*Οι παλαιότερες αποφάσεις της ΕΔΔ αναδημοσιεύονται από το αρχείο και δεν έχει γίνει καμία παρέμβαση στο περιεχόμενό τους.
*Οι παλαιότερες αποφάσεις της ΕΔΔ αναδημοσιεύονται από το αρχείο και δεν έχει γίνει καμία παρέμβαση στο περιεχόμενό τους.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
18/2013
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
23/10/2013
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΜΜΕ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΥΣ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε σειρά παραπόνων από την Κίνηση για Ισότητα, Στήριξη, Αντιρατσισμό -ΚΙΣΑ- (13/29/8/2013 και 14/29/8/2013 που αφορούσαν σε δημοσιεύματα στις ιστοσελίδες Alithia Online και ONLY.CY και 15/17/8/2013, 16/17/8/2013, 17/17/9/2013 και 18/17/9/2013, τα οποία αναφέρονταν σε δημοσιεύματα στην εφημερίδα «Φιλελεύθερος», στις ιστοσελίδες NEWSIT και SIGMALIVE και στην εφημερίδα «Σημερινή» αντίστοιχα. Τα δύο πρώτα παράπονα αφορούσαν σε δύο διαφορετικά επεισόδια. Στο ένα από αυτά, που διαδραματίστηκε στη διάρκεια ελέγχου της αστυνομίας για εντοπισμό μεταναστών που διαμένουν παράνομα στην Κύπρο, ένας άνδρας έσπρωξε γυναίκα αστυνομικό που κατέγραφε τα στοιχεία μετανάστριας στη Λευκωσία, με αποτέλεσμα να πέσει σε διερχόμενο αυτοκίνητο και να υποστεί ελαφρά τραύματα. Στο δεύτερο επεισόδιο ο οδηγός αυτοκινήτου έσπρωξε αστυνομικό που τον σταμάτησε κοντά στην Πύλα για έλεγχο της ταυτότητας δύο συνεπιβατών του, , που διέφυγαν τρέχοντας. Η ΚΙΣΑ υποστήριξε ότι η παράλειψη της αναφοράς στην εθνοτική καταγωγή των εμπλεκομένων τόσο από κυβερνητικούς λειτουργούς όσο και από τα ΜΜΕ και λαμβάνοντας υπόψη το κλίμα που έχει αρχίσει να δημιουργείται εναντίον των μεταναστών ήταν σκόπιμη και αντιδεοντολογική και ότι ο τρόπος με τον οποίο τα ΜΜΕ χειρίστηκαν τις ειδήσεις αυτές στοχοποιούσε τους μετανάστες. Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι τα δύο πρώτα δημοσιεύματα αποτελούσαν αυτούσια μεταφορά του περιεχομένου αστυνομικού δελτίου και περιείχαν κάποιες ανακρίβειες (το σπρώξιμο χαρακτηρίστηκε στους τίτλους ως ξυλοδαρμός και το επεισόδιο τοποθετήθηκε στην Πάφο αντί στη Λευκωσία) που δεν θεωρήθηκαν ιδιαίτερα σοβαρές. Τα άλλα τέσσερα παράπονα αναφέρονταν σε δημοσιεύματα τα οποία αφορούσαν σε δύο γυναίκες που εκδίδονταν -και είχαν αναγνωρισθεί από τις αρχές ως θύματα εκμετάλλευσης-, ενώ είχαν διαγνωσθεί με σοβαρές μολυσματικές ασθένειες. Κάποια δημοσιεύματα αναφέρονταν στην ανησυχία που προκλήθηκε μεταξύ ανδρών που δυνατό να είχαν συνευρεθεί με τις γυναίκες αυτές. Τα δημοσιεύματα περιείχαν εκτενείς αναφορές σε δηλώσεις κρατικού λειτουργού υγείας. Η ΚΙΣΑ παραπονέθηκε ότι τα δημοσιεύματα ήταν παραπλανητικά και προωθούσαν τη ξενοφοβία, τη μισαλλοδοξία και το ρατσισμό και επίσης ότι αποκάλυπταν προσωπικά δεδομένα των δύο γυναικών. Επίσης διατύπωσε επικρίσεις για δηλώσεις κρατικού λειτουργού, στις οποίες στηρίχθηκαν σε μεγάλο βαθμό τα δημοσιεύματα. Η Επιτροπή δεν θεώρησε σκόπιμο να αποφανθεί επί των λεπτομερειών είτε των δημοσιευμάτων είτε των παραπόνων, γιατί έκρινε ότι θα ήταν πιο πρόσφορο και αποτελεσματικό να επικεντρωθεί στο σοβαρό θέμα του φαινομένου της δημιουργίας αντιμεταναστευτικού κλίματος και αισθημάτων προκατάληψης εναντίον των αλλοδαπών στο σύνολό τους. Αυτό ήταν προφανές από το γεγονός ότι ακροδεξιά οργάνωση εκμεταλλεύτηκε τα δημοσιεύματα για να εκδώσει σαφώς ξενοφοβικές και ρατσιστικές ανακοινώσεις εναντίον της παρουσίας αλλοδαπών στην Κύπρο. Η Επιτροπή σημείωσε το γεγονός ότι κατά κανόνα δηλώσεις επισήμων (εκπροσώπων της Αστυνομίας και άλλων κρατικών λειτουργών) καθώς και δημοσιεύματα στα ΜΜΕ οσάκις αναφέρονται σε περιπτώσεις αδικημάτων, εγκλημάτων ή ακόμη και απλής παραβατικής συμπεριφοράς, στις οποίες τα ύποπτα άτομα δεν είναι Κύπριοι, κάνουν ειδική αναφορά στο γεγονός ότι οι εμπλεκόμενοι είναι αλλοδαποί. Το ίδιο δεν συμβαίνει οσάκις οι ύποπτοι είναι Κύπριοι, δηλαδή δεν αναφέρεται η εθνοτική καταγωγή των υπόπτων. Η Επιτροπή θεωρεί ότι στερεότυπη αναφορά σε αλλοδαπούς όταν δεν υπάρχει αποχρών λόγος οδηγεί σε διαχωρισμό του τύπου «εμείς και οι άλλοι» και τείνει να δημιουργήσει στάσεις και συμπεριφορές προκατάληψης εναντίον των αλλοδαπών και να καλλιεργήσει κλίμα ξενοφοβίας και μισαλλοδοξίας, που οδηγεί σε ρατσισμό και ρατσιστικές συμπεριφορές, καθώς και στην εδραίωση της αβάσιμης και λανθασμένης αντίληψης ότι για όλα τα κακά στον τόπο φταίνε ή ευθύνονται οι ξένοι. Παράλληλα, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι κρατικοί λειτουργοί, τα ΜΜΕ και οι δημοσιογράφοι πρέπει να αποφεύγουν σαρωτικές αναφορές σε λαθρομετανάστες, δεδομένου ότι υπάρχουν διάφορες κατηγορίες αλλοδαπών που διαμένουν στην Κύπρο. Οι κρατικοί λειτουργοί, τα ΜΜΕ και οι δημοσιογράφοι θα πρέπει να διακρίνουν μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών αλλοδαπών, όπως είναι αυτοί που έχουν νόμιμη άδεια παραμονής και εργασίας ή έχουν τέτοιο δικαίωμα, όπως είναι οι κοινοτικοί και ακόμη και όσοι δυνατό να έφθασαν παράνομα και είναι αιτητές πολιτικού ασύλου, δεδομένου ότι και η περίπτωσή τους ρυθμίζεται από το νόμο, και ατόμων που βρίσκονται στην Κύπρο παράνομα. Τέτοιες περιπτώσεις είναι εκείνες στις οποίες αλλοδαποί έφθασαν παράνομα χωρίς να περάσουν από τον έλεγχο των μεταναστευτικών αρχών ή παραμένουν στην Κύπρο μετά τη λήξη της άδειας παραμονής τους. Πρέπει επίσης να έχουν υπόψη ότι ανεξάρτητα από το καθεστώς τους, οι αλλοδαποί έχουν τα ίδια δικαιώματα και τυγχάνουν της ίδιας προστασίας από το νόμο έναντι παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους. Η Επιτροπή καλεί τους κρατικούς λειτουργούς, τα ΜΜΕ και τους δημοσιογράφους να αποφεύγουν αναφορές στην εθνοτική καταγωγή οποιουδήποτε εκτός από τις περιπτώσεις στις οποίες η αναφορά είναι αναγκαία για το δημόσιο συμφέρον ή απολύτως απαραίτητη. Η πρακτική της μη αναφοράς στην εθνοτική προέλευση ατόμων ακολουθείται σε όλες τις Ευρωπαϊκές χώρες με ανεπτυγμένο το αίσθημα της ανάγκης για ισότιμη μεταχείριση και αποφυγή της υπόθαλψης ξενοφοβικών αισθημάτων. Ο γενικός κανόνας είναι να αποφεύγεται η αναφορά στην ιδιότητα ατόμων ως αλλοδαπών αν τέτοια αναφορά δεν θα εθεωρείτο αναγκαία ή δεν θα γινόταν στην περίπτωση Κυπρίων. Αυτό τον κανόνα αποδίδει η πρόνοια του άρθρου 12 του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας περί αποφυγής απ’ ευθείας ή άλλης αναφοράς ή ενέργειας εναντίον προσώπου, «η οποία περιέχει στοιχεία προκατάληψης με βάση τη φυλή, το χρώμα, τη γλώσσα, τη θρησκεία, τις πολιτικές ή άλλες πεποιθήσεις, την εθνική ή κοινωνική προέλευση, την περιουσία, την καταγωγή, την ηλικία, το φύλο και το προσωπικό καθεστώς…».
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
15/2013
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
23/10/2013
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΜΜΕ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΥΣ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε σειρά παραπόνων από την Κίνηση για Ισότητα, Στήριξη, Αντιρατσισμό -ΚΙΣΑ- (13/29/8/2013 και 14/29/8/2013 που αφορούσαν σε δημοσιεύματα στις ιστοσελίδες Alithia Online και ONLY.CY και 15/17/8/2013, 16/17/8/2013, 17/17/9/2013 και 18/17/9/2013, τα οποία αναφέρονταν σε δημοσιεύματα στην εφημερίδα «Φιλελεύθερος», στις ιστοσελίδες NEWSIT και SIGMALIVE και στην εφημερίδα «Σημερινή» αντίστοιχα. Τα δύο πρώτα παράπονα αφορούσαν σε δύο διαφορετικά επεισόδια. Στο ένα από αυτά, που διαδραματίστηκε στη διάρκεια ελέγχου της αστυνομίας για εντοπισμό μεταναστών που διαμένουν παράνομα στην Κύπρο, ένας άνδρας έσπρωξε γυναίκα αστυνομικό που κατέγραφε τα στοιχεία μετανάστριας στη Λευκωσία, με αποτέλεσμα να πέσει σε διερχόμενο αυτοκίνητο και να υποστεί ελαφρά τραύματα. Στο δεύτερο επεισόδιο ο οδηγός αυτοκινήτου έσπρωξε αστυνομικό που τον σταμάτησε κοντά στην Πύλα για έλεγχο της ταυτότητας δύο συνεπιβατών του, , που διέφυγαν τρέχοντας. Η ΚΙΣΑ υποστήριξε ότι η παράλειψη της αναφοράς στην εθνοτική καταγωγή των εμπλεκομένων τόσο από κυβερνητικούς λειτουργούς όσο και από τα ΜΜΕ και λαμβάνοντας υπόψη το κλίμα που έχει αρχίσει να δημιουργείται εναντίον των μεταναστών ήταν σκόπιμη και αντιδεοντολογική και ότι ο τρόπος με τον οποίο τα ΜΜΕ χειρίστηκαν τις ειδήσεις αυτές στοχοποιούσε τους μετανάστες. Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι τα δύο πρώτα δημοσιεύματα αποτελούσαν αυτούσια μεταφορά του περιεχομένου αστυνομικού δελτίου και περιείχαν κάποιες ανακρίβειες (το σπρώξιμο χαρακτηρίστηκε στους τίτλους ως ξυλοδαρμός και το επεισόδιο τοποθετήθηκε στην Πάφο αντί στη Λευκωσία) που δεν θεωρήθηκαν ιδιαίτερα σοβαρές. Τα άλλα τέσσερα παράπονα αναφέρονταν σε δημοσιεύματα τα οποία αφορούσαν σε δύο γυναίκες που εκδίδονταν -και είχαν αναγνωρισθεί από τις αρχές ως θύματα εκμετάλλευσης-, ενώ είχαν διαγνωσθεί με σοβαρές μολυσματικές ασθένειες. Κάποια δημοσιεύματα αναφέρονταν στην ανησυχία που προκλήθηκε μεταξύ ανδρών που δυνατό να είχαν συνευρεθεί με τις γυναίκες αυτές. Τα δημοσιεύματα περιείχαν εκτενείς αναφορές σε δηλώσεις κρατικού λειτουργού υγείας. Η ΚΙΣΑ παραπονέθηκε ότι τα δημοσιεύματα ήταν παραπλανητικά και προωθούσαν τη ξενοφοβία, τη μισαλλοδοξία και το ρατσισμό και επίσης ότι αποκάλυπταν προσωπικά δεδομένα των δύο γυναικών. Επίσης διατύπωσε επικρίσεις για δηλώσεις κρατικού λειτουργού, στις οποίες στηρίχθηκαν σε μεγάλο βαθμό τα δημοσιεύματα. Η Επιτροπή δεν θεώρησε σκόπιμο να αποφανθεί επί των λεπτομερειών είτε των δημοσιευμάτων είτε των παραπόνων, γιατί έκρινε ότι θα ήταν πιο πρόσφορο και αποτελεσματικό να επικεντρωθεί στο σοβαρό θέμα του φαινομένου της δημιουργίας αντιμεταναστευτικού κλίματος και αισθημάτων προκατάληψης εναντίον των αλλοδαπών στο σύνολό τους. Αυτό ήταν προφανές από το γεγονός ότι ακροδεξιά οργάνωση εκμεταλλεύτηκε τα δημοσιεύματα για να εκδώσει σαφώς ξενοφοβικές και ρατσιστικές ανακοινώσεις εναντίον της παρουσίας αλλοδαπών στην Κύπρο. Η Επιτροπή σημείωσε το γεγονός ότι κατά κανόνα δηλώσεις επισήμων (εκπροσώπων της Αστυνομίας και άλλων κρατικών λειτουργών) καθώς και δημοσιεύματα στα ΜΜΕ οσάκις αναφέρονται σε περιπτώσεις αδικημάτων, εγκλημάτων ή ακόμη και απλής παραβατικής συμπεριφοράς, στις οποίες τα ύποπτα άτομα δεν είναι Κύπριοι, κάνουν ειδική αναφορά στο γεγονός ότι οι εμπλεκόμενοι είναι αλλοδαποί. Το ίδιο δεν συμβαίνει οσάκις οι ύποπτοι είναι Κύπριοι, δηλαδή δεν αναφέρεται η εθνοτική καταγωγή των υπόπτων. Η Επιτροπή θεωρεί ότι στερεότυπη αναφορά σε αλλοδαπούς όταν δεν υπάρχει αποχρών λόγος οδηγεί σε διαχωρισμό του τύπου «εμείς και οι άλλοι» και τείνει να δημιουργήσει στάσεις και συμπεριφορές προκατάληψης εναντίον των αλλοδαπών και να καλλιεργήσει κλίμα ξενοφοβίας και μισαλλοδοξίας, που οδηγεί σε ρατσισμό και ρατσιστικές συμπεριφορές, καθώς και στην εδραίωση της αβάσιμης και λανθασμένης αντίληψης ότι για όλα τα κακά στον τόπο φταίνε ή ευθύνονται οι ξένοι. Παράλληλα, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι κρατικοί λειτουργοί, τα ΜΜΕ και οι δημοσιογράφοι πρέπει να αποφεύγουν σαρωτικές αναφορές σε λαθρομετανάστες, δεδομένου ότι υπάρχουν διάφορες κατηγορίες αλλοδαπών που διαμένουν στην Κύπρο. Οι κρατικοί λειτουργοί, τα ΜΜΕ και οι δημοσιογράφοι θα πρέπει να διακρίνουν μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών αλλοδαπών, όπως είναι αυτοί που έχουν νόμιμη άδεια παραμονής και εργασίας ή έχουν τέτοιο δικαίωμα, όπως είναι οι κοινοτικοί και ακόμη και όσοι δυνατό να έφθασαν παράνομα και είναι αιτητές πολιτικού ασύλου, δεδομένου ότι και η περίπτωσή τους ρυθμίζεται από το νόμο, και ατόμων που βρίσκονται στην Κύπρο παράνομα. Τέτοιες περιπτώσεις είναι εκείνες στις οποίες αλλοδαποί έφθασαν παράνομα χωρίς να περάσουν από τον έλεγχο των μεταναστευτικών αρχών ή παραμένουν στην Κύπρο μετά τη λήξη της άδειας παραμονής τους. Πρέπει επίσης να έχουν υπόψη ότι ανεξάρτητα από το καθεστώς τους, οι αλλοδαποί έχουν τα ίδια δικαιώματα και τυγχάνουν της ίδιας προστασίας από το νόμο έναντι παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους. Η Επιτροπή καλεί τους κρατικούς λειτουργούς, τα ΜΜΕ και τους δημοσιογράφους να αποφεύγουν αναφορές στην εθνοτική καταγωγή οποιουδήποτε εκτός από τις περιπτώσεις στις οποίες η αναφορά είναι αναγκαία για το δημόσιο συμφέρον ή απολύτως απαραίτητη. Η πρακτική της μη αναφοράς στην εθνοτική προέλευση ατόμων ακολουθείται σε όλες τις Ευρωπαϊκές χώρες με ανεπτυγμένο το αίσθημα της ανάγκης για ισότιμη μεταχείριση και αποφυγή της υπόθαλψης ξενοφοβικών αισθημάτων. Ο γενικός κανόνας είναι να αποφεύγεται η αναφορά στην ιδιότητα ατόμων ως αλλοδαπών αν τέτοια αναφορά δεν θα εθεωρείτο αναγκαία ή δεν θα γινόταν στην περίπτωση Κυπρίων. Αυτό τον κανόνα αποδίδει η πρόνοια του άρθρου 12 του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας περί αποφυγής απ’ ευθείας ή άλλης αναφοράς ή ενέργειας εναντίον προσώπου, «η οποία περιέχει στοιχεία προκατάληψης με βάση τη φυλή, το χρώμα, τη γλώσσα, τη θρησκεία, τις πολιτικές ή άλλες πεποιθήσεις, την εθνική ή κοινωνική προέλευση, την περιουσία, την καταγωγή, την ηλικία, το φύλο και το προσωπικό καθεστώς…».
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
14/2013
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
23/10/2013
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΜΜΕ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΥΣ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε σειρά παραπόνων από την Κίνηση για Ισότητα, Στήριξη, Αντιρατσισμό -ΚΙΣΑ- (13/29/8/2013 και 14/29/8/2013 που αφορούσαν σε δημοσιεύματα στις ιστοσελίδες Alithia Online και ONLY.CY και 15/17/8/2013, 16/17/8/2013, 17/17/9/2013 και 18/17/9/2013, τα οποία αναφέρονταν σε δημοσιεύματα στην εφημερίδα «Φιλελεύθερος», στις ιστοσελίδες NEWSIT και SIGMALIVE και στην εφημερίδα «Σημερινή» αντίστοιχα. Τα δύο πρώτα παράπονα αφορούσαν σε δύο διαφορετικά επεισόδια. Στο ένα από αυτά, που διαδραματίστηκε στη διάρκεια ελέγχου της αστυνομίας για εντοπισμό μεταναστών που διαμένουν παράνομα στην Κύπρο, ένας άνδρας έσπρωξε γυναίκα αστυνομικό που κατέγραφε τα στοιχεία μετανάστριας στη Λευκωσία, με αποτέλεσμα να πέσει σε διερχόμενο αυτοκίνητο και να υποστεί ελαφρά τραύματα. Στο δεύτερο επεισόδιο ο οδηγός αυτοκινήτου έσπρωξε αστυνομικό που τον σταμάτησε κοντά στην Πύλα για έλεγχο της ταυτότητας δύο συνεπιβατών του, , που διέφυγαν τρέχοντας. Η ΚΙΣΑ υποστήριξε ότι η παράλειψη της αναφοράς στην εθνοτική καταγωγή των εμπλεκομένων τόσο από κυβερνητικούς λειτουργούς όσο και από τα ΜΜΕ και λαμβάνοντας υπόψη το κλίμα που έχει αρχίσει να δημιουργείται εναντίον των μεταναστών ήταν σκόπιμη και αντιδεοντολογική και ότι ο τρόπος με τον οποίο τα ΜΜΕ χειρίστηκαν τις ειδήσεις αυτές στοχοποιούσε τους μετανάστες. Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι τα δύο πρώτα δημοσιεύματα αποτελούσαν αυτούσια μεταφορά του περιεχομένου αστυνομικού δελτίου και περιείχαν κάποιες ανακρίβειες (το σπρώξιμο χαρακτηρίστηκε στους τίτλους ως ξυλοδαρμός και το επεισόδιο τοποθετήθηκε στην Πάφο αντί στη Λευκωσία) που δεν θεωρήθηκαν ιδιαίτερα σοβαρές. Τα άλλα τέσσερα παράπονα αναφέρονταν σε δημοσιεύματα τα οποία αφορούσαν σε δύο γυναίκες που εκδίδονταν -και είχαν αναγνωρισθεί από τις αρχές ως θύματα εκμετάλλευσης-, ενώ είχαν διαγνωσθεί με σοβαρές μολυσματικές ασθένειες. Κάποια δημοσιεύματα αναφέρονταν στην ανησυχία που προκλήθηκε μεταξύ ανδρών που δυνατό να είχαν συνευρεθεί με τις γυναίκες αυτές. Τα δημοσιεύματα περιείχαν εκτενείς αναφορές σε δηλώσεις κρατικού λειτουργού υγείας. Η ΚΙΣΑ παραπονέθηκε ότι τα δημοσιεύματα ήταν παραπλανητικά και προωθούσαν τη ξενοφοβία, τη μισαλλοδοξία και το ρατσισμό και επίσης ότι αποκάλυπταν προσωπικά δεδομένα των δύο γυναικών. Επίσης διατύπωσε επικρίσεις για δηλώσεις κρατικού λειτουργού, στις οποίες στηρίχθηκαν σε μεγάλο βαθμό τα δημοσιεύματα. Η Επιτροπή δεν θεώρησε σκόπιμο να αποφανθεί επί των λεπτομερειών είτε των δημοσιευμάτων είτε των παραπόνων, γιατί έκρινε ότι θα ήταν πιο πρόσφορο και αποτελεσματικό να επικεντρωθεί στο σοβαρό θέμα του φαινομένου της δημιουργίας αντιμεταναστευτικού κλίματος και αισθημάτων προκατάληψης εναντίον των αλλοδαπών στο σύνολό τους. Αυτό ήταν προφανές από το γεγονός ότι ακροδεξιά οργάνωση εκμεταλλεύτηκε τα δημοσιεύματα για να εκδώσει σαφώς ξενοφοβικές και ρατσιστικές ανακοινώσεις εναντίον της παρουσίας αλλοδαπών στην Κύπρο. Η Επιτροπή σημείωσε το γεγονός ότι κατά κανόνα δηλώσεις επισήμων (εκπροσώπων της Αστυνομίας και άλλων κρατικών λειτουργών) καθώς και δημοσιεύματα στα ΜΜΕ οσάκις αναφέρονται σε περιπτώσεις αδικημάτων, εγκλημάτων ή ακόμη και απλής παραβατικής συμπεριφοράς, στις οποίες τα ύποπτα άτομα δεν είναι Κύπριοι, κάνουν ειδική αναφορά στο γεγονός ότι οι εμπλεκόμενοι είναι αλλοδαποί. Το ίδιο δεν συμβαίνει οσάκις οι ύποπτοι είναι Κύπριοι, δηλαδή δεν αναφέρεται η εθνοτική καταγωγή των υπόπτων. Η Επιτροπή θεωρεί ότι στερεότυπη αναφορά σε αλλοδαπούς όταν δεν υπάρχει αποχρών λόγος οδηγεί σε διαχωρισμό του τύπου «εμείς και οι άλλοι» και τείνει να δημιουργήσει στάσεις και συμπεριφορές προκατάληψης εναντίον των αλλοδαπών και να καλλιεργήσει κλίμα ξενοφοβίας και μισαλλοδοξίας, που οδηγεί σε ρατσισμό και ρατσιστικές συμπεριφορές, καθώς και στην εδραίωση της αβάσιμης και λανθασμένης αντίληψης ότι για όλα τα κακά στον τόπο φταίνε ή ευθύνονται οι ξένοι. Παράλληλα, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι κρατικοί λειτουργοί, τα ΜΜΕ και οι δημοσιογράφοι πρέπει να αποφεύγουν σαρωτικές αναφορές σε λαθρομετανάστες, δεδομένου ότι υπάρχουν διάφορες κατηγορίες αλλοδαπών που διαμένουν στην Κύπρο. Οι κρατικοί λειτουργοί, τα ΜΜΕ και οι δημοσιογράφοι θα πρέπει να διακρίνουν μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών αλλοδαπών, όπως είναι αυτοί που έχουν νόμιμη άδεια παραμονής και εργασίας ή έχουν τέτοιο δικαίωμα, όπως είναι οι κοινοτικοί και ακόμη και όσοι δυνατό να έφθασαν παράνομα και είναι αιτητές πολιτικού ασύλου, δεδομένου ότι και η περίπτωσή τους ρυθμίζεται από το νόμο, και ατόμων που βρίσκονται στην Κύπρο παράνομα. Τέτοιες περιπτώσεις είναι εκείνες στις οποίες αλλοδαποί έφθασαν παράνομα χωρίς να περάσουν από τον έλεγχο των μεταναστευτικών αρχών ή παραμένουν στην Κύπρο μετά τη λήξη της άδειας παραμονής τους. Πρέπει επίσης να έχουν υπόψη ότι ανεξάρτητα από το καθεστώς τους, οι αλλοδαποί έχουν τα ίδια δικαιώματα και τυγχάνουν της ίδιας προστασίας από το νόμο έναντι παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους. Η Επιτροπή καλεί τους κρατικούς λειτουργούς, τα ΜΜΕ και τους δημοσιογράφους να αποφεύγουν αναφορές στην εθνοτική καταγωγή οποιουδήποτε εκτός από τις περιπτώσεις στις οποίες η αναφορά είναι αναγκαία για το δημόσιο συμφέρον ή απολύτως απαραίτητη. Η πρακτική της μη αναφοράς στην εθνοτική προέλευση ατόμων ακολουθείται σε όλες τις Ευρωπαϊκές χώρες με ανεπτυγμένο το αίσθημα της ανάγκης για ισότιμη μεταχείριση και αποφυγή της υπόθαλψης ξενοφοβικών αισθημάτων. Ο γενικός κανόνας είναι να αποφεύγεται η αναφορά στην ιδιότητα ατόμων ως αλλοδαπών αν τέτοια αναφορά δεν θα εθεωρείτο αναγκαία ή δεν θα γινόταν στην περίπτωση Κυπρίων. Αυτό τον κανόνα αποδίδει η πρόνοια του άρθρου 12 του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας περί αποφυγής απ’ ευθείας ή άλλης αναφοράς ή ενέργειας εναντίον προσώπου, «η οποία περιέχει στοιχεία προκατάληψης με βάση τη φυλή, το χρώμα, τη γλώσσα, τη θρησκεία, τις πολιτικές ή άλλες πεποιθήσεις, την εθνική ή κοινωνική προέλευση, την περιουσία, την καταγωγή, την ηλικία, το φύλο και το προσωπικό καθεστώς…».
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
13/2013
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
23/10/2013
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε σειρά παραπόνων από την Κίνηση για Ισότητα, Στήριξη, Αντιρατσισμό -ΚΙΣΑ- (13/29/8/2013 και 14/29/8/2013 που αφορούσαν σε δημοσιεύματα στις ιστοσελίδες Alithia Online και ONLY.CY και 15/17/8/2013, 16/17/8/2013, 17/17/9/2013 και 18/17/9/2013, τα οποία αναφέρονταν σε δημοσιεύματα στην εφημερίδα «Φιλελεύθερος», στις ιστοσελίδες NEWSIT και SIGMALIVE και στην εφημερίδα «Σημερινή» αντίστοιχα. Τα δύο πρώτα παράπονα αφορούσαν σε δύο διαφορετικά επεισόδια. Στο ένα από αυτά, που διαδραματίστηκε στη διάρκεια ελέγχου της αστυνομίας για εντοπισμό μεταναστών που διαμένουν παράνομα στην Κύπρο, ένας άνδρας έσπρωξε γυναίκα αστυνομικό που κατέγραφε τα στοιχεία μετανάστριας στη Λευκωσία, με αποτέλεσμα να πέσει σε διερχόμενο αυτοκίνητο και να υποστεί ελαφρά τραύματα. Στο δεύτερο επεισόδιο ο οδηγός αυτοκινήτου έσπρωξε αστυνομικό που τον σταμάτησε κοντά στην Πύλα για έλεγχο της ταυτότητας δύο συνεπιβατών του, , που διέφυγαν τρέχοντας. Η ΚΙΣΑ υποστήριξε ότι η παράλειψη της αναφοράς στην εθνοτική καταγωγή των εμπλεκομένων τόσο από κυβερνητικούς λειτουργούς όσο και από τα ΜΜΕ και λαμβάνοντας υπόψη το κλίμα που έχει αρχίσει να δημιουργείται εναντίον των μεταναστών ήταν σκόπιμη και αντιδεοντολογική και ότι ο τρόπος με τον οποίο τα ΜΜΕ χειρίστηκαν τις ειδήσεις αυτές στοχοποιούσε τους μετανάστες. Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι τα δύο πρώτα δημοσιεύματα αποτελούσαν αυτούσια μεταφορά του περιεχομένου αστυνομικού δελτίου και περιείχαν κάποιες ανακρίβειες (το σπρώξιμο χαρακτηρίστηκε στους τίτλους ως ξυλοδαρμός και το επεισόδιο τοποθετήθηκε στην Πάφο αντί στη Λευκωσία) που δεν θεωρήθηκαν ιδιαίτερα σοβαρές. Τα άλλα τέσσερα παράπονα αναφέρονταν σε δημοσιεύματα τα οποία αφορούσαν σε δύο γυναίκες που εκδίδονταν -και είχαν αναγνωρισθεί από τις αρχές ως θύματα εκμετάλλευσης-, ενώ είχαν διαγνωσθεί με σοβαρές μολυσματικές ασθένειες. Κάποια δημοσιεύματα αναφέρονταν στην ανησυχία που προκλήθηκε μεταξύ ανδρών που δυνατό να είχαν συνευρεθεί με τις γυναίκες αυτές. Τα δημοσιεύματα περιείχαν εκτενείς αναφορές σε δηλώσεις κρατικού λειτουργού υγείας. Η ΚΙΣΑ παραπονέθηκε ότι τα δημοσιεύματα ήταν παραπλανητικά και προωθούσαν τη ξενοφοβία, τη μισαλλοδοξία και το ρατσισμό και επίσης ότι αποκάλυπταν προσωπικά δεδομένα των δύο γυναικών. Επίσης διατύπωσε επικρίσεις για δηλώσεις κρατικού λειτουργού, στις οποίες στηρίχθηκαν σε μεγάλο βαθμό τα δημοσιεύματα. Η Επιτροπή δεν θεώρησε σκόπιμο να αποφανθεί επί των λεπτομερειών είτε των δημοσιευμάτων είτε των παραπόνων, γιατί έκρινε ότι θα ήταν πιο πρόσφορο και αποτελεσματικό να επικεντρωθεί στο σοβαρό θέμα του φαινομένου της δημιουργίας αντιμεταναστευτικού κλίματος και αισθημάτων προκατάληψης εναντίον των αλλοδαπών στο σύνολό τους. Αυτό ήταν προφανές από το γεγονός ότι ακροδεξιά οργάνωση εκμεταλλεύτηκε τα δημοσιεύματα για να εκδώσει σαφώς ξενοφοβικές και ρατσιστικές ανακοινώσεις εναντίον της παρουσίας αλλοδαπών στην Κύπρο. Η Επιτροπή σημείωσε το γεγονός ότι κατά κανόνα δηλώσεις επισήμων (εκπροσώπων της Αστυνομίας και άλλων κρατικών λειτουργών) καθώς και δημοσιεύματα στα ΜΜΕ οσάκις αναφέρονται σε περιπτώσεις αδικημάτων, εγκλημάτων ή ακόμη και απλής παραβατικής συμπεριφοράς, στις οποίες τα ύποπτα άτομα δεν είναι Κύπριοι, κάνουν ειδική αναφορά στο γεγονός ότι οι εμπλεκόμενοι είναι αλλοδαποί. Το ίδιο δεν συμβαίνει οσάκις οι ύποπτοι είναι Κύπριοι, δηλαδή δεν αναφέρεται η εθνοτική καταγωγή των υπόπτων. Η Επιτροπή θεωρεί ότι στερεότυπη αναφορά σε αλλοδαπούς όταν δεν υπάρχει αποχρών λόγος οδηγεί σε διαχωρισμό του τύπου «εμείς και οι άλλοι» και τείνει να δημιουργήσει στάσεις και συμπεριφορές προκατάληψης εναντίον των αλλοδαπών και να καλλιεργήσει κλίμα ξενοφοβίας και μισαλλοδοξίας, που οδηγεί σε ρατσισμό και ρατσιστικές συμπεριφορές, καθώς και στην εδραίωση της αβάσιμης και λανθασμένης αντίληψης ότι για όλα τα κακά στον τόπο φταίνε ή ευθύνονται οι ξένοι. Παράλληλα, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι κρατικοί λειτουργοί, τα ΜΜΕ και οι δημοσιογράφοι πρέπει να αποφεύγουν σαρωτικές αναφορές σε λαθρομετανάστες, δεδομένου ότι υπάρχουν διάφορες κατηγορίες αλλοδαπών που διαμένουν στην Κύπρο. Οι κρατικοί λειτουργοί, τα ΜΜΕ και οι δημοσιογράφοι θα πρέπει να διακρίνουν μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών αλλοδαπών, όπως είναι αυτοί που έχουν νόμιμη άδεια παραμονής και εργασίας ή έχουν τέτοιο δικαίωμα, όπως είναι οι κοινοτικοί και ακόμη και όσοι δυνατό να έφθασαν παράνομα και είναι αιτητές πολιτικού ασύλου, δεδομένου ότι και η περίπτωσή τους ρυθμίζεται από το νόμο, και ατόμων που βρίσκονται στην Κύπρο παράνομα. Τέτοιες περιπτώσεις είναι εκείνες στις οποίες αλλοδαποί έφθασαν παράνομα χωρίς να περάσουν από τον έλεγχο των μεταναστευτικών αρχών ή παραμένουν στην Κύπρο μετά τη λήξη της άδειας παραμονής τους. Πρέπει επίσης να έχουν υπόψη ότι ανεξάρτητα από το καθεστώς τους, οι αλλοδαποί έχουν τα ίδια δικαιώματα και τυγχάνουν της ίδιας προστασίας από το νόμο έναντι παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους. Η Επιτροπή καλεί τους κρατικούς λειτουργούς, τα ΜΜΕ και τους δημοσιογράφους να αποφεύγουν αναφορές στην εθνοτική καταγωγή οποιουδήποτε εκτός από τις περιπτώσεις στις οποίες η αναφορά είναι αναγκαία για το δημόσιο συμφέρον ή απολύτως απαραίτητη. Η πρακτική της μη αναφοράς στην εθνοτική προέλευση ατόμων ακολουθείται σε όλες τις Ευρωπαϊκές χώρες με ανεπτυγμένο το αίσθημα της ανάγκης για ισότιμη μεταχείριση και αποφυγή της υπόθαλψης ξενοφοβικών αισθημάτων. Ο γενικός κανόνας είναι να αποφεύγεται η αναφορά στην ιδιότητα ατόμων ως αλλοδαπών αν τέτοια αναφορά δεν θα εθεωρείτο αναγκαία ή δεν θα γινόταν στην περίπτωση Κυπρίων. Αυτό τον κανόνα αποδίδει η πρόνοια του άρθρου 12 του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας περί αποφυγής απ’ ευθείας ή άλλης αναφοράς ή ενέργειας εναντίον προσώπου, «η οποία περιέχει στοιχεία προκατάληψης με βάση τη φυλή, το χρώμα, τη γλώσσα, τη θρησκεία, τις πολιτικές ή άλλες πεποιθήσεις, την εθνική ή κοινωνική προέλευση, την περιουσία, την καταγωγή, την ηλικία, το φύλο και το προσωπικό καθεστώς…».
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
11/2013
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
23/10/2013
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας επιλήφθηκε παραπόνου (11/2/8/2013) από την κ. Κάτια Γαλαταριώτου, ότι δημοσιεύματα στα περιοδικά ICON και DownTown, που αναφέρονται στη διάπραξη δολοφονίας από το γιό της στην Κόστα Ρίκα, συνιστούν παραβίαση σειράς προνοιών του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας και κυρίως των προνοιών περί ακρίβειας των πληροφοριών, ιδιωτικής ζωής και χειρισμού ειδήσεων για εγκλήματα και θάνατο. Τα γεγονότα της υπόθεσης, τα οποία είναι αμοιβαία παραδεκτά, έχουν ως ακολούθως: Ο γιός της παραπονούμενης, Αλφρεντ Αλέξανδρος Μίλ Σώντερς, αφού ταξίδευσε στις Ηνωμένες Πολιτείες και διέσχισε την Κεντρική Αμερική με λεωφορείο, έφθασε στο τέλος Δεκεμβρίου του 2011 στο μικρό χωριό Colonia Libertad της Κόστα Ρίκα και ζήτησε να φιλοξενηθεί σε ένα απομονωμένο οικολογικό αγρόκτημα, το οποίο ανήκε σε Βρετανό μετανάστη. Του έδωσαν ένα αντίσκηνο, το οποίο έστησε δίπλα σε ένα άλλο αντίσκηνο που οι ιδιοκτήτες είχαν παραχωρήσει σε μια φοιτήτρια από τη Τσεχία, την Alexandra Drbohlavova, 22 χρόνων, που είχε πάει εκεί για τις διακοπές των Χριστουγέννων. Τη νύκτα της 28ης Δεκεμβρίου, 2011, ο Αλφρεντ, τότε 20 ετών, σκότωσε τη φοιτήτρια καταφέρνοντας της πολλά κτυπήματα με κουζινομάχαιρο. Μέλη της οικογένειας του ιδιοκτήτη είδαν το δράστη να βγαίνει από τη σκηνή και αφού τον συνέλαβαν, τον παρέδωσαν στην τοπική Αστυνομία της Κόστα Ρίκα. Ύστερα από κράτηση 18 μηνών δικαστήριο της Κόστα Ρίκα του επέβαλε τον Αύγουστο του 2013, με βάση δική του ομολογία για το φόνο, ποινή φυλάκισης 25 χρόνων. Το θέμα δημοσιοποιήθηκε αρχικά στο τεύχος Ιανουαρίου, 2012 του περιοδικού ICON που εκδίδει το συγκρότημα του «Φιλελευθέρου», κάτω από τον τίτλο «Ένα έγκλημα ταράζει την οικογένεια Γαλαταριώτη-Φόνος στην Costa Rica”, με την υπογραφή του δημοσιογράφου Γιώργου Αγκαστινιώτη. Το ρεπορτάζ αυτό αποτέλεσε πηγή άντλησης πληροφοριών για άλλο ρεπορτάζ της Κωνσταντίνας Γεωργίου στο τεύχος 447 ημ. 30/6 -6/7, 2013, του DownTown, κάτω από τον τίτλο «Το Αγριο φονικό στην Costa Rica που εξακολουθεί να συγκλονίζει την οικογένεια-Παραδέχθηκε ο εγγονός Γαλαταριώτη». Η παραπονούμενη Κάτια Γαλαταριώτου είναι κόρη του Σταύρου Γαλαταριώτη, γνωστού εμπορικού και οικονομικού παράγοντα που απεβίωσε πριν από 14 χρόνια, και μητέρα του Αλφρεντ Σώντερς, μόνιμη κάτοικος Βρετανίας. Η κ. Γαλαταριώτου παραπονέθηκε ότι τα δημοσιεύματα παραβιάζουν τις γενικές διατάξεις του Κώδικα περί σεβασμού της αλήθειας και αντικειμενικής και ολοκληρωμένης ενημέρωσης, περί ήθους και επαγγελματικού επιπέδου, περί επίδειξης ευαισθησίας στην παρουσίαση θεμάτων όπως η βία, το έγκλημα, ο θάνατος και ο ανθρώπινος πόνος και επίδειξης καλής πίστης και συμμόρφωσης προς το γράμμα και το πνεύμα του Κώδικα, καθώς και των ειδικών διατάξεων περί ακρίβειας των πληροφοριών, ιδιωτικής ζωής, προσωπικών επιθέσεων που διασύρουν την τιμή και υπόληψη, πένθους, θλίψης και κλονισμού και περί δυσμενών διακρίσεων με βάση το προσωπικό καθεστώς. Από την εξέταση των δύο επίμαχων κειμένων προκύπτει ότι όλες οι πληροφορίες του DownTown προέρχονται από το ICON, πλην των πληροφοριών στην τελευταία παράγραφο του ρεπορτάζ, που ήταν και το μόνο νέο στοιχείο. Η παράγραφος αυτή αναφερόταν στην παραδοχή του υπόπτου, ότι μαχαίρωσε τη φοιτήτρια και ότι αναμενόταν να του επιβληθεί ποινή φυλάκισης. Τα δύο δημοσιεύματα συνοδεύονταν από πολλές φωτογραφίες του υπόπτου και του θύματος, της προσαγωγής του υπόπτου, ενός σάκου πτωμάτων, μια μεγάλη κηλίδα αίματος που ρίχθηκε ως φόντο πάνω από το κείμενο και ενός μαχαιριού. Από ειδησεογραφικά κείμενα που εξέτασε η Επιτροπή, προκύπτει ότι το αρχικό κείμενο στο ICON αποτελεί απάνθισμα πληροφοριών που δημοσιεύθηκαν κυρίως στις Βρετανικές εφημερίδες Daily Telegraph και Daily Mail σε διάφορες ημερομηνίες αμέσως μετά το φόνο. Την 1η Ιανουαρίου, 2012, η Daily Telegraph δημοσίευσε την πληροφορία για τη σύλληψη του Αλφρεντ Αλέξανδρου Μιλλ Σώντερς, σχετικά με το φόνο της Τσέχας φοιτήτριας, μαζί με δηλώσεις του αρχηγού της τοπικής αστυνομίας ότι οι ανακριτές απέδιδαν το φόνο σε σεξουαλικά κίνητρα και στη χρήση ναρκωτικών. Στις 2 Ιανουαρίου, 2012, η Daily Telegraph και στις 3 Ιανουαρίου, 2012, η Daily Mail, δημοσίευσαν δηλώσεις ανώτερου επισήμου της Αστυνομίας της Κόστα Ρίκα ότι με βάση «πράσινη προειδοποίηση» της Ιντερπόλ, ο Αλφρεντ Σώντερς ήταν «επικίνδυνο άτομο που συνδεόταν με σειρά σεξουαλικών εγκλημάτων και ήταν δυνατό να προβεί σε πράξεις βαρβαρισμού». Σύμφωνα με τη δήλωση, η «πράσινη προειδοποίηση» -η χαμηλότερη στη διαβάθμιση της Ιντερπόλ- είχε εκδοθεί στις 9 Νοεμβρίου, 2011 και ανέφερε ότι ο Αλφρεντ Σώντερς περιφερόταν στην Κεντρική Αμερική. Ο ισχυρισμός στη φερόμενη δήλωση του επισήμου της Κόστα Ρίκας ήταν ότι ο Αλφρεντ Σώντερς ήταν βίαιο άτομο που συνδεόταν με σεξουαλικά εγκλήματα, κατοχή πυροβόλων όπλων και εκρηκτικών, με μια επίθεση που οδήγησε σε θάνατο, πράξεις βαρβαρισμού που περιλάμβαναν τη θανάτωση γάτων με αλυσοπρίονο και ότι ήταν πιθανό να διαπράξει εγκλήματα εναντίον παιδιών. Ανέφερε επίσης ότι είχε πνευματικές διαταραχές και αυτοκτονικές τάσεις. Η εφημερίδα Daily Telegraph δημοσίευσε ανταπόκριση απεσταλμένου της στην Κόστα Ρίκα ότι ο ύποπτος είχε πάει στην Κίνα για να εκπαιδευθεί στις πολεμικές τέχνες και ότι είχε ταξιδεύσει στη συνέχεια σε επτά χώρες της Λατινικής Αμερικής. Η Daily Mail δημοσίευσε στις 22 Ιουνίου, 2013, ότι ο Αλφρεντ Σώντερς παραδέχθηκε το φόνο της φοιτήτριας στην οποία κατάφερε 15 μαχαιριές, παραθέτοντας τη λεπτομέρεια πως ήταν γιος εύπορων ακαδημαϊκών στη Βρετανία και επαναλαμβάνοντας τον ισχυρισμό ότι η Ιντερπόλ είχε προειδοποιήσει πως ο νεαρός έπασχε διανοητικά και ήταν δυνητικά επικίνδυνος. Ανάλογες πληροφορίες δημοσιεύθηκαν στην ιστοσελίδα International Business Times (22/6/2013) Οι πιο πάνω πληροφορίες έδωσαν αφορμή για το ρεπορτάζ του DownTown και επανάληψη πολλών στοιχείων από το ρεπορτάζ του ICON. Η Επιτροπή προβληματίστηκε σοβαρά κατά πόσο η αναφορά από τα δύο περιοδικά στη συγγενική σχέση του Αλφρεντ Σώντερσ με τον Σταύρο Γαλαταριώτη και γενικότερα με την οικογένεια ήταν δικαιολογημένη και κατέληξε στην απόφαση ότι η αναφορά ήταν υπό τις περιστάσεις επιτρεπτή, δεδομένου ότι αφορούσε μια πολύ γνωστή προσωπικότητα του επιχειρηματικού και οικονομικού κόσμου της Κύπρου. Όμως η Επιτροπή έκρινε ότι αυτή η διασύνδεση θα έπρεπε να είχε καθαρά πληροφοριακό χαρακτήρα και δεν θα έπρεπε να προβληθεί για σκοπούς εντυπωσιασμού. Παράλληλα θεώρησε ότι η διασύνδεση, επειδή αναφερόταν σε προσωπικά δεδομένα θα έπρεπε να γίνει σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, με περισσή περίσκεψη και οπωσδήποτε ύστερα από αυστηρό έλεγχο της ακρίβειας των πληροφοριών. Επίσης θα έπρεπε να είχε γίνει ή έστω να καταβληθεί προσπάθεια επικοινωνίας με τη μητέρα και την οικογένεια για να παρατεθούν και οι δικές τους θέσεις για το όλο θέμα. Η Επιτροπή διαπίστωσε περαιτέρω σοβαρή παραβίαση του πρώτου άρθρου του Κώδικα περί ακρίβειας των πληροφοριών. Ειδικότερα, διαπίστωσε ότι ουδεμία ουσιαστική προσπάθεια έγινε για έλεγχο της ακρίβειας των πληροφοριών και λήψης των θέσεων της μητέρας (γεγονός που ήταν και η γενεσιουργός αιτία για παραβίαση σωρείας προνοιών του Κώδικα) και ότι τα δύο ρεπορτάζ περιείχαν αβάσιμες και ανακριβείς πληροφορίες. Όλοι οι ισχυρισμοί για το «μενού της δράσης» του Αλφρεντ Σώντερς που κατ’ ισχυρισμό περιλάμβανε επιθέσεις βίας, κατοχής όπλων και εκρηκτικών και σεξουαλικών εγκλημάτων αποδείχθηκαν ανακριβείς, όπως προκύπτει από το ποινικό μητρώο που εκδόθηκε από του Γραφείο Εγκληματικών Μητρώων του Συνδέσμου Αρχηγών Αστυνομίας του Ηνωμένου Βασιλείου και παρουσιάστηκε στην Επιτροπή από την παραπονούμενη. Το μητρώο καταγράφει μόνο τη σύλληψη του Αλφρεντ Σώντερς για φόνο στην Κόστα Ρίκα και επίσης τη σύλληψη του τον Ιούνιο του 2011 για κατοχή κατ’ ισχυρισμό πορνογραφικών φωτογραφιών, που στη συνέχεια κρίθηκαν από την Υπηρεσία Διώξεων του Στέμματος ως μη πορνογραφικές, με αποτέλεσμα η υπόθεση να κλείσει χωρίς περαιτέρω ενέργειες. Τα δημοσιεύματα στα δύο περιοδικά που προήλθαν από ξένα έντυπα στηρίζονται σε μεγάλο βαθμό σε φερόμενες δηλώσεις αξιωματικού της Αστυνομίας της Κόστα Ρίκα, όπως αποδόθηκαν από τις Βρετανικές εφημερίδες Daily Mail και Daily Telegraph και αρκετές ιστοσελίδες. Τα δύο περιοδικά δεν απέδωσαν την πληροφόρησή τους σε καμιά πηγή. Διαπιστώθηκε επίσης ότι ανακριβής είναι και ο ισχυρισμός, σε συσχετισμό με την ανακριβή πληροφορία ότι το «μενού δράσης» του γιου της παραπονουμένης περιλάμβανε σεξουαλικά εγκλήματα, ότι «η τραγική ειρωνεία είναι πως η μητέρα του έχει δώσει διαλέξεις για την ανάπτυξη της παιδικής σεξουαλικότητας». Η Επιτροπή είναι ικανοποιημένη, από στοιχεία που παρουσίασε η παραπονουμένη για την επιστημονική της δραστηριότητα και καταρτισμό, ότι είναι ψυχαναλύτρια για ενήλικα άτομα και όχι για παιδιά και ότι ουδέποτε έδωσε διαλέξεις που αναφέρονται στην παιδική σεξουαλικότητα. Πέραν των ανωτέρω, είναι προφανές ότι οι δημοσιογράφοι που έγραψαν τα δύο ρεπορτάζ δεν προέβησαν σε κανένα έγκυρο έλεγχο των πληροφοριών που δημοσίευσαν. Η εφημερίδα υποστήριξε ότι οι δημοσιογράφοι προέβησαν στη δημοσίευση των πληροφοριών τους «μετά από έρευνα και διασταύρωση των πηγών τους» και ανέφερε ότι «όλες οι πληροφορίες που δημοσιοποιήθηκαν προέκυψαν μετά από έρευνα και αντιπαράθεση σωρείας δημοσιευμάτων που αφορούσαν το εν λόγω θέμα. Οι δημοσιογράφοι προέβηκαν σε έρευνα και μερίμνησαν με όλα τα διαθέσιμα μέσα που είχαν πριν την δημοσίευση ειδήσεων έτσι ώστε να μην προέβαιναν σε δημοσίευση ανακριβών, παραπλανητικών, φανταστικών ή διαστρεβλωτικών της αλήθειας ειδήσεων, πληροφοριών ή σχολίων». Η Επιτροπή αποφάσισε ότι ισχύει απόλυτα η αρχή πως η επίκληση της άντλησης πληροφοριών από άλλα ΜΜΕ δεν παρέχει κάλυψη για οποιαδήποτε μειονεκτήματά των πληροφοριών. Η πληθώρα δημοσιευμάτων δεν αποτελεί τεκμήριο ακρίβειας των πληροφοριών και η απλή σύγκριση δημοσιευμάτων δεν συνιστά έγκυρη επιβεβαίωση τους. Η επίκληση του γεγονότος ότι οι πληροφορίες είχαν δημοσιευθεί σε πολλά έντυπα και ιστοσελίδες δεν απαλλάσσει της ευθύνης για τη δημοσίευση ανακριβών πληροφοριών. Η Επιτροπή θεωρεί ότι οι πληροφορίες θα έπρεπε να είχαν διασταυρωθεί και ελεγχεί κατά άμεσο τρόπο με τα κατονομαζόμενα άτομα, πολύ περισσότερο που αναφέρονταν σε ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα. Παράλληλα, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι, κατά παράβαση της γενικής διάταξης περί υποχρέωσης των δημοσιογράφων και των ΜΜΕ για παροχή ολοκληρωμένης και έγκυρης πληροφόρησης, έγινε επιλεκτική μεταφορά πληροφοριών από τα ξένα έντυπα, με την έννοια ότι επιλέγηκαν στοιχεία που θα προκαλούσαν εντυπωσιασμό, αλλά δεν δημοσιεύθηκαν άλλα, όπως η πληροφορία πως το Εθνικό Σύστημα Υγείας της Βρετανίας βεβαίωσε πως ο Αλφρεντ Σώντερς δεν είχε ποτέ κατηγορηθεί ή καταδικασθεί για οποιοδήποτε έγκλημα και δεν κρατήθηκε ή έτυχε θεραπείας σε ασφαλή θάλαμο. Τέλος, η Επιτροπή διαπίστωσε παραβίαση της πρόνοιας του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας που απαγορεύει παρέμβαση στην ιδιωτική ζωή, με τις αναφορές στη φυσική και διανοητική κατάσταση του γιου της παραπονουμένης, καθώς και με τη φράση «μέχρι σήμερα, η Κάτια Γαλαταριώτου και η οικογένειά της, σε αντίθεση με τον Αλφι που λύγισε εξακολουθούν να βαδίζουν το μοναχικό δρόμο της σιωπής». Ο Κώδικας Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας προβλέπει ότι: «Η υπόληψη και η ιδιωτική ζωή κάθε προσώπου τυγχάνουν σεβασμού και δεν αποκαλύπτονται στοιχεία προσωπικού χαρακτήρα. Παρεμβάσεις και έρευνες στην ιδιωτική ζωή προσώπων … είναι γενικά απαράδεκτες, η δε δημοσιοποίησή τους μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και αποκλειστικά προς το δημόσιο συμφέρον». Η εφημερίδα υποστήριξε ότι το απόσπασμα της είδησης στο περιοδικό DownTown περί σιωπής της κ. Γαλαταριώτου, «την οποία η παραπονούμενη σχολιάζει ειδικά καθότι φαίνεται να την εκλαμβάνει ως υπαινιγμό κατά της τιμής και της υπόληψής της ή της οικογένειάς της» έχει την έννοια ότι «η Κάτια Γαλαταριώτου και η οικογένειά της βιώνουν βουβά το οικογενειακό δράμα, καθότι καμιά δήλωση ή οποιαδήποτε άλλη αναφορά δεν είδε το φως της δημοσιότητας εκ μέρους τους» και ότι «δείχνει τη συμπάθεια των εντύπων και του γράφοντα μπροστά στο δράμα που πέρασε η οικογένεια». Επίσης ανέφερε ότι: «Το όλο θέμα παρουσιάστηκε στο σύνολο του με πλήρη σεβασμό στο δράμα της οικογένειας. Η δημοσιοποίηση του συνιστά είδηση γενικότερου ενδιαφέροντος. Δεν δημοσιοποιήθηκε ούτε είχε στόχο κάποιο πρόσωπο. Κανένας χλευασμός ή διαπόμπευση ή διασυρμός ατόμων, ή δυσμενής διάκριση». Αν πρόθεση ήταν με τη φράση αυτή να εκφρασθεί συμπάθεια προς την οικογένεια, τότε η υλοποίησή της ήταν άκρως ανεπιτυχής και ατυχής. Το κριτήριο δεν είναι η πρόθεση αλλά το συμπέρασμα που θα μπορούσε να βγάλει ο μέσος αναγνώστης από την αντιπαράθεση της ομολογίας του δράστη με τη σιωπή των μελών της οικογένειας. Η Επιτροπή θεώρησε ότι η παραπονούμενη και η οικογένειά της δεν ήταν με κανένα τρόπο εμπλεκόμενα μέρη στο έγκλημα και δεν είχαν υποχρέωση, ούτε και λογικά αναμενόταν από αυτούς να μιλήσουν και να πουν ο,τιδήποτε για το θέμα. Η Επιτροπή θεώρησε μεν ότι η παράθεση του γεγονότος ότι ο δράστης του φόνου ήταν εγγονός του Σταύρου Γαλαταριώτη ήταν δικαιολογημένη ως στοιχείο γενικότερου ενδιαφέροντος, αλλά έκρινε πως η αναφορά στη μητέρα, η φράση περί σιωπής της ιδίας και της οικογένειας και η σύνδεση του ισχυρισμού περί σεξουαλικών εγκλημάτων του γιου της με τη φράση ότι «η τραγική ειρωνεία είναι πως η μητέρα του έχει δώσει διαλέξεις για την ανάπτυξη της παιδικής σεξουαλικότητας», πέραν της ανακρίβειας του ισχυρισμού, συνιστά ανεπίτρεπτη παρέμβαση στην ιδιωτική ζωή και είναι δυνατό να εκληφθεί ως επίκριση και διασυρμός. Η παραπονούμενη δεν είναι δημόσιο πρόσωπο ούτε ευρύτερα γνωστή. Η ίδια ανέφερε ενδεικτικά ότι ακολουθεί μια χαμηλών τόνων ζωή και ακαδημαϊκή καριέρα εκτός Κύπρου ως Βυζαντινολόγος και ψυχαναλύτρια και ότι ο γιος της, πέραν από το βιολογικό γεγονός ότι έχει Κυπρία μητέρα, είναι Βρετανός με ελάχιστους ουσιαστικούς δεσμούς με την Κύπρο. Τέλος η Επιτροπή αποφάσισε ότι ο όλος τρόπος παρουσίασης του θέματος τόσο από το ICON, όσο, ιδιαίτερα και από το DownTown, με έντονες κηλίδες αίματος, φωτογραφίες του σάκου πτωμάτων και μαχαιριού, προκαλεί και επιτείνει τον ανθρώπινο πόνο στους άμεσους συγγενείς, τόσο του δράστη όσο και του θύματος. Τα δημοσιεύματα διακρίνονται για αδιαφορία ως προς τον πόνο που θα ήταν δυνατό να προκληθεί στη μητέρα ενός υπόδικου για φόνο, όπως και στην οικογένεια του θύματος, κατά παράβαση της ειδικής πρόνοιας 5 που αναφέρει ότι: «Σε περίπτωση πένθους, θλίψης ή ψυχικού κλονισμού επιβάλλεται στο μέγιστο βαθμό προσέγγιση που να τη χαρακτηρίζει διακριτικότητα και συμπάθεια και αποφυγή οποιασδήποτε πράξης που είναι δυνατό να οξύνει τον ανθρώπινο πόνο» και της γενικής διάταξης ότι οι λειτουργοί των ΜΜΕ «είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί και διακριτικοί στην παρουσίαση θεμάτων όπως η βία, το έγκλημα, …ο ανθρώπινος πόνος και ο θάνατος…»
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
19/2013
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
23/10/2013
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
Αναρμοδιότητα ΕΔΔ, παραπομπή στο Γενικό Εισαγγελέα
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας επιλήφθηκε αυτεπάγγελτα περίπτωσης (19/17/10/2013) εντύπου το οποίο φέρει τον τίτλο ΕΝΩΣΙΣ, το οποίο δημοσίευσε στην πρώτη του σελίδα «είδηση» κάτω από την ένδειξη «ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΟ» με τίτλο: «ΚΥΠΡΑΙΕΣ ΠΟΥΤΑΝΕΣ ΔΟΥΛΕΥΟΥΝ ΣΤΑ ΚΑΤΕΧΟΜΕΝΑ ΜΕ ΤΟΥΡΚΟΥΣ ΠΠΕΖΕΒΑΝΚΗΕΣ»-«η κάθε μια κάμνει τιαι ξεχωριστές βίζιτες σε Ελλαδίτες τζιαι Τούρκους πελάτες). Η «είδηση» δεν περιείχε κείμενο και δεν παρέπεμπε σε κείμενο σε άλλη σελίδα, αλλά ο τίτλος συνοδευόταν από κατασκευασμένες φωτογραφίες του Προέδρου της Δημοκρατίας Νίκου Αναστασιάδη και του Γενικού Γραμματέα του ΑΚΕΛ Αντρου Κυπριακνού σε ρόλο εκδιδομένων γυναικών. Το έντυπο ήταν κρεμασμένο έξω από περίπτερο σε κεντρικό σημείο της Λευκωσίας και σε κοινή θέα. Η υπόθεση εξετάστηκε από τη σκοπιά της πιθανής παραβίασης των προνοιών του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας περί αποφυγής της χρήσης χυδαίας ή αισχρής γλώσσας, υψηλού επαγγελματικού επιπέδου και σεβασμού της αξιοπρέπειας και της προσωπικότητας των ατόμων. Κατά την εξέταση της υπόθεσης διαπιστώθηκε ότι το έντυπο αυτό δεν είναι μέλος του Συνδέσμου Εκδοτών και ούτε είναι καταχωρημένο στο αρχείο του Γραφείου Τύπου και Πληροφοριών και η Επιτροπή αποφάσισε ότι είναι αναρμόδια να επιληφθεί περίπτωσης στην οποία εμπλέκεται έντυπο το οποίο δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας. Κατόπιν τούτου η Επιτροπή αποφάσισε να παραπέμψει το θέμα στο γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα με το αίτημα να εξετάσει πιθανή διάπραξη αδικήματος.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
20/2013
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
23/10/2013
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΟΧΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας επιλήφθηκε παραπόνου (20/17/10/2013) από ομάδα νοσηλευτών ότι άρθρο της Μαρίας Πηλίδου που δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα SIGMALIVE στις 16/10/2013 ήταν αντιδεοντολογικό. Το άρθρο, υπό τον τίτλο «Τα παιδιά ενός αχόρταγου Θεού», επέκρινε τους δημοσίους υπαλλήλους και τη συντεχνία τους ΠΑΣΥΔΥ για τις αντιδράσεις τους στην αποκοπή των μισθών και επιδομάτων τους στο πλαίσιο των μνημονιακών υποχρεώσεων της Κύπρου και την εμμονή της συντεχνίας στη διατήρηση των «κεκτημένων δικαιωμάτων» των μελών της. Κάτω από το άρθρο προστέθηκαν από επισκέπτες της ιστοσελίδας δεκάδες σχόλια, όλα επικριτικά, που προέρχονταν από νοσηλευτές, μερικά από τα οποία περιείχαν προσβλητικούς μέχρι και υβριστικούς χαρακτηρισμούς για την αρθρογράφο. Το παράπονο, που στάληκε από τη νοσηλεύτρια Θέλμα Στυλιανού εκ μέρους της ομάδας, διατύπωνε γενικά τη θέση ότι το δημοσίευμα ήταν αντιδεοντολογικό, ενώ σε κείμενο που γράφτηκε ως απάντηση στο άρθρο ανέφερε πως το δημοσίευμα συνιστούσε λίβελο, παραπληροφόρηση, καθοδήγηση της κοινής γνώμης, προσβολή του επαγγέλματος του νοσηλευτή και της προσωπικότητάς της ιδίας. Επίσης περιείχε υπονοούμενα για χρηματισμό του SIGMALIVE για τη δημοσίευση του άρθρου, τα οποία η Επιτροπή απέρριψε ως ατεκμηρίωτο και αβάσιμο ισχυρισμό. Η Επιτροπή εξέτασε διεξοδικά το θέμα και διαπίστωσε ότι το άρθρο για το οποίο διατυπώθηκε το παράπονο συνιστούσε αποκλειστικά έκφραση γνώμης της συγγραφέως του, που καλύπτεται τόσο από τη Συνταγματική πρόνοια όσο και από την πρόνοια του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας για το δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης. Το γεγονός ότι το άρθρο περιείχε έντονες επικρίσεις για την τάξη των δημοσίων υπαλλήλων δε διαφοροποιεί τη φύση του. Εξ άλλου, το θέμα με το οποίο ασχολήθηκε το άρθρο βρισκόταν στην επικαιρότητα και στο επίκεντρο δημόσιας συζήτησης που αφορούσε στην εφαρμογή της μνημονικής υποχρέωσης του κράτους να μειώσει τις δημόσιες δαπάνες. Η Επιτροπή σημείωσε επίσης ότι το άρθρο δεν αναφέρθηκε καν στους νοσηλευτές αλλά αφορούσε σε όλους της δημοσίους υπαλλήλους και στη συντεχνιακή τους οργάνωση. Βεβαίως οι νοσηλευτές, ατομικά ή ως ομάδα, είτε ως δημόσιοι υπάλληλοι και μέλη της ΠΑΣΥΔΥ είτε και ως πολίτες, είχαν το δικαίωμα να εκφράσουν τις απόψεις τους επί του άρθρου. Η Επιτροπή επανέλαβε την πάγια θέση της ότι στις περιπτώσεις έκφρασης γνώμης διά των ΜΜΕ η δέουσα θεραπεία είναι η παρεχόμενη από τον Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογία δυνατότητα σε όσους θεωρούν ότι θίγονται να ασκήσουν το δικαίωμα της απάντησης. Στις περιπτώσεις αυτές αποτελεί υποχρέωση του ΜΜΕ που φιλοξένησε με οποιοδήποτε τρόπο την έκφραση γνώμης να φιλοξενήσει και τον αντίλογο. Στην προκειμένη περίπτωση η Επιτροπή, κρίνοντας από τον αριθμό των σχολίων κάτω από το άρθρο, διαπίστωσε ότι υπήρξε επαρκής και ικανοποιητικός αντίλογος και κατά συνέπεια ικανοποιήθηκε το δικαίωμα της απάντησης, αν και δε συμμερίζεται τον τρόπο και τις εκφράσεις που χρησιμοποίησαν κάποιοι από όσους επέλεξαν να σχολιάσουν το άρθρο. Η παραπονούμενη και η ομάδα την οποία φέρεται να εκπροσωπεί είχε και έχει κάθε δικαίωμα να αποταθεί στην ιστοσελίδα και να ζητήσει να φιλοξενηθεί το απαντητικό της κείμενο ή να το δημοσιεύσει οπουδήποτε αλλού θεωρεί πρόσφορο. Η Επιτροπή επισήμανε, τέλος, ότι ή έκφραση γνώμης και η άσκηση κριτικής μπορεί να είναι αυστηρή και έντονη, αρκεί να γίνεται με κόσμιο τρόπο και με επιχειρήματα και όχι με χαρακτηρισμούς, αφορισμούς ή ύβρεις. Η Επιτροπή θεωρεί ότι είναι υποχρέωση των ΜΜΕ να διασφαλίζουν την κοσμιότητα του δημόσιου διαλόγου τόσο από πλευράς δημοσιογράφων όσο και από πλευράς του κοινού.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
17/2013
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
23/10/2013
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΜΜΕ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΥΣ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε σειρά παραπόνων από την Κίνηση για Ισότητα, Στήριξη, Αντιρατσισμό -ΚΙΣΑ- (13/29/8/2013 και 14/29/8/2013 που αφορούσαν σε δημοσιεύματα στις ιστοσελίδες Alithia Online και ONLY.CY και 15/17/8/2013, 16/17/8/2013, 17/17/9/2013 και 18/17/9/2013, τα οποία αναφέρονταν σε δημοσιεύματα στην εφημερίδα «Φιλελεύθερος», στις ιστοσελίδες NEWSIT και SIGMALIVE και στην εφημερίδα «Σημερινή» αντίστοιχα. Τα δύο πρώτα παράπονα αφορούσαν σε δύο διαφορετικά επεισόδια. Στο ένα από αυτά, που διαδραματίστηκε στη διάρκεια ελέγχου της αστυνομίας για εντοπισμό μεταναστών που διαμένουν παράνομα στην Κύπρο, ένας άνδρας έσπρωξε γυναίκα αστυνομικό που κατέγραφε τα στοιχεία μετανάστριας στη Λευκωσία, με αποτέλεσμα να πέσει σε διερχόμενο αυτοκίνητο και να υποστεί ελαφρά τραύματα. Στο δεύτερο επεισόδιο ο οδηγός αυτοκινήτου έσπρωξε αστυνομικό που τον σταμάτησε κοντά στην Πύλα για έλεγχο της ταυτότητας δύο συνεπιβατών του, , που διέφυγαν τρέχοντας. Η ΚΙΣΑ υποστήριξε ότι η παράλειψη της αναφοράς στην εθνοτική καταγωγή των εμπλεκομένων τόσο από κυβερνητικούς λειτουργούς όσο και από τα ΜΜΕ και λαμβάνοντας υπόψη το κλίμα που έχει αρχίσει να δημιουργείται εναντίον των μεταναστών ήταν σκόπιμη και αντιδεοντολογική και ότι ο τρόπος με τον οποίο τα ΜΜΕ χειρίστηκαν τις ειδήσεις αυτές στοχοποιούσε τους μετανάστες. Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι τα δύο πρώτα δημοσιεύματα αποτελούσαν αυτούσια μεταφορά του περιεχομένου αστυνομικού δελτίου και περιείχαν κάποιες ανακρίβειες (το σπρώξιμο χαρακτηρίστηκε στους τίτλους ως ξυλοδαρμός και το επεισόδιο τοποθετήθηκε στην Πάφο αντί στη Λευκωσία) που δεν θεωρήθηκαν ιδιαίτερα σοβαρές. Τα άλλα τέσσερα παράπονα αναφέρονταν σε δημοσιεύματα τα οποία αφορούσαν σε δύο γυναίκες που εκδίδονταν -και είχαν αναγνωρισθεί από τις αρχές ως θύματα εκμετάλλευσης-, ενώ είχαν διαγνωσθεί με σοβαρές μολυσματικές ασθένειες. Κάποια δημοσιεύματα αναφέρονταν στην ανησυχία που προκλήθηκε μεταξύ ανδρών που δυνατό να είχαν συνευρεθεί με τις γυναίκες αυτές. Τα δημοσιεύματα περιείχαν εκτενείς αναφορές σε δηλώσεις κρατικού λειτουργού υγείας. Η ΚΙΣΑ παραπονέθηκε ότι τα δημοσιεύματα ήταν παραπλανητικά και προωθούσαν τη ξενοφοβία, τη μισαλλοδοξία και το ρατσισμό και επίσης ότι αποκάλυπταν προσωπικά δεδομένα των δύο γυναικών. Επίσης διατύπωσε επικρίσεις για δηλώσεις κρατικού λειτουργού, στις οποίες στηρίχθηκαν σε μεγάλο βαθμό τα δημοσιεύματα. Η Επιτροπή δεν θεώρησε σκόπιμο να αποφανθεί επί των λεπτομερειών είτε των δημοσιευμάτων είτε των παραπόνων, γιατί έκρινε ότι θα ήταν πιο πρόσφορο και αποτελεσματικό να επικεντρωθεί στο σοβαρό θέμα του φαινομένου της δημιουργίας αντιμεταναστευτικού κλίματος και αισθημάτων προκατάληψης εναντίον των αλλοδαπών στο σύνολό τους. Αυτό ήταν προφανές από το γεγονός ότι ακροδεξιά οργάνωση εκμεταλλεύτηκε τα δημοσιεύματα για να εκδώσει σαφώς ξενοφοβικές και ρατσιστικές ανακοινώσεις εναντίον της παρουσίας αλλοδαπών στην Κύπρο. Η Επιτροπή σημείωσε το γεγονός ότι κατά κανόνα δηλώσεις επισήμων (εκπροσώπων της Αστυνομίας και άλλων κρατικών λειτουργών) καθώς και δημοσιεύματα στα ΜΜΕ οσάκις αναφέρονται σε περιπτώσεις αδικημάτων, εγκλημάτων ή ακόμη και απλής παραβατικής συμπεριφοράς, στις οποίες τα ύποπτα άτομα δεν είναι Κύπριοι, κάνουν ειδική αναφορά στο γεγονός ότι οι εμπλεκόμενοι είναι αλλοδαποί. Το ίδιο δεν συμβαίνει οσάκις οι ύποπτοι είναι Κύπριοι, δηλαδή δεν αναφέρεται η εθνοτική καταγωγή των υπόπτων. Η Επιτροπή θεωρεί ότι στερεότυπη αναφορά σε αλλοδαπούς όταν δεν υπάρχει αποχρών λόγος οδηγεί σε διαχωρισμό του τύπου «εμείς και οι άλλοι» και τείνει να δημιουργήσει στάσεις και συμπεριφορές προκατάληψης εναντίον των αλλοδαπών και να καλλιεργήσει κλίμα ξενοφοβίας και μισαλλοδοξίας, που οδηγεί σε ρατσισμό και ρατσιστικές συμπεριφορές, καθώς και στην εδραίωση της αβάσιμης και λανθασμένης αντίληψης ότι για όλα τα κακά στον τόπο φταίνε ή ευθύνονται οι ξένοι. Παράλληλα, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι κρατικοί λειτουργοί, τα ΜΜΕ και οι δημοσιογράφοι πρέπει να αποφεύγουν σαρωτικές αναφορές σε λαθρομετανάστες, δεδομένου ότι υπάρχουν διάφορες κατηγορίες αλλοδαπών που διαμένουν στην Κύπρο. Οι κρατικοί λειτουργοί, τα ΜΜΕ και οι δημοσιογράφοι θα πρέπει να διακρίνουν μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών αλλοδαπών, όπως είναι αυτοί που έχουν νόμιμη άδεια παραμονής και εργασίας ή έχουν τέτοιο δικαίωμα, όπως είναι οι κοινοτικοί και ακόμη και όσοι δυνατό να έφθασαν παράνομα και είναι αιτητές πολιτικού ασύλου, δεδομένου ότι και η περίπτωσή τους ρυθμίζεται από το νόμο, και ατόμων που βρίσκονται στην Κύπρο παράνομα. Τέτοιες περιπτώσεις είναι εκείνες στις οποίες αλλοδαποί έφθασαν παράνομα χωρίς να περάσουν από τον έλεγχο των μεταναστευτικών αρχών ή παραμένουν στην Κύπρο μετά τη λήξη της άδειας παραμονής τους. Πρέπει επίσης να έχουν υπόψη ότι ανεξάρτητα από το καθεστώς τους, οι αλλοδαποί έχουν τα ίδια δικαιώματα και τυγχάνουν της ίδιας προστασίας από το νόμο έναντι παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους. Η Επιτροπή καλεί τους κρατικούς λειτουργούς, τα ΜΜΕ και τους δημοσιογράφους να αποφεύγουν αναφορές στην εθνοτική καταγωγή οποιουδήποτε εκτός από τις περιπτώσεις στις οποίες η αναφορά είναι αναγκαία για το δημόσιο συμφέρον ή απολύτως απαραίτητη. Η πρακτική της μη αναφοράς στην εθνοτική προέλευση ατόμων ακολουθείται σε όλες τις Ευρωπαϊκές χώρες με ανεπτυγμένο το αίσθημα της ανάγκης για ισότιμη μεταχείριση και αποφυγή της υπόθαλψης ξενοφοβικών αισθημάτων. Ο γενικός κανόνας είναι να αποφεύγεται η αναφορά στην ιδιότητα ατόμων ως αλλοδαπών αν τέτοια αναφορά δεν θα εθεωρείτο αναγκαία ή δεν θα γινόταν στην περίπτωση Κυπρίων. Αυτό τον κανόνα αποδίδει η πρόνοια του άρθρου 12 του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας περί αποφυγής απ’ ευθείας ή άλλης αναφοράς ή ενέργειας εναντίον προσώπου, «η οποία περιέχει στοιχεία προκατάληψης με βάση τη φυλή, το χρώμα, τη γλώσσα, τη θρησκεία, τις πολιτικές ή άλλες πεποιθήσεις, την εθνική ή κοινωνική προέλευση, την περιουσία, την καταγωγή, την ηλικία, το φύλο και το προσωπικό καθεστώς…».
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
16/2013
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
23/10/2013
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΜΜΕ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΥΣ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε σειρά παραπόνων από την Κίνηση για Ισότητα, Στήριξη, Αντιρατσισμό -ΚΙΣΑ- (13/29/8/2013 και 14/29/8/2013 που αφορούσαν σε δημοσιεύματα στις ιστοσελίδες Alithia Online και ONLY.CY και 15/17/8/2013, 16/17/8/2013, 17/17/9/2013 και 18/17/9/2013, τα οποία αναφέρονταν σε δημοσιεύματα στην εφημερίδα «Φιλελεύθερος», στις ιστοσελίδες NEWSIT και SIGMALIVE και στην εφημερίδα «Σημερινή» αντίστοιχα. Τα δύο πρώτα παράπονα αφορούσαν σε δύο διαφορετικά επεισόδια. Στο ένα από αυτά, που διαδραματίστηκε στη διάρκεια ελέγχου της αστυνομίας για εντοπισμό μεταναστών που διαμένουν παράνομα στην Κύπρο, ένας άνδρας έσπρωξε γυναίκα αστυνομικό που κατέγραφε τα στοιχεία μετανάστριας στη Λευκωσία, με αποτέλεσμα να πέσει σε διερχόμενο αυτοκίνητο και να υποστεί ελαφρά τραύματα. Στο δεύτερο επεισόδιο ο οδηγός αυτοκινήτου έσπρωξε αστυνομικό που τον σταμάτησε κοντά στην Πύλα για έλεγχο της ταυτότητας δύο συνεπιβατών του, , που διέφυγαν τρέχοντας. Η ΚΙΣΑ υποστήριξε ότι η παράλειψη της αναφοράς στην εθνοτική καταγωγή των εμπλεκομένων τόσο από κυβερνητικούς λειτουργούς όσο και από τα ΜΜΕ και λαμβάνοντας υπόψη το κλίμα που έχει αρχίσει να δημιουργείται εναντίον των μεταναστών ήταν σκόπιμη και αντιδεοντολογική και ότι ο τρόπος με τον οποίο τα ΜΜΕ χειρίστηκαν τις ειδήσεις αυτές στοχοποιούσε τους μετανάστες. Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι τα δύο πρώτα δημοσιεύματα αποτελούσαν αυτούσια μεταφορά του περιεχομένου αστυνομικού δελτίου και περιείχαν κάποιες ανακρίβειες (το σπρώξιμο χαρακτηρίστηκε στους τίτλους ως ξυλοδαρμός και το επεισόδιο τοποθετήθηκε στην Πάφο αντί στη Λευκωσία) που δεν θεωρήθηκαν ιδιαίτερα σοβαρές. Τα άλλα τέσσερα παράπονα αναφέρονταν σε δημοσιεύματα τα οποία αφορούσαν σε δύο γυναίκες που εκδίδονταν -και είχαν αναγνωρισθεί από τις αρχές ως θύματα εκμετάλλευσης-, ενώ είχαν διαγνωσθεί με σοβαρές μολυσματικές ασθένειες. Κάποια δημοσιεύματα αναφέρονταν στην ανησυχία που προκλήθηκε μεταξύ ανδρών που δυνατό να είχαν συνευρεθεί με τις γυναίκες αυτές. Τα δημοσιεύματα περιείχαν εκτενείς αναφορές σε δηλώσεις κρατικού λειτουργού υγείας. Η ΚΙΣΑ παραπονέθηκε ότι τα δημοσιεύματα ήταν παραπλανητικά και προωθούσαν τη ξενοφοβία, τη μισαλλοδοξία και το ρατσισμό και επίσης ότι αποκάλυπταν προσωπικά δεδομένα των δύο γυναικών. Επίσης διατύπωσε επικρίσεις για δηλώσεις κρατικού λειτουργού, στις οποίες στηρίχθηκαν σε μεγάλο βαθμό τα δημοσιεύματα. Η Επιτροπή δεν θεώρησε σκόπιμο να αποφανθεί επί των λεπτομερειών είτε των δημοσιευμάτων είτε των παραπόνων, γιατί έκρινε ότι θα ήταν πιο πρόσφορο και αποτελεσματικό να επικεντρωθεί στο σοβαρό θέμα του φαινομένου της δημιουργίας αντιμεταναστευτικού κλίματος και αισθημάτων προκατάληψης εναντίον των αλλοδαπών στο σύνολό τους. Αυτό ήταν προφανές από το γεγονός ότι ακροδεξιά οργάνωση εκμεταλλεύτηκε τα δημοσιεύματα για να εκδώσει σαφώς ξενοφοβικές και ρατσιστικές ανακοινώσεις εναντίον της παρουσίας αλλοδαπών στην Κύπρο. Η Επιτροπή σημείωσε το γεγονός ότι κατά κανόνα δηλώσεις επισήμων (εκπροσώπων της Αστυνομίας και άλλων κρατικών λειτουργών) καθώς και δημοσιεύματα στα ΜΜΕ οσάκις αναφέρονται σε περιπτώσεις αδικημάτων, εγκλημάτων ή ακόμη και απλής παραβατικής συμπεριφοράς, στις οποίες τα ύποπτα άτομα δεν είναι Κύπριοι, κάνουν ειδική αναφορά στο γεγονός ότι οι εμπλεκόμενοι είναι αλλοδαποί. Το ίδιο δεν συμβαίνει οσάκις οι ύποπτοι είναι Κύπριοι, δηλαδή δεν αναφέρεται η εθνοτική καταγωγή των υπόπτων. Η Επιτροπή θεωρεί ότι στερεότυπη αναφορά σε αλλοδαπούς όταν δεν υπάρχει αποχρών λόγος οδηγεί σε διαχωρισμό του τύπου «εμείς και οι άλλοι» και τείνει να δημιουργήσει στάσεις και συμπεριφορές προκατάληψης εναντίον των αλλοδαπών και να καλλιεργήσει κλίμα ξενοφοβίας και μισαλλοδοξίας, που οδηγεί σε ρατσισμό και ρατσιστικές συμπεριφορές, καθώς και στην εδραίωση της αβάσιμης και λανθασμένης αντίληψης ότι για όλα τα κακά στον τόπο φταίνε ή ευθύνονται οι ξένοι. Παράλληλα, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι κρατικοί λειτουργοί, τα ΜΜΕ και οι δημοσιογράφοι πρέπει να αποφεύγουν σαρωτικές αναφορές σε λαθρομετανάστες, δεδομένου ότι υπάρχουν διάφορες κατηγορίες αλλοδαπών που διαμένουν στην Κύπρο. Οι κρατικοί λειτουργοί, τα ΜΜΕ και οι δημοσιογράφοι θα πρέπει να διακρίνουν μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών αλλοδαπών, όπως είναι αυτοί που έχουν νόμιμη άδεια παραμονής και εργασίας ή έχουν τέτοιο δικαίωμα, όπως είναι οι κοινοτικοί και ακόμη και όσοι δυνατό να έφθασαν παράνομα και είναι αιτητές πολιτικού ασύλου, δεδομένου ότι και η περίπτωσή τους ρυθμίζεται από το νόμο, και ατόμων που βρίσκονται στην Κύπρο παράνομα. Τέτοιες περιπτώσεις είναι εκείνες στις οποίες αλλοδαποί έφθασαν παράνομα χωρίς να περάσουν από τον έλεγχο των μεταναστευτικών αρχών ή παραμένουν στην Κύπρο μετά τη λήξη της άδειας παραμονής τους. Πρέπει επίσης να έχουν υπόψη ότι ανεξάρτητα από το καθεστώς τους, οι αλλοδαποί έχουν τα ίδια δικαιώματα και τυγχάνουν της ίδιας προστασίας από το νόμο έναντι παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους. Η Επιτροπή καλεί τους κρατικούς λειτουργούς, τα ΜΜΕ και τους δημοσιογράφους να αποφεύγουν αναφορές στην εθνοτική καταγωγή οποιουδήποτε εκτός από τις περιπτώσεις στις οποίες η αναφορά είναι αναγκαία για το δημόσιο συμφέρον ή απολύτως απαραίτητη. Η πρακτική της μη αναφοράς στην εθνοτική προέλευση ατόμων ακολουθείται σε όλες τις Ευρωπαϊκές χώρες με ανεπτυγμένο το αίσθημα της ανάγκης για ισότιμη μεταχείριση και αποφυγή της υπόθαλψης ξενοφοβικών αισθημάτων. Ο γενικός κανόνας είναι να αποφεύγεται η αναφορά στην ιδιότητα ατόμων ως αλλοδαπών αν τέτοια αναφορά δεν θα εθεωρείτο αναγκαία ή δεν θα γινόταν στην περίπτωση Κυπρίων. Αυτό τον κανόνα αποδίδει η πρόνοια του άρθρου 12 του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας περί αποφυγής απ’ ευθείας ή άλλης αναφοράς ή ενέργειας εναντίον προσώπου, «η οποία περιέχει στοιχεία προκατάληψης με βάση τη φυλή, το χρώμα, τη γλώσσα, τη θρησκεία, τις πολιτικές ή άλλες πεποιθήσεις, την εθνική ή κοινωνική προέλευση, την περιουσία, την καταγωγή, την ηλικία, το φύλο και το προσωπικό καθεστώς…».
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
10/2013
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
24/09/2013
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο από την Κίνηση Ισότητα, Στήριξη, Αντιρατσισμός –ΚΙΣΑ-(10/4/7/13) ότι στη διάρκεια της εκπομπής του ΡΙΚ «Μαζί στο ΡΙΚ» στις 19/6/2013, που παρουσιάζει η Ελίτα Μιχαηλίδου, έγιναν αναφορές που προωθούν τη ξενοφοβία, το ρατσισμό και τη μισαλλοδοξία. Στην εκπομπή ήταν φιλοξενούμενος ο ηθοποιός Κωστάκης Κωνσταντίνου, ο οποίος προσκλήθηκε για να μιλήσει για την προσωπική και επαγγελματική του ζωή. Από την εξέταση της οπτικογράφησης της εκπομπής διαπιστώθηκε ότι ο φιλοξενούμενος, αναφερόμενος στην περίοδο κατά την οποία διετέλεσε δημοτικός σύμβουλος στο Δήμο Λευκωσίας, είπε ότι «η πολλή δημοκρατία, τελικά, είναι αρρώστια για ένα τόπο, η πάρα πολλή δημοκρατία είναι αρρώστια, δεν είναι σωστό αυτό…» Η παρουσιάστρια παρενέβη και ακολούθησε ο πιο κάτω διάλογος: Ελίτα: Θα επανέλθω σ’ αυτό που είπες ότι η πολλή δημοκρατία βλάπτει γιατί είπες ότι αν ήσουν στην Αθήνα θα ήσουν με τη Χρυσή Αυγή. ΚΚ: Βεβαίως θα ήμουν με τη Χρυσή Αυγή… ΕΜ: Πώς μπορείς να είσαι με τη Χρυσή Αυγή… ΚΚ: Γιατί να μην ήμουν με τη Χρυσή Αυγή… με ποιους να είμαι, με το ΠΑΣΟΚ που οι μισοί είναι στη φυλακή, με τη Νέα Δημοκρατία που οι μισοί θα παν φυλακή, με το Σύριζα που παίζει πελλό…» ΕΜ: Γιατί Χρυσή Αυγή, Κωστάκη… είσαι δημοκράτης.. ΚΚ: Μου αρέσει αυτό που κάνει η Χρυσή Αυγή στην Αθήνα. Πήγαμε όλοι στην Αθήνα τα τελευταία χρόνια. Είδαμε ότι φοβάσαι να περπατήσεις στον Αγιο Παντελεήμονα, στην οδό Αθηνάς… φοβάσαι, κι’ εγώ φοβάμαι, όταν περνώ από ένα δρόμο και με βλέπουν οκτακόσιοι ξένοι που δεν ξέρω τι έχουν κάμει στις πατρίδες τους. Δεν είμαι ρατσιστής, αλλά δεν μπορώ να βλέπω αυτό το πράγμα. Δεν μπορώ να βλέπω, ας πούμε, να κάνεις έγκλημα, να είσαι φιλοξενούμενός μου, να σε ταΐζω, να σε ποτίζω, να σου δίνω και τα τσιεκκούδκια και ξαφνικά εσύ να μη με σέβεσαι, και εγώ σέβομαι όταν πηγαίνω στον τόπο στου, κύριε Πακιστανέ, κύριε Ινδέ και κύριε οτιδήποτε, σέβομαι τον τόπο σου… ΕΜ: …Πάμε και στο ρεπορτάζ και ερχόμαστε να ακούσουμε τις απόψεις σου γιατί είναι ζωντανές, έχεις άποψη, συμφωνώ… διαφωνώ, σε σέβομαι γιατί έχεις λόγο και χαίρομαι ακόμη περισσότερο γιατί είσαι ηθοποιός, παράγεις κουλτούρα…» Στο παράπονο αναφέρθηκε ότι η εκπομπή είχε περιεχόμενο που «υποθάλπει τη ξενοφοβία, το ρατσισμό και τη μισαλλοδοξία», επειδή η συνέντευξη αποτελούσε «μορφή δημόσιου λόγου μέσω του οποίου γίνεται διάδοση, υποκίνηση, προώθηση ή δικαιολόγηση μίσους που βασίζεται στη μισαλλοδοξία (συμπεριλαμβανομένων εκδηλώσεων επιθετικού εθνικισμού ή εθνοκεντρισμού και διακρίσεων και εχθρότητας εναντίον μειονοτήτων, μεταναστών ή προσώπων με μεταναστευτική καταγωγή). Περαιτέρω ανέφερε ότι η συνέντευξη «σε αυτό το πλαίσιο, συνιστά μορφή ρατσισμού, η οποία προσβάλλει την κεφαλαιώδη αρχή ότι δημοκρατική κοινωνία είναι αυτή που θεμελιώνεται στο σεβασμό της ίσης αξιοπρέπειας όλων των ανθρώπων και του σεβασμού της διαφορετικότητας». Το παράπονο ανέφερε επίσης ότι το περιεχόμενό ήταν αντίθετο σε πρόνοιες νόμων που καθιστούν αδίκημα την υποκίνηση βίας ή μίσους εναντίον προσώπων «που προσδιορίζεται βάσει της φυλής, του χρώματος, της θρησκείας, των γενεαλογικών καταβολών ή της εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής». Παραθέτοντας γραπτώς τις απόψεις του επί του παραπόνου ο Γ. Δ. του ΡΙΚ κ. Θέμης Θεμιστοκλέους ανέφερε ότι το Ιδρυμα σε καμία περίπτωση δεν είχε πρόθεση ή σκοπό, αλλά ούτε και αρμόζει σε αυτό, να προβάλει ρατσιστικά ή ξενοφοβικά σχόλια. Ανέφερε ότι επρόκειτο για ζωντανή εκπομπή κατά την οποία ο κ. Κωνσταντίνου εξέφρασε καθαρά προσωπικές απόψεις, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αυτές υιοθετούνται με οποιοδήποτε τρόπο από τη δημοσιογράφο-παρουσιάστρια ή το ΡΙΚ. Η παρουσιάστρια της εκπομπής, παραθέτοντας τις δικές της παρατηρήσει, ήγειρε το πρόβλημα ότι «σε ζωντανά προγράμματα δεν μπορεί κανείς να ξέρει από πριν τι πιστεύει και τι κάνει ένας ηθοποιός». Υποστήριξε περαιτέρω ότι η ίδια διαχώρισε τα δικά της πιστεύω, τα οποία «σε καμία περίπτωση δεν αντανακλούν όσα αναφέρει η καταγγελία» και ότι το μόνο που λέχθηκε από μέρους της ήταν για την ειλικρίνεια του φιλοξενούμενού της να μιλά ανοικτά και να μην υποκρίνεται. Η κ. Μιχαηλίδου ανέφερε ότι «οι δημοσιογραφικές αποστάσεις τηρήθηκαν και έθεσε τα ερωτήματα «πως μπορεί ένα πρόγραμμα με τις απόψεις ενός συγκεκριμένου καλεσμένου να προκαλεί το ρατσισμό, όταν άλλα τόσα προγράμματα τον κατακρίνουν;» και «πώς έγινε υποκίνηση για ‘μίσος, διάδοση εθνικισμού’ κλπ, όταν εξεφράζετο ένας –μόνο- άνθρωπος, που βρισκόταν εκεί όχι για την ιδεολογία του, αλλά για το ‘ποιος είναι’;». Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε το θέμα αποκλειστικά και μόνο υπό το πρίσμα των προνοιών του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, δεδομένου ότι είναι εκτός των αρμοδιοτήτων της η εφαρμογή νόμων, έστω και αν κάποιες πρόνοιές τους συμπίπτουν με τις πρόνοιες του Κώδικα. Η Επιτροπή ενημερώθηκε ότι με τη νομική πτυχή ασχολήθηκε η Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου και ασκώντας τη διακριτική της εξουσία αποφάσισε να προχωρήσει στην εξέταση της πτυχής που αφορά στις πρόνοιες του Κώδικα. Προτού εξετάσει τις επί μέρους αναφορές που έγιναν στην εκπομπή, η Επιτροπή ασχολήθηκε με το γενικό θέμα του περιεχομένου ζωντανών εκπομπών και του ενδεχομένου να γίνουν αναφορές από άτομα –εκτός των συντελεστών της εκπομπής- που ενδεχομένως να παραβιάζουν πρόνοιες του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας. Η Επιτροπή αναγνωρίζει το πρόβλημα αυτό που ενίοτε αντιμετωπίζουν παρουσιαστές ζωντανών εκπομπών και επανέλαβε την πάγια θέση της που αναφέρθηκε και σε προηγούμενες υποθέσεις, ότι σε τέτοιες περιπτώσεις οι παρουσιαστές οφείλουν να παρέμβουν και με σαφήνεια να υποδείξουν το απαράδεκτο θέσεων που προδήλως παραβιάζουν πρόνοιες του Κώδικα και να διαχωρίσουν σαφώς τη δική τους θέση και εκείνη του ΜΜΕ το οποίο παρέσχε το βήμα για να γίνουν οι αναφορές. Στην προκειμένη περίπτωση, η παρουσιάστρια ανέφερε γενικώς αι αορίστως ότι διαφωνεί σε πολλά σημεία με τον κ. Κωνσταντίνου, χωρίς να τα καθορίσει και να τα επισημάνει σαφώς. Μόνο σε μία περίπτωση, ορθώς ενεργώντας, διαφώνησε σαφώς με τη δήλωση του κ. Κωνσταντίνου ότι δεν ανέμενει να προκύψει ο,τιδήποτε από τη διαδικασία της ανακριτικής επιτροπής για την οικονομία. Η μετάδοση της αναφοράς που έγινε από τον κ. Κωνσταντίνου ότι «η πολλή δημοκρατία είναι αρρώστια» αντιβαίνει στη γενική διάταξη του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας περί σεβασμού και προαγωγής της δημοκρατίας και των άλλων πανανθρώπινων αξιών. Εν πρώτοις, δεν μπορεί να υπάρξει ποσόστωση στη δημοκρατία. Υπάρχει μόνο η δημοκρατία ως πανανθρώπινη αξία και δεν είναι δυνατό οποιοσδήποτε κατά το δοκούν να προκρίνει περιορισμό της όταν προσωπικά και αυθαίρετα θεωρεί ότι υπάρχει πολλή δημοκρατία. Εξ άλλου, ο χαρακτηρισμός της δημοκρατίας ως αρρώστιας παραπέμπει σε μια κατάσταση που πρέπει να αντιμετωπισθεί δραστικά, και στην προκειμένη περίπτωση με τα μέσα και τις μεθόδους που προκρίνει η Χρυσή Αυγή, μια οργάνωση με δημοσίως διακηρυγμένες φασιστικές και αντιδημοκρατικές αντιλήψεις Η Επιτροπή θεωρεί ότι ήταν υποχρέωση της παρουσιάστριας να υποδείξει το σαφώς αντιδημοκρατικό χαρακτήρα της δήλωσης αυτής και το γεγονός ότι υποσκάπτει την ιδέα της πανανθρώπινης αξίας της δημοκρατίας, πολύ περισσότερο όταν η ίδια αναγνώρισε ότι ο φιλοξενούμενός της, ως ηθοποιός, παράγει κουλτούρα και ότι είχε την ιδιότητα να εκφέρει ζωντανές απόψεις και λόγο-δηλαδή κατά τρόπο που εύκολα θα μπορούσε να επηρεάσει άλλους. Η Επιτροπή έχει την άποψη ότι η απλή παρατήρηση «γιατί Χρυσή Αυγή, Κωστάκη… είσαι δημοκράτης» δεν ήταν επαρκής αντίδραση, αφ’ ενός γιατί ήταν ανακριβής και παραπλανητική, δεδομένου ότι η δήλωση του φιλοξενούμενου ότι «η πολλή δημοκρατία είναι αρρώστια» δεν συνάδει με δημοκρατικές αντιλήψεις και αφ’ ετέρου γιατί δεν υπήρξε σαφής αντίλογος και αποδοκιμασία των αντιδημοκρατικών αντιλήψεων και μεθόδων της οργάνωσης αυτής –για τις οποίες οι Ελληνικές αρχές πήραν δραστικά μέτρα καταστολής, όταν η απόφαση της Επιτροπής είχε ήδη ληφθεί. Περαιτέρω, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι αναφορές του κ. Κωνσταντίνου ότι φοβάται να κυκλοφορήσει σε δρόμους της Αθήνας γιατί τον βλέπουν οκτακόσιοι ξένοι που δεν ξέρει τι έχουν κάμει στη χώρα τους, με το γενικό τρόπο που διατυπώθηκαν, έχουν έντονο ξενοφοβικό χαρακτήρα και ως τέτοιες είναι δυνατό να διεγείρουν την καχυποψία, το μίσος και την αποστροφή προς κάθε ξένο. Ως εκ τούτου κρίθηκε ότι αντιβαίνουν στην πρόνοια περί αποφυγής αναφορών που εμπεριέχουν στοιχεία προκατάληψης λόγω φυλής, χρώματος, γλώσσας, θρησκείας και εθνικής καταγωγής. Η Επιτροπή διευκρινίζει ότι η απόφαση αυτή δεν αφορά στον κ. Κωνσταντίνου, επί του οποίου δεν έχει αρμοδιότητα, αν και αποδοκιμάζει έντονα τις δηλώσεις του, αλλά στο ΡΙΚ και στην παρουσιάστρια της εκπομπής, γιατί έδωσαν βήμα να ακουσθούν οι ξενοφοβικές απόψεις του και δεν μερίμνησαν να διαχωρίσουν τη θέση τους από αυτές σαφώς και απεριφράστως. Για τους πιο πάνω λόγους, η Επιτροπή αποφάσισε ότι το περιεχόμενο της εκπομπής συνιστά παραβίαση των προαναφερθεισών προνοιών του Κώδικα.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
9/2013
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
23/07/2013
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας επιλήφθηκε παραπόνου 9/28/5/2013) από γυναίκα επιχειρηματία στην Αγία Νάπα, ότι σε άρθρο που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό DownTown και αναρτήθηκε στις ιστοσελίδες του www.philenews.com και www.elita.com.cy χρησιμοποιήθηκε χυδαία γλώσσα, Ειδικότερα, η παραπονούμενη ανέφερε ότι η φράση «…πολλοί (στην περιοχή Αγίας Νάπας) βιοπορίζονται από τουρίστες που κάνουν *.* (λέξη που περιγράφει σεξουαλική πράξη) σε νυκτερινές βαρκάδες…» είναι χυδαία και ανεπίτρεπτη σε ένα περιοδικό που δεν επισημαίνει ότι απευθύνεται μόνο σε ενήλικες ή σε μια τάξη «προχωρημένων» ανθρώπων που δεν ενοχλούνται από τη χρήση φράσεων οι οποίες περιγράφουν σεξουαλικές πράξεις, αλλά αντίθετα διανέμεται με μια εφημερίδα που απευθύνεται σε όλα τα μέλη της οικογένειας και σε όλες τις ηλικιακές ομάδες και κατηγορίες ανθρώπων. Το άρθρο γράφτηκε από τον αρχισυντάκτη του περιοδικού DownTown Θανάση Φωτίου και δημοσιεύθηκε στις 26/5/2013 κάτω από τον τίτλο «Ο φαρισαϊσμός μιας ξέκωλης κοινωνίας». Το περιοδικό διανέμεται με την εφημερίδα «Φιλελεύθερος». Το άρθρο ασκούσε κριτική για τον τρόπο τουριστικής ανάπτυξης της Αγίας Νάπας και αποδοκίμαζε την κατά την άποψή του υποκριτική και ανακόλουθη στάση των τοπικών αρχών της Αγίας Νάπας που διέταξαν το κλείσιμο καταστήματος ερωτικών αντικειμένων “Sex Museum”, ενώ η κοινότητα βιοπορίζεται ανεχόμενη σεξουαλικές ελευθεριότητες από τουρίστες. Το άρθρο αναδημοσιεύθηκε αυτούσιο στην ιστοσελίδα www.elita.com.cy στις 28/5/2013 και την επομένη στην ιστοσελίδα www.philenews.com, αφού από τον τίτλο αφαιρέθηκε η λέξη «ξέκωλη». Η εφημερίδα απάντησε –με σημαντική καθυστέρηση- ότι οι εκφράσεις που χρησιμοποίησε ο δημοσιογράφος ήταν ο τρόπος του να διατυπώσει την έντονη αποδοκιμασία που αισθανόταν για συμπεριφορές και ενέργειες που θεωρούσε υποκριτικές. Η εφημερίδα εξέφρασε τη θλίψη της αν η χρήση των επίμαχων φράσεων ενόχλησε οποιουσδήποτε από τους αναγνώστες της. Η Επιτροπή αποφάσισε κατ’ αρχήν ότι τα έντυπα στα οποία δημοσιεύθηκε το άρθρο θεωρούνται σοβαρά και απευθύνονται στην οικογένεια και σε μέλη του ευρύτερου κοινού και όχι μόνο σε κάποιες ομάδες ή σε μέλη του κοινού που μπορούν να θεωρηθούν ως έχοντα «προωθημένες» αντιλήψεις ως προς τη γλώσσα που χρησιμοποιούν και τον τρόπο έκφρασης. Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η επίμαχη λέξη που χρησιμοποιήθηκε στο κείμενο του άρθρου χρησιμοποιείται για να αποδώσει την έννοια ερωτικής πράξης και αποφάσισε ότι το γεγονός αυτό συνιστά εκχυδαϊσμό της γλώσσας από ένα έντυπο που διανέμεται από μια σοβαρή εφημερίδα και απευθύνεται προς τα μέλη ολόκληρης της οικογένειας. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή αποφάσισε ότι, με βάση τις επικρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις και την ισχύουσα ηθική της Κυπριακής κοινωνίας, η χρησιμοποίηση λέξης που περιγράφει άνευ περιστροφών μια ερωτική πράξη συνιστά παράβαση της ρητής πρόνοιας του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας , η οποία ορίζει ότι «οι λειτουργοί των ΜΜΕ αποφεύγουν δημοσιεύματα ή μεταδόσεις ή τη χρήση γλώσσας που με βάση τις επικρατούσες αντιλήψεις, έχουν χυδαίο ή αισχρό περιεχόμενο». Η Επιτροπή θεωρεί ότι ο δημοσιογράφος Θανάσης Φωτίου -όπως και οποιοσδήποτε άλλος δημοσιογράφος- είχε το δικαίωμα, στο πλαίσιο του δικαιώματος της ελευθερίας έκφρασης, να ασκήσει κριτική και να χαρακτηρίσει υποκριτική την απόφαση για το κλείσιμο του καταστήματος ερωτικών αντικειμένων. Όμως πιστεύει ότι οσοδήποτε ισχυρά και αν ήταν τα αισθήματα αποδοκιμασίας της θεωρούμενης ως υποκριτικής στάσης στο θέμα αυτό θα μπορούσαν να εκφρασθούν και χωρίς της χρήση εκφράσεων που με βάση την ισχύουσα ηθική θεωρούνται χυδαίες ή αισχρές. Περαιτέρω η Επιτροπή αποφάσισε ότι η απόδοση υποκριτικής στάσης σε ολόκληρη την κοινωνία της Αγίας Νάπας, η οποία μάλιστα χαρακτηρίστηκε κατά τρόπο σαρωτικό «ξέκωλη» -με όποια σημασία και αν δοθεί στη λέξη-, αποτελεί ατυχή γενίκευση και ως εκ τούτου παράβαση της πρόνοιας του Κώδικα περί ακρίβειας των πληροφοριών. Η ενδεχόμενη ύπαρξη κάποιων πολιτών της Αγίας Νάπας οι οποίοι δυνατό να βιοπορίζονται ανεχόμενοι ή εκμεταλλευόμενοι κατ’ ισχυρισμόν ελευθεριότητες τουριστών δεν σημαίνει ότι όλα τα μέλη της κοινωνίας αυτής αποδέχονται τις πρακτικές αυτές, ώστε να περιγράφονται συλλήβδην ως μια «ξέκωλη» κοινωνία. Η λέξη αυτή δεν είναι καταγραμμένη σε κανένα από τα έγκυρα λεξικά της ελληνικής γλώσσας, αλλά είναι προφανές ότι, με όποια έννοια και αν εκληφθεί, είναι προσβλητική και η χρήση της αποβλέπει στο χλευασμό, τη διαπόμπευση ή το διασυρμό ατόμων ή ομάδων, κατά παράβαση της σχετικής πρόνοιας του Κώδικα. Το συμπέρασμα ότι η έννοια της λέξης αυτής είναι προσβλητική ή τείνει να διασύρει επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι ο «Φιλελεύθερος», αναδημοσιεύοντας το άρθρο, στην ιστοσελίδα www.philenews.com, ορθώς πράττοντας, την αφαίρεσε από τον τίτλο του. Τέλος, η Επιτροπή τονίζει ότι οι πρόνοιες του Κώδικα για διαγωγή, συμπεριφορά και επαγγελματικό επίπεδο της υψηλότερης δυνατής στάθμης επιβάλλουν στα ΜΜΕ και στους δημοσιογράφους που απευθύνονται στο ευρύ κοινό να τηρούν ένα υψηλό επίπεδο έκφρασης και γλώσσας.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
8/2013
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
27/05/2013
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Οι ιστότοποι πληροφόρησης www.newsit.gr και www.newsit.com.cy ανήρτησαν στις 27/5/2013, φωτογραφίες που λήφθηκαν από την ΕΜΑΚ στο χώρο της συντριβής του Αεροπλάνου της «Ηλιος», στις 14 Αυγούστου, 2013, στο Γραμματικό Αττικής. Οι φωτογραφίες, 42 τον αριθμό παρουσίαζαν σκηνές από το έργο διάσωσης, κυρίως κατάσβεσης εστιών φωτιάς, περισυλλογής τεκμηρίων, συντριμμάτων του αεροπλάνου και πτωμάτων. Οι φωτογραφίες πτωμάτων ήταν αποκρουστικές, καθώς παρουσίαζαν απανθρακωμένα ή διαμελισμένα σώματα και πρόσωπα τα οποία ήταν σε αναγνωρίσιμα, στις περιπτώσεις που δεν ήταν παραμορφωμένα ή συνθλιμμένα. Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας επιλήφθηκε αυτεπαγγέλτως του θέματος, όπως είχε πράξει και αμέσως μετά το δυστύχημα, και με τη μέθοδο της συνεννόησης με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο αποφάσισε την έκδοση ανακοίνωσης έντονης καταδίκης της δημοσίευσης των φωτογραφιών αυτών. Οι φωτογραφίες αφαιρέθηκαν, μετά και την έντονη δημόσια αποδοκιμασία από επισκέπτες των δύο ιστοσελίδων. Η ανακοίνωση που εκδόθηκε και στάληκε σε όλα τα ΜΜΕ για δημοσίευση έχει ως ακολούθως: ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΓΙΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΩΝ ΤΗΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΚΗΣ Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εκφράζει τη θλίψη, απογοήτευση και αποτροπιασμό της για την ενέργεια των ιστοσελίδων www.newsit.gr και www.newsit.com.cy, να δημοσιεύσουν φωτογραφίες από την αεροπορική τραγωδία της «Ηλιος» στο Γραμματικό, στις 14 Αυγούστου, 2005. Η δημοσίευση πολλών φωτογραφιών που παρουσιάζουν διαμελισμένα και παραμορφωμένα πτώματα επιβατών όχι μόνο παραβιάζει κάθε κανόνα δημοσιογραφικής δεοντολογίας αλλά και κάθε κανόνα ανθρωπισμού, μαρτυρώντας έλλειψη σεβασμού προς τους συγγενείς των θυμάτων και ευαισθησίας για τον πόνο που η ενέργεια αυτή τους προκαλεί. Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας προσπάθησε να επικοινωνήσει με τους δύο ιστότοπους, με το μόνο τρόπο που προσφέρουν, την αποστολή μηνυμάτων. Αν τα μηνύματα λήφθηκαν, δεν υπήρξε καμιά αντίδραση. Για το λόγο αυτό η Επιτροπή καλεί τους δύο ιστότοπους να αφαιρέσουν χωρίς καμιά χρονοτριβή το αποκρουστικό φωτογραφικό υλικό που ανήρτησαν και να απολογηθούν δημοσίως τόσο για την παραβίαση των κανόνων της δημοσιογραφικής δεοντολογίας, όσο και την πρόκληση αχρείαστης οδύνης στους συγγενείς των θυμάτων της τραγωδίας. Η Επιτροπή επισημαίνει ότι η αναδημοσίευση δεν αποτελεί δικαιολογία για τη δημοσίευση απαράδεκτων κειμένων ή φωτογραφιών και καλεί όλα τα ΜΜΕ να μη αναπαράγουν την κατάφωρη αυτή παραβίαση του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, της ηθικής και του ανθρωπισμού. 27/5/2013
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
7/2013
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
16/04/2013
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΟΧΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (7/26/2/2013) από το Βοηθό Έφορο Εκλογής και προϊστάμενο της Υπηρεσίας Εκλογών του Υπουργείου Εσωτερικών Δημήτρη Δημητρίου ότι δημοσίευμα στον ιστότοπο της εφημερίδας «Καθημερινή» το οποίο, όπως υποστήριξε, τον προσέβαλλε τόσο ως άτομο όσο και ως λειτουργό του δημοσίου. Ο κ. Δημητρίου υπέβαλε το επίμαχο δημοσίευμα με υπογραμμισμένα κάποια αποσπάσματα που προφανώς κατά την άποψή του ήταν υποστηρικτικά του παραπόνου του, τα οποία κατωτέρω παρατίθενται σε εισαγωγικά. Το δημοσίευμα, ημερομηνίας 14ης Φεβρουαρίου, 2013, υπό τον τίτλο «Με νοοτροπίες του ’80 ο έφορος εκλογών» και κάτω από την υπογραφή του δημοσιογράφου Παναγιώτη Τσαγγάρη, αποτελούσε σχόλιο σχετικά με την απόρριψη αιτήματος για παραχώρηση διευκολύνσεων για ζωντανή ροή των αποτελεσμάτων των προεδρικών εκλογών στις 14 Φεβρουαρίου, 2013, από ιστοσελίδες διαδικτυακών εφημερίδων. Σύμφωνα με το δημοσίευμα, ο κ. Δημητρίου αρνήθηκε «πεισματικά» να δώσει τη συγκατάθεσή του «προβάλλοντας επιχειρηματολογία, πραγματικά, άνω ποταμών» και «χωρίς …καμία απολύτως λογική εξήγηση» και προβάλλοντας τον όρο ότι τα αποτελέσματα δεν θα εκτυπώνονταν. Επίσης ανέφερε ότι αν και του δόθηκαν εξηγήσεις ότι τα αποτελέσματα δεν θα εκτυπώνονταν «ο προϊστάμενος της Υπηρεσίας Εκλογών ήταν αδύνατο ή δεν ήθελε να αντιληφθεί τις επεξηγήσεις». Περαιτέρω το δημοσίευμα ανέφερε ότι «το όλο θέμα εγείρει πολλά ερωτήματα ως προς τη στάση του κ. Δημητρίου» και ότι η όλη προσέγγιση του «καταδεικνύει πως όντως η Δημόσια Υπηρεσία και το κράτος χρειάζονται αμέσως αναδιοργάνωση και αναδόμηση με ανθρώπους που να μπορούν να αντιλαμβάνονται και να γνωρίζουν τις απαιτήσεις των εποχών». Το δημοσίευμα κατέληγε με τη θέση ότι «είναι αδιανόητο να ηγούνται σημαντικών πόστων άνθρωποι με νοοτροπίες της δεκαετίας του ’80», που «δεν τιμούν αλλά ούτε και αντιπροσωπεύουν αυτό που η κοινωνία αισθάνεται, απαιτεί και θέλει». Ο Διευθυντής της «Καθημερινής» Ανδρέας Παράσχος, παραθέτοντας τις θέσεις της εφημερίδας ανέφερε ότι ο κ. Δημητρίου, σε αλλεπάλληλες τηλεφωνικές συνδιαλέξεις «ήταν προφανές ότι δεν είχε πρόθεση να διαχειριστεί, έστω, το ζήτημα» της παραχώρησης διευκολύνσεων που είχαν δοθεί σε προηγούμενες εκλογές για ζωντανή μετάδοση της ροής των αποτελεσμάτων. Ο κ. Παράσχος ανέφερε επί λέξει: «Η απάντηση που λαμβάναμε κάθε φορά, χωρίς όμως εξήγηση, ήταν μία και στερεότυπη, ότι υπήρχε απόφαση να μη μας παρασχεθεί η συγκεκριμένη διευκόλυνση, η οποία και θα δινόταν μόνο στα τηλεοπτικά κανάλια παγκύπριας εμβέλειας». Ανέφερε ότι παραπέμφθηκε στην ιδιωτική εταιρεία που διαχειριζόταν τη μετάδοση των αποτελεσμάτων και αποτάθηκε και στην Υπουργό Εσωτερικών, χωρίς να πάρει ποτέ συγκεκριμένη απάντηση. Ο κ. Παράσχος ανέφερε ότι στις πολυάριθμες επικοινωνίες του έπαιρνε στερεότυπες απαντήσεις «δεν γίνεται» χωρίς καμιά απάντηση στο ερώτημα γιατί και χωρίς μια λογική εξήγηση για την άρνηση παροχής διευκολύνσεων έγκαιρης ενημέρωσης. Καταλήγοντας ανέφερε ότι στόχος και πρόθεση του δημοσιεύματος ήταν να ψέξει τα κακώς κείμενα και να ασκήσει κριτική στη δημόσια διοίκηση και ότι σε καμία περίπτωση δεν υπήρχε πρόθεση να θιγεί το πρόσωπο ή η αξιοπρέπεια του κ. Δημητρίου ή, έστω, να αμφισβητηθεί η επάρκειά του. Περαιτέρω ανέφερε ότι το δημοσίευμα υπήρξε καλόπιστο, όπως καλόπιστη ήταν και η απόφαση της διεύθυνσης της εφημερίδας να το δημοσιεύσει. Επίσης, ο συντάκτης του σχολίου ανέφερε ότι σ’ αυτό καταγράφηκαν οι εντυπώσεις από τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίστηκε το αίτημα των διαδικτυακών εφημερίδων και αποτελούσαν προέκταση του τόπου με τον οποίο απορρίφθηκε το αίτημά τους. Η Επιτροπή θεωρεί ότι το δικαίωμα των δημοσιογράφων και των ΜΜΕ να ασκούν κρητική κατοχυρώνεται τόσο από το βασικό δικαίωμα της ελευθερίας έκφρασης, που αποτελεί βασική αρχή του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, όσο και το άρθρο 1 του Κώδικα, που ορίζει ότι τα ΜΜΕ «ενώ έχουν δικαίωμα να προβαίνουν σε αναλύσεις και να υποστηρίζουν συγκεκριμένες θέσεις, εν τούτοις θα πρέπει να καθιστούν σαφή τη διάκριση μεταξύ γεγονότος και ερμηνείας, σχολίου ή εικασίας». Επίσης θεωρεί ότι η σύγχρονη τάση είναι υπέρ της ελευθερίας έκφρασης ιδιαίτερα όσον αφορά σε πράξεις ή παραλείψεις της δημόσιας διοίκησης. Επομένως, η άσκηση κριτικής και η χρήση χαρακτηρισμών τόσο για την άρνηση του Βοηθού Εφόρου Εκλογής να παράσχει τις διευκόλυνσης που ζήτησαν οι ιστοσελίδες πληροφόρησης, όσο και για την άρνηση να δώσει μια αιτιολογημένη εξήγηση βρισκόταν εντός των δικαιωμάτων των δημοσιογράφων. Ο Κώδικας Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, στο άρθρο 3 ορίζει ότι «τα ΜΜΕ και οι λειτουργοί τους δεν προβαίνουν σε ανοίκειες προσωπικές επιθέσεις και υβριστικούς και προσβλητικούς χαρακτηρισμούς που διασύρουν την τιμή και υπόληψη», ενώ το άρθρο 11 προβλέπει πώς «ο χλευασμός, η διαπόμπευση και ο διασυρμός ατόμων ή ομάδων είναι ανεπίτρεπτος». Από την εξέταση του σχολίου της ιστοσελίδας της «Καθημερινής» η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το περιεχόμενό του δεν στρεφόταν εναντίον του προσώπου του κ. Δημητρίου, ώστε να συνιστά προσωπική επίθεση και χλευασμό, διαπόμπευση ή διασυρμό του, αλλά αποτελούσε κριτική της απόφασης και ενέργειάς του να αρνηθεί να παράσχει διευκολύνσεις άμεσης μετάδοσης των εκλογικών αποτελεσμάτων και κυρίως της παράλειψης να δώσει κάποια αιτιολογημένη εξήγηση για την άρνηση της διευκόλυνσης που ζητήθηκε , δεδομένου και του γεγονότος ότι σε προηγούμενες εκλογές είχαν δοθεί τέτοιες διευκολύνσεις. Η άποψη αυτή ενισχύεται από το γεγονός από την αναφορά στο σχόλιο ότι «δεν ήθελε να αντιληφθεί τις επεξηγήσεις», που θεωρείται ότι σημαίνει πως είχε μεν λόγους να αρνείται τη διευκόλυνση που ζητήθηκε, αλλά δεν ήθελε να τους αποκαλύψει. Ο διευθυντής της εφημερίδας περιέγραψε λεπτομερώς το τείχος άρνησης που συνάντησε στην προσπάθειά του να εξασφαλίσει την άμεση μετάδοση των εκλογικών αποτελεσμάτων ή να πάρει κάποια λογική εξήγηση για την άρνηση αυτή. Η Επιτροπή πιστεύει ότι οι σχέσεις των λειτουργών της δημόσιας διοίκησης και τον δημοσιογράφων θα πρέπει να διέπονται από πνεύμα συνεργασίας, αμοιβαίας κατανόησης και ειλικρίνειας, που θα πρέπει να εκδηλώνεται εμπράκτως. Στην προκειμένη περίπτωση η Επιτροπή θεωρεί ότι οι δημοσιογράφοι είχαν δικαίωμα σε μια, οποιαδήποτε εξήγηση για την άρνηση παροχής της διευκόλυνσης που ζήτησαν και περαιτέρω, ότι μπορούσαν να ασκήσουν κριτική για την άρνηση που συνάντησαν. Η Επιτροπή θεωρεί ότι ορισμένες εκφράσεις που χρησιμοποιήθηκαν ήταν αυστηρές και θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί, αλλά δεδομένου του γεγονότος ότι αναφέρονταν σε πράξεις του παραπονουμένου και όχι στον ίδιο προσωπικά, και δεδομένης της διαβεβαίωσης του Διευθυντή της «Καθημερινής» ότι δεν στρέφονταν εναντίον του προσώπου του κ. Δημητρίου και δεν συνιστούσαν αμφισβήτηση της επαγγελματικής του επάρκειας, δεν θεωρήθηκαν ως παραβίαση προνοιών του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
5/2013
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
26/02/2013
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (5/26/1/2013) από την εφημερίδα «Η Φωνή της Λεμεσού» ότι η εφημερίδα «Λεμεσός» υπέκλεψε είδησή της και τη δημοσίευσε χωρίς να αναφέρει την πηγή προέλευσης. Ειδικότερα, σύμφωνα με το παράπονο, η «Φωνή της Λεμεσού» δημοσίευσε στις 17 Φεβρουαρίου, 2013, είδηση για τα σχέδια διαπλάτυνσης και σύνδεσης της Λεωφόρου Ρούσβελτ στη Λεμεσό με το παραλιακό μέτωπο, την οποία η «Λεμεσός» δημοσίευσε αυτούσια στις 18 Φεβρουαρίου, 2013. Η είδηση δημοσιεύθηκε και στις ιστοσελίδες των δύο εφημερίδων. Η Επιτροπή διαπίστωσε, από την εξέταση των δημοσιευμάτων, ότι η είδηση που δημοσίευσε η «Λεμεσός», τόσο στην ιστοσελίδα όσο και στην έντυπη έκδοσή της, ήταν ακριβώς η ίδια με εκείνη της «Φωνής της Λεμεσού, περιλαμβανομένου και του τίτλου. Επίσης διαπίστωσε ότι στην έντυπη έκδοση η «Λεμεσός» ανέφερε, στο τέλος της είδησης, ως πηγή της τη «Φωνή της Λεμεσού» ενώ στη διαδικτυακή έκδοση δεν ανέφερε πηγή. Ο εκδότης της «Λεμεσού», παραθέτοντας στην επιτροπή της απόψεις του ανέφερε ότι η παράλειψη οφειλόταν σε αβλεψία, για την οποία και απολογήθηκε, δημοσιεύοντας τη σχετική απολογία στη διαδικτυακή έκδοση της εφημερίδας, στις 4 Φεβρουαρίου, 2013. Κατόπιν τούτου η Επιτροπή θεώρησε το θέμα ως διευθετηθέν, με τη σύσταση όπως τα ΜΜΕ και οι δημοσιογράφοι τηρούν τους κανόνες επιβαλλόμενης αβροφροσύνης και αναγνώρισης της εργασίας συναδέλφων τους οσάκις αναφέρονται σε ειδήσεις που έχουν δημοσιευθεί και την πρόνοια του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας που ορίζει ότι: «Εκεί που επιτρέπεται, η αναδημοσίευση από άλλη πηγή γίνεται με σεβασμό προς το συγγραφέα/δημιουργό ή τον ιδιοκτήτη. Τα Μ.Μ.Ε. και οι λειτουργοί των υποχρεούνται να αναφέρουν την προέλευση.»
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
1/2013
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
26/02/2013
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (1/4/1/2013) από το Σταύρο Χατζησάββα ότι η εφημερίδα «Πολίτης» σε είδηση που δημοσίευσε στις 31 Δεκεμβρίου, 2012, ανακριβώς παρουσίασε το στιχουργό Λεωνίδα Μαλένη ως υποστηρικτή του ΕΛΑΜ, με αφορμή την παρουσία του σε εκδήλωση εξαγγελίας του υποψηφίου του για τις προεδρικές εκλογές του 2013. Ειδικότερα, η εφημερίδα δημοσίευσε φωτογραφία από την εκδήλωση με συνοδευτικό κείμενο παραπομπής σε εκτενέστερη είδηση, αναφέροντας ότι το ΕΛΑΜ διεκδικούσε την προεδρία της Δημοκρατίας με το μέλος του Γιώργο Χαραλάμπους, «τυγχάνοντας της στήριξης του στιχουργού Λεωνίδα Μαλένη και αγωνιστών της ΕΟΚΑ…» Μια από τις φωτογραφίες που δημοσίευσε η εφημερίδα παρουσίαζε τον κ. Μαλένη να κάθεται μαζί με άλλα άτομα, μεταξύ των οποίων και ο παραπονούμενος Σταύρος Χατζησάββας. Ο παραπονούμενος ανέφερε ότι ο ισχυρισμός της εφημερίδας για τον κ. Μαλένη ήταν ανακριβής και ότι ο ίδιος και ο κ. Μαλένης παρέστησαν ως δημοσιογράφοι ύστερα από πρόσκληση του ΕΛΑΜ και κάθισαν στις καρέκλες που είχαν κρατηθεί για τους δημοσιογράφους. Παραπονέθηκε ότι η είδηση δεν είχε καμιά σχέση με την πραγματικότητα και ότι η εφημερίδα παρέλειψε να επικοινωνήσει με τον κ. Μαλένη ή με τον ίδιο προκειμένου να ερωτήσει για την παρουσία τους στην εκδήλωση του ΕΛΑΜ. Η εφημερίδα απάντησε ότι η πληροφορία που δημοσίευσε προέκυψε από μια φωτογραφία που παρουσίαζε τον κ. Μαλένη να παρευρίσκεται σε εκδήλωση του ΕΛΑΜ και ότι δημοσίευσε τη φωτογραφία συνοδεύοντάς τη με δηκτικό σχόλιο, γιατί θεώρησε σημαντική την παρουσία ενός καλλιτέχνη στην εκδήλωση μιας ακροδεξιάς ομάδας, της οποίας οι διοργανωτές δεν φημίζονται για την ανοχή τους στην αντίθετη άποψη. Επίσης ανέφερε ότι αποκατέστησε το όνομα του κ. Μαλένη με δημοσίευμα της την επομένη, καθώς και αργότερα όταν παρέστη ως προτείνων την υποψηφιότητα της κ. Πραξούλας Αντωνιάδου. Η εφημερίδα ανέφερε ότι ο ίδιος ο παραπονούμενος ήταν άγνωστος και όχι δημόσιο πρόσωπο και δεν ήταν ποτέ αντικείμενο των σχετικών δημοσιευμάτων της. Εξ άλλου, ανέφερε ότι δημοσίευσε επιστολή του παραπονουμένου, την οποία σχολίασε αναφέροντας ότι ο κ. Μαλένης δεν εμφαίνεται ως δημοσιογράφος στην ιστοσελίδα τουριστικής προβολής που διαχειρίζεται ο παραπονούμενος. Η Επιτροπή εξέτασε το θέμα παρά το γεγονός ότι το παράπονο αφορούσε σε τρίτο άτομο, και υποβλήθηκε από πρόσωπο του οποίου η ταυτότητα δεν καθορίστηκε στην είδηση, έστω και αν δημοσιεύθηκε φωτογραφία του που ελήφθη σε μια δημόσια εκδήλωση. Και αυτό αφ’ ενός γιατί η παρουσία του κ. Μαλένη, που είναι γνωστή προσωπικότητα, στην εκδήλωση του ΕΛΑΜ έτυχε σχολιασμού από μέλη του κοινού και αφ’ ετέρου γιατί το θέμα αφορά στη βασική πρόνοια του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας περί της ακρίβειας των πληροφοριών. Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι ο ισχυρισμός πως ο κ. Μαλένης, παρέστη ως υποστηρικτής του ΕΛΑΜ αποτελούσε ένα συμπέρασμα από τη θέαση μιας φωτογραφίας, του οποίου την ακρίβεια παρέλειψε να ελέγξει η εφημερίδα, με συνέπεια τη δημοσίευση μιας ανακριβούς πληροφορίας, κατά παράβαση της πρόνοιας του Κώδικα περί ακρίβειας των πληροφοριών. Παράλληλα, η Επιτροπή αποφάσισε ότι η εφημερίδα συμμορφώθηκε προς τις πρόνοιες του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας περί ανασκευής ανακριβών πληροφοριών και παροχής του δικαιώματος απάντησης, προβαίνοντας σε διόρθωση της ανακρίβειας και δημοσιεύοντας επιστολή του παραπονουμένου.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
6/2013
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
26/02/2013
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΟΧΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας επιλήφθηκε παραπόνου (6/12/2/2013) εναντίον της εφημερίδας «Αλήθεια» για δημοσίευση δηλώσεων του υποψηφίου για την προεδρία στην προεδρική εκλογή του Φεβρουαρίου, 2013, Κώστα Κυριάκου Ούτοπου, σχετικά με τις απόψεις του για μείωση των ορίων ερωτικής ενηλικίωσης των παιδιών, ίσως και μέχρι τα 11 ή 12 και υπέρ της παιδοφιλίας. Το δημοσίευμα με τον τίτλο «Δεν είμαι εναντίον του έρωτα των παιδιών», γραμμένο από την Κατερίνα Ηλιάδη, αποτελούσε έντονη επίκριση της Κυπριακής κοινωνίας, που ενώ «σοκάρεται με τα μικρά, επιλέγει να κάνει χάζι στη συγκεκριμένη περίπτωση που αφορά στην εκλογική διαδικασία». Ανέφερε πως «κανενός το αφτί δεν έχει ιδρώσει από τα όσα υπόσχεται ότι θα εφαρμόσει εάν εκλεγεί ο υποψήφιος για την προεδρία της Δημοκρατίας, Κώστας Κυριάκου Ούτοπος, ο οποίος υπόσχεται ότι θα κατεβάσει το όριο της ερωτικής ενηλικίωσης των παιδιών». Στη συνέχεια η εφημερίδα παραθέτει όσα ο Ούτοπος ανέφερε σε συνέντευξή του στο Super Spor FM υπέρ της παιδοφιλίας, καθώς και επικριτικές δηλώσεις της Επιτρόπου για την προστασία των Δικαιωμάτων του Παιδιού και νομικών και κοινωνιολόγων που εισηγήθηκαν τρόπους καθιέρωσης κριτηρίων για να εξασφαλίζεται ένα ελάχιστο επίπεδο οποιουδήποτε επιθυμεί να διεκδικήσει το αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας. Για το δημοσίευμα της εφημερίδας υπέβαλαν παράπονο οι Μαριάννα Αλετράρη, Μαρία Καλλή και Αντιγόνη Θεμιστοκλέους, που ανέφεραν ότι θεωρούν «προκλητικό και ανεπίτρεπτο σε μια δημοκρατία να δημοσιεύονται παρόμοιας φύσης ρεπορτάζ», έστω και αν σκοπός ήταν να επικριθεί η συμπεριφορά του Κώστα Κυριάκου Ούτοπου. Και αυτό γιατί, όπως ανέφεραν, «η προβολή, ακόμη και η αρνητική προβολή δεν παύει από το να είναι προβολή και διαφήμιση» και γιατί υπάρχουν «άλλοι τρόποι για την καταδίκη των σατυρικών αυτών επιλογών που καταβαραθρώνουν το πολιτισμικό επίπεδο της ανθρώπινης ζωής και της κοινωνίας» από την προβολή τους για σκοπούς εντυπωσιασμού. Η Επιτροπή προβληματίστηκε σοβαρά γύρω από το θέμα και την επιχειρηματολογία των παραπονουμένων, την οποία θεώρησε κατά βάση σωστή. Ωστόσο αποφάσισε να μην προχωρήσει στην ουσιαστική εξέταση του παραπόνου, παρ’ όλο που κάποιες από τις αναφορές του Ούτοπου κρίθηκαν απαράδεκτες και καταδικαστέες. Και αυτό γιατί τυχόν εξέταση του παραπόνου θα μπορούσε να εκληφθεί ως αποθάρρυνση των δημοσιογράφων να επιλαμβάνονται θεμάτων παρόμοιας φύσης σε μια περίοδο που πραγματικά παρατηρείται απάθεια της κοινωνίας και των φορέων έναντι συμπεριφορών που πλήττουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και παραβιάζουν ακόμη και τη νομοθεσία. Η Επιτροπή κατέληξε στην απόφαση αυτή λαμβάνοντας υπόψη και το γεγονός ότι παρόμοια δημοσιογραφική ευαισθησία είναι πράγματι σπάνια και επίσης ότι η δημοσιογράφος δεν χρησιμοποίησε την αποδοκιμασία των δηλώσεων Ούτοπου ως πρόσχημα για να τις προβάλει, αλλά με ειλικρινή διάθεση κινητοποίησης της κοινωνίας και των φορέων για πάταξη τέτοιων συμπεριφορών. Υπό την επιφύλαξη των ανωτέρω παρατηρήσεων, η Επιτροπή δέχεται τη θέση ότι ενίοτε ακόμη και η αρνητική προβολή συνιστά προβολή, γι’ αυτό και συνιστά όπως η πρόθεση καταδίκης ή αποδοκιμασίας καταστάσεων, δηλώσεων και πράξεων που είναι έκδηλα απαράδεκτες, επιζήμιες ή μη αποδεκτές από το ευρύτερο κοινό και υπό άλλες συνθήκες δεν θα προβάλλονταν, μη χρησιμοποιείται ως πρόσχημα για την προβολή τους.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
4/2013
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
26/02/2013
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (4/18/1/2013) από την Επίτροπο Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού, ύστερα από παραστάσεις της τέως συζύγου του πρέσβη Νικόλα Αιμιλίου, για αποκάλυψη προσωπικών στοιχείων του γιου τους από την εφημερίδα «Πολίτης». Ειδικότερα, η κ. Αιμιλίου παραπονέθηκε ότι σε είδηση της εφημερίδας στις 19/10/2012 η οποία αναφερόταν σε ενέργειες του τέως συζύγου της (ΣΗΜ: αποτελούν αντικείμενο του παραπόνου 30/19/11/2012 που υπέβαλε ο ίδιος για άλλο περιεχόμενό της) περιλήφθηκαν προσωπικά στοιχεία του παιδιού και ειδικότερα η ηλικία του, η πόλη διαμονής του σε Ευρωπαϊκή πρωτεύουσα, το όνομα της ιδιωτικής σχολής στην οποία φοιτά ο ανήλικος καθώς και το κόστος φοίτησης στην εν λόγω σχολή. Η μητέρα ανέφερε ότι θεωρεί πως τα στοιχεία που δημοσιεύτηκαν αποκαλύπτουν την ταυτότητα του **χρονου γιου της και, ειδικότερα, συγκεκριμενοποιούν τη σχολή στην οποία φοιτά, με ενδεχόμενο ο ανήλικος να έχει ανεπιθύμητες επισκέψεις και/ή παρεμβάσεις στην ιδιωτική του ζωή. Η Επίτροπος αναφέρει ότι σύμφωνα με το Άρθρο 3(1) της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού, την οποία επικύρωσε η Κυπριακή Δημοκρατία το 1991 και, επομένως, τη δεσμεύει με αυξημένη ισχύ έναντι οποιουδήποτε εθνικού νόμου επιβάλλεται όπως: «Σε όλες τις αποφάσεις που αφορούν τα παιδιά, είτε αυτές λαμβάνονται από δημόσιους ή ιδιωτικούς οργανισμούς κοινωνικής ευημερίας, είτε από τα δικαστήρια, τις διοικητικές αρχές ή από τα νομοθετικά όργανα, πρέπει να λαμβάνεται πρωτίστως υπόψη το συμφέρον του παιδιού». Προσθέτει ότι οι “επαγγελματίες των ΜΜΕ θα πρέπει να έχουν την αρχή του συμφέροντος του παιδιού ως ένα από τα βασικά κριτήρια της διαδικασίας λήψης αποφάσεων όπου τα θέματα αφορούν παιδιά, εμπλέκονται παιδιά ή απευθύνονται σε παιδιά, ειδικά όσον αφορά τη θεματολογία αλλά και τον τρόπο παρουσίασης ενός θέματος”. Περαιτέρω αναφέρει ότι Άρθρο 16 της Σύμβασης επιβάλλει ότι: «Κανένα παιδί δεν θα αποτελεί αντικείμενο αυθαίρετων ή παράνομων παρεμβάσεων στην ιδιωτική του ζωή, στην οικογένειά του, στην κατοικία του ή στην αλληλογραφία του, ούτε παράνομων προσβολών της τιμής και της υπόληψής του», με την παρατήρηση ότι αυτό σημαίνει ότι, οι επαγγελματίες των ΜΜΕ υποχρεούνται να προστατεύουν την ταυτότητα των παιδιών στα θέματα που παρουσιάζουν. Σύμφωνα με την Επίτροπο Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού, η προστασία της ταυτότητας και της αξιοπρέπειας του παιδιού περιλαμβάνει, τόσο τις περιπτώσεις όπου πρωταγωνιστής του θέματος είναι παιδί σε ρόλο θύματος, θύτη ή μάρτυρα, όσο και στις περιπτώσεις όπου το θέμα αφορά άλλα μέλη της οικογένειάς του. Η Επίτροπος ανέφερε ότι, δεδομένων των όσων ανέφερε πιο πάνω, και αφού μελέτησε το επίμαχο κείμενο, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ενώ ο σκοπός του ήταν να αποκαλύψει και να ενημερώσει για την συμπεριφορά του κ. Νίκου Αιμιλίου ως δημόσιου κρατικού λειτουργού, (σκοπός καθόλα θεμιτός) στο δημοσίευμα περιλήφθηκαν πληροφορίες, (η ηλικία, ο τόπος διαμονής και το όνομα της ιδιωτικής σχολής στην οποία φοιτά το παιδί), οι οποίες, από τη μια, δεν προσέθεταν ο,τιδήποτε στο σκοπό της αρθρογραφίας, δηλαδή της αποκάλυψης συμπεριφοράς του κ. Νίκου Αιμιλίου, ενώ, από την άλλη, άπτονται της ιδιωτικής ζωής του παιδιού. Η Επίτροπος κατέληξε στην εκτίμηση ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα του παιδιού σε ιδιωτική ζωή και αξιοπρέπεια κοινοποίησε τη θέση της στην Επιτροπή για ενέργειες στο πλαίσιο της δικής της αρμοδιότητας. Η εφημερίδα δημοσίευσε στις 24 Ιανουαρίου, σε περίληψη, την απόφαση της Επιτρόπου Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού, με το ακόλουθο σχόλιο, το περιεχόμενο του οποίου έδωσε και ως ουσία της απάντησής της στην παράκληση της Επιτροπής να παραθέσει τις απόψεις της. «Διευκρινίζοντας ότι ένας επαγγελματίας των ΜΜΕ μπορεί να είναι και κάποιος πράκτορας δημοσίων σχέσεων, και όχι απαραίτητα δημοσιογράφος που επιτελεί το λειτούργημα της ενημέρωσης της κοινής γνώμης για ατασθαλίες της δημόσιας διοίκησης, ο «Π» οφείλει να σχολιάσει ότι στον ορισμό της ιδιωτικής ζωής του παιδιού, όπως περιγράφεται από τις Συμβάσεις του ΟΗΕ, τις οποίες παραθέτει η κ. Κουρσουμπά, δεν περιλαμβάνεται το σχολείο, το οποίο είναι μάλλον δημόσιος χώρος. Επιπλέον, ο «Π» ουδέποτε αναφέρθηκε στον τόπο διαμονής του **χρονου υιού του κ. Αιμιλίου, εκτός εάν με τόπο διαμονής εννοείται η πόλη ή η επαρχία, όπου ζει κάποιο παιδί». Η Επιτροπή εξέτασε το παράπονο από την άποψη των προνοιών του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας και ειδικότερα των άρθρων 3 περί ιδιωτικής ζωής και 11 περί των παιδιών, καθώς και του δικαιώματος της ελευθερίας έκφρασης που επιτρέπει στους δημοσιογράφους να ασχολούνται με τη συμπεριφορά δημοσίων λειτουργών. Το άρθρο 3 ορίζει ότι «η υπόληψη και η ιδιωτική ζωή κάθε προσώπου τυγχάνουν σεβασμού και δεν αποκαλύπτονται στοιχεία προσωπικού χαρακτήρα» και ότι παρεμβάσεις στην ιδιωτική ζωή προσώπων επιτρέπονται μόνο αν εμπλέκονται σε γεγονότα ή καταστάσεις που συνιστούν είδηση γενικότερου ενδιαφέροντος. Το άρθρο 11 προνοεί ότι οι δημοσιογράφοι δεν παρεμβαίνουν στη ζωή παιδιών κάτω των 16 χωρίς τη συγκατάθεση των ενηλίκων που έχουν την ευθύνη γι’ αυτά και ότι οι λειτουργοί των ΜΜΕ υποχρεούνται να τηρούν τις πρόνοιες της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού, οι οποίες αναφέρθηκαν ανωτέρω από την Επίτροπο Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού. Υπό το πρίσμα του δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης η Επιτροπή θεώρησε πως η εφημερίδα είχε καθ’ όλα θεμιτό δικαίωμα να ασχοληθεί με τη συμπεριφορά του κ. Αιμιλίου και με το ειδικότερο θέμα δημοσίου ενδιαφέροντος της παραχώρησης εκπαιδευτικού επιδόματος στο γιό του από το δημόσιο, τόσο ως προς το νομότυπο της παραχώρησης όσο και το ύψος του. Επίσης εξέτασε κατά πόσο ορισμένες λεπτομέρειες που παρατέθηκαν χρειάζονταν για τους σκοπούς ελέγχου της συμπεριφοράς του κ. Αιμιλίου. Τέτοιες λεπτομέρειες που παρέθεσε η εφημερίδα και που μπορούν να θεωρηθούν ως στοιχεία προσωπικού χαρακτήρα, σύμφωνα με την πρόνοια του νόμου περί προσωπικών δεδομένων -που ορίζει ως δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα «κάθε πληροφορία που αναφέρεται σε υποκείμενο των δεδομένων που βρίσκεται εν ζωή»- είναι η ηλικία, η πόλη διαμονής και το όνομα του σχολείου. Η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα στοιχεία αυτά δεν χρειάζονταν για τους σκοπούς της είδησης, που ήταν ο έλεγχος ενεργειών και συμπεριφορών του κ. Αιμιλίου. Κατά συνέπεια, αποφάσισε ότι η παράθεση των στοιχείων αυτών αντιβαίνει προς την πρόνοια του άρθρου 3 του Κώδικα περί μη παρέμβασης στην ιδιωτική ζωή, καθώς και προς το άρθρο 11 περί παιδιών, που υιοθετεί τη σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Παιδί και δεν εξυπηρετούσαν το συμφέρον του. Η παραχώρηση επιδόματος σπουδών στο γιο του κ. Αιμιλίου συνιστούσε υπό τις δεδομένες περιστάσεις θέμα δημοσίου ενδιαφέροντος αλλά το ίδιο το παιδί δεν εμπλεκόταν προσωπικά με κανένα τρόπο στην εξασφάλισή του. Για τους σκοπούς της επίμαχης είδησης θα ήταν αρκετό να αναφερθεί η παραχώρηση επιδόματος στο γιο του κ. Αιμιλίου χωρίς άλλες λεπτομέρειες, δεδομένου ότι δεν πρόσθεταν στην τεκμηρίωση της είδησης και δεν χρειάζονταν για να προσδώσουν μεγαλύτερη σημασία στο γεγονός της παραχώρησης του επιδόματος. Η Επιτροπή επιθυμεί να επισημάνει ότι τα ΜΜΕ, οσάκις ασχολούνται με άτομα, με τα οποία μπορούν να ασχολούνται στο πλαίσιο της αποστολής τους και του δικαιώματος της ελευθερίας έκφρασης, οφείλουν να το πράττουν με σεβασμό προς τρίτα άτομα που ενδεχομένως να εμπλέκονται χωρίς τη θέλησή τους ή χωρίς να διαδραματίζουν ουσιώδη ρόλο και να επιδεικνύουν τη δέουσα μέριμνα ώστε να μην αναφέρονται σ’ αυτά ή σε προσωπικά τους στοιχεία.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
3/2013
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
26/02/2013
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΟΧΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (3/17/1/2013) από την Επίτροπο Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού εκ μέρους Τουρκοκυπρίου και της Ελληνοκυπρίας συζύγου του για δημοσίευμα της εφημερίδας «Σημερινή» τον Αύγουστο του 2012, το οποίο αποκάλυπτε στοιχεία για μέλη της οικογένειας. Το παράπονο υποβλήθηκε με το ίδιο λεκτικό και εναντίον της εφημερίδας "Φιλελεύθερος", αλλά η Επιτροπή διαχώρισε τις δύο περιπτώσεις αφού διαπίστωσε ότι τα δημοσιεύματα διέφεραν ουσιωδώς μεταξύ τους ως προς τις λεπτομέρειες που περιείχαν. (Ιδε και παράπονο 3/17/1/2013 εναντίον «Φιλελεύθερου»). Ειδικότερα, το παράπονο ανέφερε ότι δημοσιεύθηκαν τα ονόματα του ζεύγους, η εθνική τους καταγωγή καθώς και ο τόπος διαμονής τους και επί πλέον φωτογραφίες των παιδιών τους που λήφθηκαν από το διαδικτυακό χώρο κοινωνικής δικτύωσης Facebook. Η εφημερίδα, κάτω από τον επίτιτλο «Με πτυχίο του ψευδοκράτους, χωρίς μάστερ και δηλωμένος οπαδός του ΑΚΕΛ ο Τ/κ» και με τίτλο «Διορισμός με επιστολή», έγραψε ότι ο προσληφθείς, ο οποίος κατά τον ουσιώδη χρόνο υπηρετούσε ως Γραμματέας Β΄ για την Αναπτυξιακή Συνεργασία και την Ανθρωπιστική και Επισιτιστική Βοήθεια, δεν πληρούσε τα κριτήρια «βάσει των οποίων συνήθως το ΥΠΕΞ προβαίνει σε προσλήψεις ειδικού επιτόπιου, επιστημονικού προσωπικού». Η εφημερίδα, επικαλούμενη πληροφορίες του «Φιλελεύθερου» στην έκδοσή του της προηγούμενης ημέρας, έγραψε ότι ο προσληφθείς είναι κάτοχος πτυχίου πανεπιστημίου των κατεχομένων, που δεν αναγνωρίζεται από την Κυπριακή Δημοκρατία και ότι προσλήφθηκε στη Μόνιμη Αντιπροσωπεία στην Ευρωπαϊκή Ενωση χωρίς προκήρυξη της θέσης. Περαιτέρω, έγραψε ότι η πρόσληψη έγινε «δι’ επιστολής του τότε Γ.Δ. του ΥΠΕΞ Νίκου Αιμιλίου προς το Μόνιμο Αντιπρόσωπο Κορνήλιο Κορνηλίου,»…. με οδηγίες η ΜΑΕΕ να μεριμνήσει για την πρόσληψή του». Περαιτέρω, η εφημερίδα έθεσε το ερώτημα πώς ο προσληφθείς γνώριζε και επέδειξε ενδιαφέρον για μια θέση που δεν είχε προκηρυχθεί. Επίσης δημοσίευσε φωτοτυπία του προφίλ του στο Facebook, όπου, στη θέση «πολιτικές πεποιθήσεις» έγραψε ΑΚΕΛ. Η εφημερίδα ανέφερε ότι δημοσίευσε τη φωτοτυπία του προφίλ του για του λόγου το αληθές και περαιτέρω έγραψε ότι η σύζυγός του, «η οποία υπηρετεί, επίσης, στη διπλωματική υπηρεσία, υπήρξε έμμισθη υπάλληλος του ΑΚΕΛ και ήταν στο εκλογικό επιτελείο του Δημήτρη Χριστόφια». Η εφημερίδα αναδημοσίευσε φωτογραφία από ρεπορτάζ της τον Οκτώβριο του 2007, που παρουσιάζει τη συζυγο ανάμεσα στα στελέχη του επιτελείου Δημήτρη Χριστόφια. Η εφημερίδα σχολίασε ότι το ζητούμενο δεν ήταν αν προσλήφθηκε άτομο από οποιαδήποτε κοινότητα αλλά κατά πόσον ο προσληφθείς πληρούσε τα κατά τους νόμους προσόντα και κατά πόσο «είθισται ο οποιοσδήποτε Γ.Δ. …του Υπουργείου Εξωτερικών, να στέλνει επιστολή στους Πρέσβεις/Μονίμους Αντιπροσώπους, υποδεικνύοντάς τους τις προσλήψεις στις οποίες θα πρέπει να προβούν». Η εφημερίδα αποδοκίμασε το γεγονός ότι ο προσληφθείς διορίστηκε σε μια θέση χωρίς να τηρηθούν οι καθορισμένες διαδικασίες και χωρίς ο ίδιος να έχει τα απαιτούμενα προσόντα, λόγω των πολιτικών του πεποιθήσεων και των στενών δεσμών του με το ΑΚΕΛ, σε αντιδιαστολή με τις διαδικασίες πλήρωσης δεύτερης ανάλογης θέσης, η οποία προκηρύχθηκε και πληρώθηκε ύστερα από προσωπική συνέντευξη. Σύμφωνα με όσα το ζεύγος ανέφερε στην Επίτροπο Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού, η εφημερίδα δεν πήρε τη συγκατάθεση των εμπλεκόμενων προσώπων για τη δημοσίευση των στοιχείων τους. Επίσης εκφράστηκαν ανησυχίες από το ζεύγος ότι, τα στοιχεία που δημοσιεύτηκαν, αποκαλύπτουν την ταυτότητα των παιδιών τους και θα ήταν δυνατό να θέσουν σε κίνδυνο την ασφάλειά τους από αντιδράσεις ακραίων εθνικιστικών ομάδων. Η Επίτροπος ανέφερε στην επιστολή της ότι σύμφωνα με την πάγια θέση της, στα δημοσιεύματα των έντυπων μέσων πρέπει να περιλαμβάνονται μόνο οι πληροφορίες που εξυπηρετούν τους σκοπούς των εν λόγω άρθρων και να σταθμίζονται οι επιπτώσεις που πιθανόν να επιφέρει η δημοσιοποίηση στοιχείων στις οποίες εμπλέκονται και/ή επηρεάζονται παιδιά. Η δημοσιογράφος που έγραψε την είδιση Μικαέλλα Λοΐζου ήγειρε το θέμα του χρόνου υποβολής του παραπόνου, δεδομένου ότι το παράπονο διαβιβάστηκε στην Επιτροπή από την Επίτροπο Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού αφού παρήλθε η προθεσμία των 30 ημερών. Η Επιτροπή εξέτασε το θέμα και αποφάσισε ότι με βάση τους κανονισμούς και την πρακτική της, το παράπονο είχε υποβληθεί εμπρόθεσμα, εφ’ όσον τέθηκε στην Επίτροπο μέσα στην προβλεπόμενη από τον Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, έστω και αν στην Επιτροπή διαβιβάστηκε με μεγάλη καθυστέρηση. Παρά ταύτα, η δημοσιογράφος, στην απάντησή της προς την Επιτροπή επέμενε στο εκπρόθεσμο του παραπόνου και επί πλέον έθεσε και άλλα θέματα, των οποίων η Επιτροπή επιλήφθηκε προτού εισέλθει στην εξέταση της ουσίας του παραπόνου. Ειδικότερα, η κ. Λοΐζου στη μακροσκελή απάντησή της, η οποία διατυπώθηκε σε εριστικό και υπεροπτικό ύφος και με απαξιωτικές αναφορές, τόσο προς την Επιτροπή όσο και προς την Επίτροπο Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού, υποστήριξε ότι η Επιτροπή δεν θα έπρεπε να εξετάσει το παράπονο «καθότι στερείται κάθε λογικής και στρέφεται ενάντια στην αυτονόητη ελευθερία που θα έπρεπε να είχε ο Τύπος, να αποκαλύπτει παρατυπίες και να αναδεικνύει την έλλειψη διαφάνειας», και επίσης ότι θα έπρεπε να επικροτήσει την προσπάθειά της να φανερώσει την αλήθεια σχετικά με την υπόθεση «και όχι να πέφτει στην παγίδα να ταλαιπωρεί τους δημοσιογράφους που επιδιώκουν να αναδείξουν τα κακώς έχοντα στον τόπο μας». Περαιτέρω συμβούλευσε την Επιτροπή «να αποφεύγει να πέφτει στην παγίδα των κομματικών τερτιπιών, όπως και η κ. Κουρσουμπά». Τέλος, προέβη στη διαπίστωση ότι «σε ένα πιο σωστό κόσμο, σε ένα κράτος με μεγαλύτερες ηθικές δεσμεύσεις έναντι των πολιτών του… διάφορες επιτροπές θα έτρεχαν να διερευνήσουν το θέμα» του διορισμού του παραπονούμενου και κατέληξε με την έκφραση λύπης γιατί «στην Κύπρο υπάρχει προφανώς έλλειμμα σε αυτόν τον τομέα, καθώς τόσο η Επίτροπος για την Προστασία του Παιδιού όσο και η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, διερευνούν –και μάλιστα εκπρόθεσμα- τους δημοσιογράφους που προέβησαν στην αποκάλυψη του εν λόγω σκανδάλου». Η Επιτροπή θεωρεί χρήσιμο να πληροφορήσει τη δημοσιογράφο ότι οι αφορισμοί της στηρίζονται σε ελλιπή πληροφόρηση και στην προφανή άγνοια του γεγονότος ότι ο εκδοτικός οργανισμός που την εργοδοτεί, με τη συμμετοχή ανωτάτων στελεχών του και σε συνεργασία με άλλους εκδότες και ιδιοκτήτες ΜΜΕ και την οργάνωση των δημοσιογράφων, συνέστησαν την Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας με αποκλειστική και μόνη αρμοδιότητα να πράττει αυτό που η κ. Λοΐζου ζήτησε από την Επιτροπή να μην κάμει, δηλαδή να εξετάζει παράπονα από το κοινό για κατ’ ισχυρισμό παραβίαση των Κανόνων της Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας από τα ΜΜΕ και τους δημοσιογράφους. Οι φορείς, μεταξύ των οποίων και οι δημοσιογράφοι, αυτοβούλως ανέλαβαν την υποχρέωση να συνεργάζονται πρόθυμα με την Επιτροπή στην εφαρμογή του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, και να μη θεωρούν ως ταλαιπωρία την παράθεση των θέσεών τους επί παραπόνων που υποβάλλονται για εξέταση. Οι φορείς δεν ανέθεσαν στην Επιτροπή -και δεν είχαν κανένα δικαίωμα ή εξουσιοδότηση να το πράξουν- να εξετάζει παρατυπίες της διοίκησης ούτε και να λαμβάνει υπόψη κατά την εκτέλεση της αποστολής της πολιτικά ή κομματικά κριτήρια, όπως και με θρησκευτική ευλάβεια αποφεύγει να πράξει. Τα μόνα κριτήρια που έθεσαν οι φορείς και τα οποία λαμβάνει υπόψη η Επιτροπή είναι αυτά που περιλαμβάνονται στις πρόνοιες του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας και μόνο. Ανάμεσα στις πρόνοιες αυτές εξέχουσα θέση κατέχει η προάσπιση του δικαιώματος της ελευθερίας έκφρασης των ΜΜΕ και των δημοσιογράφων, πράγμα που η Επιτροπή έχει κάμει σε πολλές περιπτώσεις, πάντα με την επισήμανση ότι το δικαίωμα αυτό ασκείται στο πλαίσιο των προνοιών του Κώδικα για άσκηση του δημοσιογραφικού λειτουργήματος τόσο με επίδειξη ήθους και επαγγελματικής διαγωγής της υψηλότερης δυνατής στάθμης, που περιλαμβάνει και τη σεμνότητα, όσο και το σεβασμό των βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων των πολιτών, όποιοι και να είναι. Μετά τις απαραίτητες αυτές επισημάνσεις τις οποίες κατέστησαν αναγκαίες οι αναφορές της κ. Λοΐζου, η Επιτροπή εξέτασε την ουσία του παραπόνου, που αναφερόταν στο δικαίωμα των μελών της οικογένειας των παραπονουμένων στην ιδιωτική ζωή και ειδικότερα στην αποκάλυψη στοιχείων του ζεύγους και των παιδιών τους, με ενδεχόμενο να δεχθούν επίθεση από ακραία εθνικιστικά στοιχεία. Η κ. Λοΐζου ανέφερε ότι δημοσίευσε φωτοτυπία μέρους του προφίλ στο λογαριασμό του προσληφθέντος από το Facebook και άλλα στοιχεία για τη σύζυγό του, ως μέρος της τεκμηρίωσης του ισχυρισμού της ότι διορίστηκε στην επίμαχη θέση επειδή ήταν ένθερμος υποστηρικτής και διέθετε διασυνδέσεις με το ΑΚΕΛ. Επίσης ανέφερε ότι ο ίδιος είχε κάμει τέτοιες ρυθμίσεις ώστε το προφίλ του να βρίσκεται σε δημόσια θέα και να είναι διαθέσιμο σε κάθε χρήστη της ιστοσελίδας και επέλεξε να δηλώσει δημοσίως ότι είναι νυμφευμένος και να τοποθετήσει τη φωτογραφία του παιδιού του στην ιστοσελίδα, αφήνοντάς την ορατή σε όλους. Το ίδιο έπραξε και η σύζυγός του. Συνεπώς, όπως ανέφερε, «και στις δύο περιπτώσεις οι ίδιοι κατέστησαν το παιδί τους αντικείμενο δημόσιας θέας και όχι η αναπαραγωγή που έγινε από μέρους της εφημερίδας μιας δημόσιας καταχώρησης». Επίσης απέρριψε τη θέση ότι το παιδί ήταν αναγνωρίσιμο γιατί η φωτοτυπία που δημοσίευσε είχε διαστάσεις 2Χ3 εκατοστών, ώστε τελικά στην εφημερίδα φαίνονταν μερικές κηλίδες χρώματος. Επίσης ανέφερε ότι δεν έγραψε πως οι παραπονούμενοι ήταν γονείς, αλλά μόνο ότι είναι παντρεμένοι. Τέλος απέρριψε το ενδεχόμενο τα γραφόμενά της να θέσουν το ζεύγος και τα παιδιά τους σε κίνδυνο από τη δράσηακραίων εθνικιστικών στοιχείων και ότι τέτοια δράση δεν παρατηρήθηκε ποτέ με αφορμή την ανάδειξη μιας παρατυπίας από την εφημερίδα, όπως δεν παρατηρήθηκε τέτοια δράση από ακραία στοιχεία ανάμεσα στα δισεκατομμύρια χρηστών του Facebook. Η Επιτροπή εξέτασε το παράπονο αποκλειστικά κάτω από το πρίσμα των προνοιών του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, και ειδικότερα του άρθρου 3 περί ιδιωτικής ζωής, που προβλέπει ότι «η υπόληψη και η ιδιωτική ζωή κάθε προσώπου τυγχάνουν σεβασμού και δεν αποκαλύπτονται στοιχεία προσωπικού χαρακτήρα» και ότι τέτοια παρέμβαση «μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και αποκλειστικά προς το δημόσιο συμφέρον», καθώς και του άρθρου 11 περί μη παρέμβασης στη ζωή των παιδιών χωρίς τη συγκατάθεση αυτών που έχουν την ευθύνη γι’ αυτά και περί προστασίας τους με βάση τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού. Από την εξέταση των ενώπιόν της στοιχείων, η Επιτροπή κατέληξε στην απόφαση ότι η παράθεση των στοιχείων που δημοσίευσε η εφημερίδα, όπως ονόματα, φωτογραφία της συζύγου και πολιτικές πεποιθήσεις, η οποία κάτω από άλλες περιστάσεις θα συνιστούσε παραβίαση των προνοιών του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, ήταν θεμιτή στην προκειμένη περίπτωση, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστατικών. Η εφημερίδα είχε νόμιμο δικαίωμα να ασχοληθεί με το θέμα του διορισμού σε μια δημόσια θέση και να τεκμηριώσει τον ισχυρισμό της ότι ο διορισμός ήταν παράτυπος, δημοσιεύοντας σχετικά στοιχεία τεκμηρίωσης. Περαιτέρω, τα στοιχεία που δημοσίευσε ήταν στοιχεία που τα εμπλεκόμενα στο παράπονο άτομα επέλεξαν να κάμουν τα ίδια γνωστά στο ευρύτερο κοινό με την ανάρτησή τους σε μια σελίδα κοινωνικής δικτύωσης, χωρίς να θέσουν περιορισμούς ως προς τα άτομα που θα μπορούσαν να έχουν πρόσβαση σ’ αυτά. Σε τέτοιες περιπτώσεις δεν είναι λογικό να αναμένεται από οποιοδήποτε να προσφέρει μεγαλύτερη προστασία από όση τα ίδια τα άτομα επέλεξαν για τον εαυτό τους. Επίσης, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι δεν αποκαλύφθηκαν προσωπικά στοιχεία του παιδιού, δεδομένου ότι στο δημοσίευμα δεν αναφέρθηκε καν ότι το ζεύγος είχε παιδί, ενώ η φωτοτυπία του προσωπικού λογαριασμού του παραπονουμένου ήταν τόσο μικρή ώστε τα πρόσωπα των ατόμων σ’ αυτή να μην είναι αναγνωρίσιμα. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή αποφάσισε ότι το δημοσίευμα δεν παραβίαζε πρόνοιες του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας. Παρά ταύτα, η Επιτροπή επιθυμεί να επισημάνει για πολλοστή φορά ότι τρίτα άτομα έχουν δικαίωμα στην προστασία των προσωπικών τους στοιχείων. Τα ΜΜΕ και οι δημοσιογράφοι πρέπει να αποφεύγουν την αναφορά σε τρίτα άτομα ή την αποκάλυψη προσωπικών τους στοιχείων, τα οποία δεν είναι απαραίτητα για τους σκοπούς μιας είδησης. Στην προκειμένη περίπτωση και παρά το γεγονός ότι το πρόσωπο του παιδιού δεν ήταν αναγνωρίσιμο στη φωτοτυπία που δημοσιεύθηκε, η συμπερίληψή του μέρους που αναφερόταν στο παιδί δεν ήταν απαραίτητη για τους σκοπούς της είδησης δεδομένου ότι δεν πρόσθετε τίποτε σ’ αυτή.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
2/2013
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
26/02/2013
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΟΧΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (2/17/1/2013.) από την Επίτροπο Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού εκ μέρους Τουρκοκύπριου και της ελληνοκυπρίας συζύγου του ότι σε δημοσίευμα του «Φιλελεύθερου» τον Αύγουστο του 2012 για αποκαλύφθηκαν προσωπικά στοιχεία μελών της οικογένειας. Ειδικότερα, στο παράπονο αναφέρεται ότι δημοσιεύθηκαν τα ονόματα του ζεύγους, η εθνική τους καταγωγή καθώς και ο τόπος διαμονής τους. Το παράπονο υποβλήθηκε με το ίδιο λεκτικό και εναντίον της εφημερίδας «Σημερινή», αλλά η Επιτροπή διαχώρισε τις δύο περιπτώσεις αφού διαπίστωσε ότι τα δημοσιεύματα διέφεραν ουσιωδώς μεταξύ τους ως προς τις λεπτομέρειες που περιείχαν. (Ιδε και παράπονο 3/17/1/2013 εναντίον Σημερινής) Ο «Φιλελεύθερος», κάτω από τον τίτλο «Εξευτέλισαν το διπλωματικό σώμα» και τον υπότιτλο «Την ώρα που γίνεται διεθνώς εκστρατεία κατά των ψευδοπανεπιστημίων, το Υπουργείο Εξωτερικών εργοδοτεί απόφοιτό τους», η εφημερίδα έγραψε ότι με οδηγίες του τότε Γ.Δ. του Υπουργείου Εξωτερικών Νικόλα Αιμιλίου προς το Μόνιμο Αντιπρόσωπο της Κύπρου στις Βρυξέλλες προσλήφθηκε με διαδικασίες εξπρές Τουρκοκύπριος με πτυχίο από πανεπιστήμιο του ψευδοκράτους για τις ανάγκες της Κυπριακής Προεδρίας της ΕΕ. Η εφημερίδα παρέθεσε επίσης δήλωση του κυβερνητικού εκπροσώπου ότι η πρόσληψη έγινε για «πολιτικούς λόγους» και γιατί ο προσληφθείς «είναι ενάντια στην Τουρκική κατοχή». Ο «Φ» ανέφερε ότι ο προσληφθείς είναι απόφοιτος του “Near East University” στην κατεχόμενη Λευκωσία από το οποίο πήρε πτυχίο στα τουριστικά και στη διοίκηση και ότι περαιτέρω φοίτησε για ένα χρόνο στο βρετανικό Πανεπιστήμιο Surrey από όπου πήρε «μεταπτυχιακό στη διοίκηση ξενοδοχείων», μέσω του οποίου αναγνωρίστηκε το πτυχίο του ψευδοκράτους. Η εφημερίδα έγραψε επίσης ότι ο προσληφθείς είχε απολαβές 4.000 ευρώ και δεν λήφθηκε υπόψη το γεγονός ότι οι γνώσεις του εξαντλούνται στα τουριστικά-ξενοδοχειακά. Στην είδηση αναφέρεται ότι η Ελληνοκύπρια σύζυγός του προσληφθέντος επίσης εργαζόταν κατά τον ουσιώδη χρόνο στην αντιπροσωπεία της Κύπρου στις Βρυξέλλες, χωρίς να αναφέρεται το όνομά της. Η εφημερίδα συνόδευσε το ρεπορτάζ της με φωτογραφίες που λήφθηκαν από την ιστοσελίδα του “Near East University”, καθώς και φωτοτυπία της επιστολής του κ. Αιμιλίου με οδηγίες για πρόσληψη του στην οποία αναφέρεται το όνομά του. Στην επιστολή δίδονταν οδηγίες για την πρόσληψή του «μέσα στα πλαίσια της πολιτικής της Κυβέρνησης για την όσο καλύτερη απασχόληση των Τ/Κ για τις ανάγκες της προεδρίας του Συμβουλίου της Ε.Ε. από την Κυπριακή Δημοκρατία». Στην καθ’ αυτή είδησή της η εφημερίδα δεν ανέφερε το όνομα του προσληφθέντος και το απάλειψε από το κείμενο της επιστολής που δημοσίευσε σε παράπλευρη είδηση, αλλά όχι και από τη φωτοτυπία της επιστολής που συνόδευσε τα κείμενα. Σύμφωνα με όσα το ζεύγος ανέφερε στην Επίτροπο Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού, η εφημερίδα δεν πήρε τη συγκατάθεση των εμπλεκόμενων προσώπων για τη δημοσίευση των στοιχείων τους. Επίσης εκφράστηκαν ανησυχίες από το ζεύγος ότι, τα στοιχεία που δημοσιεύτηκαν, αποκαλύπτουν την ταυτότητα των παιδιών τους και θέτουν σε κίνδυνο την ασφάλειά τους από αντιδράσεις ακραίων εθνικιστικών ομάδων. Η Επίτροπος ανέφερε στην επιστολή της ότι σύμφωνα με την πάγια θέση της, στα δημοσιεύματα των έντυπων μέσων πρέπει να περιλαμβάνονται μόνο οι πληροφορίες που εξυπηρετούν τους σκοπούς των εν λόγω άρθρων και να σταθμίζονται οι επιπτώσεις που πιθανόν να επιφέρει η δημοσιοποίηση στοιχείων στις οποίες εμπλέκονται και/ή επηρεάζονται παιδιά. Η Επιτροπή εξέτασε το θέμα του χρόνου υποβολής του παραπόνου, δεδομένου του χρόνου που παρήλθε και αποφάσισε ότι είχε υποβληθεί εμπρόθεσμα στην Επίτροπο, αν και διαβιβάστηκε στην Επιτροπή με μεγάλη καθυστέρηση. Κατά συνέπεια θεώρησε το παράπονο ως υποβληθέν εμπρόθεσμα και αποφάσισε να προβεί στην εξέτασή του. Η Επιτροπή έκρινε ότι το δημοσίευμα ασχολείται με ένα θέμα δημοσίου ενδιαφέροντος δεδομένου ότι άπτεται ενεργειών και συμπεριφοράς της διοίκησης και λειτουργών της, που βρίσκονται εντός των θεμάτων τα οποία τα ΜΜΕ, στο πλαίσιο του δικαιώματος της ελευθερίας έκφρασης έχουν νόμιμο δικαίωμα να εξετάζουν και να ασκούν κριτική επ’ αυτών. Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η εφημερίδα δεν επιδίωξε να προβάλει με υπερβάλλοντα τρόπο το όνομα του προσληφθέντος και ότι αυτό αναφέρθηκε μόνο σε φωτοτυπία της επιστολής για το διορισμό του, που δημοσιεύθηκε για τεκμηρίωση της είδησης. Η αναφορά το ονόματός του κρίθηκε ως δικαιολογημένη τόσο γιατί η δήλωση του κυβερνητικού εκπροσώπου περί διορισμού για πολιτικούς λόγους τον κατέστησε οιωνοί δημόσιο πρόσωπο, όσο και για το σκοπό του δημοσιεύματος, που ήταν να ψέξει τόσο τη συμπεριφορά της δημόσιας διοίκησης όσο και την κατάληψη μιας δημόσιας θέσης από άτομο που κατά τον ισχυρισμό της δεν είχε δικαίωμα να την κατέχει, ως κάτοχος πτυχίου μη ανεγνωρισμένου από το κράτος πανεπιστημίου. Εξ άλλου δεν αποκαλύφθηκε οποιοδήποτε άλλο στοιχείο που να οδηγεί στην ταυτότητα άλλων προσώπων και ειδικότερα των παιδιών του ζεύγους. Κατά συνέπεια η Επιτροπή δεν διαπίστωσε παραβίαση οποιασδήποτε πρόνοιας του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
30/11
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
22/01/2013
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (30/19/11/2012) από τον πρέσβη κ. Νικόλα Αιμιλίου, για τα πιο κάτω δημοσιεύματα της εφημερίδας «Πολίτης»: Ημερ. 19 Οκτωβρίου 2012, με τίτλο «Ζήτησε επίδομα και για τον γιο της συντρόφου!», σελ. 1 και «ΥΠΕΞαίρεση ...προνομίων», σελ. 18. Ημερ. 14 Νοεμβρίου 2012, με τίτλο «ΥΠΕΞ: ΥΠΕΡΠΛΗΡΩΣΗ ΘΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΟΙΚΕΙΩΝ -Οι γραφείς από δύο έγιναν τέσσερεις», σελ. 1 και «ΥΠ.Εξαιρετικές τακτοποιήσεις», σελ. 3. Ημερ. 16 Νοεμβρίου 2012, με τίτλο «Ν. Αιμιλίου - Διαβατήριο στην ιδιαιτέρα», σελ. 1 και «Αιτιολογημένη Παρατυπία» σελ. 3 «Με άποψη - Μικρογραφία διοίκησης», ημερ. 17ης Νοεμβρίου, σελ. 12 και «Διπλωματική ... πόρτα», ίδιας ημερομηνίας, σελ. 17. «Επιτόπια ... τα απόρρητα», ημερ. 18ης Νοεμβρίου, σελ. 19. Ο παραπονούμενος υπηρετεί στο Υπουργείο Εξωτερικών και διετέλεσε πριν από το παράπονο Μόνιμος Αντιπρόσωπος στις Βρυξέλλες και Γενικός Διευθυντής στο Υπουργείο (2009-2012), ενώ όταν υπέβαλε το παράπονο ήταν Μόνιμος Αντιπρόσωπος στην έδρα των Ηνωμένων Εθνών στη Νέα Υόρκη. Τα δημοσιεύματα για τα οποία υποβλήθηκαν παράπονα φέρουν την υπογραφή του δημοσιογράφου Μιχάλη Θεοδώρου και στηρίζονταν σε επιστολές του κ. Αιμιλίου προς το Υπουργείο Εξωτερικών, στις οποίες η εφημερίδα είχε αποκτήσει πρόσβαση . Τα δημοσιεύματα συνοψίζονται στα ακόλουθα θέματα: (α) Κατ’ ισχυρισμό πρόσληψη της τέως συζύγου του ως μέλους του επιτόπιου προσωπικού στη Μόνιμη Αντιπροσωπεία της Κύπρου στις Βρυξέλλες. (β) Αίτημα για καταβολή εκπαιδευτικού επιδόματος για το γιο της συντρόφου του και καταβολή εκπαιδευτικού επιδόματος στον ευρισκόμενο στο εξωτερικό γιό του ενώ ο ίδιος υπηρετούσε στην Κύπρο. (γ) Έκδοση διπλωματικού διαβατηρίου στη σύντροφο του. (δ) Στήριξη του αιτήματος της ιδιαιτέρας γραμματέως του στη Μόνιμη Αντιπροσωπεία στη Νέα Υόρκη (ΜΑΝΥ) για έκδοση σε αυτή διπλωματικού διαβατηρίου. (ε) Γεγονότα γύρω από τη στελέχωση της ΜΑΝΥ και σκίτσο-γελοιογραφία του κ. Αιμιλίου. Ο παραπονούμενος υποστήριξε ότι στα δημοσιεύματα υπήρξε εσκεμμένη διαστρέβλωση γεγονότων, ανακριβείς πληροφορίες και παρουσίασή τους κατά τρόπο που να δημιουργεί εσφαλμένες εντυπώσεις και επίσης ότι δεν ζητήθηκαν από την εφημερίδα οι απόψεις του ως άμεσα επηρεαζόμενου, είτε πριν είτε μετά τη δημοσίευση τους. Ο παραπονούμενος ανέφερε περαιτέρω ότι μια συνολική ανάγνωση και αξιολόγηση των κειμένων που αναφέρθηκαν πιο πάνω «δείχνει ότι η εφημερίδα καταχράται το προνόμιο της ενημέρωσης που έχει και της προστασίας που απολαμβάνει στο πλαίσιο της ελευθερίας του λόγου» και ότι ο τρόπος άσκησης της δημοσιογραφίας «που εσχάτως μου επεφύλαξε ο «Πολίτης» τότε στην ουσία τόσο ο παραπονούμενος, όσο και οποιοσδήποτε άλλος πολίτης ή δημόσιος λειτουργός, είναι έρμαιο στις διαθέσεις κάθε δημοσιογράφου ο οποίος για οποιοδήποτε λόγο αποφασίζει να τον πλήξει προσωπικά ή και επαγγελματικά». Περαιτέρω ανέφερε ότι ήταν τόσο το μένος της εφημερίδας να τον πλήξει ηθικά, ώστε δεν δίστασε να αναφερθεί σε άλλα πρόσωπα, μεταξύ των οποίων και δύο έφηβοι, «διασύροντας τα και αναστατώνοντας τη ζωή τους». Επίσης υποστήριξε ότι η εφημερίδα σε όλα τα κείμενά της χρησιμοποίησε μία και μόνη φωτογραφία του, που όπως ανέφερε επελέγη σκόπιμα, η οποία τον παρουσίαζε την ημέρα που προσήλθε για να καταθέσει στην Επιτροπή Πολυβίου για την έκρηξη στο Μαρί και η οποία ενδεχομένως να δημιουργεί συνειρμούς. Η Επιτροπή, αφού εξέτασε το σύνολο των δημοσιευμάτων του «Πολίτη» που ανέφερε ο παραπονούμενος δεν έχει καμιά αμφιβολία ότι γράφτηκαν με επικριτική διάθεση. Περί αυτού δεν αφήνει καμιά αμφιβολία η ίδια η εφημερίδα, η οποία στις 17 Νοεμβρίου, 2012 δημοσίευσε άρθρο υπό τον τίτλο «Μικρογραφία διοίκησης», σαφώς επικριτικό για τα συμβαίνοντα στο Υπουργείο Εξωτερικών, αναφέροντας ότι «είτε είναι σημαντικά σκάνδαλα είτε ασήμαντες παρατυπίες… περιγράφουν την παγιωμένη αντίληψη που καλλιεργείται από συγκεκριμένους ανώτερους λειτουργούς της Δημοκρατίας για την εργασία τους και της σχέση τους με αυτή». Εκαμε ιδιαίτερη αναφορά στον κ. Αιμιλίου, «πρέσβη με απαράμιλλες εμπειρίες και γνώσεις» αναφέροντας ότι «ελέγχεται για σειρά αποφάσεων ή αιτημάτων του, τα οποία ομολογούν σχέση αδιάκοπης οφειλής του κράτους προς το πρόσωπό του» και επίσης ότι «είτε πρόκειται για εκπαιδευτικά επιδόματα είτε πρόκειται για την παράτυπη έκδοση διπλωματικών διαβατηρίων είτε ακόμα πρόκειται για την απλή μετάθεση μιας γραμματέως στη ΜΑΝΥ, ο κ. Αιμιλίου δείχνει να έχει χάσει το μέτρο ως προς τη σχέση εξυπηρέτησης δημόσιου συμφέροντος και εκτέλεσης της εργασίας του». Ανέφερε επίσης ότι παρόμοιες συμπεριφορές είναι που ενδεχομένως καλλιεργούν στα νεότερα στελέχη την εντύπωση ότι το ΥΠΕΞ είναι κάτι σαν τσιφλίκι, οπότε η πολιτική ηγεσία του ΥΠΕΞ, αν θέλει αυτή η νοοτροπία να παταχθεί, οφείλει να αντιμετωπίσει με παραδειγματικό τρόπο τα αιτήματα και τις συμπεριφορές ενός εκ των επιφανέστερων διπλωματών της Κύπρου». Σε σχέση με το άρθρο αυτό ο κ. Αιμιλίου παραπονέθηκε ότι η εφημερίδα καλούσε την πολιτική του προϊστάμενο να τον χρησιμοποιήσει ως εξιλαστήριο θύμα και αποδιοπομπαίο τράγο για όλα τα κακώς κείμενα τις τελευταίες δεκαετίες στο Υπουργείο Εξωτερικών και ότι το περιεχόμενο του άρθρου συνιστούσε βάναυση προσβολή της προσωπικής και επαγγελματικής του υπόστασης. Η Επιτροπή θεώρησε σκόπιμο, προτού επιληφθεί των λεπτομερειών των δημοσιευμάτων και σε άμεση σχέση με την πιο πάνω θέση του κ. Αιμιλίου, να ασχοληθεί με δύο σημεία που ανέφερε ο παραπονούμενος. Το πρώτο αφορά την κριτική της εφημερίδας για ενέργειές του και το δεύτερο την υποχρέωση των ΜΜΕ και των δημοσιογράφων να παρέχουν σε άμεσα επηρεαζομένους από δημοσιεύματά τους την ευκαιρία αντίκρουσης. Η Επιτροπή θεωρεί ότι οι δημοσιογράφοι και τα ΜΜΕ, στο πλαίσιο της ελευθερίας έκφρασης, έχουν το δικαίωμα να δημοσιεύουν πληροφορίες που αναφέρονται στη δημόσια διοίκηση και σε αξιωματούχους ή λειτουργούς της στο πλαίσιο άσκησης των καθηκόντων και αρμοδιοτήτων τους και να ελέγχουν πράξεις ή παραλείψεις τους, ασκώντας κριτική και διατυπώνοντας επικρίσεις, δεδομένου ότι στηρίζονται επί πραγματικών γεγονότων. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν θεωρεί ότι η άσκηση κριτικής για ενέργειες του παραπονούμενου στο πλαίσιο της επαγγελματικής του δραστηριότητας είναι εκτός του πλαισίου του δικαιώματος έκφρασης. Αντίθετα, βρισκόταν εντός των δικαιωμάτων της εφημερίδας στο πλαίσιο της αποστολής της και του δικαιώματος της ελευθερίας έκφρασης να κρίνει ενέργειές του με τον τρόπο με τον οποίο τις έκρινε και να ζητήσει αντιμετώπισή τους από τους άμεσα αρμοδίους. Σε τελευταία ανάλυση δεν είναι δημοσιεύματα εφημερίδων που καθορίζουν την επαγγελματική υπόσταση δημόσιων λειτουργών και την αντιμετώπισή τους από την προϊσταμένη αρχή αλλά η δική τους συμπεριφορά και ενέργειες, καθώς και η επάρκεια στην εκτέλεση των καθηκόντων τους. Συναφώς, η Επιτροπή σημείωσε ότι η εφημερίδα αναγνώρισε απαράμιλλες εμπειρίες και γνώσεις στον παραπονούμενο και το χαρακτήρισε ένα των επιφανέστερων διπλωματών. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή έκρινε ότι η κριτική που άσκησε η εφημερίδα και οι επικρίσεις που διατύπωσε δεν παραβιάζουν οποιαδήποτε πρόνοια του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας δεδομένου ότι δεν συνιστούσαν προσωπική επίθεση, διασυρμό ή διαπόμπευση του παραπονούμενου. Παράλληλα, η Επιτροπή τονίζει ότι το δικαίωμα της ελευθερίας έκφρασης συνεπάγεται αντίστοιχη υποχρέωση από μέρους των ΜΜΕ και των δημοσιογράφων να ελέγχουν την ακρίβεια των πληροφοριών τους και είναι άρρηκτα συνυφασμένο με την υποχρέωση τους να παρέχουν το δικαίωμα της απάντησης, που περιλαμβάνει την ταυτόχρονη απόκρουση, σε άτομα που επηρεάζονται άμεσα. Ο Κώδικας Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας προβλέπει ότι «τα ΜΜΕ μεριμνούν ώστε να μη δημοσιεύονται ανακριβείς, παραπλανητικές, φανταστικές ή διαστρεβλωτικές της αλήθειας ειδήσεις, πληροφορίες ή σχόλια» (άρθρο 1) και επίσης «παρέχουν στους επηρεαζομένους, στην κατάλληλη περίπτωση και ιδιαιτέρως όταν έχουν υποστεί επίθεση, την ευκαιρία να απαντήσουν» (άρθρο 2). Η Επιτροπή θεωρεί ότι οσάκις τα ΜΜΕ πρόκειται να δημοσιεύσουν πληροφορίες για άτομα ή ισχυρισμούς τρίτων που είναι ενδεχόμενο να θίξουν άλλα άτομα, η κατάλληλη περίπτωση παροχής του δικαιώματος απάντησης είναι πριν από τη δημοσίευση. Τα ΜΜΕ οφείλουν ελέγχουν τις πληροφορίες τους με το άμεσα ενδιαφερόμενο άτομο και να του παρέχουν το δικαίωμα αντίκρουσης και σχολιασμού πληροφοριών ή δηλώσεων που αφορούν σ’ αυτό, για ταυτόχρονη δημοσίευση. Όταν το δικαίωμα αυτό παρέχεται εκ των υστέρων, η άσκησή του καθίσταται πλειστάκις άνευ αντικειμένου ή είναι αναποτελεσματική, όταν θα έχουν ήδη δημιουργηθεί εντυπώσεις. Στην προκειμένη περίπτωση, προηγούμενη επικοινωνία με τον παραπονούμενο θα συνέβαλλε στην αποφυγή ανακριβειών στα επίμαχα δημοσιεύματα, στα οποία λεπτομερέστερη αναφορά θα γίνει στη συνέχεια. Για το λόγο αυτό, η Επιτροπή έκρινε ότι η παράλειψη εκ των προτέρων επικοινωνίας με τον παραπονούμενο για θέματα που τον αφορούσαν άμεσα, συνιστά παραβίαση των προνοιών του Κώδικα περί καταβολής μέριμνας για αποφυγή δημοσίευσης ανακριβών πληροφοριών και παροχή του δικαιώματος απάντησης. Αναλυτική εξέταση των παραπόνων: Φερόμενη πρόσληψη της τέως συζύγου του παραπονούμενου στη Μόνιμη Αντιπροσωπεία στις Βρυξέλλες. Ο Πολίτης δημοσίευσε στις 14 Νοεμβρίου, 2012, κάτω από τον επίτιτλο «Ενέκρινε την υπεράριθμη πρόσληψη της συζύγου του στις Βρυξέλλες» και με τίτλο «ΥΠ.Εξαιρετικές τακτοποιήσεις» είδηση που ανέφερε ότι ο κ. Αιμιλίου, ως Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εξωτερικών, είχε εγκρίνει το Φεβρουάριο του 2012 «την πρόσληψη της τέως συζύγου του στη θέση γραφέως-δακτυλογράφου στη Μόνιμη Αντιπροσωπεία της Κύπρου στις Βρυξέλλες». Η εφημερίδα ανέφερε ότι ο παραπονούμενος ενέκρινε κατάλογο με τέσσερις αιτήτριες, μεταξύ των οποίων και η τέως σύζυγός του, από τις οποίες η Μόνιμη Αντιπροσωπεία θα προσλάμβανε δύο. Εγραψε επίσης ότι τελικά προσλήφθηκαν και οι τέσσερις. Ο παραπονούμενος αναφέρει ότι η επιστολή του Υπουργείου προς τη Μόνιμη Αντιπροσωπεία την οποία επικαλέστηκε ο «Πολίτης» αφορούσε σε προσφορά εργασίας και όχι σε πρόσληψη, για σκοπούς επιλογής από τη Μόνιμη Αντιπροσωπεία δύο ατόμων από τα τέσσερα του καταλόγου που είχε υποβληθεί στο Υπουργείο. Τελικά η τέως σύζυγός του, αν και της προτάθηκε θέση, επέλεξε να απορρίψει την προσφορά διορισμού της και δεν εργοδοτήθηκε στις Βρυξέλλες. Ο παραπονούμενος ανέφερε ότι είχε τηλεφωνική επικοινωνία με ανώτερο στέλεχος της εφημερίδας στις 15 Νοεμβρίου, στο οποίο ανέφερε τα πιο πάνω, αλλά η εφημερίδα, κακόπιστα όπως υποστηρίζει, στις 16 Νοεμβρίου, 2012, σε άλλο δημοσίευμα που αναφερόταν σε σύστασή του για έκδοση διπλωματικού διαβατηρίου στην ιδιαιτέρα του, αναφέρθηκε και πάλι σε φερόμενη «υπεράριθμη πρόσληψη της τέως συζύγου του στη Μόνιμη Αντιπροσωπεία της Κύπρου κατά τη διάρκεια της δικής του γενικής διεύθυνσης του ΥΠΕΞ». Στις 17 Νοεμβρίου, 2012, ο «Πολίτης» δημοσίευσε επιστολή της τέως συζύγου του κ. Αιμιλίου, στην οποία ανέφερε ότι αν και είχε εκδηλώσει ενδιαφέρον για τη θέση στις Βρυξέλλες, τελικά απέρριψε την προσφορά για εργασία. Στην ίδια επιστολή παραπονέθηκε ότι το δημοσίευμα για τη φοίτηση του γιου της στις Βρυξέλλες συνιστούσε αδικαιολόγητη παρέμβαση στην ιδιωτική ζωή ενός ανηλίκου. Η εφημερίδα απάντησε ότι ο κ. Αιμιλίου μετέθεσε το θέμα από την ουσία του, που ήταν η έγκριση από τον ίδιο της προσφοράς της τέως συζύγου του να εργαστεί στη Μόνιμη Αντιπροσωπεία της Κύπρου στις Βρυξέλλες, δεδομένου ότι ο κ. Αιμιλίου δεν ελεγχόταν για την τελική έγκριση, ως γενικός διευθυντής του Υπουργείου Εξωτερικών. Η εφημερίδα ανέφερε ότι απολογήθηκε για την ανακρίβεια στην είδηση περί πρόσληψης της συζύγου του κ. Αιμιλίου. Η Επιτροπή αποφάσισε ότι στην είδηση αυτή υπήρχε ανακρίβεια κατά παράβαση της σχετικής πρόνοιας του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας (άρθρο 1) ως προς τον ισχυρισμό ότι η τέως σύζυγος του κ. Αιμιλίου προσλήφθηκε στη Μόνιμη Αντιπροσωπεία, ενώ στην πραγματικότητα η ίδια απέρριψε την προσφορά και δεν αποδέχθηκε το διορισμό, καθώς και παράλειψη ελέγχου της ακρίβειας της πληροφορίας. Περαιτέρω αποφάσισε ότι η εφημερίδα παραβίασε την πρόνοια περί παροχής του δικαιώματος απάντησης με την παράλειψή της να δημοσιεύσει δηλώσεις στις οποίες είχε προβεί ο κ. Αιμιλίου σε στέλεχός της, αν και παραχώρησε το δικαίωμα αυτό στην τέως σύζυγό του. Αίτημα για εκπαιδευτικό επίδομα στο γιο της συντρόφου του παραπονούμενου και καταβολή εκπαιδευτικού επιδόματος στο γιο του. Ο «Πολίτης», στις 19 Οκτωβρίου, 2012, δημοσίευσε είδηση η οποία αναφερόταν σε απόρριψη από το διευθυντή του τμήματος Δημόσιας Διοίκησης και προσωπικού αιτήματος του Υπουργείου Εξωτερικών για παραχώρηση επιδόματος για τη φοίτηση του γιου της συντρόφου του σε ιδιωτικό σχολείο στη Νέα Υόρκη. Το αίτημα υποβλήθηκε ύστερα από προηγούμενο αίτημα του κ. Αιμιλίου προς το Υπουργείο Εξωτερικών. Το Υπουργείο ανέφερε στην επικοινωνία του με το τμήμα Δημόσιας Διοίκησης ότι ο σχετικός κανονισμός προβλέπει εκπαιδευτικό επίδομα μόνο για τα τέκνα δημοσίων υπαλλήλων που υπηρετούν σε χώρες του εξωτερικού –και όχι σε τέκνα συντρόφων τους- αλλά πρόθετε ότι το αίτημα θα έπρεπε να εξετασθεί «θετικά κατ’ εξαίρεση» και παρέθετε ως αιτιολογικό ότι η σύντροφος του κ. Αιμιλίου εγκατέλειψε την εργασία της στη Λευκωσία για να τον συνοδεύσει στη Νέα Υόρκη. Σύμφωνα με την είδηση, το αίτημα απορρίφθηκε με το αιτιολογικό ότι «η παραχώρηση εκπαιδευτικού επιδόματος σε περιπτώσεις που δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις δημιουργεί επικίνδυνο προηγούμενο για άλλες διεκδικήσεις» . Περαιτέρω η είδηση αναφερόταν στο εκπαιδευτικό επίδομα που παραχωρήθηκε στο γιο του κ. Αιμιλίου, που κατά το χρόνο της υποβολής του παραπόνου φοιτούσε σε ιδιωτική γαλλικό λύκειο στης Βρυξέλλες, με το σχόλιο ότι το επίδομα αυτό δεν δικαιολογείτο με βάση τους ισχύοντες κανονισμούς, για το χρόνο κατά τον οποίο ο κ. Αιμιλίου υπηρετούσε ως διευθυντής στο Υπουργείο Εξωτερικών. Σε ότι αφορά στο θέμα του εκπαιδευτικού επιδόματος για τον γιο του, ο κ. Αιμιλίου ανέφερε ότι αυτό σαφώς προνοείται από τους σχετικούς κανονισμούς, ακόμα και σε περιπτώσεις στις οποίες το τέκνο φοιτά σε σχολείο που βρίσκεται σε χώρα διαφορετική από την χώρα υπηρεσίας του γονέα. Όσον αφορά το θέμα της αίτησης για εκπαιδευτικό επίδομα για τον υιό της συντρόφου του, ο κ. Αιμιλίου ανέφερε ότι το ζήτησε επικαλούμενος τις ιδιαιτερότητες της περίπτωσης, πιστεύοντας ότι έπρεπε να εξετασθεί, «αν και δεν εμπίπτει αυστηρώς ομιλούντες στο γράμμα ενός πεπαλαιωμένου κανονισμού». Ο «Πολίτης» στο πλαίσιο της παράθεσης των απόψεών του στην Επιτροπή δεν αμφισβήτησε όσα παρέθεσε ο κ. Αιμιλίου για το εκπαιδευτικό επίδομα του γιου του και ανέφερε ότι έκαμε αναφορά στο θέμα αυτό μόνο σε σχέση με το αίτημά του για κρατική επιδότηση της φοίτησης του γιου της συντρόφου του σε ιδιωτικό σχολείο στη Νέα Υόρκη, ενώ ο φυσικός πατέρας του παιδιού εφέρετο να είναι κάτοικος Νέας Υόρκης. Ως προς το θέμα του αιτήματος για επίδομα για το γιο της συντρόφου του, ο «Πολίτης» ανέφερε στην Επιτροπή ότι ο κ. Αιμιλίου, με τα αιτήματά του προς τη Δημοκρατία, όπως και με το παράπονό του στην Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, δείχνει να καλλιεργεί μία ιδιότυπη αντίληψη για τη σχέση του με τον εργοδότη του. Σύμφωνα με την εφημερίδα, η αντίληψη αυτή άπτεται του δημοσίου ενδιαφέροντος, καθώς ενίοτε συνεπάγεται επιπλέον κόστος για το κράτος. Υπό το φως του γεγονότος ότι ο κ. Αιμιλίου κατέθεσε –όπως έγραψε και η εφημερίδα- παράπονο στο γραφείο της Επιτρόπου Διοικήσεως εναντίον της απόφασης απόρριψης του αιτήματος, η Επιτροπή αποφάσισε να μην εξετάσει προς το παρόν τη πτυχή του παραπόνου που αναφέρεται στο αίτημα για εκπαιδευτικό επίδομα στο γιο της συντρόφου του κ. Αιμιλίου, θεωρώντας ότι το θέμα άπτεται βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ως προς το θέμα του εκπαιδευτικού επιδόματος προς το γιο του κ. Αιμιλίου, αν και ο «Πολίτης» στην απάντησή του προς την Επιτροπή δεν αμφισβητούσε όσα ο κ. Αιμιλίου ανέφερε, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η είδηση της εφημερίδας περιείχε ανακριβή πληροφορία περί παρατυπίας στην παραχώρηση του επιδόματος, κατά παράβαση του άρθρου 1του Κώδικα περί ακρίβειας των πληροφοριών. Εκδοση διπλωματικού διαβατηρίου για τη σύντροφο του κ. Αιμιλίου. Στην είδηση που δημοσίευσε στις 19 Οκτωβρίου, 2012, σχετικά με τα εκπαιδευτικά επιδόματα, η εφημερίδα έκαμε επίσης αναφορά και στην έκδοση διπλωματικού διαβατηρίου στο όνομα της συντρόφου του κ. Αιμιλίου «κατά παράβαση των σχετικών κανονισμών», το οποίο χρησιμοποίησε για να τον συνοδεύσει σε υπηρεσιακό ταξίδι στο Πεκίνο, το οποίο, όμως, σύμφωνα με την εφημερίδα, εκείνη εξακολούθησε να χρησιμοποιεί. Ο κ. Αιμιλίου ανέφερε στο παράπονό του προς την Επιτροπή ότι το διαβατήριο επεστράφη και πρόσθεσε πως στην τηλεφωνική επικοινωνία που είχε με την εφημερίδα στις 15 Νοεμβρίου είχε ενημερώσει πως το διπλωματικό διαβατήριο της συντρόφου του επεστράφη στο Υπουργείο. Ο «Πολίτης στις 16 Νοεμβρίου έγραψε ότι «δεν έχει δηλωθεί ακόμα από το ΥΠΕΞ αν το εν λόγω διπλωματικό διαβατήριο έχει επιστραφεί». Στις 17 Νοεμβρίου η εφημερίδα δημοσίευσε δήλωση της Υπουργού Εξωτερικών Ερατώς Κοζάκου Μαρκουλλή σύμφωνα με την οποία, μετά το σχετικό δημοσίευμα της εφημερίδας, η σύντροφος του κ. Αιμιλίου επέστρεψε το διπλωματικό διαβατήριο που της είχε εκδοθεί το 2010. Σχετικά με την αναφορά στην εφημερίδα ότι το διαβατήριο είχε εκδοθεί «κατά παράβαση των σχετικών κανονισμών», ο κ. Αιμιλίου ανέφερε ότι αυτό αποτελούσε θέμα ερμηνείας των κανονισμών . Η θέση της εφημερίδας είναι ότι το διπλωματικό διαβατήριο που εκδόθηκε στη σύντροφο του κ. Αιμιλίου επιστράφηκε μετά τα σχετικά δημοσιεύματα του «Πολίτη». Η εφημερίδα ανέφερε επίσης ότι «δημόσιος λειτουργός δεν μπορεί να επικαλείται «θέμα ερμηνείας» των κανονισμών για να κρύψει μία παρατυπία του, την οποία ο «Πολίτης» αποκάλυψε στην κοινή γνώμη». Η Επιτροπή αποφάσισε ότι δεν υπήρχε οποιαδήποτε ανακρίβεια στις προαναφερθείσες ειδήσεις της εφημερίδας, αλλά διαπίστωσε ότι η εφημερίδα παρέλειψε να δημοσιεύσει τις δηλώσεις που έκαμε προς στέλεχός της ο κ. Αιμιλίου στις 15 Οκτωβρίου, κατά παράβαση της πρόνοιας του Κώδικα (άρθρο 2) περί παροχής του δικαιώματος απάντησης. Αίτημα για έκδοση διπλωματικού διαβατηρίου για την ιδιαιτέρα του κ. Αιμιλίου. Στις 16 Νοεμβρίου, 2012, ο «Πολίτης», κάτω από τη γενική εισαγωγή ότι «όλο και περισσότερα έγγραφα του Υπουργείου Εξωτερικών, στα οποία αποκτά πρόσβαση ο «Π», αφήνουν εκτεθειμένο τον πρέσβη Νίκο Αιμιλίου… αναφορικά με τις απαιτήσεις του, οικονομικές και άλλες, που προβάλλει προς το κράτος,» έγραψε ότι ο κ. Αιμιλίου, σε επιστολή του ημερομηνίας 12ης Οκτωβρίου, 2012, προς το Διευθυντή Εθιμοτυπίας έγραψε ότι έκρινε «αιτιολογημένο το αίτημα της ιδιαιτέρας γραμματέως του στη μόνιμη αντιπροσωπεία στα Ηνωμένα Εθνη για έκδοση διπλωματικού διαβατηρίου, γιατί θεωρούσε «δίκαιο όλο το μόνιμο προσωπικό που τοποθετείται στη ΜΑΝΥ, διπλωματικό και μη, να τυγχάνει ίσης μεταχείρισης και ειδικά στην παρούσα περίπτωση που η παροχή ωφελημάτων από τη φιλοξενούσα χώρα κρίνεται από το είδος του διαβατηρίου». Την επομένη η εφημερίδα επανήλθε στο θέμα γράφοντας ότι το Υπουργείο Εξωτερικών απέρριψε το αίτημα για έκδοση διαβατηρίου στην ιδιαιτέρα του κ. Αιμιλίου και παρέθεσε σχετική δήλωση της Υπουργού Εξωτερικών Ερατώς Κοζάκου Μαρκουλλή. Ο κ. Αιμιλίου ανέφερε ότι ο τίτλος της είδησης «Αιτιολογημένη Παρατυπία» είναι παραπλανητικός. Περαιτέρω ανέφερε πως το αίτημα δεν περιείχε καμία παρατυπία, ούτε τυχόν έκδοση διπλωματικού διαβατηρίου στην ιδιαιτέρα του θα ήταν παράτυπη, αφού με βάση τις σχετικές αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου, ο Υπουργός Εξωτερικών έχει σημαντικό βαθμό διακριτικής ευχέρειας χορήγησης διπλωματικού διαβατηρίου σε πολίτες, δημόσιους υπαλλήλους ή μη και ότι έχουν εκδοθεί δεκάδες διπλωματικά διαβατήρια σε δημόσιους υπαλλήλους, μέλη του γραμματειακού προσωπικού, που υπηρετούν σε Διπλωματικές Αποστολές της Δημοκρατίας για λόγους παρόμοιους με εκείνους που επικαλέστηκε η ιδιαιτέρα του στη σχετική επιστολή της, δηλαδή για επίτευξη φορολογικών απαλλαγών. Ο κ. Αιμιλίου υποστήριξε ότι το δημοσίευμα αυτό καθιστά φανερή την ύπαρξη κακοπιστίας εκ μέρους της εφημερίδας και ότι οι τίτλοι των δημοσιευμάτων ήταν διατυπωμένοι κατά τρόπο που να αναδύεται η οσμή «σκανδάλου» και «παρατυπίας» ούτως ώστε εκ προθέσεως να επιτείνεται η βλάβη προς το πρόσωπο του. Η εφημερίδα απάντησε πως το αίτημα μιας γραμματειακού λειτουργού να εκδοθεί διπλωματικό διαβατήριο στο όνομά της δεν μπορεί να δικαιολογείται στη βάση των φορολογικών ελαφρύνσεων που συνοδεύουν το διπλωματικό διαβατήριο, το οποίο αποτελεί επίσημο έγγραφο της Δημοκρατίας. Η Επιτροπή έκρινε ότι δεν υπήρχε οποιαδήποτε ανακρίβεια στις πληροφορίες που δημοσιεύθηκαν ή στον τίτλο της είδησης για το αίτημα έκδοσης διπλωματικού διαβατηρίου στην ιδιαιτέρα του κ. Αιμιλίου. Η εφημερίδα είχε το δικαίωμα στο πλαίσιο του δικαιώματος της ελευθερίας έκφρασης να κρίνει με το δικό της τρόπο το αίτημα, εφ’ όσο δεν υπάρχει σαφής κανονισμός επί του θέματος και υπό το φως της μη έγκρισης του αιτήματος να το χαρακτηρίσει παράτυπο . Γεγονότα γύρω από τη στελέχωση της ΜΑΝΥ και σκίτσο-γελοιογραφία του κ. Αιμιλίου. Στις 18 Νοεμβρίου, 2012, η εφημερίδα δημοσίευσε μακροσκελή είδηση για την οργάνωση της αντιπροσωπείας στα Ηνωμένα Εθνη, στην οποία ανέφερε ότι υπάλληλος του Υπουργείου Εξωτερικών εστάλη στη Νέα Υόρκη για να αναλάβει το αρχείο επικοινωνιών αλλά με εισήγηση του κ. Αιμιλίου, τότε Γ.Δ. στο ΥΠΕΞ, ανέλαβε ως ιδιαιτέρα του Μόνιμου Αντιπροσώπου, θέση την οποία θα αναλάμβανε ο ίδιο σε λίγους μήνες, «χωρίς να υφίσταται τέτοια ανάγκη», σύμφωνα με τη θέση της εφημερίδας. Στο πλαίσιο της είδησης αυτής ο «Πολίτης» δημοσίευσε σκίτσο το οποίο παρουσιάζει τον κ. Αιμιλίου ως μικροπωλητή να προσφέρει διπλωματικά διαβατήρια, συνοδευόμενο από φωτοτυπίες επιστολών του κ. Αιμιλίου για την έκδοση διπλωματικού διαβατηρίου στην ιδιαιτέρα του και οδηγίες όπως η ίδια υπάλληλος αναλάβει καθήκοντα ιδιαιτέρας του Μόνιμου Αντιπροσώπου από την ημερομηνία μετάθεσής της στη Νέα Υόρκη. Ο κ. Αιμιλίου παραπονέθηκε ότι το περιεχόμενο της είδησης αυτής ήταν παραπλανητικό γιατί ο συντάκτης της αγνοούσε παντελώς τον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας της Μόνιμης Αντιπροσωπείας στη Νέα Υόρκη και έθεσε το ερώτημα πώς ήταν σε θέση να γνωρίζει αν υπήρχε ανάγκη ή όχι σε σχέση με τη θέση της ιδιαιτέρας του Πρέσβη. Ανέφερε επίσης ότι οι οδηγίες του για τη θέση της ιδιαιτέρας γραμματέως δόθηκαν κατόπιν συνεννόησης με τον άμεσα προκάτοχο του Πρέσβη και βασίστηκαν στις συστάσεις δύο εκ των προκατόχων του για την υπάλληλο σε σχέση με προηγούμενη θητεία της στη MANY την περίοδο 2000-2005. Η Επιτροπή αποφάσισε ότι το κείμενο του δημοσιεύματος αυτού δεν περιείχε οποιαδήποτε ανακρίβεια και ότι οι απόψεις που δημοσίευσε η εφημερίδα ήταν θεμιτές στη βάση των πληροφοριών που είχε και στο πλαίσιο του δικαιώματος της ελευθερίας έκφρασης. Το δικαίωμα αυτό περιλαμβάνει την ελευθερία διατύπωσης θέσεων ή κριτικής για πράξεις ή παραλείψεις αξιωματούχων και λειτουργών της ευρύτερης δημόσιας διοίκησης και για τον τρόπο άσκησής της , δεδομένου ότι με αυτές σχολιάζονται υπαρκτά γεγονότα ή εξακριβωμένες και ακριβείς πληροφορίες. Όπως αναφέρθηκε και στην αρχή, το δικαίωμα αυτό είναι άμεσα συνυφασμένο με την υποχρέωση παροχής του δικαιώματος απάντησης στους άμεσα ενδιαφερομένους. Η Επιτροπή αποφάσισε επίσης ότι το σκίτσο αποτελούσε μέρος της όλης είδησης και του σχολιασμού που περιέχεται σ’ αυτή και δεν το έκρινε ξεχωριστά.