιχαηλίδου υπέβαλε στην Επιτροπή τη θέση ότι στην εκπομπή είχαν προσκληθεί «εκπρόσωποι όλων των πλευρών» και ότι η διευθύντρια της Παιδιατρικής Κλινικής κ. Ε. Τοφαρίδου, η οποία αποποιήθηκε την πρόσκληση γιατί «είχε υποδείξεις να αρνηθεί». Υπό το φως των ανωτέρω, η Επιτροπή αποφάσισε ότι το γεγονός πως αφέθηκε να αμφισβητηθεί η ειδικότητα και η υποειδικότητα της παραπονουμένης, καθώς και η επίρριψη σ’ αυτήν ευθύνης ως αποκλειστικά υπεύθυνης για την παρακολούθηση του παιδιού, συνιστούν παραβίαση του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας ως προς τη μη μετάδοση ανακριβών ή παραπλανητικών πληροφοριών. Επίσης αποφάσισε ότι η κατηγορία πως ο θάνατος του παιδιού οφείλεται σε ανεπάρκεια ή αμέλεια της παραπονούμενης, χωρίς ο ισχυρισμός να δικαιολογείται από οποιοδήποτε πόρισμα αρμόδιου σώματος, συνιστά παράβαση των προνοιών του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας ως προς το τεκμήριο της αθωότητας και το διασυρμό. Ως προς τη θέση της κ. Μιχαηλίδου ότι στην εκπομπή προσκλήθηκαν εκπρόσωποι όλων των πλευρών και η Διευθύντρια της Παδιατρικής Κλινικής του Νοσοκομείου, η Επιτροπή επαναλαμβάνει προηγούμενες υποδείξεις της ότι το δικαίωμα απάντησης είναι προσωπικό και δεν υποκαθίσταται από την παρουσία ή την πρόσκληση παρουσίας οποιωνδήποτε άλλων. Κατά συνέπεια θεωρεί ότι δεν δόθηκε στην άμεσα ενδιαφερόμενη το δικαίωμα απάντησης, κατά παράβαση της σχετικής πρόνοιας του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
19/2006
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
14/07/2007
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο εναντίον της εφημερίδας «Πολίτης» για δημοσίευμα για ομοφυλοφιλικές σχέσεις Αρχιμανδρίτη της Ιεράς Μητρόπολης Λεμεσού με νεαρό. Εκ μέρους του υποβαλόντος το παράπονο Πρωτοπρεσβύτερου Χρήστου Αναξαγόρα προσήλθαν και παράθεσαν τις θέσεις και απόψεις τους οι κ.κ. Γιώργος Ηλιάδης και Σταύρος Ολύμπιος και εκ μέρους της εφημερίδας ο αρχισυντάκτης κ. Σωτήρης Παρούτης. Τα γεγονότα Από τα έγγραφα που υποβλήθηκαν και την παράθεση των απόψεων των δύο πλευρών, προκύπτουν τα ακόλουθα κοινώς αποδεκτά ή μη αμφισβητηθέντα γεγονότα: Στις 14 Ιουλίου, 2006, ο «Πολίτης» πήρε σε φάκελο από άγνωστο αποστολέα ένα ψηφιακό δίσκο με φωτογραφίες και μια ηχογραφημένη συνομιλία. Αφού οι υπεύθυνοι της εφημερίδας εξέτασαν το περιεχόμενο του δίσκου κάλεσαν τον κ. Γιώργο Ηλιάδη, ως έχοντα στενή επαφή με το Μητροπολίτη Λεμεσού και του έθεσαν υπόψη το περιεχόμενο. Ο κ. Ηλιάδης αναγνώρισε στις φωτογραφίες συγκεκριμένο Αρχιμανδρίτη. Ο Αρχιμανδρίτης, λόγω αρχαιότητας, είναι ο δεύτερος τη τάξη στην Ιερά Μητρόπολη Λεμεσού, προϊστάμενος της Φιλοπτώχου και υπεύθυνος των παιδικών κατασκηνώσεων της Μητρόπολης και εξομολογητής. Οι αποδιδόμενες στον Αρχιμανδρίτη ομοφυλοφιλικές σχέσεις συνιστούν λόγο καθαίρεσης. Η εφημερίδα «Πολίτης» δημοσίευσε στις 20 Ιουλίου είδηση περί ύπαρξης πορνογραφικού υλικού που ενοχοποιούσε κληρικό, στις 21 Ιουλίου είδηση περί αμφισβήτησης της γνησιότητας των φωτογραφιών από τη Μητρόπολη Λεμεσού και περί συζήτησης του θέματος μεταξύ του Τοποτηρητή του Αρχιεπισκοπικού Θρόνου και του Μητροπολίτη Λεμεσού, στις 22 Ιουλίου είδηση περί διεξαγωγής αστυνομικής έρευνας για το θέμα και στις 23 Ιουλίου, 2006, είδηση υπό τον τίτλο «Ροζ σκάνδαλο στη Μητρόπολη Λεμεσού», συνοδευόμενο από δύο φωτογραφίες ενός ιερωμένου, κατονομάζοντας τον φερόμενο ως εμπλεκόμενο Αρχιμανδρίτη. Οι θέσεις των δύο πλευρών Στην κατάθεσή του ενώπιον υποεπιτροπής της Επιτροπής Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, ο κ. Ηλιάδης αμφισβήτησε τη γνησιότητα των φωτογραφιών και ανέφερε ότι η ηχογραφημένη συνομιλία ήταν προϊόν μοντάζ. Οι κ.κ. Ηλιάδης και Σταύρος Ολύμπιος χαρακτήρισαν το δημοσίευμα βάναυσο και δήλωσαν ότι οδηγεί σε δολοφονία χαρακτήρος, ότι ήταν γραμμένο κατά τρόπο που παραβιάζει τη δεοντολογία και το δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής και ότι ο χρόνος της δημοσίευσης υποκρύπτει σκοπιμότητες, εν όψει της προεκλογικής εκστρατείας για τις Αρχιεπισκοπικές εκλογές, με στόχο να πληγεί ο Μητροπολίτης Λεμεσού. Ο κ. Παρούτης ανέφερε ότι οι υπεύθυνοι της εφημερίδας αποφάσισαν να προβούν στη δημοσίευση αφού έλαβαν επιστημονική γνωμάτευση για τη γνησιότητα των φωτογραφιών και του ηχητικού, και πείσθηκαν για την ακρίβεια των πληροφοριών και του περιεχομένου ένορκης κατάθεσης του εμπλεκόμενου νεαρού. Είπε ότι η εφημερίδα θα ανέμενε το αποτέλεσμα της διερεύνησης του θέματος από το Μητροπολίτη Λεμεσού και αποφάσισε να προχωρήσει στη δημοσίευση ύστερα από ανακοίνωση του Μητροπολίτη ότι είχε καταγγελθεί υπόθεση σκευωρίας στην Αστυνομία, παρά το γεγονός ότι με τον κ. Ηλιάδη είχε συμφωνηθεί από κοινού διερεύνησης της γνησιότητας των φωτογραφιών. Ο κ. Παρούτης ανέφερε ότι η εφημερίδα αποφάσισε να προβεί στη δημοσίευση των πληροφοριών της, επειδή έκρινε ότι ο Αρχιμανδρίτης, λόγω της θέσης και των αρμοδιοτήτων του, είναι δημόσιο πρόσωπο και η ιδιωτική του ζωή ή δραστηριότητες σε σχέση με τη θέση και τις αρμοδιότητές του, ήταν δημοσίου ενδιαφέροντος. Επίσης ανέφερε ότι η εφημερίδα δεν θεώρησε αναγκαίο να θέσει το θέμα στον ίδιο τον άμεσα ενδιαφερόμενο, επειδή έκρινε ότι ήταν αρκετή η ενημέρωση, με σκοπό διερεύνησης της υπόθεσης, του Μητροπολίτη Λεμεσού, ως πνευματικού πατέρα και προϊσταμένου του Αρχιμανδρίτη. ΑΠΟΦΑΣΗ Η Επιτροπή, αφού εξέτασε το περιεχόμενο του δημοσιεύματος, όλο το υλικό που τέθηκε στη διάθεσή της και τις θέσεις που παρέθεσαν προφορικά οι δύο πλευρές, αποφάσισε ότι ο φερόμενος ως εμπλεκόμενος στην υπόθεση Αρχιμανδρίτης, λόγω της θέσης που κατέχει, ως δεύτερος της τάξη στη Μητρόπολη Λεμεσού, και των αρμοδιοτήτων του, ως προϊσταμένου της Φιλοπτώχου της Μητρόπολης, υπεύθυνου των παιδικών κατασκηνώσεων και εξομολογητή, είναι δημόσιο πρόσωπο και η ιδιωτική του ζωή σχετίζεται άμεσα με τη θέση και τις αρμοδιότητές του και επομένως η εφημερίδα είχε το δικαίωμα να ασχοληθεί με αυτή, λαμβάνοντας όμως υπόψη το γράμμα και το πνεύμα των υπολοίπων προνοιών του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας. Η Επιτροπή αποφάσισε ότι οι λεπτομέρειες που παρατέθηκαν, ο τρόπος παρουσίασης του θέματος και το ύφος του δημοσιεύματος καθώς και η δημοσίευση των φωτογραφιών που συνόδευαν την είδηση, παραβιάζουν τα ανθρώπινα δικαιώματά του Αρχιμανδρίτη και πρόνοιες του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας. Η Επιτροπή αποφάσισε ότι το περιεχόμενο της είδησης συνιστά παραβίαση των προνοιών του Κώδικα περί σεβασμού του τεκμηρίου της αθωότητας και αποφυγής διασυρμού ή διαπόμπευσης. Περαιτέρω, η Επιτροπή αποφάσισε ότι παραβιάστηκαν οι πρόνοιες περί μη λήψης φωτογραφιών με δόλιο τρόπο. Επί του προκειμένου, η Επιτροπή έκρινε ότι για τους σκοπούς της εξέτασης του παραπόνου δεν ήταν αναγκαίο να αποφανθεί περί της γνησιότητας ή όχι των φωτογραφιών. Η Επιτροπή αποφάσισε ότι, παρά το γεγονός πως ενημερώθηκε δι’ αντιπροσώπου ο Μητροπολίτης Λεμεσού, το θέμα θα έπρεπε να τεθεί υπόψη του ίδιου του Αρχιμανδρίτη για να παραθέσει τις απόψεις του, σύμφωνα με την πρόνοια του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας περί παροχής του δικαιώματος απαντήσεως στους άμεσα επηρεαζομένους στην κατάλληλη περίπτωση. Η Επιτροπή θεωρεί ελαφρυντικό στοιχείο το γεγονός ότι οι καθ’ ων το παράπονο προέβησαν σε σειρά ενεργειών για να εξακριβώσουν το αληθές των ισχυρισμών, το οποίο όμως δεν αίρει τις προαναφερθείσες παραβιάσεις.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
7/2007
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
28/06/2007
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΟΧΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο ότι ρεπορτάζ που μεταδόθηκαν από τους τηλεοπτικούς σταθμούς ΑΝΤ1 και ΡΙΚ για το λιθοβολισμό νεαρής Ιρακινής στις 18/5/2007, επειδή διατηρούσε σχέσεις με νεαρό άλλης θρησκευτικής αίρεσης, περιείχαν σκηνές βίας, που θα ήταν δυνατό να προκαλέσουν φρίκη ή αποτροπιασμό. Η Επιτροπή, αφού είδε τα ρεπορτάζ, διαπίστωσε ότι, παρά το βίαιο χαρακτήρα του γεγονότος στα οποία αναφέρονταν, δεν περιείχαν σκηνές που θα μπορούσαν να προκαλέσουν φρίκη ή αποτροπιασμό και δεν έρινε ότι επιβαλλόταν να ζητηθούν οι απόψεις των δύο τηλεπιτκών σταθμών. Ως εκ τούτου η επιτροπή αποφάσισε ότι το παράπονο δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτό.
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
8/2007
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
24/05/2007
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΟΧΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο ότι τα ΜΜΕ ενημέρωσης, στις ειδήσεις τους για ένοπλη ληστεία σε τράπεζα και φόνο στη Λάρνακα (Μάιος, 2007) παραβίασαν το τεκμήριο αθωότητας του συλληφθέντος ως υπόπτου. Η Επιτροπή έχει ασχοληθεί επανειλημμένα με το θέμα της μεταχείρισης υπόπτων από τα ΜΜΕ και εκδώσει αποφάσεις και κατευθυντήριες αρχές. Εν προκειμένω, υπενθυμίζει ανακοίνωσή της, ημερομηνίας 29ης Ιουλίου, 2004, προς τα ΜΜΕ, στην οποία εξέφρασε ανησυχία για "τον τρόπο μεταχείρισης υπόπτων και ιδιαίτερα το γεγονός ότι παραβιάζεται κατάφωρα το τεκμήριο της αθωότητας και διασύρονται ή διαπομπεύονται άτομα, των οποίων η ενοχή δεν έχει αποδειχθεί σε αρμόδιο δικαστήριο" και αποδοκίμασε το γεγονός ότι "έντυπα και ηλεκτρονικά ΜΜΕ δημοσίευσαν ή μετέδωσαν ρεπορτάζ τα οποία τείνουν να δημιουργήσουν στη συνείδηση του κοινού συμπεράσματα περί ενοχής των υπόπτων". Η Επιτροπή επισημαίνει ότι η προστασία του τεκμηρίου της αθωότητας των υπόπτων με βάση, τόσο τον Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας όσο και τη νομοθεσία, είναι απόλυτη και ότι είναι ανεπίτρεπτη η δημοσίευση ή μετάδοση ισχυρισμών που δεν έχουν υποβληθεί στη βάσανο της δικαστικής εξέτασης, κατά τρόπο που να φαίνονται ως αδιαμφισβήτητα γεγονότα, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται εντυπώσεις περί ενοχής των υπόπτων. Οσον αφορά την περίπτωση στην οποία αναφέρεται το παράπονο, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι τα ηλεκτρονικά ΜΜΕ μετάδωσαν ζωντανά δηλώσεις του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης και άλλα ΜΜΕ τις αναπαρήγαγαν. Η Επιτροπή αποδοκίμασε τις δηλώσεις, που έτειναν να δημιουργήσουν εντυπώσεις και να προκαθορίσουν τη συμπεριφορά των ΜΜΕ, αλλά σημείωσε ότι με βάση τον Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, δηλώσεις επισήμων εκφεύγουν της αρμοδιότητας της. Για το λόγο αυτό και λαμβάνοντας υπόψη όλα τα δεδομένα και ιδιαίτερα το γεγονός ότι το παράπονο δεν αφορούσε σε συγκεκριμένα ΜΜΕ, αλλά γενικά όλα τα ΜΜΕ, αποφάσισε ότι υπό τις περιστάσεις δεν θα ήταν δυνατό να τεκμηριωθεί παραβίαση προνοιών του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας. Ωστόσο, η Επιτροπή τονίζει ότι η παραβίαση του τεκμηρίου της αθωότητας υπόπτων από άλλα άτομα, και δη επισήμους, δεν απαλλάσσει τα ΜΜΕ και τους λειτουργούς τους, της υποχρέωσής τους να τηρούν πλήρως τις πρόνοιες του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
29/2006
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
24/05/2007
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε άρθρο της κ. Ανδρούλας Γκιούρωφ στην έκδοση της «Χαραυγής», ημερομηνίας 6 Δεκεμβρίου, 2006, σε σχέση με επικριτικά δημοσιεύματα των εφημερίδων «Πολίτης» και «Αλήθεια» για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και τον Πρόεδρο της Βουλής, στο οποίο έθετε το ερώτημα που βρίσκονταν «οι προασπιστές των θεσμών», με απαξιωτική αναφορά στην Ενωση Συντακτών Κύπρου και στην Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας. Ως προς την Επιτροπή, το άρθρο έθετε τα ερωτήματα: «…Και εκείνη η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας δεν χαμπαριάζει από αυτές τις αήθειες; «Ή μήπως φτιάχνονται επιτροπές και επιτρόποι για να διορίζονται μέλη άσχετοι με το αντικείμενο στο οποίο θεωρούνται ως καθ’ ύλην αρμόδιοι να επιλαμβάνονται τέτοιων απαράδεκτων συμπεριφορών;» Η Επιτροπή, με επιστολές της στις 22 Ιανουαρίου, 2007 και 20 Φεβρουαρίου, 2007, ζήτησε από την κ. Γκιούρωφ να αναφέρει συγκεκριμένα δημοσιεύματα, τα οποία θεωρούσε επιλήψιμα, προκειμένου να εξετασθεί συγκεκριμένο παράπονο. Ο Γραμματέας της Επιτροπής, σε προσωπική συνομιλία με την κ. Γκιούρωφ της ανέφερε ότι η Επιτροπή ενεργεί στο πλαίσιο που έθεσαν οι συστατικοί φορείς, το οποίο καθορίζει, μεταξύ άλλων, ότι εξετάζει υποθέσεις μόνο ύστερα από γραπτό παράπονο και ότι επιλαμβάνεται αυτεπαγγέλτως θεμάτων μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Η κ. Γκιούρωφ απάντησε με επιστολή της στις 25 Απριλίου, 2007, στην οποία ανέφερε ότι δεν ήθελε να προσβάλει «κανένα από τα μέλη της Επιτροπής Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, αλλά να ταρακουνήσω μιας, κατά την προσωπική μου άποψη, απάθειας από πλευράς θεσμοθετημένων οργάνων, όπως είναι η Ενωση Συντακτών και η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας όταν κρατικοί αξιωματούχοι και συγκεκριμένα ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και ο Πρόεδρος της Βουλής ήταν στόχος μιας ανηλεούς και απαράδεκτης επίθεσης από μερίδα των ΜΜΕ εντύπων και ηλεκτρονικών”. Η κ. Γκιούρωφ δεν ανταποκρίθηκε στην παράκληση να παραθέσει συγκεκριμένα δημοσιεύματα, τα οποία θεωρούσε επιλήψιμα και έθεσε το ερώτημα γιατί, ενώ της αναφέρθηκε ότι «η Επιτροπή δεν αναλαμβάνει αυτεπάγγελτα να ερευνήσει τέτοιου είδους θέματα», «αυτεπάγγελτα έκρινε επιβεβλημένο να ασχοληθεί μόνο με το επίμαχο άρθρο μου». Η Επιτροπή επιλήφθηκε στο παρελθόν παραπόνων κρατικών αξιωματούχων ή αυτεπάγγελτα περιπτώσεων δημοσιευμάτων που αφορούσαν άμεσα στο πρόσωπο κρατικών αξιωματούχων, αλλά έκρινε ότι οι περιπτώσεις στις οποίες αναφερόταν η κ. Γκιούρωφ δεν εμπίπτουν στο πλαίσιο της αυτεπάγγελτης εξέτασης. Οσον αφορά την αυτεπάγγελτη εξέταση του περιεχομένου του άρθρου της κ. Γκιούρωφ, η Επιτροπή έκρινε ότι όφειλε να ασχοληθεί με αυτό, γιατί συνιστούσε ασέβεια προς το θεσμό της αυτορρύθμισης που καθιέρωσαν οι φορείς, περιείχε προσβλητικούς χαρακτηρισμούς και συνιστούσε παραβίαση της πρόνοιας του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας περί υποχρεώσεως των ΜΜΕ να συνεργάζονται με την Επιτροπή.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
25/2006
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
08/03/2007
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΟΧΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο του βουλευτή Αμμοχώστου κ. Νίκου Κουτσού για δημοσιεύματα της "Αλήθειας" με την υπογραφή του δημοσιογράφου Μιχάλη Θεοδώρου σχετικά με το θέμα των κονδυλίων της UNOPS και συνομιλία που είχε ο παραπονούμενος με το δημοσιογράφο. ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΚΑΙ ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ Ο κ. Κουτσού παραπονέθηκε ότι ο κ. Θεοδώρου σε ενυπόγραφο ρεπορτάζ του στις 10/10/06 στην "Αλήθεια" δεν είπε την αλήθεια σχετικά με τηλεφωνική συνομιλία που είχαν στις 8-9/10/06, κατά την οποία ο δημοσιογράφος ζήτησε δηλώσεις τις οποίες θα χρησιμοποιούσε στο πλαίσιο ετοιμασίας ρεπορτάζ για τα κονδύλια της UNOPS, θέμα που ήταν στην επικαιρότητα και συζητήθηκε την προηγούμενη εβδομάδα στην Βουλή. Το θέμα είχε εγγράψει στη Βουλή ο κ. Κουτσού. Στην τηλεφωνική συνομιλία, ο κ. Κουτσού, που ήταν στο Manchester, αρνήθηκε να κάμει προφορικές δηλώσεις μέσω τηλεφώνου και εισηγήθηκε να του δοθούν γραπτές ερωτήσεις για να δώσει γραπτές απαντήσεις. Ζήτησε επίσης να μη γραφτεί οτιδήποτε ως δική του δήλωση. Ο δημοσιογράφος δεν έδωσε γραπτές ερωτήσεις. Ο κ. Θεοδώρου δημοσίευσε ρεπορτάζ για τις χρηματοδοτήσεις UNOPS με βάση τις συζητήσεις στη Βουλή, που περιλάμβαναν και καταθέσεις προσώπων και Μη Κυβερνητικών Οργανισμών (ΜΚΟ), για τους οποίους υπήρχαν ισχυρισμοί ότι πήραν χρηματοδοτήσεις. Οι ΜΚΟ διέψευσαν τους ισχυρισμούς του κ. Κουτσού για τις χρηματοδοτήσεις. Ο κ. Θεοδώρου δημοσίευσε το ρεπορτάζ του με τίτλο "ΔΙΑΨΕΥΔΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΚΟΥΤΣΟΥ και ανανεώνοντας τον Μακάρθι". Στο τέλος του ρεπορτάζ, ο κ. Θεοδώρου έκανε αναφορά στην τηλεφωνική συνομιλία του με τον κ. Κουτσού ως εξής: "Σε τηλεφωνική συνομιλία με την "Αλήθεια", ο ίδιος Βουλευτής αρνήθηκε να κάνει οποιαδήποτε δήλωση, αναφέροντας μόνο ότι "όσοι έχουν στοιχεία, θα έρθουν να τα καταθέσουν στην Βουλή"". Το μέρος αυτό του ρεπορτάζ αποτελεί το υπόβαθρο του παραπόνου. Τόσο ο αρχισυντάκτης της εφημερίδας κ. Πάμπος Χαραλάμπους, όσο και ο δημοσιογράφος κ. Μιχάλης Θεοδώρου, παρά τις επανειλημμένες υπομνήσεις της Γραμματείας, αρνήθηκαν να παραθέσουν τις θέσεις τους και ανέφεραν ότι δεν ήθελαν να ασχοληθούν με το παράπονο, γεγονός το οποίο η Επιτροπή αποδοκίμασεε ως άρνηση συνεργασίας, όπως προβλέπεται στον Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας. ΑΠΟΦΑΣΗ Η Επιτροπή, αφού εξέτασε το παράπονο του κ. Κουτσού, όπως διατυπώθηκε σε πεντασέλιδη επιστολή του, αποφάσισε ότι ήταν δικαίωμα του δημοσιογράφου να δημοσιεύσει πληροφορίες σχετικά με ένα θέμα που βρισκόταν στην επικαιρότητα και βρισκόταν υπό συζήτηση στη Βουλή, με πρωτοβουλία του κ. Κουτσού. Επίσης θεώρησε ότι ήταν δικαίωμά του και συμβατό με τις πρόνοιες του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας να κάμει αναφορά στο γεγονός ότι ο κ. Κουτσού αρνήθηκε να προβεί σε προφορικές δηλώσεις και στη δήλωσή του ότι "όσοι έχουν στοιχεία, θα έρθουν να τα καταθέσουν στην Βουλή"". Κατά συνέπεια δεν διαπιστώθηκε παραβίαση οποιασδήποτε πρόνοιας του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας. Οσον αφορά στη μορφή, τον τόνο και τη φρασεολογία του ρεπορτάζ, διαπιστώθηκε ότι χρησιμοποιήθηκαν δόκιμοι όροι της πολιτικής συζήτησης και δημοσιογραφίας για άσκηση κριτικής για πολιτικό πρόσωπο και τις πολιτικές του δραστηριότητες και δεν περιλαμβάνονταν προσωπικές επιθέσεις ή ανακρίβειες. Εκφράζονταν διαφορετικές απόψεις, ερμηνείες και διατυπώνονταν αρνητικοί σχολιασμοί, γεγονός που είναι θεμιτό και κατοχυρωμένο από το δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης. Η μορφή, ο τόνος και η φρασεολογία ήταν δικαιωματική επιλογή του δημοσιογράφου και δεν αποτελεί αφ΄ εαυτής παραβίαση οποιασδήποτε πρόνοιας του Κώδικα. Περαιτέρω η Επιτροπή διαπίστωσε πως το γεγονός ότι η "Αλήθεια" και ο κ. Θεοδώρου είχαν ασχοληθεί και σε άλλα δημοσιεύματά με το θέμα της UNOPS (22/10/07, 24/10/07, 25/10/07), γεγονός για το οποίο ο κ. Κουτσού παραπονέθηκε ότι "πρόκειται για ένα στημένο θέατρο όχι εναντίον των ιδεών μου, αλλά εναντίον της προσωπικότητας μου που άλλοι ενσυνείδητα και άλλοι ασυνείδητα πήραν μέρος" και δεδομένου ότι τα δημοσιεύματα δεν περιείχαν προσωπικές επιθέσεις, προσβολή η ανακρίβειες, αλλά κριτική για τις πολιτικές δραστηριότητες ενός πολιτικού και βουλευτή, δεν παραβιάζει οποιεσδήποτε πρόνοιες του Κώδικα. Η Επιτροπή επισημαίνει, εν προκειμένω, ότι με βάση το δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης, σε ένα πολιτικό ρεπορτάζ το εύρος, η διακύμανση θέσεων, σχολιασμού και ερμηνειών γεγονότων και στοιχείων είναι ευρύτατο και μπορεί να είναι αντιπαραθετικού (αν όχι και συγκρουσιακού) χαρακτήρα. Αυτή είναι αρετή της δημοκρατίας και ιερό προνόμιο της ελεύθερης πολιτικής έκφρασης και ανάλυσης. Οι πολιτικοί και οι δραστηριότητες τους υπόκεινται στον έλεγχο, τον έπαινο, την κριτική και υποστήριξη μέσα από εκφράσεις συμπάθειας και αντιπάθειας. Οι δημοσιογράφοι και τα ΜΜΕ είναι βασικοί δρώντες και μέσα αυτής της ελεύθερης έκφρασης για δημόσια θέματα, δημόσια πρόσωπα και δημόσιες δραστηριότητες. Δεν μπορεί οι δημοσιογράφοι και τα ΜΜΕ να λειτουργούν υπό καθεστώς πολιτικής φοβίας, κατά πόσο τα πολιτικά τους ρεπορτάζ δεν αρέσουν σε κάποιους πολιτικούς, υπό την προϋπόθεση του σεβασμού του "ιδιωτικού προσώπου" του πολιτικού. Η Επιτροπή δεν έκρινε σκόπιμο να εξετάσει παράπονο του κ. Θεοδώρου εναντίον του κ. Κουτσού για φραστική επίθεση, που διατυπώνεται σε επιστολή του προς τον Πρόεδρο της Ενωσης Συντακτών Κύπρου, η οποία κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή και αποτέλεσε μέρος των εγγράφων που λήφθηκαν υπόψη και συνεκτιμήθηκαν κατά την εξέταση της υπόθεσης, δεδομένου ότι ο κ. Θεοδώρου δεν υπέβαλε το παράπονό του προς την Επιτροπή και δεν θέλησε να παραθέσει τις απόψεις του, όπως του ζητήθηκε.
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
4/2007
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
08/02/2007
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
Διευθετηθέν
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας ασχολήθηκε με δημοσίευμα στο περιοδικό TV-Μανία, που αναφερόταν σε κατάθεση του Προέδρου του Δ.Σ. της Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου στην Επιτροπή Εσωτερικών της Βουλής και ειδικότερα με αναφορά στο γεγονός ότι η Επιτροπή δεν ζήτησε από την ΑΡΤΚ να εξετάσει παράπονα εναντίον ραδιοτηλεοπτικών σταθμών. Η Επιτροπή απηύθυνε προς τον αρχισυντάκτη του περιοδικού την πιο κάτω επιστολή, που δημοσιεύθηκε σε επόμενη έκδοσή του, στην οποία παρατίθενται οι θέσεις της Επιτροπής επί του θέματος: "Κύριε, Αναφορικά με σχόλιό σας που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό TV-Μανία, Τεύχος 693 (3-9 Μαρτίου, 2007), σχετικά με μη «καταγγελία» παραπόνων εναντίον τηλεοπτικών σταθμών από την Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας προς την ΑΡΤΚ, και αντιπαρερχόμενοι την αναφορά σας στα δεκάχρονα της Επιτροπής, θα θέλαμε να παρατηρήσουμε τα ακόλουθα και σας καλούμε να τα δημοσιεύσετε καθηκόντως. Οι φορείς των δημοσιογράφων, των εκδοτών και όλων των ραδιοτηλεοπτικών σταθμών που καθίδρυσαν την επιτροπή επέλεξαν όπως παραβιάσεις του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξετάζονται με βάση την αυτορρύθμιση και σαφώς απέκλεισαν την επιβολή οιασδήποτε ποινής ή επιδίκαση αποζημιώσεων. Η αρχή αυτή ισχύει σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Το άρθρο 41Α του Νόμου περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών (Αριθμός 7 (Ι) του 1998) καθορίζει ότι η Αρχή Ραδιοτηλεόρασης επιβάλλει διοικητικές κυρώσεις (πρόστιμο το οποίο είναι εισπρακτέο με καταναγκαστικά μέτρα) για παραβίαση των Κανονισμών, μεταξύ των οποίων και «του κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας όπως αυτός καθορίζεται σε Κανονισμούς έπειτα από σχετική αίτηση της Επιτροπής Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας». Επομένως, ουδένα θα πρέπει να εκπλήττει το γεγονός ότι η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας δεν υπέβαλε ποτέ αίτημα για επιβολή ποινής από την Αρχή Ραδιοτηλεόρασης. Εξ άλλου, από την πρόνοια του νόμου προκύπτει ότι η υποβολή αίτησης είναι δυνητική και όχι υποχρεωτική. Επίσης, πρέπει να σημειωθεί ότι η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας προϋπήρξε της Αρχής Ραδιοτηλεόρασης, η οποία εφαρμόζει σχεδόν ταυτόσημο Κώδικα Δεοντολογίας με εκείνο της Επιτροπής. Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, με βάση τις πρόνοιες του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας έχει εξετάσει σειρά παραπόνων εναντίον τηλεοπτικών σταθμών και εξέδωσε αποφάσεις με βάση την πιο πάνω φιλοσοφία και προσέγγισή του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας. Η Επιτροπή πιστεύει ότι η επιβολή ποινών είναι δυνατό να παραβιάσει το δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης, η οποία όχι μόνο προστατεύεται από τις Διεθνείς Συμβάσεις, που θεωρούνται νόμοι αυξημένης ισχύος, αλλά και να οδηγήσει στη φίμωση των ΜΜΕ ενημέρωσης. Παράπονα εναντίον του περιοδικού σας και των εκδοτών σας ορθώς εξετάστηκαν με βάση την αυτορρύθμιση και ορθώς δεν παραπέμφθηκαν για επιβολή διοικητικών κυρώσεων, πράγμα για το οποίο είμαστε βέβαιοι ότι θα συμφωνείτε".
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
28/2006
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
08/02/2007
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΟΧΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο από το Διευθυντή της Υπηρεσίας Ασύλου του Υπουργείου Εσωτερικών ότι δημοσίευμα της «Αλήθειας» ημερομηνίας 26/11/2006 αποκάλυπτε προσωπικά δεδομένα των μελών οικογένειας Περσών αιτητών πολιτικού ασύλου, τα οποία περιλάμβαναν τα ονόματά τους και φωτογραφίες τους. Ο συντάκτης του σχετικού δημοσιεύματος, που αναφερόταν στο αίτημα της συζύγου και των δύο κοριτσιών Πέρση αιτητή ασύλου που εκρατείτο για τρεις μήνες προκειμένου να απελαθεί, να αφεθεί ελεύθερος, απάντησε ότι τα στοιχεία που ανέφερε είχαν δοθεί οικιοθελώς από τα μέλη της οικογένειας. Η Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι τα στοιχεία δόθηκαν από τα άτομα στα οποία αφορούσε το δημοσίευμα, γεγονός το οποίο δεν αμφισβητήθηκε, αποφάσισε ότι δεν υπήρχε παραβίαση της πρόνοιας του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας για σεβασμό της ιδιωτικής ζωής και μη αποκάλυψη προσωπικών στοιχείων. Ως προς το παράπονο του Διευθυντή Υπηρεσίας Ασύλου ότι αιτητές πολιτικού ασύλου δημοσιεύουν πληρωμένες διαφημίσεις προκειμένου να επικαλεσθούν αποκάλυψη της ταυτότητάς τους και να ασκήσουν πίεση για την εξασφάλιση πολιτικού ασύλου, η Επιτροπή αποφάσισε ότι το θέμα δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητά της.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
3/2007
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
08/02/2007
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΟΧΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο ότι ρεπορτάζ του τηλεοπτικού σταθμού ΣΙΓΜΑ που αναφερόταν σε αθωωθέντα κατηγορούμενο για διαφθορά ανηλίκου κάτω των 13 ετών παραβίαζε το τεκμήριο αθωότητας του αθωωθέντος και τον διέσυρε. Το παράπονο υποβλήθηκε από τους δικηγόρους του αθωωθέντος, οι οποίοι υποστήριξαν ότι το ρεπορτάζ αναφερόταν σε σεξουαλική κακοποίηση ανήλικης από τον πατέρα της, που άρχισε από τα 7της χρόνια, η οποία σήμερα είναι 19 ετών. Επί πλέον αναφερόταν στην αθώωση του πατέρα ύστερα από δικαστική διαδικασία πέντε χρόνων και περιλάμβανε δήλωση της μητέρας του κοριτσιού, που μεταξύ άλλων απευθυνόταν σε άλλους γονείς να είναι προσεκτικοί. Σύμφωνα με το παράπονο, στο ρεπορτάζ αφηνόταν να εννοηθεί ότι ο πατέρας είναι ένοχος για το αδίκημα για το οποίο είχε αθωωθεί και ότι με αυτό τον τρόπο διασυρόταν η υπόληψη του ιδίου και της οικογένειάς του. Στο παράπονο γινόταν αποδεκτό ότι δεν είχε γίνει αναφορά σε ονόματα, αλλά επειδή η υπόθεση ήταν γνωστή στην επαρχία που αναφερόταν στα γεγονότα της δικαστικής υπόθεσης, τα στοιχεία που περιείχε το ρεπορτάζ οδηγούσαν στην αποκάλυψη της ταυτότητας του αθωωθέντος και ότι στην πραγματικότητα οι δικηγόροι είχαν ειδοποιηθεί από άλλα άτομα που είχαν ακούσει προαγγελία της είδησης από το ΣΙΓΜΑ. Οι δικηγόροι του ΣΙΓΜΑ υποστήριξαν ότι στο ρεπορτάζ δεν αναφέρονταν οποιαδήποτε στοιχεία που να οδηγούν στην αποκάλυψη της ταυτότητας οποιουδήποτε ατόμου. Επί πλέον, ανέφεραν ότι το ρεπορτάζ συνιστούσε παρουσίαση είδησης στην εφημερίδα "Σημερινή", στην οποία επίσης δεν περιέχονταν στοιχεία που να αποκαλύπτουν την ταυτότητα οποιουδήποτε. Η θέση των δικηγόρων του ΣΙΓΜΑ ήταν ότι μόνο οι άμεσα εμπλεκόμενοι στην υπόθεση θα ήταν δυνατό να οδηγηθούν από το ρεπορτάζ σε συμπεράσματα για την ταυτότητα των ατόμων στα οποία αναφερόταν το ρεπορτάζ. Η Επιτροπή, αφού μελέτησε τις θέσεις των δύο πλευρών και είδε το ρεπορτάζ από μαγνητοσκόπηση, διαπίστωσε ότι από τα αναφερόμενα στοιχεία δεν ήταν δυνατό να οδηγηθεί κάποιος στην ταυτότητα οποιουδήποτε από τα άτομα στα οποία γινόταν αναφορά. Επί πλέον, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι το ΣΙΓΜΑ είχε μεριμνήσει ώστε η ταυτότητα της γυναίκας που παρουσιαζόταν ως μητέρα του κοριτσιού να αποκρυβεί αποτελεσματικά. Ως εκ τούτου η Επιτροπή αποφάσισε ότι το παράπονο δεν ευσταθεί.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
2/2007
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
18/01/2007
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, με βάση την πρόνοια του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας για αυτεπάγγελτη εξέταση σοβαρών υποθέσεων, επιλήφθηκε του θέματος της μετάδοσης τηλεοπτικού ρεπορτάζ από το ΡΙΚ για «γυναίκα αστυνομικό» που φέρεται να βιντεογραφήθηκε σε προσωπικές στιγμές. ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ: Στις 9 Ιανουαρίου, 2007, η τηλεόραση του ΡΙΚ μετέδωσε στο κεντρικό τηλεοπτικό δελτίο ειδήσεων ρεπορτάζ με εικόνες, οι οποίες φέρονται να παρουσίαζαν «αστυνομικίνα να επιδίδεται σε σεξουαλικές πράξεις». Ο ρεπόρτερ παρέθεσε στοιχεία για την περιοχή στην οποία υπηρετεί η γυναίκα αστυνομικός και ανέφερε ότι η ηγεσία της Αστυνομίας «μελετά τη λήψη μέτρων» εναντίον της. Στο ίδιο ρεπορτάζ μεταδόθηκαν δηλώσεις της Επιτρόπου Προσωπικών Δεδομένων Γιούλας Φράγκου, που ανέφερε ότι η μετάδοση εικόνων που λήφθηκαν σε ιδιωτικές στιγμές συνιστά παραβίαση της νομοθεσίας. Ο Αρχηγός της Αστυνομίας Χαράλαμπος Κουλέντης παρενέβη τηλεφωνικώς και αποδοκίμασε τη μετάδοση του ρεπορτάζ και των εικόνων, ως «κατάντια» του κρατικού καναλιού, καθώς και το γεγονός ότι αναφέρθηκαν στοιχεία για την ταυτότητα της γυναίκας και διέψευσε κατηγορηματικά ότι μελετάται η λήψη μέτρων εναντίον της. Η παρουσιάστρια του δελτίου ειδήσεων επέμενε ότι στο ρεπορτάζ δεν είχε αναφερθεί ότι μελετάται η λήψη μέτρων. Επίσης παρενέβη ο Διευθυντής του Τμήματος Ειδήσεων Γιάννης Καρεκλάς, ο οποίος υποστήριξε ότι στόχος του ρεπορτάζ ήταν να εκτεθεί ο δράστης που κυκλοφόρησε το βίντεο. Ο κ. Κουλέντης παρατήρησε ότι, αντίθετα, με το ρεπορτάζ θυματοποιήθηκε η γυναίκα και δινόταν η εντύπωση ότι εζητείτο η τιμωρία της και εξέφρασε απορία για ποιο λόγο να τιμωρηθεί. Στις 10 Ιανουαρίου, 2007, το θέμα αποτέλεσε αντικείμενο εκτεταμένης συζήτησης στην εκπομπή Από Μέρα σε Μέρα, στην οποία πήραν μέρος ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης Σοφοκλής Σοφοκλέους, η Επίτροπος Προσωπικών Δεδομένων Γιούλα Φράγκου και ο Διευθυντής του Τμήματος ειδήσεων του ΡΙΚ Γιάννης Καρεκλάς. Ο κ. Σοφοκλέους είπε ότι δεν ανέμενε ότι το ΡΙΚ θα μετέδιδε τέτοιο ρεπορτάζ και υπέδειξε ότι διασύρθηκε μια αστυνομικός. Η κ. Φράγκου παρατήρησε ότι υπάρχει θέμα παράβαση της νομοθεσίας για τα προσωπικά δεδομένα και υπέδειξε ότι είναι διαφορετικό το να γίνει βιντεογράφηση με τη συγκατάθεση κάποιου και άλλο το να μεταδοθεί χωρίς τη συγκατάθεση του. Ο κ. Καρεκλάς υποστήριξε και πάλι ότι σκοπός του ρεπορτάζ ήταν να εκτεθεί ο δράστης που κυκλοφόρησε το βίντεο και απολογήθηκε αν υπήρξαν ατυχείς αναφορές στο ρεπορτάζ και για οποιαδήποτε αναστάτωση είχε προκληθεί, έστω και αν λήφθηκε πρόνοια να καλυφθεί η ταυτότητα της γυναίκας. ΑΠΟΦΑΣΗ Η Επιτροπή ζήτησε τις απόψεις του ΡΙΚ, αλλά δεν έχουν δοθεί, ως όφειλε, με βάση τον Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας και είδε από μαγνητοσκόπηση το επίμαχο ρεπορτάζ και τις συζητήσεις γύρω από το θέμα και έλαβε υπόψη τις θέσεις που ανέπτυξε ο Διευθυντής του Τμήματος Ειδήσεων Γιάννης Καρεκλάς από τηλεοράσεως. Η Επιτροπή σημείωσε την απολογία του κ. Καρεκλά, που εξέφρασε θλίψη για λέξεις και ατυχείς αναφορές στο ρεπορτάζ και για «οποιαδήποτε αναστάτωση είχε προκληθεί σε τηλεθεατές και στα πρόσωπα που θίγονται», έστω και αν λήφθηκε πρόνοια να καλυφθεί η ταυτότητα της γυναίκας. Η Επιτροπή σημείωσε επίσης τη θέση του ότι το ρεπορτάζ σκοπό είχε να εκθέσει το δράση που δημοσιοποίησε το βίντεο, αλλά διαπίστωσε ότι στην πράξη εξέθεσε και θυματοποίησε τη γυναίκα. Η Επιτροπή διαπίστωσε περαιτέρω ότι το ρεπορτάζ περιείχε λεπτομέρειες προσωπικών δεδομένων και αναφορές στην ιδιωτική ζωή και ως εκ τούτου συνιστά παραβίαση της πρόνοιας του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας περί σεβασμού της υπόληψης και της ιδιωτικής ζωής. Αποφάσισε επίσης, υπό το φως και της κατηγορηματικής διάψευσης από τον Αρχηγό της Αστυνομίας, ότι ο ισχυρισμός για πρόθεσης της ηγεσίας της Αστυνομίας να πάρει μέτρα εναντίον της γυναίκας-αστυνομικού συνιστά παραβίαση της πρόνοιας περί μη μετάδοσης ανακριβών, παραπλανητικών ή φανταστικών πληροφοριών. Περαιτέρω, η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας διαπίστωσε ότι το περιεχόμενο του ρεπορτάζ, οι εικόνες που προβλήθηκαν και η μετάδοσή του -και μάλιστα σε ώρα οικογενειακής ζώνης και υψηλής τηλεθέασης- δεν συνάδουν προς την πρόνοια του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας ότι το επαγγελματικό επίπεδο των λειτουργών των ΜΜΕ πρέπει να είναι της υψηλότερης δυνατής στάθμης. Η Επιτροπή, έχοντας υπόψη την υψηλή αποστολή των ΜΜΕ, καλεί τους αρμοδίους του ΡΙΚ να μεριμνήσουν ώστε να μη υπάρξει επανάληψη ανάλογων περιπτώσεων.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
1/2007
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
11/01/2007
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας επιλήφθηκε αυτεπαγγέλτως του θέματος της κατ’ επανάληψη και κατά κόρον προβολής από τα τηλεοπτικά μέσα ενημέρωσης και της δημοσίευσης στα έντυπα μέσα σκηνών του απαγχονισμού του Σάταμ Χουσέιν. Η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι ο απαγχονισμός του Σάταμ Χουσέιν ήταν θέμα μεγάλου παγκόσμιου ενδιαφέροντος και δεν ήταν δυνατό να αγνοηθεί από τα ΜΜΕ, αλλά εκφράζει ιδιαίτερη απαρέσκεια για το γεγονός ότι οι σκηνές αυτές προβλήθηκαν κατά τρόπο επίμονο, κατ’ επανάληψη και καθ’ υπερβολή και μάλιστα σε ώρες κατά τις οποίες παρακολουθούν τηλεόραση και παιδιά. Η Επιτροπή τονίζει την υποχρέωση των λειτουργών των ΜΜΕ όπως κατά το χειρισμό των θεμάτων τους λαμβάνουν υπόψη και τηρούν τις πρόνοιες του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας και «είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί στην παρουσίαση θεμάτων όπως η βία, το έγκλημα, ο ανθρώπινος πόνος και ο θάνατος, καθώς και πληροφοριών ή εικόνων που μπορούν να προκαλέσουν πανικό ή φρίκη ή αποτροπιασμό». Εχοντας υπόψη την επίδραση που έχουν τέτοιες εικόνες, ιδιαίτερα σε ανήλικους και με τρομακτικό δεδομένο ότι πέντε παιδιά σε διάφορες χώρες «μιμήθηκαν» τις σκηνές απαγχονισμού και έχασαν τη ζωή τους, η Επιτροπή καλεί τους λειτουργούς των ΜΜΕ να επιδεικνύουν ευαισθησία και να λαμβάνουν πλήρως υπόψη τις πιθανές επιπτώσεις. Η Επιτροπή τονίζει επίσης την ανάγκη όπως επιδεικνύεται σχολαστικότητα στην παροχή προειδοποίησης για τη μετάδοση λεπτομερειών ή την προβολή εικόνων που είναι δυνατό να ενοχλήσουν, να προκαλέσουν φρίκη ή πανικό ή ακόμη και μίμηση.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
24/2006
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
11/01/2007
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΟΧΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας επιλήφθηκε του θέματος της δημόσιας καταγγελίας του τέως Προέδρου της Λαϊκής Τράπεζας κ. Κίκη Λαζαρίδη ότι ο Αντιπρόεδρος του Ομίλου Marfin κ. Ανδρέας Βγενόπουλος του είχε ζητήσει κατάλογο των οικονομικών συντακτών και βιογραφικά στοιχεία τους, με σαφή υπονοούμενα ότι σκοπός του ήταν να εξαγοράσει τη συνεργασία τους για προώθηση των σχεδιασμών της Marfin. Η Επιτροπή ενημερώθηκε για τη δήλωση του Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας κ. Χριστόδουλου Χριστοδούλου ότι από την έρευνα που έγινε από λειτουργό της Κεντρικής Τράπεζας προέκυψε ότι οι καταγγελίες δεν στοιχειοθετήθηκαν, γιατί ο κ. Λαζαρίδης «στο παρόν στάδιο δεν ήταν διατεθειμένος να προχωρήσει το θέμα». Υπό το φως της εξέλιξης αυτής, η Επιτροπή αποφάσισε ότι δεν τεκμηριώθηκε υπόθεση για χρηματισμό δημοσιογράφων. Η Επιτροπή τονίζει για άλλη μια φορά ότι θα πρέπει να αποφεύγονται δηλώσεις που θίγουν το δημοσιογραφικό επάγγελμα και αφήνουν εκτεθειμένους λειτουργούς των ΜΜΕ.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
26/2006
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
30/11/2006
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΟΧΙ
Το παράπονο υποβλήθηκε από πολίτη και αφορούσε σε ανακριβείς ή παραπλανητικές πληροφορίες που δημοσιεύθηκαν στην «Αλήθεια» σχετικά με το διαβήτη τύπου 2, ενώ οι πληροφορίες αφορούσαν στο διαβήτη τύπου 1. Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι πρόκειται για αβλεψία και αποφάσισε να σταλεί επιστολή στην «Αλήθεια» και να ενημερωθεί σχετικά ο παραπονούμενος.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
27/2006
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
30/11/2006
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ (Ανακοίνωση προς τα ΜΜΕ
Με αφορμή επεισόδια μεταξύ μαθητών στην Αγγλική Σχολή Λευκωσίας, στα οποία δόθηκε από τα ΜΜΕ έντονη διακοινοτική χροιά, η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέδωσε την ακόλουθη ανακοίνωση προς τα ΜΜΕ και τους λειτουργούς τους: "Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, λαμβάνοντας υπόψη τη σοβαρότητα πρόσφατων γεγονότων που άπτονται των διακοινοτικών σχέσεων και εκτιμώντας τη σημαντική συμβολή των ΜΜΕ και των λειτουργών τους στην ειρηνική συνύπαρξη όλων των κοινοτήτων της Κύπρου, καλεί τη δημοσιογραφική οικογένεια να επιδεικνύει τη δέουσα ευαισθησία και προσήλωση στους κανόνες δημοσιογραφικής δεοντολογίας. Επισημαίνεται ιδιαίτερα ότι είναι καθήκον των ΜΜΕ και των λειτουργών τους, στα πλαίσια της κοινωνικής τους αποστολής και της παροχής έγκυρης ενημέρωσης, να σέβονται τις πρόνοιες του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας και να επιδεικνύουν ξεχωριστή υπευθυνότητα όταν καταπιάνονται με θέματα που άπτονται της συνύπαρξης των κοινοτήτων και άλλων κοινωνικών ομάδων. Η Επιτροπή τονίζει ότι αποτελεί ύψιστο καθήκον των ΜΜΕ και των λειτουργών τους, να σέβονται και να προάγουν τη δημοκρατία και τις άλλες πανανθρώπινες αξίες να σέβονται και να προάγουν τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις βασικές ελευθερίες όλων να αποφεύγουν αναφορές εναντίων προσώπων οι οποίες περιέχουν στοιχεία προκατάληψης με βάση τη φυλή, το χρώμα, τη γλώσσα, τη θρησκεία, την εθνική ή κοινωνική καταγωγή. Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας καλεί τα ΜΜΕ και τους λειτουργούς τους να αποφεύγουν δημοσιεύματα και τοποθετήσεις που καλλιεργούν την καχυποψία και δημιουργούν δυσπιστία μεταξύ των κοινοτήτων"
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
23/2006
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
30/11/2006
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΔΙΕΥΘΕΤΗΘΕΝ (Δημοσιεύθηκε απάντηση)
Το παράπονο υποβληθηκε από το Γραφείο Τύπου της Αστυνομίας και αφορούσε την ακρίβεια των πληροφοριών και άρνηση δημοσίευσης απάντησης από το «Θάρρος» και τη «Μάχη» σε δημοσιεύματα για «ερωτικά όργια σε πυροσβεστικό σταθμό». Η «Μάχη» ενημέρωσε την Επιτροπή ότι είχε δημοσιεύσει την απάντηση της Αστυνομίας. Με παρέμβαση της Γραμματείας της Επιτροπής το «Θάρρος» δημοσίευσε επίσης την απάντηση. Η Επιτροπή αποφάσισε ότι το θέμα είναι κλειστό.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
22/2006
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
30/11/2006
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο από την Αν. Διευθύντρια των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας κ. Χλόη Κορομία ότι ο τηλεοπτικός σταθμός ΑΝΤ1 πήρε συνέντευξη από παιδί που τελούσε, με βάση το νόμο, υπό την κηδεμονία της χωρίς τη συγκατάθεσή της και ότι δεν έλαβε αποτελεσματικά μέτρα για να διασφαλίσει τη μη αποκάλυψη της ταυτότητάς του. Η Επιτροπή, αφού μελέτησε το παράπονο και είδε το επίμαχο ρεπορτάζ διαπίστωσε παραβίαση της πρόνοιας του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας ότι δεν πρέπει να λαμβάνονται συνεντεύξεις από παιδιά που αφορούν στην προσωπική τους κατάσταση ή ευημερία χωρίς τη συγκατάθεση ενηλίκου που έχει την ευθύνη γι’ αυτά. Η Επιτροπή διαπίστωσε επίσης ότι, παρά τα μέτρα που λήφθηκαν, ήταν δυνατή η διαπίστωση της ταυτότητας του παιδιού από πρόσωπα που το γνωρίζουν, ιδιαίτερα επειδή δεν αλλοιώθηκε η φωνή του. Η Επιτροπή σημείωσε με λύπη ότι ο ΑΝΤ1 παρέλειψε να ανταποκριθεί σε επανειλημμένες παρακλήσεις της για παράθεσή των απόψεών του. Σχετική υπόθεση 13/2006
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
21/2006
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
30/11/2006
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΔΙΕΥΘΕΤΗΘΕΝ (Δόθηκαν αμοιβαίες εξηγήσεις), (ΕΚΚΡΕΜΕΙ λόγω δικαστικής διαδικασίας)
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (21/06) για μετάδοση πληροφοριών χωρίς αναφορά στην πηγή και ταυτόχρονα, σε σχέση με τα ίδια γεγονότα, επίδειξη αντιδεοντολογικής συμπεριφοράς προς δημοσιογράφο. Το παράπονο υποβλήθηκε σε άρθρο στην εφημερίδα «Πολίτης» και αφορούσε σε κατ’ ισχυρισμό υποκλοπή είδησης του «Πολίτη», από τον ΑΝΤ1, χωρίς αναφορά στην πηγή προέλευσης. Παράλληλα υποβλήθηκε παράπονο από συντάκτες του ΑΝΤ1 για αντιδεοντολογικό σχόλιο της εφημερίδας. Η Επιτροπή ενημερώθηκε από τη Γραμματεία ότι ο διευθυντής ειδήσεων του ΑΝΤ1 κ. Γιώργος Τσαλακός και ο αρχισυντάκτης του ΠΟΛΙΤΗ κ. Σωτήρης Παρούτης ανέφεραν προφορικά ότι συζήτησαν το θέμα μεταξύ τους και ότι δεν επιθυμούσαν περαιτέρω εξέταση του παραπόνου. Επί πλέον, ο κ. Παρούτης πληροφόρησε γραπτώς την Επιτροπή ότι η εφημερίδα δεν δεν επιθυμούσε εξέταση του θέματος. Η Επιτροπή επίσης ενημερώθηκε ότι ο συντάκτης του ΑΝΤ1 Κυριάκος Πομηλορίδης, στον οποίο αναφερόταν σχόλιο του Πολίτη", πληροφόρησε τη Γραμματεία της Επιτροπής ότι έχει καταθέσει αγωγή λίβελου εναντίον της εφημερίδας. Η Επιτροπή θεώρησε σκόπιμο να μη συνεχισθεί η εξέταση του πρώτου μέρους του παραπόνου, αλλά αποφάσισε ότι εν όψει του δικαιώματός της να επιλαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υποθέσεων, επιλήφθηκε θέματος παράλειψης συνεργασίας των ενδιαφερομένων με την Επιτροπή, όταν τους ζητείται και αποφάσισε ότι η άρνηση συνεργασίας των δύο πλευρών να συνεργασθούν με την Επιτροπή συνιστά παραβίαση των σχετικών προνοιών του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας. Επίσης αποφάσισε ότι, εν όψει της κατάθεσης αγωγής λιβέλου από τον κ. Πομηλορίδη εναντίον του «Πολίτη» δεν θα ήταν σκόπιμο ή πρόσφορο προχωρήσει στην εξέταση του παραπόνου του για το περιεχόμενο του σχολίου του "Πολίτη", στο οποίο η εφημερίδα τον είχε αποκαλέσει «κλεφτρόνι» και του είχε προσάψει μομφή για σφετερισμό είδησής της.. ΣΗΜ: Η απόφαση του δικαστηρίουεκδόθηκε στις 28 Φεβρουαρίκου, 2013 σε βάρος της εφημερίδας.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
20/2006
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
30/11/2006
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΟΧΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο της κ. Γιούλης Τάκη ότι δημοσίευμα του «Φιλελεύθερου στις 15 Μαίου, 2006 περιείχε ανακριβείς πληροφορίες ή και συμπεράσματα που θίγουν την επαγγελματική της υπόληψη και ότι η εφημερίδα παρέλειψε ουσιώδη στοιχεία δήλωσής της. Το επίμαχο δημοσίευμα του «Φιλελεύθερου» στηρίχθηκε σε δημοσίευμα της προηγούμενης ημέρας στην Αθηναϊκή εφημερίδα «Πρώτο Θέμα», που αφορούσε σε έγγραφο της Αμερικανικής πρεσβείας στη Λευκωσία, με το οποίο ανετίθετο στην κ. Τάκη η διεξαγωγή έρευνας για την εκλογική συμπεριφορά των Κυπρίων στο δημοψήφισμα για το σχέδιο Ανάν, καθώς και σε δήλωση εκπροσώπου της πρεσβείας για τη αμερικανική χρηματοδότηση, μέσω του Αναπτυξιακού Προγράμματος των Ηνωμένων Εθνών. Η Επιτροπή , αφού μελέτησε τόσο τα δημοσιεύματα του «Πρώτου Θέματος» και του «Φιλελεύθερου», όσο και το παράπονο και την απάντηση της εφημερίδα, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το περιεχόμενο της επίμαχης είδησης συνιστά δημοσιογραφική ερμηνεία. Η Επιτροπή σημείωσε επίσης ότι ο «Φιλελεύθερος» έδωσε στην παραπονούμενη την ευκαιρία να διατυπώσει τις θέσεις της ότι το δημοσίευμα στο «Πρώτο Θέμα» ήταν κατασκευασμένο και να εξηγήσει ότι το συμπέρασμα στο οποίο είχε καταλήξει, ή τα ερωτήματα που έθεσε το «Πρώτο Θέμα» στηρίχθηκαν σε παρερμηνεία κάποιας ημερομηνίας. Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι ο «Φιλελεύθερος» ικανοποίησε το δικαίωμα απάντησης, την οποία και δημοσίευσε στα ουσιώδη σημεία της και ότι η μη συμπερίληψη επί μέρους λεπτομερειών των θέσεων της παραπονούμενης δεν συνιστούσε ουσιώδη παράλειψη, δεδομένου του γεγονότος ότι η εφημερίδα δεν είχε δημοσιεύσει το έγγραφο με την επίμαχη ημερομηνία. Επίσης σημείωσε τη θέση του «Φιλελεύθερου» ότι παρέχει στην παραπονούμενη την ευκαιρία να ανασκευάσει στοιχεία ή πληροφορίες που είναι ανακριβείς ή παραπλανητικές.