*Οι παλαιότερες αποφάσεις της ΕΔΔ αναδημοσιεύονται από το αρχείο και δεν έχει γίνει καμία παρέμβαση στο περιεχόμενό τους.
*Οι παλαιότερες αποφάσεις της ΕΔΔ αναδημοσιεύονται από το αρχείο και δεν έχει γίνει καμία παρέμβαση στο περιεχόμενό τους.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
1/2010
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
21/07/2010
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΕΚΚΡΕΜΕΙ,ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (11/7/6/2010) από το Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα κ. Ακη Παπασάββα για ανακριβές δημοσίευμα στην έκδοση της εφημερίδας «Φιλελεύθερος» στις 6 Ιουνίου, 2010. Στο δημοσίευμα διατυπώθηκε ο ισχυρισμός ή αφέθηκε να εννοηθεί ότι ο κ. Παπασάββας γνωμοδότησε στην υπόθεση «Christofias Watch», ενώ θα έπρεπε να είχε αυτοεξαιρεθεί λόγω φερομένων διασυνδέσεών του με τον ή υποχρεώσεών του προς τον Πρόεδρο Χριστόφια. Η υπόθεση σχετίζεται με την διενέργεια έρευνας από την Αστυνομία στο σπίτι του δικηγόρου Ξενοφώντος Ξενοφώντος και την κατάσχεση ηλεκτρονικών υπολογιστών του, στο πλαίσιο διερεύνησης καταγγελίας του δημοσιογράφου Μακάριου Δρουσιώτη, για φερόμενα ως απειλητικά δημοσιεύματα στην ιστοσελίδα Christofias Watch. Ο “Φιλελεύθερο», στη στήλη «Οι επτά του 7ήμερου» του Τάκη Κουνναφή πρόβαλε τον ισχυρισμό ότι ο κ. Παπασάββας είχε δώσει γνωμάτευση με βάση την οποία η Αστυνομία θα προχωρούσε στην ποινική δίωξη του δικηγόρου ως υπευθύνου τις ιστοσελίδας για το κατ' ισχυρισμό απειλητικό δημοσίευμα. Ο κ. Παπασάββας ανέφερε στο παράπονό του ότι «δεν υπάρχει σχέση (στα αναφερόμενα στο δημοσίευμα) με την πραγματικότητα ούτε κατά ένα «ιώτα». Ούτε είχα το φάκελο (της υπόθεσης), ούτε έδωσα ποτέ γνωμοδότηση και ούτε προτίθεμαι να δώσω γνωμοδότηση επί της υπόθεσης». Επίσης ανέφερε ότι σε καμιά περίπτωση ο κ. Κουνναφής δεν επικοινώνησε μαζί του για να επιβεβαιώσει κατά πόσο είχε γνωμοδοτήσει στην υπόθεση και, περαιτέρω, ότι είχε κοινοποιηθεί δημοσίως ότι την υπόθεση χειριζόταν προσωπικά ο Γενικός Εισαγγελέας. Στην απάντησή της, η εφημερίδα ζήτησε αναστολή της εξέτασης της υπόθεσης, εν όψει καταχώρηση αγωγής στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας και δεν παρέθεσε οποιεσδήποτε άλλες απόψεις επί του παραπόνου, που ενδεχομένως να επηρέαζαν την υπεράσπιση της εφημερίδας στο δικαστήριο. Εξ άλλου, ο κ. Κουνναφής ανέφερε στην Επιτροπή προφορικά ότι δεν θα έπρεπε να εξετασθεί το παράπονο εν όψει της εκκρεμότητας στην αγωγή του κ. Παπασάββα και ειδικότερα το θέμα της ακρίβειας της πληροφορίας ότι ο κ. Παπασσάββας είχε εκδώσει γνωμάτευση, δεδομένου ότι οι πληροφορίες του είχαν αντληθεί από δήλωση του Γενικού Εισαγγελέα πως είχε αναθέσει το έργο της έκδοσης γνωμάτευσης στον παραπονούμενο. Εν όψει του γεγονότος ότι όλα τα εγειρόμενα θέματα θα τεθούν προς απόδειξη ενώπιον δικαστηρίου, η Επιτροπή αποφάσισε να αναστείλει την εξέταση της υπόθεσης με βάση της σχετική πρόνοια του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας. Η Επιτροπή, ωστόσο, θεώρησε χρήσιμο να υπενθυμίσει την πάγια θέση της ότι σε περιπτώσεις που αφορούν σε ισχυρισμούς για προσωπικές πράξεις ή παραλείψεις είναι επιθυμητή και ορθή η εφαρμογή της πρόνοιας του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας περί παροχής του δικαιώματος απάντησης «στην κατάλληλη περίπτωση». Η Επιτροπή πιστεύει ότι εφαρμογή της πρακτικής αυτής, πριν από τη δημοσίευση ισχυρισμών περί πράξεων ή παραλείψεων προσώπων, όταν υπάρχει η δυνατότητα ή η ευχέρεια και δεν συντρέχουν αποχρώντες αποτρεπτικοί λόγοι, αφ’ ενός ικανοποιεί τη σχετική πρόνοια του Κώδικα και αφ’ ετέρου μειώνει την πιθανότητα να εγερθούν αμφισβητήσεις ως προς την ακρίβεια των πληροφοριών.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
15/2010
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
21/07/2010
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΟΧΙ, ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας επιλήφθηκε παραπόνου (15/16/7/2010) από το δημοσιογράφο Πέτρο Θεοχαρίδη για δημοσιεύματα της εφημερίδας «Χαραυγή» σε σχέση με την αποκάλυψη εγγράφων τα οποία τον έφεραν να είχε λάβει αμοιβή από τη CYTA για συνεργασία δημοσιογραφικής φύσης. Σύμφωνα με το παράπονο, η «Χαραυγή», σε δημοσιεύματά της στις 15 Ιουλίου 2010 και 16 Ιουλίου 2010, έθεσε θέμα δημοσιογραφικής δεοντολογίας εκ μέρους δημοσιογράφου (στη πρώτη ημερομηνία) και δημοσιογράφων (στη δεύτερη ημερομηνία), τα οποία, αν και δεν αναφέρονταν σε ονόματα, φωτογράφιζαν τον ίδιο. Ο παραπονούμενος ζήτησε από την Επιτροπή να εξετάσει, πρώτον, αν τίθεται και πώς θέμα παραβίασης της δημοσιογραφικής δεοντολογίας από τον ίδιο με οποιαδήποτε δημοσιεύματά του λόγω της εργοδότησής του από το «Φιλελεύθερο» και της παράλληλης συνεργασίας του επ’ αμοιβή με τη Cyta, και δεύτερον, κατά πόσο τα δημοσιεύματα της «Χαραυγής συνιστούσαν παραβίαση κανόνων του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας. Ο κ. Θεοχαρίδης διατύπωσε απόψεις επί των δύο θεμάτων και όταν του ζητήθηκε να εξειδικεύσει το παράπονό του σχετικά με τα δημοσιεύματα της «Χαραυγής» πληροφόρησε την Επιτροπή ότι επιθυμούσε να αποσύρει το σκέλος που αφορούσε στην εφημερίδα, από σεβασμό προς τη δημοσιογραφική ελευθερία και επειδή η εφημερίδα, για την πιο σοβαρή αναφορά της, είχε δημοσιεύσει απολογία. Κατόπιν τούτου η Επιτροπή δεν ασχολήθηκε με το σκέλος αυτό του παραπόνου. Παρά το γεγονός ότι το αίτημα δεν βρισκόταν εντός των πλαισίων της συνήθους αποστολής της, που είναι η εξέταση παραπόνων, η Επιτροπή θεώρησε χρήσιμο να προχωρήσει στην εξέταση του αιτήματος του κ. Θεοχαρίδη κατά πόσο τίθεται θέμα δεοντολογίας από την ταυτόχρονη εργοδότησή του σε εφημερίδα και τη συνεργασία του με έναν ημικρατικό οργανισμό, που περιλαμβανόταν στο πεδίο της δημοσιογραφικής του δραστηριότητας. Οι θέσεις στις οποίες κατέληξε η Επιτροπή επί του τεθέντος ερωτήματος δεν συνιστούν απόφαση ως προς τη συμπεριφορά του κ. Θεοχαρίδη στη συγκεκριμένη περίπτωση, αλλά γενικές κατευθυντήριες αρχές που στηρίζονται στην πρακτική της Επιτροπής, σε αποφάσεις άλλων Επιτροπών σε ανάλογες περιπτώσεις και σε ειδικές πρόνοιες που έχουν περιληφθεί σε Κώδικες Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας άλλων Επιτροπών Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, τις οποίες η Επιτροπή θεώρησε χρήσιμες και υποβοηθητικές. ΚΑΛΗ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΟΣ Ο Κώδικας Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας δεν περιέχει ειδικές πρόνοιες σε σχέση με τη σύγκρουση συμφερόντων, αλλά περιλαμβάνει πρόνοιες για την επιθυμητή συμπεριφορά των δημοσιογράφων κατά την εκτέλεση της εργασίας τους. Οι πρόνοιες αυτές αναφέρουν ότι «το ήθος, η αξιοπρέπεια και εντιμότητα, η διαγωγή, η συμπεριφορά και το επαγγελματικό επίπεδο των λειτουργών θα πρέπει να είναι της υψηλότερης δυνατής στάθμης» και παράλληλα «ενεργούν πάντοτε με καλή πίστη και συμμορφώνονται προς το γράμμα και το πνεύμα του…Κώδικα». Το θέμα αφορά τόσο σε περιπτώσεις εμφανούς ύπαρξης σύγκρουσης συμφέροντος, όσο και σε περιπτώσεις στις οποίες είναι δυνατό να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι υπάρχει σύγκρουση συμφέροντος, που είναι δυνατό να θέσει υπό αμφισβήτηση την αμεροληψία και ουδετερότητα του δημοσιογράφου και την αξιοπιστία και την ποιότητα των πληροφοριών του. Κατά συνέπεια, οι δημοσιογράφοι και τα ΜΜΕ πρέπει να αποφεύγουν όχι μόνο καταστάσεις εμφανούς σύγκρουσης συμφέροντος αλλά και περιπτώσεις στις οποίες είναι δυνατό να δοθεί η εντύπωση ότι υπάρχει σύγκρουση συμφέροντος, ώστε να έχουν το τεκμήριο της ανεξαρτησίας, και να μη φαίνονται ότι έχουν οποιαδήποτε διασύνδεση είτε επί προσωπικού επιπέδου, είτε με οποιαδήποτε οικονομική, πολιτική ή άλλη κατάσταση. Ενδεχόμενη παρέκκλιση από την πρακτική αυτή θέτει σε κίνδυνο την αξιοπιστία των δημοσιογράφων, των ΜΜΕ και των πληροφοριών τους. Κατά την ανάθεση καθηκόντων, τα ΜΜΕ θα πρέπει να λαμβάνουν μέριμνα ώστε να μη αναθέτουν καθήκοντα σε δημοσιογράφους όταν τίθεται θέμα σύγκρουσης συμφέροντος ή εμφάνισης σύγκρουσης συμφέροντος. Ομοίως, οι δημοσιογράφοι θα πρέπει να αποφεύγουν την εμπλοκή τους σε θέματα, όταν εκ των περιστάσεων είναι δυνατό να εγερθούν ερωτηματικά ως προς την αμεροληψία τους. Τα ΜΜΕ θα πρέπει να καθιερώσουν μια σαφή πολιτική πρόληψης του ενδεχομένου σύγκρουσης ή εμφάνισης σύγκρουσης συμφέροντος, η οποία να αφορά τόσο στην ειδησεογραφία όσο και στην αρθρογραφία. Στο πλαίσιο αυτό είναι επιθυμητό να αποφεύγεται η αποδοχή διαφόρων προνομίων, δώρων ή παροχών από οποιοδήποτε οργανισμό, που θα έθεταν υπό αμφισβήτηση την αμεροληψία και αντικειμενικότητα των πληροφοριών.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
14/2010
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
21/07/2010
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΟΧΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (14/21/6/2010) από τον κ. Λουκή Παπαφιλίππου εκ μέρους του τηλεοπτικού σταθμού ΑΝΤ1 ότι ο Γενικός Γραμματέας του ΑΚΕΛ κ. Αντρος Κυπριανού προέβη «σε απαράδεκτη επίθεση κατά του Αντέννα και των δημοσιογράφων του». Σύμφωνα με το παράπονο, η επίθεση του κ. Κυπριανού περιείχετο σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» ημερ. 20.6.2010. Στο παράπονο αναφέρθηκε ότι «όλη η συνέντευξη έχει αρκετά στοιχεία προγραμματισμένης και εσκεμμένης προκατάληψης και παραπληροφόρησης». Η επίμαχη αναφορά του κ. Κυπριανού, όπως δημοσιεύθηκε στην «Καθημερινή», υπό τον τίτλο «Αρχηγοί-ΜΜΕ πολεμούν τον Χριστόφια-Ο Αντρος Κυπριανού επιτίθεται σε ΑΝΤ1 και «Φιλελεύθερο»…» ήταν σχετική με την κριτική που ασκούν τα κόμματα για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Μεταξύ άλλων ο κ. Κυπριανού φέρεται να δήλωσε: « Θέλετε πιο πρόσφατο παράδειγμα; Διεθνές εμπόριο. Ανταπόκριση του «Φιλελεύθερου» και του «ΑΝΤ1» από τις Βρυξέλλες, εντελώς ανυπόστατη, που καμία σχέση δεν είχε με την πραγματικότητα, και ακούμε να βάλλουν κατά του Προέδρου της Δημοκρατίας ηγέτες πολιτικών κομμάτων. Διαπιστώθηκε βεβαίως στη συνέχεια ότι η πραγματικότητα ήταν εντελώς διαφορετική. Παρόλα αυτά, ηγέτες κομμάτων και ΜΜΕ επιτέθηκαν ισοπεδωτικά στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και το ΑΚΕΛ, ακόμη και μετά που φανερώθηκε ποια ήταν η πραγματικότητα.» Ο κ. Παπαφιλίππου απέστειλε τρία ρεπορτάζ του ΑΝΤ1 στις 12, 13 και 14 Ιουνίου για το θέμα του Διεθνούς Εμπορίου στο οποίο αναφέρθηκε ο κ. Κυπριανού στη συνέντευξή του. Το πρώτο ρεπορτάζ αναφερόταν σε ανταπόκριση του δημοσιογράφου Παύλου Ξανθούλη από τις Βρυξέλλες και αφορούσε σε μελέτη που ετοιμάστηκε για λογαριασμό της Επιτροπής Διεθνούς Εμπορίου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και ήταν αναρτημένη στην ιστοσελίδα του. Τα άλλα δύο ρεπορτάζ αφορούσαν αντιδράσεις της κυβέρνησης και κομμάτων στις πληροφορίες που μεταδόθηκαν. Στην ανταπόκριση του ΑΝΤ1 διευκρινίστηκε ότι η μελέτη έγινε από τον Τούρκο καθηγητή πανεπιστημίου Ντουρμούς Οζντεμίρ για λογαριασμό της Επιτροπής Διεθνούς Εμπορίου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, και αφορούσε στις εμπορικές και οικονομικές σχέσεις της Ευρωπαϊκής Ενωσης με την Τουρκία. Ο Τούρκος καθηγητής υποστήριξε ότι η Κυπριακή Δημοκρατία δεν μπορούσε να κλείσει τα λιμάνια τα οποία δεν βρίσκονται υπό τον έλεγχό της, στην Αμμόχωστο, στο Καραβοστάσι και στην Κερύνεια, τα οποία χαρακτήρισε νόμιμα με βάση το διεθνές δίκαιο. Περαιτέρω υποστήριξε στην έκθεσή του ότι η πρόσβαση στα λιμάνια αυτά «θα πρέπει να γίνει από τις αρχές που ασκούν ντε φάκτο έλεγχο επί της περιοχής». Στην ανταπόκριση αναφέρθηκε ότι στην αρχή του κειμένου της μελέτης υπογραμμίζεται ότι οι απόψεις που εκφράζονται στο έγγραφο αυτό βρίσκονται υπό την αποκλειστική ευθύνη του συγγραφέα και δεν απηχούν κατ’ ανάγκη την επίσημη της Ευρωβουλής, αλλά «δεν παύει να λειτουργεί ως εργαλείο που οδηγεί στη διαμόρφωση άποψης, δεδομένου ότι βρίσκεται στην επίσημη ιστοσελίδα του σώματος και έγινε για λογαριασμό της αρμόδιας κοινοβουλευτικής επιτροπής.» Η μελέτη, υπό τον τίτλο «Εμπορικές και οικονομικές σχέσεις με την Τουρκία» που έγινε για λογαριασμό της Επιτροπής Διεθνούς Εμπορίου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου από τον Τούρκο πανεπιστημιακό Ντουρμούς Οζντεμίρ, του Τμήματος Οικονομικών του Πανεπιστημίου Μπιλγκίτ, αναρτήθηκε στην επίσημη ιστοσελίδα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στη διεύθυνση: http://www.europarl.europa.eu/activities/committees/studies.do?language=EN Το απόσπασμα που αποτέλεσε αντικείμενο της ανταπόκρισης βρίσκεται σε υποκεφάλαιο υπό τον τίτλο «Απαγορεύσεις επί των Κυπριακών μεταφορών και του εμπορίου και οι πιθανές επιπτώσεις επί της Ευρωπαϊκής και περιφερειακής οικονομίας» (σελ. 29), το οποίο αναφέρεται στις τουρκικές απαγορεύσεις εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας και στην απαγόρευση του εμπορίου μέσω λιμανιών τα οποία έχουν κηρυχθεί κλειστά από τις αρχές της Δημοκρατίας. Η Επιτροπή μελέτησε διεξοδικά τα πιο πάνω στοιχεία, σε συνδυασμό με το παράπονο, το κείμενο της συνέντευξης του κ. Κυπριανού στην «Καθημερινή» και τη σχετική πρόνοια του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, που προβλέπει ότι «η Επιτροπή έχει υποχρέωση να προασπίζεται το δικαίωμα της Ελευθερίας Εκφρασης και ειδικότερα την ελευθερία των έντυπων και εκπεμπόντων ΜΜΕ» και «...δύναται να εξετάζει ισχυρισμούς ότι δημοσιεύματα, μεταδόσεις ή οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη από οποιοδήποτε πρόσωπο συνιστά παραβίαση ή απειλή εναντίον των πιο πάνω ελευθεριών». Η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αναφορά του κ. Κυπριανού πως η ανταπόκριση του ΑΝΤ1 ήταν «εντελώς ανυπόστατη, που καμία σχέση δεν είχε με την πραγματικότητα» ήταν ατυχής γιατί δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα. Το συμπέρασμα που σαφώς προκύπτει από την εξέταση της ανταπόκρισης και του κειμένου του Τούρκου καθηγητή είναι πως η ανταπόκριση απέδωσε με ακρίβεια τα γεγονότα και δεν περιείχε οποιαδήποτε ανακρίβεια ή αυθαίρετη ερμηνεία. Όμως η Επιτροπή κατέληξε στην απόφαση ότι η μόνη σαφής ονομαστική αναφορά του κ. Κυπριανού στον ΑΝΤ1 αφορούσε στον ισχυρισμό ότι η ανταπόκριση ήταν εντελώς ανυπόστατη. Η αναφορά αυτή δεν ανταποκρίνεται μεν στην πραγματικότητα, αλλά δεν θα μπορούσε, με βάση το γράμμα και το πνεύμα του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, να θεωρηθεί ως επίθεση που συνιστούσε απειλή εναντίον του δικαιώματος της Ελευθερίας Εκφρασης και της ελευθερίας των ΜΜΕ.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
13/2010
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
21/07/2010
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΟΧΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (13/15/6/2010) από τον Παντελή Νικολαϊδη ότι δημοσίευμα στο «Φιλελεύθερο» στις 24 Δεκεμβρίου, 2008, με την υπογραφή της Χριστίνας Κυριακίδου, ήταν κακόβουλο και ψευδές. Στο δημοσίευμα αναφερόταν ότι έγιναν καταγγελίες σε βάρος καθηγητή για ανάρτηση προσωπικών δεδομένων των μαθητών του στην ιστοσελίδα του στο διαδίκτυο. Περαιτέρω το δημοσίευμα ανέφερε ότι ο καθηγητής όταν αντιλήφθηκε ότι έγινε καταγγελία αφαίρεσε τα προσωπικά στοιχεία των παιδιών, όπως ονόματα, βαθμολογίες και σχόλια για την επίδοση του καθενός. Η ΟΕΛΜΕΚ, σύμφωνα με το δημοσίευμα, εξέφρασε άγνοια για την υπόθεση, αλλά ανέφερε ότι στη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου για ανάδειξη ηγεσίας της οργάνωσης είχαν γίνει καταγγελίες σε βάρος του ίδιου εκπαιδευτικού από συναδέλφους του για παραβίαση προσωπικών δεδομένων. Ο κ. Νικολαϊδης ανέφερε στο παράπονό του ότι το δημοσίευμα φωτογράφιζε τον ίδιο και ότι το παρεχόμενο του ήταν «ολοκληρωτικά ψευδές και κακόβουλο» και πως το ανυπόστατό του αποδείχθηκε από σχετική απόφαση της Επιτρόπου Προσωπικών Δεδομένων, στην οποία «ουδόλως διαφαίνεται οποιαδήποτε παραβίαση των προσωπικών δεδομένων οποιουδήποτε μαθητή». Στον κ. Νικολαϊδη υποδείχθηκε ότι το παράπονο υποβλήθηκε περίπου δύο χρόνια μετά το δημοσίευμα, ενώ ο Κώδικας Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας προβλέπει προθεσμία 30 ημερών και ως εκ τούτου δεν μπορούσε να εξετασθεί. Ο κ. Νικολαϊδης ανέφερε, όμως, ότι το παράπονό του υποβλήθηκε με αφετηρία την ημερομηνία απόφασης της Επιτρόπου Προσωπικών Δεδομένων επί του παραπόνου του, που τον δικαίωσε αναφέροντας ότι δεν διαπιστώθηκε αποκάλυψη προσωπικών δεδομένων μαθητών και απέστειλε αντίγραφο της απόφασης στην Επιτροπή Η Επιτροπή αποφάσισε ότι ακόμη και αν ληφθεί ως σημείο αναφοράς η ημερομηνία της απόφασης της Επιτρόπου, και πάλι το παράπονο υποβλήθηκε εκπρόθεσμα, γιατί η απόφαση φέρει ημερομηνία 26/2/2010 και επομένως το παράπονο δεν μπορούσε να εξετασθεί ως εκπρόθεσμο. Η Επιτροπή επισημαίνει ότι ο παραπονούμενος έχει το δικαίωμα, με βάση τον Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, να ασκήσει το δικαίωμα απάντησης.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
4/2010
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
19/05/2010
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (4/6/4/2010) από τον εκπρόσωπο Τύπου της Αστυνομίας κ. Μιχάλη Κατσουνωτό εκ μέρους του Αρχηγού της Αστυνομίας για δημοσίευση φωτογραφίας στην εφημερίδα «Πολίτης», η οποία ήταν, κατ’ ισχυρισμό, παραποιημένη, κατά παράβαση της πρόνοιας περί ακρίβειας των πληροφοριών και μη δημοσίευσης παραπλανητικών πληροφοριών. Ειδικότερα, το παράπονο ανέφερε ότι ο «Πολίτης» δημοσίευσε στις 21 Μαρτίου, 2010 φωτογραφία η οποία φέρεται να λήφθηκε στη διάρκεια επεισοδίων μεταξύ αστυνομικών και φιλάθλων στη Λεμεσό, η οποία παρουσιάζει αστυνομικό να φέρει σιδερένια γροθιά, την οποία συνόδευσε με λεζάντα, που μεταξύ άλλων ανέφερε: «Αν προσέξετε καλά τη φωτογραφία που δημοσιεύουμε σήμερα, την οποία μας απέστειλαν κάποιοι οπαδοί του ΑΠΟΕΛ, φαίνεται ότι κάποιοι αστυνομικοί συναγωνίζονται τους νεαρούς ταραξίες. Απόδειξη, η σιδερογροθιά που φορά στο χέρι του ο αστυνομικός που συλλαμβάνει νεαρό…» Ο «Πολίτης» ανταποκρίθηκε σε αίτημα της Αστυνομίας και έθεσε στη διάθεσή της τη φωτογραφία για επιστημονική εξέταση, ύστερα από την οποία ο εκπρόσωπος Τύπου της Αστυνομίας απηύθυνε επιστολή προς την εφημερίδα, στην οποία ανέφερε ότι η φωτογραφία δεν ήταν αυθεντική. Ο «Πολίτης» δημοσίευσε το πλήρες κείμενο της επιστολής την Κυριακή, 11 Απριλίου, 2010. Ο κ. Κατσουνωτός, στο παράπονό του προς την Επιτροπή επισύναψε την έκθεση του Εργαστηρίου Φωτογραφίας και Γραφικών της Υπηρεσίας Εγκληματολογικών Ερευνών της Αστυνομίας, στην οποία σαφώς αναφέρεται ότι κατόπιν ενδελεχούς επιστημονικής εξέτασης, διαπιστώθηκε ότι η φωτογραφία είχε τύχει επεξεργασίας με ειδικό πρόγραμμα, κατά την οποία προστέθηκε σ’ αυτήν το χέρι με τη σιδερένια γροθιά. Η έκθεση περιγράφει με λεπτομέρεια την ανάλυση που έγινε και τα αποτελέσματά της. Μεταξύ άλλων αναφέρει ότι η επίμαχη φωτογραφία δεν φέρει ενδείξεις ότι λήφθηκε με φωτογραφική μηχανή και ότι η παραγωγή της με πρόγραμμα επεξεργασίας εικόνας έγινε σε ημερομηνία προγενέστερη του αγώνα Απόλλωνα και ΑΠΟΕΛ, ύστερα από τον οποίο σημειώθηκαν τα επεισόδια, στη διάρκεια των οποίων φέρεται να λήφθηκε η φωτογραφία. Η Επιτροπή θεώρησε το πόρισμα της εξέτασης αξιόπιστο, σημειώνοντας ότι ούτε η εφημερίδα το αμφισβήτησε. Αντίθετα, ανέφερε ότι η αξιοπιστία του τεχνικού της Αστυνομίας «είναι δεδομένη». Στις απόψεις της επί του παραπόνου, η εφημερίδα ανέφερε ότι η φωτογραφία στάληκε από γονείς νεαρών που συνελήφθησαν ύστερα από επεισόδια στη Λεμεσό. Επίσης ανέφερε ότι από την πρώτη στιγμή συνεργάστηκε με την Αστυνομία για την επιστημονική ανάλυση της φωτογραφίας και δημοσίευσε την επιστολή του εκπροσώπου Τύπου της Αστυνομίας. Περαιτέρω η εφημερίδα παραπονέθηκε ότι η Αστυνομία περιορίστηκε να αναφέρει ότι η φωτογραφία είχε τύχει επεξεργασίας, χωρίς να θέσει στη διάθεσή της την έκθεση για την ανάλυσή της. Η Επιτροπή αφού εξέτασε όλα τα ενώπιόν της δεδομένα κατέληξε στην απόφαση ότι η φωτογραφία δεν ήταν αυθεντική με την έννοια που της έδιδε η συνοδευτική λεζάντα και επομένως η δημοσίευσή της, όπως και της λεζάντας, συνιστούσε παραβίαση της πρόνοιας του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας περί μη δημοσίευσης ανακριβών πληροφοριών. Η Επιτροπή πιστεύει ότι η εφημερίδα ενήργησε με καλή πίστη –δεδομένου μάλιστα ότι προσφέρθηκε να δημοσιεύσει απολογία εφ’ όσον θα της διδόταν το πόρισμα της επιστημονικής ανάλυσης και επίσης δημοσίευσε την επιστολή του εκπροσώπου Τύπου της Αστυνομίας- ταυτόχρονα όμως θεωρεί ότι όφειλε να είχε θέσει υπόψη της Αστυνομίας τη φωτογραφία και να ζητήσει τα σχόλιά της, για ταυτόχρονη δημοσίευση. Η υποχρέωση αυτή, την οποία τα ΜΜΕ και οι δημοσιογράφοι οφείλουν να τηρούν, πηγάζει από την πρόνοια του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας που ορίζει ότι «τα Μ.Μ.Ε. παρέχουν στους επηρεαζομένους, στην κατάλληλη περίπτωση…την ευκαιρία να απαντήσουν…».
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
7/2010
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
11/05/2010
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΟΧΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (7/5/5/2010) από πολίτη ότι μεταδόσεις και δημοσιεύματα σχετικά με βρέφος που κατ’ ισχυρισμό βρέθηκε «πεταγμένο» σε σκουπίδια ή άπλυτα ρούχα ύστερα από πρόωρο τοκετό στο Νοσοκομείο Λεμεσού συνιστούσαν σπίλωση της επαγγελματικής επάρκειας ιατρών του Νοσοκομείου. Το παράπονο ανέφερε ότι οι πληροφορίες δεν ήταν ακριβείς και ότι το βρέφος είχε τυλιχθεί σε ρούσο και τοποθετήθηκε σε κατάλληλο χώρο, ενώ οι ιατροί φρόντιζαν την αιμορραγούσα μητέρα. Το παράπονο, όπως διατυπώθηκε, αφορούσε σε πιθανή παραβίαση των προνοιών του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας περί ακρίβειας των πληροφοριών και διασυρμό της τιμής και υπόληψης. Η Επιτροπή αποφάσισε να αναστείλει την εξέταση του παραπόνου, δεδομένου ότι κατά τον χρόνο υποβολής του διεξαγόταν έρευνα γύρω από το θέμα και να επιληφθεί εκ νέου της υπόθεσης μετά την ανακοίνωση του πορίσματος και με την προϋπόθεση ότι θα υποβληθεί εκ νέου παράπονο εναντίον συγκεκριμένων ΜΜΕ.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
5/2010
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
11/05/2010
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΟΧΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας επιλήφθηκε παραπόνου (5/3/5/2010) από τον κ. Χρίστο Μερέζα, εκ μέρους του Διοικητικού Συμβουλίου της Εταιρείας Πλαστικής Επανορθωτικής και Αισθητικής Χειρουργικής ότι δημοσίευμα της εφημερίδας Cyprus Weekly στις 23 Απριλίου, 2010, συνιστούσε οργάνωση και υποβοήθηση παράνομης πράξης. Το δημοσίευμα ανέφερε ότι εξέχων ξένος ιατρός είχε αρχίσει να προσφέρει συμβουλευτικές υπηρεσίες στον τομέα της κοσμητικής χειρουργικής σε κλινική της Λάρνακας και δημοσίευσε δηλώσεις του σχετικά με το θέμα αυτό και την κοσμητική χειρουργική γενικότερα. Ο παραπονούμενος ανέφερε ότι ο ιατρός δεν ήταν πολίτης της Κυπριακής Δημοκρατίας, δεν ήταν εγγεγραμμένος στο Μητρώο Ιατρών Κύπρου και δεν κατείχε άδεια άσκησης ιατρικής στην Κύπρο. Ο παραπονούμενος ανέφερε ότι για τους πιο πάνω λόγους η εφημερίδα ήταν ένοχη "οργάνωσης και υποβοήθησης παράνομης πράξης" και κάλεσε την Επιτροπή να λάβει τα αναγκαία μέτρα που απορρέουν από τους κανόνες Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας. Η Επιτροπή μελέτησε το παράπονο και διαπίστωσε ότι στον Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας δεν υπάρχει οποιαδήποτε πρόνοια η οποία θα μπορούσε να είχε παραβιασθεί από το δημοσίευμα, του οποίου η ακρίβεια δεν αμφισβητήθηκε. Κατά συνέπεια αποφάσισε ότι δεν είχε αρμοδιότητα να παρέμβει με οποιοδήποτε τρόπο και κατά συνέπεια απέρριψε το παράπονο.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
35/2009
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
14/04/2010
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (35/18/12/2009) από τον κ. Αλέξανδρο Ζιούλη, ότι στην ηλεκτρονική έκδοση της εφημερίδας «Πολίτης», κατά την περίοδο προ και μετά την 18η Δεκεμβρίου, 2009, έγινε «δημοσκόπηση» με ερωτήσεις για το ποιοι έκλεψαν τα λείψανα του τέως Προέδρου της Δημοκρατίας Τάσσου Παπαδόπουλου. Το παράπονο ανέφερε ότι με αυτή την ενέργεια δεν επιδείχθηκε σεβασμός στη σύζυγο και τα παιδιά του τέως Προέδρου και προς τους νεκρούς. Στη δημοσκόπηση, που συνεχίστηκε για μερικές ημέρες ετέθη το ερώτημα: «ποιος νομίζετε ότι έκλεψε τη σορό του Τάσσου Παπαδόπουλου» και ακολουθούσαν επτά ερωτήματα για τους πιθανούς δράστες. Το παράπονο, που απευθυνόταν επίσης προς την εφημερίδα, περιείχε αναφορές στον εκδότη και εργαζόμενους στην εφημερίδα «Πολίτης» που θεωρήθηκαν από την Επιτροπή απρεπείς. Η Επιτροπή αποφάσισε, με βάση την πάγια πρακτική της, να μην προχωρήσει στην εξέταση της υπόθεσης εκτός εάν οι επίμαχες αναφορές αποσύρονταν και το παράπονο διατυπωνόταν με κόσμιο τρόπο. Ο παραπονούμενος δεν ανταποκρίθηκε σε σχετική παράκληση της Επιτροπής και το παράπονό του απορρίφθηκε. Ωστόσο, η Επιτροπή θεώρησε το θέμα σοβαρό, με ευρύτερες κοινωνικές προεκτάσεις και αποφάσισε να το εξετάσει αυτεπάγγελτα. Η εφημερίδα, ανταποκρινόμενη σε παράκληση να παραθέσει τις απόψεις της, δικαιολόγησε την ενέργειά της αναφέροντας ότι θεώρησε ενδιαφέρον να καταγράψει την κυρίαρχη άποψη μεταξύ του κοινού επειδή η υπόθεση της κλοπής των λειψάνων του τέως Προέδρου της Δημοκρατίας ήταν πρωτοφανής, αποτέλεσε αντικείμενο συζήτησης για εβδομάδες και επειδή δόθηκαν πολιτικές διαστάσεις στο έγκλημα. Επίσης υποστήριξε ότι η ηλεκτρονική δημοσκόπηση δεν συνιστούσε προσβολή της μνήμης του τέως Προέδρου της Δημοκρατίας και ότι η εφημερίδα ποτέ δεν επιχείρησε κάτι τέτοιο. Η Επιτροπή αποφάσισε ότι το θέμα δεν αφορούσε τόσο στη μνήμη του τέως Προέδρου της Δημοκρατίας όσο στους οικείους του, στους οποίους η κλοπή των λειψάνων του ήταν αναμενόμενο να προκαλέσει θλίψη, πόνο και κλονισμό. Κατ’ ακολουθίαν, η Επιτροπή αποφάσισε ότι η διενέργεια της ηλεκτρονικής ψηφοφορίας δεν έλαβε υπόψη τις πιθανές επιπτώσεις στους οικείους του τέως Προέδρου και συνιστούσε παραβίαση των προνοιών του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας που αφορούν στην πρόκληση ή επίταση του ανθρώπινου πόνου. Οι πρόνοιες αυτές ορίζουν ότι τα ΜΜΕ και οι δημοσιογράφοι επιδεικνύουν την αρμόζουσα ευαισθησία σε θέματα που αφορούν, μεταξύ άλλων, τη βία, το έγκλημα και τον ανθρώπινο πόνο και ότι σε περιπτώσεις πένθους, θλίψης ή ψυχικού κλονισμού επιβάλλεται διακριτικότητα και συμπάθεια και αποφυγή οποιασδήποτε πράξης που είναι δυνατό να οξύνει τον ανθρώπινο πόνο. Η Επιτροπή εξέφρασε επίσης αντίθεση στην ενέργεια εκπεμπόντων ΜΜΕ να περιλάβουν σε ρεπορτάζ τους για το ίδιο θέμα απαντήσεις μελών του κοινού σε ερωτήσεις για τα πιθανά ελατήρια της κλοπής των λειψάνων, θεωρώντας ότι αυτό συνιστούσε έλλειψη ευαισθησίας για τον πόνο των οικείων του τέως Προέδρου.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
2/2010
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
14/04/2010
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΟΧΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας επιλήφθηκε υπόθεσης που αφορά σε αντιπαράθεση μεταξύ των δημοσιογράφων κ. Μιχάλη Χατζηβασίλη της εφημερίδας «Φιλελεύθερος» και κ. Κώστα Κωνσταντίνου, της εφημερίδα «Πολίτης». Ο κ. Χατζηβασίλης υπέβαλε στην Επιτροπή παράπονο ότι υπήρξε στόχος απαξιωτικής, ταπεινωτικής και μειωτικής κριτικής από την εφημερίδα «Πολίτης» και το δημοσιογράφο κ. Κώστας Κωνσταντίνου, σε σειρά άρθρων του με αφορμή είδηση για την προέλευση του γύψου που βρέθηκε στον τάφο του τέως Προέδρου Τάσσου Παπαδόπουλου. Επικαλέστηκε ιδιαίτερα άρθρο του κ. Κωνσταντίνου στις 10 Φεβρουαρίου, 2010, στο οποίο γινόταν λόγος για «κίστημα» επειδή «έχασε την ιστορία με την κατάθεσης του Φάνου», εννοώντας την κατάθεση μάρτυρα κατηγορίας στην υπόθεση δολοφονίας του Αντη Χατζηκωστή. Ο κ. Κωνσταντίνου, σε άρθρο του στον «Πολίτη» ζήτησε από την Επιτροπή να επιληφθεί του θέματος της ακρίβειας των πληροφοριών του κ. Χατζηβασίλη και σε μακροσκελή απαντητική επιστολή του απέρριψε το παράπονο, αναφέροντας ότι διατύπωσε σχόλια στηριζόμενος σε γεγονότα, τα οποία και παρέθεσε. Η αντιπαράθεση των δύο δημοσιογράφων άρχισε με αφορμή είδηση του κ. Χατζηβασίλη στο «Φιλελεύθερο» στις 4 Φεβρουαρίου, 2010, κάτω από τον τίτλο «Ο γύψος ήλθε από τα κατεχόμενα». Η είδηση ανέφερε ότι «πριν από λίγες ημέρες ολοκληρώθηκαν οι αναλύσεις» για το γύψο με τον οποίο κάλυψαν τον τάφο του τέως Προέδρου Τάσσου Παπαδόπουλου οι δράστες της κλοπής των λειψάνων του, οι οποίες «έδειξαν ότι ο γύψος προέρχεται από τα κατεχόμενα» και ότι «είναι όμοιος με αυτόν που παράγεται στα κατεχόμενα». Η είδηση ανέφερε ακόμη ότι η διαπίστωση αυτή οδηγεί «τους ανακριτές σε ορισμένα ακριβή συμπεράσματα» και ότι «εκτιμάται ότι έγινε ένα σημαντικό βήμα, αφού τουλάχιστον φαίνεται πως οι δράστες είχαν επαφή με κάποιους στα κατεχόμενα». Στη συνέχεια ανέφερε ότι αξιωματούχος της Αστυνομίας ανέφερε ότι δεν αποκλείεται οι δράστες να εξασφάλισαν το γύψο από τα κατεχόμενα και να το μετέφεραν στις ελεύθερες περιοχές… «χωρίς όμως να αποκλείεται να είναι και τυχαία η προέλευση καθώς τέτοια υλικά από τα κατεχόμενα μπορεί κανείς να τα βρει και στις ελεύθερες περιοχές». Στο παράπονό του ο κ. Χατζηβασίλης ανέφερε ότι είχε επικοινωνήσει και με τον εκπρόσωπο της Αστυνομίας Μιχάλη Κατσουνωτό, «ο οποίος… επιβεβαίωσε την προέλευση του γύψου, ωστόσο ζήτησε να μην τον επικαλεστώ». Ο κ. Κατσουνωτός, ανταποκρινόμενος σε παράκληση της Επιτροπής για ενημέρωση επί του θέματος, ανέφερε σε επιστολή του ότι πληροφόρησε τον κ Χατζηβασίλη για το περιεχόμενο «προκαταρκτικής έκθεσης» του Τμήματος Γεωλογικής Επισκόπησης στη βάση ενημέρωσης που είχε από αξιωματικό της Αστυνομίας ότι «φαίνεται να υπάρχει ομοιότητα του γύψου από τα κατεχόμενα με το υλικό των τεκμηρίων». Επίσης επιβεβαίωσε ότι μετά την είδηση στο «Φιλελεύθερο» είχε δηλώσει στο Κυπριακό Πρακτορείο Ειδήσεων πως «δεν είχαν παραληφθεί ακόμη τα τελικά αποτελέσματα των εξειδικευμένων αναλύσεων…αλλά στις προκαταρκτικές αναλύσεις υπήρχαν κάποιες ενδείξεις, οι οποίες δεν κρινόταν ούτε χρήσιμο ούτε σκόπιμο να δημοσιοποιηθούν». Περαιτέρω ανέφερε ότι «από τις ενδείξεις αυτές δεν δημιουργείται το υπόβαθρο για σαφή τοποθέτηση και εκτίμηση σε σχέση με την προέλευση του γύψου». Η είδηση μεταδόθηκε από το Κυπριακό Πρακτορείο το απόγευμα της 4ης Φεβρουαρίου. Στις 5 Φεβρουαρίου, ο δημοσιογράφος Κώστας Κωνσταντίνου, στην τακτική στήλη του που διατηρεί στον «Πολίτη» σχολίασε δήλωση του κ. Νικόλα Παπαδόπουλου για «εφιαλτικά σενάρια» σε περίπτωση επιβεβαίωσης της είδησης για προέλευση του γύψου από τα κατεχόμενα και επικαλούμενος τις δηλώσεις του κ. Κατσουνωτού στο ΚΥΠΕ πρόσθεσε ότι η Αστυνομία «άδειασε το «Φ». Στις 6 Φεβρουαρίου, ο κ. Χατζηβασίλης δημοσίευσε νέα είδηση στον «Φιλελεύθερο» με επικριτική διάθεση για την αστυνομία, αναφέροντας ότι «μόλις χτες, δύο μήνες μετά την κλοπή της σορού του Τάσσου Παπαδόπουλου…αποφάσισε να αναλύσει περισσότερο» το γύψο παίρνοντας πετρώματα από τον Πενταδάκτυλο και αναθέτοντας την ανάλυση σε ιδιωτικό εξειδικευμένο χημείο. Ανέφερε επίσης ότι «οι αναλύσεις του Τμήματος Γεωλογικής Επισκόπησης έδειξαν ότι ο γύψος ήρθε από τα κατεχόμενα». Στην ίδια έκδοση ο κ. Χατζηβασίλης δημοσίευσε σχόλιο στο οποίο ανέφερε ότι «ορισμένοι μόλις ακούσουν τη λέξη κατεχόμενα ή Τάσσος, κτυπούν κόκκινο, λες και τους θίγουμε…», στο οποίο ανέφερε: «Ρωτήστε την Αστυνομία (που τα μάσησε), το Χημείο κ.ά αν όντως τα αποτελέσματα (προκαταρκτικά ή μη) δείχνουν πως ο γύψος προήλθε από τα κατεχόμενα. Όχι να μένετε σ’ αυτά που δεν δηλώνουν επίσημα». Στις 6 Φεβρουαρίου, 2010, ο κ. Κωνσταντίνου, με αφορμή συνέχεια που έδωσαν τηλεοπτικοί σταθμοί στην είδηση του Φιλελεύθερου, υποστήριξε ότι ο κόσμος έχει απαξιωτική άποψη για την κυπριακή δημοσιογραφία «γιατί δεν μας εμπιστεύεται…». Επέκρινε τους τηλεοπτικούς σταθμούς γιατί μετέδωσαν μέρος μόνο των δηλώσεων του εκπροσώπου της Αστυνομία και παρέλειψαν του ουσιώδες μέρος τους. Επίσης αναφέρθηκε στην είδηση του «Φιλελεύθερου» γράφοντας ότι με βάση τις δηλώσεις του εκπροσώπου της Αστυνομίας υπήρχαν ανακρίβειες σ’ αυτήν, καθώς και αντίφαση μεταξύ του τίτλου που εξέφραζε βεβαιότητα για την προέλευση του γύψου και του κειμένου, που μεταξύ άλλων ανέφερε ότι η προέλευση του μπορεί και να ήταν τυχαία, γιατί τέτοιος γύψος κυκλοφορεί στις ελεύθερες περιοχές. Επίσης επέκρινε το «Φιλελεύθερο» επειδή σε είδησή του στις 5 Φεβρουαρίου ανέφερε ότι «μασώντας τα λόγια της για άγνωστους λόγους, η Αστυνομία επιβεβαίωσε εμμέσως χθεσινό δημοσίευμα του «Φ» ότι ο γύψος που έριξαν οι δράστες στον τάφο του Τάσσου Παπαδόπουλου προέρχεται από τα κατεχόμενα» και ότι απέφυγε να δημοσιεύσει τις δηλώσεις του εκπροσώπου της Αστυνομίας. Στις 9 Φεβρουαρίου, ο κ. Χατζηβασίλης δημοσίευσε σχόλιο στο «Φ» στο οποίο ανέφερε ότι τα ΜΜΕ πλην του «Πολίτη» υιοθέτησαν τη θέση πως ο γύψος προήλθε από τα κατεχόμενα, γιατί «δεν έμειναν στα όσα είπε με ανοικτά μικρόφωνα», ο εκπρόσωπος της Αστυνομίας, αφήνοντας να εννοηθεί ότι ανεπίσημα επιβεβαίωσε όσα είχε γράψει ο «Φιλελεύθερος». Ο κ. Κωνσταντίνου επανήλθε στις 10 Φεβρουαρίου, 2010, και αφού παρέθεσε όσα έγραψε ο κ. Χατζηβασίλης τον επέκρινε για τον ισχυρισμό του ότι ο εκπρόσωπος της Αστυνομίας διέψευσε επίσημα το Φιλελεύθερο αλλά τον επιβεβαίωσε ανεπίσημα. Ανέφερε πως αν συνέβη αυτό τότε υπάρχει παραβίαση της εμπιστευτικότητας των πληροφοριών. Στο άρθρο του κατέληγε ως εξής: «…Αν και πολύ παιδαριώδες, είναι κατανοητό το «κίστημα» τού συνάδελφου ο οποίος, μετά την πατάτα του γύψου έχασε (και) την ιστορία με την κατάθεση του Φάνου. Για τις δικές του αποτυχίες, δεν του φταίει όμως, ούτε η Στήλη, ούτε ο «Πολίτης». Για την τελευταία παράγραφο και ειδικά περί «κιστήσματος» ο κ. Χατζηβασίλης παραπονέθηκε ότι ήταν απαξιωτική και μειωτική. Ο κ. Κωνσταντίνου απάντησε ότι αναφέρθηκε στο θέμα επειδή το είχε θίξει προηγουμένως ο κ. Χατζηβασίλης στο πιο πάνω σχόλιό του. Η Επιτροπή, με βάση τα στοιχεία που έθεσαν ενώπιόν της οι δύο δημοσιογράφοι και ο εκπρόσωπος της Αστυνομίας, κατέληξε στην απόφαση ότι η αρχική είδηση του κ. Χατζηβασίλη στο «Φιλελεύθερο» περί προέλευσης του γύψου από τα κατεχόμενα περιείχε ανακριβή στοιχεία και ισχυρισμούς που δεν υποστηρίζονταν από τα γεγονότα, κατά παράβαση της πρόνοιας του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας για την ακρίβεια των πληροφοριών. Με βάση τη βεβαίωση του εκπροσώπου της Αστυνομίας ότι είχε πληροφορήσει τον κ. Χατζηβασίλη πως η έκθεση του Τμήματος Γεωλογικής Επισκόπησης ήταν προκαταρκτική και ότι από αυτή «φαίνεται να υπάρχει ομοιότητα του γύψου από τα κατεχόμενα με το υλικό των τεκμηρίων» η Επιτροπή έκρινε ότι δεν εδικαιολογείτο η βεβαιότητα που εξέφραζε ο τίτλος «Ο γύψος ήλθε από τα κατεχόμενα». Για τον ίδιο λόγο έκρινε πως η φράση στο κύριο σώμα της είδησης ότι «ολοκληρώθηκαν οι αναλύσεις για το γύψο, που βρέθηκαν πέριξ του τάφου του τέως Προέδρου της Δημοκρατίας, που έδειξαν ότι ο γύψος προέρχεται από τα κατεχόμενα» περιείχε ανακριβή πληροφόρηση. Κατά συνέπεια, θεώρησε ότι η παράθεση συνειρμών για τη σημασία ενός τέτοιου ενδεχομένου δεν είχε ασφαλές υπόβαθρο. Περαιτέρω, η Επιτροπή σημείωσε ότι ο κ. Χατζηβασίλης δεν δημοσίευσε τις πληροφορίες που έδωσε ο εκπρόσωπος της Αστυνομίας με δηλώσεις του στο Κυπριακό Πρακτορείο Ειδήσεων στις 4 Φεβρουαρίου, 2010, στις οποίες ανέφερε ότι οι ενδείξεις των προκαταρκτικών αναλύσεων «δεν δημιουργούσαν το υπόβαθρο για σαφή τοποθέτηση και εκτίμηση σε σχέση με την προέλευση του γύψου». Αντίθετα, στις 5 και 6 Φεβρουαρίου επέμενε ότι η αστυνομία επιβεβαίωσε την αρχική είδηση περί προέλευσης του γύψου από τα κατεχόμενα. Με βάση τα πιο πάνω, η Επιτροπή θεώρησε ότι η κριτική που άσκησε ο κ. Κώστας Κωνσταντίνου ως προς την ακρίβεια των πληροφοριών του κ. Χατζηβασίλη καθώς και για το γεγονός ότι δεν δημοσίευσε τις πλήρεις δηλώσεις του εκπροσώπου της Αστυνομίας στηριζόταν σε γεγονότα και ήταν αιτιολογημένη. Επίσης διαπίστωσε ότι η κριτική που ασκήθηκε, στο βαθμό που αφορούσε την ακρίβεια των πληροφοριών δεν περιείχε προσωπικές επιθέσεις εναντίον του κ. Χατζηβασίλη. Κατά συνέπεια δεν διαπίστωσε παραβίαση προνοιών του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας. Ωστόσο, η Επιτροπή θεώρησε ότι η αναφορά του κ. Κωνσταντίνου στην κατάληξη του άρθρου του στις 10 Φεβρουαρίου, 2010 ότι «αν και πολύ παιδαριώδες, είναι κατανοητό το ‘κίστημα’ του συναδέλφου, ο οποίος μετά την πατάτα του γύψου έχασε (και) την ιστορία με την κατάθεση του Φάνου (Χατζηγεωργίου)»- έστω και αν δεν αναφέρθηκε στον κ. Χατζηβασίλη ονομαστικά και έστω και αν, όπως ο ίδιος υπέδειξε, δεν έθιξε πρώτος το θέμα της κατάθεσης- συνιστούσε ανοίκεια προσωπική επίθεση και ως εκ τούτου παραβίαση της πρόνοιας του Κώδικα ότι «οι λειτουργοί έχουν δικαίωμα να κρίνουν το έργο συναδέλφων τους, αλλά το πράττουν με σεβασμό στην τιμή και υπόληψή τους και αποφεύγουν προσωπικές επιθέσεις και μειωτικές της προσωπικότητας αναφορές».
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
32/2009
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
03/03/2010
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (32/4/12/2009) από γυναίκα ότι, κατά παράβαση προνοιών του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, οι εφημερίδες «Σημερινή» και «Πολίτης», στις 4 Δεκεμβρίου, 2009, με αφορμή την έκδοση απόφασης του Κακουργιοδικείου σε υπόθεση βιασμού, δημοσίευσαν λεπτομέρειες της κατάθεσής της ως παραπονούμενης στη δίκη για βιασμό της. Από την εξέταση των ειδήσεων των δύο εφημερίδων, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι δημοσίευσαν λεπτομερή περιγραφή του βιασμού, τις οποίες πήραν από έγγραφα του δικαστηρίου και ειδικότερα από την απόφαση, στην οποία γίνεται σύνοψη της κατάθεσης της γυναίκας. Οι εφημερίδες έκαμαν αναφορά στις ενέργειες του δράστη, στα διαμειφθέντα μεταξύ του και του θύματος και των προσπαθειών της γυναίκας να τον αντικρούσει, όπως είχαν περιγραφεί από την ίδια στη μαρτυρία της ενώπιον του δικαστηρίου. Η γυναίκα ανέφερε στην Επιτροπή ότι μετά τη δημοσίευση των ειδήσεων επικοινώνησε με τις δύο εφημερίδες και παραπονέθηκε ότι η δημοσίευση των λεπτομερειών της υπόθεσης ήταν ιδιαίτερα ενοχλητική για την ίδια, παρ’ όλο που δεν αναφέρθηκε το όνομά της. Συντάκτης της «Σημερινής» απολογήθηκε για το γεγονός της δημοσίευσης των λεπτομερειών, ενώ άλλος δημοσιογράφος της εφημερίδας δημοσίευσε της απόψεις της για το θέμα στην στήλη του. Αντίθετα, ο συντάκτης της είδησης του «Πολίτη» Γιάννης Νεάρχου, με τον οποίο η γυναίκα είχε συνομιλήσει και πριν από τη δημοσίευση της είδησης, επέμεινε ότι η λεπτομερής περιγραφή του βιασμού έπρεπε να δημοσιευθεί. Στην απάντησή της προς την Επιτροπή, η εφημερίδα «Πολίτης» επικαλέστηκε το γεγονός ότι η δίκη δεν είχε γίνει κεκλεισμένων των θυρών, ότι δεν υπήρχε περιορισμός πρόσβασης στην απόφαση του δικαστηρίου και ότι δεν έγινε αναφορά στο όνομα της γυναίκας, αν και η εφημερίδα είχε το δικαίωμα να δημοσιεύσει το όνομά της. Περεταίρω, υποστήριξε ότι η δημοσιοποίηση των λεπτομερειών δεν συνιστούσε «αναπαραγωγή» (με την έννοια της επανάληψης του εγκλήματος) και ότι το αντίθετο συμβαίνει με την υποβάθμιση τέτοιων θεμάτων. Περαιτέρω υποστήριξε ότι «οι λεπτομέρειες καταδεικνύουν τον σημαντικό βαθμό ανίχνευσης-εξιχνίασης τέτοιων ειδεχθών εγκλημάτων, που αποτελεί σοβαρό παράγοντα αποτροπής επίδοξων βιαστών». Η Επιτροπή, αφού εξέτασε πολύ προσεκτικά τα επιχειρήματα της εφημερίδας κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν μπορούσε με κανένα τρόπο να συμφωνήσει με αυτά. Το κριτήριο της συμπεριφοράς των ΜΜΕ και των δημοσιογράφων δεν είναι μόνο τα δικαιώματα που έχουν, αλλά και οι πρόνοιες του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, τον οποίο τα ΜΜΕ έχουν προσυπογράψει, με σκοπό την προστασία των δικαιωμάτων των πολιτών μέσω του συστήματος της αυτορρύθμισης. Ο Κώδικας Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας καθορίζει ρητά σε ποιες περιπτώσεις είναι δυνατό να υπάρξει παρέκκλιση από τις πρόνοιές του, αποκλειστικά για λόγους δημοσίου συμφέροντος. Η δημοσίευση λεπτομερειών για σεξουαλικά εγκλήματα δεν περιλαμβάνεται στις περιπτώσεις που εξαιρούνται για λόγους δημοσίου συμφέροντος, οι οποίοι, όπως καθορίζονται στον Κώδικα, είναι: (α) Υποβοήθηση ανίχνευσης ή αποκάλυψη εγκλήματος. (β) Προστασία της δημόσιας ασφάλειας ή υγείας. (γ) Προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. (δ) Παρεμπόδιση παραπλάνησης του κοινού ως αποτέλεσμα πράξεων ή δηλώσεων ατόμων ή οργανισμών. Πέραν των ανωτέρω, η Επιτροπή δεν συμφωνεί με τη θέση πως η δημοσίευση των λεπτομερειών ενός βιασμού συμβάλλει στην αποτροπή της διάπραξης τέτοιων εγκλημάτων. Αντίθετα, είναι δυνατό να «βάλει ιδέες» σε άτομα με διαταραγμένη προσωπικότητα, όπως είναι επίδοξοι βιαστές. Αφού έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιον της στοιχεία, η Επιτροπή κατέληξε στην απόφαση ότι στις ειδήσεις των δύο εφημερίδων υπάρχει αχρείαστη παράθεση λεπτομερειών του βιασμού, που δεν εμπίπτουν στην κατηγορία των πληροφοριών τις οποίες το κοινό πρέπει ή έχει δικαίωμα να γνωρίζει. Επί του προκειμένου η Επιτροπή σημειώνει ότι η δημοσίευση λεπτομερειών ενός βιασμού ικανοποιεί μόνο την περιέργεια και δεν εξυπηρετεί ούτε το σκοπό της καταπολέμησης του εγκλήματος αυτού του είδους, ούτε ενθαρρύνει τα θύματα να προβαίνουν σε καταγγελία. Αντίθετα, η Επιτροπή έχει έγκυρη πληροφόρηση ότι άλλα θύματα σεξουαλικής βίας είχαν σοβαρούς ενδοιασμούς ή αποθαρρύνθηκαν από το να προβούν σε καταγγελία, προκειμένου να μη δουν τις λεπτομέρειες να δημοσιεύονται στις εφημερίδες. Η Επιτροπή σημειώνει ότι οι λεπτομέρειες κατατίθενται στο δικαστήριο κατά την ακροαματική διαδικασία για σκοπούς τεκμηρίωσης των κατηγοριών και αξιολόγησης της αξιοπιστίας της μαρτυρίας και μόνο. Επίσης, περιλαμβάνονται στην απόφαση του δικαστηρίου για σκοπούς αιτιολόγησης της απόφασης και όχι για να δουν το φως της δημοσιότητας και να γίνουν θέμα κουτσομπολιού. Κατά συνέπεια η Επιτροπή θεωρεί ότι ο χειρισμός του θέματος από τις δύο εφημερίδες υπήρξε άκρως ατυχής και ότι τα δημοσιεύματά τους συνιστούν σοβαρή παραβίαση προνοιών του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας. Ειδικότερα, παραβιάζουν τη γενική πρόνοια του Κώδικα ότι οι λειτουργοί των ΜΜΕ «επιδεικνύουν την αρμόζουσα ευαισθησία … και είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί και διακριτικοί στην παρουσίαση θεμάτων όπως η βία, το έγκλημα, τα σεξουαλικά παραπτώματα…», καθώς και της πρόνοιας ότι «τα Μ.Μ.Ε. δεν αποκαλύπτουν άμεσα ή έμμεσα την ταυτότητα των θυμάτων βιασμού και άλλων σεξουαλικών αδικημάτων και δεν δημοσιεύουν ή αναπαράγουν λεπτομέρειες, ο οποίες είναι δυνατό να προκαλέσουν ή να επιτείνουν τον ανθρώπινο πόνο». Η μη αναφορά στο όνομα της γυναίκας δεν αποτελεί δικαιολογητικό ή ελαφρυντικό, γιατί η προστασία των θυμάτων σεξουαλικών εγκλημάτων συνιστά υποχρέωση της κοινωνίας, της πολιτείας και των ΜΜΕ. Περαιτέρω, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η πρόκληση και επίταση του ανθρώπινου πόνου σε θύματα βιασμού είναι ανεξάρτητη από την αναφορά ή όχι σε στοιχεία της ταυτότητάς τους. Για την περίπτωση της «Σημερινής», η Επιτροπή θεώρησε ως ελαφρυντικό τη συμπεριφορά της μετά το παράπονο του θύματος του βιασμού. Όμως εξέφρασε αποδοκιμασία για το γεγονός ότι ο «Πολίτης» δημοσίευσε λεπτομέρειες αν και ο συντάκτης της είδησης είχε γνώση του γεγονότος ότι η δημοσίευση τους θα προκαλούσε ενόχληση σε ένα θύμα βιασμού.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
3/2010
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
03/03/2010
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας επιλήφθηκε παραπόνου (3/23/2/2010) από την κ. Φλώρα Σωτηρίου, αδελφή αγνοουμένου από τη Λάρνακα, ότι σε ρεπορτάζ του ΡΙΚ που μεταδόθηκε στις 22/2/2010 για την ανεύρεση νέου ομαδικού τάφου αγνοουμένων προβλήθηκαν σκηνές που παρουσίαζαν στοιβαγμένα οστά και σκελετούς στο ανθρωπολογικό εργαστήριο σε κοντινά πλάνα. Το παράπονο αναφέρει ότι δεν επιδείχθηκε σεβασμός προς τους αγνοουμένους και η δέουσα ευαισθησία, με αποτέλεσμα να προσκληθεί αναστάτωση και οδύνη στους συγγενείς των αγνοουμένων. Από την εξέταση του οπτικού υλικού της είδησης η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι εικόνες που προβλήθηκαν και πιο συγκεκριμένα η παρουσίαση οστών και λεπτομερειών τους σε κοντινά πλάνα, ήταν δυνατό να προκαλέσουν αναστάτωση σε συγγενείς αγνοουμένων και να επιτύχουν τον ανθρώπινο πόνο. Ο Διευθυντής Ειδήσεων και Επικαίρων του ΡΙΚ Γιάννης Καρεκλάς ανέφερε στη Γραμματεία της Επιτροπής ότι η μετάδοση των εικόνων οφείλεται σε λανθασμένο χειρισμό του οπτικού υλικού κατά το στάδιο της τεχνικής επεξεργασίας του ρεπορτάζ και απολογήθηκε του για το γεγονός. Ανέφερε ότι οι εικόνες που μεταδόθηκαν είχαν εξασφαλισθεί και φυλαχθεί από το ΡΙΚ για σκοπούς τήρησης αρχείου για το θέμα των αγνοουμένων. Ο κ. Καρεκλάς διαβεβαίωσε ότι το ΡΙΚ αναγνωρίζει πως το θέμα των αγνοουμένων είναι ιδιαίτερα λεπτό και ευαίσθητο και ανέφερε ότι έχουν δοθεί οδηγίες στους λειτουργούς του ΡΙΚ να είναι προσεκτικοί κατά την επιλογή εικόνων σχετικά ειδήσεις για τους αγνοουμένους στο μέλλον. Η Επιτροπή, αφού έλαφε υπόψη όλα τα ενώπιόν της στοιχεία αποφάσισε ότι ο χειρισμός του θέματος δεν συνάδει με τη γενική πρόνοια του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας για επίδειξη ευαισθησίας και προσοχής κατά το χειρισμό περιπτώσεων ανθρώπινου πόνου και της ειδικής πρόνοιας για επίδειξη διακριτικότητας και συμπάθειας και αποφυγής πράξεων που είναι δυνατό να οξύνουν τον ανθρώπινο πόνο. Η Επιτροπή έλαβε υπόψη και εξέφρασε ικανοποίηση για τη διαβεβαίωση ότι δόθηκαν οι δέουσες οδηγίες επίδειξη προσοχής στο μέλλον κατά το χειρισμό ειδήσεων που αφορούν σε αγνοουμένους.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
1/2010
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
03/03/2010
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΔΙΕΥΘΕΤΗΘΕΝ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας επιλήφθηκε παραπόνου (1/3/1/2010) που υποβλήθηκε εκ μέρους του Αρχηγού της Αστυνομίας ότι η εφημερίδα «Το Κυπριακό Ποντίκι» δημοσίευσε ανακριβείς πληροφορίες σχετικά με τις αστυνομικές έρευνες για την κλοπή του λειψάνου του τέως προέδρου της Δημοκρατίας Τάσσου Παπαδόπουλου. Ειδικότερα, η εφημερίδα ισχυρίστηκε σε είδησή της στις 22/1/2010, ότι το Αμερικανικό FBI είχε διαπιστώσει παραλείψεις και σφάλματα στη διερεύνηση της υπόθεσης της κλοπής των λειψάνων του τέως Προέδρου Τάσσου Παπαδόπουλου. Στο παράπονο αναφέρθηκε ότι σε αντίθεση με τον ισχυρισμό αυτό, οι αμερικανοί αξιωματούχοι εξήραν το έργο της Αστυνομίας και τον επαγγελματισμό που επέδειξαν ον ανακριτές. Η Επιτροπή, ενεργώντας με βάση την πρόνοια του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας ότι σε πρώτο προσπαθεί να επιτύχει συμβιβασμό, υπέδειξε ότι θα έπρεπε να εξαντληθεί η επιδίωξη θεραπείας με την άσκηση του δικαιώματος απάντησης και αίτημα για δημοσίευση επιστολής με τις θέσεις της Αστυνομίας επί του θέματος. Ο εκπρόσωπος Τύπου της Αστυνομίας αποδέχθηκε την εισήγηση και απηύθυνε επιστολή προς την εφημερίδα διαψεύδοντας το δημοσίευμα, η οποία και δημοσιεύθηκε. Η Επιτροπή θεώρησε την υπόθεση ως διευθετηθείσα.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
24/2010
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
09/02/2010
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο από το βουλευτή κ. Χρίστο Πουργουρίδη (24/20/1/2010) ότι είδηση που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Σημερινή» στις 17 Δεκεμβρίου, το οποίο αναφερόταν σε ομιλία του κατά τη διάρκεια συζήτησης στη Βουλή, περιείχε παραποίηση δηλώσεών του. Η είδηση περιλάμβανε απόσπασμα ομιλίας του κ. Πουργουρίδη στη Βουλή που ανέφερε ότι «είμαστε ίσως η μοναδική χώρα της Ε.Ε. όπου πολιτικοί αποκλείονται από την τηλεόραση με οδηγίες των καναλαρχών, απλώς γιατί λένε πράγματα που δεν αρέσουν στους σύγχρονους καναλάρχες», καθώς και αναφορά ότι «πριν από μερικές εβδομάδες εισηγήθηκε όπως εισαχθούν αυστηρότεροι κανονισμοί εναντίον των ηλεκτρονικών μέσων, για περιπτώσεις όπου ασκείται κριτική σε βουλευτές». Ο κ. Πουργουρίδης παραπονέθηκε ότι το τίτλος της είδησης «Επίθεση Πουργουρίδη στην ελευθεροτυπία…» αποτελούσε εσκεμμένη παραποίηση της ομιλίας του και έτεινε να τον παρουσιάσει ως άνθρωπο που μάχεται εναντίον της ελευθεροτυπίας. Επίσης ανέφερε ότι ήταν εντελώς ανυπόστατος και ο ισχυρισμός ότι εισηγήθηκε όπως εισαχθούν αυστηρότεροι κανονισμοί εναντίον των ηλεκτρονικών μέσω για περιπτώσεις όπου ασκείται κριτική σε βουλευτές. Διευκρίνισε ότι η πρόταση νόμου δεν έχει τίποτε να κάμει με κριτική που ασκείται σε βουλευτές, αλλά με την επιβολή διοικητικού προστίμου από την Αρχή Ραδιοτηλεόρασης για παραβιάσεις του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας από τα ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης. Η Επιτροπή, έχοντας υπόψη την Πρόταση Νόμου που υπέβαλε ο κ. Πουργουργίδης στη Βουλή κατέληξε στην απόφαση πως ο ισχυρισμός ότι η τροποποίηση που πρότεινε ο κ. Πουργουρίδης αποσκοπεί στην εισαγωγή αυστηρότερων κανονισμών εναντίον των ηλεκτρονικών μέσων, «για περιπτώσεις όπου ασκείται κριτική σε βουλευτές» συνιστά ανακρίβεια και επομένως παραβίαση της σχετικής πρόνοιας του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας. Ως προς τον τίτλο της είδησης «επίθεση Πουργουρίδη στην ελευθεροτυπία» δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ευσταθεί σε σχέση με το σημείο της ομιλίας του κ. Πουργουρίδη στο οποίο ανέφερε ότι πολιτικοί αποκλείονται από την τηλεόραση με τις οδηγίες των καναλαρχών, αλλά είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι δικαιολογείται σε σχέση με την πρόταση του κ. Πουργουρίδη για τροποποιήσεις στον περί Ραδιοτηλεοπτικών Σταθμών Νόμο. Επί του θέματος σημείου αυτού η Επιτροπή θεωρεί ορθό να αναφέρει τις θέσεις της σε σχέση με τον πρόταση του κ. Πουργουρίδη. Η Επιτροπή θεωρεί ότι η τροποποίηση θα πλήξει ευθέως την ελευθερία έκφρασης των ηλεκτρονικών ΜΜΕ και θα λειτουργήσει ως δαμόκλειος σπάθη πάνω από τα ηλεκτρονικά ΜΜΕ. Περαιτέρω, η Επιτροπή αναφέρει ότι έχει συζητήσει το θέμα με τον κ. Πουργουρίδη, ο οποίος ανέλαβε να αποσύρει την Πρόταση Νόμου, ώστε μέσα από διάλογο να αναζητηθούν τρόποι για να γίνει πιο αποτελεσματικό το έργο της Επιτροπής Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, που είναι και το ζητούμενο. Επίσης επισημαίνει ότι ουδέποτε η Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου ζήτησε από την Επιτροπή να εξετάσει υπόθεση εναντίον οποιουδήποτε ηλεκτρονικού ΜΜΕ.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
22/2010
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
09/02/2010
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (22/8/11/2010) ότι δημοσίευμα στην εφημερίδα «Σημερινή» ημερομηνίας 3ης Νοεμβρίου, 2010, που αφορούσε στον ίδιο, στηριζόταν σε «πληθώρα ψευδολογιών ή διαστρεβλώσεων» και ότι περιείχε «παραποιήσεις δημόσιων δηλώσεών» που είχε κάμει. Περαιτέρω, παραπονέθηκε ότι σε είδηση της εφημερίδας στην ίδια έκδοση, σε σχέση με Πρόταση Νόμου που είχε υποβάλει ο ίδιος για τροποποίηση του Νόμου Περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών, παρατέθηκαν απόψεις άλλων που επέκριναν την πρόταση, αλλά δεν περιλήφθηκε το αιτιολογικό της πρότασης και δεν ζητήθηκαν οι απόψεις του ιδίου, ως εισηγητή της τροποποίησης. Το πρώτο παράπονο αφορούσε σε άρθρο του κ. Σάββα Ιακωβίδη υπό τον τίτλο «Ο Χρ. Πουργουρίδης ας κάνει τη μια χάρη: Να αποχωρήσει, επιτέλους!», το οποίο γράφτηκε με αφορμή την υποβολή Πρότασης Νόμου του κ. Πουργουρίδη και τον καλούσε να «απαλλάξει, επιτέλους, από την πολιτική παρουσία του» τους πολίτες, για σειρά λόγων τους οποίους ανέφερε. Η Επιτροπή εξέτασε τα πιο κάτω παράπονα που υπέβαλε ο κ. Προυργουρίδης για επί μέρους σημεία του άρθρου. 1. Ο κ. Πουργουρίδης παραπονέθηκε ότι ήταν ανακριβής ο ισχυρισμός στο άρθρο ότι «είχε στιγματίσει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ως Ρωμαίο Αυτοκράτορα», δηλ. «ως έναν στυγνό και αδίστακτο κυβερνήτη». Ο κ. Πουργουρίδης ανέφερε ότι αυτό που είχε πει ήταν ότι «ο πρόεδρος Κληρίδης συμπεριφέρεται σαν Ρωμαίος αυτοκράτορας, αφού καθόλου δεν λαμβάνει υπόψη εκείνους που τον ανέδειξαν στο προεδρικό αξίωμα». Στην απάντησή του για το παράπονο, ο κ. Ιακωβίδης επικαλέστηκε την πιο πάνω αναφορά του κ. Πουργουρίδη, καθώς και άλλη δήλωσή του στην «Καθημερινή» στις 21/6/2009 στην οποία φέρεται να είχε αναφέρει ότι «ο πρόεδρος Κληρίδης συμπεριφέρεται σαν Ρωμαίος Αυτοκράτορας, αφού αγνοεί εντελώς τα συλλογικά όργανα του ΔΗΣΥ». Η Επιτροπή σημείωσε ότι για όσους γνωρίζουν καλώς την Ελληνική, υπάρχει σημαντική διαφορά μεταξύ του μορίου «ως», όταν χρησιμοποιείται για να δηλώσει πραγματική κατάσταση και του ομοιωματικού «σαν». Ωστόσο έλαβε υπόψη ότι πολλές φορές τα δύο μόρια χρησιμοποιούνται εναλλακτικά, τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο (ίδε Μείζον Ελληνικό Λεξικό Τεγόπουλου-Φυτράκη), ενώ στην αντίληψη των περισσοτέρων δεν έχουν καμιά διαφορά. Για το λόγο αυτό η Επιτροπή αποφάσισε ότι δεν θα μπορούσε να θεωρήσει ότι το σημείο αυτό συνιστά σοβαρή παραβίαση της πρόνοιας περί ακρίβειας των πληροφοριών. 2. Ο κ. Πουργουρίδης παραπονέθηκε επίσης για αναφορά του κ. Ιακωβίδη ότι εξύβρισε τον Αρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο και πρόσβαλε τον ευρωβουλευτή Ιωάννη Κασουλίδη ως λαϊκιστή και πατριδοκάπηλο. Ανέφερε ότι ουδέποτε εξύβρισε τον Αρχιεπίσκοπο και ουδέποτε πρόσβαλε τον κ. Κασουλίδη με τις φράσεις που του αποδίδονται. Ο κ. Ιακωβίδης στην απάντησή του παρέθεσε γραπτή δήλωση του κ. Πουργουρίδη στις 30/12/2009 στην οποία μεταξύ άλλων ανέφερε: Ο Αρχιεπίσκοπος «συνεχίζει να καταχράται του αξιώματος του και με πράξεις και λόγους να προκαλεί τα αισθήματα μιας μεγάλης μερίδας του πληρώματος της εκκλησίας της Κύπρου»…«Ο λόγος του Αρχιεπισκόπου αντί να ενώνει, διχάζει. Οι πράξεις και οι λόγοι του Αρχιεπισκόπου, αντί της αγάπης καλλιεργούν το μίσος. Απωθούν τον κόσμο αντί να τον φέρνουν κοντά στην εκκλησία….Πέραν των πιο πάνω ο Αρχιεπίσκοπος κατασπαταλά την περιουσία της Εκκλησίας για αλλότριους προς την αποστολή της, σκοπούς»…Ο Αρχιεπίσκοπος «προκαλεί με τη συμπεριφορά του» και …έφθασε η ώρα η Βουλή να θέσει τέρμα «στις αυθαιρεσίες και στις καταχρήσεις στα οικονομικά της Εκκλησίας». Η Επιτροπή μελέτησε το κείμενο της γραπτής δήλωσης του κ. Πουργουρίδη και διαπίστωσε ότι η αναφορά του σε κατασπατάληση εκκλησιαστικής περιουσίας αφορούσε σε φερόμενη αγορά μεγάλου αριθμού αντιτύπων βιβλίου, το οποίο πραγματεύεται την προταθείσα λύση του Κυπριακού στο σχέδιο Ανάν. Στη δήλωσή του, ο κ. Πουργουρίδης ανέφερε ότι «αντί να αγοράσει 10.000 αντίτυπα του βιβλίου…με σημαντικότατο κόστος, μπορούσε να δώσει το ποσό αυτό στους φτωχούς». Ανέφερε ακόμη ότι «Ο Αρχιεπίσκοπος και η Ιερά Σύνδος φαίνεται ότι δεν κατανοούν πως τα χρήματα και η περιουσία της Εκκλησίας δεν είναι προσωπική τους περιουσία, αλλά ανήκουν στο πλήρωμα της Εκκλησίας και συνεπώς δεν μπορούν να τα χρησιμοποιούν κατά το δοκούν». Η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι αναφορές του κ. Πουργουρίδη συνιστούσαν έκφραση πολιτικής γνώμης επί συγκεκριμένων ενεργειών, τις οποίες ανέφερε, η οποία δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ως εξύβριση του Αρχιεπισκόπου. Ως προς τη αναφορά σε προσβολή του κ. Κασουλίδη, ο κ. Ιακωβίδης επικαλέστηκε γραπτή δήλωση του κ. Πουργουρίδη που μεταξύ άλλων εξέφραζε την ελπίδα ότι «αυτή η δεύτερη πενταετία θα διδάξει τον κ. Κασουλίδη πως…ότι ένας που θέλει και επιδιώκει να καταστεί ο ηγέτης μιας μικρής, ημικατεχόμενης Ευρωπαϊκής χώρας πρέπει να διαθέτει το σθένος να αντιστέκεται στους λαϊκισμούς, την πατριδοκαπηλία και την αδικία. Οι λαϊκισμοί, η πατριδοκαπηλία και η ανοχή της αδικίας οδήγησαν το τόπο στα πρόθυρα της διχοτόμησης». Περαιτέρω ο κ. Ιακωβίδης επικαλέστηκε δηλώσεις του κ. Κασουλίδη και εκπροσώπων του, με τις οποίες εξέφραζαν θλίψη, αποδοκίμασαν τη δήλωση του κ. Πουργουρίδη και διατύπωναν επικρίσεις εναντίον του. Η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι αναφορές του κ. Πουργουρίδη συνιστούν, και πάλι, έκφραση πολιτικής γνώμης από ένα πολιτικό για έναν άλλο και δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως εξύβριση. 3. Ο κ. Πουργουρίδης παραπονέθηκε ότι συνιστούσε ανακρίβεια σημείο του άρθρου ότι προσυπέγραψε με Ελβετό βουλευτή ψήφισμα για δήθεν καταπίεση των μουσουλμάνων της Ρόδου και της Κω από τις ελληνικές Αρχές. Ο κ. Πουργουρίδης ανέφερε ότι ουδέποτε προσυπέγραψε τέτοιο ψήφισμα αλλά υπέγραψε προσχέδιο πρότασης για διερεύνηση της κατάστασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των μουσουλμάνων της Ρόδου και της Κω και ότι στο έγγραφο αυτό ουδεμία αναφορά γινόταν σε καταπίεση τους από της Ελληνικές αρχές. Ο κ. Ιακωβίδης παρέθεσε ως απάντηση διάφορα δημοσιεύματα που επικρίνουν την ενέργεια του κ. Πουργουρίδη να προσυπογράψει κείμενο για τη διενέργεια έρευνας για την «τουρκική μειονότητα της Ρόδου». Η Επιτροπή, αφού εξέτασε όλα τα στοιχεία, περιλαμβανομένου και του κειμένου που υπέγραψε ο κ. Πουργουρίδης για εξέταση θέματος παραβίασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων των κατοίκων της Ρόδου και της Κω «που έχουν τουρκικό πολιτιστικό υπόβαθρο», κατέληξε στην απόφαση πως είναι προφανές ότι στο επίμαχο δημοσίευμα υπάρχει ανακριβής πληροφόρηση, κατά παράβαση της σχετικής πρόνοιας του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας. Η επίκληση δημοσιευμάτων ή δηλώσεων από τρίτους για δικαιολόγηση της επίμαχης αναφοράς δεν δικαιολογεί την ανακρίβεια και δεν αίρει την παραβίαση της σχετικής πρόνοιας του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας. Η Επιτροπή θεωρεί ότι οι δημοσιογράφοι και τα ΜΜΕ έχουν υποχρέωση σε κάθε περίπτωση να βεβαιώνονται για την ακρίβεια των πληροφοριών που δημοσιεύουν ή χρησιμοποιούν για άσκηση κριτικής. Η Επιτροπή θεωρεί, περαιτέρω, ότι η έκφραση γνώμης και η άσκηση κριτικής αποτελεί αναφαίρετο δικαίωμα των δημοσιογράφων και των ΜΜΕ, αλλά επισημαίνει ότι πρέπει να στηρίζεται σε ακριβή στοιχεία. 4. Ο κ. Πουργουρίδης παραπονέθηκε ότι ήταν ανακριβής η αναφορά στο άθρο πως προέβη σε διακήρυξη ότι «με τα 20 του νύσια ψήφισε το σχέδιο Ανάν». Όπως ανέφερε, σε συνέντευξή του στο «Φιλελεύθερο» κατά την περίοδο του σχεδίου Ανάν 3 και όχι του τελικού σχεδίου είχε πει ότι «αν η επιλογή είναι μεταξύ της παρούσας κατάστασης με τους στρατούς κατοχής και τους εποίκους με τα 20 μου ψηφίζω το προτεινόμενο σχέδιο λύσης». Ο κ. Ιακωβίδης δεν έδωσε καμιά απάντηση στο σημείο αυτό. Η Επιτροπή, αφού μελέτησε το κείμενο στο οποίο περιέχεται η πιο πάνω αναφορά του κ. Πουργουρίδη στο σχέδιο Ανάν, κατέληξε στην απόφαση ότι η φράση «με τα 20 του νύσια ψήφισε το σχέδιο Ανάν» ήταν ανακριβής. Επειδή το επίμαχο άρθρο γράφτηκε με αφορμή την προαναφερθείσα πρόταση του κ. Πουργουρίδη, για την οποία η Επιτροπή εξέφρασε έντονη αντίθεση, θεωρεί σκόπιμο και χρήσιμο να παραθέσει τις δικές της θέσεις σχετικά με την αναφορά του κ. Ιακωβίδη στην πρόταση του κ. Πουργουρίδη για τροποποίηση του άρθρου 41Α (1)(α) του Περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου. Η πρόταση σκοπούσε να δοθεί το δικαίωμα στην Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου να εξετάζει παράπονα για παραβιάσεις του ΚΔΔ από τα εκπέμποντα ΜΜΕ, ύστερα από αίτημα ή αυτεπάγγελτα, σε αντικατάσταση της υφιστάμενης νομικής πρόνοιας που απαιτεί αίτηση της Επιτροπής Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας προς την ΑΡΤΚ, προκειμένου να ασχοληθεί με θέματα παραβίασης του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας. Στο άρθρο αναφέρονται τα εξής: «Πρόκειται περί πρωτοφανούς φασιστικής εισήγησης, η οποία πλήττει ευθέως την ελευθερία έκφρασης, ιδιαίτερα των ηλεκτρονικών Μέσων, που θα είναι έρμαια στα κέφια και στα νεύρα κάθε πολίτη και, φυσικά, κάθε... ευαίσθητου ή ευέξαπτου πολιτικού, που θα κρίνει ότι, τάχα, παραβιάζεται η δημοσιογραφική δεοντολογία και θα απαιτεί κυρώσεις. Η Κύπρος είναι ήδη πρότυπο αυτορρύθμισης, παρά τις περί του αντιθέτου κενολογίες Πουργουρίδη που, αν υιοθετηθούν, θα αποτελούν μια τρομερή δαμόκλειο σπάθη πάνω από τα ηλεκτρονικά, κυρίως, ΜΜΕ». Ο κ. Πουργουρίδη απάντησε, ότι «καμία προσπάθεια ποινικοποίησης της δημοσιογραφικής δεοντολογίας δεν γίνεται. Η πρόταση δεν δημιουργεί κανένα ποινικό αδίκημα για κανένα. Παρέχει το δικαίωμα στην Αρχή Ραδιοτηλεόρασης για επιβολή διοικητικού προστίμου στους ιδιοκτήτες των ραδιοτηλεοπτικών σταθμών και όχι στους δημοσιογράφους». Επί του σημείου αυτού η υποεπιτροπή έλαβε υπόψη ότι οι θέσεις που παραθέτει ο κ. Ιακωβίδης ότι η τροποποίηση θα πλήξει ευθέως την ελευθερία έκφρασης των ηλεκτρονικών ΜΜΕ και θα λειτουργήσει ως δαμόκλειος σπάθη πάνω από τα ηλεκτρονικά, κυρίως ΜΜΕ, προέρχονται από θέσεις της Επιτροπής Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας. Όμως δεν μπορεί να υιοθετήσει το χαρακτηρισμό περί «φασιστικής εισήγησης» που χρησιμοποίησε ο κ. Ιακωβίδης. Ως προς την αναφορά του κ. Πουργουρίδη ότι δεν πρόκειται για προσπάθεια ποινικοποίησης της δημοσιογραφικής δεοντολογίας και ότι δεν δημιουργείται κανένα ποινικό αδίκημα, η Επιτροπή διευκρινίζει ότι χρησιμοποίησε τον όρο όχι με τη νομική έννοια, αλλά ως ερμηνεία του αποτελέσματος από την προταθείσα διευθέτηση. Και αυτό γιατί το διοικητικό πρόστιμο μέχρι και 8.500 που θα δύναται να επιβάλει η ΑΡΤΚ στην πράξη μπορεί να λειτουργήσει ως ποινή ή απειλή ποινής, η οποία θα επενεργήσει αρνητικά στο δικαίωμα της ελευθερίας έκφρασης και παράλληλα η πρόνοια αυτή είναι δυνατό να χρησιμοποιηθεί για φίμωση εκεμπόντων ηλεκτρονικών ΜΜΕ. Παράλληλα, επισημαίνει ότι ο Κώδικας Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας διατυπώνει αρχές δημοσιογραφικής δεοντολογίας με γενικό τρόπο ώστε να παρέχεται ευχέρεια ευρείας ερμηνείας για σκοπούς διαπίστωσης αντιδεοντολογικής συμπεριφοράς, αλλά όχι βάση για επιβολή διοικητικού προστίμου, η οποία θα πρέπει να στηρίζεται σε σαφώς διατυπωμένες νομικές πρόνοιες. Περαιτέρω, η Επιτροπή αναφέρει ότι έχει συζητήσει το θέμα με τον κ. Πουργουρίδη, ο οποίος ανέλαβε να αποσύρει την Πρόταση Νόμου, ώστε μέσα από διάλογο να αναζητηθούν τρόποι για να γίνει πιο αποτελεσματικό το έργο της Επιτροπής Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας που είναι και το ζητούμενο. Επίσης επισημαίνει ότι ουδέποτε η Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου ζήτησε από την Επιτροπή να εξετάσει οποιαδήποτε υπόθεση εναντίον οποιουδήποτε ηλεκτρονικού ΜΜΕ. Ως προς το παράπονο του κ. Πουργουρίδη ότι στο ρεπορτάζ της «Σημερινής» για την Πρόταση Νόμου που υπέβαλε παραλήφθηκε το αιτιολογικό και ότι ζητήθηκαν οι απόψεις άλλων αλλά όχι του ιδίου, η Επιτροπή αποφάσισε ότι καλό θα ήταν να ζητηθούν και παρατεθούν και οι απόψεις του κ. Πουργουρίδη για μια πιο σφαιρική παρουσίαση του θέματος. Δεδομένου όμως ότι η παράλειψη θα μπορούσε να αρθεί με την άσκηση του δικαιώματος απάντησης που προνοείται από τον Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας ως μέτρο θεραπείας σε ανάλογες περιπτώσεις, η Επιτροπή δεν τη θεώρησε ως παραβίαση του Κώδικα.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
30/2009
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
20/01/2010
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (30/25/10/09) από το δημοσιογράφο του ΑΝΤ1 κ. Δημήτρη Ευθυμίου ότι άρθρο του Κώστα Κωνσταντίνου στον πολίτη, ημερομηνίας 22/10/2009, με αφορμή επεισόδιο με τον προεδρικό σύμβουλο κ. Τουμάζο Τσελεπή, σε τηλεοπτική συζήτηση στον ΑΝΤ1 περιείχε αναφορές που συνιστούσαν ανοίκεια επίθεση εναντίον του. Το άρθρο αποτελούσε σχόλιο για την αποχώρηση του κ. Τσελεπή από τη συζήτηση, όταν άλλοι συζητητές προέβησαν σε παρατηρήσεις αμφισβήτησης των επαγγελματικών του προσόντων. Μεταξύ άλλων το άρθρο ανέφερε: «Πως είναι ακόμη πιο αδιανόητο να βγαίνει την επομένη της…απόπειρας δολοφονίας ο συντονιστής της εκπομπής και να παραδέχεται, δημοσιογράφος άνθρωπος, ότι το θύμα είχε κληθεί να υπερασπιστεί τις απόψεις του μόνο του ενώ από την άλλη άποψη είχε φέρει…τέσσερα (!) άτομα, πλην όμως λέει «του δόθηκε περισσότερος χρόνος»; Και πως είναι εξωφρενικό, τούτου λεχθέντος, να μην παρεμβαίνουν η Επιτροπή Ραδιοτηλεόρασης και η Ενωση Συντακτών, αν μη τι άλλο, για να του εισηγηθούν να αλλάξει επάγγελμα; Τι να σας γράψουμε»; Η εφημερίδα και ο αρθρογράφος δεν ανταποκρίθηκαν σε επανειλημμένες υπομνήσεις για παράθεση των απόψεων τους, γεγονός το οποίο η Επιτροπή έκρινε ότι αποτελεί παραβίαση της πρόνοιας του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας για υποχρέωση των ΜΜΕ και των λειτουργών τους να συνεργάζονται και να συνδράμουν το έργο της. Η Επιτροπή αποφάσισε ότι το περιεχόμενο και το ύφος της αναφοράς στον τρόπο άσκησης της εργασίας του κ. Ευθυμίου συνιστά παραβίαση της πρόνοιας του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας ότι «οι λειτουργοί έχουν δικαίωμα να κρίνουν το έργο συναδέλφων τους, αλλά το πράττουν με σεβασμό στην τιμή και υπόληψή τους και αποφεύγουν προσωπικές επιθέσεις και μειωτικές της προσωπικότητας αναφορές».
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
23/2010
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
19/01/2010
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΟΧΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας επιλήφθηκε παραπόνου (23/12/11/2010) από τον αθλητικό συντάκτη Δημήτρη Κρητικό ότι η εφημερίδα “Sportday” σε δημοσίευμα της στις 5 Νοεμβρίου, 2010, διατύπωσε μειωτικά για τον ίδιο σχόλια σε σχέση με τον τρόπο περιγραφής καλαθοσφαιρικού αγώνα για λογαριασμό συνδρομητικού καναλιού. Ο παραπονούμενος ανέφερε ότι στο δημοσίευμα δεν παρέθεσε το όνομά του αλλά η ταυτότητά του θα μπορούσε να προκύψει από το γεγονός ότι μόνο ένας σταθμός μετέδωσε περιγραφή του αγώνα και μόνο ο ίδιος έκανε περιγραφή του. Το δημοσίευμα ανέφερε: «Συμβουλή στους συναδέλφους που αναλαμβάνουν την ευθύνη μιας τηλεοπτικής μετάδοσης. Τουλάχιστον να γνωρίζουν τα βασικά της αποστολής τους. Τα ακούγαμε και δεν τα πιστεύαμε όλα τα μαργαριτάρια πριν και κατά τη διάρκεια του αγώνα καλαθόσφαιρας ΑΠΟΕΛ-Ομόνοιας. Από την ερώτηση σε παράγοντα της Ομόνοιας γιατί δεν πήγαν οπαδοί της ομάδας στη γήπεδο (αυτό και να είναι πλήρης άγνοια) μέχρι και την άγνοια για το ποιος καλαθοσφαιριστής σκόραρε, ποιος τιμωρήθηκε και αν ήταν επιθετικό ή αμυντικό φάουλ. Αν μη τι άλλο, να διαβάζουν τους απλούς κανόνες διεξαγωγής του αθλήματος». Ο κ. Κρητικός ανέφερε στο παράπονό του ότι πέραν της επαγγελματικής του ιδιότητας και της ενασχόλησής του με το άθλημα διετέλεσε καλαθοσφαιριστής, «που σίγουρα αποδεικνύει και τη γνώση μου περί των κανονισμών που διέπουν το άθλημα». Η εφημερίδα απάντησε ότι δεν βρήκε τίποτε το επιλήψιμο στο δημοσίευμα και αφήνει το θέμα στην κρίση της Επιτροπής. Η Επιτροπή αφού εξέτασε τα ενώπιόν της στοιχεία αποφάσισε ότι το δημοσίευμα συνιστά κριτική της εργασίας δημοσιογράφου, η οποία είναι θεμιτή με βάση τον Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, αλλά δε διαπίστωσε παραβίαση προνοιών του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας. Ωστόσο θεώρησε χρήσιμο να υποδείξει ότι οι δημοσιογράφοι, όταν ασκούν κριτική για το έργο συναδέλφων τους, οφείλουν να επιδεικνύουν συναδελφική αβρότητα και να σέβονται την προσωπικότητα και την τιμή των συναδέλφων τους.
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
25/2010
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
19/01/2010
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΟΧΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (25/21/12/2010) από το βουλευτή κ. Χρήστο Πουργουρίδη εναντίον της εφημερίδας «Σημερινή» για παράλειψη δημοσίευσης είδησης επί θέματος για το οποίο η εφημερίδα τον είχε επικρίνει. Ειδικότερα, ο κ. Πουργουρίδης παραπονέθηκε ότι η εφημερίδα ενώ επανειλημμένα του είχε ασκήσει έντονη κριτική επειδή είχε προσυπογράψει πρόταση για να γίνει έρευνα για την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των μουσουλμάνων της Ρόδου και της Κω, και παρουσίαζε τη στάση του ως αντεθνική σε σημείο που άγγιζε τα όρια της προδοσίας, παρέλειψε να δημοσιεύσει ανακοίνωσή του που αναφερόταν στην έκθεση που συντάχθηκε μετά τη διενέργεια της έρευνας. Στην έκθεση αναφέρεται ότι από την έρευνα δεν προκύπτει τίποτε το μεμπτό όσον αφορά τα ανθρώπινα των μουσουλμάνων της Ρόδου. Η εφημερίδα απάντησε ότι είδηση για το θέμα αυτό δημοσιεύθηκε στις 5 Ιανουαρίου, 2011, δηλαδή την επομένη της κοινοποίησης του παραπόνου του κ. Πουργουρίδη από την Επιτροπή, προκειμένου να δοθεί απάντηση. Η Επιτροπή αποφάσισε ότι μετά τη δημοσίευση της είδησης και ανεξάρτητα από την καθυστέρηση στη δημοσίευση της, για την οποία δεν δόθηκε καμιά εξήγηση, δεν υπάρχει θέμα προς εξέταση.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
21/2010
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
19/01/2010
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (21/8/11/2010) από το βουλευτή κ. Χρίστο Πουργουρίδη, ότι δημοσίευμα στην εφημερίδα «Φιλελεύθερος», στις 5 Νοεμβρίου, 2010, περιείχε ανακριβείς αναφορές. Ειδικότερα, παραπονέθηκε ότι ο δημοσιογράφος Αριστος Μιχαηλίδης, σε σχόλιο του είχε αναφέρει πως ο κ. Πουργουρίδης προσυπέγραψε ψήφισμα στην Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης για παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων των μουσουλμάνων στη Ρόδο και στην Κω και ότι «από το 2004 μέχρι σήμερα, αμετανόητος και φανατικός, υποστηρίζει οτιδήποτε και οποιονδήποτε που θα μπορούσε να επαναφέρει και να επιβάλει στους Ελληνοκυπρίους το σχέδιο Ανάν…». Ο κ. Πουργουρίδης ανέφερε ότι ουδέποτε προσυπέγραψε τέτοιο ψήφισμα και επίσης ότι, αντίθετα με όσα υποστηρίζει ο κ. Μιχαηλίδης, επανειλημμένα έχει δηλώσει ότι η επαναφορά του σχεδίου Ανάν θα είναι καταστροφή αφού και πάλι θα απορριφθεί από το λαό και ότι οποιαδήποτε λύση πρέπει να λαμβάνει υπόψη την εκπεφρασμένη βούληση του Κυπριακού Ελληνισμού επί του σχεδίου Ανάν. Στην απάντησή της, η εφημερίδα ανέφερε ότι μετά την υποβολή του παραπόνου διερεύνησε το θέμα και διαπίστωσε ότι ο παραπονούμενος δεν προσυπέγραψε τέτοιο ψήφισμα, αλλά εισήγηση που υποβλήθηκε στην Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης για να εξετασθεί θέμα παραβίασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων «των τουρκικής καταγωγής κατοίκων της Ρόδου και Κω». Η εφημερίδα εξέφρασε λύπη για τη λανθασμένη αναφορά σε ψήφισμα αντί σε εισήγηση και υποστήριξε ότι αυτή «δεν επηρεάζει την ουσία του δημοσιεύματος ή αναιρεί τα όσα γράφονται». Επίσης επικαλέστηκε το γεγονός ότι σε είδηση του Κυπριακού Πρακτορείου Ειδήσεων και σε είδηση της εφημερίδας «Σημερινή» στις 3/11/2010 γινόταν αναφορά σε προσυπογραφή προσχεδίου ψηφίσματος ή ψηφίσματος καθώς και σε φερόμενη δήλωση του κ. Πουργουρίδη για το σχέδιο Ανάν. Η εφημερίδα υποστήριξε ότι το επίμαχο δημοσίευμά της δεν παραβιάζει με κανένα τρόπο τον Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας. Ως προς το παράπονο που αναφέρεται στο σημείο για το σχέδιο Ανάν, η εφημερίδα υποστήριξε ότι επρόκειτο για «δίκαιο και καλόπιστο σχολιασμό… που στηρίζεται σε δεκάδες δηλώσεις, συνεντεύξεις και ενέργειες του βουλευτή». Η Επιτροπή, αφού εξέτασε τα ενώπιόν της στοιχεία, μεταξύ των οποίων και την παραδοχή της εφημερίδας ότι ο κ. Πουργουρίδης δεν προσυπέγραψε ψήφισμα αλλά εισήγηση για να εξετασθεί θέμα παραβίασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων των κατοίκων της Ρόδου και της Κω «που έχουν τουρκικό πολιτιστικό υπόβαθρο», όπως αναφέρεται στο επίσημο κείμενο της ΚΣΣΕ, κατέληξε στην απόφαση πως είναι προφανές ότι στο επίμαχο δημοσίευμα υπάρχει ανακριβής πληροφόρηση, κατά παράβαση της σχετικής πρόνοιας του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας. Ενα από τα δύο δημοσιεύματα που επικαλέστηκε η εφημερίδα αποτελεί αντικείμενο άλλου παραπόνου του κ. Πουργουρίδη. Η επίκληση δημοσιευμάτων τα οποία κατ’ ισχυρισμό περιείχαν την πληροφόρηση στην οποία στηρίχθηκαν οι επίμαχες αναφορές δεν αίρει την ανακρίβεια και δεν αποτελεί δικαιολογητικό για τη δημοσίευση ανακριβών πληροφοριών. Οι δημοσιογράφοι και τα ΜΜΕ έχουν υποχρέωση σε κάθε περίπτωση να βεβαιώνονται για την ακρίβεια των πληροφοριών που δημοσιεύουν. Η Επιτροπή θεωρεί, περαιτέρω, ότι η άσκηση κριτικής αποτελεί αναφαίρετο δικαίωμα των δημοσιογράφων και των ΜΜΕ, αλλά επισημαίνει ότι πρέπει να στηρίζεται σε ακριβή στοιχεία. Επί του προκειμένου σημειώνει τη θέση του κ. Πουργουρίδη ότι ο ίδιος ουδέποτε με δηλώσεις του υποστήριξε επαναφορά του σχεδίου Ανάν και ότι, αντίθετα, προειδοποίησε εναντίον ενδεχόμενης επαναφοράς του και επίσης ότι η λύση δεν πρέπει να αγνοεί τις ανησυχίες του Κυπριακού Ελληνισμού αν πρόκειται να εγκρίνει τη λύση με τη ψήφο του.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
19/2010
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
19/01/2010
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας επιλήφθηκε παραπόνου (19/22/9/2010) από το Σύνδεσμο φίλων παιδικού Ιδρύματος και τη Διευθύντρια των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας κ. Τούλα Κούλουμου για δημοσιεύματα της εφημερίδας «Πολίτης» στις 18 και 20 Αυγούστου, τα οποία αναφέρονταν σε ισχυρισμούς ότι κορίτσι 11 ετών που είχε τοποθετηθεί στο Ιδρυμα από το Τμήμα Κοινωνικής Ευημερίας είχε υποστεί σεξουαλική κακοποίηση στη διάρκεια διαμονής του σε κατασκήνωση στην Ελλάδα. Η είδηση δημοσιεύθηκε ως πρωτοσέλιδο θέμα μαζί με δίστηλη φωτογραφία προσώπου παιδιού, στην οποία τοποθετήθηκε μαύρη λωρίδα στη θέση των ματιών. Στο κείμενο αναφερόταν ότι το κοριτσάκι συνοδεύθηκε στην κατασκήνωση από λειτουργό του Γραφείου Ευημερίας, αλλά υπό την ιδιότητα του ως μέλους του Συνδέσμου Γονέων Δημοτικής Εκπαίδευσης και ότι ήταν το μόνο από άλλα 15 παιδιά που προερχόταν από το συγκεκριμένο Ιδρυμα. Όταν η μικρή επέστρεψε στην Κύπρο, συγγενικά της πρόσωπα βρήκαν αποθηκευμένα στο κινητό της τηλέφωνο τέσσερα μικρής διάρκειας βίντεο, που σύμφωνα με την εφημερίδα, παρουσιάζουν το κοριτσάκι να κακοποιείται σεξουαλικά και να προσπαθεί να κρύψει το πρόσωπό του σε κατάσταση πόνου. Σύμφωνα με την εφημερίδα, οι συγγενείς κατάγγειλαν την υπόθεση στην Υπουργό Εργασίας και αργότερα κλήθηκαν στην Αστυνομία για κατάθεση. Ο αστυνομικός ανακριτής τους ενημέρωσε ότι η μικρή ισχυρίστηκε ότι έκαμε μόνη της τα βίντεο χωρίς την παρουσία άλλων. Η μικρή εξετάστηκε από ιατροδικαστή που δεν διαπίστωσε σημάδια σεξουαλικής κακοποίησης. Το παράπονο του Συνδέσμου ανέφερε ότι με το δημοσίευμα η εφημερίδα εξευτέλισε το κοριτσάκι με ισχυρισμούς για σεξουαλική κακοποίησή του, οι οποίοι δεν αποδείχθηκε ότι ευσταθούσαν. Ο Σύνδεσμος κατάγγειλε επίσης τον τρόπο με τον οποίο προβλήθηκε το θέμα για σκοπούς εντυπωσιασμού. Η Διευθύντρια των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας κ. Τούλα Κούλουμου ανέφερε στο παράπονό της ότι, πέραν της παραβίασης προνοιών του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, η εφημερίδα δημοσιοποίησε υπόθεση που αφορούσε σε παιδί υπό τη φροντίδα της, ως νόμιμου κηδεμόνα, χωρίς να ζητηθεί η συγκατάθεσή της. Επίσης ανέφερε ότι με το δημοσίευμα υπήρξε παραβίαση της Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Παιδιού, που μεταξύ άλλων προβλέπει, στο άρθρο 16, ότι «κανένα παιδί δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αυθαίρετης ή παράνομης επέμβασης στην ιδιωτική του ζωή, στην οικογένεια του, στην κατοικία του ή στην αλληλογραφία του, ούτε παράνομων προσβολών της τιμής και της υπόληψης του». Απαντώντας στα παράπονα, η εφημερίδα ανέφερε ότι θεώρησε πως αποτελούσε καθήκον της να δημοσιοποιήσει την υπόθεση, ανταποκρινόμενη στην έκκληση των συγγενών, προκειμένου να μη συγκαλυφθούν ευθύνες. Οι συγγενείς παρέδωσαν τα βίντεο από το κινητό της στην εφημερίδα, η οποία τα έθεσε στη διάθεση της Επιτροπής για πιστοποίηση των γεγονότων. Η εφημερίδα ανέφερε περαιτέρω ότι η φωτογραφία της μικρής δημοσιεύθηκε προκειμένου να αποτραπεί αμφισβήτηση της καταγγελίας και των στοιχείων που δόθηκαν στην εφημερίδα, και ότι το πρόσωπο καλύφθηκε κατά τρόπο που να μην αποκαλύπτεται η ταυτότητα της. Η Επιτροπή, αφού εξέτασε τα ενώπιον της στοιχεία αποφάσισε ότι το δημοσίευμα περιέχει στοιχεία τα οποία οδηγούν στην αποκάλυψη της ταυτότητας του κοριτσιού, κατά παράβαση των προνοιών του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας περί προστασίας της ιδιωτικής ζωής και των προνοιών που αφορούν στην προστασία των παιδιών. Τα στοιχεία αυτά είναι η ίδια η φωτογραφία, που παρά το γεγονός ότι καλύφθηκαν τα μάτια, μπορεί να οδηγήσει σε αναγνώριση του κοριτσιού από ανθρώπους του περιβάλλοντός της Στέγης όπου φιλοξενείται, καθώς και άλλες λεπτομέρειες, όπως το όνομα του ιδρύματος το οποίο έχει την ευθύνη του και το γεγονός ότι ήταν το μόνο παιδί από αυτό το ίδρυμα που έμεινε στη συγκεκριμένη κατασκήνωση. Δεδομένης της αποκάλυψης της ταυτότητας του κοριτσιού, η Επιτροπή Διαπίστωσε επίσης παραβίαση των προνοιών του Κώδικα ότι τα ΜΜΕ «δεν αποκαλύπτουν άμεσα ή έμμεσα την ταυτότητα των θυμάτων βιασμού και άλλων σεξουαλικών αδικημάτων» και «ουδέποτε αποκαλύπτεται, άμεσα ή έμμεσα, η ταυτότητα παιδιών ηλικίας κάτω των 16 ετών, που είναι παραπονούμενοι, μάρτυρες ή κατηγορούμενοι σε υποθέσεις διάπραξης σεξουαλικών αδικημάτων». Επίσης διαπίστωσε παραβίαση της πρόνοιας του άρθρου 16 της Σύμβασης του ΟΗΕ για το Παιδί, που προστατεύει απόλυτα την ιδιωτική ζωή του παιδιού και η οποία έχει ενσωματωθεί στην πρόνοια της Κώδικα για προστασία των παιδιών.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
31/2009
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
09/12/2009
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο από γυναίκα ότι ο τηλεοπτικός σταθμός ΜΕΓΑ τη διέσυρε με ρεπορτάζ το οποίο πρόβαλε με σκοπό να τη βοηθήσει, χωρίς τελικά να τηρηθεί ο σκοπός για τον οποίο προβλήθηκε το ρεπορτάζ. (υπόθεση 31/12/11/2009). Η γυναίκα ανέφερε στο παράπονό της ότι αποτάθηκε η ίδια στο πρόγραμμα του σταθμού «Εχεις μέσο» και ζήτησε να τη βοηθήσουν να αντιμετωπίσει οικονομικά και άλλα προβλήματα. Τηλεοπτικό συνεργείο του σταθμού πήγε στο χωριό της και ετοίμασε ρεπορτάζ στο οποίο η γυναίκα διεκτραγωδούσε την οικογενειακή και οικονομική της κατάσταση. Το ρεπορτάζ προβλήθηκε στην εκπομπή «Εχεις μέσο» στις 23 Οκτωβρίου, 2009, και εν αγνοία της και στο δελτίο ειδήσεων το ίδιο βράδυ. Ως αποτέλεσμα της προβολής του ρεπορτάζ, κάποια άτομα της τηλεφώνησαν και προθυμοποιήθηκαν να τη βοηθήσουν και άλλα αποτάθηκαν στο ΜΕΓΑ, το οποίο όμως τα απέτρεψε αναφέροντας ότι η περίπτωση της γυναίκας ήταν υπό διερεύνηση. Η παραπονούμενη υποστήριξε ότι με τον τρόπο που χειρίστηκε το θέμα ο σταθμός διασύρθηκε η ίδια και ανέφερε ότι οι υπεύθυνοι για την εκπομπή αρνούνται να της μιλήσουν. Οι υπεύθυνοι της εκπομπής του ΜΕΓΑ Λουκάς Φουρλάς και Γωγώ Αλεξανδρινού ανέφεραν στην Επιτροπή ότι μετά την προβολή του ρεπορτάζ πήραν τηλεφωνήματα από ομοχωρίους της γυναίκας που ανέφεραν ότι η γυναίκα είναι λήπτης βοηθήματος από το Τμήμα Ευημερίας και πρόβαλαν διάφορους ισχυρισμούς γι’ αυτήν. Επίσης ανέφεραν ότι διερεύνησαν και επιβεβαίωσαν τους ισχυρισμούς και για το λόγο αυτό σταμάτησαν το ενδιαφέρον από μέλη του κοινού να βοηθήσουν. Περαιτέρω υποστήριξαν ότι η γυναίκα τους είχε παραπλανήσει, αποκρύβοντάς τους ότι είχε αποταθεί προηγουμένως και σε άλλους τηλεοπτικούς σταθμούς που πρόβαλαν την περίπτωσή της. Ανέφεραν ότι δεν είχαν διερευνήσει εκ των προτέρων την περίπτωση της γυναίκας, προτού ετοιμάσουν το ρεπορτάζ, γιατί σε καμιά από τις άλλες περιτπώσεις με τις οποίες είχαν ασχοληθεί προηγουμένως δεν είχαν παραπλανηθεί από τους ενδιαφερομένους. Η Επιτροπή, αφού εξέτασε τα γεγονότα και τις εκατέρωθεν θέσεις κατέληξε στην απόφαση ότι δεν ευσταθεί το παράπονο της γυναίκας για διασυρμό, δεδομένου ότι η ίδια ζήτησε να γίνει το ρεπορτάζ και συνεργάστηκε παρέχοντας τα στοιχεία που περιλήφθηκαν σ’ αυτό. Περαιτέρω η Επιτροπή εξέτασε κατά πόσο με τον τερματισμό του ενδιαφέροντος από το κοινό να βοηθήσει τη γυναίκα εγείρεται θέμα απόκτηση πληροφοριών με παραπλανητικό ή δόλιο τρόπο και διαπίστωσε ότι δεν υπάρχει παραβίαση της σχετικής πρόνοιας, αφού έρινε ότι ο τηλεοπτικός σταθμός ενήργησε με καλή πίστη και θεώρησε πως ήταν δικαίωμά του να σταματήσει κάθε περαιτέρω ενδιαφέρον από μέρους του κοινού για βοήθεια προς τη γυναίκα, με βάση τις πληροφορίες που έλαβε και διερεύνησε. Ωστόσο, η Επιτροπή θεωρεί ότι υπήρξε σοβαρή παράλειψη από μέρους του ΜΕΓΑ και των υπευθύνων της εκπομπής να προβούν σε επαρκή εκ των προτέρων δημοσιογραφική διερεύνηση της ακρίβειας των πληροφοριών που συμπεριέλαβαν στο ρεπορτάζ. Η μη διερεύνηση των πληροφοριών αντιβαίνει προς την πρόνοια ότι «τα ΜΜΕ μεριμνούν ώστε να μη δημοσιεύονται ανακριβείς, παραπλανητικές, φανταστικές ή διαστρεβλωτικές της αλήθειας ειδήσεις, πληροφορίες ή σχόλια».