*Οι παλαιότερες αποφάσεις της ΕΔΔ αναδημοσιεύονται από το αρχείο και δεν έχει γίνει καμία παρέμβαση στο περιεχόμενό τους.
*Οι παλαιότερες αποφάσεις της ΕΔΔ αναδημοσιεύονται από το αρχείο και δεν έχει γίνει καμία παρέμβαση στο περιεχόμενό τους.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
8/2015
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
16/07/2015
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (8/27/5/2015) από γυναίκα αστυνομικό που υπηρετεί σε Αστυνομικό Σταθμό της Επαρχίας Λάρνακας για δημοσιεύματα στην ιστοσελίδα TOTHEMAOLINE ημερομηνίας 22/5/2015. Η παραπονούμενη ανέφερε ότι τα δημοσιεύματα ήταν ψευδή, παραπλανητικά και αβάσιμα και ότι περιείχαν υβριστικούς και μειωτικούς ισχυρισμούς και χαρακτηρισμούς για την ίδια. Τα δημοσιεύματα δεν αναφέρονταν στην παραπονούμενη ονομαστικά, αλλά όπως η ίδια υπέδειξε, την περιέγραφαν ως γυναίκα αστυφύλακα που υπηρετούσε σε συγκεκριμένο αστυνομικό σταθμό, με συνέπεια, σε συνδυασμό με τα γεγονότα που αναφέρονταν, να οδηγούν στην αποκάλυψη της ταυτότητάς της σε άτομα της περιοχής όπου διαμένει και σε ευρύ κύκλο μελών της Αστυνομικής Δύναμης. Η παραπονούμενη ανέφερε ότι στον αστυνομικό σταθμό υπηρετούν μόνο 4 γυναίκες αστυνομικοί και ότι έγινε αμέσως αντιληπτό στην κοινότητα ότι τα δημοσιεύματα αναφέρονταν στην ίδια λόγω καταγγελίας την οποία είχε υποβάλει προηγουμένως η ίδια εναντίον υποστατικού για παράνομη λειτουργία και πρόκληση οχληρίας και η οποία είχε γίνει ευρέως γνωστή στην περιοχή. Παράλληλα, η ταυτότητά της έγινε γνωστή σε ευρύ κύκλο μεταξύ των μελών της Αστυνομίας επειδή διατάχθηκε έκθεση γεγονότων μετά τα δημοσιεύματα της ιστοσελίδας. Η Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη τα δημοσιεύματα, τις θέσεις της ιστοσελίδας και το σύνολο των γεγονότων, αποφάσισε ότι το παράπονο ήταν αποδεκτό προς εξέταση γιατί τα δημοσιεύματα οδηγούσαν σε αποκάλυψη της ταυτότητας της παραπονούμενης. Η ορθότητα της θέσης αυτής προκύπτει και από το γεγονός ότι η ιστοσελίδα απέδωσε στην παραπονούμενη και δεύτερη καταγγελία εναντίον κέντρου για πρόκληση οχληρίας, που δεν έγινε από εκείνη. Η Επιτροπή επισημαίνει ότι η αποκάλυψη της ταυτότητας οποιουδήποτε ατόμου συντελείται όταν τα στοιχεία που δημοσιεύονται είναι τέτοια ώστε πρόσωπα του περιβάλλοντος ή της περιοχής στην οποία διαμένει ή στην οποία είναι γνωστό, ανεξάρτητα από το μέγεθος του πλήθους των ανθρώπων, να αντιλαμβάνονται ότι σχετίζονται με το άτομο αυτό. Η Επιτροπή, στο πλαίσιο της αποστολής της για τήρηση υψηλού επαγγελματικού επιπέδου από μέρους των ΜΜΕ και των λειτουργών τους, θεώρησε χρέος της να επισημάνει ότι το αρχικό δημοσίευμα της ιστοσελίδας χαρακτηρίζεται από χαμηλού επιπέδου δημοσιογραφικό λόγο ως προς τη χρήση της γλώσσας, το ύφος, την έκφραση και την πληροφόρηση. Το δημοσίευμα, ημερομηνίας 22/5/2015, ανέφερε ότι «ένας τίμιος και εργατικός λοχίας, ο … (παρέθεσε το όνομά του αλλά λανθασμένο επίθετο) «μετατέθηκε χωρίς καμιά αιτία από τη Λάρνακα στη Λευκωσία, γιατί έτσι ήθελε γυναίκα Αστυνομικός του σταθμού ***». Ειδικότερα, το δημοσίευμα ανέφερε ότι ο λοχίας μετατέθηκε ύστερα από παράπονο συγκεκριμένης γυναίκας Αστυφύλακα, «της οποίας το έργο είναι μηδαμινό και η οποία παρουσιάζει προβληματική συμπεριφορά όπου υπηρετήσει», η οποία τον κατάγγειλε ότι δεν εκτέλεσε τα καθήκοντα του, καταλογίζοντάς του ότι δεν προέβη σε καταγγελία εναντίον καφενείου από το οποίο ακουγόταν δυνατή μουσική στις 9 μ.μ. στη διάρκεια παιδικού πάρτι. Το δημοσίευμα δεν ανέφερε την ημερομηνία κατά την οποία έγινε η καταγγελία, άφηνε όμως να εννοηθεί ότι έγινε στο άμεσο προηγούμενο διάστημα, αφού ανέφερε ότι «απόψε, (δηλαδή το βράδυ της 22/5/2015) η συγκεκριμένη Αστυφύλακας, σε συγκεκριμένο καφενείο, στο οποίο βρίσκονταν πρόσωπα αξιόπιστα και ευυπόληπτα, έφτασε σε σημείο να σπάζει και να κλωτσά τραπέζια και καρέκλες».Σύμφωνα πάντα με το δημοσίευμα «επιπλέον απειλούσε τους πάντες και τα πάντα, ενώ στον συγκεκριμένο χώρο τηρείτο η τάξη και ο νόμος. Μάλιστα, επικοινώνησε με το γραφείο του πολίτη, υποδυόμενη πολίτη και κατήγγειλε το εν λόγω υποστατικό» με αποτέλεσμα να «καταγγελθεί ξανά το εν λόγω υποστατικό». Το δημοσίευμα κατέληγε με τη φράση «Τώρα, ποιος πρέπει να μετατεθεί, ποιος πρέπει να απολυθεί ή ποιος πρέπει να βρίσκεται στην Αστυνομία, είναι άλλου παπά ευαγγέλιο. Ο Θεός να μας προσέχει. Ζήτω η Κυπριακή Δημοκρατία». Κάτω από το δημοσίευμα αναρτήθηκαν πολλά σχόλια, από άνδρες και γυναίκες επικριτικά για την αστυνομικό, τα πλείστα με χυδαίο και υβριστικό περιεχόμενο. Η ιστοσελίδα δεν έκαμε καμιά ενέργεια για να τα αφαιρέσει για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ακολούθησαν και άλλα δημοσιεύματα για «την περίπτωση της περιβόητης Αστυνομικού του σταθμού ***, όλα κάτω από τίτλους στους οποίους η παραπονούμενη περιγραφόταν ως «η αστυφύλακας με τα καπρίτσια». Στις 25/5/2015 η ιστοσελίδα δημοσίευσε νέα είδηση για το θέμα υποστηρίζοντας πως «Γερές πλάτες φαίνεται να έχει η γυναίκα αστυφύλακας με τα καπρίτσια» και ότι «η αστυφύλακας φαίνεται μάλιστα να επηρεάζει αποφάσεις και να μεταθέτει αστυφύλακες συναδέλφους της. Επίσης, διοχετεύοντας πληροφορίες για διάφορους, φαίνεται να πετυχαίνει μεταθέσεις ακόμα και να ανέχονται παρεμβάσεις της σε διάφορους τομείς». H ιστοσελίδα ανάρτησε άλλες δύο ειδήσεις, τη μια στα 9 Ιουνίου, 2015, στην οποία υποστήριζε ότι η υπό αναφορά αστυφύλακας πέτυχε μεταθέσεις ακόμη και ανωτέρων της και ότι «τώρα έβαλε στο στόχαστρο της ιδιοκτήτη καφενείου στη Λάρνακα που γειτνιάζει με το σπίτι της στέλλοντας περιπολικά στο υποστατικό του». Ανέφερε επίσης ότι μαζεύει υπογραφές για να κλείσει το καφενείο και κατέληγε με τον ισχυρισμό ότι «παρακολουθείται από ψυχολόγο, γεγονός για το οποίο δεν γνωρίζουμε αν έχει ενημερώσει τους ανώτερούς της». Σε άλλο δημοσίευμα στις 19 Ιουνίου, 2015, η ιστοσελίδα ανέφερε ότι «η αστυφύλακας με τα καπρίτσια» είχε υποβάλει παράπονο στην Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας και επίσης ότι «έγινε παράνομη παρέμβαση συγκεκριμένου προσώπου και άσκηση πιέσεων προς τον συγκεκριμένο λογία της αστυνομίας που πήγε να εξετάσει παράπονο εναντίον του καφενείου της γειτονιάς». Τέλος καλούσε τον Αστυνομικό Διευθυντή Λάρνακας, «ο οποίος ανέχεται την συγκεκριμένη συμπεριφορά, να δώσει και ο ίδιος εξηγήσεις στον Αρχηγό της Αστυνομίας, για το τι έχει πράξει μέχρι σήμερα για την συγκεκριμένη αστυφύλακα». Η παραπονούμενη ανέφερε ότι το δημοσίευμα στις 22/5/2015 στην πραγματικότητα περιέγραφε γεγονότα που διαδραματίστηκαν σε δύο διαφορετικές ημέρες, κατά τις οποίες έγινε καταγγελία εναντίον καφενείου-κέντρου που λειτουργούσε χωρίς άδεια. Η πρώτη καταγγελία έγινε από την ίδια στις 12 Ιανουαρίου, 2015, με τηλεφώνημά της στη γραμμή του πολίτη και επίσης προς τον Αστυνομικό Διευθυντή Λάρνακας εναντίον κέντρου στη γειτονιά της για χρήση μεγαφώνων και πρόκληση οχληρίας με δυνατή μουσική. Το γεγονός έγινε ευρέως γνωστό στην περιοχή, με αποτέλεσμα όταν δημοσιεύθηκε το επίμαχο κείμενο στις 22/5/2015, όλοι στη γειτονιά να σκεφθούν ότι αναφερόταν στην ίδια. Η παραπονούμενη ανέφερε πως στην πραγματικότητα η δεύτερη καταγγελία δεν προήλθε από την ίδια, ούτε και επισκέφθηκε το καφενείο-κέντρο εκείνη την ημέρα, γιατί κατά τον ουσιώδη χρόνο βρισκόταν σε σπίτι φίλων της και επομένως ψευδώς το δημοσίευμα ανέφερε ότι την καταγγελία υπέβαλε εκείνη και ότι μπήκε στο υποστατικό και έσπαζε και κλωτσούσε καρέκλες και τραπέζια και απειλούσε τους πάντες. Τέλος ανέφερε πως η ιστοσελίδα επέτρεψε να παραμείνουν αναρτημένα κάτω από το πρώτο δημοσίευμα σχόλια αναγνωστών με υβριστικό, χυδαίο και αισχρό περιεχόμενο γι’ αυτήν. Η ιστοσελίδα απάντησε στο παράπονο μέσω δικηγορικού γραφείου υποστηρίζοντας πως «σε καμία περίπτωση δεν αναφέρει και/ή σκιαγραφεί και/ή φωτογραφίζει και/ή κατονομάζει το οποιοδήποτε πρόσωπο πάρα μόνο κάνει αναφορά και/ή χρησιμοποιεί την λέξη 'Αστυφύλακας’. Επίσης ανέφερε ότι η ιστοσελίδα «ενέργησε μέσα στα πλαίσια που ορίζει ο Νόμος και οι Αρχές Δεοντολογίας του Δημοσιογραφικού Επαγγέλματος υπηρετώντας το αναφαίρετο δικαίωμα του ανθρώπου και του πολίτη να πληροφορεί και να πληροφορείται ελεύθερα» και επίσης ότι οι δημοσιογράφοι που εργάζονται σ’ αυτήν «θεωρούν ως πρώτιστο καθήκον τους τόσο προς την κοινωνία όσο και προς τον εαυτό τους τη δημοσιοποίηση όλης της αλήθειας». Περαιτέρω ανέφερε πως η ιστοσελίδα δημοσίευσε “έγκυρες και διασταυρωμένες πληροφορίες που ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα” και πρόσθεσε πως αν της ζητηθεί θα προσκομίσει ένορκες δηλώσεις ευυπόληπτων πολιτών ότι η παραπονούμενη «άρπαζε το μικρόφωνο από τα χέρια προσώπου και το έριχνε στο έδαφος καθώς και μαρτυρίες ότι κλωτσούσε καρέκλες και απειλούσε "Θεούς και Δαίμονες» μπροστά στα μάτια θαμώνων. Τέλος υποστήριξε πως «παρόλο που δεν είναι στις αρμοδιότητές της να ασχολείται με τις αναρτήσεις και/ ή τα σχόλια αναγνωστών, …τα σχόλια έχουν διαγραφεί». Σε σχέση με τον ισχυρισμό ότι η εφημερίδα δεν αποκάλυψε την ταυτότητα της παραπονούμενης, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα, όπως και κατά το στάδιο αξιολόγηση του παραπόνου, ότι τα δημοσιεύματα περιείχαν αρκετά στοιχεία που οδηγούσαν αβίαστα στην αποκάλυψη της ταυτότητάς της σε άτομα που την γνωρίζουν. Διερευνώντας τα γεγονότα, η Επιτροπή πληροφορήθηκε ότι η αναφερόμενη μετάθεση του Λοχία της Αστυνομίας έγινε στις 2 Μαρτίου, 2015 και δεν σχετίζεται με κανένα τρόπο με γεγονότα τα οποία το δημοσίευμα υποβάλλει ότι συνέβησαν στις 22/5/2015. Ο ίδιος ο λογίας πληροφόρησε την Επιτροπή ότι δεν γνωρίζει καν το λόγο της μετάθεσής του από τη Λάρνακα στη Λευκωσία και επίσης ότι διατηρεί φιλικές σχέσεις με την παραπονούμενη και δεν βρίσκεται με κανένα τρόπο σε αντιπαράθεση μαζί της ή άτομα του άμεσου περιβάλλοντός της. Η Επιτροπή έλαβε επίσης πληροφόρηση την οποία θεωρεί ως απολύτως έγκυρη ότι η αρμόδιοι στην Αστυνομία, μετά την υποβολή έκθεσης γεγονότων σε σχέση με τους ισχυρισμούς ή καταγγελίες της ιστοσελίδας, έκριναν ότι δεν ενδείκνυτο η λήψη μέτρων εναντίον της αστυνομικού ή οποιαδήποτε άλλη ενέργεια. Η Επιτροπή θεωρεί ότι το θέμα αφορά όχι μόνο στην ακρίβεια των πληροφοριών, την οποία επικαλείται η ιστοσελίδα για να αιτιολογήσει τα δημοσιεύματά της, αλλά σε σειρά προνοιών του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, που αναφέρονται στην τήρηση υψηλού επαγγελματικού επιπέδου από μέρους των ΜΜΕ και των δημοσιογράφων, στην παροχή ακριβούς, έγκυρης και αντικειμενικής ενημέρωσης, στην παροχή του δικαιώματος απάντησης και αντίκρουσης, στην αποφυγή δυσμενών διακρίσεων και προσβολής ή διασυρμού ατόμων ή ομάδων και στο σεβασμό των προσωπικών δεδομένων. Πάγια θέση της Επιτροπής είναι ότι ο Κώδικας, κατοχυρώνοντας το δικαίωμα της ελευθερίας έκφρασης και πληροφόρησης επιβάλλει ταυτόχρονα την υποχρέωση επίδειξη ήθους, αμεροληψίας και αντικειμενικότητας. Από το ύφος των δημοσιευμάτων και τους χαρακτηρισμούς που χρησιμοποίησε η ιστοσελίδα, όπως «η αστυφύλακας με τα καπρίτσια», «η περιβόητη αστυφύλακας» «η αστυφύλακας της οποίας το έργο είναι μηδαμινό και η οποία παρουσιάζει προβληματική συμπεριφορά όπου υπηρετήσει» «παρακολουθείται από ψυχολόγο, γεγονός για το οποίο δεν γνωρίζουμε αν έχει ενημερώσει τους ανώτερούς της», αβίαστα προκύπτει η ύπαρξη προκατάληψης εναντίον της παραπονούμενης. Το γεγονός αυτό επιμαρτυρείται από το ότι ενώ υπήρξαν τουλάχιστο πέντε δημοσιεύματα που απέδιδαν στην ίδια επιλήψιμη συμπεριφορά δεν της δόθηκε σε καμιά περίπτωση η ευκαιρία ή το δικαίωμα να δώσει τη δική της εκδοχή ή να αντικρούσει τις κατηγορίες. Εξ άλλου, διατυπώθηκε εναντίον της μομφή για το γεγονός ότι υπέβαλε καταγγελία εναντίον καφενείου που λειτουργούσε παράνομα ως κέντρο, αν και η η ίδια ιστοσελίδα επισημαίνει πως το καφενείο δεν είχε άδεια κατά τον ουσιώδη χρόνο. Επίσης της αποδόθηκαν ευθύνες για διάφορα άλλα γεγονότα, τα οποία αναφέρονται γενικώς και αορίστως, όπως η μετάθεση αστυφυλάκων και ανωτέρων της και οι φερόμενες παρεμβάσεις της που γίνονται ανεκτές «για διάφορα θέματα», για τα οποία δεν υπάρχει ίχνος επιβεβαιωτικής μαρτυρίας, όπως η μετάθεση του αστυνομικού λοχία ή ακόμη και ανωτέρων της και η υποβολή καταγγελίας, στην οποία δεν είχε προβεί. Η Επιτροπή σημείωσε επίσης το γεγονός ότι στο πρώτο δημοσίευμα της εφημερίδας υπήρχε παραπλάνηση, γιατί άφηνε να εννοηθεί ότι την ημέρα εκείνη, δηλαδή στις 22/5/2015 συνέβησαν γεγονότα τα οποία στην πραγματικότητα χρονικά τοποθετούνται πέντε και πλέον μήνες προηγουμένως. Με βάση τα πιο πάνω η Επιτροπή διαπίστωσε παραβίαση των γενικών διατάξεων περί παροχής αντικειμενικής, ολοκληρωμένης και έγκυρης πληροφόρησης και περί υψηλού επαγγελματικού επιπέδου και αποφυγής γλώσσας με χυδαίο ή αισχρό περιεχόμενο και των ειδικών διατάξεων περί μη δημοσίευσης ανακριβών ή παραπλανητικών πληροφοριών (άρθρο 1), παροχής του δικαιώματος απάντησης και αντίκρουσης (άρθρο 2), περί σεβασμού προσωπικών δεδομένων και περί αποφυγής ανοίκειων προσωπικών επιθέσεων και προσβλητικών ή υβριστικών χαρακτηρισμών που διασύρουν την τιμή και υπόληψη (άρθρο 3) και περί αποφυγής προκατάληψης, χλευασμού, διαπόμπευσης ή διασυρμού (άρθρο12). Ιδιαίτερα προσβλητικά, άσεμνα και αισχρά ήταν κάποια από τα σχόλια που αναρτήθηκαν κάτω από την αρχική είδηση. Η Επιτροπή δεν αποδέχθηκε τη θέση του νομικού συμβούλου της ιστοσελίδας ότι δεν είναι στις αρμοδιότητές της να ασχολείται με τις αναρτήσεις και/ ή τα σχόλια αναγνωστών. Κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε ασυδοσία. Αντίθετα, η Επιτροπή υποδεικνύει ότι οι υπεύθυνοι ιστοσελίδων είναι υπόλογοι για τα σχόλια που αναρτούν μέλη του κοινού κάτω από ειδήσεις τους, με βάση και τη νομολογία του ΕΔΑΔ, (υπόθεση ιστότοπου DELFI AS v ESTONIA, Οκτώβριος 2013)σύμφωνα με την οποία οι επιμελητές ιστότοπων έχουν υποχρέωση να παρεμβαίνουν χωρίς καθυστέρηση για την αφαίρεση προσβλητικών, υβριστικών και χυδαίων ή άσεμνων σχολίων που αναρτούν μέλη του κοινού. http://hudoc.echr.coe.int/eng?i=001-126635#{"itemid":["001-126635"]} (Based on the above elements, in particular the insulting and threatening nature of the comments, the fact that the comments were posted in reaction to an article published by the applicant company in its professionally-managed news portal run on a commercial basis, the insufficiency of the measures taken by the applicant company to avoid damage being caused to other parties’ reputations and to ensure a realistic possibility that the authors of the comments will be held liable, and the moderate sanction imposed on the applicant company, the Court considers that in the present case the domestic courts’ finding that the applicant company was liable for the defamatory comments posted by readers on its Internet news portal was a justified and proportionate restriction on the applicant company’s right to freedom of expression.) Οι καθ’ ων το παράπονο επέτρεψαν να παραμείνουν αναρτημένα σχόλια για μεγάλο χρονικό διάστημα και η αφαίρεσή τους έγινε μόνο αφού ενημερώθηκαν για την υποβολή παραπόνου στην Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας. Σχετική με το πιο πάνω θέμα είναι απόφαση της Επιτροπής στις 27/2/2014 http://www.cmcc.org.cy/Decisions/index_2014_files/1_2014.html
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
11/2015
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
16/07/2015
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας επιλήφθηκε αυτεπάγγελτα περίπτωσης 11/26/6/15) κατά την οποία η ιστοσελίδα Cyprus Times δημοσίευσε είδηση, για το θάνατο γυναίκας, η οποία προηγουμένως επιχείρησε να θέσει τέρμα στη ζωή της, στο Αλιβέρι Ευβοίας. Η είδηση, που δημοσιεύθηκε στις 22 Ιουνίου, 2015, περιέγραφε τον τρόπο με τον οποίο η γυναίκα απέθανε αφού προηγουμένως επιχείρησε να θέσει τέρμα στη ζωή της. Η Επιτροπή αποφάσισε ότι, παρά το γεγονός πως η φερόμενη πράξη αφορούσε άτομο εκτός Κύπρου, η ιστοσελίδα όφειλε να τηρήσει τις πρόνοιες του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας που αναφέρονται στο θέμα της αυτοκτονίας. Το εδάφιο 3 του άρθρου 5 του Κώδικα ορίζει ρητά πως δεν δημοσιεύονται πληροφορίες για αυτοκτονίες και ότι στις εξαιρετικές εκείνες περιπτώσεις στις οποίες θα πρέπει να γίνει αναφορά σε ένα τέτοιο γεγονός πρέπει να επιδεικνύεται ευαισθησία και ιδιαίτερη προσοχή για αποφυγή λεπτομερειών για τη μέθοδο, ακόμα και όταν οι πληροφορίες προέρχονται από προνομιούχο διαδικασία. Ακόμη και στις περιπτώσεις αυτές, όταν για παράδειγμα οι πληροφορίες προέρχονται από δικαστηριακή ακρόαση, πρέπει να τηρούνται όλες οι άλλες πρόνοιες του Κώδικα για το θέμα της αυτοκτονίας. Η Επιτροπή, συμμεριζόμενη τις απόψεις ειδικών τις οποίες θεωρεί έγκυρες, και με βάση την πάγια πρακτική της επί του θέματος των αυτοκτονιών, αποφάσισε ότι η περιγραφή των ενεργειών της γυναίκας και των περιστατικών του θανάτου της, έστω και αν έγινε στην Ελλάδα, είναι δυνατό να βρει μιμητές από άτομα που βρίσκονται κάτω από ανάλογη συναισθηματική φόρτιση και έχουν διαταραγμένη προσωπικότητα ή τάση προς αυτοκτονία. Η Επιτροπή θεωρεί χρήσιμο να επισύρει την προσοχή των ΜΜΕ και των δημοσιογράφων στις καθοδηγητικές αρχές που δημοσιεύονται ως παράρτημα του Κώδικα, σχετικά με το θέμα της αυτοκτονίας, στις οποίες μεταξύ άλλων επισημαίνεται ότι: «Ως γενική αρχή, τα ΜΜΕ δεν δημοσιεύουν ειδήσεις για αυτοκτονίες, εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις, κατά τις οποίες οι περιστάσεις δικαιολογούν τη δημοσίευση. Ενδεικτικά, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως εξαιρετική περίπτωση η αυτοκτονία μιας γνωστής προσωπικότητας ή διασημότητας, αν η δημοσίευση θα προωθούσε κάποιο κοινωνικό σκοπό ή αν θα συνέβαλλε στη λήψη διορθωτικών μέτρων. Όμως, στις εξαιρέσεις αυτές, και πάλι θα πρέπει να τηρούνται όλες οι άλλες πρόνοιες του Κώδικα που αφορούν στην αυτοκτονία. Ειδικότερα, σε περιπτώσεις κατά τις οποίες τα γεγονότα δικαιολογούν παρέκκλιση από τον κανόνα, η είδηση θα πρέπει να αποσκοπεί στην πληροφόρηση και όχι στον εντυπωσιασμό και δεν θα πρέπει να περιλαμβάνει λεπτομέρειες για τους λόγους και τη μέθοδο, τον τρόπο ή το μέσο αυτοκτονίας ή ακόμη και τη διαδικασία… Υπάρχει ισχυρή μαρτυρία πως τα ΜΜΕ συμβάλλουν σημαντικά στο κοινωνικό φαινόμενο της αυτοκτονίας, την οποία η Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας θεωρεί ως σοβαρό πρόβλημα δημόσιας υγείας. Η ΠΟΥ και ο Διεθνής Σύνδεσμος για την Πρόληψη της Αυτοκτονίας (International Association for Suicide Prevention-IASP) δημοσιοποίησαν ειδική μελέτη που απευθύνεται στα ΜΜΕ και τους δημοσιογράφους στην οποία καταγράφονται τα ευρήματα 50 ερευνών που έγιναν διεθνώς. https://www.iasp.info/resources/Suicide_and_the_Media/ Ολες οι έρευνες κατέληξαν στον συμπέρασμα ότι η παρουσίαση περιπτώσεων αυτοκτονιών από τα ΜΜΕ παρέχει ερεθίσματα για μιμητισμό και μπορεί να οδηγήσει σε αυτοκτονική συμπεριφορά αμέσως μετά και μέχρι ένα διάστημα τριών εβδομάδων μετά τη δημοσίευση. Το γενικό συμπέρασμα των ερευνών αυτών είναι πως η ομοιότητα μεταξύ του ερεθίσματος ή του μοντέλου που παρέχει μια είδηση και του παρατηρητή, ως προς την ηλικία, το φύλο, τις οικονομικές ή προσωπικές περιστάσεις και άλλα στοιχεία ταύτισης, είναι σημαντικός παράγων μίμησης». Κατά συνέπεια, η Επιτροπή αποφάσισε ότι η είδηση συνιστούσε παραβίαση της σχετικής πρόνοιας του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
7/2015
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
11/06/2015
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΟΧΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (7/11/5/2015) από το Κοινοτικό Συμβούλιο Τράχωνα για κατ’ ισχυρισμό ανακριβή, παραπλανητική και μεροληπτική πληροφόρηση από την τηλεόραση του ΜΕΓΑ και φίμωση ή προσπάθεια φίμωσης τηλεθεατή. Ειδικότερα, ο πρόεδρος και τα μέλη του Κοινοτικού Συμβουλίου παραπονέθηκαν ότι στη διάρκεια της εκπομπής «Εχεις Μέσον» στις 8/4/2015 και σε σχέση με διαμάχη μεταξύ του Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου και της Εκκλησιαστικής Επιτροπής της Παναγίας του Τράχωνα, που απασχόλησε ευρέως τα ΜΜΕ, η παρουσιάστρια Νατάσα Ιωάννου, «χωρίς να γνωρίζει τα γεγονότα και χωρίς να ακούσει και τις θέσεις της Εκκλησιαστικής Επιτροπής και γενικότερα της Κοινότητας του Τράχωνα δήλωσε κατά τρόπο απαξιωτικό ότι οι Τραχωνίτες είναι με λίγα λόγια αχάριστοι γιατί ενώ ο Μακαριότατος συνέβαλε στην ανέγερση της εκκλησίας τώρα αρνούνται να συμβάλουν στα έξοδα της Αρχιεπισκοπής για να καταβληθούν, όπως ισχυρίστηκε, οι μισθοί των ιερέων». Επίσης υποστήριξαν ότι η παρουσιάστρια «σε παρέμβαση εκπροσώπου της συντονιστικής μας επιτροπής ενήργησε κατά τρόπο απαράδεκτο και αντιδεοντολογικό χαμηλώνοντας τον ήχο του μικροφώνου για να μην ακούγεται η φωνή του εκπροσώπου μας και υψώνοντας το όταν απαντούσε η ίδια απορρίπτοντας τα όσα ο εκπρόσωπος μας της ανάφερε». Το παράπονο κοινοποιήθηκε στα ΜΜΕ, που ασχολήθηκαν με το θέμα. Ειδικότερα, η Cyprus Mail αφιέρωσε μια σελίδα της, αναφέροντας μεταξύ άλλων ότι από την εξέταση οπτικογράφησης της εκπομπής διαπιστώνεται πως ο εκπρόσωπος της Επιτροπής τηλεφώνησε στην εκπομπή και μίλησε για δέκα περίπου λεπτά, ενώ η φωνή του άρχισε να χαμηλώνει όταν άρχισαν να προβάλλονται στην οθόνη οι τίτλοι τέλους της εκπομπής. Οι παραπονούμενοι πληροφόρησαν την Επιτροπή, αρχικά προφορικά και στη συνέχεια με επιστολή τους που λήφθηκε στις 18/4./2015, ότι ύστερα από διευκρινιστική δήλωση στην οποία προέβη η παρουσιάστρια κ. Ιωάννου, σχετικά με το θέμα, στην εκπομπή της την Πέμπτη 14/5/2015 έκριναν ότι αυτό τους ικανοποιούσε και ότι δεν «ενδείκνυται κατά τη γνώμη μας, περαιτέρω διερεύνηση της καταγγελίας». Η παρουσιάστρια της εκπομπής ενημέρωσε την Επιτροπή πως οι διευκρινίσεις που έδωσε ήταν πως κατά την επίμαχη εκπομπή δεν εξέφερε δική της θέση πως ο Αρχιεπίσκοπος είχε βοηθήσει την κοινότητα Τράχωνα να κτίσει εκκλησία, αλλά είχε κάμει σαφές ότι μετέφερε τη θέση του Αρχιεπισκόπου, και επίσης ότι δεν χαμήλωσε το μικρόφωνο για να μην ακούεται ο κ. Κόκκινος. Ειδικότερα ανέφερε πως ο κ. Κόκκινος μιλούσε για 10 λεπτά κατηγορώντας την ίδια ότι ανέφερε πράγματα που δεν ήταν αληθή και ότι το μικρόφωνο χαμήλωσε μόνο όταν τέλειωσε η εκπομπή. Είπε ότι αυτό έγινε από τους παραγωγούς, γιατί η ίδια δεν είχε καν την τεχνική δυνατότητα να ανοίγει ή να κλείνει μικρόφωνα. Ο Κώδικας Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας δεν περιλαμβάνει πρόνοια για δικαίωμα απόσυρσης παραπόνου. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή έχει ορίσει ως πάγια εθιμική πρακτική της να επιτρέπει ή να μην επιτρέπει την απόσυρση παραπόνου και να εκδίδει ή να μην εκδίδει απόφαση, λαμβάνοντας υπόψη τα δεδομένα κάθε περίπτωσης ξεχωριστά. Στην προκειμένη περίπτωση, η Επιτροπή έλαβε υπόψη το γεγονός ότι το παράπονο δημοσιοποιήθηκε ευρύτατα από τους παραπονουμένους στα ΜΜΕ με συνέπεια να εκτεθεί σε κατηγορίες για αντιδεοντολογική συμπεριφορά η παρουσιάστρια Νατάσα Ιωάννου. Συνακόλουθα, η Επιτροπή θεώρησε το παράπονο ως αποσυρθέν και το απέρριψε.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
4/2015
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
11/06/2015
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (4/17/3/2015) από την Ελενα Μακρίδης σε σχέση με τη δημοσίευση καταλόγου ονομάτων εταιρειών παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών στην εφημερίδα «Πολίτης», η οποία τον παρουσίασε στον τίτλο της ως «Λίστα Λαγκάρντ». Η Επιτροπή αποδέχθηκε το παράπονο ως κατ’ αρχή βάσιμο και προχώρησε στην ουσιαστική εξέτασή του. Η παραπονούμενη είναι διευθύνουσα σύμβουλος της εταιρείας Sinirma Limited, με γραφεία στη Λεμεσό, της οποίας η επωνυμία περιλαμβάνεται στον κατάλογο που δημοσίευσε η εφημερίδα. Το δημοσίευμα του «Πολίτη», ημερομηνίας 12ης Φεβρουαρίου, 2015, ανέφερε ότι παρουσίαζε την «περίφημη λίστα Λαγκάρντ», με την παρατήρηση ότι είχε έντονο άρωμα Καραϊβικής. Επίσης ανέφερε ότι η εφημερίδα «απέκτησε πρόσβαση στο σύνολο της λίστας, οπό την οποία προκύπτει ότι 1.343 εγγραφές έχουν σχέση με την Κύπρο». Περαιτέρω, η είδηση ανέφερε ότι από μια πρώτη επεξεργασία των δεδομένων των κυπριακών εγγραφών στη λίστα, προκύπτει ότι μόνο δύο αφορούν φυσικά πρόσωπα, ενώ η συντριπτική πλειονότητα των εγγραφών στον κατάλογο είναι εταιρείες υπό δικαιοδοσία των Βρετανικών Παρθένων Νήσων και η σχέση με την Κύπρο προκύπτει οπό το γεγονός ότι εμφανίζουν Κυπριακές διευθύνσεις αλληλογραφίας, οι οποίες στη συντριπτική τους πλειονότητα ανήκουν σε δικηγορικά και λογιστικά γραφεία και εταιρείες. Η εφημερίδα δημοσίευσε στην έντυπη έκδοσή της 40 επωνυμίες και ονόματα με τη διευκρίνιση ότι ο πλήρης κατάλογος ήταν δημοσιευμένος στην ηλεκτρονική της έκδοση. Μεταξύ των ονομάτων που δημοσιεύθηκαν στην έντυπη έκδοση της εφημερίδας ήταν και εκείνο της Sinirma Limited. Σύμφωνα με το δημοσίευμα της εφημερίδας, «τα πρωτότυπα δεδομένα της λίστας Λαγκάρντ, με τις καταθέσεις, αποσπάστηκαν από τους υπολογιστές της HSBC από έναν πρώην υπάλληλο της τράπεζας που μετατράπηκε σε πληροφοριοδότη, τον Ερβέ Φαλσιανί, και παραδόθηκαν στις γαλλικές αρχές το 2008… Από τα απόρρητα στοιχεία που διέρρευσαν φωτίζεται ο ρόλος της τράπεζας στους μηχανισμούς των εταιρειών offshore που προσφέρουν ανωνυμία και φορολογικό καταφύγιο. Ακαδημαϊκοί αναφέρουν ότι σχεδόν 7 τρισεκατομμύριο ευρώ βρίσκονται «παρκαρισμένα» σε φορολογικούς παραδείσους ενώ οι διαφυγόντες φόροι για τις χώρες ανέρχονται σε 175 δισεκατομμύρια». Η παραπονούμενη υποστήριξε ότι το δημοσίευμα παραβίασε διάφορες πρόνοιες του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, μεταξύ των οποίων τις γενικές διατάξεις περί υποχρέωσης των ΜΜΕ και των δημοσιογράφων για σεβασμό του δικαιώματος του πολίτη για αντικειμενική, ολοκληρωμένη και έγκυρη πληροφόρηση, περί ήθους, εντιμότητας, διαγωγής, συμπεριφοράς και επαγγελματικού επιπέδου της υψηλότερης δυνατής στάθμης και περί επίδειξης καλής πίστης και συμμόρφωσης με το γράμμα και το πνεύμα του Κώδικα. Επίσης ανέφερε ότι παραβίασε τις ειδικές διατάξεις περί ακρίβειας των πληροφοριών που προνοούν ότι «τα Μ.Μ.Ε. μεριμνούν ώστε να μη δημοσιεύονται ανακριβείς, παραπλανητικές, φανταστικές ή διαστρεβλωτικές της αλήθειας ειδήσεις, πληροφορίες ή σχόλια» και επίσης τη διάταξη περί τεκμηρίου της αθωότητας. Ως προς την παραβίαση της πρόνοιας περί ακρίβειας των πληροφοριών, η παραπονούμενη ανέφερε πως το γεγονός ότι ο «Πολίτης» αναπαρήγαγε πληροφορίες από ξένο τύπο όπως και λίστα που περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, διάφορες εταιρείες παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών μεταξύ των οποίων και η Sinirma Limited και δημοσίευσε την εν λόγω λίστα ως “Λίστα Λαγκάρντ” χωρίς προηγουμένως να επαληθεύσει πληροφορίες και να διασταυρώσει τις πηγές όσων δημοσίευσε, υποδεικνύει ότι η εφημερίδα δεν συμπεριφέρθηκε επαγγελματικά αφού δεν ικανοποίησε τα κριτήρια της υπεύθυνης δημοσιογραφίας. Ανέφερε επίσης ότι η αντιγραφή πληροφοριών από τον ξένο τύπο δεν δικαιολογεί την μη εξακρίβωση του αληθούς ή μη των πληροφοριών. Η παραπονούμενη ανέφερε περαιτέρω ότι ο «Πολίτης» δεν προσέγγισε την ίδια ή κάποιο άλλο πρόσωπο για οποιαδήποτε βασική έστω εξακρίβωση των πληροφοριών του και πρόσθεσε πως θα έπρεπε να είχε ελέγξει την ακρίβειά τους προσφεύγοντας στην πηγή των αναφερόμενων γεγονότων και θα έπρεπε να παράσχει στην εταιρεία το δικαίωμα αντίκρουσης ή αμφισβήτησης. Επίσης απέρριψε ως ανακριβή τον ισχυρισμό (που προκύπτει ως συμπέρασμα από τα γραφόμενα της εφημερίδας) ότι η εταιρεία της έχει δήθεν ανάμειξη σε διαφυγόντες φόρους που ανέρχονται σε δισεκατομμύρια ευρώ από εταιρείες υπό τη δικαιοδοσία των Βρετανικών Παρθένων Νήσων. Η παραπονούμενη ανέφερε ότι οι διάφοροι ισχυρισμοί που διατυπώνει στην είδησή του ο «Πολίτης» είναι ανακριβείς και παραπλανητικοί, γιατί αυτό που δημοσίευσε δεν έχει καμία σχέση με την πραγματική Λίστα Λαγκάρντ, η οποία αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης λίστας (Falciani list) που είναι προϊόν υποκλοπής από τον Herve Falciani, προγραμματιστή ηλεκτρονικών υπολογιστών που εργαζόταν στην τράπεζα HSBC της Γενεύης κατά την χρονική περίοδο 2006 με 2007. Παρατηρεί επίσης ότι με μια απλή έρευνα στην ιστοσελίδα του Εφόρου Εταιρειών και Επίσημου Παραλήπτη, η εφημερίδα θα μάθαινε ότι η εταιρεία Sinirma Limited είχε συσταθεί το 2009, δύο χρόνια δηλαδή μετά την υποκλοπή, η οποία αφορά συγκεκριμένο τραπεζικό αρχείο καταθετών. Σύμφωνα με το παράπονο, αυτό που δημοσίευσε ο «Πολίτης είναι μια λίστα την οποία δημοσίευσε στην ηλεκτρονική της σελίδα η ICIJ Offshore Leaks Database (http://offshoreleaks.icij.org) που περιλαμβάνει δικηγορικά και λογιστικά γραφεία καθώς και εταιρείες οι οποίες παρέχουν συμβουλευτικές υπηρεσίες ή έχουν διασυνδέσεις με υπεράκτιες εταιρείες οι οποίες δραστηριοποιούνται στο εξωτερικό και συγκεκριμένα στις Βρετανικές Παρθένους Νήσους. Επίσης ανέφερε πως ενώ η εφημερίδα δημοσίευσε την εν λόγω λίστα απέφυγε να δημοσιεύσει από την ίδια πηγή την προειδοποίηση την οποία κάθε επισκέπτης πρέπει να βεβαιώσει ότι διάβασε προτού εισέλθει στην ιστοσελίδα και η οποία αναφέρει πως: “Therearelegitimateusersforoffshorecompaniesandtrusts. We do not intend to suggest or imply that any person, companies or other entities included in the ICIJ Offshore Leaks Database have broken the law or otherwise acted improperly”. Σε μετάφραση: “Υπάρχουν νόμιμοι χρήστες για υπεράκτιες εταιρείες και εμπιστεύματα. Δεν σκοπεύουμε να εισηγηθούμε ή υπονοήσουμε ότι κάθε πρόσωπο, εταιρείες ή άλλες οντότητες που περιλαμβάνονται στην ηλεκτρονική σελίδα της ICIJOffshoreLeaksDatabase έχει παραβεί το νόμο ή με άλλο τρόπο ενήργησε αντικανονικά”. Η παραπονούμενη υποστηρίζει πως αυτή η παράλειψη υποδεικνύει ότι η έλλειψη μέριμνας ήταν εσκεμμένη και κακόπιστη. Τέλος ανέφερε πως θεωρείται αναμφισβήτητο γεγονός το δεδομένο ότι ακόμα δεν υπάρχουν οποιαδήποτε επίσημα στοιχεία ή έγκυρες πηγές βάσει των οποίων αποκαλύπτονται τα ονόματα που περιλαμβάνονται στη Λίστα Λαγκάρντ. Ως προς την παραβίαση της πρόνοιας για το τεκμήριο της αθωότητας, η παραπονούμενη ανέφερε ότι η δημοσίευση ανακριβών και αβάσιμων πληροφοριών δίδει την εντύπωση ότι η εταιρεία της είναι μια εκ των εταιρειών που εμπλέκονται σε φοροδιαφυγή, ξέπλυμα βρώμικου ρήματος και άλλες παράνομες οικονομικές ενέργειες που συνιστούν ποινικό αδίκημα, κατά τρόπο που συνιστά διασυρμό και διαπόμπευση. Η ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ Στην απάντησή του στο παράπονο, ο αρχισυντάκτης της εφημερίδας Σωτήρης Παρούτης ανέφερε πως «υπήρξε όντως ανακρίβεια» στο δημοσίευμα. Όπως ανέφερε, το συνημμένο αρχείο που εντοπίστηκε αργά την προηγούμενη του δημοσιεύματος σε ανάρτηση της Διεθνούς Σύμπραξης Ερευνητών Δημοσιογράφων «όντως δεν ήταν η καθαυτό επίμαχη λίστα Λαγκάρντ, που είχε να κάνει με την Κύπρο», αλλά αποτελούσε «παράπλευρη έρευνα» που αφορούσε σε αριθμό υπεράκτιων εταιρειών με έδρα τις Βρετανικές Παρθένους Νήσους, των οποίων η διαχείριση γινόταν από την Κύπρο, μέσω δικηγορικών και λογιστικών/ελεγκτικών γραφείων. Ανέφερε επίσης ότι το γεγονός αυτό είχε επισημανθεί στο εκτενές ρεπορτάζ της σελίδας 8 και ότι «αυτό που ενδεχομένως να ήταν κάπως παραπλανητικό ήταν ο τίτλος της πρώτης σελίδας. Περαιτέρω ανέφερε ότι ο μεγάλος αριθμός των εμπλεκομένων γραφείων και ο πολύ μεγαλύτερος αριθμός εταιρειών, χωρίς διεύθυνση και λοιπά στοιχεία επικοινωνίας δεν επέτρεπε στην εφημερίδα να επικοινωνήσει για να επιβεβαιώσει την ορθότητα του αρχείου. Εξ άλλου ανέφερε ότι την επομένη του δημοσιεύματος παρατέθηκαν οι θέσεις όσων εμπλεκομένων επικοινώνησαν με την εφημερίδα, κυρίως λογιστές και δικηγόροι. Μεταξύ αυτών που επικοινώνησαν δεν ήταν η παραπονούμενη, η οποία, όπως ανέφερε στο παράπονό της, έλαβε γνώση του δημοσιεύματος πολύ αργότερα. Ο συντάκτης της είδησης Γιάννης Σεϊτανίδης κλήθηκε σε συνεδρία υποεπιτροπής στην οποία παρέδωσε γραπτό υπόμνημα και παρέθεσε πρόσθετες διευκρινίσεις και απόψεις. Ειδικότερα, ανέφερε ότι στην εισαγωγή της είδησης που φέρει την υπογραφή του περιέλαβε την επισήμανση ότι «η παρουσία στη λίστα δεν σημαίνει υποχρεωτικά ότι υποκρύπτει φοροδιαφυγή». Υποστήριξε ότι «η έννοια ‘λίστα Λαγκάρντ’ καλύπτει ο,τιδήποτε σχετίζεται με πιθανή φοροαποφυγή και καταθέσεις στην Ελβετία» και ανέφερε ότι η εφημερίδα δεν κατέβασε τον κατάλογο που δημοσίευσε από την ηλεκτρονική της σελίδα ICIJ Offshore Leaks Database http://offshoreleaks.icij.org ,αλλά τον εξασφάλισε υπό μορφή ηλεκτρονικού αρχείου υπό τον τίτλο Swiss Leaks List, από το οποίο απομόνωσε ό,τι είχε σχέση με την Κύπρο. Επίσης παραδέχθηκε ότι η αναφορά σε «λίστα Λαγκάρντ» στον τίτλο ήταν εν μέρει παραπλανητική αλλά ανέφερε πως δεν είχε ο ίδιος τον έλεγχο της τιτλοφόρησης της είδησης. Περαιτέρω ανέφερε πως η ενημέρωσή που είχε από αξιόπιστη πηγή ήταν ότι το υλικό που περιείχαν τα ηλεκτρονικά δεδομένα αποτελούσε τμήμα των αρχείων της «λίστας Λαγκάρντ» ή της «λίστας Φαλσιάνι» και κατά τον ουσιώδη χρόνο είχε «τη βέβαιη εκτίμηση ότι η λίστα είναι μέρος της λεγόμενη λίστας Λαγκάρντ ή της λίστας με στοιχεία καταθετών της HSBC στην Ελβετία». Επίσης είπε ότι ο ίδιος προχώρησε σε δειγματοληπτικό έλεγχο επικοινωνώντας με 5 ή 6 δικηγορικά και λογιστικά γραφεία κάμνοντας αναφορά στη λίστα Λαγκάρντ και ζήτησε τα σχόλιά τους, αλλά ανταποκρίθηκε μόνο μια εταιρεία Ρώσων που δεν διέψευσαν την παρουσία της στη λίστα, αλλά διευκρίνισαν ότι η μόνη σχέση που είχαν με τις εταιρείες με τις οποίες φέρονταν να συνδέονται ήταν ότι ανέλαβαν τη σύστασή τους και τίποτα περισσότερο. Οι υπόλοιποι, όπως ανέφερε, δεν ανταποκρίθηκαν με αποτέλεσμα η στάση τους να ενισχύσει την εκτίμηση ότι η λίστα έχει βάση. Την επόμενη ημέρα υπήρξαν παράπονα και οργισμένα τηλεφωνήματα από δικηγορικά γραφεία που περιλαμβάνονται στη λίστα, αλλά στο τέλος κανείς δεν προχώρησε σε διάψευση. Η θέση του ήταν πως θεώρησε τον έλεγχο που έκαμε αρκετό και εξέλαβε το γεγονός πως δεν υπήρξε διάψευση από τις εταιρείες με τις οποίες επικοινώνησε ως επιβεβαίωση της είδησης. Επίσης ανέφερε ότι ο έλεγχος που έκαμε καταρρίπτει τη θέση της παραπονούμενης πως ενήργησε κακόβουλα, λέγοντας και ότι το ρεπορτάζ δεν είχε στόχο να θίξει πρόσωπα και ότι δεν υπήρξε σκόπιμη και δόλια προσπάθεια να εκτεθεί η παραπονούμενη (όπως και οποιοσδήποτε άλλος) ούτε να παραπλανηθεί η κοινή γνώμη. Τέλος υπέδειξε ότι η θέση της παραπονούμενης πως το δημοσίευμα δυνατό να έχει δυσμενείς επιπτώσεις για την εταιρεία της δεν ευσταθεί, δεδομένου ότι και η ίδια παραδέχθηκε πως το όνομά περιλαμβανόταν στον κατάλογο ICIJ offshore Leaks Database , που προϋπήρχε του δημοσιεύματος. Η Επιτροπή εξέτασε το θέμα διεξοδικά υπό το φως όλων των στοιχείων που είχε ενώπιον της και υπό το πρίσμα της κοινής αντίληψης ως προς την έννοια του όρου «λίστα Λαγκάρντ», λαμβάνοντας υπόψη από τη μια τη δημοσιογραφική αποστολή που περιλαμβάνει και τη δημοσίευση πληροφοριών ενδιαφέροντος ή που επηρεάζουν σοβαρά την κοινωνία και από την άλλη την υποχρέωση για παροχή έγκυρης, ακριβούς και μη παραπλανητικής ενημέρωσης. Η Επιτροπή αποφάσισε ότι το δημοσίευμα, με βάση και την παραδοχή της εφημερίδας, ήταν ανακριβές και παραπλανητικό, ιδιαίτερα ως προς τον τίτλο που υποστήριζε ότι η εφημερίδα παρουσίασε τη λίστα ή μέρος της λίστας Λαγκάρντ. Στη θέση αυτή κατέληξε λαμβάνοντας υπόψη τόσο τα γεγονότα όσο και τη γενική γνώση ως προς τη λίστα Λαγκάρντ, όπως επίσης και τον ουσιώδη χρόνο εμφάνισης του δημοσιεύματος. Η λίστα Λαγκάρντ έγινε γνωστή στο ευρύ κοινό μετά την παράδοση στις Ελληνικές αρχές καταλόγου φυσικών και νομικών προσώπων που είχαν καταθέσεις στην Ελβετία, και ειδικότερα στην πολυεθνική τράπεζα HSBC (Hong Kong and Shanghai Banking Corporation) για σκοπούς απόκρυψης εσόδων και αποφυγής καταβολής φόρου στο ελληνικό δημόσιο. Στην πράξη και στην αντίληψη του κοινού, η λίστα Λαγκάρντ αποτελεί κατάλογο καταθετών στην τράπεζα HSBC Ελβετίας στον οποίο παρατίθενται και τα ποσά των καταθέσεων. Κατά τον ουσιώδη χρόνο της δημοσίευσης της είδησης στην εφημερίδα το θέμα βρισκόταν στην επικαιρότητα λόγω σχετικής συζήτησης στην Επιτροπή Θεσμών της Βουλής και της απαίτησης από πολλές πολιτικές πλευρές προς την κυβέρνηση να ζητήσει επίσημα και να εξασφαλίσει τον κατάλογο ονομάτων Κυπρίων καταθετών στην Ελβετική HSBC. Με βάση τα δεδομένα και τα ενώπιόν της στοιχεία, η Επιτροπή κατέληξε στην απόφαση ότι ο κατάλογος που δημοσίευσε η εφημερίδα, και ανεξάρτητα από την οποιαδήποτε διασύνδεση των οργανισμών και ατόμων ή συνδεδεμένων με αυτούς φυσικών ή νομικών προσώπων που περιλαμβάνονται σ’ αυτόν, δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι αποτελούσε το κυπριακό μέρος της Λίστας Λαγκάρντ. Όπως έγινε παραδεκτό και από την εφημερίδα, επρόκειτο για κατάλογο με τα ονόματα μερικών χιλιάδων νομικών προσώπων, δικηγορικών και λογιστικών γραφείων και μερικών φυσικών προσώπων, από τον οποίο η εφημερίδα απομόνωσε 1.343 περιπτώσεις που αναφέρονταν στην Κύπρο, με την έννοια ότι έχουν διευθύνσεις αλληλογραφίας στην Κύπρο, αλλά τελούν υπό τη νομική δικαιοδοσία των Βρετανικών Παρθένων Νήσων για σκοπούς φορολογίας. Όπως επεξηγήθηκε, και όπως φαίνεται και από τις διευκρινίσεις που δόθηκαν στην εφημερίδα, αρκετά νομικά πρόσωπα που αναφέρονται στον κατάλογο ενήργησαν για την εγγραφή εταιρειών στις Βρετανικές Παρθένες Νήσους και διαθέτουν τη διεύθυνση τους για σκοπούς αλληλογραφίας, χωρίς τα νομικά αυτά πρόσωπα να έχουν καμιά νομική ή άλλη σχέση με τα νησιά αυτά. Η Επιτροπή θεώρησε επίσης ως απόλυτα ανακριβή και παραπλανητική την συμπερίληψη της εταιρείας Sinirma στην «περίφημη λίστα Λαγκάρντ» δεδομένου του γεγονότος ότι η εταιρεία αυτή συστάθηκε δύο χρόνια μετά την εμφάνιση της λίστας αυτής. Υπό το φως των πληροφοριών που έδωσε ο συντάκτης της είδησης, η Επιτροπή αποδέχθηκε εν μέρει το παράπονο ότι η εφημερίδα ή ο δημοσιογράφος ενήργησαν αντιεπαγγελματικά γιατί δεν μερίμνησαν να επαληθεύσουν ή να διασταυρώσουν τις πληροφορίες τους και ότι δεν προσέγγισαν την παραπονούμενη εταιρεία. Ο κ. Σεϊτανίδης παρουσίασε στοιχεία που φανερώνουν ότι προσπάθησε και ήλθε σε επαφή με 5 ή 6 από τις αναφερόμενες εταιρείες, τις οποίες επέλεξε κυρίως με κριτήριο τον αριθμό των εταιρειών που ενέγραψαν και εκπροσωπούσαν, με σκοπό να διασταυρώσει τις πληροφορίες και να πάρει τις απόψεις τους. Η Επιτροπή θεώρησε πως το γεγονός αυτό καταρρίπτει τον ισχυρισμό ότι ή είδηση δημοσιεύθηκε με κακόβουλη πρόθεση. Ο δημοσιογράφος ανέφερε πως θεώρησε ως επιβεβαίωση ή επαλήθευση των πληροφοριών του το γεγονός πως οι περισσότερες εταιρείες στις οποίες αποτάθηκε δεν θέλησαν να μιλήσουν και μόνο μία από αυτές ανταποκρίθηκε στην προσπάθειά του, χωρίς και πάλι να παράσχει ουσιαστικές πληροφορίες. Όμως η Επιτροπή έκρινε πως η προσπάθεια που έγινε από μέρους του δεν ήταν επαρκής. Είναι αντιληπτός ο όγκος της εργασίας που χρειαζόταν για να γίνει έλεγχος και επαλήθευση των πληροφοριών που αφορούσαν σε πολλές εκατοντάδες ονόματα, αλλά η Επιτροπή θεώρησε πως ο δειγματοληπτικός έλεγχος δεν αποτελεί επαρκές υποκατάστατο. Επί του προκειμένου επισημαίνει ότι σε περιπτώσεις στις οποίες κατονομάζονται πολλά άτομα, ανεξάρτητα από τον αριθμό τους και τον όγκο εργασίας που διαλαμβάνει ο έλεγχος, κάθε ένα από τα κατονομαζόμενα άτομα πρέπει να προσεγγισθεί ξεχωριστά προκειμένου να σχολιάσει ή να αντικρούσει τα αναφερόμενα σ’ αυτό. Η εγκυρότητα της θέσης αυτής επαληθεύεται και από το γεγονός ότι η παραπονούμενη εταιρεία Sinirma παρουσιάστηκε ως μέρος της λίστας Λαγκάρντ, παρόλο που δεν υπήρχε ως νομική προσωπικότητα κατά την περίοδο στην οποία αφορούσε η λίστα δηλαδή μεταξύ του 2006 και 2007. Το γεγονός αυτό θα μπορούσε να εξακριβωθεί αν γινόταν επαφή με την εταιρεία. Η Επιτροπή επανέλαβε την πάγια θέση της ότι τα ΜΜΕ και οι δημοσιογράφοι οφείλουν σε περιπτώσεις στις οποίες κατονομάζονται άτομα ή οργανισμοί να δώσουν την ευκαιρία στον καθένα ξεχωριστά να αντικρούσουν ισχυρισμούς που τους επηρεάζουν και να παραθέτουν τις απόψεις τους, για ταυτόχρονη δημοσίευση. Η εκ των υστέρων δημοσίευση απαντήσεων σε πληροφορίες ή ισχυρισμούς που είναι δυνατό να δημιουργήσουν εντυπώσεις να έχουν σοβαρές επιπτώσεις πάνω σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα δεν θεωρείται ότι ικανοποιεί την πρόνοια του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας. Ο Κώδικας ρητά ορίζει πως «τα Μ.Μ.Ε. παρέχουν στους επηρεαζομένους, στην κατάλληλη περίπτωση και ιδιαιτέρως όταν έχουν υποστεί επίθεση, την ευκαιρία να απαντήσουν…» Πάγια θέση της Επιτροπής είναι ότι «κατάλληλη περίπτωση», σε περιπτώσεις όπως η παρούσα, είναι ταυτόχρονα με τη δημοσίευσή τους. Η Επιτροπή δεν τοποθετήθηκε επί του ισχυρισμού ότι ο δημοσιογράφος ή η εφημερίδα πήραν τις πληροφορίες από την ιστοσελίδα http://offshoreleaks.icij.org. Και αυτό επειδή με βάση τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον της και από το αποτέλεσμα ελέγχου στον οποίο προέβη η Επιτροπή, δεν μπορεί να υπάρξει απόλυτη βεβαιότητα ότι ο δημοσιογράφος εξασφάλισε τις πληροφορίες του από την ιστοσελίδα, δεδομένου ότι ο ίδιος υποστηρίξει ότι της πήρε από άλλη πηγή υπό τη μορφή ηλεκτρονικού αρχείου. Ο κατάλογος που δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα είναι πολύ πιο εκτενής, δηλαδή περιλαμβάνει 2.761 εγγραφές και παρέχεται ξεχωριστά για κάθε χώρα και υπό άλλη μορφή, από αυτόν που είχε στην κατοχή της η εφημερίδα. Ο κατάλογος που παρουσίασε ο συντάκτης της είδησης υπό τον τίτλο «Κυπριακή λίστα» σε μορφή Excel περιλαμβάνει 1.343 εγγραφές. Το επίμαχο σημείο είναι ότι η εφημερίδα δεν δημοσίευσε και την προειδοποίηση που υπάρχει στην ιστοσελίδα. Ανεξάρτητα από το αν ο κατάλογος λήφθηκε ή όχι από την ιστοσελίδα, το ουσιαστικό είναι πως η εφημερίδα δημοσίευσε ανάλογη προειδοποίηση στην είδησή της αναφέροντας ότι η δημοσίευση της είδησης έγινε «με την επισήμανση ότι η παρουσία στη λίστα δεν σημαίνει υποχρεωτικά ότι υποκρύπτεται φοροδιαφυγή». Υπό το πρίσμα της προειδοποίησης αυτής και λαμβάνοντας υπόψη το γράμμα και το πνεύμα της πρόνοιας του Κώδικα περί του τεκμηρίου της αθωότητας και το γεγονός πως δεν διατυπώθηκε ισχυρισμός ή υποψία περί διάπραξης οποιουδήποτε αδικήματος η Επιτροπή δεν αποδέχθηκε το παράπονο περί παραβίασης του τεκμηρίου αθωότητας της παραπονούμενης εταιρείας. Το σχετικό άρθρο του Κώδικα, που αναφέρει ότι «οι λειτουργοί σέβονται πλήρως την αρχή ότι ο ύποπτος ή κατηγορούμενος για διάπραξη αδικήματος είναι αθώος μέχρις αποδείξεως του αντιθέτου, σύμφωνα με τη νόμιμη διαδικασία και συνεπώς αποφεύγουν να δημοσιοποιήσουν ο,τιδήποτε το οποίο να οδηγεί σε συμπεράσματα ως προς την ενοχή ή αθωότητα του υπόπτου ή/και κατηγορουμένου ή τείνει να τον διασύρει ή διαπομπεύσει», αφορά κατά κύριο λόγο σε ποινικές υποθέσεις ή δικαστική διαδικασία και μόνο κατ’ αναλογία σε άλλες περιπτώσεις.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
2/2015
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
12/02/2015
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (2/29/1/2015) από την Τάνια Σιακού για δημοσίευμα στην ιστοσελίδα onlycy.com σχετικά με κατάλογο της Υπηρεσίας Ανταγωνισμού του Υπουργείου Εμπορίου για τις τιμές των καυσίμων στα πρατήρια, το οποίο προέτρεπε τους καταναλωτές να μην αγοράζουν καύσιμα από πρατήρια τα οποία παρουσίασε ως τα πιο ακριβά. Το δημοσίευμα, ημερομηνίας 28ης Ιανουαρίου, 2015, κάτω από τον τίτλο «Σ’ αυτούς μην σταματάτε για καύσιμα» παρέθετε πίνακες με τα ακριβότερα και φθηνότερα πρατήρια καυσίμων ανά κατηγορία. Το παράπονο ανέφερε πως ο τίτλος ήταν παραπλανητικός και μη δεοντολογικά σωστός, με την παρατήρηση πως ο συντάκτης της είδησης δεν θα έπρεπε να προβεί σε συστάσεις, γιατί «ο πελάτης έχει το δικαίωμα να διαλέξει από ποιο πρατήρια θα εξυπηρετηθεί». Το δημοσίευμα, γραμμένο από το δημοσιογράφο Σωτήρη Νικηφόρου και κάτω από τον τίτλο «Ακριβότερα πρατήρια» παράθετε ως πιο ακριβά τρία πρατήρια, ανάμεσα στα οποία και της εταιρείας Α & Ε Σιακός στον Αστρομερίτη, που ανήκει στην οικογένεια της παραπονούμενης. Αργότερα την ίδια ημέρα, προφανώς ύστερα από παράπονα, η ιστοσελίδα τροποποίησε τον τίτλο της ώστε να αναφέρει: «Τα ακριβότερα και τα φθηνότερα πρατήρια καυσίμων ανά επαρχία». Επίσης πρόσθεσε σύνδεσμο σε νεώτερη είδηση που ανέφερε: «ΝΕΟΤΕΡΑ: Μπαγιάτικη τελικά η λίστα με τα πρατήρια» ο οποίος παρέπεμπε σε είδηση με ημερομηνία 29 Ιανουαρίου, 2015 κάτω από τον τίτλο «Μπαγιάτικη η λίστα του Υπουργείου με τις τιμές καυσίμων», στην οποία ανέφερε ότι το Υπουργείο εξέθεσε πρατηριούχους, γιατί ανακοίνωσε κατάλογο στις 27 Ιανουαρίου, ο οποίος όμως αναφερόταν στις τιμές που ίσχυαν στις 23 Ιανουαρίου, ενώ στο μεταξύ είχαν αλλάξει. Η εφημερίδα παρέθεσε τμήμα τις ιστοσελίδας της Υπηρεσίας Ανταγωνισμού με κατάλογο ανακοινώσεών της στον οποίο εμφαίνεται η ημερομηνία στην οποία αναφερόταν η κάθε ανακοίνωση. Όπως προκύπτει, σε μια περίπτωση η ανακοίνωση παρατηρητηρίου για τα καύσιμα εκδόθηκε στις 7/2/2015 και αναφερόταν στις τιμές εκείνης της ημέρας, ενώ η επίμαχη ανακοίνωση εκδόθηκε στις 27 Ιανουαρίου, αλλά ανέφερε ότι το παρατηρητήριο αναφερόταν στις 22 Ιανουαρίου. Η Επιτροπή εξέτασε το θέμα διεξοδικά και υπό την έποψη του φάσματος των προνοιών του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας που αναφέρονται στο δικαίωμα της ελευθερίας έκφρασης, του δικαιώματος του κοινού να γνωρίζει, της ακρίβειας των πληροφοριών και τις υποχρέωσης των ΜΜΕ να παρέχουν έγκυρη πληροφόρηση στους καταναλωτές, καθώς και της υποχρέωσης των ΜΜΕ να συνεργάζονται με την Επιτροπή για τη διερεύνηση παραπόνων. Επί του τελευταίου σημείου, η Επιτροπή σημείωσε ότι η ιστοσελίδα δεν ανταποκρίθηκε σε δύο ειδοποιήσεις να παραθέσει τις απόψεις της εντός των προθεσμιών που θέτει ο Κώδικας, γεγονός το οποίο αφ’ εαυτού συνιστά παραβίαση του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας. Ως προς την ουσία, η Επιτροπή δεν αποδέχθηκε το παράπονο ότι ο τίτλος ήταν αντιδεοντολογικός, από την άποψη ότι ο δημοσιογράφος δεν θα έπρεπε να υποδείξει στους καταναλωτές από ποια πρατήρια να αγοράζουν καύσιμα και ότι με την προτροπή του να μη σταματούν στα πιο ακριβά πρατήρια ήταν δυνατό να προκαλέσει ζημιά και να πλήξει το όνομα του πρατηρίου. Η Επιτροπή θεώρησε ότι στο πλαίσιο της άσκησης του δικαιώματος της ελευθερίας έκφρασης ο δημοσιογράφος είχε δικαίωμα να πει την άποψή του και να προτρέψει τους καταναλωτές να αποφεύγουν τα πιο ακριβά πρατήρια. Οποιαδήποτε ζημιά σ’ αυτά τα πρατήρια δεν θα ήταν το αποτέλεσμα της προτροπής αλλά της πολιτικής τιμών των πρατηριούχων. Ωστόσο η Επιτροπή διαπίστωσε πως το όλο δημοσίευμα περιείχε ανακρίβειες και ήταν δυνατό να παραπλανήσει τους καταναλωτές, κατά παράβαση των προνοιών του άρθρου 1του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, που μεταξύ άλλων προβλέπει ότι: «Τα Μ.Μ.Ε. μεριμνούν ώστε να μη δημοσιεύονται ανακριβείς, παραπλανητικές, φανταστικές ή διαστρεβλωτικές της αλήθειας ειδήσεις, πληροφορίες ή σχόλια. Σε περίπτωση που έχει συμβεί κάτι τέτοιο χωρούν σε άμεση διόρθωση ή και απολογία. Τα Μ.Μ.Ε. και οι λειτουργοί των έχουν υποχρέωση να παρέχουν έγκυρη πληροφόρηση στους καταναλωτές». Κατ’ αρχήν, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι υπήρχε ανακρίβεια και παραπλάνηση ως προς την περίοδο για την οποία ίσχυαν οι τιμές, αφού έδινε την εντύπωση ότι επρόκειτο για τις τρέχουσες τιμές και όχι εκείνες που ίσχυαν μια εβδομάδα προηγουμένως. Αυτό παραδέχθηκε και η ίδια η ιστοσελίδα, επιρρίπτοντας την ευθύνη για την παραπλάνηση στην Υπηρεσία Ανταγωνισμού και Προστασίας των Καταναλωτών. Ωστόσο, η Επιτροπή διαπίστωσε πως στην ανακοίνωση της Υπηρεσίας Ανταγωνισμού αναφερόταν σαφώς η ημερομηνία του παρατηρητηρίου και αποτελούσε ευθύνη του δημοσιογράφου και της ιστοσελίδας να προσέξει το γεγονός αυτό. Περαιτέρω η Επιτροπή διαπίστωσε πως ο τίτλος «Ακριβότερα πρατήρια» ήταν ανακριβής και παραπλανητικός γιατί ο κατάλογος με τα τρία πρατήρια που παρουσιάζονταν ως τα πιο ακριβά δεν αφορούσε σε όλες τις κατηγορίες καυσίμων αλλά μόνο στην αμόλυβδη βενζίνη 95 οκτανίων. Όπως προκύπτει από τον πλήρη κατάλογο, άλλα πρατήρια ήταν ακριβότερα από εκείνα που αναφέρονταν αμέσως κάτω από τον τίτλο «Ακριβότερα πρατήρια» στις κατηγορίες της βενζίνης 98 οκτανίων και του πετρελαίου κίνησης. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή έκρινε ότι το δημοσίευμα παραβίαζε το άρθρο 1 του Κώδικα περί ακρίβειας των πληροφοριών. Η Επιτροπή εξέφρασε ευαρέσκεια, θεωρώντας ως θετικό στοιχείο το γεγονός ότι η ιστοσελίδα προέβη σε μερική ανασκευή της ανακρίβειας ως προς την ημερομηνία ισχύος του παρατηρητηρίου.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
3/2015
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
12/02/2015
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (3/1/2/2015) από τη δημοσιογράφο Αντρη Δανιήλ για ανάρτηση φρικιαστικών φωτογραφιών και βίντεο στην ειδησεογραφική ιστοσελίδα LAIMITOMOS.COM. Η παραπονούμενη ανέφερε ότι η ιστοσελίδα δημοσιεύει καθημερινά φωτογραφίες που παρουσιάζουν ανθρώπινα κεφάλια από τις εκτελέσεις στις οποίες προβαίνουν οι τζιχαντιστές του Ισλαμικού Κράτους του Ιράκ και του Λεβάντε (ISIL ή ISIS). Η παραπονούμενη ανέφερε ότι, στον αντίποδα, η ιστοσελίδα δημοσιεύει ειδήσεις που περιέχουν «χυδαιότητες, γυμνό και σεξουαλικές περιπτύξεις διασήμων και μη». Ανέφερε επίσης ότι η πρακτική αυτή « ξεπερνά τη δημοσιογραφική δεοντολογία και γίνεται καθαρά για λόγους εξασφάλισης ενός κλικ, για να έχουν λόγο ύπαρξης, παραβιάζοντας όλους τους κανόνες». Η παραπονούμενη παρέθεσε συνδέσμους σε τρία παραδείγματα ανάρτησης φωτογραφιών που παρουσιάζουν ματωμένες κομμένες κεφαλές, από εκτελέσεις στις οποίες προέβησαν οι τζιχαντιστές και ένα σύνδεσμο σε βίνετο που παρουσιάζει δημόσιο αποκεφαλισμό στη Μέκκα της Σαουδικής Αραβίας, ενώ η γυναίκα ούρλιαζε και παρακαλούσε για τη ζωή της. Ο σύνδεσμος στο βίντεο περιείχε προειδοποίηση ότι επρόκειτο για «σκληρή» εικόνα για άτομα άνω των 18 ετών. Η ιστοσελίδα απάντησε μέσω νομικού συμβούλου που ανέφερε ότι απορρίπτει στο σύνολό το παράπονο της δημοσιογράφου ως αβάσιμο και ανυπόστατο. Ανέφερε ότι «είναι προφανής η κακία και η ζήλια που περικλείει το εν λόγω καταγεγραμμένο σχόλιο/παράπονο που μόνον δημοσιογραφικό ενδιαφέρον δεν περικλείει και τούτο προκύπτει από τους χαρακτηρισμούς/κοσμητικά επίθετα που η συγκεκριμένη Δημοσιογράφος χρησιμοποιεί». Περαιτέρω ανέφερε πώς «προφανώς ο σκοπός και ο στόχος μερίδας Δημοσιογράφων είναι να πλήξουν το έργο των πελατών μου και την αντικειμενικότητα που τους διακρίνει και τούτο φωτογραφίζεται από την αναφορά «ένα κλικ», που κρύβει … την αγωνία κα το όποιο δημοσιογραφικό ενδιαφέρον έχουν για τα Διεθνή Πεπραγμένα και για τα οποία πάντως, οι πολίτες έχουν το αναφαίρετο δικαίωμα της πληροφόρησης και γνώσης». Επίσης ανέφερε ότι δεν ελήφθη κανένα παράπονο από οποιονδήποτε πολίτη ή αρμόδια αρχή για τα επίμαχα δημοσιεύματα και ότι συντελεστές της ιστοσελίδας, σε αντίθεση με όσα υποστήριξε η παραπονούμενη, είναι δημοσιογράφοι. Κατά την εξέταση του παραπόνου η επιτροπή σημείωσε την παρατήρηση της νομικής συμβούλου των καθ’ ων το παράπονο ότι «οι πολίτες έχουν το αναφαίρετο δικαίωμα της πληροφόρησης και γνώσης» και επιθυμεί να επισημάνει πως το δικαίωμα των πολιτών στην πληροφόρηση, όπως και το δικαίωμα της ελευθερίας έκφρασης δεν ασκούνται ανεξέλεγκτα, αλλά υπόκεινται στους περιορισμούς που επιβάλλουν οι νόμοι και οι κανόνες της δεοντολογίας. Στην προκειμένη περίπτωση, ο Κώδικας Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας ορίζει ότι οι λειτουργοί των ΜΜΕ «επιδεικνύουν την αρμόζουσα ευαισθησία … και είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί και διακριτικοί στην παρουσίαση θεμάτων όπως η βία, το έγκλημα, τα σεξουαλικά παραπτώματα, ο ανθρώπινος πόνος και ο θάνατος, καθώς και πληροφοριών ή εικόνων που είναι επιβλαβείς ή μπορούν να προκαλέσουν πανικό ή φρίκη ή αποτροπιασμό, κυρίως τα παιδιά». Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι εικόνες που ανάρτησε η ιστοσελίδα ήταν αποκρουστικές και φρικιαστικές για το μέσο θεατή και επιβλαβείς για τα παιδιά που έχουν ελεύθερη πρόσβαση στην ιστοσελίδα και δεν θα έπρεπε να είχαν δημοσιευθεί. Επίσης το βίντεο του δημόσιου αποκεφαλισμού θα μπορούσε να προκαλέσει φρίκη και αποτροπιασμό κατά παράβαση τις σχετικής πρόνοιας του Κώδικα και η ανάρτησή του θα έπρεπε να είχε αποφευχθεί, έστω και με την προειδοποίηση «18-Σκηνές που θα ενοχλήσουν». Οι εκτελέσεις δεκάδων ανθρώπων από τους τζιχαντιστές είναι ένα γεγονός πλήρως τεκμηριωμένο και η δημοσίευση των κομμένων κεφαλών δεν εξυπηρετούσε κανένα δημοσιογραφικό σκοπό ούτε και το καλώς νοούμενο δικαίωμα του κοινού στην πληροφόρηση, παρά μόνο την τρομολαγνεία και την καλλιέργεια ή ικανοποίηση της θανατολαγνείας. Η Επιτροπή δεν διαπίστωσε την ύπαρξη οποιουδήποτε στοιχείου που να τεκμηριώνει τον ισχυρισμό των καθ' ων τον παράπονο περί της ύπαρξης ελατηρίων πίσω από το παράπονο, όπως κακίας, ζήλιας και επιδίωξης να πλήξουν την ιστοσελίδα, Αντίθετα, η Επιτροπή διαπίστωσε την ύπαρξη έγνοιας και ενδιαφέροντος για τήρηση των κανόνων δημοσιογραφικής δεοντολογίας και της καλής δημοσιογραφικής πρακτικής.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
1/2015
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
12/02/2015
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ, ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής δεοντολογίας εξέτασε αίτημα της Επιτρόπου για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Παιδιού Λήδας Κουρσουμπά (υπόθεση 1/21/1/2015) να προβεί στις ενέργειες που θα θεωρούσε κατάλληλες κατά την κρίση της σε σχέση με τη δημοσίευση διαφημίσεων για την παροχή σεξουαλικών υπηρεσιών ή φωτογραφικού υλικού και θεματολογίας που απροκάλυπτα παρουσιάζει τη γυναίκα και το γυναικείο σώμα ως σεξουαλικό αντικείμενο στα αθλητικά τμήματα διαφόρων έντυπων και διαδικτυακών ΜΜΕ. Η Επίτροπος επισήμανε ότι το υλικό αυτό δημοσιεύεται κυρίως σε αθλητικές σελίδες που διαβάζονται κατ’ εξοχήν από παιδιά και νέους και τόνισε την υποχρέωση των ΜΜΕ, με βάση τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού, να συμβάλλουν με θετικό τρόπο στη διαπαιδαγώγηση του παιδιού. Η ίδια σύμβαση επιβάλλει την προώθηση της ισότητας μεταξύ των δύο φύλων και ζητεί την εξάλειψη των ταπεινωτικών εικόνων εκμετάλλευσης των κοριτσιών και των γυναικών στα ΜΜΕ. Η Επίτροπος ανέφερε ότι η δημοσίευση ή ανάρτηση διαφημίσεων και φωτογραφιών γυμνών ή ημίγυμνων γυναικών που παρουσιάζουν τη γυναίκα ως σεξουαλικό αντικείμενο καλλιεργεί στερεότυπα και λανθασμένα πρότυπα στα παιδιά, ως προς τους ρόλους των φύλων στην κοινωνία, παρουσιάζει τη γυναίκα ως εξαγοράσιμο αντικείμενο για παροχή σεξουαλικής ικανοποίησης και δημιουργεί συνειρμούς που διασυνδέουν την έλξη από το γυναικείο φύλο και τον αθλητισμό. Περαιτέρω επισήμανε ότι έχει διαπιστωθεί από έρευνες πως η καλλιέργεια στερεότυπων για τους άνδρες και τις γυναίκες αυξάνει την πιθανότητα άσκησης, ανοχής ή και αποδοχής της έμφυλης βίας. Η Επίτροπος ανέφερε ότι είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι οι εφημερίδες, ως έντυπα ειδησεογραφικού, πολιτικού, οικονομικού και κοινωνικού περιεχομένου, δεν έχουν ηλιακή σήμανση ή ταξινόμηση, ενώ το τμήμα της αθλητικής ενημέρωσης ενδεχομένως να είναι αυτό που ενδιαφέρει περισσότερο από άλλα και να διαβάζεται από σημαντικό αριθμό παιδιών. Επομένως, τα ΜΜΕ έχουν αυξημένη ευθύνη και υποχρέωση να διασφαλίζουν ότι το υλικό που δημοσιεύεται στα αθλητικά τους τμήματα όχι μόνο δεν παραβιάζει τα δικαιώματα των παιδιών, αλλά τα σέβεται και τα προωθεί. Περαιτέρω επισήμανε ότι δημοσιεύσεις διαφημίσεων για επί πληρωμή τηλεφωνικές σεξουαλικές υπηρεσίες, εντοπίζοντα και σε άλλα τμήματα των ΜΜΕ που απευθύνονται στο ευρύ κοινό και είναι προσβάσιμα σε παιδιά. Η Επίτροπος πρόσθεσε πως η δημοσίευση των εν λόγω διαφημίσεων, εκτός του ότι ως περιεχόμενο είναι ακατάλληλο για παιδιά, επιπρόσθετα δημιουργεί τις συνθήκες ώστε παιδιά να κάνουν χρήση των συγκεκριμένων υπηρεσιών, με απρόβλεπτες επιπτώσεις και πιθανούς κινδύνους. Τέλος ανέφερε πως η πρακτική της δημοσίευσης τέτοιου υλικού σε ΜΜΕ που απευθύνονται σε ένα διευρυμένο ηλικιακά κοινό πρέπει να επανεξετασθεί προκειμένου να τερματισθεί. Η Επιτροπή εξέτασε παραδείγματα τέτοιων δημοσιεύσεων που υπέβαλε δειγματοληπτικά η Επίτροπος για το Παιδί και διαπίστωσε ότι στις πλείστες περιπτώσεις οι λεγόμενες ροζ διαφημίσεις δημοσιεύονται όχι απλώς στα αθλητικά τμήματα των ΜΜΕ, αλλά ως σφήνα μεταξύ αθλητικών ειδήσεων προκειμένου να προσεχθούν περισσότερο, ενώ οι φωτογραφίες γυμνών γυναικών που περιλαμβάνονται ως ύλη των αθλητικών σελίδων δεν έχουν καμιά σχέση ή συνάφεια με το θέμα που αναφέρεται στη λεζάντα ή με το οποίο μορφολογικά συνδέονται, αλλά δημοσιεύονται απλώς για ηδονοβλεψία.Στην κυριολεξία, η πρακτική αυτή καθιστά τις αθλητικές σελίδες Δούρειο Ιππο είτε για να περνούν τα μηνύματα των διαφημίσεων αυτών πιο αποτελεσματικά είτε για να δημιουργούνται συνειρμοί άσχετοι με την αποστολή και το ρόλο του αθλητισμού. Η Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη τις τεκμηριωμένες θέσεις της Επιτρόπου για το Παιδί, αποφάσισε πως η πρακτική της δημοσίευσης τέτοιου υλικού δεν είναι συμβατή με τις πρόνοιες του Κώδικα για επαγγελματικό επίπεδο της υψηλότερης δυνατής στάθμης, καθώς και με την υποχρέωσης των ΜΜΕ και των λειτουργών τους να προάγουν τις πανανθρώπινες αξίες, τα ανθρώπινα δικαιώματα και ιδιαίτερα το δικαίωμα των παιδιών με βάση τη σχετική Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών να τυγχάνουν προστασίας και ορθής διαπαιδαγώγησης. Η Επιτροπή, έχοντας υπόψη προηγούμενες αποφάσεις της σε παρόμοια παράπονα για δημοσίευση λεγόμενων ροζ αγγελιών, επαναβεβαίωσε τη θέση της ότι η δημοσίευση αγγελιών για παροχή σεξουαλικών υπηρεσιών σε έντυπα στα οποία έχουν πρόσβαση τα παιδιά παραβιάζει τα δικαιώματα τους και βρίσκεται σε διάσταση με τις σχετικές πρόνοιες του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας. Επίσης αποφάσισε πως οι εμβόλιμες φωτογραφίες γυμνών ή ημίγυμνων γυναικών σε κείμενα αθλητικού ενδιαφέροντος με τα οποία δεν έχουν καμιά ουσιώδη συνάφεια ή σχέση αποτελεί κακή δημοσιογραφική πρακτική, που απλώς αποσκοπεί στην ικανοποίηση ηδονοβλεπτικών ενστίκτων προς άγραν αναγνωστών. Η πρακτική αυτή από ΜΜΕ που απευθύνονται στο σύνολο του πληθυσμού και όχι σε συγκεκριμένες ομάδες είναι σαφώς αντίθετη προς τις πρόνοιες του Κώδικα, που ορίζουν ότι το ήθος, η συμπεριφορά και το επαγγελματικό επίπεδο των ΜΜΕ και των λειτουργών τους πρέπει να είναι της υψηλότερης δυνατής στάθμης και επιβάλλουν σεβασμό των πανανθρώπινων αξιών και των δικαιωμάτων και των βασικών ελευθεριών όλων. Υπό το φως των ανωτέρω, η Επιτροπή θεωρεί υποχρέωσή της να υποδείξει στα ΜΜΜ και τους λειτουργούς τους πως η επίδειξη ευαισθησίας και υπευθυνότητας ως προς τη δημοσίευση απροκάλυπτα ερωτικού υλικού σε έντυπα ειδησεογραφικού, πολιτικού, οικονομικού και κοινωνικού περιεχομένου είναι συμφυής με την κοινωνική αποστολή τους, την οποία πρέπει να σέβονται. Τέλος, η Επιτροπή θεώρησε χρέος της να προτρέψει τα ΜΜΕ και τους λειτουργούς τους να αναθεωρήσουν αυτή την πρακτική με σκοπό τον τερματισμό της.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
27/2014
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
09/12/2014
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (28/9/12/2014) που υπέβαλε η Επίτροπος για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Παιδιού κ. Λήδα Κουρσουμπά για το χειρισμό από τα ΜΜΕ* της περίπτωση ανήλικου που συνελήφθη από την Αστυνομία ω ύποπτος για το φόνου νέου στις 16 Νοεμβρίου, 2014, στη Λάρνακα. Η Επίτροπος δεν κατονόμαζε συγκεκριμένα ΜΜΕ αλλά αναφέρθηκε γενικά σε δημοσιεύματα «έντυπων, ραδιοτηλεοπτικών και διαδικτυακών ΜΜΕ» τα οποία περιλάμβαναν πληροφορίες που αποκάλυπταν το όνομα του νεαρού, την πόλη διαμονής, το ιστορικό των κατά καιρούς κατηγοριών οι οποίες του απαγγελθήκαν από την Αστυνομία, περιστατικά της μέχρι σήμερα ζωής και συμπεριφοράς του και επαφές που είχε με τις διάφορες Υπηρεσίες Εκαναν επίσης αναφορά στη ψυχολογική του κατάσταση και περιείχαν πληροφορίες που αφορούσαν στα άλλα μέλη της οικογένειάς του, ενώ αρκετά διαδικτυακά μέσα συνόδευσαν τις ειδήσεις τους με φωτογραφίες του ανήλικου. Κάποια ΜΜΕ παρέθεσαν παρατσούκλια με τα οποία ήταν γνωστός ο ανήλικος και στέγασαν τις ειδήσεις τους κάτω από βαρύγδουπους τίτλους που έδιναν έμφαση στο βαρύ, σε παραβατικές πράξεις, ιστορικό του ανήλικου. Η Επίτροπος ανέφερε ότι τα δημοσιεύματα αυτά αποτελούσαν μονοδιάστατη και μεροληπτική παρουσίαση της υπόθεσης, που συντείνει στη δημιουργία αρνητικών εντυπώσεων τόσο για τον ανήλικο όσο και γενικότερα για τα παιδιά που έρχονται σε σύγκρουση με το Νόμο. Ανέφερε ακόμη πως ο τρόπος παρουσίασης του θέματος από μεγάλη μερίδα των ΜΜΕ και η αποκάλυψη της ταυτότητας του ανήλικου και άλλων πληροφοριών απέβλεπε στην εντυπωσιακή παρουσίαση του θέματος και στην ικανοποίηση της δημόσιας περιέργειας, παραβίαζε το δικαίωμά του σε ιδιωτική ζωή και αξιοπρέπεια, και ενδεχομένως να επηρεάσει την εξέλιξη των αστυνομικών και δικαστικών διαδικασιών. Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, εξετάζοντας το θέμα σφαιρικά, διαπίστωσε ότι πλείστα όσα ΜΜΕ, ιδιαίτερα διαδικτυακά, ασχολήθηκαν με το θέμα κατά τρόπο που παραβίαζε πρόνοιες του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογία. Διαπίστωσε επίσης ότι ο τρόπος με τον οποίο κάποια από αυτά παρουσίασαν το θέμα επιδόθηκαν σε μια προσπάθεια εντυπωσιασμού της κοινής γνώμης με αφορμή το νεαρό της ηλικίας του υπόπτου και του τρόπου διάπραξης του φόνου, ενώ το θέμα απαιτούσε σοβαρό και υπεύθυνο χειρισμό γιατί αφορούσε σε ένα σοβαρό κοινωνικό φαινόμενο, δηλαδή την παραβατική συμπεριφορά μερίδας νέων. Ο τρόπος αυτός χειρισμού του θέματος δεν συνέβαλλε με κανένα τρόπο στο σοβαρό προβληματισμό για ανησυχητικά κοινωνικά φαινόμενα. Η δημοσιοποίηση του ονόματος του νεαρού και πολύ χειρότερα η δημοσίευση φωτογραφιών του συνιστούσε κατάφωρη παραβίαση της πρακτικής που ακολουθούν τα ΜΜΕ να μην αποκαλύπτουν την ταυτότητα ατόμων που συλλαμβάνονται ως ύποπτα για εγκλήματα προτού τουλάχιστον οδηγηθούν σε δικαστήριο. Η σύλληψη ενός ανήλικου για φόνο αποτελεί από μόνη της εντυπωσιακό γεγονός που δεν χρειάζεται επίταση. Η Επιτροπή θεώρησε πως ήταν φυσικό να υπάρξει δημοσιογραφική διερεύνηση του παρελθόντος του υπόπτου και αναφορά σε προηγούμενη παραβατική συμπεριφορά και της επαφής του με τις διωκτικές υπηρεσίες, των οικογενειακών του περιστάσεων και της καθ’ όλα συμπεριφοράς του. Αυτό όμως θα μπορούσε να γίνει από τη μια χωρίς να αποκαλυφθεί η ταυτότητά του και από την άλλη χωρίς να παραβιασθεί το τεκμήριο της αθωότητάς του, γιατί ο νεαρός παρουσιάστηκε ως αδιαμφισβήτητα ένοχος φόνου και καταδικάστηκε προτού αποφανθεί περί τούτου το αρμόδιο δικαστήριο. Η δημοσίευση φωτογραφιών του ανήλικου, καθώς και λεπτομερειών για τη διεύθυνση διαμονής του και ατόμων της οικογένειάς του συνιστούσε παραβίαση του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή τόσο του ιδίου, όσο και των μελών της οικογένειάς του, που δεν είχαν καμιά ανάμιξη στην πράξη του φόνου. Τέτοιες πληροφορίες δεν είχαν ουσιαστική σχέση και δεν φώτιζαν καμιά πτυχή της υπόθεσης και επομένως δεν αποτελούσαν στοιχεία της αναγκαίας πληροφόρησης για το φόνο και επίσης δεν εξυπηρετούσαν κανένα ευρύτερο κοινωνικό σκοπό. Επίσης η αποκάλυψη ονομάτων με τα οποία ήταν γνωστός ο ύποπτος δεν συνέβαλλε στην εξυπηρέτηση οποιουδήποτε σκοπού ή συμφέροντος, όπως η συμβολή στη μείωση της παιδικής παραβατικότητας, αλλά απέβλεπε στον εντυπωσιασμό της κοινής γνώμης με την προβολή μιας αρνητικής εικόνας για τον ύποπτο. Η Επιτροπή θεωρεί ότι τα ΜΜΕ θα έπρεπε να λάβουν υπόψη ότι η δημοσιοποίηση τέτοιων λεπτομερειών και φωτογραφιών του υπόπτου είναι δυνατό να οδηγήσει σε ηρωοποίησή του στα μάτια παιδιών και νεαρών και σε παραβατική συμπεριφορά από άλλους ανήλικους που βρίσκονται σε ευάλωτη θέση και είναι εύκολο να παρασυρθούν σε μίμηση. Η Επιτροπή θεωρεί χρήσιμο να επισημάνει ότι σε περιπτώσεις όπως η υπό εξέταση χρειάζεται πολύ προσεκτικός χειρισμός, που σε τελευταία ανάλυση αναδεικνύει την υπευθυνότητα και την ποιοτική στάθμη ενός εκάστου των ΜΜΕ. ** Ενδεικτικά αναφέρονται ΜΜΕ που με δημοσιεύματά τους σε διάφορες ημερομηνίες παραβίασαν διατάξεις του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας στην περίπτωση του ανήλικου: ΑΛΗΘΕΙΑ: Φωτογραφία, όνομα και παρατσούκλι ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ Ονομα και παρατσούκλι ΣΗΜΕΡΙΝΗ-SIGMA Ονομα LIVENEWS Ονομα LIFENEWS Φωτογραφίες, αναφορά σε μέλη της οικογένειας NEWSIT COM CY Ονομα, αναφορά σε αδελφό LOVEMYALL Ονομα, αναφορά στην οικογένεια TOTHEMAONLINE Αναφορά σε αδελφό
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
26/2014
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
09/12/2014
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΟΧΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας ασολήθηκε με παράπονο (26/26/10/2016) από τον Δρα Νέαρχο Παναγή για άρθρο που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Πολίτης» στις 15/10/2014, που αναφερόταν σε δήλωση του Μητροπολίτη Μόρφου Νεόφυτου σχετικά με φερόμενη προφητεία του Γέροντα Παίσιου και σχολίαζε γενικότερα το έργο του Γέροντα. Σύμφωνα με το παράπονο, το επίμαχο άρθρο ήταν απαράδεκτο γιατί «προσβάλλει τα θεία, Γέροντες εγνωσμένης αξίας αλλά και αποδεκτούς από την Ορθοδοξία σε όλο τον κόσμο». Το απαράδεκτο, σύμφωνα με το παράπονο βρισκόταν στη φράση του Κώστα Κωνσταντίνου, στη στήλη του «Κατά βαρβάρων», στην οποία ανέφερε: «…αν και προσωπικά ήμουν και παραμένω οπαδός του Παστίτσιου, όχι του Παΐσιου…». Το παράπονο ανέφερε επίσης ότι ο υπεύθυνος ιστοσελίδας στην Ελλάδα που σατίριζε το Γέροντα Παΐσιο ως «Γέροντα Παστίτσιο» καταδικάστηκε από το τριμελές Πρωτοδικείο Αθηνών σε δεκάμηνη φυλάκιση με αναστολή για εξύβριση θρησκεύματος. Ο παραπονούμενος ανέφερε επίσης ότι δεν απασχολούσε η άποψη του Μητροπολίτη, αλλά οι αναφορές του δημοσιογράφου στο Γέροντα Παΐσιο, προσθέτοντας ότι «αν έχει (ο δημοσιογράφος) λίγη τσίπα θα έπρεπε να σέβεται τα πιστεύω του άλλου, αλλά και το γεγονός ότι ο γέροντας Παΐσιος εκοιμήθη και δεν μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του,» αν και ως μοναχός δεν θα το έκανε. Περαιτέρω ο παραπονούμενος ανέφερε ότι είναι απαίτηση ο συγγραφέας του άρθρου να σταματήσει να προκαλεί τα θρησκευτικά αισθήματα, δεδομένου ότι το έχει κάμει και στο παρελθόν. Ο συντάκτης του επίμαχου άρθρου σχολίαζε επικριτικά δήλωση του Μητροπολίτη Μόρφου Νεόφυτου στη διάρκεια τηλεοπτικής εκπομπής ότι ο Γέροντας Παίσιους του είχε προφητεύσει όταν ήταν 20 χρόνων ότι θα γινόταν επίσκοπος και ανέφερε πως προσωπικά δεν πίστευε σε προφητείες. Επίσης σχολίαζε με σαρκασμό το έργο του Γέροντα Παίσιου και επέκρινε το Μητροπολίτη Νεόφυτο πως «άδραξε την ευκαιρία να αυξήσει το ακροατήριό του σε καιρούς χαλεπούς πουλώντας ‘προφητείες’ από το άρμα του Παίσιου». Η Επιτροπή δεν διέκρινε εκ πρώτης όψεως παραβίαση συγκεκριμένης πρόνοιας του Κώδικα, παρά το σαρκαστικό ύφους του άρθρου και ζήτησε από τον παραπονούμενο να εξειδικεύσει το παράπονό του. Ο παραπονούμενος απάντησε ότι θα ασχολείτο με το θέμα τις επόμενες ημέρες. Επειδή παρήλθε αρκετός χρόνος και εξέπνευσε η καθορισμένη από τον Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας προθεσμία εντός της οποίας είναι δυνατή η υποβολή παραπόνου, η Επιτροπή το απέρριψε ως εκπρόθεσμο. Η Επιτροπή θεωρεί σκόπιμο να υποδείξει ότι άτομα τα οποία θεωρούν πως άρθρα που συνιστούν έκφραση γνώμης θίγουν τα πιστεύω και τις αντιλήψεις τους για διάφορα θέματα έχουν το δικαίωμα να ασκήσουν το δικαίωμα της απάντησης παραθέτοντας τις δικές τους απόψεις. Η Επιτροπή διευκρινίζει ότι δεν μπορεί να εξετάσει παράπονα που είναι γενικά διατυπωμένα και δεν αναφέρονται σε παραβιάσεις συγκεκριμένων προνοιών του Κώδικα, όσο απαράδεκτα και αν είναι δυνατό να θεωρηθούν. Η προσβολή των θείων και μορφών που θεωρούνται ως ιερές δεν είναι μεταξύ των παραβιάσεων που καθορίζονται στον Κώδικα.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
27/11/2014
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
09/12/2014
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΔΙΕΥΘΕΤΗΘΕΝ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (27/11/11/2014) από το Συμβούλιο Εγγραφής Ψυχολόγων Κύπρου (ΣΕΨ) για ανακριβές δημοσίευμα στον Πολίτη σχετικά με φερόμενη αναστολή των δραστηριοτήτων του που απορρέουν από το νόμο. Σύμφωνα με το παράπονο, η εφημερίδα δημοσίευσε στις10 Σεπτεμβρίου, 2014, είδηση με την υπογραφή του Μανώλη Καλατζή, στην οποία υπήρχαν αναφορές «κατά τρόπο εσφαλμένο, ελλιπή, ή παραπλανητικό» σε γεγονότα που αφορούσαν στη λειτουργία του Συμβουλίου Εγγραφής Ψυχολόγων. Ειδικότερα, το ΣΕΨ ανέφερε ότι σε ανακοίνωσή του στις 14 Ιουλίου, 2014, κοινοποιούσε με σαφήνεια ότι λόγω απόσυρσης των κανονισμών λειτουργίας του που τελούσαν υπό συζήτηση στη Βουλή θα ανέστελλε εκείνες τις διοικητικές του πράξεις που αναφέρονταν αποκλειστικά σε ήδη εγγεγραμμένους ψυχολόγους (πχ προϋποθέσεις ανανέωσης της επαγγελματικής άδειας). Η είδηση στον «Πολίτη», κάτω από τον τίτλο «Χαστούκι Ανωτάτου για τον ΣΕΨ», ήταν βασισμένη σε ανακοίνωση δικηγορικού γραφείου και αναφερόταν σε απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου με την οποία έδωσε άδεια σε νέα ψυχολόγο να καταχωρήσει προσφυγή για την έκδοση διατάγματος Mandamus, ώστε να υποχρεωθεί το ΣΕΨ να προβεί σε ενέργεια στην οποία ήταν από το νόμο υποχρεωμένο να προβεί, δηλαδή να εξετάσει την αίτησή της για εγγραφή στα Μητρώα ψυχολόγων. Το ΣΕΨ έθεσε ενώπιον της Επιτροπής στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία ο δικηγόρος που εξέδωσε την ανακοίνωση στην οποία στηρίχθηκε η είδηση της εφημερίδας, απέσυρε την προσφυγή της πελάτιδας του, όπως και εκείνη δεύτερης αιτήτριας για την έκδοση διατάγματος Mandamus και το δικαστήριο τις απέρριψε στις 20 Οκτωβρίου και στις 3 Νοεμβρίου, 2014. Το ΣΕΨ απηύθυνε στην εφημερίδα επιστολή ζητώντας αποκατάσταση των πραγματικών γεγονότων. Ο συντάκτης της είδησης Μανώλης Καλατζής ανέφερε ότι το δημοσίευμα του αποτελούσε μεταφορά ανακοίνωσης του δικηγόρου «βασισμένη σε απόφαση δικαστηρίου» και εξέφρασε προθυμία να δημοσιεύσει και τη θέση του ΣΕΨ. Η εφημερίδα δημοσίευσε στις 14 Νοεμβρίου, 2014, την ανακοίνωση του ΣΕΨ που παρείχε διευκρινήσεις ότι η απόφαση αναστολής των πράξεών το αφορούσε σε παλαιούς ψυχολόγους και όχι σε νέους αιτητές. Η δημοσίευση κατέληξε με τη διευκρίνιση του συντάκτη της είδησης ότι «ο «Π» είχε δημοσιεύσει απλώς την ανακοίνωση του δικηγόρου». Η Επιτροπή, αφού εξέτασε τις εκατέρωθεν θέσεις αποφάσισε ότι η δημοσίευση της ανακοίνωσης του ΣΕΨ αποκαθιστούσε την πραγματικότητα και ικανοποιούσε την πρόνοια του Κώδικα περί ανασκευής ανακριβούς πληροφόρησης και ταυτόχρονα της παροχής του δικαιώματος απάντησης. Στην πορεία της εξέτασης του παραπόνου η Επιτροπή διαπίστωσε ότι το θέμα ανέκυψε από τη δημοσίευση της ανακοίνωσης ενός δικηγόρου, ο οποίος στη συνέχεια παρέλειψε να ενημερώσει τα ΜΜΕ για την εξέλιξη της υπόθεσης στο Ανώτατο Δικαστήριο, αφήνοντας τα ΜΜΕ και τους δημοσιογράφους εκτεθειμένους για παροχή μη ολοκληρωμένης και ανακριβούς πληροφόρησης. Αυτό ακριβώς αποτελεί επιβεβαίωση για την εγκυρότητα της θέσης που επανειλημμένα έχει διατυπωθεί από την Επιτροπή, ότι τα ΜΜΕ και οι δημοσιογράφοι θα πρέπει, πρωτίστως για κατοχύρωση της δικής τους αξιοπιστίας και εγκυρότητας, οσάκις δημοσιεύουν είδηση που προέρχεται από δικές τους πηγές ή από κείμενα άλλων και που αναφέρεται σε τρίτα πρόσωπα, να παρέχουν και την άλλη οπτική. Δηλαδή να δίδουν την ευκαιρία στην άλλη πλευρά να προβαίνει σε σχολιασμό ή αντίκρουση ενός ισχυρισμού ή μιας άποψης που αναφέρεται στην είδηση. Η παράθεση της άλλης οπτικής θα πρέπει να αποτελέσει κανόνα στην καθημερινή εργασία των δημοσιογράφων, ως υποχρέωση που απορρέει από τις διατάξεις του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας να μεριμνούν ώστε να μη δημοσιεύονται ανακριβείς πληροφορίες, να δίδουν το δικαίωμα απάντησης στους άμεσα επηρεαζόμενους και να παρέχουν στον πολίτη ακριβή, αντικειμενική, ολοκληρωμένη και έγκυρη πληροφόρηση. Αυτό καθίσταται αναγκαίο και από το γεγονός ότι οι δημοσιογράφοι είναι αδύνατο να παρακολουθούν την εξέλιξη θεμάτων για τα οποία λαμβάνουν πληροφόρηση από ανακοινώσεις ή δελτία τύπου. Η παράθεση της άλλης οπτικής ή ακόμη και πρόσθετων πληροφοριών μπορεί να καλύψει έστω και εν μέρει την αδυναμία παρακολούθησης των εξελίξεων όλων των θεμάτων με τα οποία ασχολούνται.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
23/2014
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
04/11/2014
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (23/6/8/2014) της Επιτρόπου Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού για προβολή σκηνών από την τηλεόραση του ΡΙΚ σε ώρα οικογενειακής ζώνης που ενδεχομένως να ήταν ακατάλληλες για παιδιά. Ειδικότερα, η Επίτροπος κ. Λήδα Κουρσουμπά ανέφερε ότι η εφημερίδα «Σημερινή» είχε αποδοκιμάσει την προβολή των σκηνών με δημοσίευμά της στις 24/7/2014, σύμφωνα με το οποίο το ΡΙΚ προέβαλε στη διάρκεια του μεσημβρινού τηλεοπτικού προγράμματος Από Μέρα σε Μέρα ερασιτεχνικό βίντεο που παρουσίαζε ένα παιδί 5-6 ετών στο Λίβανο να κτυπά με ρόπαλο και με τα χέρια του ένα κάπως μεγαλύτερό του προσφυγόπουλο από τη Συρία, με την προτροπή ενήλικα. Στο ρεπορτάζ του ΡΙΚ αναφέρθηκε πως η κυβέρνηση του Λιβάνου διέταξε έρευνα για το επεισόδιο ύστερα από το σάλο που δημιουργήθηκε στις σελίδες κοινωνικής δικτύωσης για το περιεχόμενο του βίντεο. Απαντώντας στο παράπονο, το ΡΙΚ ανέφερε ότι οι συντάκτες που είχαν την ευθύνη για την εκπομπή αποφάσισαν την προβολή της είδησης, που είχε ληφθεί έτοιμη από τη ΝΕΡΙΤ, μετά το σχετικό διεθνή σάλο που είχε προκληθεί από την ανάρτηση των επίμαχων σκηνών παιδικής βίας στο Youtube, με το σκεπτικό ότι θα προκαλούσε αποτροπιασμό στους τηλεθεατές και αισθήματα καταδίκης φαινομένων εχθρότητας προς τους πρόσφυγες. Ωστόσο ανέφερε ότι όντως οι σκηνές ήταν μάλλον ακατάλληλες για προβολή στην οικογενειακή ζώνη και ότι η είδηση μεταδόθηκε ίσως γιατί οι συντάκτες να μην έλαβαν υπόψη ότι τα παιδιά που θα τις έβλεπαν δεν έχουν την απαιτούμενη κρίση και ψυχοσύνθεση, με αρνητικές συνέπειες γι’ αυτά. Στην απάντηση επισημαίνεται ότι το ΡΙΚ έχει τις απαιτούμενες ευαισθησίες και ότι αποτελεί πολιτική να ακολουθεί πιστά τις σχετικές νομοθεσίες επί τέτοιων θεμάτων. Σε συνοδευτική επιστολή του, ο αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής του ΡΙΚ Γρηγόρης Μαλιώτης διαβεβαίωσε ότι δόθηκαν οδηγίες στους συντάκτες να είναι πολύ πιο προσεκτικοί όσον αφορά στην αυστηρή εφαρμογή της νομοθεσίας για προστασία ανηλίκων. Η Επιτροπή εξέτασε το επίμαχο βίντεο και διαπίστωσε ότι πράγματι περιλάμβανε σκηνές άσκησης σωματικής βίας από ένα παιδί σε ένα άλλο παιδί και ότι οι σκηνές αυτές, ανεξάρτητα από τις προθέσεις πίσω από την προβολή τους, ήταν ενοχλητικές και θα μπορούσαν δυνητικά να επηρεάσουν αρνητικά τα παιδιά που ενδεχομένως να τις παρακολούθησαν. Ο Κώδικας Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας επιβάλλει στους δημοσιογράφους και στα ΜΜΕ την υποχρέωση όπως «επιδεικνύουν την αρμόζουσα ευαισθησία … και να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί και διακριτική στην παρουσίαση θεμάτων όπως η βία…» Περαιτέρω το άρθρο 11 επιβάλλει την τήρηση των προνοιών της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Παιδί, που περιλαμβάνει την προστασία των παιδιών από σκηνές βίας. Η Επιτροπή αποφάσισε ότι η προβολή των σκηνών παιδικής βίας στη διάρκεια οικογενειακής ζώνης, και μάλιστα σε περίοδο σχολικών διακοπών ήταν άστοχη, δεδομένου ότι θα μπορούσε να δημιουργήσει την εντύπωση σε παιδιά μικρής ηλικίας ότι η άσκηση βίας σε άλλα παιδιά είναι είτε επιτρεπτή, είτε επιθυμητή. Η Επιτροπή έλαβε υπόψη όσα ανέφερε το ΡΙΚ στην απάντησή του και σημείωσε με ικανοποίηση τη διαβεβαίωση για τις οδηγίες που δόθηκαν από τη διεύθυνση για πιστή εφαρμογή της νομοθεσίας που αφορά στην προστασία των παιδιών. Η Επιτροπή θεώρησε σκόπιμο να προτρέψει το ΡΙΚ και γενικά όλα τα ΜΜΕ και τους δημοσιογράφους ναι επιδεικνύουν ιδιαίτερη προσοχή και μέριμνα σε ότι αφορά την προβολή σκηνών βίας, και ιδιαίτερα παιδικής βίας, σε ώρες κατά τις οποίες είναι δυνατό να παρακολουθούν παιδιά και γενικότερα, στο πλαίσιο της δημοσιογραφικής τους δραστηριότητας, να αποφεύγουν με οποιοδήποτε τρόπο την προαγωγή της βίας.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
25/2014
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
04/11/2014
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΟΧΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (25/23//9/2014) από την οργάνωση «Οικολογική παρέμβαση Φίλοι του Ακάμα» για παράλειψη από μέρους των ΜΜΕ γενικά να διερευνούν της επιπτώσεις πάνω στο περιβάλλον οσάκις γίνεται λόγος για μεγάλα έργα ανάπτυξης, καθώς και για μεροληπτική προβολή των συμφερόντων των επιχειρηματιών. Το παράπονο ανέφερε μεταξύ άλλων: «Είναι γενική πεποίθηση ότι όταν υπάρχουν συγκρουόμενα συμφέροντα, ο έντυπος τύπος, σχεδόν πάντα, καλύπτει τις απόψεις της ανάπτυξης σε βάρος του περιβάλλοντος. Το άρθρο στον Φιλελεύθερο ημ. 11 Αυγούστου με τίτλο «το έργο ποίημα της εταιρείας Φοντάνα Αμορόζα - που «οραματίζεται» να γίνει σε περιοχή Natura 2000, υψίστης περιβαλλοντικής και πολιτιστικής αξίας και που καμιά κυβέρνηση μέχρι σήμερα δεν προώθησε - είναι ενδεικτικό.» Επίσης ανέφερε ότι στην περίπτωση της εξαγγελίας μεγάλης ανάπτυξης στην περιοχή Λίμνης κοντά στην Πόλη Χρυσοχούς δεν υπήρξαν ρεπορτάζ που να διερευνούν το θέμα, όπως συνέβη και στην περίπτωση της εξαγγελίας για τη δημιουργία δύο γηπέδων γκολφ που θα αρδεύονται από το αποχετευτικό της Πόλης Χρυσοχούς, που δεν βρίσκεται, όπως αναφέρεται στο παράπονο, ούτε καν στη φάση του προγραμματισμού. Η οργάνωση υποστηρίζει πως της αναφέρθηκε από δημοσιογράφους ότι πολιτική των εφημερίδων είναι να μη γράφουν ο,τιδήποτε θίγει τα συμφέροντα των επιχειρηματιών ανάπτυξης και των τραπεζών που διαφημίζουν στις εφημερίδες. Επίσης υποστήριξε πως γενικά τα ΜΜΕ αποφεύγουν να δημοσιεύσουν ανακοινώσεις της οργάνωσης, όπως για παράδειγμα ανακοινώσεις της με στοιχεία «για τη σκανδαλώδη διαχείριση των υδάτινων πόρων.» Τέλος η οργάνωση ανέφερε ότι ευελπιστεί στην παρέμβαση της Επιτροπής ώστε ο τύπος να νοιαστεί περισσότερο για τα συμφέροντα των πολιτών εφαρμόζοντας τον κώδικα δεοντολογίας. Η Επιτροπή εξέτασε επισταμένα το περιεχόμενο της επιστολής της οργάνωσης και διαπίστωσε ότι δεν περιείχε κανένα συγκεκριμένο παράπονο το οποίο θα μπορούσε να στοιχειοθετηθεί με βάση τις πρόνοιες του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εναντίον συγκεκριμένου ΜΜΕ, και το οποίο θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο εξέτασης από την Επιτροπή. Ως προς τη θέση της οργάνωσης περί παρέμβασης της Επιτροπής «ώστε ο τύπος να νοιαστεί περισσότερο για τα συμφέροντα των πολιτών εφαρμόζοντας τον κώδικα δεοντολογίας», η Επιτροπή αποφάσισε ότι με βάση τον Κώδικα δεν περιλαμβάνεται στους όρους εντολής της οποιαδήποτε παρέμβαση προς τα ΜΜΕ προκειμένου να προβαίνει σε υποδείξεις ως προς το τι θα πρέπει να δημοσιεύουν ή να μεταδίδουν. Ειδικότερα, ο Κώδικας καθορίζει ότι αρμοδιότητες της Επιτροπής είναι να προασπίζεται το δικαίωμα της ελευθερίας έκφρασης των ΜΜΕ και των δημοσιογράφων και να αποφαίνεται επί παραπόνων για παραβίαση των προνοιών του Κώδικα. Ωστόσο, η Επιτροπή θεώρησε χρήσιμο να υποδείξει στην παραπονούμενη οργάνωση έχει το δικαίωμα παρέμβασης σε δημοσιεύματα για θέματα με τα οποία ασχολείται, απευθύνοντας επιστολές ή ανακοινώσεις που να απαντούν σε ή να σχολιάζουν δημοσιεύματα που αναφέρονται σε περιβαλλοντικά θέματα ή επηρεάζουν το περιβάλλον. Παράλληλα υποδεικνύει ότι τα ΜΜΕ έχουν υποχρέωση, με βάση τις πρόνοιες περί υποχρέωσης παροχής στον πολίτη ολοκληρωμένης και έγκυρης ενημέρωσης και επίσης με βάση την πρόνοια περί του δικαιώματος απάντησης, εκεί όπου έχει εφαρμογή, να δημοσιεύουν τέτοιες παρεμβάσεις. Με βάση τα ανωτέρω, η Επιτροπή εισηγείται προς την παραπονούμενη οργάνωση να κάνει χρήση των δυνατοτήτων που της παρέχει ο Κώδικας για προβολή των θέσεών της.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
24//2014
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
04/11/2014
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ,ΟΧΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (24/21/8/2014) νεαρής γυναίκας, ότι η ιστοσελίδα TOTHEMAONLINE ανάρτησε φωτογραφία του παιδιού της, ηλικίας τριάμισι ετών, χωρίς την έγκρισή της. Η γυναίκα, που ανέφερε ότι είναι μονογονιός, παραπονέθηκε ότι η ιστοσελίδα ανήρτησε είδηση, στις 7 Ιουλίου 2014, που αναφερόταν σε εκδήλωση διαμαρτυρίας μεταναστών που κρατούνται στο ειδικό ίδρυμα στη Μενόγεια και ως μέρος της είδησης περιέλαβε φωτογραφία ενός μετανάστη που επιδείκνυε ένα τεράστιο πανό, πάνω στο οποίο υπήρχαν δύο φωτογραφίες του περίπου τριών ετών παιδιού της. Η ιστοσελίδα ανέφερε ότι ο μετανάστης φώναζε ότι είχε 32 μήνες να αγκαλιάσει το παιδί του, εννοώντας το παιδί του οποίου τις φωτογραφίες είχε κολλήσει στο πανό. Η παραπονούμενη ανέφερε ότι η δημοσίευση των φωτογραφιών του παιδιού της ήταν αντιδεοντολογική, γιατί δε δόθηκε η άδεια του έχοντος την κηδεμονία του, δηλαδή της ίδιας και ότι σε συνδυασμό με τους ισχυρισμούς του μετανάστη παραβιάστηκαν προσωπικά της δεδομένα, χωρίς μάλιστα να ελεγχθούν οι σχετικοί ισχυρισμοί του. Ειδικότερα, η παραπονούμενη ανέφερε πως ο μετανάστης δεν έχει νομικά καμιά σχέση με το γιο της και ότι εναντίον του εκκρεμεί ποινική υπόθεση με 7 κατηγορίες που περιλαμβάνουν απόπειρα απαγωγής του παιδιού, ξυλοδαρμό της ίδιας και παράνομη είσοδο στο σπίτι της. Για την ίδια υπόθεση η γυναίκα υπέβαλε παράπονοκαι στο Γραφείου του Επιτρόπου Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων. Η Γραμματεία της Επιτροπής διευθέτησε προσωπική παρουσία του διευθυντή ειδήσεων και ενημέρωσης της ιστοσελίδας κ. Ονουφρίου Σωκράτους σε συνεδρία της για συζήτηση τόσο του παραπόνου αυτού όσο και του γεγονότος ότι η Επιτροπή έγινε πρόσφατα δέκτης και άλλων παραπόνων εναντίον της ιστοσελίδας για θέματα που αναφέρονται σε παραβίαση της ιδιωτικής ζωής και των προσωπικών δεδομένων. Ο κ. Σωκράτους δεν προσήλθε στην καθορισμένη συνάντηση, αλλά είχε αναφέρει στη Γραμματεία, σε σχέση με το παράπονο, ότι δεν δημοσίευσε απ’ ευθείας φωτογραφία του παιδιού αλλά ένα πανό στο οποίο είχαν επικολληθεί δυο φωτογραφίες σε σχετικά μικρό μέγεθος, ώστε τα χαρακτηριστικά του παιδιού να μην ήταν ευδιάκριτα. Επίσης ανέφερε ότι αφαίρεσε τα σχετικά κείμενα και φωτογραφίες από την ιστοσελίδα όταν πληροφορήθηκε για το παράπονο της γυναίκας. Η Επιτροπή, αφού εξέτασε φωτογραφία του επίμαχου πανό την οποία προμήθευσε η παραπονούμενη, διαπίστωσε ότι οι φωτογραφίες είχαν επικολληθεί σε ένα πανό που είχε ύψος όσο και ένας μέσος ενήλικας και ήταν αρκετά μεγάλες σε βαθμό που καθιστούσαν αναγνωρίσιμο το πρόσωπο του παιδιού. Η Επιτροπή αποφάσισε ότι η δημοσίευση των φωτογραφιών συνιστούσε παραβίαση της πρόνοιας του Κώδικα, σύμφωνα με την οποία οι δημοσιογράφοι και τα ΜΜΕ «κατά κανόνα δεν παίρνουν συνεντεύξεις από και δεν φωτογραφίζουν παιδιά κάτω των 16 ετών σε σχέση με θέματα που αφορούν την προσωπική τους κατάσταση ή ευημερία, χωρίς τη συγκατάθεση γονέως των ή άλλου ενηλίκου που έχει την ευθύνη γι’ αυτά». Επίσης θεώρησε ως θετικό το γεγονός ότι η ιστοσελίδα αφαίρεσε τα επίμαχα δημοσιεύματα όταν πληροφορήθηκε για το παράπονο της μητέρας του παιδιού. Ως προ τη πτυχή του παραπόνου για παραβίαση του δικαιώματος της μητέρας του παιδιού στην ιδιωτική ζωή με την προβολή ισχυρισμών του μετανάστη κατά την εκδήλωση διαμαρτυρίας στη Μενόγεια, η Επιτροπή αποφάσισε ότι δεν μπορούσε να αποφανθεί με βεβαιότητα, γιατί δεν είχε ενώπιον της οποιοδήποτε υλικό, πάνω στο οποίο θα μπορούσε να στηριχθεί. Μετά την αφαίρεση του επίμαχου δημοσιεύματος, το οποίο η μητέρα δεν είχε αποθηκεύσει, τα μόνα στοιχεία για το περιεχόμενό της είδησης ήταν αυτά που παρέθεσε η γυναίκα στο παράπονό της, τα οποία όμως δεν ήταν δυνατό να διασταυρωθούν.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
22/2014
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
04/11/2014
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (22/6/8/2014) από την Επίτροπο Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού για αποκάλυψη προσωπικών στοιχείων παιδιών σε δημοσιεύματα της εφημερίδας «Σημερινή». Το παράπονο ανέφερε ότι τα δημοσιεύματα, αν και υποκινούμενα από αγαθές προθέσεις για ευαισθητοποίηση σχετικά με τα άθλιες συνθήκες διαβίωσης δύο παιδιών, αποκάλυψαν εμμέσως πλην σαφώς την ταυτότητα των παιδιών, με την παράθεση λεπτομερειών που συνιστούσαν προσωπικά τους δεδομένα που δεν θα έπρεπε να είχαν δημοσιευθεί. Η Επίτροπος κ. Λήδα Κουρσουμπά ανέφερε ότι εξέτασε επισταμένα τις δύο περιπτώσεις και κατέληξε στο συμπέρασμα πως είχε παραβιασθεί το δικαίωμα ιδιωτικής ζωής των δύο παιδιών και ζήτησε από την Επιτροπή να προβεί στις δικές της ενέργειες. Το πρώτο δημοσίευμα αφορά στην κατάσταση μιας μητέρας με ένα 14χρονο παιδί που αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας και αναπηρίας, θέμα με το οποίο η Επιτροπή είχε ασχοληθεί σε άλλες δύο περιπτώσεις. Η πρώτη αφορούσε στο παράπονο 18/22/7/2012 από την Επίτροπο Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού, το οποίο αναφερόταν σε δημοσίευση φωτογραφιών του παιδιού και η δεύτερη αφορούσε στο παράπονο 19/27/7/2012 που υποβλήθηκε από τη Διευθύντρια Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας και αφορούσε στην ακρίβεια πληροφοριώνγια την οικογένεια. Στα παράπονα αυτά η Επιτροπή είχε αποφασίσει ότι τα δημοσιεύματα αν και υποκινούντο από αγαθές προθέσεις, δηλαδή την ευαισθητοποίηση γύρω από τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης της μητέρας και του παιδιού, δεν ήταν προς το συμφέρον του παιδιού και συνιστούσαν παραβίαση των δικαιωμάτων του για μη παρέμβαση στην ιδιωτική ζωή και μη προσβολής της τιμής και αξιοπρέπειάς του, κατά παράβαση των προνοιών του άρθρου 11 του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας. Η Επίτροπος κ. Κουρσουμπά ανέφερε στο νέο παράπονό της ότι το δημοσίευμα της εφημερίδας, στις 8/7/2014 περιείχε λεπτομέρειες της οικονομικής κατάστασης της μητέρας, τη διεύθυνση της οικίας της, όνομα, ηλικία και πληροφορίες που περιγράφουν το πρόβλημα υγείας/αναπηρίας του παιδιού. Το δεύτερο δημοσίευμα στις 15/7/2014 περιλαμβάνονταν λεπτομέρειες της οικονομικής κατάστασης άλλης γυναίκας, της οποίας αναφερόταν το όνομα, το χωριό, η ηλικία, καθώς και των προβλημάτων υγείας του επτάχρονου παιδιού της. Επίσης δημοσιεύθηκαν φωτογραφίες της μητέρας και του παιδιού, στις οποίες αν και δεν φαίνονταν τα πρόσωπά τους, παρουσιαζόταν το παιδί στο δωμάτιό του και σε άλλα μέρη του σπιτιού. Η Επίτροπος ανέφερε πως ο συντάκτης των ειδήσεων Μάριος Δημητρίου, σεβόμενος τις διαπιστώσεις και εισηγήσεις στις οποίες είχε προβεί το 2012, δεν έχει προβάλει τα πρόσωπα των παιδιών. Όμως ανέφερε πως αν και δεν αποκαλύπτονταν τα πρόσωπα των παιδιών, εντούτοις περιλήφθηκαν άλλες πληροφορίες που αποκάλυπταν την ταυτότητά τους (όνομα μητέρας, όνομα παιδιού, ηλικία, τόπος διαμονής) και θέματα που άπτονται της ιδιωτικής και προσωπικής τους ζωής (π.χ. συνθήκες διαβίωσης, προβλήματα υγείας τα οποία τα ίδια τα παιδιά αντιμετωπίζουν). Η Επίτροπος επισήμανε πως η ταυτότητα ενός παιδιού δεν προστατεύεται μόνο με το να μην παρουσιάζεται το πρόσωπο του αλλά με το να μην αποκαλύπτονται τα στοιχεία της ταυτότητας του ιδίου ή/και άλλων προσώπων της οικογένειας του ή/και δεδομένων της ιδιωτικής και οικογενειακής του ζωής, τα οποία ουσιαστικά «φωτογραφίζουν» το παιδί για το οποίο γίνεται αναφορά στο δημοσίευμα. Επιπρόσθετα, σε σχέση με τον τρόπο παρουσίασης, στο πρώτο δημοσίευμα για το 14χρονο παιδί, στο οποίο περιληφθήκαν φωτογραφίες του παιδιού με πάνες στο πάτωμα, η Επίτροπος ανέφερε πως όχι μόνο δεν θα έπρεπε να δημοσιευθούν αλλά ούτε καν να ληφθούν, διότι παρουσιάζουν ένα ανήλικο άτομο με ειδικές ανάγκες, σε μια ευάλωτη και ακατάλληλη στάση, που προσβάλει την αξιοπρέπειά του. Ο συντάκτης των δύο ρεπορτάζ Μάριος Δημητρίου ανέφερε στην απάντησή του ότι σέβεται τόσο το θεσμό της Επιτρόπου Προστασία των Δικαιωμάτων του Παιδιού και ότι αποτελεί για τον ίδιο προτεραιότητα και στόχο ζωής η υπεράσπιση των δικαιωμάτων ευάλωτων ομάδων ή ατόμων. Για το λόγο αυτό εξέφρασε θλίψη γιατί άθελά του παραβίασε τα δικαιώματα ατόμων στην προσπάθειά του να υπερασπίσει άλλα δικαιώματά τους και ανέφερε πως συμφωνεί απόλυτα με την Επίτροπο Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού ότι «παρ’ όλο που ο σκοπός του δημοσιεύματος είναι καθόλα θεμιτός και συνάδει με το ρόλο που τα ΜΜΕ πρέπει να διαδραματίζουν στην ενημέρωση, πληροφόρηση και αντιμετώπιση κοινωνικών ζητημάτων, εντούτοις η κάλυψη τέτοιων θεμάτων, δεν νομιμοποιείται να γίνεται με τρόπο που ο ίδιος να συνιστά παραβίαση άλλων δικαιωμάτων του ίδιου του παιδιού». Επίσης ανέφερε ότι δημοσιεύοντας φωτογραφίες των παιδιών χωρίς να φαίνονται τα πρόσωπά τους με τη σύμφωνη γνώμη των μητέρων τους είχε την εντύπωση ότι προστάτευε επαρκώς την προσωπική και ιδιωτική τους ζωή και συνέβαλλε στην πιθανότητα να δεχθούν οικονομική βοήθεια. Τέλος ανέφερε ότι η καλή του πρόθεση δεν τον απαλλάσσει από την ευθύνη του για τον αντίκτυπο των δύο ρεπορτάζ στην ιδιωτική ζωή και αξιοπρέπεια των παιδιών στα οποία αναφέρονταν και εισηγήθηκε στην Επίτροπο για το Παιδί να επικαιροποιήσει την ενημέρωση των δημοσιογράφων για τις υποχρεώσεις τους όταν καλύπτουν θέματα που αφορούν σε παιδιά. Η Επιτροπή, αφού εξέτασε το περιεχόμενο και τις φωτογραφίες που συνόδευαν τα δύο ρεπορτάζ και λαμβάνοντας υπόψη το περιεχόμενο του παραπόνου και την παραδοχή του δημοσιογράφου, αποφάσισε ότι υπάρχει παραβίαση των προνοιών του άρθρου 11 του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας που αναφέρεται στην προστασία της ταυτότητας των παιδιών και προσωπικών τους δεδομένων,. Παράλληλα η Επιτροπή εξέφρασε την εκτίμησή της για το γεγονός ότι ο δημοσιογράφος παραδέχθηκε την έστω και χωρίς πρόθεση παραβίαση προνοιών του Κώδικα και εξέφρασε τη θλίψη του. Επίσης θεώρησε πρόσφορη την εισήγησή του προς την Επίτροπο για επικαιροποίηση της ενημέρωσης των δημοσιογράφων για τις υποχρεώσεις τους όσον αφορά στο Παιδί και αποφάσισε να τη διαβιβάσει μέσω της απόφασης αυτής στην επίτροπο για το Παιδί προκειμένου να υπάρξει η κατάλληλη δράση κατά την κρίση της.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
18/2014
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
06/08/2014
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΟΧΙ,ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε σε συνδυασμό δύο παράπονα (16/2/7/2014 και 18/7/7/2014) από την Διευθύντρια (τέως) του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης κ. Αννυ Σιακαλλή για δημοσιεύματα στην εφημερίδα «Πολίτης» με την υπογραφή του Γιάννη Νεάρχου, για έλλειψη δέουσας έρευνας και αντικειμενικότητας εκ μέρους του δημοσιογράφου και της εφημερίδας. Το παράπονο 16/2/7/2014 αναφερόταν δημοσίευμα στην έκδοση της εφημερίδας ημερομηνίας 29/6/2014 κάτω από τον τίτλο «Αυθαιρεσίες Σιακαλλή με κόστος» το οποίο παρέθετε εννιά ακυρωτικές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου για πράξεις του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης που αφορούσαν σε υποθέσεις αλλοδαπών. Χαρακτηρίζοντας τις ακυρωθείσες πράξεις «αυθαίρετες», ο δημοσιογράφος ανέφερε πως είχαν σημαντικό κόστος για τα δημόσια ταμεία, δεδομένου ότι με την ακύρωσή τους επιδικάστηκαν δικαστικά έξοδα 1.500 ευρώ σε βάρος της Δημοκρατίας για κάθε μια υπόθεση, τα οποία βαρύνουν τους φορολογούμενους. Λεπτομέρειες του παραπόνου αναφέρονταν σε επιστολή της κ. Σιακαλλή προς την εφημερίδα, που δημοσιεύθηκε και σχολιάστηκε από το συντάκτη της είδησης. Η κ. Σιακαλλή ανέφερε ότι υπήρχαν και άλλες ακυρωτικές αποφάσεις του δικαστηρίου πλην εκείνων που δημοσίευσε η εφημερίδα, αλλά «και χιλιάδες αποφάσεις, πάντα σε σχέση με αλλοδαπούς, οι οποίες δικαιώνουν τη Διοίκηση», για τις οποίες επιδικάστηκαν στο κράτος έξοδα που συμποσούνται σε πάνω από μισό εκατομμύριο ευρώ. Επίσης ανέφερε ότι το κράτος καλείται να διαγράψει ποσό 686.000 ευρώ από επιδικασθέντα δικαστικά έξοδα εναντίον αλλοδαπών που μέχρι τις αρχές του 2013 δεν μπορούσαν να εισπραχθούν. Η παραπονούμενη ανέφερε ότι στόχος του άρθρου ήταν να πλήξει το επαγγελματικό της κύρος. Ο Γιάννης Νεάρχου ανέφερε ότι η δημοσίευση των αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου καλυπτόταν από «απόλυτο προνόμιο» ως σχετιζόμενη με δικαστικές αποφάσεις και ότι ο σχολιασμός τους αποτελούσε άσκηση του δικαιώματος της ελευθερίας του λόγου που κατοχυρώθηκε μέσα από δικαστικές αποφάσεις και «αποτελεί τη λυδία λίθο της σύγχρονης δημοκρατικής πολιτείας και… χωρίς ελευθερία του τύπου δεν μπορεί να υπάρξει πραγματική δημοκρατία». Εξ άλλου, ανέφερε πως η κ. Σιακαλλή, ως δημόσιο πρόσωπο που ασκεί κρατική εξουσία, υπόκειται σε κριτική, με το πεδίο σχολιασμού να είναι ιδιαίτερα ευρύ και επικαλέστηκε και πάλι δικαστικές αποφάσεις προς υποστήριξη της θέσης του. Το παράπονο 18/7/7/2014 αναφερόταν σε σχόλια που έγραψαν ο Γιάννης Νεάρχου επί της απαντητικής επιστολής της κ. Σιακαλλή, και ο Κώστας Κωνσταντίνου στη στήλη «Κατά Βαρβάρων" επί είδησης στην εφημερίδα σχετικά με φερόμενη άρνηση της κ. Σιακαλλή να εγγράψει νεογέννητο του οποίου ο πατέρας είναι Κύπριος και ζει στο Κατάρ ως Κύπριο υπήκοο και να το εντάξει στην Ελληνοκυπριακή κοινότητα, στην οποία ήταν ενταγμένη η οικογένειά του εδώ και 50 χρόνια, με το αιτιολογικό ότι τότε είχε γίνει λάθος. Στον απαντητικό σχολιασμό του, ο κ. Νεάρχου ανέφερε ότι ανεξάρτητα από ενδεχόμενη ύπαρξη χιλιάδων επικυρωτικών αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, έστω και μια ακυρωτική απόφαση σημαίνει ότι η λανθασμένη κρίση έχει επηρεάσει ζωές, γεγονός που δεν μπορεί να αποτιμηθεί με αριθμητικά δεδομένα. Οσον αφορά στο παράπονο για έλλειψη δέουσας έρευνας ανέφερε ότι επρόκειτο για σχολιασμό αποφάσεων του δικαστηρίου που έκριναν αυθαιρεσίες της παραπονούμενης. Ο Κώστας Κωνσταντίνου, γράφοντας στην στήλη του «Κατά Βαρβάρων», επέκρινε τον Υπουργό Εσωτερικών και τους προκατόχους γιατί «ανέχονται τα όσα κάνει η κυρία Σιακαλλή, φέρνοντας το κράτος σε πολύ δύσκολη θέση» και παρέθετε παραδείγματα, αναφέροντας συγκεκριμένα: «Από τον αλήστου μνήμης εκείνο συναγερμό για την υποτιθέμενη απόπειρα βιασμού της από αλλοδαπό, μέχρι την απέλαση ανθρώπων παντρεμένων με Κύπριες για ψύλλου πήδημα…» «Κι άμα είναι να το πάμε… ιστορικά το πράγμα, τότε γιατί να μείνουμε μόνο στο 1948, κυρία Σιακαλλή μου; Να το πάμε και πιο πίσω. Στην εποχή των Σαρακηνών πειρατών, λ.χ. από τους οποίους κάποιοι ολοφάνερα έλκουν την καταγωγή τους, όπως φωνάζουν το χρώμα και τα χαρακτηριστικά τους. Τι να κάνουμε; Να τους αφαιρέσουμε την υπηκοότητα και να τους στείλουμε πίσω στο Σινά; Κάτι μου λέει πως δεν θα θέλατε…! Οσον αφορά στη φράση περί απόπειρας βιασμού, η κ. Σιακαλλή ανέφερε ότι αποτελεί κατασκεύασμα του δημοσιογράφου, γιατί στην καταγγελία της στην Αστυνομία για επίθεση εναντίον της στις 5 Αυγούστου, 2012, «καμία αναφορά είτε στην καταγγελία μου είτε στα τότε δημοσιεύματα δεν έγινε για απόπειρα βιασμού». Εξ άλλου, σε επιστολή της που στάληκε και δημοσιεύθηκε στον «Πολίτη» και αναφερόταν τόσο στο δημοσίευμα για την εγγραφή του παιδιού όσο και στα σχόλια των Γιάννη Νεάρχου και Κώστα Κωνσταντίνου, ανέφερε πως τα σχόλια του τελευταίου εμπεριείχαν ρατσιστικές αναφορές. Οσον αφορά στα σχόλια του Κώστα Κωνσταντίνου, η εφημερίδα απάντησε ότι στη στήλη του ασχολείται με θέματα της επικαιρότητας που είναι δημοσίου ενδιαφέροντος και παρέθεσε αποσπάσματα δικαστικών αποφάσεων υπέρ του δικαιώματος της ελευθερίας έκφρασης ακόμα και όταν εκφράζονται επιθετικές απόψεις, ιδιαίτερα για άτομα που κατέχουν δημόσιες θέσεις. Η Επιτροπή εξέτασε τα δύο συνδεόμενα παράπονα υπό το πρίσμα τριών ουσιωδών προνοιών του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας που αναφέρονται στο δικαίωμα της ελευθερίας έκφρασης, στη διασταύρωση των πληροφοριών για εξακρίβωση της εγκυρότητάς τους και στην παροχή του δικαιώματος απάντησης σε πρόσωπα που θίγονται, ώστε η πληροφόρηση που παρέχουν τα ΜΜΕ και οι δημοσιογράφοι να συνάδει με την πρόνοια περί παροχής πλήρους, αντικειμενικής και ολοκληρωμένης ενημέρωσης στο κοινό. Η Επιτροπή, έχοντας ως βασική αποστολή της την προστασία του δικαιώματος έκφρασης από τους δημοσιογράφους και τα ΜΜΕ δεν αμφισβητεί με κανένα τρόπο την άσκησή του, αλλά επισημαίνει πως το δικαίωμα αυτό συνοδεύεται από το σεβασμό του αντίστοιχου δικαιώματος της ελευθερίας έκφρασης και του θιγομένου προσώπου. Το δικαίωμα του σχολιασμού θεμάτων δημοσίου ενδιαφέροντος αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της αποστολής των δημοσιογράφων, υπό την προϋπόθεση ότι ο σχολιασμός γίνεται επί πραγματικών και αποδεδειγμένων γεγονότων, που αποτελεί ένδειξη ή απόδειξη για το δεύτερο προαπαιτούμενο, την ύπαρξη καλής πίστης. Η Επιτροπή έχει αποφασίσει επανειλημμένα σε προηγούμενες υποθέσεις ότι αποτελεί υποχρέωση των δημοσιογράφων και των ΜΜΕ να διασταυρώνουν τα γεγονότα και να παρέχουν στην «κατάλληλη περίπτωση» σε άτομα που δέχονται κριτική για πράξεις ή παραλείψεις τους να δώσουν τη δική τους εκδοχή για γεγονότα των οποίων γίνεται επίκληση και αποτελούν του υπόβαθρο της επίκρισης και να παραθέσουν την απάντηση και τις θέσεις τους για ταυτόχρονη δημοσίευση. Στην περίπτωση της δημοσίευσης των αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου από το Γιάννη Νέαρχου και του σχολιασμού της σημασίας τους η Επιτροπή αποφάσισε ότι δεν υπήρχε καν θέμα δικαιώματος δημοσίευσης των αποφάσεων. Ο δημοσιογράφος είχε κάθε δικαίωμα να δημοσιεύσει τις αποφάσεις και να τις σχολιάσει κατά την κρίση του. Όμως, η Επιτροπή έκρινε ότι υπήρξε παράλειψη παροχής της ευκαιρίας να δημοσιευθεί και η εκδοχή της παραπονούμενης για τα γεγονότα ταυτόχρονα με το δημοσίευμα. Επίσης θεώρησε ότι η αρχή της αντικειμενικής και ολοκληρωμένης ενημέρωσης απαιτούσε να υπάρξει διευκρίνιση ότι οι εννέα αποφάσεις ήταν μερικές μόνο από εκείνες που αφορούσαν σε αλλοδαπούς και ότι κάποιες άλλες δικαίωναν τη διοίκηση. Οσον αφορά τα σχόλια του Κώστα Κωνσταντίνου, η Επιτροπή σημείωσε πως δεν αμφισβητήθηκε από την εφημερίδα ο ισχυρισμός της παραπονούμενης ότι το σημείο περί καταγγελίας της για απόπειρα βιασμού συνιστούσε ανακρίβεια, αλλά δικαιολογήθηκε μόνο στη βάση του δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης και της άσκησης κριτικής για πράξεις ή παραλείψεις δημοσίων προσώπων. Τα δύο δικαιώματα δεν αμφισβητούνται αλλά η Επιτροπή επισημαίνει ότι η άσκηση κριτικής στην προκειμένη περίπτωση έγινε επί γεγονότων των οποίων η ακρίβεια δεν αποδείχθηκε. (ΣΗΜ: Σε κείμενό του που δημοσιεύθηκε μετά τη δημοσιοποίηση της απόφασης, ο Κώστας Κωνσταντίνου παραδέχθηκε την ανακρίβεια σε σχέση με την καταγγελία της κ. Σιακαλλή και απέσυρε τον ισχυρισμό του). Ως προς την αναφορά σε απογόνους Σαρακηνών η Επιτροπή διαπίστωσε ότι δεν τέθηκαν ενώπιον της στοιχεία που να υποστηρίζουν ότι αφορούσε στην παραπονούμενη ή σε συγκεκριμένο πρόσωπο και συνεπώς δεν θεώρησε ότι μπορούσε να εκληφθεί ως ρατσιστική αναφορά ή δυσμενής διάκριση με βάση το προσωπικό καθεστώς οποιουδήποτε συγκεκριμένου ατόμου. Το παράπονο της κ. Σιακαλλή σχολίασε και ο συντάκτης της είδησης για το θέμα της εγγραφής του παιδιού Μανώλης Καλατζής, ο οποίος ανέφερε ότι όλα τα στοιχεία λήφθηκαν από έκθεση της Επιτρόπου Διοικήσεως. Η Επιτροπή σημείωσε ότι η έκθεση αυτή περιέχει τη θέση ενός ανεξάρτητου αξιωματούχου, αλλά δεν αποτελεί δεδικασμένο και συνεπώς θα έπρεπε, με βάση τις πρόνοιες του Κώδικα περί διασταύρωσης των πληροφοριών και παροχής του δικαιώματος απάντησης «στην κατάλληλη περίπτωση» να είχε τεθεί ενώπιον της κ. Σιακαλλή για να δώσει την εκδοχή της για τα αναφερόμενα γεγονότα και να αιτιολογήσει τις ενέργειές της. Ωστόσο η Επιτροπή σημείωσε ότι και στις δύο περιπτώσεις, δηλαδή του δημοσιεύματος του κ. Νέαρχου και του κ. Καλατζή η εφημερίδα δημοσίευσε τις επιστολές της κ. Σιακαλλή μέσα σε σχετικά σύντομο διάστημα μετά τα δημοσιεύματα, γεγονός που θεραπεύει σε σημαντικό βαθμό την παράλειψη. Με την ευκαιρία αυτή, η Επιτροπή θεώρησε σκόπιμο να υποδείξει ότι στις περιπτώσεις άσκησης κριτικής, η πιο πρόσφορη μέθοδος αντίδρασης είναι η άσκηση του δικαιώματος απάντησης. Ως προς τον σχολιασμό των αναφορών της κ. Σιακαλλή στην επιστολή της από τον κ. Νεάρχου, η Επιτροπή αποφάσισε ότι αυτός εμπίπτει στο δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης και της άσκησης κριτικής για πράξεις ή παραλείψεις δημοσίων προσώπων και κρατικών αξιωματούχων και συνεπώς δεν συνιστά παραβίαση προνοιών του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
16/2016
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
06/08/2014
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ,ΟΧΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε σε συνδυασμό δύο παράπονα (16/2/7/2014 και 18/7/7/2014) από την Διευθύντρια (τέως) του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης κ. Αννυ Σιακαλλή για δημοσιεύματα στην εφημερίδα «Πολίτης» με την υπογραφή του Γιάννη Νεάρχου, για έλλειψη δέουσας έρευνας και αντικειμενικότητας εκ μέρους του δημοσιογράφου και της εφημερίδας. Το παράπονο 16/2/7/2014 αναφερόταν δημοσίευμα στην έκδοση της εφημερίδας ημερομηνίας 29/6/2014 κάτω από τον τίτλο «Αυθαιρεσίες Σιακαλλή με κόστος» το οποίο παρέθετε εννιά ακυρωτικές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου για πράξεις του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης που αφορούσαν σε υποθέσεις αλλοδαπών. Χαρακτηρίζοντας τις ακυρωθείσες πράξεις «αυθαίρετες», ο δημοσιογράφος ανέφερε πως είχαν σημαντικό κόστος για τα δημόσια ταμεία, δεδομένου ότι με την ακύρωσή τους επιδικάστηκαν δικαστικά έξοδα 1.500 ευρώ σε βάρος της Δημοκρατίας για κάθε μια υπόθεση, τα οποία βαρύνουν τους φορολογούμενους. Λεπτομέρειες του παραπόνου αναφέρονταν σε επιστολή της κ. Σιακαλλή προς την εφημερίδα, που δημοσιεύθηκε και σχολιάστηκε από το συντάκτη της είδησης. Η κ. Σιακαλλή ανέφερε ότι υπήρχαν και άλλες ακυρωτικές αποφάσεις του δικαστηρίου πλην εκείνων που δημοσίευσε η εφημερίδα, αλλά «και χιλιάδες αποφάσεις, πάντα σε σχέση με αλλοδαπούς, οι οποίες δικαιώνουν τη Διοίκηση», για τις οποίες επιδικάστηκαν στο κράτος έξοδα που συμποσούνται σε πάνω από μισό εκατομμύριο ευρώ. Επίσης ανέφερε ότι το κράτος καλείται να διαγράψει ποσό 686.000 ευρώ από επιδικασθέντα δικαστικά έξοδα εναντίον αλλοδαπών που μέχρι τις αρχές του 2013 δεν μπορούσαν να εισπραχθούν. Η παραπονούμενη ανέφερε ότι στόχος του άρθρου ήταν να πλήξει το επαγγελματικό της κύρος. Ο Γιάννης Νεάρχου ανέφερε ότι η δημοσίευση των αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου καλυπτόταν από «απόλυτο προνόμιο» ως σχετιζόμενη με δικαστικές αποφάσεις και ότι ο σχολιασμός τους αποτελούσε άσκηση του δικαιώματος της ελευθερίας του λόγου που κατοχυρώθηκε μέσα από δικαστικές αποφάσεις και «αποτελεί τη λυδία λίθο της σύγχρονης δημοκρατικής πολιτείας και… χωρίς ελευθερία του τύπου δεν μπορεί να υπάρξει πραγματική δημοκρατία». Εξ άλλου, ανέφερε πως η κ. Σιακαλλή, ως δημόσιο πρόσωπο που ασκεί κρατική εξουσία, υπόκειται σε κριτική, με το πεδίο σχολιασμού να είναι ιδιαίτερα ευρύ και επικαλέστηκε και πάλι δικαστικές αποφάσεις προς υποστήριξη της θέσης του. Το παράπονο 18/7/7/2014 αναφερόταν σε σχόλια που έγραψαν ο Γιάννης Νεάρχου επί της απαντητικής επιστολής της κ. Σιακαλλή, και ο Κώστας Κωνσταντίνου στη στήλη «Κατά Βαρβάρων" επί είδησης στην εφημερίδα σχετικά με φερόμενη άρνηση της κ. Σιακαλλή να εγγράψει νεογέννητο του οποίου ο πατέρας είναι Κύπριος και ζει στο Κατάρ ως Κύπριο υπήκοο και να το εντάξει στην Ελληνοκυπριακή κοινότητα, στην οποία ήταν ενταγμένη η οικογένειά του εδώ και 50 χρόνια, με το αιτιολογικό ότι τότε είχε γίνει λάθος. Στον απαντητικό σχολιασμό του, ο κ. Νεάρχου ανέφερε ότι ανεξάρτητα από ενδεχόμενη ύπαρξη χιλιάδων επικυρωτικών αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, έστω και μια ακυρωτική απόφαση σημαίνει ότι η λανθασμένη κρίση έχει επηρεάσει ζωές, γεγονός που δεν μπορεί να αποτιμηθεί με αριθμητικά δεδομένα. Οσον αφορά στο παράπονο για έλλειψη δέουσας έρευνας ανέφερε ότι επρόκειτο για σχολιασμό αποφάσεων του δικαστηρίου που έκριναν αυθαιρεσίες της παραπονούμενης. Ο Κώστας Κωνσταντίνου, γράφοντας στην στήλη του «Κατά Βαρβάρων», επέκρινε τον Υπουργό Εσωτερικών και τους προκατόχους γιατί «ανέχονται τα όσα κάνει η κυρία Σιακαλλή, φέρνοντας το κράτος σε πολύ δύσκολη θέση» και παρέθετε παραδείγματα, αναφέροντας συγκεκριμένα: «Από τον αλήστου μνήμης εκείνο συναγερμό για την υποτιθέμενη απόπειρα βιασμού της από αλλοδαπό, μέχρι την απέλαση ανθρώπων παντρεμένων με Κύπριες για ψύλλου πήδημα…» «Κι άμα είναι να το πάμε… ιστορικά το πράγμα, τότε γιατί να μείνουμε μόνο στο 1948, κυρία Σιακαλλή μου; Να το πάμε και πιο πίσω. Στην εποχή των Σαρακηνών πειρατών, λ.χ. από τους οποίους κάποιοι ολοφάνερα έλκουν την καταγωγή τους, όπως φωνάζουν το χρώμα και τα χαρακτηριστικά τους. Τι να κάνουμε; Να τους αφαιρέσουμε την υπηκοότητα και να τους στείλουμε πίσω στο Σινά; Κάτι μου λέει πως δεν θα θέλατε…! Οσον αφορά στη φράση περί απόπειρας βιασμού, η κ. Σιακαλλή ανέφερε ότι αποτελεί κατασκεύασμα του δημοσιογράφου, γιατί στην καταγγελία της στην Αστυνομία για επίθεση εναντίον της στις 5 Αυγούστου, 2012, «καμία αναφορά είτε στην καταγγελία μου είτε στα τότε δημοσιεύματα δεν έγινε για απόπειρα βιασμού». Εξ άλλου, σε επιστολή της που στάληκε και δημοσιεύθηκε στον «Πολίτη» και αναφερόταν τόσο στο δημοσίευμα για την εγγραφή του παιδιού όσο και στα σχόλια των Γιάννη Νεάρχου και Κώστα Κωνσταντίνου, ανέφερε πως τα σχόλια του τελευταίου εμπεριείχαν ρατσιστικές αναφορές. Οσον αφορά στα σχόλια του Κώστα Κωνσταντίνου, η εφημερίδα απάντησε ότι στη στήλη του ασχολείται με θέματα της επικαιρότητας που είναι δημοσίου ενδιαφέροντος και παρέθεσε αποσπάσματα δικαστικών αποφάσεων υπέρ του δικαιώματος της ελευθερίας έκφρασης ακόμα και όταν εκφράζονται επιθετικές απόψεις, ιδιαίτερα για άτομα που κατέχουν δημόσιες θέσεις. Η Επιτροπή εξέτασε τα δύο συνδεόμενα παράπονα υπό το πρίσμα τριών ουσιωδών προνοιών του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας που αναφέρονται στο δικαίωμα της ελευθερίας έκφρασης, στη διασταύρωση των πληροφοριών για εξακρίβωση της εγκυρότητάς τους και στην παροχή του δικαιώματος απάντησης σε πρόσωπα που θίγονται, ώστε η πληροφόρηση που παρέχουν τα ΜΜΕ και οι δημοσιογράφοι να συνάδει με την πρόνοια περί παροχής πλήρους, αντικειμενικής και ολοκληρωμένης ενημέρωσης στο κοινό. Η Επιτροπή, έχοντας ως βασική αποστολή της την προστασία του δικαιώματος έκφρασης από τους δημοσιογράφους και τα ΜΜΕ δεν αμφισβητεί με κανένα τρόπο την άσκησή του, αλλά επισημαίνει πως το δικαίωμα αυτό συνοδεύεται από το σεβασμό του αντίστοιχου δικαιώματος της ελευθερίας έκφρασης και του θιγομένου προσώπου. Το δικαίωμα του σχολιασμού θεμάτων δημοσίου ενδιαφέροντος αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της αποστολής των δημοσιογράφων, υπό την προϋπόθεση ότι ο σχολιασμός γίνεται επί πραγματικών και αποδεδειγμένων γεγονότων, που αποτελεί ένδειξη ή απόδειξη για το δεύτερο προαπαιτούμενο, την ύπαρξη καλής πίστης. Η Επιτροπή έχει αποφασίσει επανειλημμένα σε προηγούμενες υποθέσεις ότι αποτελεί υποχρέωση των δημοσιογράφων και των ΜΜΕ να διασταυρώνουν τα γεγονότα και να παρέχουν στην «κατάλληλη περίπτωση» σε άτομα που δέχονται κριτική για πράξεις ή παραλείψεις τους να δώσουν τη δική τους εκδοχή για γεγονότα των οποίων γίνεται επίκληση και αποτελούν του υπόβαθρο της επίκρισης και να παραθέσουν την απάντηση και τις θέσεις τους για ταυτόχρονη δημοσίευση. Στην περίπτωση της δημοσίευσης των αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου από το Γιάννη Νέαρχου και του σχολιασμού της σημασίας τους η Επιτροπή αποφάσισε ότι δεν υπήρχε καν θέμα δικαιώματος δημοσίευσης των αποφάσεων. Ο δημοσιογράφος είχε κάθε δικαίωμα να δημοσιεύσει τις αποφάσεις και να τις σχολιάσει κατά την κρίση του. Όμως, η Επιτροπή έκρινε ότι υπήρξε παράλειψη παροχής της ευκαιρίας να δημοσιευθεί και η εκδοχή της παραπονούμενης για τα γεγονότα ταυτόχρονα με το δημοσίευμα. Επίσης θεώρησε ότι η αρχή της αντικειμενικής και ολοκληρωμένης ενημέρωσης απαιτούσε να υπάρξει διευκρίνιση ότι οι εννέα αποφάσεις ήταν μερικές μόνο από εκείνες που αφορούσαν σε αλλοδαπούς και ότι κάποιες άλλες δικαίωναν τη διοίκηση. Οσον αφορά τα σχόλια του Κώστα Κωνσταντίνου, η Επιτροπή σημείωσε πως δεν αμφισβητήθηκε από την εφημερίδα ο ισχυρισμός της παραπονούμενης ότι το σημείο περί καταγγελίας της για απόπειρα βιασμού συνιστούσε ανακρίβεια, αλλά δικαιολογήθηκε μόνο στη βάση του δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης και της άσκησης κριτικής για πράξεις ή παραλείψεις δημοσίων προσώπων. Τα δύο δικαιώματα δεν αμφισβητούνται αλλά η Επιτροπή επισημαίνει ότι η άσκηση κριτικής στην προκειμένη περίπτωση έγινε επί γεγονότων των οποίων η ακρίβεια δεν αποδείχθηκε. (ΣΗΜ: Σε κείμενό του που δημοσιεύθηκε μετά τη δημοσιοποίηση της απόφασης, ο Κώστας Κωνσταντίνου παραδέχθηκε την ανακρίβεια σε σχέση με την καταγγελία της κ. Σιακαλλή και απέσυρε τον ισχυρισμό του). Ως προς την αναφορά σε απογόνους Σαρακηνών η Επιτροπή διαπίστωσε ότι δεν τέθηκαν ενώπιον της στοιχεία που να υποστηρίζουν ότι αφορούσε στην παραπονούμενη ή σε συγκεκριμένο πρόσωπο και συνεπώς δεν θεώρησε ότι μπορούσε να εκληφθεί ως ρατσιστική αναφορά ή δυσμενής διάκριση με βάση το προσωπικό καθεστώς οποιουδήποτε συγκεκριμένου ατόμου. Το παράπονο της κ. Σιακαλλή σχολίασε και ο συντάκτης της είδησης για το θέμα της εγγραφής του παιδιού Μανώλης Καλατζής, ο οποίος ανέφερε ότι όλα τα στοιχεία λήφθηκαν από έκθεση της Επιτρόπου Διοικήσεως. Η Επιτροπή σημείωσε ότι η έκθεση αυτή περιέχει τη θέση ενός ανεξάρτητου αξιωματούχου, αλλά δεν αποτελεί δεδικασμένο και συνεπώς θα έπρεπε, με βάση τις πρόνοιες του Κώδικα περί διασταύρωσης των πληροφοριών και παροχής του δικαιώματος απάντησης «στην κατάλληλη περίπτωση» να είχε τεθεί ενώπιον της κ. Σιακαλλή για να δώσει την εκδοχή της για τα αναφερόμενα γεγονότα και να αιτιολογήσει τις ενέργειές της. Ωστόσο η Επιτροπή σημείωσε ότι και στις δύο περιπτώσεις, δηλαδή του δημοσιεύματος του κ. Νέαρχου και του κ. Καλατζή η εφημερίδα δημοσίευσε τις επιστολές της κ. Σιακαλλή μέσα σε σχετικά σύντομο διάστημα μετά τα δημοσιεύματα, γεγονός που θεραπεύει σε σημαντικό βαθμό την παράλειψη. Με την ευκαιρία αυτή, η Επιτροπή θεώρησε σκόπιμο να υποδείξει ότι στις περιπτώσεις άσκησης κριτικής, η πιο πρόσφορη μέθοδος αντίδρασης είναι η άσκηση του δικαιώματος απάντησης. Ως προς τον σχολιασμό των αναφορών της κ. Σιακαλλή στην επιστολή της από τον κ. Νεάρχου, η Επιτροπή αποφάσισε ότι αυτός εμπίπτει στο δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης και της άσκησης κριτικής για πράξεις ή παραλείψεις δημοσίων προσώπων και κρατικών αξιωματούχων και συνεπώς δεν συνιστά παραβίαση προνοιών του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
19/2014
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
06/08/2014
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΟΧΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (19/11/7/2014) παράπονο από το ΡΙΚ για δημοσιεύματα στο Φιλελεύθερο σχετικά με την απόφαση του Ιδρύματος να πάρει μέρος στο διαγωνισμό Junior Eurovision στη Μάλτα ύστερα από προηγούμενη απόφαση για αποχή από το θεσμό. Τα επίμαχα σχόλια δημοσιεύθηκαν στη στήλη «Αναφανδόν» του Λουκά Πάρπα, ο οποίος στις 7 Ιουλίου, 2014, επέκρινε το Δ.Σ. του ΡΙΚ γιατί αποφάσισε συμμετοχή του ΡΙΚ στο διαγωνισμό «με γνώμονα τις θετικές αλλαγές στους κανονισμούς του εν λόγω διαγωνισμού, χωρίς να αναφέρει ποιες ήταν αυτές». Επίσης διατύπωνε διαφωνία με τη θέση ότι η συμμετοχή αποφασίστηκε και για το λόγο ότι η Κύπρος έχει φιλικές σχέσεις με τη Μάλτα που διοργανώνει το διαγωνισμό και για στήριξη μικρών κρατών στην προσπάθειά τους να διοργανώνουν διαγωνισμούς αυτού του βεληνεκούς. Την επομένη, 8 Ιουλίου, 2014, ο κ. Πάρπας επανήλθε με σχόλιο στο οποίο ανέφερε: «Ο κύριος λόγος αποχώρησης του ΡΙΚ από το διαγωνισμό Junior Eurovision, επί προεδρίας Μάκη Συμεού, ήταν οι αντιδράσεις των τηλεθεατών αλλά και των παιδοψυχολόγων, τόσο σε Κύπρο όσο και στην Ευρώπη γενικότερα, επειδή η συγκεκριμένη παραγωγή, λόγω της υπερβολικής προβολής που πρόσφερε στα παιδιά που συμμετείχαν σε αυτή, τα οδηγούσε «βίαια» στον κόσμο των ενηλίκων και του σκληρού -ακόμη και για ενήλικες- λεγόμενου «σταρ σίστεμ» με αποτέλεσμα να τους δημιουργεί πρόβλημα στην ομαλή ενηλικίωσή τους». Ο κ. Πάρπας συμπλήρωσε την κριτική του αναφέροντας ότι «τα ταξιδιάρικα του Ιδρύματος κατάφεραν να εξασφαλίσουν το ΟΚ του Προέδρου και των λοιπών μελών του Ιδρύματος με αποτέλεσμα να ετοιμάζονται για ταξιδάκι». Στις 10 Ιουλίου, 2014 έγραψε νέο σχόλιο, χαρακτηρίζοντας προκλητική την απόφαση του ΡΙΚ, «με εμφανή στόχο «δωρεάν ταξιδάκια» και «τζάμπα διακοπές». Το ΡΙΚ, με επιστολή του Αν. Γενικού Διευθυντή Γρηγόρη Μαλιώτη, ανέφερε πως ο συντάκτης των σχολίων «ασχολείται εργολαβικά με τη συμμετοχή της Δημόσιας Ραδιοτηλεόρασης του τόπου σε ένα πανευρωπαϊκό διαγωνισμό μουσικής για παιδιά, ωσάν το ΡΙΚ να διέπραξε μέγα ολίσθημα». Περαιτέρω διατύπωσε παράπονο ότι δημοσιεύθηκαν υπονοούμενα εναντίον υπαλλήλων του ΡΙΚ, «οι οποίοι ουδέν προσωπικό όφελος έχουν, γεγονός που αποδεικνύεται από την πολύχρονη εμπειρία τους σε διεθνείς διαγωνισμούς για την εκπροσώπηση της Κύπρου». Τέλος ανέφερε ότι η συμμετοχή του ΡΙΚ θα είχε σχεδόν μηδενικό κόστος και διατύπωσε τη θέση ότι η στάση του κ. Πάρπα «όπως διαμορφώνεται μέσα από τα καθημερινά και συνεχή σχόλια του, υποδηλώνει κακεντρέχεια». Ο «Φιλελεύθερος» απέρριψε τις θέσεις του ΡΙΚ και τόνισε ότι τα σχόλια για την απόφαση του Ιδρύματος να επανέλθει στο διαγωνισμό Junior Eurovision αποτελούσε άσκηση του δικαιώματος της έκφρασης άποψης επί ενός θέματος δημοσίου ενδιαφέροντος το οποίο δεν είχε σκοπό να απεμπολήσει με κανένα τρόπο. Επίσης ανέφερε ότι οι λόγοι που επικαλέστηκε το ΡΙΚ για επάνοδο στο διαγωνισμό δεν ήταν πειστικοί και ότι τα σχόλια δεν φωτογράφιζαν συγκεκριμένα άτομα από τις πολλές εκατοντάδες που εργάζονται στο ΡΙΚ αλλά αναφέρονταν αορίστως σε «υπηρεσιακούς». Περαιτέρω απέρριψε την κατηγορία για κακεντρέχεια από μέρους του συντάκτη των σχολίων και ζήτησε απόσυρσή της. Η Επιτροπή αποφάσισε ότι τα δημοσιεύματα, παρά το γεγονός ότι περιείχαν σχόλια που ενδεχομένως να εγείρουν υπόνοιες για τα κίνητρα υπαλλήλων του ΡΙΚ ως προς την απόφαση για συμμετοχή στο διαγωνισμό, αποτελούν έκφραση γνώμης, που καλύπτεται από το δικαίωμα της ελευθερίας της έκφραση και κατοχυρώνεται τόσο από ειδική πρόνοια του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, όσο και συνταγματικά και από επανειλημμένες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το οποίο υπέδειξε ότι το δικαίωμα αυτό είναι ευρύτατο και καλύπτει ακόμη και απόψεις που «ενοχλούν, προσβάλλουν ή σοκάρουν». Εξ άλλου, τα σχόλια, ακόμη και αν ήταν δυνατό να θεωρηθούν ως συνιστώντα προσωπική επίθεση, με βάση τις σχετικές πρόνοιες του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, δεν αναφέρονται σε συγκεκριμένα άτομα, τα οποία και μόνο θα μπορούσαν να υποβάλουν παράπονο, δεδομένου ότι το δικαίωμα υποβολής παραπόνου για παραβάσεις του τύπου αυτού είναι προσωποπαγές και δύναται να ασκηθεί μόνο από τα αμέσως επηρεαζόμενα άτομα, ή από άτομα που εκ του νόμου είναι υπεύθυνα γι’ αυτά. Υπό το φως των ανωτέρω η Επιτροπή αποφάσισε ότι δεν μπορούσε να αποδεχθεί το παράπονο του ΡΙΚ. Παράλληλα, η Επιτροπή θεώρησε σκόπιμο να υποδείξει ότι η πιο πρόσφορη θεραπεία σε ανάλογες περιπτώσεις άσκησης κριτικής από τα ΜΜΕ είναι η άσκηση του δικαιώματος απάντησης με βάση την πρόνοια περί παροχής του δικαιώματος απάντησης στους άμεσα επηρεαζομένους.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
21/2014
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
06/08/2014
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΟΧΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (21/7/2014) από τη Διευθύντρια Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας για δημοσίευμα στην εφημερίδα «Πολίτης» που αναφερόταν στην πατρότητα παιδιού ηλικίας 5 ετών. Η εφημερίδα ανέφερε στο δημοσίευμά της στις 23/6/2014, ότι πατέρας του παιδιού, του οποίου η μητέρα βρέθηκε νεκρή σε σπίτι-σκουπιδότοπο σε παραλιακή πόλη, διαπιστώθηκε ύστερα από εξέταση γενετικού υλικού, ότι ήταν επιχειρηματίας-εστιάτορας στην ίδια πόλη. Σύμφωνα με το παράπονο «τέτοια δημοσιεύματα αντίκεινται προς το συμφέρον του παιδιού αφού παραβιάζουν την αξιοπρέπεια και την ιδιωτική του ζωή ενώ το εκθέτουν εκ νέου δημόσια θέτοντας ξανά σε κίνδυνο τη ψυχοκοινωνική του κατάσταση». Ο συντάκτης της είδησης Μανώλης Καλατζής ανέφερε στην απάντησή του ότι τον εξέπληξε το γεγονός πως η κ. Κούλουμου ευαισθητοποιήθηκε για την προστασία των προσωπικών δεδομένων του παιδιού, μόλις τον Ιούνιο του 2014 και μόνο με αφορμή το δημοσίευμα του στην εφημερίδα «Πολίτης». Όπως ανέφερε, πολλά στοιχεία του παιδιού τα αποκάλυψαν σχεδόν όλα τα άλλα ΜΜΕ, χωρίς καμία αντίδραση εκ μέρους της κ. Κούλουμου και ο ίδιος έκαμε αναφορά σ’ αυτά μόνο όταν είχαν πλέον δημοσιοποιηθεί από διάφορα άλλα ΜΜΕ και μάλιστα κάποια από αυτά είχαν αφεθεί να διαρρεύσουν από τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας. Ο κ. Καλαταζής παρέθεσε συγκεκριμένα παραδείγματα ΜΜΕ που σε ρεπορτάζ τους πριν και μετά το θάνατο της μητέρας είχαν αποκαλύψει προσωπικά στοιχεία για το παιδί, μεταξύ των οποίων την περιοχή που έμενε και το όνομά του, πέντε μήνες πριν από το δικό του ρεπορτάζ. Ο κ. Καλατζής υποστήριξε ότι η καταγγελία εναντίον του ιδίου και της εφημερίδας έγινε γιατί άσκησαν έντονη κριτική για τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας για τον χειρισμό της υπόθεσης πριν η μητέρα του παιδιού βρεθεί νεκρή μέσα στα σκουπίδια και πριν το πεντάχρονο παιδί της μείνει ορφανό. Η Επιτροπή αντιπαρήλθε τον τελευταίο ισχυρισμό του κ. Καλατζή γιατί αφενός απέδιδε αλλότρια κίνητρα για το παράπονο και επίσης γιατί είναι εκτός της δικαιοδοσίας της να κρίνει πράξεις ή παραλείψεις οργάνων της δημόσιας διοίκησης και επικεντρώθηκε στην ουσία της υπόθεσης που είναι η αποκάλυψη στοιχείων που αφορούσαν στο παιδί, και κυρίωςτο όνομά του και στις συνθήκες μέσα στις οποίες ζούσε. Επί του σημείου αυτού η Επιτροπή εξέφρασε απαρέσκεια για το γενικότερο χειρισμό από πλειάδα ΜΜΕ του θέματος του παιδιού και την αποκάλυψη προσωπικών του δεδομένων και των συνθηκών διαβίωσής του, γιατί δεν υπήρχε κανένας λόγος και καμιά δικαιολογία για την αποκάλυψη τους, έστω και αν έμεινε ορφανό κάτω από τραγικές συνθήκες που προκάλεσαν το δημόσιο ενδιαφέρον. Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο θα έπρεπε τα ΜΜΕ να φροντίσουν να το προστατεύσουν και όχι να το εκθέσουν παραβιάζοντας τα δικαιώματά του που απορρέουν από τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Παιδί. Η Επιτροπή θεωρεί χρήσιμο να επαναλάβει τις θέσεις που διατύπωσε σε προηγούμενες περιπτώσεις παραπόνων για αναφορές στην ταυτότητα και στις συνθήκες διαβίωσης παιδιών ότι ακόμη και αν οι προθέσεις είναι αγαθές, τα ΜΜΕ ενημέρωσης οφείλουν να σέβονται τις πρόνοιες της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Παιδί και να αποφεύγουν επιμελώς να δημοσιεύουν προσωπικά τους δεδομένα, ακόμη και αν έχουν τη συγκατάθεση εκείνων που είναι επιφορτισμένοι με τη μέριμνά τους, έχοντας υπόψη ότι το υπέρτατο κριτήριο είναι το συμφέρον του παιδιού. Το όνομα, η πατρότητα, η οικογενειακή κατάσταση και οι συνθήκες διαβίωσης ενός παιδιού είναι μεταξύ των προσωπικών στοιχείων των οποίων η αποκάλυψη συνιστά παρέμβαση στην ιδιωτική του ζωή, η οποία ρητά απαγορεύεται από το άρθρο 16 της Σύμβασης. Οσον αφορά στο συγκεκριμένο παράπονο, η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι το ρεπορτάζ αφορούσε σε ένα θέμα που προκάλεσε έντονη δημόσια συζήτηση και βρισκόταν στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος της κοινής γνώμης. Το γεγονός αυτό όμως δεν θα έπρεπε να είχε αποτελέσει λόγο για να αγνοηθούν τα δικαιώματα και το συμφέρον του παιδιού ή να παραβιασθούν πρόνοιες του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας και της Σύμβασης για το Παιδί. Αντίθετα, θα έπρεπε να είχε ληφθεί υπόψη κατά πρώτο λόγο το δικαίωμά του στην ιδιωτική ζωή και στη διαφύλαξη της προσωπικότητάς του από προσβολές. Αυτό απαιτούσε να μην αναφερθούν, σε καμιά περίπτωση και κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, το όνομά του και άλλα προσωπικά του στοιχεία που αφορούσαν στη διαβίωση και ευημερία του, περιλαμβανομένης και της πατρότητας του. Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι πολλά ΜΜΕ και για μεγάλο χρονικό διάστημα υπήρξαν πολλές παρεμβάσεις και προσβολές της ιδιωτικής ζωής του συγκεκριμένου παιδιού, χωρίς να υπάρξει καμιά παρέμβαση για την προστασία του, η Επιτροπή κατέληξε στην απόφαση ότι το επίμαχο ρεπορτάζ δεν θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο εξέτασης. Από τη μια γιατί όλα τα στοιχεία που αφορούσαν στην ιδιωτική ζωή του παιδιού είχαν αποκαλυφθεί προ πολλού και επανειλημμένα και από την άλλη γιατί θα αποτελούσε δυσμενή μεταχείριση ενός δημοσιογράφου και μιας εφημερίδας έναντι πολλών άλλων δημοσιογράφων και ΜΜΕ, που είχαν παραβιάσει τα δικαιώματα του παιδιού. Η Επιτροπή θα πρέπει να διευκρινίσει ότι δεν ασχολήθηκε αυτεπάγγελτα με συγκεκριμένες παραβιάσεις από δημοσιογράφους και ΜΜΕ στην υπόθεση αυτή γιατί ρητά κωλύεται από πρόνοιες του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας να εξετάζει με δική της πρωτοβουλία υποθέσεις, εκτός σε εξαιρετικές περιπτώσεις που συνιστούν σοβαρή πρόκληση για την κοινωνία. Επίσης κωλυόταν να επιληφθεί των περιπτώσεων που τέθηκαν ενώπιον της από τους καθ’ ων το παράπονο αφ’ ενός γιατί και στην περίπτωση αυτή ήταν επιλεκτικές και αφ΄ετέρου λόγω παρόδου της προθεσμίας εντός της οποίας ο Κώδικας ορίζει ότι μπορούν να υποβληθούν παράπονα. Η Επιτροπή θα ήθελε να επισύρει για άλλη μια φορά την προσοχή των δημοσιογράφων και των ΜΜΕ στην υποχρέωσή τους να επιδεικνύουν σεβασμό στα δικαιώματα του Παιδιού και να τηρούν σχολιαστικά της πρόνοιες της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Παιδί, οσάκις για οποιοδήποτε λόγο ασχολούνται με θέματα που το αφορούν.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
14/214
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
06/08/2014
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΝΑΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας επιλήφθηκε παραπόνου (14/5/6/2014) από γυναίκα για λογοκλοπή ή αναπαραγωγή άρθρων από το περιοδικό «Προτάσεις για ένα Σύγχρονο Σπίτι», το οποίο ασχολείται με θέματα αρχιτεκτονικής και διακόσμησης σπιτιού. Η παραπονούμενη αναφέρθηκε σε δύο συγκεκριμένες περιπτώσεις αναπαραγωγής άρθρων, παραθέτοντας και τις πηγές από τις οποίες προήλθαν, όπως υποστήριξε, τα κείμενα και περαιτέρω ανέφερε ότι εξακρίβωσε πως η αναπαραγωγή έγινε χωρίς εξουσιοδότηση από τους ιδιοκτήτες των πνευματικών δικαιωμάτων. Το περιοδικό ήγειρε θέμα απόκρυψης της πραγματικής ταυτότητας της παραπονουμένης αναφέροντας ότι εμφανίζεται με ψεύτικο προφίλ σε σελίδες κοινωνικής δικτύωσης και διατυπώνει διάφορους ισχυρισμούς εναντίον του περιοδικού με σκοπό να το διαβάλει. Η παραπονούμενη παραδέχθηκε ότι το επώνυμο που χρησιμοποίησε δεν ήταν το πραγματικό της και υποστήριξε ότι δεν ήθελε να αποκαλύψει την ταυτότητά της από φόβο ότι οι κατ’ ων το παράπονο πιθανό να την βλάψουν όσον αφορά στην απασχόλησή της. Η Επιτροπή ζήτησε από την παραπονούμενη να παραθέσει τα στοιχεία της ταυτότητάς της με βάση τη σχετική πρόνοια των κανονισμών λειτουργίας της που καθορίζει ότι η υποβολή παραπόνων πρέπει να είναι επώνυμη και παράλληλα την πληροφόρησε ότι θα μπορούσε να ζητήσει να κρατηθεί το όνομά της μυστικό εφ’ όσον θα είχε σοβαρούς λόγους να το πράξει. Η παραπονούμενη, με την οποία η επικοινωνία γινόταν μέσω μηνυμάτων από σελίδα κοινωνικής δικτύωσης, έδωσε στην Επιτροπή ηλεκτρονική διεύθυνση και τηλέφωνο που δεν ανταποκρίνονταν σε κλήσεις και επίσης παρέλειψε να επικοινωνήσει ή ίδια με την Επιτροπή για να δώσει συμπληρωματικές πληροφορίες και διευκρινήσεις που της ζητήθηκαν, παρ’ όλο που ή ίδια ζήτησε και της δόθηκε αριθμός τηλεφώνου για να το πράξει. Κατόπιν τούτου η Επιτροπή αποφάσισε ότι δεν μπορούσε να εξετάσει το παράπονο επειδή δεν ήταν επώνυμο και δεν συνοδευόταν από τα στοιχεία που καθορίζει ο Κώδικας και κυρίως την πραγματική ταυτότητα της παραπονούμενης. Η Επιτροπή αποφάσισε περαιτέρω να εξετάσει αυτεπάγγελτα το θέμα, γιατί έκρινε πως αφορούσε σε μια σοβαρή πτυχή της δημοσιογραφικής δεοντολογίας. Από την εξέταση του σχετικού δημοσιεύματος στο περιοδικό, με την υπογραφή της Κούλλας Σιάηλου, προέκυψε ότι το κείμενο, με εξαίρεση μια σύντομη εισαγωγή, ήταν επί λέξει αναπαραγωγή κειμένου που αναρτήθηκε στις 8/11/2011 στην παλιά ιστοσελίδα agri.gr και μεταγενέστερα σε άλλη ιστοσελίδα με την επωνυμία bioprasino.gr. Οσον αφορά στη δεύτερη περίπτωση δημοσιεύματος, που αναφερόταν στην τριανταφυλλιά, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε εμφανής αντιστοιχία των δύο κειμένων, γιατί το μεν δημοσίευμα ασχολείτο με την περιγραφή της τριανταφυλλιάς και των ποικιλιών και των αναγκών της, ενώ το κείμενο στο διαδίκτυο περιέγραφε τον τρόπο φύτευσης της τριανταφυλλιάς. Οι καθ’ ων το παράπονο ανέφεραν στην αρχική απάντησή τους ότι η συντάκτρια του κειμένου είναι ιδιοκτήτρια και διευθύντρια σε εταιρεία Κήπων στην Κύπρο και κατέχει το γνωστικό αντικείμενο της. Όσον αφορά στο κείμενο, ανέφεραν ότι οι οδηγίες για τα φυτά μπονσάι ποικίλλουν, αλλά στην ουσία τους παραμένουν οι ίδιες. Σε νεώτερη απάντησή τους μέσω δικηγορικού γραφείου, οι καθ’ ων το παράπονο υποστήριξαν ότι εφ’ όσο το καταγγέλλον πρόσωπο «είναι ανύπαρκτο» το παράπονο θα έπρεπε να απορριφθεί εξ ολοκλήρου και για τον πρόσθετο λόγο ότι παρήλθε μεγάλο χρονικό διάστημα από τη δημοσίευση. Επίσης υποστήριξαν ότι από την εξέταση του κειμένου στην ιστοσελίδα από την οποία δυνατό να λήφθηκε το κείμενο δεν υπήρχε αναφορά προέλευσης των πληροφοριών με βάση τις οποίες εγράφη το κείμενο. Περαιτέρω η απάντηση ανέφερε ότι στους συνεργάτες του περιοδικού δίδονται οδηγίες να τηρούν τους κανόνες δεοντολογίας και ότι το περιοδικό πάντοτε ενήργησε με καλή πρόθεση και καλή πίστη. Επί του διαδικαστικού θέματος που ήγειρε το περιοδικό, η Επιτροπή αποφάσισε ότι η παρέλευση χρόνου από ένα δημοσίευμα δεν αποτελεί λόγο για να μην εξετασθεί η υπόθεση, εφ' όσον το παράπονο υποβλήθηκε εντός της καθορισμένης προθεσμίας των 30 ημερών, γιατί διαφορετικά θα ήταν δυνατό για διάφορους λόγους να παραταθεί ο χρόνος εξέτασης, με συνέπεια να ακυρώνεται η αποστολή της Επιτροπής. Το μόνο χρονικό κριτήριο από το οποίο η Επιτροπή δεσμεύεται από τον Κώδικα είναι η εμπρόθεσμη υποβολή παραπόνου και όχι ο χρόνος ολοκλήρωσης της εξέτασής του. Κατά συνέπεια η Επιτροπή προχώρησε στην εξέταση της του θέματος, στηριζόμενη σε προηγούμενες αποφάσεις της ως προς την υποχρέωση των ΜΜΕ να σέβονται τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας. Οπως η Επιτροπή υπέδειξε και σε προηγούμενες αποφάσεις της, η προστασία των δικαιωμάτων αυτών διέπεται από τις αρχές οι οποίες προκύπτουν από τον Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, που παραπέμπει επίσης στην ισχύουσα νομοθεσία, και επίσης από δικαστικές αποφάσεις. Το άρθρο 7 του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας προβλέπει ότι: «Τα Μ.Μ.Ε. και οι λειτουργοί σέβονται και εφαρμόζουν το εκάστοτε ισχύον Δίκαιο και συμβάσεις που αφορούν στην προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας. Εκεί που επιτρέπεται, η αναδημοσίευση από άλλη πηγή γίνεται με σεβασμό προς το συγγραφέα/δημιουργό ή τον ιδιοκτήτη. Τα Μ.Μ.Ε. και οι λειτουργοί των υποχρεούνται να αναφέρουν την προέλευση». Το άρθρο 2 της Διεθνούς Σύμβασης περί Πνευματικής Ιδιοκτησίας του 1968, πάνω στην οποία στηρίζονται πλείστες εθνικές νομοθεσίες, καθορίζει ότι μεταξύ άλλων προστατεύονται «φιλολογικά, καλλιτεχνικά και επιστημονικά έργα». Στον ορισμό αυτό περιλαμβάνονται και τα δημοσιογραφικά κείμενα, παρουσιάζουν γεγονότα ή ιδέες σε έντυπα και ηλεκτρονικά ΜΜΕ, τα οποία θεωρούνται ως πνευματικά δημιουργήματα. Η αναπαραγωγή αυτών των πνευματικών δημιουργημάτων, ανεξάρτητα από την ποιότητα και το επίπεδό τους, δεν επιτρέπεται χωρίς την άδεια του κατόχου των πνευματικών δικαιωμάτων, ή στις περιπτώσεις που η αναπαραγωγή είναι δυνατή, όπως αναλύεται πιο κάτω, η αναπαραγωγή γίνεται με αναφορά στην πηγή. Σε περιπτώσεις «πνευματικών δημιουργημάτων» όπως ορίζονται πιο πάνω, επιτρέπεται η καλή τη πίστη αναδημοσίευση, πχ η δημοσίευση αποσπασμάτων από άρθρα ιδεών για σκοπούς κριτικής, προβολής των ιδεών που περιλαμβάνονται στο κείμενο, έκφρασης αντίθετων ιδεών, ως μέρος είδησης, ως επιχείρημα προς υποστήριξη συγκεκριμένων θέσεων κλπ. Τα κριτήρια της καλής πίστης στις περιπτώσεις αυτές είναι κατά πόσο με την αναδημοσίευση έχει μεταβληθεί ουσιωδώς το αρχικό άρθρο και η αναδημοσίευση δεν αποβλέπει στην εξυπηρέτηση του ιδίου σκοπού με το πρωτότυπο, κατά πόσο η αναδημοσίευση περιορίζεται στο απολύτως απαραίτητο για τους σκοπούς της χρήσης, κατά πόσο με την αναδημοσίευση επιδιώκεται κέρδος και κατά πόσο με την αναδημοσίευση μειώνεται η εμπορική αξία της προστατευόμενης πνευματικής ιδιοκτησίας. Η καλή τη πίστη αναδημοσίευση επιτρέπεται από τον Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας («εκεί που επιτρέπεται, η αναδημοσίευση γίνετα...»), αλλά υπό τους όρους που θέτει ο Κώδικας, δηλαδή με σεβασμό προς το συγγραφέα/δημιουργό, γεγονός που σημαίνει την αναγνώριση της πατρότητας του έργου με αναφορά στην προέλευση. Η προστασία αφορά σε «πρωτότυπα συγγραφικά έργα» και με την έννοια αυτή τα γεγονότα στα οποία αναφέρεται μια είδηση δεν θεωρούνται πρωτότυπα. Τα γεγονότα είναι το δημιούργημα κάποιου ατόμου ή αιτίας και επομένως ένας δημοσιογράφος ή ένα ΜΜΕ δεν μπορεί να τα κατοχυρώσει κάτω από το δικαίωμα της πνευματικής ιδιοκτησίας. Κατά τον ίδιο τρόπο δεν μπορούν ν κατοχυρωθούν ευρήματα που αποκαλύπτονται μέσα από δημοσιογραφική έρευνα εφ’ όσον αυτά δεν είναι το δημιούργημα του ερευνητή, ούτε και οι ιδέες, πχ απόψεις επί ενός συγκεκριμένου θέματος ή ο τρόπος για την κατασκευή ή δημιουργία ενός αντικειμένου, όπως στην προκειμένη περίπτωση ενός φυτού μπονσάϊ. Όμως ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζονται ιδέες, ή γεγονότα ή προϋπάρχοντα δεδομένα σε ένα δημοσιογραφικό κείμενο, δηλαδή η επιλογή και η τοποθέτηση των λέξεων σε ένα κείμενο και εν τέλει το ύφος (στυλ), αποτελεί πνευματική δημιουργία και προστατεύεται από το δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας. Με βάση τα πιο πάνω, η Επιτροπή αποφάσισε ότι ο τρόπος κατασκευής ενός φυτού μπονσάι δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο κατοχυρωμένου πνευματικού δικαιώματος. Επομένως, οποιοσδήποτε είναι γνώστης του αντικειμένου της κατασκευής φυτών μπονσάι μπορεί να συγγράψει ένα κείμενο με οδηγίες με το δικό του τρόπο. Το κάθε ένα από αυτά τα κείμενα αποτελεί πνευματική δημιουργία που είναι νομικά κατοχυρωμένη. Κατά συνέπεια το κείμενο στο οποίο στηρίχθηκε το επίμαχο δημοσίευμα είναι νομικά κατοχυρωμένο πνευματικό δημιούργημα του συγγραφέα ή του μέσου στο οποίο δημοσιεύθηκε. Το γεγονός ότι στην υπό εξέταση περίπτωση στο κείμενο από το οποίο προήλθε το δημοσίευμα δεν αναγραφόταν πηγή προέλευσης δεν μεταβάλλει την κατάσταση ως προς την ύπαρξη προτέρων πνευματικών δικαιωμάτων. Είναι γεγονός πως το ίδιο κείμενο εμφανίστηκε σε δύο διαφορετικές ιστοσελίδες, την agri.gr και bioprasino.gr, αλλά δεν εμπίπτει στη δικαιοδοσία της Επιτροπής να δώσει εξήγηση, αν και υπάρχουν μερικές ενδείξεις ότι πρόκειται για ιστοσελίδες που ανήκουν στον ίδιο οργανισμό ή σε συνεργαζόμενους οργανισμούς. Η ύπαρξη μεγάλης πληθώρας ιστοσελίδων μεταξύ των οποίων μεταφέρονται διάφορα κείμενα εν πολλοίς κατά τρόπο ανεξέλεγκτο, δημιουργεί προβλήματα εξακρίβωσης του δικαιούχου, αλλά αυτό δεν αίρει την υποχρέωση των ΜΜΕ να τηρούν τις πρόνοιες του Κώδικα. Η αναπαραγωγή κειμένων γίνεται πάντοτε με αναφορά στην πηγή, ανεξάρτητα από το αν αυτή η πρακτική κατοχυρώνει ή όχι αυτόν που αναπαράγει ένα κείμενο έναντι ενδεχόμενων αξιώσεων αμοιβής ή αποζημίωσης από τον αρχικό συγγραφέα. Στην προκειμένη περίπτωση το κείμενο στο περιοδικό αναπαράχθηκε αυτούσιο και παρουσιάστηκε ως πρωτότυπο κείμενο της συντάκτριας, γεγονός που η Επιτροπή έκρινε ως παραβίαση της σχετικής πρόνοιας του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας.
ΠΡΟΝΟΙΑ/EΣ ΚΩΔΙΚΑ:
ΜΜΕ:
ΑΡ. ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ:
17/2014
ΗΜ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
06/08/2014
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
ΟΧΙ
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέτασε παράπονο (17/2/7/2014) από το Δημόσιο Κατήγορο Γιάννο Αργυρού ότι είδηση στην εφημερίδα «Πολίτης» στις 15/5/2014 δημοσιεύθηκε χωρίς διασταύρωση των πληροφοριών και χωρίς ο δημοσιογράφος να ζητήσει τις απόψεις του παραπονούμενου, κατά παράβαση των σχετικών προνοιών του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας. Το παράπονο διατυπώθηκε προς την Ενωση Συντακτών Κύπρου, η οποία με βάση την πάγια πρακτική, το διαβίβασε στην Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας ως το αρμόδιο όργανο για την εξέτασή του, δεδομένου ότι αφορούσαν σε σοβαρές κατηγορίες εναντίον ενός δημοσιογράφου και ενός έντυπου ΜΜΕ. Το παράπονο διατυπώθηκε σε σχέση με είδηση που έγραψε ο Μανώλης Καλατζής, σύμφωνα με την οποία ο παραπονούμενος, που είναι Δημόσιος Κατήγορος στη Λεμεσό, θεάθηκε να κυνηγά στους διαδρόμους των δικαστηρίων της πόλης αστυνομικό, για να του πάρει πίσω έγγραφο που ο αστυνομικός είχε αρπάξει από τα χέρια μιας κοπέλας αμέσως μετά που το υπέγραψε ο παραπονούμενος. Το έγγραφο, που έφερε την υπογραφή «Γιάννος Αργυρού, Δημόσιος Κατήγορος, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας», αποτελούσε βεβαίωση ότι η κοπέλα, που σπουδάζει στα ΙΕΚ Ελλάδας, «παρουσιάστηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού από ΧΧ/Χ/ΧΧ μέχρι ΧΧ/Χ/ΧΧ στην Υπόθεση ΧΧΧΧ/ΧΧ Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού». Η είδηση ανέφερε ότι ο αστυνομικός προέβη σε καταγγελία στην αστυνομία και κατέθεσε, στο πλαίσιο της ανακριτικής διαδικασίας, ότι απέσπασε το έγγραφο από την κοπέλα, ενώ της το έδινε ο παραπονούμενος, γιατί έκρινε πως ο δημόσιος κατήγορος το είχε συντάξει και υπογράψει χωρίς αρμοδιότητα και χρησιμοποιώντας ψευδή στοιχεία. Σύμφωνα πάντα με την είδηση, ο αστυνομικός βρισκόταν σε αστυνομική αίθουσα όπου γινόταν η συνεννόηση της κοπέλας με το δημόσιο κατήγορο, ο οποίος διάλεξε στην τύχη μια ποινική υπόθεση και βεβαίωσε πως η κοπέλα έδινε κατάθεση στο δικαστήριο για δύο σχεδόν μήνες, προκειμένου να δικαιολογηθεί η απουσία από τα μαθήματά της. Σύμφωνα πάντα με την είδηση, ο αστυνομικός φέρεται να διαπίστωσε την πιθανή διάπραξη ποινικών αδικημάτων από το δημόσιο κατήγορο και αφού πήρε το έγγραφο το παρουσίασε ως τεκμήριο σε καταγγελία που έκαμε στην Αστυνομία. Ο παραπονούμενος ανέφερε στο παράπονό του ότι ο δημοσιογράφος «ενεργώντας αντιεπαγγελματικά χωρίς να επιβεβαιώσει τις πηγές του και χωρίς να μπει καν στον κόπο να ζητήσει και την δική μου θέση ή άποψη όπως ως επαγγελματίας θα έπρεπε να πράξει, προέβηκε στη σύνταξη ψευδούς και προσβλητικού άρθρου» εναντίον του με σκοπό να δημιουργήσει εντυπώσεις λόγω της επαγγελματικής ιδιότητας του παραπονουμένου. Περαιτέρω διατύπωσε τον ισχυρισμό ότι ο δημοσιογράφος ενήργησε με τον τρόπο αυτό για «να πουλήσει η εφημερίδα στην οποία εργάζεται ακόμα λίγα μονόευρα αντίτυπα», πιστεύοντας ίσως «ότι θα πείσει τους προϊσταμένους/ιδιοκτήτες ότι «έβγαλε λαβράκι» και να λάβει «bonus και χωρίς την ίδια στιγμή να τον νοιάζει εάν κάποιος προσωπικά και επαγγελματικά μειώνεται άδικα από την «μολυσμένη» δουλειά που πλάσαρε στον κοινόν αναγνώστη, ειδικά εκείνον που αρέσκεται να τα βαφτίζει όλα ως ‘σκάνδαλα’». Επίσης κατηγόρησε τον δημοσιογράφο ότι δεν είχε «την στοιχειώδη ‘επαγγελματική τσίπα’ για να κάμει επαγγελματικά το έργο του λαμβάνοντας τις εκατέρωθεν θέσεις ή διασταυρώνοντας τις πληροφορίες του πριν προβεί σε δημοσίευση τους». Ο συντάκτης της είδησης Μανώλης Καλατζής στην απάντησή του έθεσε θέμα συμπεριφοράς του παραπονούμενου έναντι του, ιδιαίτερα όσον αφορά τις προαναφερθείσες φράσεις. Επί της ουσίας του παραπόνου, ότι δηλαδή έγραψε το ρεπορτάζ του «στηριζόμενος σε ψεύδη και αναλήθειες» ο κ. Καλατζής επισύναψε την κατάθεση του αστυνομικού που έκαμε την καταγγελία στην Αστυνομία, καθώς και το κείμενο βεβαίωσης που υπέγραψε ο παραπονούμενος, από τα οποία προκύπτει πως το ρεπορτάζ στηρίχθηκε στην κατάθεση του αστυνομικού και στο έγγραφο. Ως προς το παράπονο ότι ο συντάκτης της είδησης ενήργησε αντιεπαγγελματικά χωρίς σαν επιβεβαιώσει τις πηγές του και χωρίς να ζητήσει την άποψη του παραπονούμενου, ο κ. Καλατζής ανέφερε ότι προέβη σε εξακρίβωση της αυθεντικότητας της κατάθεσης του αστυνομικού και της βεβαίωσης που υπέγραψε ο παραπονούμενος, αλλά λόγω και του προχωρημένου της ώρας και επειδή δεν γνώριζε το τηλέφωνο του δεν μπόρεσε να επικοινωνήσει μαζί του προτού δημοσιεύσει την είδηση. Ανέφερε επίσης ότι την επόμενη ημέρα είχε τηλεφωνική επικοινωνία με τον κ. Αργυρού –γεγονός που ανέφερε και ο ίδιος στο παράπονό του- και ζήτησε τις απόψεις του επί του θέματος, ακόμη και γραπτώς, αλλά εκείνος αρνήθηκε και διατύπωσε απειλή για λήψη δικαστικών μέτρων εναντίον του. Η Επιτροπή, εξετάζοντας όλα τα ενώπιον της στοιχεία, αποφάσισε ότι τα γεγονότα εμπίπτουν στις κλασικές περιπτώσεις στις οποίες ο δημοσιογράφος οφείλει αφ’ ενός να διασταυρώσει την εγκυρότητα των πληροφοριών του και κατά το δυνατό με τα άμεσα ενδιαφερόμενα άτομα και αφ’ ετέρου να παράσχει στο θιγόμενο μέρος την ευκαιρία να αντικρούσει τους ισχυρισμούς, παραθέτοντας τις δικές του απόψεις, με βάση τις πρόνοιες του Κώδικα που ορίζουν ότι οι δημοσιογράφοι μεριμνούν ώστε να μη δημοσιεύονται ανακριβείς πληροφορίες και δίδουν την ευκαιρία «στην κατάλληλη περίπτωση» σε άτομα που έχουν υποστεί επίθεση να παραθέσουν τις απόψεις τους. Με βάση τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον της, η Επιτροπή έκρινε ότι ο δημοσιογράφος αφ’ ενός μερίμνησε για εξακρίβωση της αυθεντικότητας της κατάθεσης και της βεβαίωσης που είχε την κατοχή του και προσπάθησε να εξασφαλίσει τις θέσεις του παραπονούμενου στην πρώτη ευκαιρία που είχε για επαφή μαζί του προκειμένου να τις δημοσιεύσει. Ο παραπονούμενος είχε την ευκαιρία να παραθέσει τις απόψεις του, έστω και την επομένη του δημοσιεύματος, αλλά αρνήθηκε να το πράξει και προέβη σε διατύπωση απειλών για λήψη μέτρων εναντίον του δημοσιογράφου Με βάση τα ανωτέρω, η Επιτροπή απέρριψε το παράπονο, θεωρώντας ότι ο δημοσιογράφος ενήργησε στο πλαίσιο της επαγγελματικής δεοντολογίας. Περαιτέρω η Επιτροπή εξέφρασε την αποδοκιμασία της για ανοίκειες αναφορές του παραπονούμενου εναντίον του δημοσιογράφου στο κείμενο του παραπόνου του, θεωρώντας ανεπίτρεπτη την πρακτική της διατύπωσης γενικόλογων και αστήρικτων από γεγονότα αφοριστικών ισχυρισμών εναντίον λειτουργών των ΜΜΕ.