*The older decisions of the CMEC - Committee of Media Ethics Cyprus are republished from the archive and no intervention has been made in their content.
*The older decisions of the CMEC - Committee of Media Ethics Cyprus are republished from the archive and no intervention has been made in their content.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
16/2010
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
03/11/2010
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (16/26/8/2010) από το Γενικό Διευθυντή του ΡΙΚ κ. Θέμη Θεμιστοκλέους ότι η εφημερίδα «Αλήθεια» δημοσίευσε παραποιημένα έγγραφα του Ιδρύματος που αναφέρονταν σε δαπάνες και αμοιβές στο Ιδρυμα. Ειδικότερα, το παράπονο ανέφερε ότι έγγραφο που δημοσιεύθηκε στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας στις 24 Αυγούστου, 2010, ως ενιαίο έγγραφο, στην πραγματικότητα αποτελούσε σύνθεση δύο διαφορετικών εγγράφων. Το ένα έγγραφο ήταν εγκύκλιος του Γενικού Διευθυντή στην οποία αναγράφονταν τα ονόματα και τμήματα των συνεργατών του ΡΙΚ που συμπλήρωσαν 30μηνη υπηρεσία στο Ίδρυμα και έγιναν συνεργάτες αορίστου χρόνου, καθώς και τα ονόματα και τμήματα των συνεργατών που δεν συμπλήρωσαν 30μηνη υπηρεσία, και το άλλο ήταν ένα εσωτερικό πρόχειρο έγγραφο του τμήματος ραδιοφωνικών και μουσικών προγραμμάτων, που είχε σχέση με την ετοιμασία του ετήσιου προϋπολογισμού του ΡΙΚ. Περαιτέρω ο κ. Θεμιστοκλέους ανέφερε ότι με τη σύνθεση αυτή δινόταν η εντύπωση μιας εγκυκλίου του Γενικού Διευθυντή του ΡΙΚ με αύξοντα αριθμό και ημερομηνία, ενώ στην πραγματικότητα επρόκειτο μόνο για την επικεφαλίδα της εγκυκλίου, από την οποία αφαιρέθηκε το κείμενο και στη θέση του τοποθετήθηκε το κείμενο του δευτέρου εγγράφου. Ο κ. Θεμιστοκλέους διατύπωσε το παράπονο ότι το δημοσίευμα συνιστούσε «παραποίηση, παραπλάνηση, χάλκευση και αλλοίωση εγγράφου με σκοπό τη δημιουργία εσφαλμένων εντυπώσεων στο αναγνωστικό κοινό και τη δυσφήμιση του ΡΙΚ». Επίσης παραπονέθηκε ότι στο έγγραφο διακρίνονταν ονόματα συνεργατών του ΡΙΚ, που σε συνδυασμό με όλα τα άλλα αναγραφόμενα συνιστούσε αποκάλυψη προσωπικών δεδομένων. Περαιτέρω, ο κ. Θεμιστοκλέους ανέφερε ότι η είδηση της εφημερίδας, στο πλαίσιο της οποίας δημοσιεύθηκε το επίμαχο έγγραφο, περιλάμβανε ισχυρισμούς για το ύψος της αμοιβής συνεργατών που δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα, δεδομένου ότι δεν επρόκειτο για τις απολαβές ατόμων αλλά για τις συνολικές δαπάνες για προγράμματα, για τα οποία είχαν την ευθύνη τα άτομα των οποίων αναγράφονταν τα ονόματα. Ο Αρχισυντάκτης της «Αλήθειας» κ. Πάμπος Χαραλάμπους, παραθέτοντας τις απόψεις του για τα παράπονα ανέφερε ότι δεν υπήρξε «εσκεμμένη σύνθεση», αλλά «παράθεση φωτοτυπιών μέρους των δύο εγγράφων στο ίδιο πλαίσιο, για σκοπούς δημοσιογραφικής αισθητικής». Επίσης ανέφερε ότι οι φωτοτυπίες ήταν σμικρυμένες σε βαθμό που με δυσκολία μπορούσαν οι αναγνώστες να διακρίνουν. Περαιτέρω, ανέφερε ότι η εφημερίδα δημοσίευσε αυτούσια απαντητική επιστολή του κ. Θεμιστοκλέους και προέβη σε διατύπωση παραπόνου για «σκόπιμη δυσφημιστική και υβριστική επίθεση εναντίον της «Αλήθειας». Από την εξέταση των εγγράφων που έθεσε στη διάθεση της Επιτροπής ο κ. Θεμιστοκλέους και των εγγράφων που δημοσιεύθηκαν στην «Αλήθεια» προκύπτει ότι τα έγγραφα είναι υπαρκτά και γνήσια. Περαιτέρω προκύπτει ότι στην εφημερίδα δημοσιεύθηκε έγγραφο που στην πραγματικότητα αποτελείται από δύο ξεχωριστά έγγραφα. Το πρώτο είναι εγκύκλιος του κ. Θεμιστοκλέους, με το έμβλημα του ΡΙΚ, προς το προσωπικό του ΡΙΚ, ημερομηνίας 30ης Οκτωβρίου, 2009, με κατάλογο εκτάκτων συνεργατών που έγιναν συνεργάτες αορίστου χρόνου (τακτικοί) μετά την συμπλήρωση υπηρεσίας 30 μηνών. Το δεύτερο έγγραφο ήταν επί λευκού χάρτου και έφερε την επικεφαλίδα «Προϋπολογισμός Ραδιοφώνου-300 αμοιβές συνεργατών» και περιλάμβανε δαπάνες κατά πρόγραμμα. Από την εξέταση του κειμένου της είδησης η Επιτροπή διαπίστωση ότι σ' αυτή δεν υπάρχει οποιαδήποτε παραβίαση του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας. Διαπίστωσε, όμως, ότι με τον τρόπο που δημοσιεύθηκαν τα έγγραφα του ΡΙΚ στην εφημερίδα υπήρξε παραποίηση και αλλοίωση εγγράφων, με αποτέλεσμα να δοθεί η εντύπωση ότι επρόκειτο για ένα ενιαίο έγγραφο και να προκύψει παραπλάνηση ως προς την πραγματική τους φύση και περιεχόμενο. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή αποφάσισε ότι υπήρξε παραβίαση των προνοιών του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας περί της ακρίβειας των πληροφοριών. Η Επιτροπή τονίζει, όπως έπραξε και σε ανάλογες άλλες περιπτώσεις, ότι καμιά σκοπιμότητα ή σκοπός, περιλαμβανομένων λόγων αισθητικής ή τυπογραφικής ευκολίας, δεν δικαιολογεί οποιαδήποτε παραποίηση οπτικών ή άλλων πληροφοριών, οσοδήποτε αθώα και να είναι ή να παρουσιάζεται ότι είναι. Περαιτέρω, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι στα δημοσιευθέντα έγγραφα, παρά το ότι έγινε κάποια προσπάθεια κάλυψης, διακρίνονταν ονόματα και άλλα στοιχεία προσωπικού χαρακτήρα, κατά παράβαση της πρόνοιας περί ιδιωτικής ζωής. Εν όψει της διαπίστωσης περί παραποίησης και αλλοίωσης εγγράφων, με συνέπεια την παραπλάνηση των αναγνωστών, δεν έγινε δεκτό το παράπονο του αρχισυντάκτη της «Αλήθειας» περί εξύβρισης της εφημερίδας με τις αναφορές που περιέχονται στην επιστολή του κ. Θεμιστοκλέους προς την εφημερίδα.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
14/2010
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
21/07/2010
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΟΧΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (14/21/6/2010) από τον κ. Λουκή Παπαφιλίππου εκ μέρους του τηλεοπτικού σταθμού ΑΝΤ1 ότι ο Γενικός Γραμματέας του ΑΚΕΛ κ. Αντρος Κυπριανού προέβη «σε απαράδεκτη επίθεση κατά του Αντέννα και των δημοσιογράφων του». Σύμφωνα με το παράπονο, η επίθεση του κ. Κυπριανού περιείχετο σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» ημερ. 20.6.2010. Στο παράπονο αναφέρθηκε ότι «όλη η συνέντευξη έχει αρκετά στοιχεία προγραμματισμένης και εσκεμμένης προκατάληψης και παραπληροφόρησης». Η επίμαχη αναφορά του κ. Κυπριανού, όπως δημοσιεύθηκε στην «Καθημερινή», υπό τον τίτλο «Αρχηγοί-ΜΜΕ πολεμούν τον Χριστόφια-Ο Αντρος Κυπριανού επιτίθεται σε ΑΝΤ1 και «Φιλελεύθερο»…» ήταν σχετική με την κριτική που ασκούν τα κόμματα για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Μεταξύ άλλων ο κ. Κυπριανού φέρεται να δήλωσε: « Θέλετε πιο πρόσφατο παράδειγμα; Διεθνές εμπόριο. Ανταπόκριση του «Φιλελεύθερου» και του «ΑΝΤ1» από τις Βρυξέλλες, εντελώς ανυπόστατη, που καμία σχέση δεν είχε με την πραγματικότητα, και ακούμε να βάλλουν κατά του Προέδρου της Δημοκρατίας ηγέτες πολιτικών κομμάτων. Διαπιστώθηκε βεβαίως στη συνέχεια ότι η πραγματικότητα ήταν εντελώς διαφορετική. Παρόλα αυτά, ηγέτες κομμάτων και ΜΜΕ επιτέθηκαν ισοπεδωτικά στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και το ΑΚΕΛ, ακόμη και μετά που φανερώθηκε ποια ήταν η πραγματικότητα.» Ο κ. Παπαφιλίππου απέστειλε τρία ρεπορτάζ του ΑΝΤ1 στις 12, 13 και 14 Ιουνίου για το θέμα του Διεθνούς Εμπορίου στο οποίο αναφέρθηκε ο κ. Κυπριανού στη συνέντευξή του. Το πρώτο ρεπορτάζ αναφερόταν σε ανταπόκριση του δημοσιογράφου Παύλου Ξανθούλη από τις Βρυξέλλες και αφορούσε σε μελέτη που ετοιμάστηκε για λογαριασμό της Επιτροπής Διεθνούς Εμπορίου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και ήταν αναρτημένη στην ιστοσελίδα του. Τα άλλα δύο ρεπορτάζ αφορούσαν αντιδράσεις της κυβέρνησης και κομμάτων στις πληροφορίες που μεταδόθηκαν. Στην ανταπόκριση του ΑΝΤ1 διευκρινίστηκε ότι η μελέτη έγινε από τον Τούρκο καθηγητή πανεπιστημίου Ντουρμούς Οζντεμίρ για λογαριασμό της Επιτροπής Διεθνούς Εμπορίου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, και αφορούσε στις εμπορικές και οικονομικές σχέσεις της Ευρωπαϊκής Ενωσης με την Τουρκία. Ο Τούρκος καθηγητής υποστήριξε ότι η Κυπριακή Δημοκρατία δεν μπορούσε να κλείσει τα λιμάνια τα οποία δεν βρίσκονται υπό τον έλεγχό της, στην Αμμόχωστο, στο Καραβοστάσι και στην Κερύνεια, τα οποία χαρακτήρισε νόμιμα με βάση το διεθνές δίκαιο. Περαιτέρω υποστήριξε στην έκθεσή του ότι η πρόσβαση στα λιμάνια αυτά «θα πρέπει να γίνει από τις αρχές που ασκούν ντε φάκτο έλεγχο επί της περιοχής». Στην ανταπόκριση αναφέρθηκε ότι στην αρχή του κειμένου της μελέτης υπογραμμίζεται ότι οι απόψεις που εκφράζονται στο έγγραφο αυτό βρίσκονται υπό την αποκλειστική ευθύνη του συγγραφέα και δεν απηχούν κατ’ ανάγκη την επίσημη της Ευρωβουλής, αλλά «δεν παύει να λειτουργεί ως εργαλείο που οδηγεί στη διαμόρφωση άποψης, δεδομένου ότι βρίσκεται στην επίσημη ιστοσελίδα του σώματος και έγινε για λογαριασμό της αρμόδιας κοινοβουλευτικής επιτροπής.» Η μελέτη, υπό τον τίτλο «Εμπορικές και οικονομικές σχέσεις με την Τουρκία» που έγινε για λογαριασμό της Επιτροπής Διεθνούς Εμπορίου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου από τον Τούρκο πανεπιστημιακό Ντουρμούς Οζντεμίρ, του Τμήματος Οικονομικών του Πανεπιστημίου Μπιλγκίτ, αναρτήθηκε στην επίσημη ιστοσελίδα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στη διεύθυνση: http://www.europarl.europa.eu/activities/committees/studies.do?language=EN Το απόσπασμα που αποτέλεσε αντικείμενο της ανταπόκρισης βρίσκεται σε υποκεφάλαιο υπό τον τίτλο «Απαγορεύσεις επί των Κυπριακών μεταφορών και του εμπορίου και οι πιθανές επιπτώσεις επί της Ευρωπαϊκής και περιφερειακής οικονομίας» (σελ. 29), το οποίο αναφέρεται στις τουρκικές απαγορεύσεις εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας και στην απαγόρευση του εμπορίου μέσω λιμανιών τα οποία έχουν κηρυχθεί κλειστά από τις αρχές της Δημοκρατίας. Η Επιτροπή μελέτησε διεξοδικά τα πιο πάνω στοιχεία, σε συνδυασμό με το παράπονο, το κείμενο της συνέντευξης του κ. Κυπριανού στην «Καθημερινή» και τη σχετική πρόνοια του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, που προβλέπει ότι «η Επιτροπή έχει υποχρέωση να προασπίζεται το δικαίωμα της Ελευθερίας Εκφρασης και ειδικότερα την ελευθερία των έντυπων και εκπεμπόντων ΜΜΕ» και «...δύναται να εξετάζει ισχυρισμούς ότι δημοσιεύματα, μεταδόσεις ή οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη από οποιοδήποτε πρόσωπο συνιστά παραβίαση ή απειλή εναντίον των πιο πάνω ελευθεριών». Η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αναφορά του κ. Κυπριανού πως η ανταπόκριση του ΑΝΤ1 ήταν «εντελώς ανυπόστατη, που καμία σχέση δεν είχε με την πραγματικότητα» ήταν ατυχής γιατί δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα. Το συμπέρασμα που σαφώς προκύπτει από την εξέταση της ανταπόκρισης και του κειμένου του Τούρκου καθηγητή είναι πως η ανταπόκριση απέδωσε με ακρίβεια τα γεγονότα και δεν περιείχε οποιαδήποτε ανακρίβεια ή αυθαίρετη ερμηνεία. Όμως η Επιτροπή κατέληξε στην απόφαση ότι η μόνη σαφής ονομαστική αναφορά του κ. Κυπριανού στον ΑΝΤ1 αφορούσε στον ισχυρισμό ότι η ανταπόκριση ήταν εντελώς ανυπόστατη. Η αναφορά αυτή δεν ανταποκρίνεται μεν στην πραγματικότητα, αλλά δεν θα μπορούσε, με βάση το γράμμα και το πνεύμα του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, να θεωρηθεί ως επίθεση που συνιστούσε απειλή εναντίον του δικαιώματος της Ελευθερίας Εκφρασης και της ελευθερίας των ΜΜΕ.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
15/2010
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
21/07/2010
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΟΧΙ, ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας επιλήφθηκε παραπόνου (15/16/7/2010) από το δημοσιογράφο Πέτρο Θεοχαρίδη για δημοσιεύματα της εφημερίδας «Χαραυγή» σε σχέση με την αποκάλυψη εγγράφων τα οποία τον έφεραν να είχε λάβει αμοιβή από τη CYTA για συνεργασία δημοσιογραφικής φύσης. Σύμφωνα με το παράπονο, η «Χαραυγή», σε δημοσιεύματά της στις 15 Ιουλίου 2010 και 16 Ιουλίου 2010, έθεσε θέμα δημοσιογραφικής δεοντολογίας εκ μέρους δημοσιογράφου (στη πρώτη ημερομηνία) και δημοσιογράφων (στη δεύτερη ημερομηνία), τα οποία, αν και δεν αναφέρονταν σε ονόματα, φωτογράφιζαν τον ίδιο. Ο παραπονούμενος ζήτησε από την Επιτροπή να εξετάσει, πρώτον, αν τίθεται και πώς θέμα παραβίασης της δημοσιογραφικής δεοντολογίας από τον ίδιο με οποιαδήποτε δημοσιεύματά του λόγω της εργοδότησής του από το «Φιλελεύθερο» και της παράλληλης συνεργασίας του επ’ αμοιβή με τη Cyta, και δεύτερον, κατά πόσο τα δημοσιεύματα της «Χαραυγής συνιστούσαν παραβίαση κανόνων του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας. Ο κ. Θεοχαρίδης διατύπωσε απόψεις επί των δύο θεμάτων και όταν του ζητήθηκε να εξειδικεύσει το παράπονό του σχετικά με τα δημοσιεύματα της «Χαραυγής» πληροφόρησε την Επιτροπή ότι επιθυμούσε να αποσύρει το σκέλος που αφορούσε στην εφημερίδα, από σεβασμό προς τη δημοσιογραφική ελευθερία και επειδή η εφημερίδα, για την πιο σοβαρή αναφορά της, είχε δημοσιεύσει απολογία. Κατόπιν τούτου η Επιτροπή δεν ασχολήθηκε με το σκέλος αυτό του παραπόνου. Παρά το γεγονός ότι το αίτημα δεν βρισκόταν εντός των πλαισίων της συνήθους αποστολής της, που είναι η εξέταση παραπόνων, η Επιτροπή θεώρησε χρήσιμο να προχωρήσει στην εξέταση του αιτήματος του κ. Θεοχαρίδη κατά πόσο τίθεται θέμα δεοντολογίας από την ταυτόχρονη εργοδότησή του σε εφημερίδα και τη συνεργασία του με έναν ημικρατικό οργανισμό, που περιλαμβανόταν στο πεδίο της δημοσιογραφικής του δραστηριότητας. Οι θέσεις στις οποίες κατέληξε η Επιτροπή επί του τεθέντος ερωτήματος δεν συνιστούν απόφαση ως προς τη συμπεριφορά του κ. Θεοχαρίδη στη συγκεκριμένη περίπτωση, αλλά γενικές κατευθυντήριες αρχές που στηρίζονται στην πρακτική της Επιτροπής, σε αποφάσεις άλλων Επιτροπών σε ανάλογες περιπτώσεις και σε ειδικές πρόνοιες που έχουν περιληφθεί σε Κώδικες Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας άλλων Επιτροπών Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, τις οποίες η Επιτροπή θεώρησε χρήσιμες και υποβοηθητικές. ΚΑΛΗ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΟΣ Ο Κώδικας Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας δεν περιέχει ειδικές πρόνοιες σε σχέση με τη σύγκρουση συμφερόντων, αλλά περιλαμβάνει πρόνοιες για την επιθυμητή συμπεριφορά των δημοσιογράφων κατά την εκτέλεση της εργασίας τους. Οι πρόνοιες αυτές αναφέρουν ότι «το ήθος, η αξιοπρέπεια και εντιμότητα, η διαγωγή, η συμπεριφορά και το επαγγελματικό επίπεδο των λειτουργών θα πρέπει να είναι της υψηλότερης δυνατής στάθμης» και παράλληλα «ενεργούν πάντοτε με καλή πίστη και συμμορφώνονται προς το γράμμα και το πνεύμα του…Κώδικα». Το θέμα αφορά τόσο σε περιπτώσεις εμφανούς ύπαρξης σύγκρουσης συμφέροντος, όσο και σε περιπτώσεις στις οποίες είναι δυνατό να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι υπάρχει σύγκρουση συμφέροντος, που είναι δυνατό να θέσει υπό αμφισβήτηση την αμεροληψία και ουδετερότητα του δημοσιογράφου και την αξιοπιστία και την ποιότητα των πληροφοριών του. Κατά συνέπεια, οι δημοσιογράφοι και τα ΜΜΕ πρέπει να αποφεύγουν όχι μόνο καταστάσεις εμφανούς σύγκρουσης συμφέροντος αλλά και περιπτώσεις στις οποίες είναι δυνατό να δοθεί η εντύπωση ότι υπάρχει σύγκρουση συμφέροντος, ώστε να έχουν το τεκμήριο της ανεξαρτησίας, και να μη φαίνονται ότι έχουν οποιαδήποτε διασύνδεση είτε επί προσωπικού επιπέδου, είτε με οποιαδήποτε οικονομική, πολιτική ή άλλη κατάσταση. Ενδεχόμενη παρέκκλιση από την πρακτική αυτή θέτει σε κίνδυνο την αξιοπιστία των δημοσιογράφων, των ΜΜΕ και των πληροφοριών τους. Κατά την ανάθεση καθηκόντων, τα ΜΜΕ θα πρέπει να λαμβάνουν μέριμνα ώστε να μη αναθέτουν καθήκοντα σε δημοσιογράφους όταν τίθεται θέμα σύγκρουσης συμφέροντος ή εμφάνισης σύγκρουσης συμφέροντος. Ομοίως, οι δημοσιογράφοι θα πρέπει να αποφεύγουν την εμπλοκή τους σε θέματα, όταν εκ των περιστάσεων είναι δυνατό να εγερθούν ερωτηματικά ως προς την αμεροληψία τους. Τα ΜΜΕ θα πρέπει να καθιερώσουν μια σαφή πολιτική πρόληψης του ενδεχομένου σύγκρουσης ή εμφάνισης σύγκρουσης συμφέροντος, η οποία να αφορά τόσο στην ειδησεογραφία όσο και στην αρθρογραφία. Στο πλαίσιο αυτό είναι επιθυμητό να αποφεύγεται η αποδοχή διαφόρων προνομίων, δώρων ή παροχών από οποιοδήποτε οργανισμό, που θα έθεταν υπό αμφισβήτηση την αμεροληψία και αντικειμενικότητα των πληροφοριών.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
6/2010
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
21/07/2010
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (6/5/5/2010) από τον Αστυνομικό Διευθυντή του Τμήματος Τροχαίας Αρχηγείου κ. Δημήτρη Δημητρίου για δημοσίευμα της Μιράντας Λυσάνδρου από την εφημερίδα «Πολίτης» στις 24/4/2010, το οποίο περιείχε κατ’ ισχυρισμό ανακριβείς και παραπλανητικές πληροφορίες. Σύμφωνα με το παράπονο, η Μιράντα Λυσσάνδρου, αφού υπέβαλε ερωτηματολόγιο στο Τμήμα Τροχαίας σχετικά με την επιβολή εξωδίκων προστίμων, δημοσίευσε ρεπορτάζ, στο οποίο μεταξύ άλλων ανέφερε ότι μέλη του Τμήματος Τροχαίας βρίσκονται σε ανταγωνισμό ως προς το ποιος θα «κόψει» τα περισσότερα πρόστιμα. Ο κ. Δημητρίου ανέφερε ότι ο ισχυρισμός αυτός είναι «εντελώς αβάσιμος, ανυπόστατος και ατεκμηρίωτος», γιατί τέτοιος διαγωνισμός δεν υπάρχει. Επίσης ανέφερε ότι από τα στατιστικά στοιχεία προκύπτει ότι το 2009 υπήρξε μείωση σε ποσοστό 26,38% στις καταγγελίες (56,444 καταγγελίες λιγότερες) σε σύγκριση με το 2008. Περαιτέρω, ο κ. Δημητρίου παραπονέθηκε ότι το ρεπορτάζ της εφημερίδας ανέφερε ότι οι Δήμοι και η Αστυνομία έχουν ημερήσιο «κότα» καταγγελιών και ότι αν δεν επιτύχουν το στόχο τους εξαγγέλλουν εκστρατείες πρόληψης «με θεαματικά κατά τα άλλα αποτελέσματα καταγγελιών». Ο κ. Δημητρίου παρατήρησε ότι οι εξαγγελίες εκστρατειών έχουν πάντοτε στόχο την πρόληψη και μείωση των τροχαίων δυστυχημάτων και εμπέδωση της οδικής συνείδησης «και όχι του εντυπωσιασμού, όπως υπαινίσσεται η κ. Λυσάνδρου». Πρόσθεσε ότι η κ. Λυσάνδρου ανακριβώς ανέφερε στο δημοσίευμα ότι τα έσοδα από τις καταγγελίες κατατίθενται στο «πάγιο Ταμείο της Αστυνομίας» εάν τα αδικήματα προέρχονται από το Νόμο…» ενώ τα έσοδα στην πραγματικότητα κατατίθενται στο Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας. Περαιτέρω, ο κ. Δημητρίου ανέφερε ότι είναι ανακριβής και η αναφορά ότι ένας λοχίας που αποκαλείται «θρύλος του προστίμου» και μερικοί άλλοι, χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης από το Διευθυντή τους. Ο κ. Δημητρίου πρόσθεσε ότι δεν υπάρχει μεροληπτική συμπεριφορά υπέρ συγκεκριμένων μελών της Δύναμης. Επίσης απέρριψε επίκριση της εφημερίδας ότι η Αστυνομία απέφυγε να δώσει τα «προϋπολογιζόμενα έσοδα από εξώδικα πρόστιμα», αναφέροντας ότι «απλά δεν υπάρχουν και δεν προϋπολογίζονται οποιαδήποτε έσοδα από τα εξώδικα». Τέλος ανέφερε ότι η κ. Λυσάνδρου επιμελώς απέφυγε να ζητήσει σχόλια της Τροχαίας επί φερομένων δηλώσεων πρώην στελέχους της Τροχαίας που περιέλαβε στην είδησή της προκειμένου «να πλήξει το κύρος και την αξιοπιστία της Τροχαίας και κατ’ επέκταση της Αστυνομίας». Ο σύμβουλος έκδοσης της εφημερίδας Διονύσης Διονυσίου, παραθέτοντας τις θέσεις της εφημερίδας ανέφερε ότι όλα τα στοιχεία που δημοσιεύθηκαν είχαν ως πηγές τους μέλη της αστυνομικής δύναμης και δη της Τροχαίας.Ανέφερε ότι το ρεπορτάζ «επιχειρούσε να φωτογραφήσει τη διαχρονική στάση της Τροχαίας και το πρόβλημα που ο μέσος πολίτης αντιλαμβάνεται σε σχέση με τη συμπεριφορά της εν λόγω ομάδας αστυνομικών» και ότι «ο μέσος πολίτης αισθάνεται τον τροχονόμο ως ένα φοροεισπράκτορα ο οποίος ενίοτε κρυβόμενος εμφανίζεται μπροστά του για να τον τιμωρήσει και να τον ταλαιπωρήσει και όχι να τον βοηθήσει να κυκλοφορήσει στους δρόμους με ασφάλεια». Συμπληρωματικά, ο κ. Διονυσίου διαβίβασε στην Επιτροπή πρακτικά από σύσκεψη αξιωματικών και άλλων μελών της αστυνομίας, που συνεκλήθη στις 14 Ιουλίου, 2010, προκειμένου να μελετήσει τις επιπτώσεις από την εφαρμογή του συστήματος οκτάωρης εργασίας στο Τμήμα Τροχαίας Αρχηγείου. Σύμφωνα με τα πρακτικά, ανώτερος αξιωματικός φέρεται να δήλωσε στη σύσκεψη ότι ως αντίδραση στην εφαρμογή του συστήματος οκτάωρης εργασίας, «παρατηρείται σημαντική μείωση στις δραστηριότητες των μελών». Άλλος αξιωματικός ανέφερε ότι «το προσωπικό έχει μειώσει την απόδοσή του, σε ένδειξη διαμαρτυρίας» και ότι «με το να μην κάνουν καταγγελίες και αν επιμένουν στην άποψη αυτή, θα έχουν τα αντίθετα αποτελέσματα». Στη σύσκεψη αναφέρθηκε ότι «με βάση τα στατιστικά στοιχεία του πρώτου δεκαημέρου του Ιουνίου, σε σύγκριση με το πρώτο δεκαήμερο του Ιουλίου, διαπιστώθηκε ότι η απόδοση της δραστηριότητας των μελών όλων των Ουλαμών έχει μειωθεί κατά 225 καταγγελίες, δηλαδή συνολικά σε ένα μήνα θα έχουμε μείωση 675 καταγγελίες περίπου». Ο κ. Διονυσίου υποστήριξε ότι τα πρακτικά «εκ των υστέρων επιβεβαιώνουν το δημοσίευμα» και ότι «πρόκειται για μια βέβαια διαχρονική πρακτική της Αστυνομίας». Η Επιτροπή, αφού εξέτασε το θέμα αποφάσισε ότι τα υποβληθέντα πρακτικά της σύσκεψης, που έγινε σε μεταγενέστερο του δημοσιεύματος χρονικό σημείο, δεν περιέχουν ο,τιδήποτε που να οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο προηγούμενος αριθμός των καταγγελιών, που μειώθηκαν λόγω της αντίδρασης των αστυνομικών, ήταν αποτέλεσμα ανταγωνισμού μεταξύ των μελών της Τροχαίας. Στα πρακτικά αναφέρεται απλώς ότι μειώθηκαν οι καταγγελίες, αλλά δεν μπορεί να συναχθεί κανένα συμπέρασμα για οποιαδήποτε «διαχρονική πρακτική της αστυνομίας» που να ενέχει το στοιχείο του ανταγωνισμού ή της πρακτικής να καταγγέλλονται πολίτες για να επιτευχθεί οποιοσδήποτε στόχος. Άλλο είναι το θέμα ως προς τις αντιλήψεις μεταξύ του κοινού για τον τρόπο δράσης των αστυνομικών. Ωστόσο, η Επιτροπή αποφάσισε, περαιτέρω, ότι δεν μπορούσε να αμφισβητήσει της θέση της εφημερίδας ότι οι πληροφορίες της για τον τρόπο δράσης των αστυνομικών της Τροχαίας προέρχονται από πηγές της αστυνομικής δύναμης ή μέλη της Αστυνομίας, ούτε και να ζητήσει αποκάλυψη των πηγών πληροφόρησης της εφημερίδας προκειμένου να ελέγξει την ακρίβεια των πληροφοριών. Ωστόσο, η Επιτροπή αποφάσισε ότι η εφημερίδα, με βάση την υποχρέωση που πηγάζει από την πρόνοια για παροχή του δικαιώματος απάντησης «στην κατάλληλη περίπτωση», όφειλε να θέσει τους ισχυρισμούς των πηγών της ενώπιον της Αστυνομίας, και δη του Διευθυντή Τροχαίας, για σχολιασμό και ταυτόχρονη δημοσίευση των θέσεων του. Θέση της Επιτροπής είναι ότι η λήψη απάντησης ή σχολίων από τους άμεσα εμπλεκομένους ή θιγομένους από δηλώσεις ή ισχυρισμούς και η ταυτόχρονη δημοσίευσή τους αποτελεί ορθό τρόπο δημοσιογραφικής ενέργειας και πρέπει να αποτελεί πάγια πρακτική των ΜΜΕ και των δημοσιογράφων. Η εκ των υστέρων δημοσίευση απάντησης, αποκομμένης από τους αρχικούς ισχυρισμούς και αφού έχουν ήδη δημιουργηθεί εντυπώσεις, δεν θεωρείται ότι ικανοποιεί πλήρως την πρόνοια του Κώδικα για παροχή του δικαιώματος απάντησης «στην κατάλληλη περίπτωση».
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
8/2010
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
21/07/2010
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (8/10/5/2010) από την τέως Γ. Διευθύντρια Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας κ. Ανδρούλα Αγρότου για ανακριβείς πληροφορίες που δημοσιεύθηκαν στη διαδικτυακή εφημερίδα www.offsite.com.cy στις 28 και 29 Απριλίου, 2010. Ειδικότερα, η κ. Αγρότου ανέφερε στο παράπονό τους ότι η διαδικτυακή εφημερίδα παρέλειψε να διασταυρώσει και να διασφαλίσει την ακρίβεια των πληροφοριών της κατά παράβαση του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας και ότι οι δύο ειδήσεις «βρίθουν ανακριβειών και ψευδών πληροφοριών» επειδή ισχυρίζονται ότι «ανώτερη λειτουργός» που αφυπηρέτησε πρόσφατα από το Υπουργείο Υγείας «έχει πάρει μαζί της τα κλειδιά που είχε στην κατοχή της…και όλη μέρα μπαινοβγαίνει στο γραφείο που υπό κανονικές συνθήκες θα έπρεπε να χρησιμοποιείται από το άτομο που θα την αντικαταστήσει…Η εν λόγω κυρία όχι μόνο δεν παρέδωσε το γραφείο της αλλά το κρατά και κλειδωμένο ώστε να μπορεί να μπαινοβγαίνει όποτε η ίδια γουστάρει». Επίσης ανέφερε ότι το θέμα δεν είναι άσχετο με διασυνδέσεις «που έχει σε ανώτατο επίπεδο και οι οποίες θα της δώσουν και συμβόλαιο υψηλών αποδοχών στο χώρο της δημόσιας υγείας». Τη δεύτερη φορά που η διαδικτυακή εφημερίδα ασχολήθηκε με το θέμα, έγραψε ότι κάνει δεύτερες σκέψεις «το προεδρικό για την πρόσληψη της κ. Αγρότου με συμβόλαιο για να αναλάβει την αυτονόμηση των νοσοκομείου του δημοσίου», λόγω των έντονων αντιδράσεων εντός του Υπουργείου. Επίσης επαναλαμβάνει ότι «όλο αυτό το διάστημα έχοντας στην κατοχή της κλειδιά του κτιρίου, μπαινόβγαινε ανενόχλητη». Η κ. Αγρότου ανέφερε στο παράπονό της ότι τα δημοσιεύματα την έθιξαν και την προσέβαλαν. Η παραπονούμενη επισύναψε επιστολή του κ. Χριστόδουλου Καϊσή, Αν. Διευθυντή Ιατρικών Υπηρεσιών, ο οποίος βεβαίωνε ότι από την ημέρα που ανέλαβε τα καθήκοντά του, η κ. Αγρότου, «η οποία άρχιζε την προαφυπηρετική της άδεια» του παραχώρησε το γραφείο της με τα κλειδιά του. Στην απάντησή της, η διαδικτυακή εφημερίδα ανέφερε ότι όσα δημοσίευσε σε σχέση με την κ. Ανδρούλα Αγρότου δεν ήταν σε καμιά περίπτωση ανακριβή και ότι στηρίζονταν σε έγκυρες πληροφορίες και μαρτυρίες ατόμων που εργάζονται στο υπουργείο Υγείας και τα οποία την έβλεπαν καθημερινά να μπαινοβγαίνει σ? αυτό ενώ είχε αφυπηρετήσει. Ανέφερε, ωστόσο, ότι «η μόνη ίσως πληροφορία (η οποία) εκ των υστέρων εντοπίστηκε ως ανακριβής ήταν ότι η κ. Αγρότου πήγαινε στο γραφείο που κατείχε προηγουμένως».Περαιτέρω ανέφερε ότι δεν ήταν πρόθεσή της να πλήξει την κ. Αγρότου, αλλά να ψέξει τη νοοτροπία «που υπάρχει σε πολλά τμήματα της δημόσιας υπηρεσίας, δηλαδή αυτοί που αφυπηρετούν να συνεχίσουν να κάνουν επισκέψεις στο χώρο εργασίας και να μην πηγαίνουν στα σπίτια τους» και επίσης να ψέξει την τακτική των εκάστοτε κυβερνήσεων να «ανακαλύπτουν νέες υπηρεσίες και καθήκοντα προκειμένου να διορίσουν συγκεκριμένα άτομα» που έχουν αφυπηρετήσει. Η Επιτροπή αποφάσισε –απέχοντος του κ. Βάσου Τσαγγαρά λόγω συγγένειας με την παραπονούμενη- ότι, με βάση και τη μερική παραδοχή της εφημερίδας, το τμήμα της είδησης που ανέφερε ότι η κ. Αγρότου «όλη μέρα μπαινοβγαίνει στο γραφείο που υπό κανονικές συνθήκες θα έπρεπε να χρησιμοποιείται από το άτομο που θα την αντικαταστήσει» και ότι «όχι μόνο δεν παρέδωσε το γραφείο της αλλά το κρατά και κλειδωμένο ώστε να μπορεί να μπαινοβγαίνει όποτε η ίδια γουστάρει» συνιστά παραβίαση της πρόνοιας του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας περί της ακρίβειας των πληροφοριών. Η Επιτροπή επισημαίνει πως με βάση την πρόνοια ότι «τα Μ.Μ.Ε. μεριμνούν ώστε να μη δημοσιεύονται ανακριβείς, παραπλανητικές, φανταστικές ή διαστρεβλωτικές της αλήθειας ειδήσεις, πληροφορίες ή σχόλια», πρέπει να αποτελεί πάγια τακτική των ΜΜΕ και των δημοσιογράφων ο έλεγχος και η επαλήθευση των πληροφοριών πριν από τη δημοσίευσή τους. Επίσης τονίζει ότι σε περιπτώσεις πληροφοριών που είναι δυνατό να θίξουν την τιμή και την υπόληψη ατόμων, τα ΜΜΕ και οι λειτουργοί τους θα πρέπει, κατά κανόνα, να τις θέτουν υπόψη των άμεσα ενδιαφερομένων, προκειμένου να τους δίδεται το δικαίωμα σχολιασμού και απάντησης, ταυτόχρονα με τη δημοσίευση των πληροφοριών, με βάση την πρόνοια ότι «παρέχεται στην κατάλληλη περίπτωση» το δικαίωμα στους θιγομένους να απαντήσουν . Στην προκειμένη περίπτωση υπήρξε παράλειψη τόσο για επαλήθευση των πληροφοριών, όσο και παροχής της ευκαιρίας απάντησης από το άτομο στο οποίο αφορούσαν οι πληροφορίες, γεγονός που συνιστά παραβίαση των σχετικών προνοιών του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας. Η Επιτροπή θεωρεί ότι ήταν δικαίωμα της εφημερίδας να ψέξει την κυβερνητική πρακτική της ανάθεσης υπηρεσιών σε συνταξιούχους, αλλά θα μπορούσε να το κάμει χωρίς να θίξει την παραπονούμενη. Σημειώνεται ότι η πρόνοια περί ακρίβειας των πληροφοριών προβλέπει, ότι σε περίπτωση δημοσίευσης ανακριβών πληροφοριών τα ΜΜΕ «χωρούν σε άμεση διόρθωση ή και απολογία».
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
9/2010
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
21/07/2010
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (9/6/5/2010) για ρατσιστική αναφορά σε άρθρο του πανεπιστημιακού Κώστα Μαυρίδη στο «Φιλελεύθερο». Στο άρθρο, που δημοσιεύθηκε στην έκδοση της 1ης Μαΐου, 2010, περιέχεται η ακόλουθη φράση: «Στο μήνυμα καταγράφεται η θέση του Πάσκο για το χειρισμό της απόφασης του ΔΕΚ στην υπόθεση Οραμς και συγκεκριμένα υποδεικνύεται ότι ο Taye Zerihoun (ο μαύρος υπάλληλος που υπηρετεί στην Κύπρο), όφειλε εκ των προτέρων και μυστικά ασφαλώς, να συνεννοηθεί με την τουρκική αντιπροσωπεία στα Η.Ε. για το χειρισμό του θέματος ενώπιον του Συμβουλίου Ασφαλείας». Στην απάντησή της, η εφημερίδα ανέφερε σε καμία «περίπτωση δεν ήθελε με κανένα τρόπο να προβεί σε δυσμενείς διακρίσεις εναντίον προσώπου και συγκεκριμένα να διαπομπεύσει, διασύρει με οποιοδήποτε τρόπο οποιοδήποτε πρόσωπο νια λόγους που αφορούν το χρώμα, τη γλώσσα, τη θρησκεία, τις πολιτικές πεποιθήσεις ή κοινωνική προέλευση, την καταγωγή κ.α.» και εξέφρασε λύπη αν προκλήθηκε αυτή η εντύπωση. Ο Πρόεδρος της Επιτροπής δεν συμμετέσχε λόγω υπαινιγμών ως προς την αμεροληψία του, τους οποίους είχε διατυπώσει ο κ. Μαυρίδης σε άλλη υπόθεση που τον αφορούσε. Η Επιτροπή έλαβε υπόψη τη θέση της εφημερίδας και εξέφρασε την ευαρέσκειά της για την έλλειψη πρόθεσης για δυσμενή διάκριση, αλλά κατέληξε στην απόφαση ότι το θέμα δεν αφορά σε προθέσεις ή εντυπώσεις, αλλά σε πραγματικά γεγονότα. Στην προκειμένη περίπτωση, η Επιτροπή αποφάσισε ότι ο χαρακτηρισμός «ο μαύρος υπάλληλος που υπηρετεί στην Κύπρο» για τον τέως ειδικό αντιπρόσωπο του Γ.Γ. του ΟΗΕ στην Κύπρο Taye Brook-Zerihoun σαφώς αποτελεί έκφραση προκατάληψης με βάση τη φυλή ή το χρώμα, κατά παράβαση της σχετικής πρόνοιας του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας. Η Επιτροπή έλαβε υπόψη το γεγονός ότι η ρατσιστική αυτή αναφορά περιέχεται σε άρθρο πανεπιστημιακού και επισήμανε ότι αποτελεί σαφή ευθύνη των ΜΜΕ να μεριμνούν, σε κάθε περίπτωση, για την πρόληψη δυσμενών διακρίσεων οποιουδήποτε είδους κατά παράβαση της σχετικής πρόνοιας του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
10/2010
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
21/07/2010
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο για το θέμα των δημοσιευμάτων και μεταδόσεων έντυπων και εκπεμπόντων ΜΜΕ σχετικά με ισχυρισμούς που αφορούσαν σε καθηγήτρια, στο οποίο δόθηκε ο χαρακτηρισμός «ροζ σκάνδαλο». Το παράπονο, που υποβλήθηκε από πολίτη, αφορούσε στα δημοσιεύματα μιας m;ono εφημερίδας, αλλά η Ενωση Συντακτών Κύπρου ζήτησε να εξετασθεί από την Επιτροπή το γενικότερο θέμα της συμπεριφοράς ΜΜΕ και δημοσιογράφων όσον αφορά στο χειρισμό του θέματος. Όλα σχεδόν τα ΜΜΕ ασχολήθηκαν με την υπόθεση κατά κύριο λόγο στις 23 και 24 Μαΐου, 2010. Ο ΑΝΤ1 επέλεξε να μην ασχοληθεί καθόλου με το θέμα. Αφορμή για την ειδησεογραφία έδωσε επιστολή της Επιτρόπου για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Παιδιού Λήδας Κουρσουμπά, η οποία, ύστερα από ανώνυμο τηλεφώνημα που πήρε λειτουργός του γραφείου της στις 11 Μαρτίου, 2010, ζήτησε στις 12 Μαρτίου, 2010 από τον Υπουργό Παιδείας, να εξετασθούν ισχυρισμοί εναντίον καθηγήτριας, της οποίας ανέφερε το όνομα και το σχολείο στο οποίο εργαζόταν, ότι «έχει αναπτύξει ανάρμοστες σχέσεις, οι οποίες εξελίχθηκαν σε σεξουαλικές επαφές, με δύο μαθητές…» και ότι «είχε σεξουαλική επαφή και με τους δύο μαθητές στο αυτοκίνητό της». Στην ειδησεογραφία των ΜΜΕ αναφέρθηκε ότι η καθηγήτρια παρενόχλησε σεξουαλικά δύο ανήλικους μαθητές και ότι «σύμφωνα με τις καταγγελίες ενός εκ των δύο μαθητών η εν λόγω εκπαιδευτικός, που φέρεται να είναι και νυμφευμένη, είχε σεξουαλική επαφή και με τους δύο μαθητές στο αυτοκίνητό της». Περαιτέρω, αναφέρθηκε ότι σύμφωνα με τον ένα εκ των μαθητών, η καθηγήτρια έστελνε και μηνύματα στο κινητό του, με τα οποία του ασκούσε πίεση για συνέχιση της σχέσης τους. Τα μηνύματα στα κινητά, όπως και άλλα μηνύματα σε δίκτυο κοινωνικής δικτύωσης είχαν, σύμφωνα τους ισχυρισμούς, αποθηκευθεί και φυλαχθεί από τα παιδιά. Προβλήθηκε επίσης ο ισχυρισμός ότι η ίδια εκπαιδευτικός και στο παρελθόν απασχόλησε «με τις αδυναμίες της» το Υπουργείο, γεγονός για το οποίο μετακινήθηκε από τη θέση της. Δημοσιεύθηκε επίσης ότι είχε καταβληθεί προσπάθεια από τη διευθύντρια του σχολείου για αποσιώπηση της υπόθεσης. Επίσης προβλήθηκαν πληροφορίες ότι είχαν εκφρασθεί ανησυχίες για ενδεχόμενες επιπτώσεις στη βαθμολογία των παιδιών, δεδομένου ότι πλησίαζε η περίοδος των εξετάσεων και η καθηγήτρια είχε λάβει γνώση των καταγγελιών εναντίον της. Μετά τη δημοσιοποίηση του θέματος, ο Υπουργός Παιδείας δήλωσε ότι αμέσως μετά τη λήψη της επιστολής της κ. Κουρσουμπά έδωσε οδηγίες για διεξαγωγή έρευνας, το πόρισμα της οποίας μόλις είχε παραλάβει και ότι δεν ήταν ακόμη ενήμερος του περιεχομένου του. Ο εκπρόσωπος τύπου της αστυνομίας, όταν δημοσιοποιήθηκε το θέμα δήλωσε ότι το ΤΑΕ Αρχηγείου είχε αρχίσει προκαταρκτική έρευνα για να διαπιστωθεί αν τα όσα ανέφερε η εφημερίδα ευσταθούσαν και κατά πόσο είχε διαπραχθεί οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα. Την επομένη, ο εκπρόσωπος τροφοδότησε τη φημολογία, δηλώνοντας στα ΜΜΕ: «Εκ πρώτης όψεως προκύπτει το ενδεχόμενο διάπραξης ποινικών αδικημάτων που αφορά τον περί Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Νόμο. …Αναλόγως του περιεχομένου του πορίσματος (της έρευνας του Υπουργείου Παιδείας) η Αστυνομία θα προχωρήσει σε περαιτέρω ποινική διερεύνηση εάν και εφόσον απαιτείται κάτι τέτοιο». Τα στοιχεία αυτά μεταδόθηκαν στις 23 Μαρτίου, 2010 από τα τηλεοπτικά ΜΜΕ και δημοσιεύθηκαν σε όλες τις εφημερίδες την επομένη. Η Νομική Υπηρεσία, στην οποία υποβλήθηκε το πόρισμα ερευνώντος λειτουργού του Υπουργείου Παιδείας, αφού μελέτησε το μαρτυρικό υλικό αποφάνθηκε, με γνωμάτευσή λειτουργού της ημερομηνίας 30ης Μαΐου, 2010: «Μετά από προσεκτική μελέτη του συγκεντρωθέντος μαρτυρικού υλικού, εγγράφων και στοιχείων της διεξαχθείσας πειθαρχικής έρευνας, καταλήγω στην άποψη ότι δεν είναι δυνατή η διατύπωση οποιασδήποτε πειθαρχικής κατηγορίας εναντίον της….(όνομα), Καθηγήτριας (κλάδος). Περαιτέρω, είναι προφανές από τα πιο πάνω ότι δεν είναι επιτρεπτή ούτε και η οποιαδήποτε ποινική διερεύνηση του θέματος». Σε απλή γλώσσα, η γνωμάτευση σημαίνει ότι όσα καταγγέλθηκαν και όσα δημοσιεύθηκαν δεν τεκμηριώθηκαν από το μαρτυρικό υλικό. Όμως, δημοσιογράφοι και ΜΜΕ, χωρίς καμιά προσπάθεια τεκμηρίωσης, εκ προοιμίου θεώρησαν ισχυρισμούς και φήμες ως αποδεδειγμένα γεγονότα και χρησιμοποίησαν διάφορους έντονους χαρακτηρισμούς, προκειμένου να εντείνουν τον εντυπωσιασμό.. Ενδεικτικοί χαρακτηρισμοί και αποσπάσματα που χρησιμοποιήθηκαν από τα ΜΜΕ είναι: «Ροζ σκάνδαλο», «Καθηγήτρια… σεξουάλα ‘βίασε’ μαθητές της»- «Πρωτοφανές σκάνδαλο…” «Επιχειρείται κουκούλωμα», «Σοκ προκαλούν οι καταγγελίες για σεξουαλική εκμετάλλευση μαθητών από καθηγήτριά τους…»… «αναφορά σε σεξουαλικές επαφές δύο μαθητών με την καθηγήτριά τους», «Σοκ…από καταγγελία για σεξουαλική παρενόχληση μαθητών από καθηγήτριά τους», «Μαθήματα…σεξ από καθηγήτρια», «Καθηγήτρια καταγγέλλεται ότι έκανε μαθήματα…σεξ σε δύο μαθητές της», «…οι ορέξεις της καθηγήτριας ήταν ακόρεστες», «Βίασε μαθητές στο αυτοκίνητό της», «Εκβίαζε τα θύματά της…», το μαρτυρικό υλικό «έπεσε στα χέρια της άτακτης καθηγήτριας»…«Εκανε πολλά και στο παρελθόν», «Μαρτυρίες σοκ για τη δράση της καθηγήτριας…για σεξουαλική εκμετάλλευση μαθητών της», «αλυσιδωτές…εξελίξεις στο ροζ σκάνδαλο με την καθηγήτρια… που όχι μόνο δεν είχε το νου της στην εξεταστική περίοδο αλλά ανάγκασε δύο μαθητές της να έλθουν σε σεξουαλική επαφή μαζί της μέσα στο αυτοκίνητό της», «Υπό έρευνα η «σεξοδασκάλα», «Γνώριζε το ΥΠΠ για την ανάρμοστη συμπεριφορά καθηγήτριας». ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ: Το γεγονός και μόνο ότι η Γενική Εισαγγελία, ως αρμόδιο σώμα, αποφάνθηκε ότι η μαρτυρία δεν μπορούσε να στοιχειοθετήσει ούτε πειθαρχική, ούτε ποινική υπόθεση, μιλά από μόνο του για το λανθασμένο χειρισμό του θέματος. Από τους χαρακτηρισμούς και τα ενδεικτικά αποσπάσματα που παρατέθηκαν πιο πάνω, αβίαστα προκύπτει ότι τα ΜΜΕ –έντυπα και ηλεκτρονικά- που ασχολήθηκαν με το θέμα χειρίστηκαν εκτός των πλαισίων της δημοσιογραφικής δεοντολογίας ένα θέμα που αφορούσε στην προσωπικότητα, την τιμή, την υπόληψη και την αξιοπρέπεια μιας γυναίκας, καθώς και σε δικαιώματα παιδιών. Θεώρησαν ανώνυμες καταγγελίες ή ισχυρισμούς και φημολογίες ως εξακριβωμένη μαρτυρία, μετέτρεψαν σε είδηση το απλό γεγονός της διατύπωσης ΑΝΩΝΥΜΩΝ ισχυρισμών ή καταγγελιών, το βάσιμο των οποίων δεν είχε κριθεί από κανένα αρμόδιο σώμα ή όργανο και χρησιμοποίησαν μειωτικούς χαρακτηρισμούς που παρέπεμπαν σε ενοχή. Οι δικαιολογίες, στην έκταση που προβλήθηκαν, ότι μέριμνα ήταν το συμφέρον των μαθητών, δεν ευσταθούν, γιατί η αποκάλυψη του θέματος με τον τρόπο που έγινε εξέθεσε όχι απλώς την καθηγήτρια, αλλά και τους ίδιους τους μαθητές. Τηρήθηκε μεν η ανωνυμία, αλλά δημοσιεύθηκαν λεπτομέρειες για την περιοχή του σχολείου, ώστε στη μικρή κοινωνία της Κύπρου και ακόμη στη μικρότερη κοινωνία μιας επαρχίας ή πόλης να είναι δυνατή η αποκάλυψη της ταυτότητας των φερομένων ως εμπλεκομένων. Υπό το φως των ανωτέρω δεν είναι δυνατό να γίνει επίκληση της εξυπηρέτησης του δημοσίου συμφέροντος, γιατί η «πληροφόρηση» που έδωσαν τα ΜΜΕ, με τον τρόπο που έγινε, ούτε στην υποβοήθηση ανίχνευσης ή αποκάλυψης εγκλήματος συνέβαλε, ούτε τη δημόσια ασφάλεια και υγεία εξυπηρέτησε, ούτε και την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων προήγαγε. Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι παραβιάστηκαν οι ακόλουθες ειδικές πρόνοιες του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας. 1. Η πρόνοια για την ακρίβεια των πληροφοριών, που προβλέπει ότι «τα ΜΜΕ μεριμνούν ώστε να μη δημοσιεύονται ανακριβείς, παραπλανητικές, φανταστικές ή διαστρεβλωτικές της αλήθειας ειδήσεις, πληροφορίες ή σχόλια. Σε περίπτωση που έχει συμβεί κάτι τέτοιο χωρούν σε άμεση διόρθωση ή και απολογία.». Από την πρόνοια αυτή προκύπτει ότι πρώτιστο καθήκον των δημοσιογράφων είναι η επιβεβαίωση της αλήθειας των πληροφοριών πριν από τη δημοσίευσή τους, η αποφυγή δημοσίευσης ατεκμηρίωτων ισχυρισμών ή φημολογίας και σε περίπτωση δημοσίευσης ανακριβών πληροφοριών η παραδοχή του γεγονότος και η απολογία. Τίποτε από τα πιο πάνω δεν έγινε. 2. Η πρόνοια που προβλέπει ότι «η υπόληψη και η ιδιωτική ζωή κάθε προσώπου τυγχάνουν σεβασμού και δεν αποκαλύπτονται στοιχεία προσωπικού χαρακτήρα. Παρεμβάσεις και έρευνες στην ιδιωτική ζωή προσώπων… είναι γενικά απαράδεκτες, η δε δημοσιοποίησή τους μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και αποκλειστικά προς το δημόσιο συμφέρον», ως προς το σεβασμό της υπόληψης, την αποκάλυψη στοιχείων προσωπικού χαρακτήρα και παρεμβάσεις στην ιδιωτική ζωή, χωρίς αυτό να δικαιολογείται από την επιδίωξη της εξυπηρέτησης του δημοσίου συμφέροντος. 3. Η πρόνοια περί του τεκμηρίου αθωότητας, που προβλέπει ότι «οι λειτουργοί σέβονται πλήρως την αρχή ότι ο ύποπτος ή κατηγορούμενος για διάπραξη αδικήματος είναι αθώος μέχρις αποδείξεως του αντιθέτου, σύμφωνα με τη νόμιμη διαδικασία και συνεπώς αποφεύγουν να δημοσιοποιήσουν ο,τιδήποτε το οποίο να οδηγεί σε συμπεράσματα ως προς την ενοχή ή αθωότητα του υπόπτου ή/και κατηγορουμένου ή τείνει να τον διασύρει ή διαπομπεύσει». 4. Η πρόνοια που αφορά στα παιδιά, η οποία μεταξύ άλλων προβλέπει ότι «τα Μ.Μ.Ε. και οι λειτουργοί των υποχρεούνται να τηρούν τις πρόνοιες της Διεθνούς Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Παιδί». Παραβιάστηκαν επίσης οι πιο κάτω γενικές πρόνοιες του Κώδικα: * Η πρόνοια περί επαγγελματικού επιπέδου που μεταξύ άλλων προβλέπει ότι «το ήθος, η αξιοπρέπεια και εντιμότητα, η διαγωγή, η συμπεριφορά και το επαγγελματικό επίπεδο των λειτουργών θα πρέπει να είναι της υψηλότερης δυνατής στάθμης». * Η πρόνοια για τον τρόπο άσκησης του δημοσιογραφικού λειτουργήματος, η οποία μεταξύ άλλων προβλέπει ότι οι δημοσιογράφοι «επιδεικνύουν την αρμόζουσα ευαισθησία …και είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί και διακριτικοί στην παρουσίαση θεμάτων όπως η βία, το έγκλημα, τα σεξουαλικά παραπτώματα…» Η Επιτροπή εκφράζει την απογοήτευσή της για τη μαζική παραβίαση προνοιών του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας χάριν του εντυπωσιασμού και τονίζει την ανάγκη όπως τα ΜΜΕ και οι λειτουργοί τους επιδεικνύουν υπευθυνότητα και τηρούν τις πρόνοιες του Κώδικα. Η Επιτροπή τονίζει την ανάγκη σεβασμού των προνοιών του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας και καλεί τα ΜΜΕ να λάβουν όλα τα δέοντα μέτρα για την αποφυγή παρόμοιων φαινομένων στο μέλλον και να μη θυσιάζουν την υποχρέωση της τήρησης των κανόνων δημοσιογραφικής δεοντολογίας στο βωμό του εντυπωσιασμού και της άγρας αναγνωσιμότητας ή τηλεθέασης. Η Επιτροπή καλεί τα ΜΜΕ να δημοσιοποιήσουν την παρούσα ανακοίνωση και να τη θέσουν υπόψη των μελών του συντακτικού προσωπικού τους.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
1/2010
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
21/07/2010
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΕΚΚΡΕΜΕΙ,ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (11/7/6/2010) από το Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα κ. Ακη Παπασάββα για ανακριβές δημοσίευμα στην έκδοση της εφημερίδας «Φιλελεύθερος» στις 6 Ιουνίου, 2010. Στο δημοσίευμα διατυπώθηκε ο ισχυρισμός ή αφέθηκε να εννοηθεί ότι ο κ. Παπασάββας γνωμοδότησε στην υπόθεση «Christofias Watch», ενώ θα έπρεπε να είχε αυτοεξαιρεθεί λόγω φερομένων διασυνδέσεών του με τον ή υποχρεώσεών του προς τον Πρόεδρο Χριστόφια. Η υπόθεση σχετίζεται με την διενέργεια έρευνας από την Αστυνομία στο σπίτι του δικηγόρου Ξενοφώντος Ξενοφώντος και την κατάσχεση ηλεκτρονικών υπολογιστών του, στο πλαίσιο διερεύνησης καταγγελίας του δημοσιογράφου Μακάριου Δρουσιώτη, για φερόμενα ως απειλητικά δημοσιεύματα στην ιστοσελίδα Christofias Watch. Ο “Φιλελεύθερο», στη στήλη «Οι επτά του 7ήμερου» του Τάκη Κουνναφή πρόβαλε τον ισχυρισμό ότι ο κ. Παπασάββας είχε δώσει γνωμάτευση με βάση την οποία η Αστυνομία θα προχωρούσε στην ποινική δίωξη του δικηγόρου ως υπευθύνου τις ιστοσελίδας για το κατ' ισχυρισμό απειλητικό δημοσίευμα. Ο κ. Παπασάββας ανέφερε στο παράπονό του ότι «δεν υπάρχει σχέση (στα αναφερόμενα στο δημοσίευμα) με την πραγματικότητα ούτε κατά ένα «ιώτα». Ούτε είχα το φάκελο (της υπόθεσης), ούτε έδωσα ποτέ γνωμοδότηση και ούτε προτίθεμαι να δώσω γνωμοδότηση επί της υπόθεσης». Επίσης ανέφερε ότι σε καμιά περίπτωση ο κ. Κουνναφής δεν επικοινώνησε μαζί του για να επιβεβαιώσει κατά πόσο είχε γνωμοδοτήσει στην υπόθεση και, περαιτέρω, ότι είχε κοινοποιηθεί δημοσίως ότι την υπόθεση χειριζόταν προσωπικά ο Γενικός Εισαγγελέας. Στην απάντησή της, η εφημερίδα ζήτησε αναστολή της εξέτασης της υπόθεσης, εν όψει καταχώρηση αγωγής στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας και δεν παρέθεσε οποιεσδήποτε άλλες απόψεις επί του παραπόνου, που ενδεχομένως να επηρέαζαν την υπεράσπιση της εφημερίδας στο δικαστήριο. Εξ άλλου, ο κ. Κουνναφής ανέφερε στην Επιτροπή προφορικά ότι δεν θα έπρεπε να εξετασθεί το παράπονο εν όψει της εκκρεμότητας στην αγωγή του κ. Παπασάββα και ειδικότερα το θέμα της ακρίβειας της πληροφορίας ότι ο κ. Παπασσάββας είχε εκδώσει γνωμάτευση, δεδομένου ότι οι πληροφορίες του είχαν αντληθεί από δήλωση του Γενικού Εισαγγελέα πως είχε αναθέσει το έργο της έκδοσης γνωμάτευσης στον παραπονούμενο. Εν όψει του γεγονότος ότι όλα τα εγειρόμενα θέματα θα τεθούν προς απόδειξη ενώπιον δικαστηρίου, η Επιτροπή αποφάσισε να αναστείλει την εξέταση της υπόθεσης με βάση της σχετική πρόνοια του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας. Η Επιτροπή, ωστόσο, θεώρησε χρήσιμο να υπενθυμίσει την πάγια θέση της ότι σε περιπτώσεις που αφορούν σε ισχυρισμούς για προσωπικές πράξεις ή παραλείψεις είναι επιθυμητή και ορθή η εφαρμογή της πρόνοιας του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας περί παροχής του δικαιώματος απάντησης «στην κατάλληλη περίπτωση». Η Επιτροπή πιστεύει ότι εφαρμογή της πρακτικής αυτής, πριν από τη δημοσίευση ισχυρισμών περί πράξεων ή παραλείψεων προσώπων, όταν υπάρχει η δυνατότητα ή η ευχέρεια και δεν συντρέχουν αποχρώντες αποτρεπτικοί λόγοι, αφ’ ενός ικανοποιεί τη σχετική πρόνοια του Κώδικα και αφ’ ετέρου μειώνει την πιθανότητα να εγερθούν αμφισβητήσεις ως προς την ακρίβεια των πληροφοριών.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
12/2010
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
21/07/2010
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (12/15/6/2010). από τον Σωτήρη Βλάχο για ανακριβή πληροφόρηση και προσωπική επίθεση σε δημοσίευμα της εφημερίδας «Κοριός», στις 15 Μαϊου, 2010. Ο παραπονούμενος ανέφερε ότι η εφημερίδα δημοσίευσε αντιδεοντολογικά αναφορές που έγιναν σε συνδικαλιστικό συνέδριο της Ευρωπαϊκής Ενωσης Δημοσιογράφων στην Κωνσταντινούπολη και ότι το περιεχόμενο του δημοσιεύματος συνιστούσε προσωπική ονομαστική επίθεση με τη χρησιμοποίηση της λέξης «ελληνοκύπριος» σε εισαγωγικά), διαστρέβλωσε θέσεις που ο ίδιος εξέφρασε στο συνέδριο και ότι αντιδεοντολογικά χρησιμοποίησε αναφορές που έγιναν σε συνδικαλιστικό βήμα. Το δημοσίευμα, ειδικότερα, ανέφερε: «Οι Τούρκοι έγιναν … Τούρκοι για τον «Ελληνοκύπριο» Ένας «Ελληνοκύπριος» συμμετέσχε στην τουρκοκυπριακή αντιπροσωπεία της Μπασιν Σεν στην Γενική Συνέλευση της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Δημοσιογράφων! Πρόκειται για τον Σωτήρη Βλάχο, ο οποίος ζει στα κατεχόμενα, αλλά δεν είναι μόνο αυτό το προκλητικό και το περίεργο. Το περίεργο είναι ότι προσπάθησε να φανεί βασιλικότερος του βασιλέα με αποτέλεσμα να συγκεντρώσει την οργή όχι μόνο των ελληνοκύπριων συναδέλφων της αντιπροσωπείας της Ένωσης Συντακτών, αλλά και των Τούρκων! Σε παρέμβαση του σε ψήφισμα το οποίο κατατέθηκε στη Συνέλευση για την απαράδεκτη συμπεριφορά του τουρκικού κράτους απέναντι στους δημοσιογράφους, ζήτησε το ψήφισμα να είναι πιο ήπιο γιατί του χαλούσε την … καλή εικόνα που είχε για την Τουρκία. Ζήτησε, παρακαλώ, να προστεθεί στο ψήφισμα ότι η τουρκική κυβέρνηση έκανε βήματα εκσυγχρονισμού! Στην προσπάθεια του όμως να φανεί αρεστός στους Τούρκους πέτυχε το αντίθετο, αφού οι Τούρκοι δημοσιογράφοι ήθελαν το ψήφισμα να είναι όσο πιο έντονο γινόταν». Στην έκδοση Ιουνίου, 2010, η εφημερίδα έγραψε ότι στην επόμενη έκδοσή της θα δημοσίευε επιστολή από τον παραπονούμενο που είχε λάβει αργά. Στην έκδοση Ιουλίου η εφημερίδα δημοσίευσε σε περίληψη την επιστολή, σε ένα κείμενο σχεδόν 475 λέξεων, που ήταν το μισό του αρχικού κειμένου. Στην επιστολή του, ο παραπονούμενος ανέφερε ότι θεωρούσε προκλητικό το γεγονός ότι η εφημερίδα χρησιμοποίησε τη λέξη ελληνοκύπριος δύο φορές σε εισαγωγικά και ότι ισχυρίστηκε ότι ζούσε στα κατεχόμενα και, επίσης, πλέον προκλητικό ότι διαστρέβλωσε την πρότασή του για τροποποίηση του ψηφίσματος στο συνέδριο. Όπως ανέφερε, η πρότασή του ήταν όχι να γίνει το ψήφισμα πιο ήπιο αλλά να προστεθεί η φράση «Καλούμε την κυβέρνηση Ερντογάν να συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις». Περαιτέρω, ο παραπονούμενος παρέθετε απόψεις γιατί η κυβέρνηση Ερντογαν έπρεπε να διαφοροποιηθεί από το «βαθύ κράτος»,της Τουρκίας και τέλος ότι θεωρούσε τιμή του που η BASIN SEN τον έκαμε μέλος και τον επέλεξε ως αντιπρόσωπό της, γιατί ήταν από τα συνδικάτα που πρωτοστάτησαν στο στήσιμο του αντι-Ντενκτασικού μετώπου. Η εφημερίδα σχολίασε τις θέσεις του κ. Βλάχου με το ακόλουθο κείμενο: «Εμείς τον ευχαριστούμε που μας επιβεβαιώνει για τη διαφοροποίηση του με τους Τούρκους και άλλους Ευρωπαίους δημοσιογράφους και φιλοξενούμε ευχαρίστως την αιτιολόγησή του. Επίσης μας επιβεβαιώνει ότι είναι μέλος της Μπασίν Σεν, ενώ δεν μας διαψεύδει ότι ζει στα κατεχόμενα. Όσο για τα εισαγωγικά που βάζουμε στο «Ελληνοκύπριος», ειλικρινά δεν ξέρουμε τι να κάνουμε και ας μας πει ο ίδιος. Να αφαιρέσουμε τα εισαγωγικά ή το Ελληνοκύπριος; Ας μας πει ο ίδιος». Η Επιτροπή αποφάσισε ότι η χρησιμοποίηση της λέξης ελληνοκύπριος σε εισαγωγικά συνιστά προσωπική επίθεση η οποία θίγει την τιμή και υπόληψη του παραπονούμενου, γεγονός που επαναλήφθηκε κατά τη δημοσίευσης της απαντητικής επιστολής. Η Επιτροπή κατέληξε στην απόφαση ότι η δημοσίευση αναφορών σε ένα συνδικαλιστικό συνέδριο συνιστά δικαίωμα των ΜΜΕ αλλά ελλείψει επαρκούς πληροφόρησης και της αδυναμίας εξασφάλισής της για το τι ακριβώς ελέχθη στο συνέδριο της Κωνσταντινούπολης δεν ήταν σε θέση να αποφασίσει ως προς τη πτυχή του παραπόνου για διαστρέβλωση της πρότασης του παραπονουμένου για τροποποίηση του ψηφίσματος. Τέλος, αποφάσισε ότι, αν και αναγνωρίζει το δικαίωμα των ΜΜΕ να συντομεύουν μακροσκελή κείμενα ή να αφορούν προσβλητικές αναφορές και επιθέσεις, ο τρόπος με τον οποίο έτυχε χειρισμού και δημοσιεύθηκε η απαντητική επιστολή του παραπονούμενου, δεν ικανοποιείται επαρκώς η πρόνοια περί παροχής του δικαιώματος απάντησης σε όσους έχουν υποστεί επίθεση.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
13/2010
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
21/07/2010
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΟΧΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (13/15/6/2010) από τον Παντελή Νικολαϊδη ότι δημοσίευμα στο «Φιλελεύθερο» στις 24 Δεκεμβρίου, 2008, με την υπογραφή της Χριστίνας Κυριακίδου, ήταν κακόβουλο και ψευδές. Στο δημοσίευμα αναφερόταν ότι έγιναν καταγγελίες σε βάρος καθηγητή για ανάρτηση προσωπικών δεδομένων των μαθητών του στην ιστοσελίδα του στο διαδίκτυο. Περαιτέρω το δημοσίευμα ανέφερε ότι ο καθηγητής όταν αντιλήφθηκε ότι έγινε καταγγελία αφαίρεσε τα προσωπικά στοιχεία των παιδιών, όπως ονόματα, βαθμολογίες και σχόλια για την επίδοση του καθενός. Η ΟΕΛΜΕΚ, σύμφωνα με το δημοσίευμα, εξέφρασε άγνοια για την υπόθεση, αλλά ανέφερε ότι στη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου για ανάδειξη ηγεσίας της οργάνωσης είχαν γίνει καταγγελίες σε βάρος του ίδιου εκπαιδευτικού από συναδέλφους του για παραβίαση προσωπικών δεδομένων. Ο κ. Νικολαϊδης ανέφερε στο παράπονό του ότι το δημοσίευμα φωτογράφιζε τον ίδιο και ότι το παρεχόμενο του ήταν «ολοκληρωτικά ψευδές και κακόβουλο» και πως το ανυπόστατό του αποδείχθηκε από σχετική απόφαση της Επιτρόπου Προσωπικών Δεδομένων, στην οποία «ουδόλως διαφαίνεται οποιαδήποτε παραβίαση των προσωπικών δεδομένων οποιουδήποτε μαθητή». Στον κ. Νικολαϊδη υποδείχθηκε ότι το παράπονο υποβλήθηκε περίπου δύο χρόνια μετά το δημοσίευμα, ενώ ο Κώδικας Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας προβλέπει προθεσμία 30 ημερών και ως εκ τούτου δεν μπορούσε να εξετασθεί. Ο κ. Νικολαϊδης ανέφερε, όμως, ότι το παράπονό του υποβλήθηκε με αφετηρία την ημερομηνία απόφασης της Επιτρόπου Προσωπικών Δεδομένων επί του παραπόνου του, που τον δικαίωσε αναφέροντας ότι δεν διαπιστώθηκε αποκάλυψη προσωπικών δεδομένων μαθητών και απέστειλε αντίγραφο της απόφασης στην Επιτροπή Η Επιτροπή αποφάσισε ότι ακόμη και αν ληφθεί ως σημείο αναφοράς η ημερομηνία της απόφασης της Επιτρόπου, και πάλι το παράπονο υποβλήθηκε εκπρόθεσμα, γιατί η απόφαση φέρει ημερομηνία 26/2/2010 και επομένως το παράπονο δεν μπορούσε να εξετασθεί ως εκπρόθεσμο. Η Επιτροπή επισημαίνει ότι ο παραπονούμενος έχει το δικαίωμα, με βάση τον Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, να ασκήσει το δικαίωμα απάντησης.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
4/2010
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
19/05/2010
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (4/6/4/2010) από τον εκπρόσωπο Τύπου της Αστυνομίας κ. Μιχάλη Κατσουνωτό εκ μέρους του Αρχηγού της Αστυνομίας για δημοσίευση φωτογραφίας στην εφημερίδα «Πολίτης», η οποία ήταν, κατ’ ισχυρισμό, παραποιημένη, κατά παράβαση της πρόνοιας περί ακρίβειας των πληροφοριών και μη δημοσίευσης παραπλανητικών πληροφοριών. Ειδικότερα, το παράπονο ανέφερε ότι ο «Πολίτης» δημοσίευσε στις 21 Μαρτίου, 2010 φωτογραφία η οποία φέρεται να λήφθηκε στη διάρκεια επεισοδίων μεταξύ αστυνομικών και φιλάθλων στη Λεμεσό, η οποία παρουσιάζει αστυνομικό να φέρει σιδερένια γροθιά, την οποία συνόδευσε με λεζάντα, που μεταξύ άλλων ανέφερε: «Αν προσέξετε καλά τη φωτογραφία που δημοσιεύουμε σήμερα, την οποία μας απέστειλαν κάποιοι οπαδοί του ΑΠΟΕΛ, φαίνεται ότι κάποιοι αστυνομικοί συναγωνίζονται τους νεαρούς ταραξίες. Απόδειξη, η σιδερογροθιά που φορά στο χέρι του ο αστυνομικός που συλλαμβάνει νεαρό…» Ο «Πολίτης» ανταποκρίθηκε σε αίτημα της Αστυνομίας και έθεσε στη διάθεσή της τη φωτογραφία για επιστημονική εξέταση, ύστερα από την οποία ο εκπρόσωπος Τύπου της Αστυνομίας απηύθυνε επιστολή προς την εφημερίδα, στην οποία ανέφερε ότι η φωτογραφία δεν ήταν αυθεντική. Ο «Πολίτης» δημοσίευσε το πλήρες κείμενο της επιστολής την Κυριακή, 11 Απριλίου, 2010. Ο κ. Κατσουνωτός, στο παράπονό του προς την Επιτροπή επισύναψε την έκθεση του Εργαστηρίου Φωτογραφίας και Γραφικών της Υπηρεσίας Εγκληματολογικών Ερευνών της Αστυνομίας, στην οποία σαφώς αναφέρεται ότι κατόπιν ενδελεχούς επιστημονικής εξέτασης, διαπιστώθηκε ότι η φωτογραφία είχε τύχει επεξεργασίας με ειδικό πρόγραμμα, κατά την οποία προστέθηκε σ’ αυτήν το χέρι με τη σιδερένια γροθιά. Η έκθεση περιγράφει με λεπτομέρεια την ανάλυση που έγινε και τα αποτελέσματά της. Μεταξύ άλλων αναφέρει ότι η επίμαχη φωτογραφία δεν φέρει ενδείξεις ότι λήφθηκε με φωτογραφική μηχανή και ότι η παραγωγή της με πρόγραμμα επεξεργασίας εικόνας έγινε σε ημερομηνία προγενέστερη του αγώνα Απόλλωνα και ΑΠΟΕΛ, ύστερα από τον οποίο σημειώθηκαν τα επεισόδια, στη διάρκεια των οποίων φέρεται να λήφθηκε η φωτογραφία. Η Επιτροπή θεώρησε το πόρισμα της εξέτασης αξιόπιστο, σημειώνοντας ότι ούτε η εφημερίδα το αμφισβήτησε. Αντίθετα, ανέφερε ότι η αξιοπιστία του τεχνικού της Αστυνομίας «είναι δεδομένη». Στις απόψεις της επί του παραπόνου, η εφημερίδα ανέφερε ότι η φωτογραφία στάληκε από γονείς νεαρών που συνελήφθησαν ύστερα από επεισόδια στη Λεμεσό. Επίσης ανέφερε ότι από την πρώτη στιγμή συνεργάστηκε με την Αστυνομία για την επιστημονική ανάλυση της φωτογραφίας και δημοσίευσε την επιστολή του εκπροσώπου Τύπου της Αστυνομίας. Περαιτέρω η εφημερίδα παραπονέθηκε ότι η Αστυνομία περιορίστηκε να αναφέρει ότι η φωτογραφία είχε τύχει επεξεργασίας, χωρίς να θέσει στη διάθεσή της την έκθεση για την ανάλυσή της. Η Επιτροπή αφού εξέτασε όλα τα ενώπιόν της δεδομένα κατέληξε στην απόφαση ότι η φωτογραφία δεν ήταν αυθεντική με την έννοια που της έδιδε η συνοδευτική λεζάντα και επομένως η δημοσίευσή της, όπως και της λεζάντας, συνιστούσε παραβίαση της πρόνοιας του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας περί μη δημοσίευσης ανακριβών πληροφοριών. Η Επιτροπή πιστεύει ότι η εφημερίδα ενήργησε με καλή πίστη –δεδομένου μάλιστα ότι προσφέρθηκε να δημοσιεύσει απολογία εφ’ όσον θα της διδόταν το πόρισμα της επιστημονικής ανάλυσης και επίσης δημοσίευσε την επιστολή του εκπροσώπου Τύπου της Αστυνομίας- ταυτόχρονα όμως θεωρεί ότι όφειλε να είχε θέσει υπόψη της Αστυνομίας τη φωτογραφία και να ζητήσει τα σχόλιά της, για ταυτόχρονη δημοσίευση. Η υποχρέωση αυτή, την οποία τα ΜΜΕ και οι δημοσιογράφοι οφείλουν να τηρούν, πηγάζει από την πρόνοια του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας που ορίζει ότι «τα Μ.Μ.Ε. παρέχουν στους επηρεαζομένους, στην κατάλληλη περίπτωση…την ευκαιρία να απαντήσουν…».
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
7/2010
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
11/05/2010
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΟΧΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (7/5/5/2010) από πολίτη ότι μεταδόσεις και δημοσιεύματα σχετικά με βρέφος που κατ’ ισχυρισμό βρέθηκε «πεταγμένο» σε σκουπίδια ή άπλυτα ρούχα ύστερα από πρόωρο τοκετό στο Νοσοκομείο Λεμεσού συνιστούσαν σπίλωση της επαγγελματικής επάρκειας ιατρών του Νοσοκομείου. Το παράπονο ανέφερε ότι οι πληροφορίες δεν ήταν ακριβείς και ότι το βρέφος είχε τυλιχθεί σε ρούσο και τοποθετήθηκε σε κατάλληλο χώρο, ενώ οι ιατροί φρόντιζαν την αιμορραγούσα μητέρα. Το παράπονο, όπως διατυπώθηκε, αφορούσε σε πιθανή παραβίαση των προνοιών του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας περί ακρίβειας των πληροφοριών και διασυρμό της τιμής και υπόληψης. Η Επιτροπή αποφάσισε να αναστείλει την εξέταση του παραπόνου, δεδομένου ότι κατά τον χρόνο υποβολής του διεξαγόταν έρευνα γύρω από το θέμα και να επιληφθεί εκ νέου της υπόθεσης μετά την ανακοίνωση του πορίσματος και με την προϋπόθεση ότι θα υποβληθεί εκ νέου παράπονο εναντίον συγκεκριμένων ΜΜΕ.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
5/2010
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
11/05/2010
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΟΧΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας επιλήφθηκε παραπόνου (5/3/5/2010) από τον κ. Χρίστο Μερέζα, εκ μέρους του Διοικητικού Συμβουλίου της Εταιρείας Πλαστικής Επανορθωτικής και Αισθητικής Χειρουργικής ότι δημοσίευμα της εφημερίδας Cyprus Weekly στις 23 Απριλίου, 2010, συνιστούσε οργάνωση και υποβοήθηση παράνομης πράξης. Το δημοσίευμα ανέφερε ότι εξέχων ξένος ιατρός είχε αρχίσει να προσφέρει συμβουλευτικές υπηρεσίες στον τομέα της κοσμητικής χειρουργικής σε κλινική της Λάρνακας και δημοσίευσε δηλώσεις του σχετικά με το θέμα αυτό και την κοσμητική χειρουργική γενικότερα. Ο παραπονούμενος ανέφερε ότι ο ιατρός δεν ήταν πολίτης της Κυπριακής Δημοκρατίας, δεν ήταν εγγεγραμμένος στο Μητρώο Ιατρών Κύπρου και δεν κατείχε άδεια άσκησης ιατρικής στην Κύπρο. Ο παραπονούμενος ανέφερε ότι για τους πιο πάνω λόγους η εφημερίδα ήταν ένοχη "οργάνωσης και υποβοήθησης παράνομης πράξης" και κάλεσε την Επιτροπή να λάβει τα αναγκαία μέτρα που απορρέουν από τους κανόνες Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας. Η Επιτροπή μελέτησε το παράπονο και διαπίστωσε ότι στον Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας δεν υπάρχει οποιαδήποτε πρόνοια η οποία θα μπορούσε να είχε παραβιασθεί από το δημοσίευμα, του οποίου η ακρίβεια δεν αμφισβητήθηκε. Κατά συνέπεια αποφάσισε ότι δεν είχε αρμοδιότητα να παρέμβει με οποιοδήποτε τρόπο και κατά συνέπεια απέρριψε το παράπονο.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
35/2009
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
14/04/2010
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (35/18/12/2009) από τον κ. Αλέξανδρο Ζιούλη, ότι στην ηλεκτρονική έκδοση της εφημερίδας «Πολίτης», κατά την περίοδο προ και μετά την 18η Δεκεμβρίου, 2009, έγινε «δημοσκόπηση» με ερωτήσεις για το ποιοι έκλεψαν τα λείψανα του τέως Προέδρου της Δημοκρατίας Τάσσου Παπαδόπουλου. Το παράπονο ανέφερε ότι με αυτή την ενέργεια δεν επιδείχθηκε σεβασμός στη σύζυγο και τα παιδιά του τέως Προέδρου και προς τους νεκρούς. Στη δημοσκόπηση, που συνεχίστηκε για μερικές ημέρες ετέθη το ερώτημα: «ποιος νομίζετε ότι έκλεψε τη σορό του Τάσσου Παπαδόπουλου» και ακολουθούσαν επτά ερωτήματα για τους πιθανούς δράστες. Το παράπονο, που απευθυνόταν επίσης προς την εφημερίδα, περιείχε αναφορές στον εκδότη και εργαζόμενους στην εφημερίδα «Πολίτης» που θεωρήθηκαν από την Επιτροπή απρεπείς. Η Επιτροπή αποφάσισε, με βάση την πάγια πρακτική της, να μην προχωρήσει στην εξέταση της υπόθεσης εκτός εάν οι επίμαχες αναφορές αποσύρονταν και το παράπονο διατυπωνόταν με κόσμιο τρόπο. Ο παραπονούμενος δεν ανταποκρίθηκε σε σχετική παράκληση της Επιτροπής και το παράπονό του απορρίφθηκε. Ωστόσο, η Επιτροπή θεώρησε το θέμα σοβαρό, με ευρύτερες κοινωνικές προεκτάσεις και αποφάσισε να το εξετάσει αυτεπάγγελτα. Η εφημερίδα, ανταποκρινόμενη σε παράκληση να παραθέσει τις απόψεις της, δικαιολόγησε την ενέργειά της αναφέροντας ότι θεώρησε ενδιαφέρον να καταγράψει την κυρίαρχη άποψη μεταξύ του κοινού επειδή η υπόθεση της κλοπής των λειψάνων του τέως Προέδρου της Δημοκρατίας ήταν πρωτοφανής, αποτέλεσε αντικείμενο συζήτησης για εβδομάδες και επειδή δόθηκαν πολιτικές διαστάσεις στο έγκλημα. Επίσης υποστήριξε ότι η ηλεκτρονική δημοσκόπηση δεν συνιστούσε προσβολή της μνήμης του τέως Προέδρου της Δημοκρατίας και ότι η εφημερίδα ποτέ δεν επιχείρησε κάτι τέτοιο. Η Επιτροπή αποφάσισε ότι το θέμα δεν αφορούσε τόσο στη μνήμη του τέως Προέδρου της Δημοκρατίας όσο στους οικείους του, στους οποίους η κλοπή των λειψάνων του ήταν αναμενόμενο να προκαλέσει θλίψη, πόνο και κλονισμό. Κατ’ ακολουθίαν, η Επιτροπή αποφάσισε ότι η διενέργεια της ηλεκτρονικής ψηφοφορίας δεν έλαβε υπόψη τις πιθανές επιπτώσεις στους οικείους του τέως Προέδρου και συνιστούσε παραβίαση των προνοιών του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας που αφορούν στην πρόκληση ή επίταση του ανθρώπινου πόνου. Οι πρόνοιες αυτές ορίζουν ότι τα ΜΜΕ και οι δημοσιογράφοι επιδεικνύουν την αρμόζουσα ευαισθησία σε θέματα που αφορούν, μεταξύ άλλων, τη βία, το έγκλημα και τον ανθρώπινο πόνο και ότι σε περιπτώσεις πένθους, θλίψης ή ψυχικού κλονισμού επιβάλλεται διακριτικότητα και συμπάθεια και αποφυγή οποιασδήποτε πράξης που είναι δυνατό να οξύνει τον ανθρώπινο πόνο. Η Επιτροπή εξέφρασε επίσης αντίθεση στην ενέργεια εκπεμπόντων ΜΜΕ να περιλάβουν σε ρεπορτάζ τους για το ίδιο θέμα απαντήσεις μελών του κοινού σε ερωτήσεις για τα πιθανά ελατήρια της κλοπής των λειψάνων, θεωρώντας ότι αυτό συνιστούσε έλλειψη ευαισθησίας για τον πόνο των οικείων του τέως Προέδρου.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
2/2010
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
14/04/2010
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΟΧΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας επιλήφθηκε υπόθεσης που αφορά σε αντιπαράθεση μεταξύ των δημοσιογράφων κ. Μιχάλη Χατζηβασίλη της εφημερίδας «Φιλελεύθερος» και κ. Κώστα Κωνσταντίνου, της εφημερίδα «Πολίτης». Ο κ. Χατζηβασίλης υπέβαλε στην Επιτροπή παράπονο ότι υπήρξε στόχος απαξιωτικής, ταπεινωτικής και μειωτικής κριτικής από την εφημερίδα «Πολίτης» και το δημοσιογράφο κ. Κώστας Κωνσταντίνου, σε σειρά άρθρων του με αφορμή είδηση για την προέλευση του γύψου που βρέθηκε στον τάφο του τέως Προέδρου Τάσσου Παπαδόπουλου. Επικαλέστηκε ιδιαίτερα άρθρο του κ. Κωνσταντίνου στις 10 Φεβρουαρίου, 2010, στο οποίο γινόταν λόγος για «κίστημα» επειδή «έχασε την ιστορία με την κατάθεσης του Φάνου», εννοώντας την κατάθεση μάρτυρα κατηγορίας στην υπόθεση δολοφονίας του Αντη Χατζηκωστή. Ο κ. Κωνσταντίνου, σε άρθρο του στον «Πολίτη» ζήτησε από την Επιτροπή να επιληφθεί του θέματος της ακρίβειας των πληροφοριών του κ. Χατζηβασίλη και σε μακροσκελή απαντητική επιστολή του απέρριψε το παράπονο, αναφέροντας ότι διατύπωσε σχόλια στηριζόμενος σε γεγονότα, τα οποία και παρέθεσε. Η αντιπαράθεση των δύο δημοσιογράφων άρχισε με αφορμή είδηση του κ. Χατζηβασίλη στο «Φιλελεύθερο» στις 4 Φεβρουαρίου, 2010, κάτω από τον τίτλο «Ο γύψος ήλθε από τα κατεχόμενα». Η είδηση ανέφερε ότι «πριν από λίγες ημέρες ολοκληρώθηκαν οι αναλύσεις» για το γύψο με τον οποίο κάλυψαν τον τάφο του τέως Προέδρου Τάσσου Παπαδόπουλου οι δράστες της κλοπής των λειψάνων του, οι οποίες «έδειξαν ότι ο γύψος προέρχεται από τα κατεχόμενα» και ότι «είναι όμοιος με αυτόν που παράγεται στα κατεχόμενα». Η είδηση ανέφερε ακόμη ότι η διαπίστωση αυτή οδηγεί «τους ανακριτές σε ορισμένα ακριβή συμπεράσματα» και ότι «εκτιμάται ότι έγινε ένα σημαντικό βήμα, αφού τουλάχιστον φαίνεται πως οι δράστες είχαν επαφή με κάποιους στα κατεχόμενα». Στη συνέχεια ανέφερε ότι αξιωματούχος της Αστυνομίας ανέφερε ότι δεν αποκλείεται οι δράστες να εξασφάλισαν το γύψο από τα κατεχόμενα και να το μετέφεραν στις ελεύθερες περιοχές… «χωρίς όμως να αποκλείεται να είναι και τυχαία η προέλευση καθώς τέτοια υλικά από τα κατεχόμενα μπορεί κανείς να τα βρει και στις ελεύθερες περιοχές». Στο παράπονό του ο κ. Χατζηβασίλης ανέφερε ότι είχε επικοινωνήσει και με τον εκπρόσωπο της Αστυνομίας Μιχάλη Κατσουνωτό, «ο οποίος… επιβεβαίωσε την προέλευση του γύψου, ωστόσο ζήτησε να μην τον επικαλεστώ». Ο κ. Κατσουνωτός, ανταποκρινόμενος σε παράκληση της Επιτροπής για ενημέρωση επί του θέματος, ανέφερε σε επιστολή του ότι πληροφόρησε τον κ Χατζηβασίλη για το περιεχόμενο «προκαταρκτικής έκθεσης» του Τμήματος Γεωλογικής Επισκόπησης στη βάση ενημέρωσης που είχε από αξιωματικό της Αστυνομίας ότι «φαίνεται να υπάρχει ομοιότητα του γύψου από τα κατεχόμενα με το υλικό των τεκμηρίων». Επίσης επιβεβαίωσε ότι μετά την είδηση στο «Φιλελεύθερο» είχε δηλώσει στο Κυπριακό Πρακτορείο Ειδήσεων πως «δεν είχαν παραληφθεί ακόμη τα τελικά αποτελέσματα των εξειδικευμένων αναλύσεων…αλλά στις προκαταρκτικές αναλύσεις υπήρχαν κάποιες ενδείξεις, οι οποίες δεν κρινόταν ούτε χρήσιμο ούτε σκόπιμο να δημοσιοποιηθούν». Περαιτέρω ανέφερε ότι «από τις ενδείξεις αυτές δεν δημιουργείται το υπόβαθρο για σαφή τοποθέτηση και εκτίμηση σε σχέση με την προέλευση του γύψου». Η είδηση μεταδόθηκε από το Κυπριακό Πρακτορείο το απόγευμα της 4ης Φεβρουαρίου. Στις 5 Φεβρουαρίου, ο δημοσιογράφος Κώστας Κωνσταντίνου, στην τακτική στήλη του που διατηρεί στον «Πολίτη» σχολίασε δήλωση του κ. Νικόλα Παπαδόπουλου για «εφιαλτικά σενάρια» σε περίπτωση επιβεβαίωσης της είδησης για προέλευση του γύψου από τα κατεχόμενα και επικαλούμενος τις δηλώσεις του κ. Κατσουνωτού στο ΚΥΠΕ πρόσθεσε ότι η Αστυνομία «άδειασε το «Φ». Στις 6 Φεβρουαρίου, ο κ. Χατζηβασίλης δημοσίευσε νέα είδηση στον «Φιλελεύθερο» με επικριτική διάθεση για την αστυνομία, αναφέροντας ότι «μόλις χτες, δύο μήνες μετά την κλοπή της σορού του Τάσσου Παπαδόπουλου…αποφάσισε να αναλύσει περισσότερο» το γύψο παίρνοντας πετρώματα από τον Πενταδάκτυλο και αναθέτοντας την ανάλυση σε ιδιωτικό εξειδικευμένο χημείο. Ανέφερε επίσης ότι «οι αναλύσεις του Τμήματος Γεωλογικής Επισκόπησης έδειξαν ότι ο γύψος ήρθε από τα κατεχόμενα». Στην ίδια έκδοση ο κ. Χατζηβασίλης δημοσίευσε σχόλιο στο οποίο ανέφερε ότι «ορισμένοι μόλις ακούσουν τη λέξη κατεχόμενα ή Τάσσος, κτυπούν κόκκινο, λες και τους θίγουμε…», στο οποίο ανέφερε: «Ρωτήστε την Αστυνομία (που τα μάσησε), το Χημείο κ.ά αν όντως τα αποτελέσματα (προκαταρκτικά ή μη) δείχνουν πως ο γύψος προήλθε από τα κατεχόμενα. Όχι να μένετε σ’ αυτά που δεν δηλώνουν επίσημα». Στις 6 Φεβρουαρίου, 2010, ο κ. Κωνσταντίνου, με αφορμή συνέχεια που έδωσαν τηλεοπτικοί σταθμοί στην είδηση του Φιλελεύθερου, υποστήριξε ότι ο κόσμος έχει απαξιωτική άποψη για την κυπριακή δημοσιογραφία «γιατί δεν μας εμπιστεύεται…». Επέκρινε τους τηλεοπτικούς σταθμούς γιατί μετέδωσαν μέρος μόνο των δηλώσεων του εκπροσώπου της Αστυνομία και παρέλειψαν του ουσιώδες μέρος τους. Επίσης αναφέρθηκε στην είδηση του «Φιλελεύθερου» γράφοντας ότι με βάση τις δηλώσεις του εκπροσώπου της Αστυνομίας υπήρχαν ανακρίβειες σ’ αυτήν, καθώς και αντίφαση μεταξύ του τίτλου που εξέφραζε βεβαιότητα για την προέλευση του γύψου και του κειμένου, που μεταξύ άλλων ανέφερε ότι η προέλευση του μπορεί και να ήταν τυχαία, γιατί τέτοιος γύψος κυκλοφορεί στις ελεύθερες περιοχές. Επίσης επέκρινε το «Φιλελεύθερο» επειδή σε είδησή του στις 5 Φεβρουαρίου ανέφερε ότι «μασώντας τα λόγια της για άγνωστους λόγους, η Αστυνομία επιβεβαίωσε εμμέσως χθεσινό δημοσίευμα του «Φ» ότι ο γύψος που έριξαν οι δράστες στον τάφο του Τάσσου Παπαδόπουλου προέρχεται από τα κατεχόμενα» και ότι απέφυγε να δημοσιεύσει τις δηλώσεις του εκπροσώπου της Αστυνομίας. Στις 9 Φεβρουαρίου, ο κ. Χατζηβασίλης δημοσίευσε σχόλιο στο «Φ» στο οποίο ανέφερε ότι τα ΜΜΕ πλην του «Πολίτη» υιοθέτησαν τη θέση πως ο γύψος προήλθε από τα κατεχόμενα, γιατί «δεν έμειναν στα όσα είπε με ανοικτά μικρόφωνα», ο εκπρόσωπος της Αστυνομίας, αφήνοντας να εννοηθεί ότι ανεπίσημα επιβεβαίωσε όσα είχε γράψει ο «Φιλελεύθερος». Ο κ. Κωνσταντίνου επανήλθε στις 10 Φεβρουαρίου, 2010, και αφού παρέθεσε όσα έγραψε ο κ. Χατζηβασίλης τον επέκρινε για τον ισχυρισμό του ότι ο εκπρόσωπος της Αστυνομίας διέψευσε επίσημα το Φιλελεύθερο αλλά τον επιβεβαίωσε ανεπίσημα. Ανέφερε πως αν συνέβη αυτό τότε υπάρχει παραβίαση της εμπιστευτικότητας των πληροφοριών. Στο άρθρο του κατέληγε ως εξής: «…Αν και πολύ παιδαριώδες, είναι κατανοητό το «κίστημα» τού συνάδελφου ο οποίος, μετά την πατάτα του γύψου έχασε (και) την ιστορία με την κατάθεση του Φάνου. Για τις δικές του αποτυχίες, δεν του φταίει όμως, ούτε η Στήλη, ούτε ο «Πολίτης». Για την τελευταία παράγραφο και ειδικά περί «κιστήσματος» ο κ. Χατζηβασίλης παραπονέθηκε ότι ήταν απαξιωτική και μειωτική. Ο κ. Κωνσταντίνου απάντησε ότι αναφέρθηκε στο θέμα επειδή το είχε θίξει προηγουμένως ο κ. Χατζηβασίλης στο πιο πάνω σχόλιό του. Η Επιτροπή, με βάση τα στοιχεία που έθεσαν ενώπιόν της οι δύο δημοσιογράφοι και ο εκπρόσωπος της Αστυνομίας, κατέληξε στην απόφαση ότι η αρχική είδηση του κ. Χατζηβασίλη στο «Φιλελεύθερο» περί προέλευσης του γύψου από τα κατεχόμενα περιείχε ανακριβή στοιχεία και ισχυρισμούς που δεν υποστηρίζονταν από τα γεγονότα, κατά παράβαση της πρόνοιας του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας για την ακρίβεια των πληροφοριών. Με βάση τη βεβαίωση του εκπροσώπου της Αστυνομίας ότι είχε πληροφορήσει τον κ. Χατζηβασίλη πως η έκθεση του Τμήματος Γεωλογικής Επισκόπησης ήταν προκαταρκτική και ότι από αυτή «φαίνεται να υπάρχει ομοιότητα του γύψου από τα κατεχόμενα με το υλικό των τεκμηρίων» η Επιτροπή έκρινε ότι δεν εδικαιολογείτο η βεβαιότητα που εξέφραζε ο τίτλος «Ο γύψος ήλθε από τα κατεχόμενα». Για τον ίδιο λόγο έκρινε πως η φράση στο κύριο σώμα της είδησης ότι «ολοκληρώθηκαν οι αναλύσεις για το γύψο, που βρέθηκαν πέριξ του τάφου του τέως Προέδρου της Δημοκρατίας, που έδειξαν ότι ο γύψος προέρχεται από τα κατεχόμενα» περιείχε ανακριβή πληροφόρηση. Κατά συνέπεια, θεώρησε ότι η παράθεση συνειρμών για τη σημασία ενός τέτοιου ενδεχομένου δεν είχε ασφαλές υπόβαθρο. Περαιτέρω, η Επιτροπή σημείωσε ότι ο κ. Χατζηβασίλης δεν δημοσίευσε τις πληροφορίες που έδωσε ο εκπρόσωπος της Αστυνομίας με δηλώσεις του στο Κυπριακό Πρακτορείο Ειδήσεων στις 4 Φεβρουαρίου, 2010, στις οποίες ανέφερε ότι οι ενδείξεις των προκαταρκτικών αναλύσεων «δεν δημιουργούσαν το υπόβαθρο για σαφή τοποθέτηση και εκτίμηση σε σχέση με την προέλευση του γύψου». Αντίθετα, στις 5 και 6 Φεβρουαρίου επέμενε ότι η αστυνομία επιβεβαίωσε την αρχική είδηση περί προέλευσης του γύψου από τα κατεχόμενα. Με βάση τα πιο πάνω, η Επιτροπή θεώρησε ότι η κριτική που άσκησε ο κ. Κώστας Κωνσταντίνου ως προς την ακρίβεια των πληροφοριών του κ. Χατζηβασίλη καθώς και για το γεγονός ότι δεν δημοσίευσε τις πλήρεις δηλώσεις του εκπροσώπου της Αστυνομίας στηριζόταν σε γεγονότα και ήταν αιτιολογημένη. Επίσης διαπίστωσε ότι η κριτική που ασκήθηκε, στο βαθμό που αφορούσε την ακρίβεια των πληροφοριών δεν περιείχε προσωπικές επιθέσεις εναντίον του κ. Χατζηβασίλη. Κατά συνέπεια δεν διαπίστωσε παραβίαση προνοιών του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας. Ωστόσο, η Επιτροπή θεώρησε ότι η αναφορά του κ. Κωνσταντίνου στην κατάληξη του άρθρου του στις 10 Φεβρουαρίου, 2010 ότι «αν και πολύ παιδαριώδες, είναι κατανοητό το ‘κίστημα’ του συναδέλφου, ο οποίος μετά την πατάτα του γύψου έχασε (και) την ιστορία με την κατάθεση του Φάνου (Χατζηγεωργίου)»- έστω και αν δεν αναφέρθηκε στον κ. Χατζηβασίλη ονομαστικά και έστω και αν, όπως ο ίδιος υπέδειξε, δεν έθιξε πρώτος το θέμα της κατάθεσης- συνιστούσε ανοίκεια προσωπική επίθεση και ως εκ τούτου παραβίαση της πρόνοιας του Κώδικα ότι «οι λειτουργοί έχουν δικαίωμα να κρίνουν το έργο συναδέλφων τους, αλλά το πράττουν με σεβασμό στην τιμή και υπόληψή τους και αποφεύγουν προσωπικές επιθέσεις και μειωτικές της προσωπικότητας αναφορές».
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
32/2009
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
03/03/2010
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (32/4/12/2009) από γυναίκα ότι, κατά παράβαση προνοιών του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, οι εφημερίδες «Σημερινή» και «Πολίτης», στις 4 Δεκεμβρίου, 2009, με αφορμή την έκδοση απόφασης του Κακουργιοδικείου σε υπόθεση βιασμού, δημοσίευσαν λεπτομέρειες της κατάθεσής της ως παραπονούμενης στη δίκη για βιασμό της. Από την εξέταση των ειδήσεων των δύο εφημερίδων, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι δημοσίευσαν λεπτομερή περιγραφή του βιασμού, τις οποίες πήραν από έγγραφα του δικαστηρίου και ειδικότερα από την απόφαση, στην οποία γίνεται σύνοψη της κατάθεσης της γυναίκας. Οι εφημερίδες έκαμαν αναφορά στις ενέργειες του δράστη, στα διαμειφθέντα μεταξύ του και του θύματος και των προσπαθειών της γυναίκας να τον αντικρούσει, όπως είχαν περιγραφεί από την ίδια στη μαρτυρία της ενώπιον του δικαστηρίου. Η γυναίκα ανέφερε στην Επιτροπή ότι μετά τη δημοσίευση των ειδήσεων επικοινώνησε με τις δύο εφημερίδες και παραπονέθηκε ότι η δημοσίευση των λεπτομερειών της υπόθεσης ήταν ιδιαίτερα ενοχλητική για την ίδια, παρ’ όλο που δεν αναφέρθηκε το όνομά της. Συντάκτης της «Σημερινής» απολογήθηκε για το γεγονός της δημοσίευσης των λεπτομερειών, ενώ άλλος δημοσιογράφος της εφημερίδας δημοσίευσε της απόψεις της για το θέμα στην στήλη του. Αντίθετα, ο συντάκτης της είδησης του «Πολίτη» Γιάννης Νεάρχου, με τον οποίο η γυναίκα είχε συνομιλήσει και πριν από τη δημοσίευση της είδησης, επέμεινε ότι η λεπτομερής περιγραφή του βιασμού έπρεπε να δημοσιευθεί. Στην απάντησή της προς την Επιτροπή, η εφημερίδα «Πολίτης» επικαλέστηκε το γεγονός ότι η δίκη δεν είχε γίνει κεκλεισμένων των θυρών, ότι δεν υπήρχε περιορισμός πρόσβασης στην απόφαση του δικαστηρίου και ότι δεν έγινε αναφορά στο όνομα της γυναίκας, αν και η εφημερίδα είχε το δικαίωμα να δημοσιεύσει το όνομά της. Περεταίρω, υποστήριξε ότι η δημοσιοποίηση των λεπτομερειών δεν συνιστούσε «αναπαραγωγή» (με την έννοια της επανάληψης του εγκλήματος) και ότι το αντίθετο συμβαίνει με την υποβάθμιση τέτοιων θεμάτων. Περαιτέρω υποστήριξε ότι «οι λεπτομέρειες καταδεικνύουν τον σημαντικό βαθμό ανίχνευσης-εξιχνίασης τέτοιων ειδεχθών εγκλημάτων, που αποτελεί σοβαρό παράγοντα αποτροπής επίδοξων βιαστών». Η Επιτροπή, αφού εξέτασε πολύ προσεκτικά τα επιχειρήματα της εφημερίδας κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν μπορούσε με κανένα τρόπο να συμφωνήσει με αυτά. Το κριτήριο της συμπεριφοράς των ΜΜΕ και των δημοσιογράφων δεν είναι μόνο τα δικαιώματα που έχουν, αλλά και οι πρόνοιες του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, τον οποίο τα ΜΜΕ έχουν προσυπογράψει, με σκοπό την προστασία των δικαιωμάτων των πολιτών μέσω του συστήματος της αυτορρύθμισης. Ο Κώδικας Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας καθορίζει ρητά σε ποιες περιπτώσεις είναι δυνατό να υπάρξει παρέκκλιση από τις πρόνοιές του, αποκλειστικά για λόγους δημοσίου συμφέροντος. Η δημοσίευση λεπτομερειών για σεξουαλικά εγκλήματα δεν περιλαμβάνεται στις περιπτώσεις που εξαιρούνται για λόγους δημοσίου συμφέροντος, οι οποίοι, όπως καθορίζονται στον Κώδικα, είναι: (α) Υποβοήθηση ανίχνευσης ή αποκάλυψη εγκλήματος. (β) Προστασία της δημόσιας ασφάλειας ή υγείας. (γ) Προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. (δ) Παρεμπόδιση παραπλάνησης του κοινού ως αποτέλεσμα πράξεων ή δηλώσεων ατόμων ή οργανισμών. Πέραν των ανωτέρω, η Επιτροπή δεν συμφωνεί με τη θέση πως η δημοσίευση των λεπτομερειών ενός βιασμού συμβάλλει στην αποτροπή της διάπραξης τέτοιων εγκλημάτων. Αντίθετα, είναι δυνατό να «βάλει ιδέες» σε άτομα με διαταραγμένη προσωπικότητα, όπως είναι επίδοξοι βιαστές. Αφού έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιον της στοιχεία, η Επιτροπή κατέληξε στην απόφαση ότι στις ειδήσεις των δύο εφημερίδων υπάρχει αχρείαστη παράθεση λεπτομερειών του βιασμού, που δεν εμπίπτουν στην κατηγορία των πληροφοριών τις οποίες το κοινό πρέπει ή έχει δικαίωμα να γνωρίζει. Επί του προκειμένου η Επιτροπή σημειώνει ότι η δημοσίευση λεπτομερειών ενός βιασμού ικανοποιεί μόνο την περιέργεια και δεν εξυπηρετεί ούτε το σκοπό της καταπολέμησης του εγκλήματος αυτού του είδους, ούτε ενθαρρύνει τα θύματα να προβαίνουν σε καταγγελία. Αντίθετα, η Επιτροπή έχει έγκυρη πληροφόρηση ότι άλλα θύματα σεξουαλικής βίας είχαν σοβαρούς ενδοιασμούς ή αποθαρρύνθηκαν από το να προβούν σε καταγγελία, προκειμένου να μη δουν τις λεπτομέρειες να δημοσιεύονται στις εφημερίδες. Η Επιτροπή σημειώνει ότι οι λεπτομέρειες κατατίθενται στο δικαστήριο κατά την ακροαματική διαδικασία για σκοπούς τεκμηρίωσης των κατηγοριών και αξιολόγησης της αξιοπιστίας της μαρτυρίας και μόνο. Επίσης, περιλαμβάνονται στην απόφαση του δικαστηρίου για σκοπούς αιτιολόγησης της απόφασης και όχι για να δουν το φως της δημοσιότητας και να γίνουν θέμα κουτσομπολιού. Κατά συνέπεια η Επιτροπή θεωρεί ότι ο χειρισμός του θέματος από τις δύο εφημερίδες υπήρξε άκρως ατυχής και ότι τα δημοσιεύματά τους συνιστούν σοβαρή παραβίαση προνοιών του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας. Ειδικότερα, παραβιάζουν τη γενική πρόνοια του Κώδικα ότι οι λειτουργοί των ΜΜΕ «επιδεικνύουν την αρμόζουσα ευαισθησία … και είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί και διακριτικοί στην παρουσίαση θεμάτων όπως η βία, το έγκλημα, τα σεξουαλικά παραπτώματα…», καθώς και της πρόνοιας ότι «τα Μ.Μ.Ε. δεν αποκαλύπτουν άμεσα ή έμμεσα την ταυτότητα των θυμάτων βιασμού και άλλων σεξουαλικών αδικημάτων και δεν δημοσιεύουν ή αναπαράγουν λεπτομέρειες, ο οποίες είναι δυνατό να προκαλέσουν ή να επιτείνουν τον ανθρώπινο πόνο». Η μη αναφορά στο όνομα της γυναίκας δεν αποτελεί δικαιολογητικό ή ελαφρυντικό, γιατί η προστασία των θυμάτων σεξουαλικών εγκλημάτων συνιστά υποχρέωση της κοινωνίας, της πολιτείας και των ΜΜΕ. Περαιτέρω, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η πρόκληση και επίταση του ανθρώπινου πόνου σε θύματα βιασμού είναι ανεξάρτητη από την αναφορά ή όχι σε στοιχεία της ταυτότητάς τους. Για την περίπτωση της «Σημερινής», η Επιτροπή θεώρησε ως ελαφρυντικό τη συμπεριφορά της μετά το παράπονο του θύματος του βιασμού. Όμως εξέφρασε αποδοκιμασία για το γεγονός ότι ο «Πολίτης» δημοσίευσε λεπτομέρειες αν και ο συντάκτης της είδησης είχε γνώση του γεγονότος ότι η δημοσίευση τους θα προκαλούσε ενόχληση σε ένα θύμα βιασμού.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
3/2010
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
03/03/2010
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας επιλήφθηκε παραπόνου (3/23/2/2010) από την κ. Φλώρα Σωτηρίου, αδελφή αγνοουμένου από τη Λάρνακα, ότι σε ρεπορτάζ του ΡΙΚ που μεταδόθηκε στις 22/2/2010 για την ανεύρεση νέου ομαδικού τάφου αγνοουμένων προβλήθηκαν σκηνές που παρουσίαζαν στοιβαγμένα οστά και σκελετούς στο ανθρωπολογικό εργαστήριο σε κοντινά πλάνα. Το παράπονο αναφέρει ότι δεν επιδείχθηκε σεβασμός προς τους αγνοουμένους και η δέουσα ευαισθησία, με αποτέλεσμα να προσκληθεί αναστάτωση και οδύνη στους συγγενείς των αγνοουμένων. Από την εξέταση του οπτικού υλικού της είδησης η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι εικόνες που προβλήθηκαν και πιο συγκεκριμένα η παρουσίαση οστών και λεπτομερειών τους σε κοντινά πλάνα, ήταν δυνατό να προκαλέσουν αναστάτωση σε συγγενείς αγνοουμένων και να επιτύχουν τον ανθρώπινο πόνο. Ο Διευθυντής Ειδήσεων και Επικαίρων του ΡΙΚ Γιάννης Καρεκλάς ανέφερε στη Γραμματεία της Επιτροπής ότι η μετάδοση των εικόνων οφείλεται σε λανθασμένο χειρισμό του οπτικού υλικού κατά το στάδιο της τεχνικής επεξεργασίας του ρεπορτάζ και απολογήθηκε του για το γεγονός. Ανέφερε ότι οι εικόνες που μεταδόθηκαν είχαν εξασφαλισθεί και φυλαχθεί από το ΡΙΚ για σκοπούς τήρησης αρχείου για το θέμα των αγνοουμένων. Ο κ. Καρεκλάς διαβεβαίωσε ότι το ΡΙΚ αναγνωρίζει πως το θέμα των αγνοουμένων είναι ιδιαίτερα λεπτό και ευαίσθητο και ανέφερε ότι έχουν δοθεί οδηγίες στους λειτουργούς του ΡΙΚ να είναι προσεκτικοί κατά την επιλογή εικόνων σχετικά ειδήσεις για τους αγνοουμένους στο μέλλον. Η Επιτροπή, αφού έλαφε υπόψη όλα τα ενώπιόν της στοιχεία αποφάσισε ότι ο χειρισμός του θέματος δεν συνάδει με τη γενική πρόνοια του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας για επίδειξη ευαισθησίας και προσοχής κατά το χειρισμό περιπτώσεων ανθρώπινου πόνου και της ειδικής πρόνοιας για επίδειξη διακριτικότητας και συμπάθειας και αποφυγής πράξεων που είναι δυνατό να οξύνουν τον ανθρώπινο πόνο. Η Επιτροπή έλαβε υπόψη και εξέφρασε ικανοποίηση για τη διαβεβαίωση ότι δόθηκαν οι δέουσες οδηγίες επίδειξη προσοχής στο μέλλον κατά το χειρισμό ειδήσεων που αφορούν σε αγνοουμένους.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
1/2010
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
03/03/2010
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΔΙΕΥΘΕΤΗΘΕΝ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας επιλήφθηκε παραπόνου (1/3/1/2010) που υποβλήθηκε εκ μέρους του Αρχηγού της Αστυνομίας ότι η εφημερίδα «Το Κυπριακό Ποντίκι» δημοσίευσε ανακριβείς πληροφορίες σχετικά με τις αστυνομικές έρευνες για την κλοπή του λειψάνου του τέως προέδρου της Δημοκρατίας Τάσσου Παπαδόπουλου. Ειδικότερα, η εφημερίδα ισχυρίστηκε σε είδησή της στις 22/1/2010, ότι το Αμερικανικό FBI είχε διαπιστώσει παραλείψεις και σφάλματα στη διερεύνηση της υπόθεσης της κλοπής των λειψάνων του τέως Προέδρου Τάσσου Παπαδόπουλου. Στο παράπονο αναφέρθηκε ότι σε αντίθεση με τον ισχυρισμό αυτό, οι αμερικανοί αξιωματούχοι εξήραν το έργο της Αστυνομίας και τον επαγγελματισμό που επέδειξαν ον ανακριτές. Η Επιτροπή, ενεργώντας με βάση την πρόνοια του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας ότι σε πρώτο προσπαθεί να επιτύχει συμβιβασμό, υπέδειξε ότι θα έπρεπε να εξαντληθεί η επιδίωξη θεραπείας με την άσκηση του δικαιώματος απάντησης και αίτημα για δημοσίευση επιστολής με τις θέσεις της Αστυνομίας επί του θέματος. Ο εκπρόσωπος Τύπου της Αστυνομίας αποδέχθηκε την εισήγηση και απηύθυνε επιστολή προς την εφημερίδα διαψεύδοντας το δημοσίευμα, η οποία και δημοσιεύθηκε. Η Επιτροπή θεώρησε την υπόθεση ως διευθετηθείσα.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
24/2010
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
09/02/2010
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο από το βουλευτή κ. Χρίστο Πουργουρίδη (24/20/1/2010) ότι είδηση που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Σημερινή» στις 17 Δεκεμβρίου, το οποίο αναφερόταν σε ομιλία του κατά τη διάρκεια συζήτησης στη Βουλή, περιείχε παραποίηση δηλώσεών του. Η είδηση περιλάμβανε απόσπασμα ομιλίας του κ. Πουργουρίδη στη Βουλή που ανέφερε ότι «είμαστε ίσως η μοναδική χώρα της Ε.Ε. όπου πολιτικοί αποκλείονται από την τηλεόραση με οδηγίες των καναλαρχών, απλώς γιατί λένε πράγματα που δεν αρέσουν στους σύγχρονους καναλάρχες», καθώς και αναφορά ότι «πριν από μερικές εβδομάδες εισηγήθηκε όπως εισαχθούν αυστηρότεροι κανονισμοί εναντίον των ηλεκτρονικών μέσων, για περιπτώσεις όπου ασκείται κριτική σε βουλευτές». Ο κ. Πουργουρίδης παραπονέθηκε ότι το τίτλος της είδησης «Επίθεση Πουργουρίδη στην ελευθεροτυπία…» αποτελούσε εσκεμμένη παραποίηση της ομιλίας του και έτεινε να τον παρουσιάσει ως άνθρωπο που μάχεται εναντίον της ελευθεροτυπίας. Επίσης ανέφερε ότι ήταν εντελώς ανυπόστατος και ο ισχυρισμός ότι εισηγήθηκε όπως εισαχθούν αυστηρότεροι κανονισμοί εναντίον των ηλεκτρονικών μέσω για περιπτώσεις όπου ασκείται κριτική σε βουλευτές. Διευκρίνισε ότι η πρόταση νόμου δεν έχει τίποτε να κάμει με κριτική που ασκείται σε βουλευτές, αλλά με την επιβολή διοικητικού προστίμου από την Αρχή Ραδιοτηλεόρασης για παραβιάσεις του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας από τα ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης. Η Επιτροπή, έχοντας υπόψη την Πρόταση Νόμου που υπέβαλε ο κ. Πουργουργίδης στη Βουλή κατέληξε στην απόφαση πως ο ισχυρισμός ότι η τροποποίηση που πρότεινε ο κ. Πουργουρίδης αποσκοπεί στην εισαγωγή αυστηρότερων κανονισμών εναντίον των ηλεκτρονικών μέσων, «για περιπτώσεις όπου ασκείται κριτική σε βουλευτές» συνιστά ανακρίβεια και επομένως παραβίαση της σχετικής πρόνοιας του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας. Ως προς τον τίτλο της είδησης «επίθεση Πουργουρίδη στην ελευθεροτυπία» δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ευσταθεί σε σχέση με το σημείο της ομιλίας του κ. Πουργουρίδη στο οποίο ανέφερε ότι πολιτικοί αποκλείονται από την τηλεόραση με τις οδηγίες των καναλαρχών, αλλά είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι δικαιολογείται σε σχέση με την πρόταση του κ. Πουργουρίδη για τροποποιήσεις στον περί Ραδιοτηλεοπτικών Σταθμών Νόμο. Επί του θέματος σημείου αυτού η Επιτροπή θεωρεί ορθό να αναφέρει τις θέσεις της σε σχέση με τον πρόταση του κ. Πουργουρίδη. Η Επιτροπή θεωρεί ότι η τροποποίηση θα πλήξει ευθέως την ελευθερία έκφρασης των ηλεκτρονικών ΜΜΕ και θα λειτουργήσει ως δαμόκλειος σπάθη πάνω από τα ηλεκτρονικά ΜΜΕ. Περαιτέρω, η Επιτροπή αναφέρει ότι έχει συζητήσει το θέμα με τον κ. Πουργουρίδη, ο οποίος ανέλαβε να αποσύρει την Πρόταση Νόμου, ώστε μέσα από διάλογο να αναζητηθούν τρόποι για να γίνει πιο αποτελεσματικό το έργο της Επιτροπής Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, που είναι και το ζητούμενο. Επίσης επισημαίνει ότι ουδέποτε η Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου ζήτησε από την Επιτροπή να εξετάσει υπόθεση εναντίον οποιουδήποτε ηλεκτρονικού ΜΜΕ.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
22/2010
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
09/02/2010
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (22/8/11/2010) ότι δημοσίευμα στην εφημερίδα «Σημερινή» ημερομηνίας 3ης Νοεμβρίου, 2010, που αφορούσε στον ίδιο, στηριζόταν σε «πληθώρα ψευδολογιών ή διαστρεβλώσεων» και ότι περιείχε «παραποιήσεις δημόσιων δηλώσεών» που είχε κάμει. Περαιτέρω, παραπονέθηκε ότι σε είδηση της εφημερίδας στην ίδια έκδοση, σε σχέση με Πρόταση Νόμου που είχε υποβάλει ο ίδιος για τροποποίηση του Νόμου Περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών, παρατέθηκαν απόψεις άλλων που επέκριναν την πρόταση, αλλά δεν περιλήφθηκε το αιτιολογικό της πρότασης και δεν ζητήθηκαν οι απόψεις του ιδίου, ως εισηγητή της τροποποίησης. Το πρώτο παράπονο αφορούσε σε άρθρο του κ. Σάββα Ιακωβίδη υπό τον τίτλο «Ο Χρ. Πουργουρίδης ας κάνει τη μια χάρη: Να αποχωρήσει, επιτέλους!», το οποίο γράφτηκε με αφορμή την υποβολή Πρότασης Νόμου του κ. Πουργουρίδη και τον καλούσε να «απαλλάξει, επιτέλους, από την πολιτική παρουσία του» τους πολίτες, για σειρά λόγων τους οποίους ανέφερε. Η Επιτροπή εξέτασε τα πιο κάτω παράπονα που υπέβαλε ο κ. Προυργουρίδης για επί μέρους σημεία του άρθρου. 1. Ο κ. Πουργουρίδης παραπονέθηκε ότι ήταν ανακριβής ο ισχυρισμός στο άρθρο ότι «είχε στιγματίσει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ως Ρωμαίο Αυτοκράτορα», δηλ. «ως έναν στυγνό και αδίστακτο κυβερνήτη». Ο κ. Πουργουρίδης ανέφερε ότι αυτό που είχε πει ήταν ότι «ο πρόεδρος Κληρίδης συμπεριφέρεται σαν Ρωμαίος αυτοκράτορας, αφού καθόλου δεν λαμβάνει υπόψη εκείνους που τον ανέδειξαν στο προεδρικό αξίωμα». Στην απάντησή του για το παράπονο, ο κ. Ιακωβίδης επικαλέστηκε την πιο πάνω αναφορά του κ. Πουργουρίδη, καθώς και άλλη δήλωσή του στην «Καθημερινή» στις 21/6/2009 στην οποία φέρεται να είχε αναφέρει ότι «ο πρόεδρος Κληρίδης συμπεριφέρεται σαν Ρωμαίος Αυτοκράτορας, αφού αγνοεί εντελώς τα συλλογικά όργανα του ΔΗΣΥ». Η Επιτροπή σημείωσε ότι για όσους γνωρίζουν καλώς την Ελληνική, υπάρχει σημαντική διαφορά μεταξύ του μορίου «ως», όταν χρησιμοποιείται για να δηλώσει πραγματική κατάσταση και του ομοιωματικού «σαν». Ωστόσο έλαβε υπόψη ότι πολλές φορές τα δύο μόρια χρησιμοποιούνται εναλλακτικά, τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο (ίδε Μείζον Ελληνικό Λεξικό Τεγόπουλου-Φυτράκη), ενώ στην αντίληψη των περισσοτέρων δεν έχουν καμιά διαφορά. Για το λόγο αυτό η Επιτροπή αποφάσισε ότι δεν θα μπορούσε να θεωρήσει ότι το σημείο αυτό συνιστά σοβαρή παραβίαση της πρόνοιας περί ακρίβειας των πληροφοριών. 2. Ο κ. Πουργουρίδης παραπονέθηκε επίσης για αναφορά του κ. Ιακωβίδη ότι εξύβρισε τον Αρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο και πρόσβαλε τον ευρωβουλευτή Ιωάννη Κασουλίδη ως λαϊκιστή και πατριδοκάπηλο. Ανέφερε ότι ουδέποτε εξύβρισε τον Αρχιεπίσκοπο και ουδέποτε πρόσβαλε τον κ. Κασουλίδη με τις φράσεις που του αποδίδονται. Ο κ. Ιακωβίδης στην απάντησή του παρέθεσε γραπτή δήλωση του κ. Πουργουρίδη στις 30/12/2009 στην οποία μεταξύ άλλων ανέφερε: Ο Αρχιεπίσκοπος «συνεχίζει να καταχράται του αξιώματος του και με πράξεις και λόγους να προκαλεί τα αισθήματα μιας μεγάλης μερίδας του πληρώματος της εκκλησίας της Κύπρου»…«Ο λόγος του Αρχιεπισκόπου αντί να ενώνει, διχάζει. Οι πράξεις και οι λόγοι του Αρχιεπισκόπου, αντί της αγάπης καλλιεργούν το μίσος. Απωθούν τον κόσμο αντί να τον φέρνουν κοντά στην εκκλησία….Πέραν των πιο πάνω ο Αρχιεπίσκοπος κατασπαταλά την περιουσία της Εκκλησίας για αλλότριους προς την αποστολή της, σκοπούς»…Ο Αρχιεπίσκοπος «προκαλεί με τη συμπεριφορά του» και …έφθασε η ώρα η Βουλή να θέσει τέρμα «στις αυθαιρεσίες και στις καταχρήσεις στα οικονομικά της Εκκλησίας». Η Επιτροπή μελέτησε το κείμενο της γραπτής δήλωσης του κ. Πουργουρίδη και διαπίστωσε ότι η αναφορά του σε κατασπατάληση εκκλησιαστικής περιουσίας αφορούσε σε φερόμενη αγορά μεγάλου αριθμού αντιτύπων βιβλίου, το οποίο πραγματεύεται την προταθείσα λύση του Κυπριακού στο σχέδιο Ανάν. Στη δήλωσή του, ο κ. Πουργουρίδης ανέφερε ότι «αντί να αγοράσει 10.000 αντίτυπα του βιβλίου…με σημαντικότατο κόστος, μπορούσε να δώσει το ποσό αυτό στους φτωχούς». Ανέφερε ακόμη ότι «Ο Αρχιεπίσκοπος και η Ιερά Σύνδος φαίνεται ότι δεν κατανοούν πως τα χρήματα και η περιουσία της Εκκλησίας δεν είναι προσωπική τους περιουσία, αλλά ανήκουν στο πλήρωμα της Εκκλησίας και συνεπώς δεν μπορούν να τα χρησιμοποιούν κατά το δοκούν». Η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι αναφορές του κ. Πουργουρίδη συνιστούσαν έκφραση πολιτικής γνώμης επί συγκεκριμένων ενεργειών, τις οποίες ανέφερε, η οποία δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ως εξύβριση του Αρχιεπισκόπου. Ως προς τη αναφορά σε προσβολή του κ. Κασουλίδη, ο κ. Ιακωβίδης επικαλέστηκε γραπτή δήλωση του κ. Πουργουρίδη που μεταξύ άλλων εξέφραζε την ελπίδα ότι «αυτή η δεύτερη πενταετία θα διδάξει τον κ. Κασουλίδη πως…ότι ένας που θέλει και επιδιώκει να καταστεί ο ηγέτης μιας μικρής, ημικατεχόμενης Ευρωπαϊκής χώρας πρέπει να διαθέτει το σθένος να αντιστέκεται στους λαϊκισμούς, την πατριδοκαπηλία και την αδικία. Οι λαϊκισμοί, η πατριδοκαπηλία και η ανοχή της αδικίας οδήγησαν το τόπο στα πρόθυρα της διχοτόμησης». Περαιτέρω ο κ. Ιακωβίδης επικαλέστηκε δηλώσεις του κ. Κασουλίδη και εκπροσώπων του, με τις οποίες εξέφραζαν θλίψη, αποδοκίμασαν τη δήλωση του κ. Πουργουρίδη και διατύπωναν επικρίσεις εναντίον του. Η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι αναφορές του κ. Πουργουρίδη συνιστούν, και πάλι, έκφραση πολιτικής γνώμης από ένα πολιτικό για έναν άλλο και δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως εξύβριση. 3. Ο κ. Πουργουρίδης παραπονέθηκε ότι συνιστούσε ανακρίβεια σημείο του άρθρου ότι προσυπέγραψε με Ελβετό βουλευτή ψήφισμα για δήθεν καταπίεση των μουσουλμάνων της Ρόδου και της Κω από τις ελληνικές Αρχές. Ο κ. Πουργουρίδης ανέφερε ότι ουδέποτε προσυπέγραψε τέτοιο ψήφισμα αλλά υπέγραψε προσχέδιο πρότασης για διερεύνηση της κατάστασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των μουσουλμάνων της Ρόδου και της Κω και ότι στο έγγραφο αυτό ουδεμία αναφορά γινόταν σε καταπίεση τους από της Ελληνικές αρχές. Ο κ. Ιακωβίδης παρέθεσε ως απάντηση διάφορα δημοσιεύματα που επικρίνουν την ενέργεια του κ. Πουργουρίδη να προσυπογράψει κείμενο για τη διενέργεια έρευνας για την «τουρκική μειονότητα της Ρόδου». Η Επιτροπή, αφού εξέτασε όλα τα στοιχεία, περιλαμβανομένου και του κειμένου που υπέγραψε ο κ. Πουργουρίδης για εξέταση θέματος παραβίασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων των κατοίκων της Ρόδου και της Κω «που έχουν τουρκικό πολιτιστικό υπόβαθρο», κατέληξε στην απόφαση πως είναι προφανές ότι στο επίμαχο δημοσίευμα υπάρχει ανακριβής πληροφόρηση, κατά παράβαση της σχετικής πρόνοιας του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας. Η επίκληση δημοσιευμάτων ή δηλώσεων από τρίτους για δικαιολόγηση της επίμαχης αναφοράς δεν δικαιολογεί την ανακρίβεια και δεν αίρει την παραβίαση της σχετικής πρόνοιας του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας. Η Επιτροπή θεωρεί ότι οι δημοσιογράφοι και τα ΜΜΕ έχουν υποχρέωση σε κάθε περίπτωση να βεβαιώνονται για την ακρίβεια των πληροφοριών που δημοσιεύουν ή χρησιμοποιούν για άσκηση κριτικής. Η Επιτροπή θεωρεί, περαιτέρω, ότι η έκφραση γνώμης και η άσκηση κριτικής αποτελεί αναφαίρετο δικαίωμα των δημοσιογράφων και των ΜΜΕ, αλλά επισημαίνει ότι πρέπει να στηρίζεται σε ακριβή στοιχεία. 4. Ο κ. Πουργουρίδης παραπονέθηκε ότι ήταν ανακριβής η αναφορά στο άθρο πως προέβη σε διακήρυξη ότι «με τα 20 του νύσια ψήφισε το σχέδιο Ανάν». Όπως ανέφερε, σε συνέντευξή του στο «Φιλελεύθερο» κατά την περίοδο του σχεδίου Ανάν 3 και όχι του τελικού σχεδίου είχε πει ότι «αν η επιλογή είναι μεταξύ της παρούσας κατάστασης με τους στρατούς κατοχής και τους εποίκους με τα 20 μου ψηφίζω το προτεινόμενο σχέδιο λύσης». Ο κ. Ιακωβίδης δεν έδωσε καμιά απάντηση στο σημείο αυτό. Η Επιτροπή, αφού μελέτησε το κείμενο στο οποίο περιέχεται η πιο πάνω αναφορά του κ. Πουργουρίδη στο σχέδιο Ανάν, κατέληξε στην απόφαση ότι η φράση «με τα 20 του νύσια ψήφισε το σχέδιο Ανάν» ήταν ανακριβής. Επειδή το επίμαχο άρθρο γράφτηκε με αφορμή την προαναφερθείσα πρόταση του κ. Πουργουρίδη, για την οποία η Επιτροπή εξέφρασε έντονη αντίθεση, θεωρεί σκόπιμο και χρήσιμο να παραθέσει τις δικές της θέσεις σχετικά με την αναφορά του κ. Ιακωβίδη στην πρόταση του κ. Πουργουρίδη για τροποποίηση του άρθρου 41Α (1)(α) του Περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου. Η πρόταση σκοπούσε να δοθεί το δικαίωμα στην Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου να εξετάζει παράπονα για παραβιάσεις του ΚΔΔ από τα εκπέμποντα ΜΜΕ, ύστερα από αίτημα ή αυτεπάγγελτα, σε αντικατάσταση της υφιστάμενης νομικής πρόνοιας που απαιτεί αίτηση της Επιτροπής Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας προς την ΑΡΤΚ, προκειμένου να ασχοληθεί με θέματα παραβίασης του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας. Στο άρθρο αναφέρονται τα εξής: «Πρόκειται περί πρωτοφανούς φασιστικής εισήγησης, η οποία πλήττει ευθέως την ελευθερία έκφρασης, ιδιαίτερα των ηλεκτρονικών Μέσων, που θα είναι έρμαια στα κέφια και στα νεύρα κάθε πολίτη και, φυσικά, κάθε... ευαίσθητου ή ευέξαπτου πολιτικού, που θα κρίνει ότι, τάχα, παραβιάζεται η δημοσιογραφική δεοντολογία και θα απαιτεί κυρώσεις. Η Κύπρος είναι ήδη πρότυπο αυτορρύθμισης, παρά τις περί του αντιθέτου κενολογίες Πουργουρίδη που, αν υιοθετηθούν, θα αποτελούν μια τρομερή δαμόκλειο σπάθη πάνω από τα ηλεκτρονικά, κυρίως, ΜΜΕ». Ο κ. Πουργουρίδη απάντησε, ότι «καμία προσπάθεια ποινικοποίησης της δημοσιογραφικής δεοντολογίας δεν γίνεται. Η πρόταση δεν δημιουργεί κανένα ποινικό αδίκημα για κανένα. Παρέχει το δικαίωμα στην Αρχή Ραδιοτηλεόρασης για επιβολή διοικητικού προστίμου στους ιδιοκτήτες των ραδιοτηλεοπτικών σταθμών και όχι στους δημοσιογράφους». Επί του σημείου αυτού η υποεπιτροπή έλαβε υπόψη ότι οι θέσεις που παραθέτει ο κ. Ιακωβίδης ότι η τροποποίηση θα πλήξει ευθέως την ελευθερία έκφρασης των ηλεκτρονικών ΜΜΕ και θα λειτουργήσει ως δαμόκλειος σπάθη πάνω από τα ηλεκτρονικά, κυρίως ΜΜΕ, προέρχονται από θέσεις της Επιτροπής Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας. Όμως δεν μπορεί να υιοθετήσει το χαρακτηρισμό περί «φασιστικής εισήγησης» που χρησιμοποίησε ο κ. Ιακωβίδης. Ως προς την αναφορά του κ. Πουργουρίδη ότι δεν πρόκειται για προσπάθεια ποινικοποίησης της δημοσιογραφικής δεοντολογίας και ότι δεν δημιουργείται κανένα ποινικό αδίκημα, η Επιτροπή διευκρινίζει ότι χρησιμοποίησε τον όρο όχι με τη νομική έννοια, αλλά ως ερμηνεία του αποτελέσματος από την προταθείσα διευθέτηση. Και αυτό γιατί το διοικητικό πρόστιμο μέχρι και 8.500 που θα δύναται να επιβάλει η ΑΡΤΚ στην πράξη μπορεί να λειτουργήσει ως ποινή ή απειλή ποινής, η οποία θα επενεργήσει αρνητικά στο δικαίωμα της ελευθερίας έκφρασης και παράλληλα η πρόνοια αυτή είναι δυνατό να χρησιμοποιηθεί για φίμωση εκεμπόντων ηλεκτρονικών ΜΜΕ. Παράλληλα, επισημαίνει ότι ο Κώδικας Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας διατυπώνει αρχές δημοσιογραφικής δεοντολογίας με γενικό τρόπο ώστε να παρέχεται ευχέρεια ευρείας ερμηνείας για σκοπούς διαπίστωσης αντιδεοντολογικής συμπεριφοράς, αλλά όχι βάση για επιβολή διοικητικού προστίμου, η οποία θα πρέπει να στηρίζεται σε σαφώς διατυπωμένες νομικές πρόνοιες. Περαιτέρω, η Επιτροπή αναφέρει ότι έχει συζητήσει το θέμα με τον κ. Πουργουρίδη, ο οποίος ανέλαβε να αποσύρει την Πρόταση Νόμου, ώστε μέσα από διάλογο να αναζητηθούν τρόποι για να γίνει πιο αποτελεσματικό το έργο της Επιτροπής Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας που είναι και το ζητούμενο. Επίσης επισημαίνει ότι ουδέποτε η Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου ζήτησε από την Επιτροπή να εξετάσει οποιαδήποτε υπόθεση εναντίον οποιουδήποτε ηλεκτρονικού ΜΜΕ. Ως προς το παράπονο του κ. Πουργουρίδη ότι στο ρεπορτάζ της «Σημερινής» για την Πρόταση Νόμου που υπέβαλε παραλήφθηκε το αιτιολογικό και ότι ζητήθηκαν οι απόψεις άλλων αλλά όχι του ιδίου, η Επιτροπή αποφάσισε ότι καλό θα ήταν να ζητηθούν και παρατεθούν και οι απόψεις του κ. Πουργουρίδη για μια πιο σφαιρική παρουσίαση του θέματος. Δεδομένου όμως ότι η παράλειψη θα μπορούσε να αρθεί με την άσκηση του δικαιώματος απάντησης που προνοείται από τον Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας ως μέτρο θεραπείας σε ανάλογες περιπτώσεις, η Επιτροπή δεν τη θεώρησε ως παραβίαση του Κώδικα.