*Οι παλαιότερες αποφάσεις της ΕΔΔ αναδημοσιεύονται από το αρχείο και δεν έχει γίνει καμία παρέμβαση στο περιεχόμενό τους.
*Οι παλαιότερες αποφάσεις της ΕΔΔ αναδημοσιεύονται από το αρχείο και δεν έχει γίνει καμία παρέμβαση στο περιεχόμενό τους.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
24/2008
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
21/10/2008
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΟΧΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (24/2008 -20/8/08) από το δημοσιογράφο Λοϊζο Αντωνίου, μέσω της Ενωσης Συντακτών Κύπρου, για αντιδεοντολογικά και ανακριβή δημοσιεύματα στο «Φιλελεύθερο». Το ένα δημοσίευμα, στις 7/8/08, σχολίαζε επιστολή της Λιλής Ζωγράφου, που δημοσιεύθηκε το 1972 στον ελληνικό τύπο, με την οποία αποδοκίμαζε τις επιχορηγήσεις του Ιδρύματος Φορντ. Το σχόλιο έκανε παραλληλισμό με τις Αμερικανικές χρηματοδοτήσεις για την έγκριση του σχεδίου Ανάν στην Κύπρο. Το παράπονο ήταν ότι σχόλια που συνόδευαν την αναδημοσίευση της επιστολής από το «Φιλελεύθερο» «έχουν υπερβεί τα εσκαμμένα». Το δεύτερο δημοσίευμα, στις 12/8/08 αφορούσε στη διανομή ενθέτων από κυπριακές εφημερίδες βιβλιαρίων με περίληψη του σχεδίου Ανάν στην περίοδο προ του δημοψηφίσματος του 2004 και ανέφερε ότι οι εφημερίδες τα διένειμαν γιατί «δεν γνώριζε κανένας ποιοι κρύβονταν πίσω και έδιναν τα χρήματα, ούτε ποιος ήταν ο ρόλος των διαφόρων οργανώσεων που είχαν εμφανισθεί σαν μανιτάρια για να μας διαφωτίσουν». Σύμφωνα με το παράπονο, ο ισχυρισμός ότι «δεν γνώριζε κανένας ποιοι κρύβονταν πίσω και έδιναν τα χρήματα» είναι ανακριβής, γιατί στη δεύτερη σελίδα αναγράφονται σαφώς τα ονόματα των ατόμων που είχαν την πρωτοβουλία ετοιμασίας των βιβλιαρίων και ότι η χρηματοδότηση έγινε από τον Αμερικανικό Οργανισμό για τη Διεθνή Ανάπτυξη και από το Πρόγραμμα Αναπτύξεως των Ηνωμένων Εθνών μέσω του Γραφείου των Ηνωμένων Εθνών για Υπηρεσίες Προγραμμάτων (UNOPS). Ως προς το παράπονο για υπέρβαση των εσκαμμένων, η Επιτροπή θεωρεί ότι είναι πολύ γενικό και αόριστο και ότι, εν πάση περιπτώσει, το δημοσίευμα αποτελεί έκφραση γνώμης και δεν συνιστά παράβαση οποιασδήποτε πρόνοιας του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας. Συνεπώς, αποφασίστηκε να εξετασθεί μόνο το δεύτερο παράπονο ως προς τον ισχυρισμό για ανακρίβεια του δημοσιεύματος της 12ης Αυγούστου, για το οποίο ζητήθηκαν οι απόψεις της εφημερίδας. Ο συγγραφέας του επίμαχου άρθρου αρχισυντάκτης του «Φιλελεύθερου» κ. Αριστος Μιχαηλίδης, στην απάντησή του ανέφερε ότι το επίμαχο άρθρο ήταν συνέχεια άρθρων προηγούμενων ημερών σε σχέση με αποκάλυψη από το δημοσιογράφο Μιχάλη Ιγνατίου εγγράφων του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών τα οποία, σύμφωνα με τη θέση του κ. Μιχαηλίδη, «για να αποφύγουν την ενημέρωση της κυπριακής κυβέρνησης για τον τρόπο που θα διοχέτευαν και τους παραλήπτες εκατομμυρίων δολαρίων, οι Αμερικανοί ήθελαν να υπαχθεί η διαχείριση σε πρόγραμμα των Ηνωμένων Εθνών», και η Αμερικανική πρεσβεία αποφάσιζε ποιος θα έπαιρνε τα χρήματα. Επίσης ανέφερε ότι τα γραφόμενα του αναφέρονταν σε έγγραφο του Στέιτ Ντιπάρμεντ που εκτιμούσε ότι «το μεγάλο ποσό της ετήσιας χορηγίας -10 εκ. δολάρια ετησίως- αντιπροσωπεύει ένα σημαντικό νέο εργαλείο άσκησης πολιτικής για τις ΗΠΑ και τον ΟΗΕ». Ο κ. Μιχαηλίδης, εξήγησε ότι με τα πιο πάνω «είναι φανερό τι εννοώ όταν λέω ότι τότε «δεν γνώριζε κανένας ποιοι κρύβονταν πίσω και έδιναν τα χρήματα» και ότι οι αναφορές του δεν είχαν καμιά σχέση με το ποιοι παρουσιάζονταν ως οι εκδότες των εντύπων, (δηλαδή ο Αμερικανός Οργανισμός για τη Διεθνή Ανάπτυξη και το Πρόγραμμα Αναπτύξεως των Ηνωμένων Εθνών μέσω του Γραφείου των Ηνωμένων Εθνών για Υπηρεσίες Προγραμμάτων (UNOPS). Επίσης επικαλέστηκε το γεγονός ότι στην τελευταία παράγραφο του άρθρου του ανέφερε ότι το ένθετο «έφερε την υπογραφή εκείνων που το έκαναν». Η Επιτροπή σημείωσε ότι από το μεμονωμένο άρθρο της 12ης Αυγούστου (και χωρίς ανελλιπή παρακολούθηση της προηγούμενης ειδησεογραφίας και αρθρογραφίας) δεν ήταν δυνατό να εξαχθεί σαφές συμπέρασμα για την ακριβή έννοια της πιο πάνω φράσης του αρθρογράφου. Με τις παρασχεθείσες εξηγήσεις αποσαφηνίστηκε το νόημα των επίμαχων σημείων του άρθρου. Η Επιτροπή κατέληξε στην απόφαση ότι τα αναφερθέντα δημοσιεύματα, ως συνέχεια προηγούμενης ειδησεογραφίας και αρθρογραφίας, αν και δεν ήταν απολύτως σαφή εκ πρώτης όψεως στον αναγνώστη και θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε παραπλάνηση, υπό το φως των διευκρινίσεων που δόθηκαν, και λαμβανομένου υπόψη του θεμελιακού χαρακτήρα της ελευθερίας έκφρασης, δεν συνιστούσαν παραβίαση της πρόνοιας του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας περί της ακρίβειας των δημοσιευμάτων. ΣΗΜ: Μετά την κοινοποίηση της απόφασης, ο παραπονούμενος απέστειλε επιστολή με παρατηρήσεις του, αναφέροντας ότι και τα δύο παράπονά του θα έπρεπε να είχαν γίνει αποδεκτά, παραθέτοντας διάφορα επιχειρήματα. Αργότερα κλήθηκε σε συνεδρία υποεπιτροπής και παρέθεσε τα ίδια επιχειρήματα. Ως προς το πρώτο παράπονο διαπιστώθηκε ότι η επιχειρηματολογία του δεν είχε περιληφθεί στη γραπτή διατύπωση του παραπόνου του. Ως προς το δεύτερο, υποδείχθηκε το σημείο της αρθρογραφίας στο οποίο αναφέρεται ότι τα βιβλιάρια έφεραν την υπογραφή εκείνων που το έκαναν και συνεπώς ήταν λογικό να υποτεθεί ότι ο αρθρογράφος, με την αναφορά του σε άγνωστους που κρύβονταν πίσω και έδιναν τα χρήματα, εννοούσε κάποιους που κατ’ ισχυρισμό ήταν πίσω από τους χρηματοδότες, όπως εξήγησε και ο ίδιος. Επομένως η διαπίστωση ήταν ότι επρόκειτο για ελλιπή διατύπωση ή παράλειψη, όχι όμως και για εσκεμμένη ή εξ αμελείας ή άγνοια παραπληροφόρηση. Τονίστηκε ακόμη η θέση ότι ότι το δικαίωμα της έκφρασης είναι τόσο θεμελιακό, ώστε να καλύπτει και περιπτώσεις κατά τις οποίες, λόγω ελλιπούς διατύπωσης ή παράλειψης ενδεχομένως να μη δίδεται σαφώς το νόημα. Ως προς το αίτημα για επανεξέταση της απόφασης, υποδείχθηκε στον παραπονούμενο και επικυρώθηκε από την ολομέλεια της Επιτροπής ότι με βάση την πάγια πρακτική, δεν μπορεί να γίνει επανεξέταση μιας υπόθεσης, εκτός εάν προκύψουν ουσιώδη στοιχεία τα οποία δεν ήταν γνωστά ή δεν ήταν δυνατό να ήταν γνωστά κατά το χρόνο της υποβολής του παραπόνου και εξέτασής του από την Επιτροπή.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
25/2008
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
21/10/2008
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ
H Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας απηύθυνε την ακόλουθη επιστολή προς όλα τα ΜΜΕ και προς τους δημοσιογράφους, σε σχέση με παράπονο εναντίον αριθμού εφημερίδων που είχαν δημοσιεύσει λεπτομέριες, ικανές να οδηγήσουν στην αποκάλυψη της ταυτότητας ανήλικης που κατ' ισχυρισμό είχε υποστεί σεξουαλική επίθεση από άτομο του οικογενειακού της περιβάλλοντος.
Αρχισυντάκτες
Διευθυντές Ειδήσεων
ΜΜΕ,
Δημοσιογράφους.
ΘΕΜΑ: Αποκάλυψη ταυτότητας θύματος βίας και άλλα θέματα δεοντολογίας
Η Επιτροπή δημοσιογραφικής Δεοντολογίας ασχολήθηκε με παράπονο (25/2008 -30/8/08) ότι δημοσιεύματα στις ημερήσιες εφημερίδες ημερομηνίας 29ης Αυγούστου, 2008 (και μεταδόσεις από ηλεκτρονικά ΜΜΕ την προηγούμενη) περιείχαν λεπτομέρειες οι οποίες θα ήταν δυνατό να οδηγήσουν στην αποκάλυψη της ταυτότητας ανήλικης που κατ’ ισχυρισμό υπήρξε θύμα σεξουαλικής παρενόχλησης από άτομο του οικογενειακού της περιβάλλοντος. Η Επιτροπή θεώρησε ότι στην προκειμένη περίπτωση θα ήταν πιο πρόσφορο, αντί της έκδοσης απόφασης, να απευθυνθεί επιστολή προς όλα τα έντυπα με κάποιες επισημάνσεις, προς αποφυγή παρόμοιων φαινομένων στο μέλλον. Παράκληση της Επιτροπής προς όλα τα ΜΜΕ και τους δημοσιογράφους είναι να αποφεύγουν τη δημοσίευση λεπτομερειών που θα μπορούσαν σε συνδυασμό με άλλα γεγονότα και λεπτομέρειες να οδηγήσουν στην αποκάλυψη της ταυτότητας θυμάτων σεξουαλικής βίας, ιδιαίτερα ανηλίκων. Τέτοιες λεπτομέρειες είναι ιδιαίτερα ο τόπος καταγωγής, η οικογενειακή κατάσταση, ιδιαίτερα η σχέση ή ο βαθμός συγγένειας, κυρίως όταν πρόκειται για αιμομικτικά αδικήματα, και οι ηλικίες δράστη και θύματος. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η αποφυγή της αποκάλυψης της ταυτότητας θυμάτων σεξουαλικής βίας, και ιδιαίτερα ανηλίκων δεν αφορά μόνο το ευρύ κοινό αλλά και το στενό περιβάλλον της γειτονιάς ή της συνοικίας. Πέραν της αποφυγής δημοσίευσης ευαίσθητων λεπτομερειών, η Επιτροπή παρακαλεί όπως κατά το χειρισμό θεμάτων σεξουαλικής βίας λαμβάνονται επίσης υπόψη οι πρόνοιες του Κώδικα περί αποφυγής χυδαίας φρασεολογίας και παράθεσης αχρείαστων λεπτομερειών που αναπαράγουν το αδίκημα και είναι δυνατό να οξύνουν τον ανθρώπινο πόνο. Τέλος η Επιτροπή επισημαίνει ότι η δημοσίευση του περιεχομένου οπτικογραφημένων καταθέσεων θυμάτων βίας στην οικογένεια, το οποίο ενίοτε κακώς διαρρέει προς τα ΜΜΕ, πέραν του ότι απαγορεύεται από το νόμο, στην περίπτωση ανηλίκων εξισούται με τη λήψη συνέντευξης χωρίς εξουσιοδότηση υπεύθυνου ενηλίκου, γεγονός που συνιστά παραβίαση της σχετικής πρόνοιας του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η απαγόρευση της αποκάλυψης της ταυτότητας παιδιών τα οποία είναι θύματα σεξουαλικής παρενόχλησης με βάση τις σχετικές πρόνοιες του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας είναι απόλυτη και δεν αποτελεί δικαιολογία το γεγονός ότι το όνομά τους ενδεχομένως να είχε αναφερθεί επί δικαστηρίου ή αποκαλύφθηκε από αστυνομικό όργανο.
Με εκτίμηση
Ανδρέας Μαυρομμάτης
Πρόεδρος Επιτροπής Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
21/2008
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
21/10/2008
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο ότι η εφημερίδα "Πολίτης" δημοσίευσε λεπτομερή περιγραφή σεξουαλικών πράξεων σε υποστατικό, στο οποίο κατ' ισχυρισμό ασκείτο πορνεία, κατά παράβαση των προνοιών του Κώδικα Δγημοσιογραφικής Δεοντολογίας περί επαγγελματικού επιπέδου.
Η Επιτροπή, αντί απόφασης, αποφάσισε να απευθύνει επιστολή προς τον Αρχιυντάκτη της εφημερίδας, για τους λόγους που αναφέρονται στην επιστολή που ακολουθεί:
Κύριο
Σωτήρη Παρούτη,
Αρχισυντάκτη,
Εφημερίδα ΠΟΛΙΤΗΣ
Κύριε,
Σας πληροφορούμε ότι η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας έχει εξετάσει παράπονο εναντίον της εφημερίδας «Πολίτης» ( 21/2008, 8ης Αυγούστου, 2008) ότι στην έκδοσή της ημερομηνίας 7/8/2008 δημοσίευσε λεπτομερή περιγραφή σεξουαλικών πράξεων με αχρείαστες λεπτομέρειες, σε υποστατικό στο οποίο κατ’ ισχυρισμό ασκείτο πορνεία. Για τους λόγους που αναφέρονται στη συνέχεια, η Επιτροπή αποφάσισε να μην εκδώσει απόφαση στην προκειμένη περίπτωση, αλλά να σας απευθύνει την παρούσα επιστολή, με την παράκληση το περιεχόμενό της να ληφθεί υπόψη και να κοινοποιηθεί στο υπόλοιπο συντακτικό προσωπικό της εφημερίδας και ιδιαίτερα σε όσους χειρίζονται συνήθως παρόμοια θέματα. Η Επιτροπή αποδέχθηκε τις εξηγήσεις σας για την προέλευση των λεπτομερειών για σεξουαλικές πράξεις από δικαστική διαδικασία για την έκδοση διατάγματος κράτησης και ότι ακόμη και σε υπόθεση του Ανωτάτου Δικαστηρίου αναφέρθηκαν πολύ πιο περιγραφικές λεπτομέρειες. Ωστόσο επιθυμεί να επισημάνει ότι σε μια δικαστική διαδικασία είναι δυνατό να αναφερθούν λεπτομέρειες για σκοπούς απόδειξης, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τέτοιες λεπτομέρειες είναι κατάλληλες να δημοσιευθούν σε μια εφημερίδα, η οποία θεωρείται οικογενειακό έντυπο. Η θέση σας είναι ότι η εφημερίδα σας δεν είχε υπερβεί τα όρια της δημοσιογραφικής δεοντολογίας, δημοσιεύοντας «αχρείαστες λεπτομέρειες». Ως προς το εάν οι λεπτομέρειες ήταν «αχρείαστες ή όχι», η Επιτροπή πιστεύει ότι το κριτήριο σε τέτοιες περιπτώσεις είναι διττό: Πρώτον, κατά πόσο το περιεχόμενο της είδησης ήταν κατάλληλο ή όχι προς δημοσίευση και δεύτερον εάν οι λεπτομέρειες ήταν απαραίτητες για να δώσουν πλήρη πληροφόρηση στο κοινό περί της υπό διερεύνηση υπόθεσης. Η Επιτροπή σημείωσε, περαιτέρω, ότι οι λεπτομερείς περιγραφές που αναφέρθηκαν στο δικαστήριο δόθηκαν από άτομο που χρησιμοποιήθηκε από την Αστυνομία ως συνεργός, με σκοπό να δοθεί αξιοπιστία στη μαρτυρία του. Η Επιτροπή σημείωσε ότι άλλες εφημερίδες περιορίστηκαν σε μία πιο γενική περιγραφή των αναφερθέντων από το συνεργάτη της αστυνομίας πράξεων, ενώ άλλη εφημερίδα αν και περιορίστηκε σε μια γενική αναφορά, δημοσίευσε μια περαιτέρω λεπτομέρεια. Υπό το φως των ανωτέρω, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι λεπτομέρειες που δημοσιεύθηκαν από την εφημερίδα βρίσκονται στο μεταίχμιο και θεώρησε ότι θα ήταν καλύτερο να μη εκδώσει μια τυπική απόφαση, αλλά να απευθυνθεί προς την εφημερίδα σας -και τα άλλα ΜΜΕ και τους δημοσιογράφους- με την προτροπή να αποφεύγουν τη δημοσίευση ή μετάδοση λεπτομερειών για σεξουαλικές πράξεις, οι οποίες απευθύνονται όχι προς τη λογική αλλά προς τα ένστικτα, χωρίς να είναι απαραίτητες για την πλήρη και έγκυρη πληροφόρηση του κοινού. Η Επιτροπή επιθυμεί επίσης να υποδείξει ότι η πρακτική της αποφυγής δημοσίευσης τέτοιων λεπτομερειών θα πρέπει να τηρείται σε μεγαλύτερο βαθμό από εφημερίδες τις οποίες το κοινό αγοράζει καλή τη πίστει ως οικογενειακά έντυπα, με την πεποίθηση ότι δεν θα περιλαμβάνουν δημοσιεύματα ακατάλληλα ή φθοροποιά για νεαρά άτομα.
Με εκτίμηση
Ανδρέας Μαυρομμάτης
Πρόεδρος Επιτροπής Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
23/2008
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
21/10/2008
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (23/2008 -6/8/08) της Συμβουλευτικής Επιτροπής για την Πρόληψη της Βίας στην Οικογένεια ότι η εφημερίδα «Πολίτης», κατά παράβαση της νομοθεσίας, δημοσίευσε το περιεχόμενο οπτικογραφημένης κατάθεσης παιδιού που φέρεται να είναι μάρτυρας σε υπόθεση άσκησης βίας εναντίον της μητέρας του. Το παράπονο αφορά τη δημοσίευση στις 5/8/2008 περίληψης οπτικογραφημένης μαρτυρίας ανήλικου παιδιού σε υπόθεση άσκησης βίας από τον πατέρα εναντίον της μητέρας του. Ο «Πολίτης» ανέφερε προς την Επιτροπή ότι το περιεχόμενο της είδησης αναφέρθηκε σε δημόσια δικαστική διαδικασία και ότι με το περιεχόμενό της δεν αποκαλύπτεται η ταυτότητα του παιδιού. Η εφημερίδα υποστήριξε περαιτέρω ότι τα φαινόμενα βίας στην οικογένεια δεν αντιμετωπίζονται με το να «σκεπάζουμε το πρόβλημα κάτω από το χαλί», αλλά με τη δημοσιοποίηση λεπτομερειών, με σεβασμό πάντα προς τα θύματα και με γνώμονα τη μη αποκάλυψη της ταυτότητάς τους. Η Επιτροπή συμφωνεί με την τελευταία παρατήρηση της εφημερίδας αλλά σημειώνει ότι το παράπονο δεν αφορά στη δημοσιοποίηση είτε της υπόθεσης είτε της ταυτότητας των εμπλεκομένων, αλλά στη δημοσίευση της οπτικογραφημένης κατάθεσης ανήλικου παιδιού. Οι Νόμοι Περί Βίας στην Οικογένεια του 2000 και του 2004 προβλέπουν, στον άρθρο 35 (1) ότι «απαγορεύεται η παράδοση, παραλαβή ή δημοσίευση οποιασδήποτε κατάθεσης θύματος ή μάρτυρα σε αδίκημα βίας, η οποία λήφθηκε με οποιοδήποτε τρόπο σε οποιοδήποτε πρόσωπο που δεν έχει σχέση με τη διερεύνηση, δίωξη ή εκδίκαση της υπόθεσης». Η Επιτροπή δεν έχει αρμοδιότητα εφαρμογής του Νόμου και θεωρεί περαιτέρω ότι ανάγεται στην αρμοδιότητα άλλων αρχών, όπως της ηγεσίας της Αστυνομίας, του Γενικού Εισαγγελέα και των αρμοδίων δικαστηρίων να λάβουν μέτρα προς εφαρμογή της πρόνοιας του νόμου ως προς τη δημοσίευση οπτικογραφημένων μαρτυριών. Ωστόσο, όταν πρόκειται για οπτικογραφημένη μαρτυρία παιδιών, η Επιτροπή έχει αρμοδιότητα εφαρμογής της πρόνοιας του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας ότι «οι δημοσιογράφοι δεν παίρνουν συνεντεύξεις από…παιδιά κάτω των 16 ετών σε σχέση με θέματα που αφορούν την προσωπική τους κατάσταση ή ευημερία, χωρίς τη συγκατάθεση γονέως των ή άλλου ενηλίκου που έχει την ευθύνη γι’ αυτά». Ο όρος «συνέντευξη» δεν σημαίνει μόνο τη λήψη δηλώσεων μέσω προσωπικής επαφής του δημοσιογράφου με το παιδί αλλά επεκτείνεται στη λήψη δηλώσεών στις οποίες το παιδί προέβη προς οποιοδήποτε τρίτο και υπό οποιεσδήποτε περιστάσεις. Συνεπώς, η δημοσίευση της οπτικογραφημένης μαρτυρίας του παιδιού στη συγκεκριμένη υπόθεση, για την οποία δεν φαίνεται να υπήρξε οποιαδήποτε συγκατάθεση των γονέων ή άλλου ενηλίκου που είχε την ευθύνη για το παιδί (όπως πχ. του Γραφείου Ευημερίας) συνιστά παραβίαση της σχετικής πρόνοιας του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
20/2008
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
11/09/2008
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΟΧΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (20/2008-29/7/08 για δημοσίευμα στο περιοδικό ΟΜΙΚΡΟΝ έκδοσης Αυγούστου, 2008, το οποίο περιείχε περιγραφή σεξουαλικών πράξεων και για παρουσία του περιοδικού σε αίθουσα αναμονής ιατρού. Η παραπονούμενη εξήγησε ότι το παράπονο δεν υποβλήθηκε λόγω υπερβολικής σεμνοτυφίας, αλλά επειδή το περιοδικό ήταν διαθέσιμο στο θάλαμο αναμονής ιατρού όπου θα μπορούσαν να το διαβάσουν ανήλικοι ή άτομα που ενδεχομένως να ενοχλούντο από το περιεχόμενο. Η νομική σύμβουλος της εταιρείας «Φιλελεύθερος» που εκδίδει το περιοδικό, εξήγησε ότι το επίμαχο απόσπασμα ήταν μέρος παρουσίασης υπό έκδοση βιβλίου ιατρού, που έχει ως αντικείμενο την αγάπη και την ερωτική συμπεριφορά των Κυπρίων. Περαιτέρω ανέφερε ότι τα υπό αναφορά δημοσιεύματα δεν μπορούσαν να θεωρηθούν αισχρά και ανήθικα, γιατί δεν έτειναν προς διαφθορά και εξαχρείωση και ότι το θέμα θα έπρεπε να εξετασθεί από τη σκοπιά του μέσου πολίτη. Η Επιτροπή θεωρεί ότι επί του προκειμένου δεν υπάρχει διαμάχη, δεδομένου ότι στο παράπονο δεν διατυπώνεται ισχυρισμός για αισχρότητα ή ανηθικότητα του δημοσιεύματος. Περαιτέρω, η Επιτροπή αποφάσισε ότι το ΟΜΙΚΡΟΝ, ως περιοδικό γενικής και ποικίλης ύλης, απευθυνόμενο σε ενήλικες, μπορεί να φιλοξενεί απόψεις, εμπειρίες και αναλύσεις επί διαφόρων θεμάτων και θεματικών αποχρώσεων. Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, η Επιτροπή αποφάσισε ότι δεν υπήρξε παραβίαση οποιασδήποτε πρόνοιας του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας. Δεδομένου ότι είναι εκτός της αρμοδιότητας της Επιτροπής να κρίνει την τοποθέτηση του περιοδικού σε οποιοδήποτε χώρο αναμονής, η Επιτροπή θεωρεί ότι επαφίεται στους χρήστες του περιοδικού να το κρίνουν και να το αξιοποιήσουν κατά την κρίση τους. Επί του προκειμένου, θεωρεί επίσης ότι είναι ευθύνη του αναγνώστη, εάν θεωρεί το περιεχόμενο του περιοδικού αισχρό ή χυδαίο ή ακατάλληλο για κάποιες ηλικιακές ομάδες, να υποδείξει στον υπεύθυνο του χώρου ότι δεν πρέπει να εκτίθεται σε χώρο όπου ενδεχομένως να έχουν πρόσβαση και ανήλικοι ή άτομα που ενδεχομένως να ενοχλούνται από το περιεχόμενό του.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
17/2008
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
11/09/2008
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΔΕΝ ΕΞΕΤΑΣΤΗΚΕ
Στην Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας υποβληθηκε παράπονο από το Παρατηρητήριο για το Ρατσισμό και τη Ξενοφοβία στην Κύπρο ότι ορισμένα ηλεκτρονικά ΜΜΕ φιλοξένησαν και μετέδωσαν ρατσιστικές δηλώσεις στελεχών οργάνωσης. Το παράπονο, που παρατίθεται πιο κάτω, δεν περιλάμβανε συγκεκριμένα στοιχεία για να καταστεί δυνατή η διερεύνησή του, και η Επιτροπή πληροφόρησε αναλόγως τον παραπονούμενο, με την ακόλουθη επιστολή:
Κύριο
Νίκο Τριμικλινιώτη,
Παρατηρητήριο για το Ρατσισμό και τη Ξενοφοβία στην Κύπρο.
ΘΕΜΑ: Παράπονο για ξενοφοβικές εκπομπές
Σε συνέχεια επιστολής μας ημερομηνίας 17ης Ιουλίου, 2008, σας πληροφορούμε ότι η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας επελήφθη του παραπόνου σας για ξενοφοβικές εκπομπές που φιλοξένησαν απόψεις συγκεκριμένων οργανώσεων. Η Επιτροπή προσπάθησε να εξασφαλίσει στοιχεία για τις εκπομπές αυτές, τα οποία οι ενδιαφερόμενοι απέφυγαν να δώσουν επικαλούμενοι το γεγονός ότι δεν τους δόθηκαν συγκεκριμένες ημερομηνίες και εκπομπές. Λόγω έλλειψης στοιχείων η Επιτροπή αδυνατεί να εξετάσει περαιτέρω το παράπονο, εκτός ένα είστε σε θέση να κάμετε πιο συγκεκριμένη την καταγγελία σας. Η Επιτροπή επιθυμεί να σας πληροφορήσει ότι ανάλογο παράπονο έχει υποβληθεί από την ΚΙΣΑ εναντίον του καναλιού TV EXTRA, οπότε οι θέσεις των οργανώσεων αυτών θα κριθούν έμμεσα με τη διαπίστωση ή όχι παράβασης από το συγκεκριμένο κανάλι. Είμαστε στη διάθεσή σας για ο,τιδήποτε περαιτέρω.
Με εκτίμηση
Ανδρέας Μαυρομμάτης Πρόεδρος Επιτροπής Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας.
Το παράπονο δημοσιεύεται κατωτέρω, γιατί περιλαμβάνει αξιόλογες παρατηρήσεις. Από το κείμενο έχουν αναφερθεί αναφορές σε άτομα και ΜΜΕ, δεδομένου ότι δεν κλήθηκαν να απαντήσουν, επειδή δεν αναφέρθηκαν συγκεκριμένα στοιχεία για τις εκμπομπές:
13/7/2008
κ. Αντρέα Μαυρομμάτη
Πρόεδρο Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας
ΘΕΜΑ: Καταγγελία για Ρατσιστικό Λόγο
Αγαπητέ κ. Μαυρομμάτη
Εισαγωγή: Ο Απαγορευμένος Ρατσιστικός Λόγος
Με την παρούσα θα ήθελα να υποβάλω παράπονο στην Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εκ μέρους του Κυπριακού Παρατηρητήριου για τον Ρατσισμό και τη Ξενοφοβία. Η καταγγελία μου στρέφεται ενάντια στους ακόλουθους: (Παραλείπονται τα ονόματα) Η ανάγκη προστασίας από τον ρατσισμό, την απαράδεκτη αυτή ιδεολογία και όλες τις μορφές που αυτός παίρνει (θεσμικός, διαπροσωπικός, καθημερινές πρακτικές και δημόσιος λόγος) οδήγησε την πολιτεία να νομοθετήσει ενάντια σ’ αυτό το φαινόμενο. Αναφέρομε σε πανευρωπαϊκή πλέον νομοθεσία στα πλαίσια της Ε.Ε. και του Συμβουλίου της Ευρώπης, αλλά στον ΟΗΕ: έχουμε κυρώσει ως Κυπριακή Δημοκρατία σχετικές συμβάσεις, κι έχουμε ενσωματώσει τις Ευρωπαϊκές οδηγίες που απαγορεύουν τόσο τις ρατσιστικές πράξεις, όσο την προαγωγή του φυλετικού μίσους και την δημιουργία ρατσιστικού κλίματος. Το βασικό νομικό, αλλά και ηθικό πολιτικό ζήτημα είναι η διαφύλαξη μας από τον ρατσιστικό λόγο ενώ παράλληλα ο σεβασμός προς την ελεύθερη έκφραση. Αυτό το εκ πρώτης όψης δύσκολο συνταγματικό δίλημμα ανάμεσα στους δυο πόλους το λύνουμε σχετικά εύκολα αν δούμε τι ακριβώς προνοεί η νομοθεσία κατά του ρατσισμού και των διακρίσεων. Ο ρατσιστικός λόγος είτε εκδηλώνεται σε επίπεδο επίσημου λόγου του κράτους, είτε σε πολιτικό ή εκπαιδευτικό επίπεδο, είτε σε ακαδημαϊκό/επιστημονικό ή στο ΜΜΕ ή διαπροσωπικό επίπεδο καθημερινότητας κρίνεται από τα παραγόμενα αποτελέσματα του: Εκφράζει κι αναπαράγει τις ρατσιστικές ιδεολογίες που νομιμοποιούν ρατσιστικές πρακτικές: επομένως γίνεται αυτό που ο νόμος ρητά απαγορεύει – προαγωγή φυλετικού μίσους. Δημιουργεί ρατσιστικό κλίμα δηλαδή εκφοβιστικό, εχθρικό, ταπεινωτικό ή υποτιμητικό για συγκεκριμένες κατηγορίες του πληθυσμού λόγω φυλής ή εθνικής καταγωγής. Υπάρχουν νομικές ρυθμίσεις που απαγορεύουν τον ρατσιστικό λόγο, υπό ορισμένες προϋποθέσεις για την προστασία των ευάλωτων ομάδων κι ευρύτερα για την υπεράσπιση της αξιοπρέπειας και της συνοχής και της ελεύθερης κοινωνίας. «Κίνηση για τη Σωτηρία της Κύπρου»: Αρχέτυπο Ρατσιστικού Λόγου Η αποστολή της οργάνωσης αυτής, όπως φαίνεται από τα έγγραφα που κυκλοφόρησαν, είναι βασισμένη σε δύο άξονες, που έχουν ταλαιπωρήσει και εξακολουθούν να ταλαιπωρούν την ανθρωπότητα και που έχουν αφάνισαν εκατομμύρια ανθρώπους ανά τον κόσμο τον 20ο και τον 21ο αιώνα: το ρατσισμό και τον εθνικισμό. Γιατί μόνο ρατσιστική μπορεί να χαρακτηριστεί η θέση ότι οι μετανάστες θα «εισβάλουν» και θα εποικίσουν τη χώρα μας, θα αλλοιώσουν το δημογραφικό μας χαρακτήρα και εν γένει θα μας εξαφανίσουν, πλην όμως τα σχέδια τους τώρα αποκαλύφτηκαν και θα ανατραπούν από τους «σωτήρες» της Κύπρου. Οι μνήμες είναι ακόμα νωπές από τον πόνο και την καταστροφή που προκάλεσαν εκείνοι που θέλησαν να «σώσουν» τη Γερμανία από τους Εβραίους, την Ελλάδα από τον κομμουνισμό, την Κύπρο από τον Μακάριο, την Χιλή από τον Αγιέντε κλπ κλπ. Το δε σενάριο για συνωμοσία της Τουρκίας πίσω από την «εισβολή» την μεταναστών, εκτός από αφελές και βλακώδες, είναι εμποτισμένο με εθνικισμό και τυφλό αντι-τουρκικό φανατισμό, που δεν αφήνει τους «σωτήρες» να δουν το αυτονόητο: ότι κανείς δεν μπορεί να ελέγξει τη ροή της μετανάστευσης και κανείς δεν είναι σε θέσει να εκμεταλλευτεί τη ροή αυτή προς όφελος του. Ασφαλώς υπάρχουν συμφέροντα που κερδοσκοπούν σε βάρος των μεταναστών: αυτό εξάλλου είναι αποτέλεσμα της μαζικής ζήτηση για εργατική δύναμη από εργοδότες στην Κύπρος όπως και σε άλλες χώρες, πράγμα που εκμεταλλεύονται οι διακινητές. Πώς αλήθεια συμφέρει την Τουρκία να υπάρχουν “πολλοί” μετανάστες στην Κύπρο; Μήπως είναι όλοι «εγκάθετοι» της και υπάρχει μυστικό σχέδιο να μας πετάξουν στη θάλασσα; Αυτά δεν είναι σοβαρά πράγματα. Οι δε αναφορές τους σε «αφροασιατικές», «Μουσουλμανοασιατικές» και «Τουρκο-ασιατικές» ορδές που εισβάλλουν και «γεννοβολούν» καλλιεργούν τον πανικό, τη ξενοφοβία και το ρατσισμό και ξεκάθαρα δημιουργούν κλίμα φυλετικού μίσους. Τα δύο βιβλιαράκια που εξέδωσαν περιέχουν πληθώρα ρατσιστικών και ξενοφοβικών στοιχείων που αξίζει να μελετηθούν ως αρχέτυπο ρατσιστικού λόγου στην χώρα μας. Η δε απόπειρα των «σωτήρων να φωτογραφίσουν όσους ασχολούνται με ανθρώπινα δικαιώματα σαν «όργανα» των ξένων αποτελεί ύβρη και λίβελλο για τη δημοκρατία. Παραθέτω επίσης ένα απόσπασμα από σχετικό απόσπασμα από την ανακοίνωση της ΚΙΣΑ: υπογραφή2 Για το περιεχόμενο της εκδήλωσης οι διοργανωτές βρήκαν και βήμα στο * , του * και του * στα οποία παρουσίασαν τις θέσεις τους για τον εποικισμό... από τους αλλοδαπούς. Μάλιστα εκτός από αυθαίρετους αριθμούς, παρουσίασαν και αλβανικό μανιφέστο ... το οποίο βρήκαν στο διαδίκτυο, για το τι απεργάζονται οι Αλβανοί μετανάστες στην "Τσαμουριά", προειδοποιώντας ότι τα ίδια θα συμβούν και στην Κύπρο. Με τις απόψεις τους συμφωνούσε και ο παρουσιαστής του Ρ* λέγοντας ότι είναι φως φανάρι ότι υπάρχει οργανωμένο σχέδιο για διοχέτευση λαθρομεταναστών. Τα βιβλιαράκια και οι ανακοινώσεις στον τύπο αποτελούν παράνομη ρατσιστική έκδοση με βάση τα εξής: (α) Παραβιάζουν το Σύνταγμα το οποίο ρητά απαγορεύει τις δυσμενείς διακρίσεις «αμέσου ή εμμέσου εις βάρος οιουδήποτε ατόμου ένεκα της κοινότητος, της φυλής, του χρώματος, της θρησκείας, της γλώσσης, του φύλου, των πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων, της εθνικής ή κοινωνικής καταγωγής, της γεννήσεως, του πλούτου, της κοινωνικής τάξεως αυτού ή ένεκα οιουδήποτε άλλου λόγου» Επίσης, διασφαλίζει «το δικαίωμα ελευθερίας σκέψεως, συνειδήσεως και θρησκείας» και ορίζει ότι «πάσαι αι θρησκείαι είναι ίσαι ενώπιον του νόμου», ενώ απαγορεύει οποιαδήποτε «νομοθετική, εκτελεστική ή διοικητική πράξις της Δημοκρατίας δύναται να κάμη δυσμενή διάκρισιν εις βάρος οιουδήποτε θρησκευτικού ιδρύματος ή θρησκείας» και γενικά διασφαλίζει τη θρησκευτική ελευθερία. (β) Παραβιάζουν τη Διεθνή Σύμβαση για την Εξάλειψη όλων των μορφών των φυλετικών διακρίσεων με βάση το άρθρο 2Α του τροποποιημένου νόμου καθιστά υπόλογους απέναντι στο νόμο τα πρόσωπα που: Εξωθούν σε πράξεις που μπορούν να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βία ενάντια σε πρόσωπα με βάση τη φυλή, την εθνική καταγωγή ή τη θρησκεία. Δημιουργούν ή συμμετέχουν σε οργανώσεις που προωθούν προπαγάνδα με σκοπό τις διακρίσεις λόγω φυλής. Εκφράζουν ιδέες που εξυβρίζουν πρόσωπα λόγω της φυλής τους, της εθνικής καταγωγής ή της θρησκείας τους. Αρνούνται να παρέχουν αγαθά και υπηρεσίες σε ανθρώπους λόγω της φυλής, της εθνικής καταγωγής ή της θρησκείας τους. (γ) Παραβιάζουν τον Ποινικό Κώδικα, και συγκεκριμένα το Άρθρο 48: “πρόθεση να προωθηθούν αρνητικά συναισθήματα και εχθρότητα μεταξύ διαφορετικών κοινοτήτων ή τάξεων του πληθυσμού της Δημοκρατίας”. (δ) Παραβιάζουν τον Ποινικό Κώδικα, και συγκεκριμένα τα Άρθρα 51 και 51Α: η προμελετημένη δήλωση, έντυπη ή δημοσιευμένη, που “ενθαρρύνει την προσφυγή στη βία εκ μέρους όποιων από τους κατοίκους ή “ενθαρρύνει την προσφυγή στη βία ή προωθεί αρνητικά συναισθήματα μεταξύ διαφορετικών τάξεων ή κοινοτήτων ή προσώπων στην Κυπριακή Δημοκρατία” ή που “εξωθεί τους κατοίκους σε πράξεις βίας μεταξύ τους ή σε αμοιβαία διαφωνία ή υποθάλπει τη δημιουργία πνεύματος δυσανεξίας.” (ε) Το δε Άρθρο 142 του Ποινικού κώδικα που ρητά προνοεί ότι «η έκδοση ενός βιβλίου ή φυλλαδίου ή όποιας επιστολής ή άρθρου σε εφημερίδα ή περιοδικό που εκλαμβάνεται από μια ομάδα ανθρώπων ως δημόσια εξύβριση της θρησκείας τους, με σκοπό να εξευτελίσουν αυτή τη θρησκεία ή να κλονίσουν ή να εξυβρίσουν τους πιστούς της». Ξεκάθαρα οι εκδόσεις της «Κίνησης» εξυβρίζει του Μουσουλμάνους και γενικά τους μη Έλληνες Ορθόδοξους. Δεν δικαιούνται κρατικοί λειτουργοί και κάτοχοι κυβερνητικών αξιωμάτων να στηρίζουν Ρατσιστικές Οργανώσεις Αυτά θα έπρεπε να απασχολήσουν όσους επίσημους και μη αποφασίσουν να νομιμοποιήσουν τους «σωτήρες» με την παρουσία τους στην εκδήλωση τους. Βεβαίως, δικαίωμα του κάθε ιδιώτη να παραστεί σε όποια εκδήλωση θέλει και να εκφράσει την όποια άποψη του. Το δικαίωμα αυτό, όμως, δεν έχουν πολιτειακοί λειτουργοί που είναι επιφορτισμένοι με την εφαρμογή των νόμων και της δικαιοσύνης, την προστασία των δικαιωμάτων των πολιτών να συμμετάσχει σ εκδηλώσεις που έκδηλα προωθούν το φυλετικό μίσος και τη ξενοφοβία: οφείλει να αποφύγει να παρέχει κρατική στήριξη και επίσημο μανδύα στους διάφορους «σωτήρες». Ας παραιτηθούν λοιπόν όσοι κρατικοί λειτουργοί θέλουν να συμμετάσχουν και ως απλοί πολίτες πλέον ας συμμετάσχουν σε όποιες ακροδεξιές και φασιστικές οργανώσεις θέλουν: ωστόσο δεν δικαιούνται ούτε ως ιδιώτες προαγάγουν το φυλετικό μίσος. Ενόσω κατέχουν κρατικά αξιώματα, δεν έχουν το δικαίωμα να προβαίνουν σε πράξεις που τους κάνουν περίγελους όχι μόνο στην Κύπρο αλλά και στα Ευρωπαϊκά σώματα. Τα ΜΜΕ δεν δικαιούνται να στηρίζουν και προαγάγουν Ρατσιστικές Οργανώσεις που υποθάλπουν το φυλετικό μίσος, τον ρατσισμό και τη ξενοφοβία Καλούμε τους θεσμούς για τους οποίους τόσο περήφανα παρουσιάζουμε στην ΕΕ, όπως για παράδειγμα η Αρχή κατά του Ρατσισμού και των Διακρίσεων, η Αρχή Ραδιοτηλεόρασης και Επιτροπή Δεοντολογίας να παρέμβουν επιτέλους για να αναχαιτίσουν την εθνικιστική-ρατσιστική λαίλαπα: Τι θα γίνει με τα διάφορα κανάλια που υποθάλπουν τον ρατσισμό, όπως οι δημοσιογράφοι και υπεύθυνοι των καναλιών *,*,* που πρόβαλαν την «Κίνηση για τη Σωτηρία της Κύπρου» και παρότρυναν το κοινό να συμμετάσχει στη εκδήλωση της κατά παράβαση της νομοθεσίας που θεωρεί την πράξη αυτή ποινικό αδίκημα (βλ. Νόμος Ν. 12/1967); Ο Κώδικας Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας (ΚΔΔ) έχει θεσπίσει αρχές με «πρώτη και κύρια» το «σεβασμό της αλήθειας και του δικαιώματος του πολίτη για σωστή, αντικειμενική και ολοκληρωμένη πληροφόρηση». Συγκεκριμένα το σημείο 12 με τίτλο «ΔΥΣΜΕΝΕΙΣ ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ» του ΚΔΔ ρητά αναφέρει: «Τα Μ.Μ.Ε. αποφεύγουν οποιαδήποτε απ’ ευθείας ή άλλη αναφορά ή ενέργεια εναντίον προσώπου η οποία περιέχει στοιχεία προκατάληψης με βάση στη φυλή, το χρώμα, τη γλώσσα, τη θρησκεία, τις πολιτικές ή άλλες πεποιθήσεις, την εθνική ή κοινωνική προέλευση, την περιουσία, την καταγωγή, την ηλικία, το φύλο και το προσωπικό καθεστώς, περιλαμβανομένης της φυσικής ή διανοητικής ασθένειας ή αναπηρίας. Ο χλευασμός, η διαπόμπευση και ο διασυρμός ατόμων ή ομάδων είναι ανεπίτρεπτος.» Επίσης η «Διακήρυξη Αρχών Κώδικα Δημοσιογράφων» της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δημοσιογράφων αναφέρει: «Ο δημοσιογράφος έχει υπόψη του τον κίνδυνο εφαρμογής διακρίσεων από τα ΜΜΕ και κάνει καθετί δυνατό ώστε να αποφεύγει να διευκολύνει τέτοιες διακρίσεις στηριγμένες ανάμεσα σ’ άλλα στη φυλή, το φύλο, τη φυλετική προέλευση, τη γλώσσα, τη θρησκεία, τις πολιτικές και άλλες απόψεις και την εθνική ή κοινωνική προσέλευσης.» Παρόμοιες προσεγγίσεις έχει και το Ψήφισμα 1003 (1993) για τη Δημοσιογραφική Δεοντολογία. Με την απουσία δράσης επιτρέπεται στους διάφορους αυτόκλητους «Σωτήρες» να δημιουργούν εκφοβιστικό κλίμα ενάντια στις ευάλωτες ομάδες και οξύνεται κι αναπαράγεται ο ρατσισμός. Υπενθυμίζουμε ότι υπάρχει το προηγούμενο στη Βρετανία όπου η αδράνεια της αστυνομίας στην ορθή διερεύνηση της υπόθεσης Lawrence αποτέλεσε «θεσμικό ρατσισμό».
Παρακαλώ όπως διερευνήσετε το παράπονο.
Δρ. Νίκος Τριμικλινιώτης
Επιστημονικός Διευθυντής του Παρατηρητηρίου για τον Ρατσισμό στην Κύπρο (RAXEN)
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
19/2008
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
11/09/2008
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (19/2008-23/7/08) που διατυπώθηκε δημοσίως για ελλιπή ενημέρωση από το ΡΙΚ λόγω παράλειψής του να αναφερθεί, στο τηλεοπτικό δελτίο της 19ης Ιουλίου, 2008, στο γεγονός ότι κύριος ομιλητής κατά την κηδεία 4 αγνοουμένων της οικογένειας της Χαρίτας Μάντολες ήταν ο πρώην αρχισυντάκτης του Δημήτρης Ανδρέου, κατά παράβαση των προνοιών περί πλήρους, ολοκληρωμένης και αντικειμενικής ενημέρωσης και αποφυγής δυσμενών διακρίσεων. Ο Διευθυντής Ειδήσεων του ΡΙΚ κ. Γιάννης Καρεκλάς, απαντώντας σε παράκληση της Επιτροπής να παραθέσεις της απόψεις του Ιδρύματος επί του παραπόνου, ανέφερε ότι δεν υπήρξε πρόθεση δυσμενούς διάκρισης, ότι η παράλειψη ήταν τυχαία και όχι σκόπιμη και οφειλόταν σε παράβλεψη λόγω όγκου εργασίας και της πίεσης του χρόνου. Υπό το πρίσμα της απάντησης αυτής, η Επιτροπή αποφάσισε ότι υπήρξε ακούσια παράλειψη πλήρους ενημέρωσης, για την οποία υπάρχει το ελαφρυντικό της έλλειψης δυσμενούς πρόθεσης ή σκοπιμότητας.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
18/2008
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
11/09/2008
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΟΧΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (18/2008 -18/7/2008) το οποίο υπέβαλε ο πρόεδρος του Παγκύπριου Συνδέσμου Φυσικοπαθητικών κ. Ανδρέας Νικολάου εναντίον του ΣΙΓΜΑ και του παρουσιαστή κ. Χρύσανθου Τσουρούλη, για παραβίαση σειράς προνοιών του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, σε δύο εκπομπές του προγράμματος «60 λεπτά». Το παράπονο εξετάστηκε σε μεγάλο βαθμό σε σχέση με τον παράπονο 13/2008, που υπέβαλε γυναίκα φυσικοπαθητικός για την πρώτη εκπομπή. Το παράπονο ήταν από τα πιο περίπλοκα που υποβλήθηκαν ποτέ στην Επιτροπή, γιατί αφορούσε σε πλείστες όσες των προνοιών του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας και η εξέτασή του υπήρξε ιδιαίτερα χρονοβόρα και αργή, γεγονός που εξηγεί γιατί χρειάστηκαν έξι περίπου μήνες για την ολοκλήρωσή της. Στο πλαίσιο της εξέτασης προσήλθαν και κατέθεσαν ενώπιον υποεπιτροπής τόσο ο παραπονούμενος και άλλα άτομα, όσο και ο κ. Τσουρούλης. Το παράπονο αφορούσε σε δύο εκπομπές που μεταδόθηκαν η μια στις 16/6/2008 και η άλλη στις 14/7/2008 και είχαν ως αντικείμενο τον τσαρλατανισμό που κατ’ ισχυρισμόν ασκείται από άτομα που αποκαλούνται φυσικοπαθητικοί ή ανήκουν στον Παγκύπριο Σύνδεσμο Φυσικοπαθητικής. Τα παράπονα αφορούσαν στις πρόνοιες του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας περί ακρίβειας των πληροφοριών, δυσμενών διακρίσεων (άνισης μεταχείρισης), δικαιώματος απάντησης, εξασφάλισης πληροφοριών με δόλιο τρόπο ή εκφοβισμό, χλευασμού, διασυρμού ή διαπόμπευσης και ιδιωτικής ζωής, Ο παραπονούμενος ανέφερε ότι η φυσικοπαθητική είναι αναγνωρισμένο επάγγελμα παροχής εναλλακτικής θεραπείας σε πολλές χώρες και λειτουργούν σχολές και κολλέγια που παρέχουν πτυχία στον κλάδο αυτό. Ανέφερε επίσης ότι ο ίδιος είναι αναγνωρισμένος εκπαιδευτής εναλλακτικής ιατρικής και έχει ιδρύσει στην Κύπρο σχολή εκπαίδευσης στη φυσικοπαθητική. Περαιτέρω, παρουσίασε φωτοαντίγραφα πιστοποιητικών με τα οποία εμφαίνεται ότι το Υπουργείο Εσωτερικών, με βάση τον περί Σωματείων και Ιδρυμάτων Νόμο έχει εγγράψει ως Σωματεία τον Παγκύπριο Σύνδεσμο Εναλλακτικής Θεραπευτικής, τον Παγκύπριο Σύνδεσμο Φυσικοπαθητικής Θεραπευτικής και τον Παγκύπριο Σύνδεσμο Παραδοσιακού Βελονισμού και Ηλεκτροβελονισμού. Επίσης κατέθεσε Κώδικα Ηθικής και Επαγγελματικής Δεοντολογίας του «Κυπριακού Γενικού Συμβουλίου Εγγραφής Συμπληρωματικών και Εναλλακτικών Θεραπευτών», που όμως δεν έχει γίνει δεκτό για εγγραφή. Ο κ. Νικολάου ανέφερε ότι βρίσκεται σε επαφή με το Υπουργείο Υγείας και τον Παγκύπριο Ιατρικό Σύλλογο προς ρύθμιση του θέματος της φυσικοπαθητικής στην Κύπρο. Η φυσικοπαθητική μέθοδος παρέχει εναλλακτικές θεραπείες χωρίς φάρμακα και έχει της ρίζες της στο κίνημα Φυσικής Θεραπείας που εμφανίστηκε στην Ευρώπη στις αρχές του 20ύ αιώνα και θεωρείται ως συμπληρωματική ή εναλλακτική θεραπευτική μέθοδος. Στηρίζεται στην αντίληψη ότι το σώμα έχει έμφυτες ικανότητες αυτοθεραπείας και στις θεραπευτικές ιδιότητες ορισμένων βοτάνων και τροφών. Ασκείται σε πολλές χώρες, είτε με νομική αναγνώριση, είτε με σιωπηρή αποδοχή διαφόρων επιπέδων και λειτουργούν κολλέγια ή σχολές φυσικοπαθητικής που παρέχουν διπλώματα. Γενικά, δεν υπάρχει ομοιόμορφη αντιμετώπιση της φυσικοπαθητικής και είναι ενδεικτικό ότι στις Ηνωμένες Πολιτείες 16 Πολιτείες και στον Καναδά 5 επαρχίες αναγνωρίζουν την άσκηση της φυσικοπαθητικής από αποφοίτους αναγνωρισμένων σχολών, ενώ αλλού η φυσικοπαθητική δεν τυγχάνει οποιασδήποτε αναγνώρισης ή προστασίας. Στην Κύπρο δεν υπάρχει οποιαδήποτε ρητή νομική αναφορά στην άσκηση της φυσικοπαθητικής. Η Επιτροπή εξέτασε 10 επί μέρους παράπονα που διατυπώθηκαν σχετικά με τις δύο εκπομπές, και κατέληξε σε αποφάσεις σε καθένα από αυτά ξεχωριστά, ως ακολούθως: Ο κ. Τσουρούλης, προκειμένου να πείσει τον παραπονούμενο να συμμετάσχει στη συζήτηση, έδωσε παραπλανητικές πληροφορίες για το θέμα της εκπομπής της 16ης Ιουνίου, 2008, αναφέροντας ότι αντικείμενο συζήτησης θα ήταν οι διαφορές ανάμεσα στη Φυσικοπαθητική και τη Διαιτολογία, ενώ το θέμα της εκπομπής ήταν τελικά η άσκηση τσαρλατανισμού στον τομέα της διαιτητικής διατροφής. Το ΣΙΓΜΑ απάντησε δια του νομικού του συμβούλου, απορρίπτοντας τις κατηγορίες ότι ο παρουσιαστής της εκπομπής ενήργησε με δόλο ως προς την παρουσία του κ. Νικολάου, είτε στην πρώτη, είτε στη δεύτερη εκπομπή. Κατά την εξέταση του παραπόνου αυτού, η Επιτροπή έλαβε υπόψη τη δήλωση της βουλευτού κ. Ελένης Θεοχάρους στη διάρκεια της εκπομπής ότι η εντύπωσή της ήταν πως αντικείμενο της συζήτησης ήταν η άσκηση τσαρλατανισμού στον τομέα της υγείας, ενώ τελικά συνεζητείτο θέμα διαιτητικής διατροφής. Εξ άλλου, ο παραπονούμενος, αν θεωρούσε ότι είχε παραπλανηθεί, θα μπορούσε, είτε να διαμαρτυρηθεί και να καταγγείλει το γεγονός στη διάρκεια της εκπομπής, είτε και να αποχωρήσει, όπως είχε δικαίωμα να πράξει. Εν όψει της διάψευσης του κ. Τσουρούλη ότι έδωσε παραπλανητικές πληροφορίες και της έλλειψης οποιασδήποτε ενισχυτικής μαρτυρίας, η Επιτροπή έκρινε ότι δεν θα μπορούσε να αποφασίσει βασίμως επί του παραπόνου αυτού. Παραχωρήθηκε μικρότερος χρόνος στον ίδιο σε σχέση με τους άλλους προσκεκλημένους για να εκφέρει τις απόψεις του. Το ΣΙΓΜΑ απέρριψε το παράπονο για παραχώρηση άνισου χρόνου στους συζητητές. Από την εξέταση των οπτικογραφήσεων των δύο εκπομπών δεν προκύπτει ότι ο ο χρόνος που δόθηκε στον παραπονούμενο για να εκφέρει τις απόψεις του δεν ήταν ουσιωδώς άνισος σε σχέση με το χρόνο των άλλων και σε καμιά περίπτωση δεν του αφαιρέθηκε ο λόγος και δεν παρεμποδίστηκε να ομιλήσει. Για τους πιο πάνω λόγους το παράπονο περί άνισης ή δυσμενούς διάκρισης απορρίφθηκε. Ο κ. Τσουρούλης διατύπωσε απειλές ότι θα δυσφημούσε πάνω σε εικοσιτετράωρη βάση, από την τηλεόραση και το ραδιόφωνου του ΣΙΓΜΑ, το επάγγελμα της Φυσικοπαθητικής αν μέλη του Συνδέσμου κινούσαν αγωγές ή διατύπωναν παράπονα για την εκπομπή και απαίτησε υπογραφή δήλωσης ότι δεν θα κινούνταν αγωγές, προκειμένου να καλέσει τον κ. Νικολάου σε μια δεύτερη συζήτηση για να παραθέσει τις απόψεις του, καθώς και ότι τον παραπλάνησε ως προς το αντικείμενο της συζήτησης. Το ΣΙΓΜΑ απέρριψε τις κατηγορίες για διατύπωση απειλών ή την παροχή υποσχέσεων από τον παρουσιαστή της εκπομπής, καθώς και για αξίωση υπογραφής οποιασδήποτε δήλωσης. Επίσης αρνήθηκε ότι ο κ. Τσουρούλης παραπλάνησε οποιονδήποτε ως προς το αντικείμενο της συζήτησης. Επί του συγκεκριμένου παραπόνου προσήλθαν και κατέθεσαν ενώπιον υποεπιτροπής ο παραπονούμενος κ. Ανδρέας Νικολάου, η κ. Νταϊάνα Νικολάου, Γραμματέας του Συνδέσμου Φυσικοπαθητικών και η κ. Αδριανή Λοϊζου, σπουδάστρια φυσικοπαθητικής. Και οι τρεις υποστήριξαν ότι άκουσαν τον κ. Τσουρούλη να διατυπώνει, σε ανοικτή τηλεφωνική συνομιλία με τον κ. Νικολάου, μετά την πρώτη εκπομπή, τις προαναφερθείσες απειλές, αλλά ο καθένας έδωσε διαφορετική εκδοχή ως προς τις φράσεις ή λέξεις που χρησιμοποιήθηκαν. Ο κ. Νικολάου ανέφερε ότι όταν διαμαρτυρήθηκε για το γεγονός ότι αντικείμενο και της δεύτερης εκπομπής θα ήταν ο τσαρλατανισμός, ο κ. Τσουρούλης τον απείλησε με τη φράση: «Είμαι σε θέση να σας διαλύσω το Σύνδεσμο, θα σας πολεμώ σε εικοσιτετράωρη βάση μέσω ραδιοφώνου και τηλεόρασης». Επίσης είπε ότι πριν από τη δεύτερη εκπομπή ο κ. Τσουρούλης του ζήτησε να πείσει τα μέλη του Συνδέσμου να μην υλοποιήσουν πρόθεσή τους να κινήσουν αγωγή λιβέλου και να υπογράψει σχετικό έγγραφο, αλλά τελικά δεν ζήτησε την υπογραφή οποιουδήποτε εγγράφου. Η κ. Νταϊάνα Νικολάου είπε ότι ο κ. Τσουρούλης απείλησε με τη φράση «αν συνεχίσετε θα καταστρέψω τη φυσικοπαθητική, θα βάζω υποτίτλους σε εικοσιτετράωρη βάση». Πρόσθεσε ότι τελικά τα πνεύματα ηρέμησαν και συμφώνησαν να γίνει μια δεύτερη εκπομπή χωρίς αναφορά σε τσαρλατάνους, υπό τον όρο ότι δεν θα πήγαιναν μέλη του Συνδέσμου στα δικαστήρια. Η κ. Νικολάου ανέφερε επίσης ότι όταν μέλος του συνδέσμου απέστειλε επιστολή στον κ. Τσουρούλη, το ΣΙΓΜΑ μετέδιδε προαγγελίες για την εκπομπή με αναφορές σε τσαρλατανισμό. Η κ. Αδριανή Λοϊζου, φοιτήτρια φυσικοπαθητικής, είπε ότι άκουσε τον κ. Τσουρούλη να λέγει: «Αν συνεχίσετε και δεν σταματήσετε τη διαδικασία (των αγωγών) θα σας πολεμώ μέχρι τέλους». Η Επιτροπή σημειώνει ότι το παράπονο αφορά στην πρόνοια του Κώδικα ότι «οι λειτουργοί (των ΜΜΕ) δεν επιχειρούν να εξασφαλίσουν …πληροφορίες ή εικόνες/φωτογραφίες με ψευδείς παραστάσεις ή με άλλο δόλιο τρόπο…ούτε προσπαθούν να τις αποκτήσουν…με εκφοβισμό ή εκβιασμό». Οι φράσεις που αποδίδονται στον κ. Τσουρούλη, ακόμη και αν είχαν ειπωθεί, από μόνες τους δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως παραβίαση της πιο πάνω πρόνοιας του Κώδικα, δεδομένης της παραδοχής της κ. Νικολάου ότι υπήρξε συμφωνία για πραγματοποίηση δεύτερης τηλεοπτικής εκπομπής με τη συμμετοχή του παραπονουμένου, Περαιτέρω, σημειώνεται ότι δεν παρουσιάστηκε κανένα στοιχείο ότι ο παραπονούμενος πήρε μέρος στην εκπομπή υπό το κράτος φόβου που του δημιούργησαν τα λόγια του κ. Τσουρούλη. Ως προς το σημείο του παραπόνου περί παραπλάνησης, η Επιτροπή σημείωσε την αναφορά της κ. Νικολάου ότι το αντικείμενο της εκπομπής ήταν γνωστό εκ των προτέρων από τις σχετικές διαφημίσεις που μετέδιδε το ΣΙΓΜΑ. Από την άλλη, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι ο παραπονούμενος τελούσε σε άγνοια ως προς το πραγματικό αντικείμενο της συζήτησης, όταν αντιλήφθηκε, σύμφωνα με δική του δήλωση, προτού αρχίσει η εκπομπή, πως το θέμα της θα ήταν διαφορετικό από εκείνο που είχε την εντύπωση ότι θα ήταν, θα μπορούσε να αρνηθεί συμμετοχή σ’ αυτή, ή να προσέλθει και να καταγγείλει την φερόμενη παραπλάνησή του ή και να αποχωρήσει από την εκπομπή. Για τους ανωτέρω λόγους το παράπονο δεν μπορεί να θεωρηθεί ως τεκμηριωμένο. Μετέδιδε ανακριβείς πληροφορίες ότι οι φυσικοπαθητικοί είναι παράνομοι, ασπούδαστοι και χωρίς πτυχία και τους διέσυρε χαρακτηρίζοντάς τους αγύρτες, τσαρλατάνους και κομπογιαννίτες. Από την εξέταση των εκπομπών, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι ήταν σαφής η θέση του κ. Τσουρούλη ότι από άτομα που παρουσιάζονται ως φυσικοπαθητικοί ασκείται τσαρλατανισμός και κομπογιαννιτισμός στον τομέα της υγείας, χωρίς να αποδίδει όμως τους χαρακτηρισμούς στο σύνολο των φυσικοπαθητικών. Επίσης, τόσο ο κ. Νικολάου στην πρώτη και δεύτερη εκπομπή, όσο και καθηγήτρια της φυσικοπαθητικής από την Ελλάδα, που πήρε μέρος στην εκπομπή, σαφώς διαχώρισαν τη θέση τους από την πρακτική ορισμένων, όπως παρουσιάστηκε μέσα από μυστικές κινηματογραφήσεις. Ειδικότερα ο κ. Νικολάου ανέφερε: «Αυτοί δεν έχουν καμιά σχέση μαζί μας, τα καταδικάζω…δεν έχουμε τέτοια μέλη, αυτά είναι καταδικαστέα…έχουμε κώδικα δεοντολογίας και όποιος τον παραβαίνει αποπέμπεται…αυτά που είδαμε τα αποκηρύσσουμε». Η καθηγήτρια φυσικοπαθητικής ανέφερε σαφώς: «Αυτά δεν είναι φυσικοπαθητική…» Συνεπώς η Επιτροπή αποφάσισε ότι δεν τίθεται θέμα διασυρμού ολόκληρης της ομάδας των φυσικοπαθητιών. Παραιτέρω, η θέση του κ. Τσουρούλη ήταν ότι οι φυσικοπαθητικοί δεν έχουν πτυχία από αναγνωρισμένες από το κυπριακό κράτος ιατρικές ή άλλες σχολές και δεν έχουν εγγραφεί ως άτομα αρμόδια να παρέχουν υπηρεσίες υγείας από αναγνωρισμένο από το Υπουργείο Παιδείας σώμα. Επίσης ο ισχυρισμός του ήταν ότι άτομα που παρουσιάζονταν ως φυσικοπαθητικοί προέβαιναν σε διαγνώσεις και παρείχαν συμβουλές δίαιτας και διατροφής, ενώ αυτό το δικαίωμα έχουν, με βάση το νόμο, εγγεγραμμένοι διαιτολόγοι/διατροφολόγοι. Η αναφορά του σε παρανομία πρέπει να εξετασθεί υπό το των πιο πάνω και της έλλειψης νόμου, που να επιτρέπει ή να διέπει με οποιοδήποτε τρόπο την άσκηση της φυσικοπαθητικής. Προς ενίσχυση της θέσης του, ο κ. Τσουρούλης παρουσίασε έγγραφο του Υπουργείου Υγείας προς το Υπουργείο Εσωτερικών, στο οποίο ανέφερε ότι δεν συμφωνούσε με την εγγραφή σωματείου με την επωνυμία «Γενικό Συμβούλιο Εγγραφής Επαγγελματιών Συμπληρωματικών Θεραπευτών Κύπρου», που σχετιζόταν με την «Νεοϊπποκρατική Σχολή Κύπρου» του κ. Νικολάου, η οποία παρέχει φοίτηση στη φυσικοπαθητική, επειδή «τα τυχόν απαιτούμενα προσόντα που θα πρέπει να έχει ένας επαγγελματίας ειδικότερα στον τομέα της υγείας, πρέπει να καθορισθούν με νομοθεσία και δεν είναι δυνατό να αναγνωρίζονται από ένα Σύνδεσμο». Η Επιστολή ανέφερε επίσης ότι η «Νεοϊπποκρατική Σχολή Κύπρου δεν έχει οποιαδήποτε άδεια από την Αρμόδια Αρχή. Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, η Επιτροπή αποφάσισε ότι δεν υπήρξε ανακρίβεια στον ισχυρισμό που διατυπώθηκε στις δύο εκπομπές περί παρανομίας από ορισμένα άτομα που παρουσιάζονταν ως φυσικοπαθητικοί και επομένως το συγκεκριμένο παράπονο δεν θα μπορούσε βάσιμα να γίνει αποδεκτό. Μετέδωσε ανακριβείς πληροφορίες ότι δεν υπάρχει νόμιμα εγγεγραμμένος Σύνδεσμος Φυσικοπαθητικής που να ελέγχει τους επαγγελματίες Φυσικοπαθητικούς, ενώ υπάρχει τέτοιος σύνδεσμος νόμιμα εγγεγραμμένος. Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι ο ισχυρισμός του κ. Τσουρούλη δεν ήταν πως δεν υπάρχει νομίμως εγγεγραμμένος Παγκύπριος Σύνδεσμος Φυσικοπαθητικής, αλλά ότι ο Σύνδεσμος ενεγράφη από το Υπουργείο Εσωτερικών ως σωματείο, με βάση την πρόνοια του περί Σωματείων Νόμου και όχι κατόπιν εξουσιοδότησης του αρμοδίου Υπουργείου Υγείας να εγγράφει προσοντούχα άτομα στον τομέα της θεραπευτικής. Προς τούτο επικαλέστηκε και πάλι την ανωτέρω αναφερόμενη επιστολή του Υπουργείου Υγείας προς το Υπουργείο Εσωτερικών. Στον κ. Νικολάου δόθηκε η ευκαιρία κατά τη συζήτησηνα εξηγήσει τη θέση του, ότι ο Σύνδεσμος ήταν νομίμως εγγεγραμμένος από το Υπουργείο Εσωτερικών. Συνεπώς, η Επιτροπή δεν διαπίστωσε παραβίαση της πρόνοιας του Κώδικα περί μη μετάδοσης ανακριβών ή παραπλανητικών πληροφοριών. Στη διάρκεια της εκπομπής προέβη σε δυσμενείς διακρίσεις σε βάρος του και δεν του επέτρεψε να δώσει πληροφορίες. Από την εξέταση και των δύο εκπομπών η Επιτροπή δεν διαπίστωσε δυσμενή διάκριση σε βάρος του κ. Νικολάου και δεν παρενέβη για να αποτρέψει την παροχή πληροφοριών. Ο κ. Τσουρούλης ήταν σαφώς τοποθετημένος επί του θέματος, καθώς και έντονος στην υποβολή των ερωτήσεών του, επιμένοντας να πάρει απαντήσεις σε συγκεκριμένες ερωτήσεις που υπέβαλε. Ο επιθετικός, έντονος ή επίμονος τρόπος υποβολής ερωτήσεων ενδεχομένως να ενοχλεί τα άτομα στα οποία απευθύνονται οι ερωτήσεις ή και μέλη του κοινού, αλλά η πρακτική αυτή είναι αποδεκτή, νοουμένου ότι οι ερωτήσεις είναι κόσμιες, δηλαδή δεν εμπεριέχουν το στοιχείο της πρόθεσης ή προσπάθειας διασυρμού του ερωτώμενου και δεν χρησιμοποιούνται προσβλητικοί χαρακτηρισμοί. Αντίθετη άποψη θα συνιστούσε υπέρμετρο περιορισμό της ελευθερίας των δημοσιογράφων να ασκούν το λειτούργημά τους και ιδιαίτερα στις περιπτώσεις διερευνητικής δημοσιογραφίας. Στην προκειμένη περίπτωση, είναι η άποψη της Επιτροπής ο τρόπος με τον οποίο ο κ. Τσουρούλης υπέβαλλε τις ερωτήσεις του στις συγκεκριμένες εκπομπές ήταν εντός των επιτρεπομένων δημοσιογραφικών ορίων και δεν εμπεριείχε το στοιχείο της προσπάθειας ή πρόθεσης διασυρμού. Επίσης η Επιτροπή θεωρεί ότι η τοποθέτηση των δημοσιογράφων επί ενός θέματος και η υποστήριξη συγκεκριμένων απόψεων και θέσεων καλύπτεται από τη σχετική πρόνοια του Κώδικα, που προβλέπει ότι «έχουν το δικαίωμα να προβαίνουν σε αναλύσεις και να υποστηρίζουν συγκεκριμένες θέσεις», εφ’ όσο καθιστούν σαφή τη διάκριση μεταξύ γεγονότος και ερμηνείας, σχολίου ή εικασίας. Συνεπώς η Επιτροπή θεωρεί ότι το παράπονο δεν ευσταθεί. Συνεργείο του ΣΙΓΜΑ πήρε συνεντεύξεις με παραπλανητικό τρόπο από ασθενείς και μετέδωσε εσκεμμένα λανθασμένες πληροφορίες, με σκοπό να εκθέσει τους φυσικοπαθητικούς στην κατηγορία ότι αποκαλούνται «ιατροί». Το παράπονο αυτό σχετίζεται με τη λήψη συνεντεύξεων από άτομα που ανέφεραν ότι θεραπεύθηκαν από φυσικοπαθητικούς. Στη μια συνέντευξη μια ηλικιωμένη γυναίκα αναφέρθηκε στο θεραπευτή της ως «γιατρό». Λήφθηκε δεύτερη συνέντευξη στην οποία παραλήφθηκε η αναφορά σε «γιατρό», αλλά τελικά μεταδόθηκε η πρώτη συνέντευξη, Κατά την άποψη της Επιτροπής, η λήψη της πρώτης συνέντευξης δεν έγινε με δόλιο τρόπο και η δημοσιογράφος που την πήρε δεν προκάλεσε με κανένα τρόπο της αναφορά της γυναίκας σε «γιατρό». Η μετάδοση μιας συνέντευξης που λήφθηκε χωρίς δόλιο τρόπο δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι παραβιάζει οποιαδήποτε πρόνοια του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας. Παράλληλα ο παρουσιαστής της εκπομπής, παρά τις έντονες απόψεις του εναντίον των φυσικοπαθητικών, δεν χρησιμοποίησε σε καμιά περίπτωση την αναφορά σε «γιατρό» προκειμένου να κατηγορήσει τους φυσικοπαθητικούς ή να τους εκθέσει σε κατηγορίες. Στη διάρκεια της εκπομπής ακολούθησε μεροληπτική τακτική και με επιθετικό τρόπο επεχείρησε να διασύρει τον ίδιο και τους φυσικοπαθητικούς. Όπως προαναφέρθηκε, ο Κώδικας Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας δίδει το δικαίωμα στους δημοσιογράφους να τοποθετούνται και να υποστηρίζουν συγκεκριμένες θέσεις, αρκεί να κάνουν διάκριση μεταξύ γεγονότων και σχολίων. Η υποστήριξη συγκεκριμένων θέσεων επί ενός θέματος και στη συγκεκριμένη περίπτωση της νομιμότητας ή μη της άσκησης της φυσικοπαθητικής, τα όρια της οποίας είναι ασαφή λόγω ανυπαρξίας σχετικής νομοθεσίας, με έντονο ή ακόμη και επιθετικό τρόπο, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μεροληπτική στάση. Επί πλέον, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, είναι εντός των δικαιωμάτων των δημοσιογράφων η υποβολή ερωτήσεων με επιθετικό τρόπο και η εμμονή στη λήψη απαντήσεων, χωρίς αυτή η πρακτική να θεωρείται ως διασυρμός ή προσπάθεια διασυρμού. Συνεπώς η Επιτροπή δεν θεωρεί ότι υπήρξε παραβίαση της πρόνοιας περί δυσμενών διακρίσεων και διασυρμού. Το ΣΙΓΜΑ εξασφάλισε με δόλιο τρόπο εικόνες από χώρους εργασίας και αποκάλυψε στοιχεία προσωπικού χαρακτήρα. Είναι παραδεκτό από το ΣΙΓΜΑ ότι οι κινηματογραφήσεις σε ιδιωτικούς χώρους εργασίας ατόμων που παρουσιάζονταν ως φυσικοπαθητικοί, έγιναν με μυστικό τρόπο. Ο Κώδικας Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας ορίζει ότι κατ’ εξαίρεση μπορούν να ληφθούν έγγραφα και εικόνες/φωτογραφίες χωρίς συγκατάθεση προς εξυπηρέτηση του Δημοσίου Συμφέροντος. Περαιτέρω ορίζει ότι περίπτώσεις οι οποίες κατ’ επίκληση του δημοσίου συμφέροντος δικαιολογούν παρέκκλιση από τον κανόνα είναι, μεταξύ άλλων, η «προστασία της δημόσιας ασφάλειας και υγείας» και η «παρεμπόδιση παραπλάνησης του κοινοιύ ως αποτέλεσμα πράξεων ή δηλώσεων ατόμων ή οργανισμών». Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι η μυστική κινηματογράφηση έγινε κατ’ επίκληση της προστασίας της δημόσιας υγείας και παρεμπόδισης παραπλάνησης του κοινού, η Επιτροπή αποφάσισε ότι το παράπονο δεν ευσταθεί. Περαιτέρω, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι ταινίες που λήφθηκαν μυστικά δεν αποκάλυπταν ουσιώδεις λεπτομέρειες που θα ήταν δυνατό να οδηγήσουν σε αποκάλυψη προσωπικών στοιχείων στο μέσο τηλεθεατή. Ακόμη και αν υπήρχαν τέτοιες λεπτομέρειες, η κινηματογράφηση δεν αφορούσε στον παραπονούμενο αλλά σε άλλα άτομα, τα οποία δεν υπέβαλαν οποιοδήποτε παράπονο για αποκάλυψη προσωπικών τους δεδομένων. Περαιτέρω, και αν ακόμη κάποια χαρακτηριστικά που παρουσιάστηκαν θα μπορούσαν να είχαν οδηγήσει στην αποκάλυψη τέτοιων στοιχείων, ο Κώδικας Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας ορίζει ότι δικαιολογούνται «σε εξαιρετικές περιπτώσεις και αποκλειστικά προς το δημόσιο συμφέρον» παρεμβάσεις και έρευνες στην ιδιωτική ζωή, καθώς και αποκάλυψη προσωπικών στοιχείων. Στον ορισμό του δημοσίου συμφέροντος περιλαμβάνεται και η προστασία της δημόσιας υγείας, κατ’ επίκληση της οποίας έγινε η κινηματογράφηση και η προβολή σκηνών σε ιδιωτικούς χώρους. Εσκεμμένα ο κ. Τσουρούλης διέσυρε τον ίδιο επειδή δεν παρεμπόδισε μέλη του Συνδέσμου από του να κινήσουν αγωγή. Ο παρουσιαστής της εκπομπής απορρίπτει τον ισχυρισμό ότι η στάση του υπαγορεύθηκε από τη μη παρεμπόδιση μελών του Συνδέσμου Φυσικοπαθητικών να λάβουν νομικά μέτρα. Η Επιτροπή δεν είχε ενώπιόν της οποιοδήποτε ενισχυτικό στοιχείο το οποίο να αποδεικνύει τον ισχυρισμό και επί πλέον έλαβε υπόψη ότι ο κ. Τσουρούλης είχε τηρήσει την ίδια στάση και κατά την πρώτη εκπομπή, οπότε δεν υπήρχε θέμα λήψης νομικών μέτρων. Από την εξέταση της οπτικογράφησης των επίμαχων εκπομπών, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι ο παρουσιαστής υπήρξε έντονος και σε μερικές περιπτώσεις επιθετικός στην υποβολή ερωτήσεων προς τον παραπονούμενο, ζητώντας του να σχολιάσει διάφορα έγγραφα ή να εκφέρει γνώμη για την πρακτική ορισμένων ατόμων. Ο παρουσιαστής είχε ευθύς εξ αρχής σαφή θέση εναντίον της φυσικοπαθητικής, επικαλούμενος προς τούτο την έλλειψη νομοθεσίας η οποία να ρυθμίζει την άσκησή της. Η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η υποστήριξη συγκεκριμένων θέσεων επί του θέματος της συζήτησης και η διατύπωση ερωτήσεων με επιθετικό τρόπο δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ως παραβίαση των κανόνων του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας και ειδικότερα των προνοιών περί αποφυγής χλευασμού, διαπόμπευσης ή διασυρμού. Ο παραπονούμενος υπέβαλε σειρά εγγράφων και δικαιολογητικών προς υποστήριξη των προσόντων που κατέχει ή απόδειξη του γεγονότος ότι η φυσικοπαθητική είναι αποδεκτή μέθοδος εναλλακτικής θεραπείας. Η Επιτροπή αποφάσισε ότι είναι εκτός των αρμοδιοτήτων της να αποφανθεί επί του αποδεκτού ή όχι της φυσικοπαθητικής ως εναλλακτικής θεραπευτικής μεθόδου ή των προσόντων οποιουδήποτε, δεδομένου ότι η ρύθμιση του θέματος αυτού ανήκει στην απόλυτη αρμοδιότητα και ευθύνη του Υπουργείου Υγείας.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
13/2008
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
11/09/2008
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΟΧΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (13/2008 -18/6/2008) γυναίκας φυσικοπαθητικού εναντίον της εκπομπής «60 λεπτά» του ΣΙΓΜΑ και του παρουσιαστή της Χρύσανθου Τσουρούλη, για εξασφάλιση εικόνων με δόλιο τρόπο από το χώρο εργασίας της, αποκάλυψη στοιχείων προσωπικού χαρακτήρα, δυσφήμηση της εργασίας της και για ανοίκεια συμπεριφορά. Το παράπονο εξετάστηκε σε μεγάλο βαθμό σε σχέση με τον παράπονο 18/2008, που υπέβαλε ο Παγκύπριος Σύνδεσμος Φυσικοπαθητικών για την ίδια εκπομπή και για μια δεύτερη. Τα δύο παράπονα, ιδιαίτερα το δεύτερο, ήταν από τα πιο περίπλοκα που υποβλήθηκαν ποτέ στην επιτροπή και η εξέτασή τους ιδιαίτερα χρονοβόρα και αργή, γεγονός που απαίτησε έξι περίπου μήνες για την ολοκλήρωσή της. Η παραπονούμενη ανέφερε ότι είναι φυσικοπαθητικός, κατέχει επαγγελματική άδεια από τον Παγκύπριο Σύνδεσμο Φυσικοπαθητικών και είναι μέλος του Βρετανικού Διεθνούς Συνδέσμου Φυσικοπαθητικών (BIFRAN). Σύμφωνα με το παράπονό της, το ΣΙΓΜΑ παραβίασε το χώρο εργασίας της, που είναι και η ιδιωτική της κατοικία και οπτικογράφησε μυστικά εξέταση ασθενούς της, την οποία ο παρουσιαστής της εκπομπής «60 λετπά» Χρύσανθος Τσουρούλης παρουσίασε με αρνητικό και δυσφημητικό για την εργασία της τρόπο, στις 16 Ιουνίου, 2008. Συμπληρωματικά, ανέφερε ότι ο κ. Τσουρούλης της τηλεφώνησε στις 23 Ιουνίου, 2008 και της είπε ότι με βάση το Νόμο περί Εγγραφής Επιστημόνων Τροφίμων και Διαιτολόγων «είστε ένα τίποτα» και ότι είχε «10 καταγγελίες εις βάρος σας» για τις οποίες έχει ειδοποιηθεί η Αστυνομία. Το ΣΙΓΜΑ απάντησε δια των νομικών του συμβούλων, αναφέροντας ότι οποιαδήποτε μυστική κινηματογράφηση έγινε με σκοπό την προστασία του δημοσίου συμφέροντος και της δημόσιας υγείας και δεν αποσκοπούσε στην προσβολή της προσωπικότητας ή την παρουσίαση στοιχείων προσωπικού χαρακτήρα της παραπονούμενης. Περαιτέρω ανέφερε ότι λήφθηκε μέριμνα για τη μη αποκάλυψη «στο μέσο τηλεθεατή» προσωπικών στοιχείων οποιουδήποτε και ότι το ΣΙΓΜΑ παρουσίασε ένα θέμα δημοσίου ενδιαφέροντος, όπως ήταν το γεγονός ότι άτομα που με βάση το σχετικό νόμο δεν ήταν αρμοδίως εγγεγραμμένα ασκούσαν το επάγγελμα του διαιτολόγου. Περαιτέρω ανέφερε ότι η επιστήμη που ασκεί η παραπονούμενη δεν είναι αναγνωρισμένη από το νόμο και επομένως δυνατό η ίδια να παραβιάζει το νόμο. Στο σημείο αυτό είναι αναγκαίο να αναφερθούν ορισμένα στοιχεία σχετικά με τη φυσικοπαθητική. Η παροχή εναλλακτικής θεραπείας με τη φυσικοπαθητική μέθοδο, δηλαδή χωρίς φάρμακα, έχει της ρίζες της στο κίνημα Φυσικής Θεραπείας που εμφανίστηκε στην Ευρώπη στις αρχές του 20ύ αιώνα και θεωρείται ως συμπληρωματική ή εναλλακτική θεραπευτική μέθοδος. Στηρίζεται στην αντίληψη ότι το σώμα έχει έμφυτες ικανότητες αυτοθεραπείας και στις θεραπευτικές ιδιότητες ορισμένων βοτάνων και τροφών. Ασκείται σε πολλές χώρες, είτε με νομική αναγνώριση, είτε με σιωπηρή αποδοχή διαφόρων επιπέδων και λειτουργούν κολλέγια ή σχολές φυσικοπαθητικής που παρέχουν διπλώματα. Είναι ενδεικτικό ότι στις Ηνωμένες Πολιτείες 16 Πολιτείες και στον Καναδά 5 επαρχίες αναγνωρίζουν την άσκηση της φυσικοπαθητικής από αποφοίτους αναγνωρισμένων σχολών, ενώ αλλού η φυσικοπαθητική δεν τυγχάνει οποιασδήποτε αναγνώρισης ή προστασίας. Στην Κύπρο δεν υπάρχει οποιαδήποτε ρητή νομική αναφορά στην άσκηση της φυσικοπαθητικής. Ο παρουσιαστής της εκπομπής «60 λεπτά» Χρύσανθος Τσουρούλης παρουσίασε τέσσερις ταινίες μικρού μήκους που ήταν προφανές ότι λήφθηκαν με μυστικό τρόπο και παρουσίαζαν φυσικοπαθητικούς να παρέχουν συμβουλές για δίαιτα ύστερα από εξέταση με τη χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή. Τα πρόσωπα είχαν αποκρυβεί και οι φωνές αλλοιωθεί ώστε να μην είναι αναγνωρίσιμα και γενικά δεν παρουσιάστηκαν στοιχεία που κατά την άποψη της Επιτροπής θα μπορούσαν να οδηγήσουν κάποιον, εκτός από όσους ενδεχομένως να είχαν καλή γνώση, να αναγνωρίσουν οποιοδήποτε χώρο. Ο κ. Τσουρούληςήταν σαφώς τοποθετηθετημένος επί του θέματος της εκπομπής, που ήταν «Δίαιτα, προσπάθεια απώλεια βάρους και τσαρλατάνοι», όπως φανέρωνε και ο τίτλος «Τσαρλατάνοι απειλούν τη ζωή μας». Υποστήριξε ότι κάποιοι που ήταν μέλη του Παγκύπριου Συνδέσμου Φυσικοπαθητικών «πούλησαν κάλπικες ελπίδες, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν προβλήματα υγείας και ότι η φυσικοπαθητική δεν ήταν αναγνωρισμένη στην Κύπρο. Οι συζητητές συμφώνησαν ότι η διαγνωστική μέθοδος που παρουσιάστηκε μέσα από τις τέσσερις ταινίες δεν ήταν η ενδεδειγμένη. Ο Πρόεδρος του Παγκύπριου Συνδέσμου Φυσικοπαθητικών ανέφερε ότι «αυτοί δεν έχουν καμιά σχέση μαζί μας…δεν έχουμε τέτοια μέλη, αυτά είναι καταδικαστέα…έχουμε κώδικα δεοντολογίας και όποιος τον παραβαίνει αποπέμπεται…αυτά που είδαμε τα αποκηρύσσουμε». Η Πρόεδρος της Επιτροπής Υγείας της Βουλής Ελένη Θεοχάρους παρατήρησε επίσης ότι «δεν έχουν ρυθμισθεί όλα τα ζητήματα που αφορούν νέες ειδικότητες ή υποειδικότητες» από το Υπουργείο Υγείας, το οποίο «δεν κινείται με ταχύτητα» στα θέματα αυτά. Η Επιτροπή, αφού εξέτασε τις εκατέρωθεν θέσεις και είδε τις επίμαχες εκπομπές από οπτικογράφηση κατέληξε στις ακόλουθες αποφάσεις επί των διαφόρων σημείων του παραπόνου: Δόλια εξασφάλιση πληροφοριών ή εικόνων. Ο Κώδικας Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας ορίζει ότι «οι λειτουργοί (των ΜΜΕ) δεν πρέπει να επιχειρούν να εξασφαλίσουν, οι ίδιοι ή μέσω τρίτων, πληροφορίες ή εικόνες/φωτογραφίες με ψευδείς παραστάσεις ή με άλλο δόλιο τρόπο» και ότι «με εξαίρεση την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος…εικόνες/φωτογραφίες μπορούν να λαμβάνονται μόνο με τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη τους». Η πρόνοια περί δημοσίου συμφέροντος ορίζει ότι «περιπτώσεις οι οποίες κατ’ επίκληση του δημοσίου συμφέροντος δικαιολογούν παρέκκλιση από τον κανόνα, είναι κυρίως η «προστασία της δημόσιας ασφάλειας και υγείας» και η «παρεμπόδιση παραπλάνησης του κοινού ως αποτέλεσμα πράξεων ή δηλώσεων ατόμων και οργανισμών». Η Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη ότι εκπρόσωποι της Επιτροπής Διαιτολογίας του Παγκύπριου Ιατρικού Συλλόγου, της Ομοιοπαθητικής Ιατρικής Εταιρείας, του Συνδέσμου Διαιτολόγων-Διατροφολόγων Κύπρου, της Επιτροπής Εγγραφής Διαιτολόγων-Διατροφολόγων, του Συνδέσμου Φαρμακοποιών. η Πρόεδρος της Επιτροπής Υγείας της Βουλής και ακόμη και ο Πρόεδρος Συνδέσμου Φυσικοπαθητικών Κύπρου θεώρησαν ότι η πρακτική που ασκήθηκε στις τέσσερις περιπτώσεις οι οποίες παρουσιάστηκαν δεν ήταν, το λιγότερο, η ενδεδειγμένη, έκρινε ότι η εκπομπή «60 λεπτά» είχε ως αντικείμενο την άσκηση πρακτικής που αφορούσε στη δημόσια υγεία και την ενδεχόμενη παραπλάνηση του κοινού από κατ’ ισχυρισμό μη προσοντούχα άτομα, Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, η Επιτροπή, χωρίς να τοποθετείται επί των απόψεων για μη ενδεδειγμένη ή επικίνδυνη για την υγεία πρακτική, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η μυστική κινηματογράφηση σε ιδιωτικούς χώρους ήταν δικαιολογημένη, ως γενομένη κατ’ εξαίρεση για λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας και αποφυγής παραπλάνησης. Συνεπώς κατέληξε στην απόφαση ότι δεν υπήρξε παραβίαση του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας. Αποκάλυψη προσωπικών στοιχείων και ειδικότερα στοιχείων από τα οποία θα ήταν δυνατό να αναγνωρισθεί ο χώρος όπου ασκεί το επάγγελμά της. Όπως προαναφέρθηκε, από την εξέταση της εκπομπής από οπτικογράφηση, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι είχε ληφθεί μέριμνα αλλοίωσης της εικόνας και των φωνών από τις ταινίες πού λήφθηκαν μυστικά. Τα άλλα στοιχεία που παρουσιάστηκαν σε τουλάχιστο δύο ταινίες, όπως κάποιες δοκοί ή κορνίζες στους τοίχους ήταν εκτός εστίασης και η προβολή τους τυχαία και σχεδόν φευγαλέα, ώστε να μην ήταν δυνατό σε οποιονδήποτε δεν είχε πολύ καλή και λεπτομερή γνώση των χώρων να τους αναγνωρίσει. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή αποφάσισε ότι το παράπονο για αποκάλυψη προσωπικών στοιχείων δεν ευσταθεί. Δεδομένης της απόφασης ότι δεν αποκαλύφθηκε η ταυτότητα κανενός ατόμου, η Επιτροπή έκρινε ότι, αν και το παράπονο υποβλήθηκε επώνυμα, θα ήταν άδικο προς την παραπονούμενη και αντίθετο προς το πνεύμα των προνοιών του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, να αποκαλυφθεί η ταυτότητα της παραπονούμενης, Παραβίαση της πρόνοιας του Κώδικα περί του δικαιώματος απάντησης. Με βάση τον Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, τα ΜΜΕ πρέπει να παρέχουν στους επηρεαζόμενους και ιδιαίτερα όταν έχουν υποστεί επίθεση, την ευκαιρία να απαντήσουν. Η Επιτροπή αποφάσισε ότι στην παρούσα περίπτωση δεν ετίθετο θέμα εφαρμογής της πρόνοιας αυτής, δεδομένου ότι δεν έγινε αναφορά στο όνομα της παραπονούμενης και δεν αποκαλύφθηκαν τέτοια στοιχεία τα οποία θα ήταν δυνατό να οδηγήσουν στην αποκάλυψη της ταυτότητάς της στο μέσο τηλεθεατή. Δυσφήμηση εργασίας ή διασυρμός. Δεδομένης της διαπίστωσης ότι δεν αποκαλύφθηκε η ταυτότητα της παραπονούμενης, αλλά και του γεγονότος ότι οποιαδήποτε αναφορά ή κριτική έγινε κατ’ επίκληση της προστασίας της δημόσιας υγείας, η Επιτροπή αποφάσισε ότι το παράπονο δεν ευσταθεί. Ανοίκεια συμπεριφορά του κ. Τσουρούλη. Δεδομένου ότι ο κ. Τσουρούλης απέρριψε την καταγγελία ότι συμπεριφέρθηκε ανοίκεια και επειδή δεν ήταν δυνατό να εξασφαλισθεί ενισχυτική μαρτυρία για το παράπονο, η Επιτροπή αποφάσισε ότι δεν μπορούσε να τοποθετηθεί επί του συγκεκριμένου σημείου.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
12/2008
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
11/09/2008
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΟΧΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (12/2008 (18/6/2008) που υπέβαλε ο κ. Πάμπος Δημητριάδης, κυβερνήτης και εκπαιδευτής της «Γιουροσύπρια» εναντίον του δημοσιογράφου Πέτρου Θεοχαρίδη (Φιλελεύθερος) για αντιδεοντολογική διαρροή επιστολής του προς τρίτα άτομα. Ο παραπονούμενος υποστήριξε ότι ο κ. Θεοχαρίδης αφ’ ενός παρέλειψε να δημοσιεύσει επιστολή που του απέστειλε κατόπιν τηλεφωνικής συνεννόησής τους και αφ’ ετέρου διαβίβασε την επιστολή σε τρίτο πρόσωπο με κακόβουλη πρόθεση. Η Επιστολή του παραπονουμένου, ημερομηνίας 30/5/2008, περιείχε σχόλια επί του περιεχομένου είδησης του κ. Θεοχαρίδη που δημοσιεύθηκε λίγες ημέρες νωρίτερα στο «Φιλελεύθερο» σχετικά με ορισμένες πτυχές που αφορούσαν στην ασφάλεια πτήσεων της Γιουροσύπρια. Μεταξύ άλλων η επιστολή αναφερόταν στα τέσσερα άτομα που υπηρετούν ως Επιθεωρητές στο Τμήμα Πολιτικής Αεροπορίας και στα προσόντα τους. Η επιστολή αντί να δημοσιευθεί, κατέληξε, σύμφωνα με το παράπονο, στα χέρια του Επιθεωρητή Κυριάκου Λαζάρου, ο οποίος τηλεφώνησε στον παραπονούμενο και το ρώτησε αν είχε γράψει επιστολή με το συγκεκριμένο περιεχόμενο. Ο παραπονούμενος υποστήριξε ότι δεν είχε κοινοποιήσει την επιστολή σε κανένα τρίτο και επομένως η μόνη δυνατή πηγή διαρροής της ήταν ο κ. Θεοχαρίδης. Είπε επίσης ότι σκοπός του ήταν να δημοσιευθεί η επιστολή προκειμένου να ασκηθεί πίεση για λήψη μέτρων σχετικά με τα θέματα που αναφέρονταν και όχι να φθάσει απλώς στα χέρια κάποιων τρίτων. Ο κ. Θεοχαρίδης αρνήθηκε κατηγορηματικά ότι διαβίβασε την επιστολή σε οποιοδήποτε τρίτο. Είπε ότι δεν τη δημοσίευσε, γιατί αφ’ ενός «δεν παρουσίαζε δημοσιογραφική χρησιμότητα» και αφ’ ετέρου γιατί «ήταν γεμάτη λιβέλλους» και περιείχε «χαρακτηρισμούς και ύβρεις". Ενώπιον των ανωτέρω διαμετρικά αντίθετων θέσεων και δεδομένου ότι το βάρος της απόδειξής μιας καταγγελίας βρίσκεται στους ώμους του παραπονουμένου, η Επιτροπή ζήτησε από τον παραπονούμενο επιβεβαιωτική μαρτυρία, η οποία δεν παρουσιάστηκε. Στο πλαίσιο περαιτέρω διερεύνησης του θέματος, η Επιτροπή επικοινώνησε με τον Επιθεωρητή Κυριάκο Λαζάρου, ο οποίος υποστήριξε ότι είχε πάρει την επιστολή του παραπονούμενου σε μορφή τηλεομοιότυπου από συνάδελφό του Επιθεωρητή Ασφάλειας, ο οποίος τον πληροφόρησε ότι την είχε πάρει από συνάδελφο του παραπονουμένου, πιλότο της Γιουροσύπρια. Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, η Επιτροπή αποφάσισε ότι λόγω των αντικρουομένων θέσεων των δύο πλευρών, αδυνατεί να καταλήξει σε ασφαλή απόφαση ως προς την πηγή διαρροής της επιστολής. Ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι ο κ. Θεοχαρίδης αρνείται ότι κοινοποίησε την επιστολή σε οποιοδήποτε τρίτο, η Επιτροπή θεωρεί ότι ενεργώντας στο πλαίσιο της δημοσιογραφικής του ιδιότητας, είχε δικαίωμα να θέσει το περιεχόμενο της επιστολής υπόψη του κ. Λαζάρου ή οποιουδήποτε άλλου στον οποίο γινόταν αναφορά στην επιστολή, προκειμένου να πάρει τα σχόλιά του σχετικά με τις προσωπικές αναφορές. Περαιτέρω, η ενέργεια αυτή θα ήταν δικαιολογημένη, δεδομένου ότι η επιστολή αφορούσε και σε άλλα θέματα που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των Επιθεωρητών Ασφάλειας του Τμήματος Πολιτικής Αεροπορίας. Οι θέσεις αυτές αφορούν στο συγκεκριμένο παράπονο, με τα ιδιαίτερα δεδομένα του και δεν πρέπει να εκληφθούν ως καθολική αρχή που θα μπορούσε να έχει εφαρμογή σε άλλες περιπτώσεις. Η Επιτροπή επανέλαβε επίσης την πάγια θέση της ότι τα ΜΜΕ έχουν δικαίωμα να αρνηθούν τη δημοσίευση επιστολών, όταν κατά την άποψή τους υπάρχει ενδεχόμενο το περιεχόμενό τους να επισύρει νομικές συνέπειες για τα ίδια ή για τρίτους.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
14/2008
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
23/07/2008
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ (ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ)
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε, ύστερα από την υποβολή παραπόνου από την Πρόεδρο της Συμβουλευτικής Επιτροπής για την Πρόληψη και Καταπολέμηση της Βίας στην Οικογένεια εναντίον δύο εντύπων και αυτεπάγγελτα όσον αφορά τα υπόλοιπα ΜΜΕ, τον τρόπο με τον οποίο όλα σχεδόν τα ΜΜΕ, έντυπα και ηλεκτρονικά, χειρίστηκαν δύο περιπτώσεις σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκων κορασίδων, με φερόμενους ως δράστες συγγενικά τους πρόσωπα (υποθέσεις 14/2008 και 15/2008).
Η μία περίπτωση αφορούσε τη σεξουαλική κακοποίηση και βιασμό ανήλικου κοριτσιού από άτομο 63 χρόνων και η άλλη ανήλικου κοριτσιού από δύο νεαρά άτομα.
Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι και στις δύο περιπτώσεις, με διαφορά δύο ημερών μεταξύ τους, τα ΜΜΕ σχεδόν στην ολότητά τους, παραβίασαν αφ’ ενός τις πρόνοιες της νομοθεσίας Περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων), και αφ’ ετέρου τις πρόνοιες του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας περί μη αποκάλυψης της ταυτότητας θυμάτων σεξουαλικών εγκλημάτων και ιδιαίτερα παιδιών. Ειδικότερα, στην πρώτη περίτπωση τα ΜΜΕ παραβίασαν την πρόνοια του Νόμου που απαγορεύει τη δημοσίευση κατάθεσης θύματος ή μάρτυρα σε αδίκημα βίας. Επειδή προβλήθηκε η δικαιολογία ότι δε δημοσιεύθηκε αντίγραφο της κατάθεσης, επισημαίνεται ότι η απαγόρευση καλύπτει και τη δημοσίευση επί μέρους λεπτομερειών ή περίληψης της κατάθεσης. Στη δεύτερη περίπτωση, διαπιστώθηκε ότι κατά παράβαση των προνοιών του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας δημοσιεύθηκαν, σε διαφορετική έκταση, λεπτομέρειες που οδηγούσαν στην αποκάλυψη της ταυτότητας των θυμάτων. Η Επιτροπή απευθύνει έκκληση προς τα ΜΜΕ, οσάκις προκύπτουν παρόμοιες περιπτώσεις, να εξετάζουν σοβαρά τη σκοπιμότητα ή χρησιμότητα δημοσίευσης η μετάδοσης τέτοιων ειδήσεων και εάν κρίνουν ότι υφίσταται αποχρών λόγος να ασχοληθούν με ειδήσεις του είδους αυτού, να αποφεύγουν σχολαστικά στοιχεία και λεπτομέρειες που οδηγούν έμμεσα στην αποκάλυψη της ταυτότητας. Σε οποιαδήποτε κοινωνία, αλλά ιδιαίτερα στις μικρές κυπριακές κοινωνίες, ο βαθμός και το είδος συγγένειας θύματος και φερόμενου ως δράστη και η οικογενειακή τους κατάσταση είναι στοιχεία που οδηγούν σε αποκάλυψη της ταυτότητας και πρέπει να αποφεύγονται. Άλλες λεπτομέρειες είναι, ενδεικτικά, ο ακριβής τόπος ή η γεωγραφική καταγωγής θύματος και φερόμενου ως δράστη και στοιχεία της ηλικίας τους και της σύλληψής. Μερικά έντυπα υπέδειξαν ότι οι λεπτομέρειες που δημοσιεύθηκαν είχαν αποκαλυφθεί από αρμόδιο μέλος της Αστυνομικής Δύναμης. Η Επιτροπή επισημαίνει, για άλλη μια φορά, ότι δηλώσεις οιωνδήποτε τρίτων, περιλαμβανομένων και αξιωματούχων ή επισήμων της Πολιτείας, δεν απαλλάσσει τα ΜΜΕ και τους λειτουργούς τους, της υποχρέωσης να τηρούν της πρόνοιες του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας. Η Επιτροπή απευθύνεται και δημοσίως προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης και τον Αρχηγό της Αστυνομίας, να δώσουν οδηγίες προς τους υφισταμένους τους να αποφεύγουν δηλώσεις ή αποκάλυψη στοιχείων που θα μπορούσαν να συνιστούν παραβίαση νομοθεσίας και των Κανόνων της Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας. Τέλος, η Επιτροπή σημειώνει το γεγονός ότι μερικά έντυπα παρέλειψαν να ανταποκριθούν στην παράκληση να παραθέσουν τις απόψεις τους για το θέμα. Επί του προκειμένου, επισημαίνεται ότι η Επιτροπή αποτελεί δημιούργημα των ίδιων των ΜΜΕ και των λειτουργών τους και κατά συνέπεια αναπόσπαστο τμήμα του συστήματος ενημέρωσης. Η συνεργασία των ΜΜΕ με την Επιτροπή συνιστά όχι μόνο εκπλήρωση υποχρέωσης που έχουν αναλάβει με βάση τον Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, αλλά και συμβάλλει στην κατοχύρωση του συστήματος αυτορρύθμισης και στην αποτροπή τάσεων για ποινικοποίηση της δημοσιογραφίας.
Σε σχέση με τις υποθέσεις αυτές (14/2008 και 15/2008) και σε σχέση με το θέμα της συχνής παραβίασης του τεκμηρίου αθωότητας με βάση δηλώσεις αστυνομικών οργάνων, η Επιτροπή απευθύνθηκε με επιστολή της προς τον Αρχηγό της Αστυνομίας ζητώντας την παρέμβασή του για να σταματήσει η αποκάλυψη ευαίσθητων στοιχείων από εντεταλμένα μέλη της Αστυνομίας. Ο Αρχηγός της Αστυνομίας απάντησε ότι έδωσε ήδη εντολή για διεξαγωγή έρευνας και ανέφερε ότι τέτοιου είδους συμπεριφορές δεν θα γίνονται ανεκτές.
Η επιστολή προς τον Αρχηγό της Αστυνομίας και η απάντηση παρατίθενται κατωτέρω.
Κύριο
Ιάκωβο Παπακώστα,
Αρχηγό Αστυνομίας,
Λευκωσία
ΘΕΜΑ: Αποκάλυψη ευαίσθητων στοιχείων προς τα ΜΜΕ
Κύριε Αρχηγέ,
Αναφερόμαστε στο πιο πάνω θέμα με την παράκληση να ενεργήσετε προς τα αρμόδια όργανα της Αστυνομικής Δύναμης προκειμένου να σταματήσει το φαινόμενο της αποκάλυψης στοιχείων προς τα ΜΜΕ, η οποία όχι μόνο οδηγεί σε καταστρατήγηση προνοιών του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, αλλά ενίοτε συνιστά και παραβίαση ρητών διατάξεων της Κυπριακής Νομοθεσίας.
Ειδικότερα, αναφερόμαστε στο φαινόμενο της διαρροής προς τα ΜΜΕ λεπτομερειών που αφορούν σε υποθέσεις σεξουαλικών αδικημάτων όχι μόνο εναντίον ενηλίκων αλλά κυρίως ανηλίκων, ακόμη και όταν η δικαστική διαδικασία διεξάγεται κεκλεισμένων των θυρών. Η αποκάλυψη τέτοιων λεπτομερειών, όπως τόπου καταγωγής, ηλικίας θύματος και φερόμενου ως δράστη, σχέσης ή βαθμού συγγενείας κλπ, οδηγεί στην αποκάλυψη της ταυτότητας του θύματος, γεγονός το οποίο καταστρατηγεί την πρόνοια του Κώδικα περί μη αποκάλυψης της ταυτότητας θυμάτων σεξουαλικών εγκλημάτων.
Επί του προκειμένου, έχομε συγκεκριμένα παραδείγματα. Στην υπόθεση ανήλικης κορασίδας, η οποία κατ’ ισχυρισμό παρενοχλήθηκε σεξουαλικά από τους ανήλικους θείους της, δημοσιεύθηκαν τόσες λεπτομέρειες ώστε η ταυτότητά της να καταστεί γνωστή σε ένα ευρύ κοινό της κοινότητάς της, η Επιτροπή είχε μαρτυρία από ΜΜΕ ότι οι λεπτομέρειες που δημοσίευσαν είχαν αποκαλυφθεί από αρμόδιο αστυνομικό όργανο.
Σε μια άλλη πρόσφατη υπόθεση που τελεί υπό εξέταση, ειδικότερα στην υπόθεση φερόμενης σεξουαλικής παρενόχλησης 12χρονης από το θετό πατέρα της, η ομοιότητα των δημοσιευμάτων (ίδετε επισυναπτόμενες φωτοτυπίες) δεν αφήνει αμφιβολία ότι είχαν την ίδια πηγή προέλευσης, και πάλι παρά το γεγονός ότι η διαδικασία έγινε κεκλεισμένων των θυρών.
Άλλες περιπτώσεις που απασχόλησαν πρόσφατα την Επιτροπή, ύστερα από καταγγελία της Συμβουλευτικής Επιτροπής για την πρόληψη και Καταπολέμηση της Βίας στην Οικογένεια, αφορούσαν στην αποκάλυψη του περιεχομένου οπτικογραφημένων καταθέσεων ατόμων που εμπλέκονταν ως παραπονούμενοι ή μάρτυρες σε υποθέσεις βίας στην οικογένεια, περιλαμβανομένων φυσικής και σεξουαλικής βίας.
Από τα ενώπιόν της στοιχεία, η Επιτροπή οδηγείται στο συμπέρασμα ότι η αποκάλυψη του περιεχομένου οπτικογραφημένων καταθέσεων προήλθε από αστυνομικά όργανα.
Όπως καλώς γνωρίζετε, ακόμη και η απλή κατοχή τέτοιων καταθέσεων από μη εξουσιοδοτημένα άτομα, ή η αποκάλυψη σε μη εξουσιοδοτημένα άτομα, απαγορεύεται ρητά από το Νόμο περί Βίας στην Οικογένεια, άρθρο 35(1). Εχοντας υπόψη την ευαισθησία σας ως προς την τήρηση των Νόμων και Κανονισμών από τα μέλη της Δύναμης, δεν έχουμε την ελάχιστη αμφιβολία ότι θα ενεργήσετε δεόντως.
Η Επιτροπή παρακαλεί όπως διευθετήσετε συνάντηση με αντιπροσωπεία της για συζήτηση γενικότερων θεμάτων συνεργασίας μεταξύ της Επιτροπής και της Αστυνομίας, η οποία βρίσκεται ομολογουμένως σε πολύ υψηλό επίπεδο.
Με εκτίμηση
Ανδρέας Μαυρομμάτης
Πρόεδρος Επιτροπής Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας.
ΑΠΑΝΤΗΣΗ
Κύριο Ανδρέα Μαυρομμάτη
Πρόεδρο Επιτροπής Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας
Κύριε,
Αποκάλυψη Ευαίσθητων Στοιχείων ττρος τα Μ Μ Ε
Γνωρίζω λήψη της επιστολής σας, ημερ. 20/09/2008, σχετικά με το πιο πάνω θέμα. Ομολογουμένως, το θέμα που εγείρετε στην επιστολή σας, είναι πάρα πολύ σοβαρό και για το σκοπό αυτό έχουν δοθεί αυστηρές οδηγίες σε όλα τα μέλη μας και ειδικά σε όσους υπηρετούν στα Τμήματα Ανιχνεύσεως Εγκλημάτων, ότι τέτοιου είδους συμπεριφοράς δεν θα γίνονται ανεκτές, αλλά αντιθέτως, θα ασκούνται και πειθαρχικές διώξεις εκεί όπου ενδείκνυται.
Όσον αφορά τις συγκεκριμένες υποθέσεις, στις οποίες αναφέρεστε στην επιστολή σας, έχουν δοθεί οδηγίες για διεξαγωγή έρευνας σχετικά με το ενδεχόμενο διάπραξης πειθαρχικών ή άλλων αδικημάτων από οποιοδήποτε άλλο μέλος μας.
Α. Γεωργίου,
Αστυνόμος Α
για Αρχηγό Αστυνομίας
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
15/2008
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
23/07/2008
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ (ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ)
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε, ύστερα από την υποβολή παραπόνου από την Πρόεδρο της Συμβουλευτικής Επιτροπής για την Πρόληψη και Καταπολέμηση της Βίας στην Οικογένεια εναντίον δύο εντύπων και αυτεπάγγελτα όσον αφορά τα υπόλοιπα ΜΜΕ, τον τρόπο με τον οποίο όλα σχεδόν τα ΜΜΕ, έντυπα και ηλεκτρονικά, χειρίστηκαν δύο περιπτώσεις σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκων κορασίδων, με φερόμενους ως δράστες συγγενικά τους πρόσωπα (υποθέσεις 14/2008 και 15/2008). Η μία περίπτωση αφορούσε τη σεξουαλική κακοποίηση και βιασμό ανήλικου κοριτσιού από άτομο 63 χρόνων και η άλλη ανήλικου κοριτσιού από δύο νεαρά άτομα. Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι και στις δύο περιπτώσεις, με διαφορά δύο ημερών μεταξύ τους, τα ΜΜΕ σχεδόν στην ολότητά τους, παραβίασαν αφ’ ενός τις πρόνοιες της νομοθεσίας Περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων), και αφ’ ετέρου τις πρόνοιες του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας περί μη αποκάλυψης της ταυτότητας θυμάτων σεξουαλικών εγκλημάτων και ιδιαίτερα παιδιών. Ειδικότερα, στην πρώτη περίτπωση τα ΜΜΕ παραβίασαν την πρόνοια του Νόμου που απαγορεύει τη δημοσίευση κατάθεσης θύματος ή μάρτυρα σε αδίκημα βίας. Επειδή προβλήθηκε η δικαιολογία ότι δε δημοσιεύθηκε αντίγραφο της κατάθεσης, επισημαίνεται ότι η απαγόρευση καλύπτει και τη δημοσίευση επί μέρους λεπτομερειών ή περίληψης της κατάθεσης. Στη δεύτερη περίπτωση, διαπιστώθηκε ότι κατά παράβαση των προνοιών του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας δημοσιεύθηκαν, σε διαφορετική έκταση, λεπτομέρειες που οδηγούσαν στην αποκάλυψη της ταυτότητας των θυμάτων. Η Επιτροπή απευθύνει έκκληση προς τα ΜΜΕ, οσάκις προκύπτουν παρόμοιες περιπτώσεις, να εξετάζουν σοβαρά τη σκοπιμότητα ή χρησιμότητα δημοσίευσης η μετάδοσης τέτοιων ειδήσεων και εάν κρίνουν ότι υφίσταται αποχρών λόγος να ασχοληθούν με ειδήσεις του είδους αυτού, να αποφεύγουν σχολαστικά στοιχεία και λεπτομέρειες που οδηγούν έμμεσα στην αποκάλυψη της ταυτότητας. Σε οποιαδήποτε κοινωνία, αλλά ιδιαίτερα στις μικρές κυπριακές κοινωνίες, ο βαθμός και το είδος συγγένειας θύματος και φερόμενου ως δράστη και η οικογενειακή τους κατάσταση είναι στοιχεία που οδηγούν σε αποκάλυψη της ταυτότητας και πρέπει να αποφεύγονται. Άλλες λεπτομέρειες είναι, ενδεικτικά, ο ακριβής τόπος ή η γεωγραφική καταγωγής θύματος και φερόμενου ως δράστη και στοιχεία της ηλικίας τους και της σύλληψής. Μερικά έντυπα υπέδειξαν ότι οι λεπτομέρειες που δημοσιεύθηκαν είχαν αποκαλυφθεί από αρμόδιο μέλος της Αστυνομικής Δύναμης. Η Επιτροπή επισημαίνει, για άλλη μια φορά, ότι δηλώσεις οιωνδήποτε τρίτων, περιλαμβανομένων και αξιωματούχων ή επισήμων της Πολιτείας, δεν απαλλάσσει τα ΜΜΕ και τους λειτουργούς τους, της υποχρέωσης να τηρούν της πρόνοιες του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας. Η Επιτροπή απευθύνεται και δημοσίως προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης και τον Αρχηγό της Αστυνομίας, να δώσουν οδηγίες προς τους υφισταμένους τους να αποφεύγουν δηλώσεις ή αποκάλυψη στοιχείων που θα μπορούσαν να συνιστούν παραβίαση νομοθεσίας και των Κανόνων της Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας. Τέλος, η Επιτροπή σημειώνει το γεγονός ότι μερικά έντυπα παρέλειψαν να ανταποκριθούν στην παράκληση να παραθέσουν τις απόψεις τους για το θέμα. Επί του προκειμένου, επισημαίνεται ότι η Επιτροπή αποτελεί δημιούργημα των ίδιων των ΜΜΕ και των λειτουργών τους και κατά συνέπεια αναπόσπαστο τμήμα του συστήματος ενημέρωσης. Η συνεργασία των ΜΜΕ με την Επιτροπή συνιστά όχι μόνο εκπλήρωση υποχρέωσης που έχουν αναλάβει με βάση τον Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, αλλά και συμβάλλει στην κατοχύρωση του συστήματος αυτορρύθμισης και στην αποτροπή τάσεων για ποινικοποίηση της δημοσιογραφίας. Σε σχέση με τις υποθέσεις αυτές (14/2008 και 15/2008) και σε σχέση με το θέμα της συχνής παραβίασης του τεκμηρίου αθωότητας με βάση δηλώσεις αστυνομικών οργάνων, η Επιτροπή απευθύνθηκε με επιστολή της προς τον Αρχηγό της Αστυνομίας ζητώντας την παρέμβασή του για να σταματήσει η αποκάλυψη ευαίσθητων στοιχείων από εντεταλμένα μέλη της Αστυνομίας. Ο Αρχηγός της Αστυνομίας απάντησε ότι έδωσε ήδη εντολή για διεξαγωγή έρευνας και ανέφερε ότι τέτοιου είδους συμπεριφορές δεν θα γίνονται ανεκτές.
Η επιστολή προς τον Αρχηγό της Αστυνομίας και η απάντηση παρατίθενται κατωτέρω.
Κύριο
Ιάκωβο Παπακώστα,
Αρχηγό Αστυνομίας,
Λευκωσία
ΘΕΜΑ: Αποκάλυψη ευαίσθητων στοιχείων προς τα ΜΜΕ
Κύριε Αρχηγέ,
Αναφερόμαστε στο πιο πάνω θέμα με την παράκληση να ενεργήσετε προς τα αρμόδια όργανα της Αστυνομικής Δύναμης προκειμένου να σταματήσει το φαινόμενο της αποκάλυψης στοιχείων προς τα ΜΜΕ, η οποία όχι μόνο οδηγεί σε καταστρατήγηση προνοιών του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, αλλά ενίοτε συνιστά και παραβίαση ρητών διατάξεων της Κυπριακής Νομοθεσίας. Ειδικότερα, αναφερόμαστε στο φαινόμενο της διαρροής προς τα ΜΜΕ λεπτομερειών που αφορούν σε υποθέσεις σεξουαλικών αδικημάτων όχι μόνο εναντίον ενηλίκων αλλά κυρίως ανηλίκων, ακόμη και όταν η δικαστική διαδικασία διεξάγεται κεκλεισμένων των θυρών. Η αποκάλυψη τέτοιων λεπτομερειών, όπως τόπου καταγωγής, ηλικίας θύματος και φερόμενου ως δράστη, σχέσης ή βαθμού συγγενείας κλπ, οδηγεί στην αποκάλυψη της ταυτότητας του θύματος, γεγονός το οποίο καταστρατηγεί την πρόνοια του Κώδικα περί μη αποκάλυψης της ταυτότητας θυμάτων σεξουαλικών εγκλημάτων. Επί του προκειμένου, έχομε συγκεκριμένα παραδείγματα. Στην υπόθεση ανήλικης κορασίδας, η οποία κατ’ ισχυρισμό παρενοχλήθηκε σεξουαλικά από τους ανήλικους θείους της, δημοσιεύθηκαν τόσες λεπτομέρειες ώστε η ταυτότητά της να καταστεί γνωστή σε ένα ευρύ κοινό της κοινότητάς της, η Επιτροπή είχε μαρτυρία από ΜΜΕ ότι οι λεπτομέρειες που δημοσίευσαν είχαν αποκαλυφθεί από αρμόδιο αστυνομικό όργανο. Σε μια άλλη πρόσφατη υπόθεση που τελεί υπό εξέταση, ειδικότερα στην υπόθεση φερόμενης σεξουαλικής παρενόχλησης 12χρονης από το θετό πατέρα της, η ομοιότητα των δημοσιευμάτων (ίδετε επισυναπτόμενες φωτοτυπίες) δεν αφήνει αμφιβολία ότι είχαν την ίδια πηγή προέλευσης, και πάλι παρά το γεγονός ότι η διαδικασία έγινε κεκλεισμένων των θυρών. Άλλες περιπτώσεις που απασχόλησαν πρόσφατα την Επιτροπή, ύστερα από καταγγελία της Συμβουλευτικής Επιτροπής για την πρόληψη και Καταπολέμηση της Βίας στην Οικογένεια, αφορούσαν στην αποκάλυψη του περιεχομένου οπτικογραφημένων καταθέσεων ατόμων που εμπλέκονταν ως παραπονούμενοι ή μάρτυρες σε υποθέσεις βίας στην οικογένεια, περιλαμβανομένων φυσικής και σεξουαλικής βίας. Από τα ενώπιόν της στοιχεία, η Επιτροπή οδηγείται στο συμπέρασμα ότι η αποκάλυψη του περιεχομένου οπτικογραφημένων καταθέσεων προήλθε από αστυνομικά όργανα. Όπως καλώς γνωρίζετε, ακόμη και η απλή κατοχή τέτοιων καταθέσεων από μη εξουσιοδοτημένα άτομα, ή η αποκάλυψη σε μη εξουσιοδοτημένα άτομα, απαγορεύεται ρητά από το Νόμο περί Βίας στην Οικογένεια, άρθρο 35(1). Εχοντας υπόψη την ευαισθησία σας ως προς την τήρηση των Νόμων και Κανονισμών από τα μέλη της Δύναμης, δεν έχουμε την ελάχιστη αμφιβολία ότι θα ενεργήσετε δεόντως. Η Επιτροπή παρακαλεί όπως διευθετήσετε συνάντηση με αντιπροσωπεία της για συζήτηση γενικότερων θεμάτων συνεργασίας μεταξύ της Επιτροπής και της Αστυνομίας, η οποία βρίσκεται ομολογουμένως σε πολύ υψηλό επίπεδο.
Με εκτίμηση
Ανδρέας Μαυρομμάτης
Πρόεδρος Επιτροπής Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας.
ΑΠΑΝΤΗΣΗ
Κύριο Ανδρέα Μαυρομμάτη
Πρόεδρο Επιτροπής Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας
Κύριε,
Αποκάλυψη Ευαίσθητων Στοιχείων ττρος τα Μ Μ Ε
Γνωρίζω λήψη της επιστολής σας, ημερ. 20/09/2008, σχετικά με το πιο πάνω θέμα. Ομολογουμένως, το θέμα που εγείρετε στην επιστολή σας, είναι πάρα πολύ σοβαρό και για το σκοπό αυτό έχουν δοθεί αυστηρές οδηγίες σε όλα τα μέλη μας και ειδικά σε όσους υπηρετούν στα Τμήματα Ανιχνεύσεως Εγκλημάτων, ότι τέτοιου είδους συμπεριφοράς δεν θα γίνονται ανεκτές, αλλά αντιθέτως, θα ασκούνται και πειθαρχικές διώξεις εκεί όπου ενδείκνυται. Όσον αφορά τις συγκεκριμένες υποθέσεις, στις οποίες αναφέρεστε στην επιστολή σας, έχουν δοθεί οδηγίες για διεξαγωγή έρευνας σχετικά με το ενδεχόμενο διάπραξης πειθαρχικών ή άλλων αδικημάτων από οποιοδήποτε άλλο μέλος μας.
Α. Γεωργίου,
Αστυνόμος Α
για Αρχηγό Αστυνομίας
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
16/2008
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
23/07/2008
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ ΜΕΡΙΚΩΣ, ΔΙΕΥΘΕΤΗΘΕΝ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (16/2008 -11/7/2008) από τον πρώην Υφυπουργό παρά τω Προέδρω κ. Πάτροκλο Σταύρου ότι ο «Φιλελεύθερος» σε είδηση που δημοσιεύθηκε στις 10/7/2008 ανέφερε ανακριβώς ότι στη διάρκεια κατάθεσής του στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή για το Φάκελο της Κύπρου, που διερευνά το πραξικόπημα του 1974, σημειώθηκαν αντεγκλήσεις μεταξύ του ιδίου και μελών της Επιτροπής και ότι ο ίδιος δεν κατέθεσε οποιαδήποτε έγγραφα. Μετά τη δημοσίευση της είδησης η κοινοβουλευτική Επιτροπή για το Φάκελο της Κύπρου εξέδωσε ανακοίνωση με την οποία απέδιδε την είδηση στο δημοσιογράφο Ανδρέα Πιμπίσιη και στην οποία ανέφερε ότι «εκφράζει λύπη για όσα αναφέρονται περί αντεγκλήσεων των μελών της Επιτροπής με τον κ. Πάτροκλο Σταύρου και δηλώνει ότι αυτά ουδόλως ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα». Η ανακοίνωση κατέληγε με έκκληση προς τα ΜΜΕ να σέβονται το απόρρητο των συνεδριάσεών της «καθώς και να αποφεύγουν να δημοσιεύουν πληροφορίες οι οποίες δεν είναι διασταυρωμένες». Στην ανακοίνωση «σημειώνεται ακόμη ότι ο κ. Σταύρου κατέθεσε έγγραφα μερικά από τα οποία εκτιμώνται ως ιδιαιτέρως σημαντικά». Την επομένη ο «Φιλελεύθερος» δημοσίευσε το ουσιώδες μέρος της ανακοίνωσης, δηλαδή ότι κατατέθηκαν έγγραφα, μερικά από τα οποία «εκτιμώνται ως ιδιαιτέρως σημαντικά» και ότι δεν σημειώθηκαν αντεγκλήσεις στη συνεδρία. Στην ίδια έκδοση της εφημερίδας, ο δημοσιογράφος Ανδρέας Πιμπίσιης σχολίασε επικριτικά το γεγονός ότι η ανακοίνωση απέδιδε την είδηση στον ίδιο, ενώ στην πραγματικότητα η είδηση δεν έφερε υπογραφή. Η Επιτροπή ενημερώθηκε ότι ο κ. Πιμπίσιης, στο πλαίσιο διερεύνησης της είδησης είχε συνομιλήσει με τον κ. Σταύρου, στον οποίο είχε υποβάλει ερωτήσεις. Εχοντας υπόψη τα πιο πάνω, η Επιτροπή αποφάσισε ότι ο «Φιλελεύθερος» ικανοποίησε το δικαίωμα της απάντησης ως προς τον ισχυρισμό για ανακρίβειες στην είδησή του, δημοσιεύοντας το ουσιώδες μέρος της ανακοίνωσης της Επιτροπής της Βουλής. Η Επιτροπή θεωρεί ότι για σκοπούς σαφήνειας και πλήρους πληροφόρησης, η εφημερίδα θα έπρεπε να είχε αναφέρει ότι η ανακοίνωση είχε εκδοθεί με αφορμή τη δική της αρχική είδηση. Εξ άλλου, η Επιτροπή αποδοκίμασε το γεγονός ότι η Επιτροπή της Βουλής επέρριψε ονομαστικά ευθύνη σε δημοσιογράφο για είδηση, που δεν έφερε την υπογραφή του.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
11/2008
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
16/07/2008
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (11/2008 (6/6/2008) για δημοσίευμα της εφημερίδας «ΜΑΧΗ», στις 4 Ιουνίου, 2008, που αφορούσε σε καταγγελίες της ΣΕΚ ότι κατά τις προσλήψεις έκτακτου προσωπικού στη δημόσια υπηρεσία προτιμώνται άτομα από συγκεκριμένο πολιτικό χώρο και ανέφερε ότι η ΠΕΟ «κόβει και ράβει». Η είδηση δημοσιεύθηκε ως κύριο θέμα στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας, κάτω από τον τίτλο, με κόκκινα γράμματα «ΧΧΧ…ΘΗΛΑΖΕΤΑΙ η Δημόσια Υπηρεσία». Η Επιτροπή θεωρεί ότι ο τίτλος της είδησης συνιστά χυδαία βωμολοχία, η οποία δε συνάδει προς τις πρόνοιες του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας ότι το ήθος, η διαγωγή και το επαγγελματικό επίπεδο των δημοσιογράφων πρέπει να είναι της υψηλότερης δυνατής στάθμης και ότι πρέπει να αποφεύγεται η χρήση χυδαίων ή αισχρών εκφράσεων. Η Επιτροπή αποφάσισε περαιτέρω ότι η παράλειψη της εφημερίδας να ανταποκριθεί σε δύο επιστολές για παράθεση των θέσεών της επί του θέματος, συνιστά επίσης παραβίαση της πρόνοιας του Κώδικα περί της υποχρέωσης των ΜΜΕ και των λειτουργών τους να συνεργάζονται με την Επιτροπή και να υποβοηθούν το έργο της. Με βάση τον Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, που προσυπέγραψαν τα ΜΜΕ, η Επιτροπή καλεί την εφημερίδα να δημοσιεύσει την απόφαση αυτή.
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
10/2008
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
16/07/2008
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ (ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ)
H Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, αφού εξέτασε, ύστερα από παράπονο του ιατρού Μαιευτήρα-Γυναικολόγου Δρα Σάββα Σάββα, αλλά και αυτεπάγγελτα, τον τρόπο με τον οποίο τα ΜΜΕ, ηλεκτρονικά και έντυπα, χειρίστηκαν την είδηση ότι νεαρή γυναίκα από χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης φέρεται να προκάλεσε τον θάνατο του νεογέννητου βρέφους της, διαπίστωσε κατάφωρη παραβίαση της πρόνοιας του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας περί σεβασμού του τεκμηρίου της αθωότητας των υπόπτων. Εκφράσεις και χαρακτηρισμοί, που χρησιμοποιήθηκαν κατά τη μετάδοση της είδησης από τα ηλεκτρονικά ΜΜΕ, αλλά και τη δημοσίευσή της από τα έντυπα ΜΜΕ, όπως «Μήδεια», «πρωτοφανής σε αγριότητα δολοφονία βρέφους από τη μάνα του», «αγριότητα σε όλο της το μεγαλείο», «στυγερή δολοφονία του σπλάχνου της», οδηγούν σε συνειρμούς που προκαλούν στην κοινή γνώμη το αίσθημα για ενοχή της ύποπτης, προτού καν προσαφθούν οποιεσδήποτε κατηγορίες και προτού η Δικαιοσύνη εκφέρει την ετυμηγορία της, Η Επιτροπή θεωρεί ότι οι αναφορές αυτές και η παρουσίαση πληροφοριών ως αναμφισβήτητων γεγονότων, χωρίς μάλιστα να έχουν υποβληθεί στη βάσανο της δικαστικής εξέτασης, θα πρέπει να αποφεύγονται , δεδομένου ότι ενδέχεται να δημιουργήσουν μη αναστρέψιμες εντυπώσεις. Η Επιτροπή επισημαίνει επίσης ότι, με βάση τη σχετική πρόνοια του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, η υποχρέωση σεβασμού του τεκμηρίου της αθωότητας υπόπτων ή κατηγορουμένων είναι γενική, είτε πρόκειται για πολίτες της Κυπριακής Δημοκρατίας, είτε για ξένους και καλεί τους λειτουργούς των ΜΜΕ να την τηρούν προς όφελος του λειτουργήματος το οποίο υπηρετούν.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
9/6/2008
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
16/07/2008
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (9/2008 (5/6/2008) το οποίο υπέβαλε η κ. Αναστασία Παπαδοπούλου, ότι η εφημερίδα «Πολίτης», αποκάλυψε στοιχεία της προσωπικού χαρακτήρα και παραβίασε την ιδιωτική της ζωή. Η κ. Παπαδοπούλου υποστήριξε ότι η αποκάλυψη των στοιχείων έγινε σε είδηση που δημοσιεύθηκε στις 5 Ιουνίου, 2008, για γεγονότα που δεν αφορούν στην ίδια και χωρίς την έγκρισή της. Σύμφωνα με το παράπονο, ο «Πολίτης», στις 5 Ιουνίου, 2008, δημοσίευσε είδηση σχετικά με αγωγή τράπεζας εναντίον επιχειρηματία ανάπτυξης γης για καθυστερημένες δόσεις σχετικά με 23 υποθηκευμένα τεμάχια γης. Σε συνοδευτική είδηση αναφέρεται ότι σε ένα από τα ακίνητα, σε προάστιο της Λευκωσίας, έχει ανεγερθεί πολυκατοικία και ότι ανάμεσα στους αγοραστές διαμερισμάτων είναι «και μεγαλοδικηγόροι, όπως η κόρη του τέως Προέδρου της Δημοκρατίας κ. Αναστασία Παπαδοπούλου» και άλλα άτομα που κατονομάζονται. Η είδηση συνοδεύεται από δύο φωτογραφίες. Η μία παρουσιάζει την είσοδο πολυκατοικίας και μερικά διαμερίσματα και η άλλη θυροτηλέφωνο με έξι ονόματα ενοίκων. Η παραπονούμενη υποστηρίζει ότι το θέμα της κυρίας είδησης δεν έχει καμία σχέση με την ίδια και ότι, πέραν της παραβίασης του Νόμου περί προσωπικών δεδομένων έχουν παραβιασθεί και κανόνες της δημοσιογραφικής δεοντολογίας που αφορούν στο σεβασμό της ιδιωτικής ζωής, με την αποκάλυψη περιουσιακών της στοιχείων και πράξεων, την τοποθεσία ή διεύθυνση της οικίας της και φωτογραφία της οικίας της και της εισόδου της, χωρίς σεβασμό για την προσωπική της ασφάλεια. Περαιτέρω ανέφερε ότι η αποκάλυψη των στοιχείων δεν εξυπηρετεί κανένα δημόσιο συμφέρον ή δημοσιογραφικό σκοπό, γιατί δε θεωρεί τον εαυτό της επώνυμο. Η εφημερίδα υποστήριξε ότι το παράπονο για παραβίαση προσωπικών δεδομένων της παραπονούμενης δεν έχει οποιαδήποτε βάση, με το επιχείρημα ότι η φωτογραφία του θυροτηλεφώνου δεν αποκαλύπτει τον ακριβή χώρο διαμονής της και ότι η πρόσβαση στο θυροτηλέφωνο είναι ελεύθερη. Υποστήριξε επίσης ότι η κ. Παπαδοπούλου δεν είναι τυχαίο πρόσωπο και ότι στο παρελθόν έγιναν εκατοντάδες αναφορές στο πατρικό της σπίτι στη Στράκκα, χωρίς αντίδραση. Επικαλέστηκε επίσης το γεγονός ότι η ίδια η κ. Παπαδοπούλου έδωσε συνέντευξη στο περιοδικό Purple, που εκδίδεται από τον «Πολίτη», τον περασμένο Ιανουάριο και φωτογραφήθηκε στο διαμέρισμά της, χωρίς να τεθεί τότε θέμα προσωπικών δεδομένων. Τέλος υποστήριξε ότι η αναφορά στην κ. Παπαδοπούλου και σε άλλους επωνύμους έγινε για λόγους δημοσίου συμφέροντος, γιατί στόχος ήταν να καταδειχθεί ότι ακόμα και έγκριτοι νομικοί είναι δυνατό να βρεθούν σε δύσκολη θέση όταν αγοράζουν ακίνητη περιουσία. Κατά την εξέταση του παραπόνου, η Επιτροπή έλαβε υπόψη το γεγονός ότι προσωπικά στοιχεία και στοιχεία ιδιωτικής ζωής αφορούν σε ο,τιδήποτε αναφέρεται στο φορέα των στοιχείων αυτών (προσωπικό καθεστώς) και επομένως και στο όνομά του, στο χώρο διαμονής του και οποιαδήποτε αγορά ιδιωτικής φύσεως. H Επιτροπή θεώρησε ότι η εφημερίδα δικαιολογημένα ασχολήθηκε με τη πτυχή των κινδύνων κατά την αγορά ακινήτων, υποδεικνύοντας ότι ακόμα και «μεγαλοδικηγόροι», σύμφωνα με το χαρακτηρισμό της, κινδυνεύουν να «βρεθούν εκτεθειμένοι», αν το ακίνητο πουληθεί. Αν και η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αποκάλυψη οποιωνδήποτε στοιχείων ήταν τυχαία και όχι ηθελημένη, θεωρεί ότι τίθεται θέμα κατά πόσο ήταν δικαιολογημένη η αποκάλυψη συγκεκριμένων στοιχείων των αναφερομένων ατόμων. Το κριτήριο κατά πόσο και πότε τα ΜΜΕ μπορούν να αποκαλύπτουν στοιχεία της προσωπικής ζωής είναι εάν το κοινό έχει έννομο συμφέρον να γνωρίζει. Στην προκειμένη περίπτωση, ακόμη και αν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η κ. Παπαδοπούλου είναι κόρη του τέως προέδρου της Δημοκρατίας, δεν υπάρχει κανένα έννομο συμφέρον του κοινού να γνωρίζει το χώρο διαμονής της και για την αγορά του. Η θέση της εφημερίδας ότι η αναφορά του ονόματος της κ. Παπαδοπούλου, μεταξύ άλλων επωνύμων εξυπηρετούσε λόγους δημοσίου συμφέροντος επειδή το δημοσίευμα υποδείκνυε ότι ακόμα και έγκριτοι νομικοί είναι δυνατό να βρεθούν προ εκπλήξεων, προβαίνοντας σε αγορά ακίνητης περιουσίας, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Το γεγονός αυτό θα μπορούσε να υποδειχθεί χωρίς αναφορά σε συγκεκριμένα άτομα και επομένως οι πληροφορίες που αναφέρονται στο όνομα και στο χώρο διαμονής της παραπονούμενης ήταν αχρείαστες και θα μπορούσαν να αποφευχθούν, χωρίς να επηρεάζεται η εξυπηρέτηση του σκοπού, τον οποίο επικαλέστηκε η εφημερίδα. Η επίκληση του γεγονότος ότι η παραπονούμενη είχε δώσει συνέντευξη σε περιοδικό και φωτογραφήθηκε στο διαμέρισμά της πριν από έξι μήνες, δεν ευσταθεί, γιατί αφ’ ενός η συνέντευξη δόθηκε με την έγκρισή της και αφ’ ετέρου γιατί δεν αποδείχθηκε ότι στη συνέντευξη είχαν αποκαλυφθεί οποιαδήποτε από τα στοιχεία που αποτελούν το αντικείμενο το παραπόνου, ώστε να θεωρηθεί ότι αποτελούσαν κοινή γνώση.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
2/2008
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
18/06/2008
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ ΜΕΡΙΚΩΣ,ΟΧΙ ΜΕΡΙΚΩΣ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (2/2008-17/1/2008) του Γ. Δ. του Υπουργείου Εσωτερικών κ. Λάζαρου Σαββίδη για «αντιδεοντολογική αποκάλυψη προσωπικών στοιχείων των Αιτητών Προσωπικού Ασύλου» σε ανακοινώσεις που δημοσιεύονται σε εφημερίδες. Ο κ. Σαββίδης με επιστολή του στις 17 Ιανουαρίου, 2008 αναφέρθηκε στο θέμα της αποκάλυψης προσωπικών στοιχείων Αιτητών Ασύλου, όπως ονόματος, εθνικότητας και φωτογραφιών με ευδιάκριτα τα πρόσωπά τους. Ανέφερε ότι άτομα που φεύγουν από τη χώρα τους ως οικονομικοί μετανάστες «χρίζονται από αυτούς που τους διακινούν προς την Ευρωπαϊκή Ενωση ως ‘Αιτητές Ασύλου σε αναζήτηση διεθνούς προστασίας’ και στην προσπάθειά τους» να επιτύχουν την παροχή Ασύλου πιέζουν τις αρχές ισχυριζόμενοι ότι εξ αιτίας των δημοσιευμάτων και προβολών η ζωή ή ελευθερία τους βρίσκεται σε κίνδυνο από τα καθεστώτα των χωρών τους. Ο κ. Σαββίδης υπέβαλε «θερμή παράκληση να αποφεύγεται δημοσιοποίηση των πραγματικών προσωπικών στοιχείων των Αιτητών Ασύλου, όπως όνομα, εθνικότητα και ευδιάκριτα πρόσωπα. Το παράπονο αποτελεί συνέχεια επιστολών που οδήγησαν στην εξέταση της υπόθεσης 28/2006, το οποίο όμως αφορούσε δημοσίευμα της «Αλήθειας» το οποίο στηρίχθηκε σε συνέντευξη μελών οικογένειας Περσών αιτητών ασύλου, για το οποίο αποφασίστηκε ότι δεν ήταν αντιδεοντολογικό, δεδομένου ότι τα άτομα που έδωσαν τη συνέντευξη αποκάλυψαν οικειοθελώς τα στοιχεία τους. Η Υπηρεσία Ασύλου, με επιστολή της επανέλαβε ουσιαστικά το περιεχόμενο του παραπόνου, ενώ δόθηκαν προφορικά περισσότερες λεπτομέρειες. Αναφέρθηκε ειδικότερα στην αποκάλυψη στοιχείων αιτητών ασύλου που γίνεται με αφορμή διάφορα γεγονότα, όπως βαπτίσεις αλλοδαπών, συμμετοχή τους σε διαδηλώσεις και διάφορες εκπομπές. Επίσης αναφέρθηκε ότι η αποκάλυψη προσωπικών στοιχείων αιτητών δημιούργησε την ανάγκη αναθεώρησης αποφάσεων με τις οποίες είχε απορριφθεί το αίτημα για παροχή ασύλου. Προς υποστήριξη των θέσεών της, η Υπηρεσία Ασύλου υπέβαλε στην Επιτροπή φωτοτυπίες δέκα ενδεικτικών περιπτώσεων αποκάλυψης στοιχείων προσωπικού χαρακτήρα Αιτητών Ασύλου, από τις αρχές του 2006. Η Επιτροπή εξέτασε το παράπονο σε σχέση με τα αναφερθέντα δημοσιεύματα και μεταδόσεις και υπό το πρίσμα των προνοιών του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας περί ιδιωτικής ζωής και σεβασμού των στοιχείων προσωπικού χαρακτήρα, στις οποίες καθορίζεται ότι παρεμβάσεις στην ιδιωτική ζωή προσώπων, «χωρίς τη συγκατάθεση τους…είναι γενικά απαράδεκτες» και λαμβάνοντας παράλληλα υπόψη ότι βασική πτυχή της αποστολής της είναι η προστασία του δικαιώματος έκφρασης. Λαμβάνοντας υπόψη τα πιο πάνω, η Επιτροπή κατέληξε στις ακόλουθες αποφάσεις: Ως προς τη πτυχή των συνεντεύξεων ή δηλώσεων Αιτητών Ασύλου, δεν μπορεί να παρέμβει, γιατί αυτό θα συνιστούσε περιορισμό, τόσο του δικαιώματος έκφρασης όσο και της ελευθεροτυπίας. Η οικιοθελής αποκάλυψη στοιχείων προσωπικού χαρακτήρα δεν εμπίπτει στις απαγορεύσεις του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας. Η συμμετοχή Αιτητών Ασύλου σε δημόσιες εκδηλώσεις, ιδιαίτερα όταν γίνεται με ενεργό τρόπο, ισοδυναμεί με συγκατάθεση αποκάλυψης των προσωπικών στοιχείων τους. Παρά τους λόγους που επικαλείται ο παραπονούμενος, οι οποίοι μπορούν να συνοψισθούν στο ότι η αποκάλυψη στοιχείων προσωπικού χαρακτήρα δημιουργεί προβλήματα στην Υπηρεσία Ασύλου, η Επιτροπή, ενεργώντας στο πλαίσιο του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, αποφάσισε ότι δεν έχει αρμοδιότητα παρέμβασης. Η παρουσία ή η συμμετοχή Αιτητών Ασύλου σε άλλες εκδηλώσεις ιδιωτικής φύσης, όπως βαπτίσεις, γάμους, συγκεντρώσεις διασκέδασης, κλπ. δε δίδει το δικαίωμα αποκάλυψης στοιχείων προσωπικού χαρακτήρα και τα ΜΜΕ πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικά στις περιπτώσεις αυτές. Η Επιτροπή είναι πρόθυμη να εξετάσει οποιαδήποτε συγκεκριμένη περίπτωση αποκάλυψης στοιχείων προσωπικού χαρακτήρα αιτητών ασύλου που είναι δυνατό να αναφυεί και θα τεθεί ενώπιόν της, με βάση τα πραγματικά περιστατικά και ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
5/2008
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
18/06/2008
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΟΧΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (5/2008, 16/4/2008) από τον Κλάδο Νοσηλευτών Ψυχικής Υγείας για μετάδοση κατ’ ισχυρισμό ανακριβούς και μονόπλευρης είδησης από το ΣΙΓΜΑ περί ξυλοδαρμού ασθενούς από νοσηλευτές, χωρίς προηγούμενη διασταύρωση των πληροφοριών. Το παράπονο υποβλήθηκε από τον κ. Λουκή Κωνσταντινίδη, υπό την ιδιότητα του Προέδρου του Δ.Σ. του Κλάδου Νοσηλευτικού Προσωπικού Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας, ο οποίος ανέφερε ότι το ΣΙΓΜΑ, χωρίς να προβεί σε διασταύρωση των πληροφοριών του ή να δώσει το δικαίωμα απάντησης, μετέδωσε στις αρχές Απριλίου, 2008, είδηση που αναφερόταν σε καταγγελία πατέρα ότι ο τριανταπεντάχρονος γιός του, που νοσηλεύεται στο Νοσοκομείο Ψυχικής Υγείας, κτυπήθηκε βάναυσα από νοσηλευτές. Ο παραπονούμενος ανέφερε ότι αντίθετα με τον ισχυρισμό, «είναι νοσηλευτής που κτυπήθηκε επανειλημμένα και βίαια με αποτέλεσμα το σοβαρό τραυματισμό του». Όπως προκύπτει από οπτικογράφηση του ρεπορτάζ, ο πατέρας κατάγγειλε ότι, όπως του είπε ο γιος του και άλλοι ασθενείς, νοσηλευτές μπήκαν στο δωμάτιο του γιου του στις 11.30 τη νύκτα και τον κτύπησαν βάναυσα με τα χέρια και τα πόδια, λέγοντάς του «εσύ είσαι που κτυπάς νοσοκόμους;». Ο πατέρας ανέφερε επίσης ότι ο γιος του, λόγω της πάθησής του, έρχεται συχνά στα χέρια με νοσοκόμους. Επίσης ανέφερε ότι όταν επισκέφθηκε το γιο του δυο μέρες αργότερα, είχε κτυπήματα στο πρόσωπο, για τα οποία δέχθηκε πρώτες βοήθειες στο νοσοκομείο. Η δημοσιογράφος που ετοίμασε το ρεπορτάζ μετέδωσε ότι είχε απευθυνθεί στο Διευθυντή των Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας Δρα Ευάγγελο Αναστασίου, ο οποίος αρνήθηκε να σχολιάσει το γεγονός ή να δώσει την εκδοχή της υπηρεσίας, αναφέροντας ότι διεξαγόταν υπηρεσιακή έρευνα για το επεισόδιο. Εξ άλλου, ο διευθυντής ειδήσεων του ΣΙΓΜΑ Ντίνος Μενελάου ανέφερε το ΣΙΓΜΑ ενήργησε δεοντολογικά και απέρριψε τους ισχυρισμούς για παράλειψη αντικειμενικής διερεύνησης της καταγγελίας, δεδομένου ότι η δημοσιογράφος που ετοίμασε το ρεπορτάζ είχε απευθυνθεί στον υπεύθυνο βάρδιας για απόψεις και εκείνος την παρέπεμψε στο Δρα Αναστασίου, που της είπε ότι «δεν θα επέτρεπε σε κανένα από τα άτομα της βάρδιας να μιλήσει». Η Επιτροπή ζήτησε και ενημερώθηκε λεπτομερώς από το Διευθυντή Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας για το πόρισμα διοικητικής έρευνας σε σχέση με την καταγγελία του πατέρα, το οποίο συνοψίζεται στο ότι δεν καταλογίζει ευθύνη, ούτε και εσκεμμένη πρόθεση για πρόκληση σωματικής βλάβης στον ασθενή από το προσωπικό. Στο παρόν στάδιο, το ζητούμενο από την Επιτροπή δεν αφορά στην εξέταση της ακρίβειας των πληροφοριών που μετέδωσε το ΣΙΓΜΑ, αλλά στο κατά πόσο το ΣΙΓΜΑ, μεταδίδοντας την καταγγελία του πατέρα ενήργησε το πλαίσιο της Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας και ιδιαίτερα με βάση τις πρόνοιες ότι τα ΜΜΕ πρέπει να μεριμνούν για τη μη μετάδοση ανακριβών ή διαστρεβλωτικών της αλήθειας πληροφοριών και να παρέχουν στους επηρεαζόμενους την ευκαιρία να απαντήσουν. Ο Κώδικας ορίζει επίσης ότι σε περίπτωση μετάδοσης ανακριβών πληροφοριών τα ΜΜΕ προβαίνουν σε άμεση διόρθωση ή και απολογία. Λαμβάνοντας υπόψη τις πρόνοιες του Κώδικα και τις εκατέρωθεν θέσεις, η Επιτροπή αποφάσισε ότι δεν υπήρξε παραβίαση των ανωτέρω προνοιών του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας. Η δημοσιογράφος που ετοίμασε το ρεπορτάζ προσπάθησε να πάρει απαντήσεις στην καταγγελία από τον υπεύθυνο των νοσηλευτών της βάρδιας και από Διευθυντή των Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας, οι οποίοι απέφυγαν να προβούν σε σχόλια. Κατά συνέπεια η Επιτροπή θεωρεί ότι καταβλήθηκε κάθε δυνατή μέριμνα διακρίβωσης των πληροφοριών ή λήψης της απάντησης στις καταγγελίες. Η Επιτροπή θεωρεί ότι στο πλαίσιο της ελευθερίας έκφρασης το ΣΙΓΜΑ είχε δικαίωμα να μεταδώσει την καταγγελία χωρίς αντίλογο, γιατί ο περιορισμός του δικαιώματος μετάδοσης μιας σοβαρής καταγγελίας όταν κάποιος αρνείται να προβεί σε σχόλια ή μέχρι το πέρας μιας έρευνας, που θα ήταν άγνωστο πότε θα ολοκληρωνόταν, θα συνιστούσε ακύρωση του δικαιώματος έκφρασης και της ελευθεροτυπίας. Η θέση αυτή για το δικαίωμα μετάδοσης πληροφοριών παρόμοιας φύσης τελεί πάντα υπό την αίρεση της καταβολής κάθε λογικά δυνατής προσπάθειας να ληφθεί απάντηση ή η αντίθετη άποψη.
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
7/2008
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
22/05/2008
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΟΧΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (7/2008, 10/5/2008) από το κ. Μάριο Ιερόπουλο για άρνηση του «Πολίτη» να δημοσιεύσει επιστολή του για «αποκατάσταση των πραγμάτων» σχετικά με το θέμα του Αρχιμανδρίτη της Ιεράς Μητρόπολης Λεμεσού Ισαάκ Μαχαιριώτη, ο οποίος εφέρετο να ήταν εμπλεγμένος σε σεξουαλικό σκάνδαλο. (Υπόθεση 19/2006). Ο κ. Ιερόπουλος πληροφόρησε την Επιτροπή ότι υπέβαλε το παράπονο ως «σκεπτόμενος άνθρωπος» και ως γνωστός του Αρχιμανδρίτη Ισαάκ. Στο παράπονο ανέφερε ότι, αφού οι κατηγορίες εναντίον του Αρχιμανδρίτη «αποδείχθηκαν τελικά σκευωρία», απέστειλε επιστολή προς δημοσίευση στις 31/3/08, με το ερώτημα γιατί η εφημερίδα δεν απολογήθηκε για όσα είχε δημοσιεύσει για το θέμα στην περίοδο Ιουλίου-Σεπτεμβρίου, 2006 σχετικά με κατ’ ισχυρισμόν εμπλοκή του Αρχιμανδρίτη σε σεξουαλικό σκάνδαλο. Σύμφωνα με τον ισχυρισμό του, η εφημερίδα του απάντησε ότι η επιστολή του εξεταζόταν για δημοσίευση, αλλά τελικά αρνήθηκε να τη δημοσιεύσει. Για να υποστηρίξει τη θέση του για «αποκάλυψη της σκευωρίας» σε βάρος του Αρχιμανδρίτη, ο παραπονούμενος απέστειλε στην Επιτροπή δισέλιδο ρεπορτάζ της «Σημερινής», ημερομηνίας 9 Μαρτίου, 2008. Στο ρεπορτάζ αναφέρεται ότι τα δημοσιεύματα του «Πολίτη» (υπόθεση 19/2006) στηρίχθηκαν σε πλεκτάνη για να πληγεί ο Μητροπολίτης Λεμεσού Αθανάσιος, ο οποίος ήταν υποψήφιος για τον Αρχιεπισκοπικό Θρόνο. Σύμφωνα με το δημοσίευμα, ο νεαρός ο οποίος είχε διατυπώσει τους ισχυρισμούς ότι είχε σεξουαλικές σχέσεις με τον Αρχιμανδρίτη κατέθεσε αγωγή στο δικαστήριο Λεμεσού αξιώνοντας αποζημιώσεις 250 χιλιάδων λιρών, με τον ισχυρισμό ότι είχε τύχει σεξουαλικής εκμετάλλευσης από τον Αρχιμανδρίτη όταν ήταν ανήλικος. Σύμφωνα πάντα με το δημοσίευμα, ο Αρχιμανδρίτης κατέθεσε αγωγή λιβέλου, αφού «εξασφάλισε δύο γνωματεύσεις από ανεξάρτητα κέντρα του εξωτερικού που ειδικεύονται στο ψηφιακό έγκλημα, τα οποία πιστοποιούν ότι φωτογραφίες που δημοσιεύθηκαν στον «Πολίτη» ήταν προϊόν μοντάζ». Το Νοέμβριο του 2007 και ενώ βρισκόταν σε εξέλιξη η εκδίκαση των δύο αγωγών, ο νεαρός υπέγραψε δήλωση-απολογία, στην οποία ανέφερε ότι οι καταγγελίες που είχε διατυπώσει εναντίον του Αρχιμανδρίτη Ισαάκ Μαχαιριώτη βασίστηκαν σε αναληθή γεγονότα. Η δήλωσή του κατατέθηκε στο δικαστήριο και οι εκατέρωθεν αγωγές αποσύρθηκαν. Το θέμα που θέτει ο παραπονούμενος είναι αφ’ ενός η άρνηση της εφημερίδας να δημοσιεύσει την επιστολή του και αφ’ ετέρου η ακρίβεια των πληροφοριών του «Πολίτη». Ο Αρχισυντάκτης της εφημερίδας κ. Σωτήρης Παρούτης απάντησε στους ισχυρισμούς του παραπονουμένου αναφέροντας ότι η εφημερίδα δε δημοσίευσε την επιστολή του γιατί αυτό θα ισοδυναμούσε με παραδοχή ισχυρισμών που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν σε βάρος της σε δικαστική διαδικασία λιβέλου που εκκρεμεί εναντίον της. Ανέφερε επίσης ότι ο ισχυρισμός για «αποκάλυψη σκευωρίας» στηρίζεται σε εξώδικο συμβιβασμό στη βάση μιας επιστολής προσώπου που εμπλέκεται στην υπόθεση και όχι σε δικαστική απόφαση. Ο κ. Παρούτης ανέφερε ότι εκκρεμεί αγωγή λιβέλου εναντίον της εφημερίδας για το επίμαχο ζήτημα της ακρίβειας των πληροφοριών της εφημερίδας και ως εκ τούτου η Επιτροπή δεν θα έπρεπε να προχωρήσει σε εξέταση αυτής της πτυχής του παραπόνου. Η Επιτροπή, αφού μελέτησε τα ενώπιόν της δεδομένα, αποφάσισε ότι η εφημερίδα «Πολίτης» είχε δικαίωμα να αρνηθεί δημοσίευση της επιστολής του παραπονουμένου, με βάση τη βασική αρχή δικαίου και της δημοσιογραφικής δεοντολογίας ότι τα ΜΜΕ δεν υποχρεούνται να δημοσιεύουν επιστολές που είναι δυνατό να επισύρουν νομικές συνέπειες και μάλιστα εναντίον τους. Ως προς τη πτυχή της ακρίβειας των πληροφοριών, που τίθεται με τον ισχυρισμό ότι «αποκαλύφθηκε η σκευωρία», η Επιτροπή αποφάσισε ότι, με βάση σχετική πρόνοια του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, κωλύεται να προχωρήσει στην εξέτασή του, μέχρι το πέρας της δικαστικής διαδικασίας.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
8/2008
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
22/05/2008
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΔΙΕΥΘΕΤΗΘΕΝ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο από την κ. Ελένη Λ. Αχιλλέως, από τα Λατσιά ότι το ΡΙΚ μετέδωσε επανειλημμένα τους τελευταίους μήνες σε ρεπορτάζ για το θέμα της λειψυδρίας, εικόνες που λήφθηκαν πριν από δέκα χρόνια και παρουσιάζουν την ίδια και το σύζυγό της να σπαταλούν νερό πλένοντας το πεζοδρόμιο. Η παραπονούμενη ανέφερε ότι όταν λήφθηκαν οι σκηνές, η ίδια και ο σύζυγός της πότιζαν τον κήπο τους με νερό διάτρησης που έχουν στην αυλή του σπιτιού τους. Με προτροπή μελών του συνεργείου έπλυναν το πεζοδρόμιο για να πάρει ο κινηματογραφιστής σκηνές σπατάλης νερού προκειμένου να επενδυθεί οπτικά σχετική είδηση. Στις σκηνές διακρίνονται σαφώς η ίδια και ο σύζυγός της. Σύμφωνα με το παράπονο, από τότε και κάθε φορά που μεταδίδονται ειδήσεις για το νερό και την ανάγκη αποφυγής σπατάλης του, προβάλλονται οι ίδιες σκηνές. Η τελευταία φορά ήταν μερικές ημέρες πριν από την υποβολή του παραπόνου. Ως αποτέλεσμα της μετάδοσης των εικόνων, η παραπονούμενη δέχθηκε τηλεφωνήματα από γνωστούς και συγγενείς, ακόμη και από την Αυστραλία, που ρωτούσαν πως γίνεται η Κύπρος να διψά και οι ίδιοι να πλένουν πεζοδρόμια. Η Γραμματεία της Επιτροπής έθεσε το θέμα στο Διευθυντή Ειδήσεων και Επικαίρων του ΡΙΚ κ. Γιάννη Καρεκλά, ο οποίος απάντησε ότι θα έδιδε οδηγίες για να μην επαναληφθεί το φαινόμενο. Υπό το φως της απάντησης του κ. Καρεκλά και του γεγονότος ότι η παραπονουμένη έμεινε ικανοποιημένη από αυτή, η Επιτροπή δεν θεωρεί σκόπιμο να εξετάσει περαιτέρω το θέμα και το θεωρεί ως διευθετηθέν. Ωστόσο, η Επιτροπή επιθυμεί να επισημάνει για ακόμη μια φορά την ανάγκη να αποφεύγεται η μετάδοση εικόνων οι οποίες είναι δυνατό να οδηγήσουν σε λανθασμένα συμπεράσματα ή να θίξουν αδικαιολόγητα άτομα και όπως σε περίπτωση μετάδοσης σκηνών αρχείου, το γεγονός αυτό καθίσταται σαφές.