Ο παρών Κώδικας εφαρμόζεται επί όλων των Μέσων Μαζικής ενημέρωσης (Εντύπων και Ηλεκτρονικών, περιλαμβανομένων των διαδικτυακών, Κρατικών, Ημικρατικών ή Ιδιωτικών κ.ά) και των λειτουργών των.
Τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και οι Λειτουργοί των αναλαμβάνουν την υποχρέωση να συνεργάζονται με την Επιτροπή κατά τη διεξαγωγή των ερευνών της.
Η μη συνεργασία τους συνιστά παραβίαση του παρόντα Κώδικα.
Ο σεβασμός της αλήθειας και του δικαιώματος του πολίτη για αντικειμενική, ολοκληρωμένη και έγκυρη πληροφόρηση αποτελεί υποχρέωση όλων των Μέσων και των λειτουργών των.
Ο σεβασμός του δικαιώματος έκφρασης και του δικαιώματος του δημοσιογράφου για απρόσκοπτη πρόσβαση στις πηγές ειδήσεων και η διαφάνεια είναι αναγκαίες προϋποθέσεις για ορθή ενημέρωση.
Το ήθος, η αξιοπρέπεια και εντιμότητα, η διαγωγή, η συμπεριφορά και το επαγγελματικό επίπεδο των λειτουργών θα πρέπει να είναι της υψηλότερης δυνατής στάθμης.
Οι λειτουργοί των ΜΜΕ αποφεύγουν δημοσιεύματα ή μεταδόσεις ή τη χρήση γλώσσας, που με βάση τις επικρατούσες αντιλήψεις, έχουν χυδαίο ή αισχρό περιεχόμενο.
Οι λειτουργοί έχουν δικαίωμα να κρίνουν το έργο συναδέλφων τους, αλλά το πράττουν με σεβασμό στην τιμή και υπόληψή τους και αποφεύγουν προσωπικές επιθέσεις και μειωτικές της προσωπικότητας αναφορές.
Η Επιτροπή έχει υποχρέωση να προασπίζεται το δικαίωμα της Ελευθερίας Έκφρασης και ειδικότερα την ελευθερία έκφρασης των έντυπων και εκπεμπόντων ΜΜΕ.
Η Επιτροπή έχει την υποχρέωση να προασπίζεται την ανεξαρτησία των δημοσιογράφων.
Οι λειτουργοί έχουν την υποχρέωση να υπερασπίζονται την ανεξαρτησία των και να μην επιτρέπουν παρεμβάσεις στο έργο τους. Ως εκ τούτου, παρεμβάσεις στο έργο των λειτουργών των ΜΜΕ και εκφοβισμός ή απόπειρα εκφοβισμού ή επηρεασμού τους, με δηλώσεις ή άλλως πως, είναι ανεπίτρεπτες.
Οι λειτουργοί, κατά την ενάσκηση του λειτουργήματός τους:
(α) σέβονται και προάγουν τη δημοκρατία και τις άλλες πανανθρώπινες αξίες. Σέβονται και προάγουν τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις βασικές ελευθερίες όλων.
(β) επιδεικνύουν την αρμόζουσα ευαισθησία σε θέματα που αφορούν την εθνική ασφάλεια και είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί και διακριτικοί στην παρουσίαση θεμάτων όπως η βία, το έγκλημα, τα σεξουαλικά παραπτώματα, ο ανθρώπινος πόνος και ο θάνατος, καθώς και πληροφοριών ή εικόνων που είναι επιβλαβείς ή μπορούν να προκαλέσουν πανικό ή φρίκη ή αποτροπιασμό, κυρίως τα παιδιά.
(γ) ενεργούν πάντοτε με καλή πίστη και συμμορφώνονται προς το γράμμα και το πνεύμα του παρόντα Κώδικα.
Τα Μ.Μ.Ε. μεριμνούν ώστε να μη δημοσιεύονται ανακριβείς, παραπλανητικές, φανταστικές ή διαστρεβλωτικές της αλήθειας ειδήσεις, πληροφορίες ή σχόλια. Σε περίπτωση που έχει συμβεί κάτι τέτοιο χωρούν σε άμεση διόρθωση ή και απολογία.
Τα Μ.Μ.Ε. ενώ έχουν δικαίωμα να προβαίνουν σε αναλύσεις και να υποστηρίζουν συγκεκριμένες θέσεις, εν τούτοις θα πρέπει να καθιστούν σαφή τη διάκριση μεταξύ γεγονότος και ερμηνείας, σχολίου ή εικασίας.
Τα Μ.Μ.Ε. και οι λειτουργοί των έχουν υποχρέωση να παρέχουν έγκυρη πληροφόρηση στους καταναλωτές.
Τα Μ.Μ.Ε. παρέχουν στους επηρεαζομένους, στην κατάλληλη περίπτωση και ιδιαιτέρως όταν έχουν υποστεί επίθεση, την ευκαιρία να απαντήσουν, και εν πάσει περιπτώσει μέσα σε χρονικό διάστημα που δεν θα απέχει χρονικά από το δημοσίευμα ή τη μετάδοση τόσο, ώστε το δικαίωμα απάντησης να καθίσταται άνευ αντικειμένου. Τα ΜΜΕ έχουν το δικαίωμα να συντομεύουν μακροσκελείς επιστολές, νοουμένου ότι δεν θα επηρεάζεται ουσιωδώς το περιεχόμενο της απάντησης και να αρνούνται τη δημοσίευση επιστολών που είναι ενδεχόμενο να έχουν νομικές συνέπειες για τα ίδια ή τρίτα πρόσωπα.
Η υπόληψη και η ιδιωτική ζωή κάθε προσώπου τυγχάνουν σεβασμού και δεν αποκαλύπτονται στοιχεία προσωπικού χαρακτήρα. Παρεμβάσεις και έρευνες στην ιδιωτική ζωή προσώπων, χωρίς τη συγκατάθεσή τους, περιλαμβανομένης της λήψης φωτογραφιών προσώπων ή και κινηματογράφησης ή μαγνητοφώνησης ήχων χωρίς τη γνώση ή συγκατάθεσής τους - εκτός εάν εμπλέκονται σε γεγονότα ή καταστάσεις που συνιστούν είδηση γενικότερου ενδιαφέροντος- σε ιδιωτική περιουσία ή και αλλού, καθώς και η εξασφάλιση πληροφοριών με μηχανισμούς υποκλοπής ή μακράς φωτογράφησης είναι γενικά απαράδεκτες, η δε δημοσιοποίησή τους μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και αποκλειστικά προς το δημόσιο συμφέρον.
Τα ΜΜΕ και οι λειτουργοί τους δεν προβαίνουν σε ανοίκειες προσωπικές επιθέσεις και υβριστικούς και προσβλητικούς χαρακτηρισμούς που διασύρουν την τιμή και υπόληψη.
Ερευνες ή λήψη και δημοσίευση φωτογραφιών/εικόνων προσώπων σε νοσοκομεία η άλλα παρόμοια ιδρύματα γίνονται με διακριτικότητα και κατόπιν αδείας, όπου τούτο ενδείκνυται ή απαιτείται και αφού δηλωθεί αρμοδίως η ταυτότητα των λειτουργών των Μ.Μ.Ε.
Σε περίπτωση πένθους, θλίψης ή ψυχικού κλονισμού επιβάλλεται στο μέγιστο βαθμό προσέγγιση που να τη χαρακτηρίζει διακριτικότητα και συμπάθεια και αποφυγή οποιασδήποτε πράξης που είναι δυνατό να οξύνει τον ανθρώπινο πόνο.
Τα ΜΜΕ δέον όπως αποφεύγουν τη δημοσίευση/μετάδοση εικόνων που παρουσιάζουν άτομα υπό συνθήκες πένθους, θλίψης ή ψυχικού κλονισμού και όπως στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η δημοσίευση/μετάδοση τέτοιων εικόνων δικαιολογείται από τις περιστάσεις, χειρίζονται το θέμα με ιδιαίτερη προσοχή.
Δεν δημοσιεύονται πληροφορίες για αυτοκτονίες. Στις εξαιρετικές περιπτώσεις κατά τις οποίες οι περιστάσεις δικαιολογούν τη δημοσίευση, πρέπει να επιδεικνύεται ευαισθησία και ιδιαίτερη προσοχή για αποφυγή λεπτομερειών για τη μέθοδο, έστω και αν οι πληροφορίες προέρχονται από προνομιούχο διαδικασία. Η πρόνοια αυτή δεν παρεμποδίζει τη δημοσίευση πληροφοριών από δικαστικές διαδικασίες, λαμβανομένων όμως υπόψη όλων των σχετικών προνοιών του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας.
Οι λειτουργοί γενικά δεν πρέπει να επιχειρούν να εξασφαλίσουν, οι ίδιοι ή μέσω τρίτων, πληροφορίες ή εικόνες/φωτογραφίες με ψευδείς παραστάσεις ή με άλλο δόλιο τρόπο.
Με εξαίρεση την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, έγγραφα και εικόνες/φωτογραφίες μπορούν να λαμβάνονται μόνο με τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη τους.
Οι λειτουργοί δεν αποκτούν, ούτε προσπαθούν να αποκτήσουν, πληροφορίες ή εικόνες/φωτογραφίες με εκφοβισμό ή εκβιασμό.
Τα ΜΜΕ δεν πρέπει να δημοσιεύουν/μεταδίδουν φωτογραφίες που έχουν υποστεί μηχανική ή ηλεκτρονική αλλοίωση χωρίς να πληροφορούν το κοινό περί τούτου και όταν το πράττουν να εξηγούν τους λόγους για την αλλοίωση. Η υποχρέωση αυτή δεν υφίσταται όταν η αλλοίωση είναι εμφανής και ο σκοπός πρόδηλος, πχ για σκοπούς σάτιρας.
Τα Μ.Μ.Ε. και οι λειτουργοί σέβονται και εφαρμόζουν το εκάστοτε ισχύον Δίκαιο και συμβάσεις που αφορούν στην προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας. Εκεί που επιτρέπεται, η αναδημοσίευση από άλλη πηγή γίνεται με σεβασμό προς το συγγραφέα/δημιουργό ή τον ιδιοκτήτη. Τα Μ.Μ.Ε. και οι λειτουργοί των υποχρεούνται να αναφέρουν την προέλευση.
Οι λειτουργοί των ΜΜΕ δεν δέχονται δώρα αναφορικά με την άσκηση του λειτουργήματός τους. Εκτός σε εξαιρετικές περιπτώσεις, που καλύπτονται από το δημόσιο συμφέρον, οι λειτουργοί δεν πληρώνουν ή δωροδοκούν μάρτυρες σε ποινικές υποθέσεις, ή πρόσωπα που έχουν ανάμιξη σε εγκληματικές ενέργειες, περιλαμβανομένων μελών των οικογενειών τους, με σκοπό την εξασφάλιση πληροφοριών ή εικόνων/φωτογραφιών, βίντεο ή ηχητικού υλικού.
Οι λειτουργοί σέβονται πλήρως την αρχή ότι ο ύποπτος ή κατηγορούμενος για διάπραξη αδικήματος είναι αθώος μέχρις αποδείξεως του αντιθέτου κατόπιν νόμιμης διαδικασίας και συνεπώς αποφεύγουν να δημοσιοποιήσουν ο,τιδήποτε το οποίο να οδηγεί σε συμπεράσματα ως προς την ενοχή ή αθωότητα του υπόπτου ή/και κατηγορουμένου ή τείνει να τον διασύρει ή διαπομπεύσει.
Τα Μ.Μ.Ε. δεν αποκαλύπτουν άμεσα ή έμμεσα την ταυτότητα των θυμάτων βιασμού και άλλων σεξουαλικών αδικημάτων και δεν δημοσιεύουν ή αναπαράγουν λεπτομέρειες, ο οποίες είναι δυνατό να προκαλέσουν ή να επιτείνουν τον ανθρώπινο πόνο.
Ειδικότερα, στην περίπτωση παιδιών ισχύουν τα πιο κάτω:
(α) Ουδέποτε αποκαλύπτεται η ταυτότητα παιδιών ηλικίας κάτω των 16 ετών, που είναι παραπονούμενοι, μάρτυρες ή κατηγορούμενοι σε υποθέσεις διάπραξης σεξουαλικών αδικημάτων.
(β) Δεν γίνεται οποιαδήποτε άμεση ή έμμεση αναφορά σε συγγένεια ή άλλη σχέση του κατηγορουμένου και του παιδιού, και
(γ) Ο όρος «αιμομιξία» δεν χρησιμοποιείται και ή κατηγορία περιγράφεται ως σοβαρό αδίκημα εναντίον παιδιών ή ενηλίκων ή με άλλη κατάλληλη παρόμοια περιγραφή.
Οι λειτουργοί κατά κανόνα δεν παίρνουν συνεντεύξεις από και δεν φωτογραφίζουν παιδιά κάτω των 16 ετών σε σχέση με θέματα που αφορούν την προσωπική τους κατάσταση ή ευημερία, χωρίς τη συγκατάθεση γονέως των ή άλλου ενηλίκου που έχει την ευθύνη γι’ αυτά. Τα Μ.Μ.Ε. και οι λειτουργοί των υποχρεούνται να τηρούν τις πρόνοιες της Διεθνούς Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Παιδί.
Τα Μ.Μ.Ε. αποφεύγουν οποιαδήποτε απ’ ευθείας ή άλλη αναφορά ή ενέργεια εναντίον προσώπου η οποία περιέχει στοιχεία προκατάληψης με βάση στη φυλή, το χρώμα, τη γλώσσα, τη θρησκεία, τις πολιτικές ή άλλες πεποιθήσεις, την εθνική ή κοινωνική προέλευση, την περιουσία, την καταγωγή, το φύλο και το προσωπικό καθεστώς, περιλαμβανομένης της φυσικής ή διανοητικής ασθένειας ή αναπηρίας. Ο χλευασμός, η διαπόμπευση και ο διασυρμός ατόμων ή ομάδων είναι ανεπίτρεπτος.
Οι λειτουργοί δεν χρησιμοποιούν και δεν μεταδίδουν για προσωπικό όφελος, προ της γενικής δημοσιοποιήσεώς τους, οικονομικής φύσεως πληροφορίες τις οποίες λαμβάνουν
Σημείωση: Οι Ερμηνευτικές-Καθοδηγητικές διατάξεις για την άσκηση οικονομικής δημοσιογραφίας, με ιδιαίτερη αναφορά στις επενδυστικές συστάσεις, με βάση τις οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ αποτελούν αναπόσπαστο μέρος αυτής της πρόνοιας.
Οι λειτουργοί έχουν την ηθική υποχρέωση να τηρούν την επαγγελματική εχεμύθεια αναφορικά με την πηγή πληροφοριών που λήφθηκαν εμπιστευτικά. Δημοσιογράφος δεν υποχρεούται να αποκαλύψει την πηγή των πληροφοριών του. Παράλληλα, είναι υποχρέωση του δημοσιογράφου να βεβαιώνεται ότι οι πηγές του και οι πληροφορίες που παρέχουν είναι έγκυρες.
Στον παρόντα Κώδικα, περιπτώσεις οι οποίες κατ’ επίκληση του δημοσίου συμφέροντος δικαιολογούν παρέκκλιση από τον κανόνα, είναι κυρίως οι ακόλουθες:
(α) Υποβοήθηση ανίχνευσης ή αποκάλυψη εγκλήματος.
(β) Προστασία της δημόσιας ασφάλειας ή υγείας.
(γ) Προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
(δ) Παρεμπόδιση παραπλάνησης του κοινού ως αποτέλεσμα πράξεων ή δηλώσεων ατόμων ή οργανισμών.
Ο παρών Κώδικας αναθεωρείται ή τροποποιείται μόνο κατόπιν συμφωνίας ή ομογνωμίας όλων των Μερών που τον υιοθέτησαν. * *
_______________________________________________________________________
Λευκωσία, Απρίλιος, 1997
** Ο Κώδικας Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας συμπληρώθηκε και τροποποιήθηκε, κυρίως για να είναι πιο σαφής, καταληπτός και εύχρηστος, με συμφωνία όλων των Φορέων, τον Ιούνιο του 2008. Οι τροποποιημένος Κώδικας τέθηκε σε ισχύ από την 1η Ιουλίου, 2008.
** Τον Ιούνιο, 2015, τα μέλη της Επιτροπής αυξήθηκαν σε 15 για λόγους λειτουργικότητας και για να γίνει δυνατός ο διορισμός εκπροσώπου των διαδικτυακών μέσων. Τα αρχικά άρθρα που αντικαταστάθηκαν είναι:
«Η Επιτροπή, περιλαμβανομένου του Προέδρου της, αποτελείται από δεκατρία μέλη. Είναι πρόσωπα υψηλής ηθικής στάθμης και εγνωσμένου κύρους. Ο Πρόεδρος της Επιτροπής θα πρέπει κατά προτίμηση να έχει νομική κατάρτιση.
«Ο Πρόεδρος και τρία από τα μέλη της Επιτροπής διορίζονται από κοινού από την Ενωση Συντακτών, το Σύνδεσμο Εκδοτών και τους Ιδιοκτήτες τω Ηλεκτρονικών Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης. Τα υπόλοιπα εννέα μέλη διορίζονται ανά τρία από την Ενωση Συντακτών, το Σύνδεσμο Εκδοτών και τους Ιδιοκτήτες των Ηλεκτρονικών Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης.
*** Τον Ιούνιο, 2017, ο Κώδικας τροποποιήθηκε με σκοπό την αύξηση των μελών από 15 σε 17, για να εκπροσωπηθεί επαρκώς ο Κυπριακός Οργανισμός Εκδοτών Διαδικτύου, να συμπληρωθούν και αποσαφηνισθούν οι κανονισμοί λειτουργίας και να καθορισθούν τα καθήκοντα ενός εκάστου των αξιωματούχων της ΕΔΔ.
Με βάση τη σχετική πρόνοια του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξέδωσε τις ακόλουθες ερμηνευτικές-καθοδηγητικές γραμμές που παρατίθενται με τη σειρά προσθήκης στον Κώδικα:
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας θεωρεί υποχρέωσή της να επισημάνει στους λειτουργούς των Μέσων (έντυπων και ηλεκτρονικών) ότι σε διάφορες περιπτώσεις προκαλείται αχρείαστη δοκιμασία σε συγγενείς θυμάτων θανατηφόρων δυστυχημάτων ή άλλων ατυχημάτων και περιστατικών, οι οποίοι ακούουν από Ραδιοφώνου ή τηλεοράσεως το θάνατο ή τον τραυματισμό οικείων τους.
Η επιτροπή καλεί τους λειτουργούς των Μέσων να ενεργούν στις περιπτώσεις αυτές με τη μεγαλύτερη δυνατή επαγγελματική προσοχή και ευθύνη, όπως και στις περιπτώσεις αναγγελίας σοβαρών δυστυχημάτων ή ατυχημάτων, χωρίς αναφορά σε θύματα.
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής δεοντολογίας εφιστά την προσοχή των λειτουργών των Μέσων (έντυπων και ηλεκτρονικών) στον τρόπο με τον οποίο καλύπτονται περιπτώσεις προσαγωγής υπόπτων ή κατηγορουμένων στα δικαστήρια και θα επιθυμούσε να συστήσει τα ακόλουθα:
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας διαπιστώνει ότι έχει επιτευχθεί σημαντική πρόοδος όσον αφορά στον τρόπο που αντιμετωπίζονται από τα Κυπριακά ΜΜΕ τα θύματα βιασμού ή άλλων σεξουαλικών εγκλημάτων.
Όμως διαπιστώνει παράλληλα ότι υπήρξαν περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν αποκαλύφθηκε μεν η ταυτότητα του θύματος, αλλά δημοσιεύθηκαν πληροφορίες και λεπτομέρειες που συνιστούσαν αναπαραγωγή της σεξουαλικής κακοποίησης ή έτειναν να δώσουν την εντύπωση, είτε συνυπευθυνότητας του θύματος, είτε δικαιολόγησης της συμπεριφοράς του δράστη. Δημοσιογραφική συμπεριφορά του είδους αυτού είναι ανεπίτρεπτη και καταδικαστέα.
Η αρχή της μη αποκάλυψης της ταυτότητας των θυμάτων ή άλλων στοιχείων που να αποκαλύπτουν την ταυτότητα τους τηρείται βασικά στην περίπτωση Κυπρίων πολιτών, γεγονός που επισημαίνεται με ικανοποίηση.
Διαπιστώνεται, ωστόσο, ότι η αξιέπαινη αυτή στάση των ΜΜΕ δεν ακολουθείται και στις περιπτώσεις κείνες που τα θύματα σεξουαλικών εγκλημάτων είναι αλλοδαποί.
Είναι προφανές ότι υπάρχει μια εσφαλμένη αντίληψη, ότι επειδή είναι ξένοι και δεν τους γνωρίζει κανείς στην Κύπρο, δεν είναι επιλήψιμη ή δημοσιοποίηση των ονομάτων τους.
Η Επιτροπή Δεοντολογίας θεωρεί υποχρέωσή της να τονίσει ότι τα ΜΜΕ οφείλουν να αντιμετωπίζουν τέτοιου είδους περιστατικά χωρίς διακρίσεις και με την ίδια ευαισθησία και τον ίδιο σεβασμό που επιδεικνύουν στις περιπτώσεις Κυπρίων πολιτών.
Ο ρόλος των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης είναι αδιαμφισβήτητα μεγάλος και σημαντικός στη διαμόρφωση της στάσης της κοινής γνώμης γενικά και ειδικά απέναντι στο πρόβλημα της χρήσης ουσιών εξάρτησης.
Ο τρόπος της παρουσίασης ειδήσεων, ρεπορτάζ ή άρθρων γύρω από το θέμα, ή χρησιμοποίηση τυποποιημένων φράσεων, η δημοσίευση φωτογραφικού υλικού που πιθανόν να προκαλεί φόβο ή ανασφάλεια ή να μην δίνει περιγραφή της πραγματικής εικόνας του προβλήματος που παρουσιάζεται, πιθανόν να έχουν αρνητικές επιπτώσεις και αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που προωθεί η πολιτική της πρόληψης.
Η σωστή ενημέρωση και εκπαίδευση των δημοσιογράφων πάνω στο θέμα των εξαρτήσεων υποβοηθά στην προώθηση των βασικών αρχών της φιλοσοφίας της πρόληψης.
Τα ΜΜΕ απευθύνονται σε μια ομάδα γενικού πληθυσμού, η οποία μπορεί να έχει διαφορετικές ανάγκες σε σχέση με την πρόληψη. Ετσι τα μηνύματα που εκπέμπονται έχουν διαφορετική επίδραση πάνω στα διάφορα άτομα.
Είναι γι’ αυτό που δεν μπορεί να υπάρξει συνταγή παρουσίασης των πληροφοριών από τα ΜΜΕ, αλλά βασικές αρχές που πρέπει να έχουν υπόψη τους.
ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ
Ερμηνευτικές-καθοδηγητικές διατάξεις για την άσκηση οικονομικής δημοσιογραφίας, με ιδιαίτερη αναφορά στις επενδυτικές συστάσεις, με βάση τις Οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, έχοντας υπόψη: -
* τις Κοινοτικές Οδηγίες 2003/6/EC και 2003/125/EC
* το Νόμο που Προνοεί για τις Πράξεις Προσώπων που Κατέχουν Εμπιστευτικές Πληροφορίες και τις Πράξεις Χειραγώγησης της Αγοράς (Κατάχρηση Αγοράς) του 2005
* τις πρόνοιες των εν λόγω Κοινοτικών Οδηγιών και του Νόμου για εξαίρεση των ΜΜΕ και των δημοσιογράφων από τις υποχρεώσεις που επιβάλλουν σε άλλα άτομα, νοουμένου ότι υπόκεινται σε καθεστώς εσωτερικής ρύθμισης ή αυτορρύθμισης
* τις γενικές αρχές του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας περί σεβασμού της αλήθειας, του δικαιώματος του πολίτη για αντικειμενική, ολοκληρωμένη και έγκυρη ενημέρωση, του δικαιώματος των δημοσιογράφων για απρόσκοπτη πρόσβαση στις πηγές των ειδήσεων και τις αρχές της διαφάνειας και εντιμότητας, καθώς και τις πρόνοιες των νόμων Περί Τύπου και Περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών ως προς τα ανωτέρω
* τις ειδικές διατάξεις του Κώδικα περί ακρίβειας των πληροφοριών, μη απόκτησης οικονομικών οφελών από τη χρήση πληροφοριών που κατέχουν δημοσιογράφοι και περί δημοσιογραφικού απορρήτου
* τη βασική γενική αρχή ότι οι δημοσιογράφοι έχουν υποχρέωση να συμμορφώνονται προς το γράμμα και το πνεύμα του Κώδικα:
Eκδίδει τις ακόλουθες κατευθυντήριες αρχές σε σχέση με τη χρήση οικονομικής φύσεως πληροφοριών:
Αναλυτικά:
1.1. Πρώτιστη μέριμνα των ΜΜΕ και των δημοσιογράφων, οσάκις ασχολούνται με οικονομικά θέματα πρέπει να είναι η προστασία του επενδυτικού κοινού, σε θέματα όπως είναι οι επενδύσεις σε χρηματοοικονομικά μέσα στο Χρηματιστήριο.
1.2. Οι δημοσιογράφοι δεν δημοσιεύουν και δεν μεταδίδουν πληροφορίες όσον αφορά σε επενδυτικές συστάσεις, εφ΄ όσον οι ίδιοι ή στενά συγγενικά τους πρόσωπα προσδοκούν σε όφελος από την πώληση, διακράτηση ή άλλως πως μετοχών στις οποίες αναφέρονται οι πληροφορίες τις οποίες κατέχουν.
1.3. Εφ΄όσον οι ίδιοι ή στενά συγγενικά τους πρόσωπα προσδοκούν σε όφελος από επενδυτικές συστάσεις, τα ΜΜΕ και οι δημοσιογράφοι δύνανται να δημοσιεύουν ή να μεταδίδουν πληροφορίες που αφορούν σε τέτοιες συστάσεις, εφ’ όσο δημοσιοποιήσουν τα οικονομικά συμφέροντα ή συγκρούσεις συμφερόντων σε σχέση με τις συστάσεις που αποτελούν αντικείμενο των δημοσιευμάτων ή μεταδόσεων.
1.4. Δημοσιογράφοι οι οποίοι έχουν οι ίδιοι, ή συγγενικά και φιλικά τους πρόσωπα, οικονομικά συμφέροντα ή συγκρούσεις συμφερόντων αναφορικά με πληροφορίες τις οποίες κατέχουν, οφείλουν να τα αποκαλύπτουν στον άμεσο προϊστάμενό τους.
1.5. Τα ΜΜΕ και οι δημοσιογράφοι δεν επιτρέπεται να δημοσιεύουν ή να μεταδίδουν πληροφορίες για μετοχές σχετικά με τις οποίες οι ίδιοι ή πρόσωπα με τα οποία έχουν στενούς δεσμούς, έχουν προβεί σε πράξεις αμέσως προ ή αμέσως μετά τη σκοπούμενη δημοσίευση ή μετάδοση.
1.6. Τα ΜΜΕ και οι δημοσιογράφοι ή πρόσωπα με τα οποία έχουν στενούς δεσμούς δεν επιτρέπεται να προβαίνουν σε πράξεις αναφορικά με μετοχές για τις οποίες έγραψαν αμέσως προ, ή προτίθενται να γράφουν αμέσως μετά.
************
2.1. Απαγορεύονται ενέργειες χειραγώγηση της αγοράς με οποιοδήποτε τρόπο.
2.2. Ενδεικτικά αναφέρεται η δημοσιοποίηση ψευδών ή αβάσιμων πληροφοριών οι οποίες δίδουν ή είναι δυνατό να δώσουν ψευδείς ή παραπλανητικές ενδείξεις σχετικά με την προσφορά, τη ζήτηση ή την τιμή χρηματοοικονομικού μέσου, ο τεχνητός ή ανώμαλος επηρεασμός της αγοράς, της πορείας και/ή του όγκου των συναλλαγών χρηματοοικονομικών μέσων και η συμμετοχή ή η προτροπή προς συμμετοχή σε ενέργειες που αποσκοπούν σε χειραγώγηση της αγοράς.
************
3.1. Τηρουμένων των διατάξεων του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, οι δημοσιογράφοι θα πρέπει, όπου είναι δυνατό, να παραθέτουν τις πηγές της πληροφόρησής τους.
3.2. Οσάκις δημοσιεύουν επενδυτικές συστάσεις, οφείλουν να αποκαλύπτουν την ύπαρξη συμφερόντων ή σύγκρουσης συμφερόντων των ιδίων ή προσώπων με τα οποία έχουν στενούς δεσμούς. Οταν αυτό θεωρείται ανεφάρμοστο, θα πρέπει να καθιστούν σαφή την πηγή από την οποία το κοινό μπορεί να βρει πληροφορίες για την ύπαρξη συμφερόντων ή σύγκρουσης συμφερόντων.
3.3. Οσάκις δημοσιεύουν επενδυτικές συστάσεις τρίτων ή άλλες οικονομικής φύσεως πληροφορίες που προέρχονται από τρίτους, ή περίληψη επενδυτικών συστάσεων τρίτων, οφείλουν να αποκαλύπτουν την ύπαρξη συμφερόντων ή σύγκρουσης συμφερόντων των τρίτων. Οταν αυτό θεωρείται ανεφάρμοστο, θα πρέπει να καθιστούν σαφή την πηγή από την οποία το κοινό μπορεί να βρει πληροφορίες για την ύπαρξη συμφερόντων ή σύγκρουσης συμφερόντων των τρίτων.
3.4. ΜΜΕ και δημοσιογράφοι οι οποίοι παράγουν οι ίδιοι και διαδίδουν επενδυτικές συστάσεις.-
3.4.1. Οφείλουν να κάμνουν διάκριση μεταξύ γεγονότος και ερμηνείας, υπολογισμών, συμβουλών, προγνωστικών και οδηγιών.
3.4.2. Οφείλουν να κάμνουν γνωστή την ταυτότητά τους και/ή την ταυτότητα του διευθυντή ή αρχισυντάκτη τους.
3.4.3. Οταν διαδίδουν επενδυτικές συστάσεις που ετοιμάστηκαν από τρίτους, μεριμνούν ώστε η ταυτότητα των τρίτων να καθίσταται γνωστή.
3.4.4. Οταν τροποποιούν ουσιωδώς επενδυτικές συστάσεις που ετοιμάστηκαν από τρίτους, μεριμνούν ώστε το εύρος της τροποποίησης να καθίσταται γνωστό.
3.4.5. Οταν διαδίδουν επενδυτικές εισηγήσεις χωρίς δικές τους προσθήκες ή αλλαγές, μεριμνούν ώστε οι εισηγήσεις να είναι σαφείς και μη παραπλανητικές.
3.4.6. Δημοσιογράφοι οι οποίοι έχουν προσωπικό συμφέρον ή σύγκρουση συμφερόντων οφείλουν να καθιστούν το γεγονός αυτό γνωστό στο διευθυντή/αρχισυντάκτη τους.
3.4.7 Τα ΜΜΕ και δημοσιογράφοι ως στην παράγραφο 3.4 οφείλουν να αποκαλύπτουν την ύπαρξη συμφερόντων ή σύγκρουσης συμφερόντων. Οταν αυτό θεωρείται ανεφάρμοστο, θα πρέπει να καθιστούν σαφή την πηγή από την οποία το κοινό μπορεί να βρει πληροφορίες για την ύπαρξη συμφερόντων ή σύγκρουσης συμφερόντων.
Η Επιτροπή, εκδίδοντας αυτές τις ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΕΣ ΑΡΧΕΣ λαμβάνει υπ’ όψη, κατά ενδεικτικό τρόπο, την ερμηνεία του Πρώτου παραρτήματος, του Νόμου που Προνοεί για τις Πράξεις Προσώπων που Κατέχουν Εμπιστευτικές Πληροφορίες και τις Πράξεις Χειραγώγησης της Αγοράς (Κατάχρηση Αγοράς) του 2005, ως προς την έννοια των όρων που αναφέρονται σ’ αυτό.
Στενοί Δεσμοί:
Πρόσωπο που έχει στενούς δεσμού με άλλον θεωρείται:
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, θεωρώντας το θέμα της οικονομικής δημοσιογραφίας ουσιώδους σημασίας, προτίθεται να καταγγέλλει δημοσίως και άνευ χρονοτριβής περιπτώσεις στις οποίες θα διαπιστώνει παραβίαση των ανωτέρω κατευθυντήριων αρχών.
Ο Κώδικας Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας και οι κατευθυντήριες αρχές που εκδίδονται με βάση τον Κώδικα εφαρμόζονται τόσο ως προς το γράμμα, όσο και ως προς το πνεύμα. Η πρόθεση είναι σαφής: Κανένας δημοσιογράφος ή διευθυντής/αρχισυντάκτης δεν πρέπει να αναλαμβάνει οποιασδήποτε μορφής δραστηριότητα σχετικά με την άσκηση οικονομικής δημοσιογραφίας η οποία αφήνει περιθώρια παρερμηνείας ή είναι δυνατό να οδηγήσει σε αμφισβήτηση της ακεραιότητας του ιδίου ή του ΜΜΕ στο οποίο εργάζεται.
Δεν πρέπει να αναζητούνται παράθυρα για δικαιολόγηση οποιασδήποτε πράξης ή ενέργειας, η οποία δεν συνάδει με το γράμμα και το πνεύμα του Κώδικα και των Κατευθυντηρίων Αρχών.
Ο Κώδικας και οι Κατευθυντήριες Αρχές εφαρμόζονται επί όλων των ΜΜΕ, των δημοσιογράφων και των διευθυντών/αρχισυντακτών. Επιβάλλει υποχρέωση αποκάλυψης της κατοχής μετοχών που αποτελούν αντικείμενο ειδησεογραφίας από τους δημοσιογράφους στους διευθυντές/αρχισυντάκτες τους. Η καλώς νοούμενη άσκηση της δημοσιογραφίας επιβάλλει στους διευθυντές/αρχισυντάκτες την αποκάλυψη των δικών τους συμφερόντων σε μετοχές ως ανωτέρω στον Εκδότη του ΜΜΕ. Η ύπαρξη εσωτερικού Μητρώου είναι πρακτικός τρόπος εκπλήρωσης αυτής της υποχρέωσης.
Βασικό κριτήριο πρέπει να είναι η άσκηση κοινής λογικής. Επομένως τελικός στόχος είναι να μη βρίσκονται οι δημοσιογράφοι και η δημοσιογραφία εκτεθειμένοι σε οποιεσδήποτε κατηγορίες για άσκηση ανέντιμης ή συμφεροντολογικής δημοσιογραφίας.
Συνοπτικά:
Ως γενική αρχή, τα ΜΜΕ δεν δημοσιεύουν ειδήσεις για αυτοκτονίες, εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις, κατά τις οποίες οι περιστάσεις δικαιολογούν τη δημοσίευση. Ενδεικτικά, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως εξαιρετική περίπτωση η αυτοκτονία μιας γνωστής προσωπικότητας ή διασημότητας, αν η δημοσίευση θα προωθούσε κάποιο κοινωνικό σκοπό ή αν θα συνέβαλλε στη λήψη διορθωτικών μέτρων. Όμως, στις εξαιρέσεις αυτές, και πάλι θα πρέπει να τηρούνται όλες οι άλλες πρόνοιες του Κώδικα που αφορούν στην αυτοκτονία.
Ειδικότερα, σε περιπτώσεις κατά τις οποίες τα γεγονότα δικαιολογούν παρέκκλιση από τον κανόνα, η είδηση θα πρέπει να αποσκοπεί στην πληροφόρηση και όχι στον εντυπωσιασμό και δεν θα πρέπει να περιλαμβάνει λεπτομέρειες για τους λόγους και τη μέθοδο, τον τρόπο ή το μέσο αυτοκτονίας ή ακόμη και τη διαδικασία.
Ακόμα και στις περιπτώσεις που οι πληροφορίες προέρχονται από προνομιούχα διαδικασία, όπως είναι μια ανοικτή ακρόαση σε δικαστήριο, ή δηλώσεις κάποιου επισήμου με αρμοδιότητα να μιλήσει για το θέμα, δεν πρέπει να δημοσιεύονται τέτοιες πληροφορίες.
Υπάρχει ισχυρή μαρτυρία πως τα ΜΜΕ συμβάλλουν σημαντικά στο κοινωνικό φαινόμενο της αυτοκτονίας, την οποία η Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας θεωρεί ως σοβαρό πρόβλημα δημόσιας υγείας.
Η ΠΟΥ και ο Διεθνής Σύνδεσμος για την Πρόληψη της Αυτοκτονίας (International Association for Suicide Prevention-IASP) δημοσιοποίησαν ειδική μελέτη που απευθύνεται στα ΜΜΕ και τους δημοσιογράφους στην οποία καταγράφονται τα ευρήματα 50 ερευνών που έγιναν διεθνώς. https://www.iasp.info/resources/Suicide_and_the_Media/
Ολες οι έρευνες κατέληξαν στον συμπέρασμα ότι η παρουσίαση περιπτώσεων αυτοκτονιών από τα ΜΜΕ παρέχει ερεθίσματα για μιμητισμό και μπορεί να οδηγήσει σε αυτοκτονική συμπεριφορά αμέσως μετά και μέχρι ένα διάστημα τριών εβδομάδων μετά τη δημοσίευση.
Το γενικό συμπέρασμα των ερευνών αυτών είναι πως η ομοιότητα μεταξύ του ερεθίσματος ή του μοντέλου που παρέχει μια είδηση και του παρατηρητή, ως προς την ηλικία, το φύλο, τις οικονομικές ή προσωπικές περιστάσεις και άλλα στοιχεία ταύτισης, είναι σημαντικός παράγων μίμησης.
Ακόμη διαπιστώθηκε ότι όσο πιο γνωστό ή με επιρροή ήταν το πρόσωπο που αυτοκτόνησε τόσο ευρύτερη ήταν η μιμητική συμπεριφορά. Ειδικές υποομάδες , όπως νεαρά άτομα και άτομα που υποφέρουν από κατάθλιψη, δυνατό να είναι ιδιαίτερα ευάλωτα και να ακολουθήσουν μιμητική αυτοχειριακή συμπεριφορά. Η περιγραφή του τρόπου αυτοκτονίας δυνατό να οδηγήσει σε μίμηση της μεθόδου.
Εκεί που οι περιστάσεις το δικαιολογούν, τα ΜΜΕ που δημοσιεύουν ειδήσεις για αυτοκτονία, δεν πρέπει να παρουσιάζουν απλουστευτικά τους λόγους που οδήγησαν στην αυτοχειρία. Είναι λάθος να αποδίδεται η αυτοκτονία σε ένα μεμονωμένο παράγοντα, όπως μια αποτυχία στις εξετάσεις, η διάλυση μιας σχέσης, μια οικονομική καταστροφή, χωρίς εμβάθυνση σε άλλους παράγοντες. Η αυτοκτονία δεν έχει ποτέ μόνο μια αιτία. Πνευματικές και ψυχολογικές ανωμαλίες, ο παρορμητισμός, πολιτισμικοί, γενετικοί και κοινωνικό-οικονομικοί παράγοντες πρέπει να λαμβάνονται πάντοτε υπόψη.
Σύμφωνα με την προαναφερθείσα μελέτη, είναι πολύ καλύτερο τα ΜΜΕ αντί να επικεντρώνονται στην εντυπωσιακή παρουσίαση μιας αυτοκτονίας, να συμβάλλουν αποτρεπτικά, παρουσιάζοντες τις αρνητικές συνέπειες μιας αυτοκτονίας Τέτοιες συνέπειες είναι ο καταστροφικός αντίκτυπος στα μέλη της οικογένειας και στους φίλους, που βασανίζονται από αισθήματα απώλειας, στιγματισμού, θυμού, ή ακόμη και ενοχής και από αναπάντητα ερωτηματικά για το ενδεχόμενο να υπήρχαν ενδείξεις που δεν πρόσεξαν.
Ως γενική αρχή, όλοι οι άνθρωποι που βρίσκονται στην Κύπρο, ανεξάρτητα από το εθνικό, φυλετικό, θρησκευτικό, κοινωνικό ή γλωσσικό τους υπόβαθρο έχουν ακριβώς τα ίδια ανθρώπινα δικαιώματα, με βάση τις διεθνείς συμβάσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα που έχει επικυρώσει η Κυπριακή Δημοκρατία.
Αναγνωρίζοντας αυτό το δεδομένο, ο Κώδικας Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας απαγορεύει «οποιαδήποτε ενέργεια που εμπεριέχει στοιχεία προκατάληψης με βάση τη φυλή, το χρώμα, τη γλώσσα, τη θρησκεία, τις πολιτικές ή άλλες πεποιθήσεις, την εθνική ή κοινωνική προέλευση, την περιουσία, την καταγωγή, την ηλικία, το φύλο και το προσωπικό καθεστώς, περιλαμβανομένης της φυσικής ή διανοητικής ασθένειας ή αναπηρίας».
Περαιτέρω ο Κώδικας απαγορεύει ως ανεπίτρεπτο το χλευασμό, τη διαπόμπευση και το διασυρμό ατόμων ή ομάδων. Η πρόνοια αυτή καλύπτει άτομα και ομάδες ή υποομάδες ανθρώπων με διαφορετικά φυλετικά, εθνικά, γλωσσικά και θρησκευτικά χαρακτηριστικά, καθώς και χαρακτηριστικά που ανάγονται στο προσωπικό καθεστώς, περιλαμβανομένων προσωπικών στοιχείων και χαρακτηριστικών.
Οι πιο πάνω ιδιότητες ανάγονται στο δικαίωμα της διαφορετικότητας του ατόμου, το οποίο πρέπει να αναγνωρίζεται εμπράκτως και να είναι σεβαστό από όλους.
Συνακόλουθο του χειρισμού θεμάτων μετανάστευσης και ασύλου από τα ΜΜΕ με τρόπο που εμπεριέχει προκατάληψη που αφορά στις προαναφερθείσες ιδιότητες είναι η δημιουργία ξενοφοβικών αισθημάτων, γεγονός που επιτείνει τα κοινωνικά φαινόμενα τα οποία έχουν τη γενεσιουργό τους αιτία στη μη ανοχή της διαφορετικότητας.
Παράδειγμα δημιουργίας προκατάληψης από τα ΜΜΕ είναι η αναφορά στην εθνική και φυλετική προέλευση όταν αυτές οι ιδιότητες δεν συνιστούν ουσιώδες στοιχείο της είδησης. Η πρακτική αυτή παρατηρείται κατά κύριο λόγο σε ειδήσεις που αναφέρονται σε εγκλήματα ή αδικήματα ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο αντανακλούν αρνητικά σε άτομα ή ομάδες, στις οποίες η εθνική και φυλετική προέλευση ή απλώς και το γεγονός ότι ο δράστης ή το θύμα δεν είναι Κύπριος αναδεικνύονται σε πρωτεύον στοιχείο της είδησης. Αντίθετα η ιδιότητα κάποιου ως Κυπρίου δεν θεωρείται, σε ανάλογες περιπτώσεις, στοιχείο της είδησης και δεν αναφέρεται σχεδόν ποτέ. Η πρακτική αυτή συμβάλλει στη δημιουργία αισθημάτων ξενοφοβίας, εχθρότητας, απέχθειας και μη ανοχής προς τους ξένους συλλήβδην.
Κατά τον ίδιο τρόπο παραβιάζονται συχνά άλλα δικαιώματα των μεταναστών, τα οποία τυγχάνουν σεβασμού για Κυπρίους. Τέτοια παραδείγματα είναι η παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας, η δημοσίευση φωτογραφιών κατά τη σύλληψη ή μεταφορά τους στο δικαστήριο, το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή και η αποκάλυψη προσωπικών τους δεδομένων.
Πολλές φορές δημοσιεύονται και μεταδίδονται ξενοφοβικές δηλώσεις επειδή σε αρκετές περιπτώσεις προέρχονται από τα χείλη επωνύμων, όπως συνέβη πολλές φορές σε ζωντανές συζητήσεις ή δηλώσεις σε τηλεοπτικούς και ραδιοφωνικούς σταθμούς, ή προβάλλονται αβασάνιστα ισχυρισμοί που διατυπώνονται από μέλη του κοινού, συνήθως χωρίς αντίλογο ή την άλλη οπτική.
Κατά την κάλυψη θεμάτων που αναφέρονται στη μετανάστευση πρέπει να επιδεικνύεται συμπάθεια προς τους ανθρώπους που αναγκάζονται να διακινδυνεύσουν ακόμη και τη ζωή των ιδίων και των παιδιών τους για ένα καλύτερο αύριο. Επίσης θα πρέπει να προβάλλεται η υποχρέωση των κρατών να τους παρέχουν βοήθεια και προστασία καθώς και τα θετικά στοιχεία σε κάθε περίπτωση, πχ η διάσωση 350 Σύρων προσφύγων το Σεπτέμβριο του 2014.
Οι συγκυρίες της οικονομικής κρίσης και της μεγάλης ανεργίας δημιουργούν πρόσφορο έδαφος για τη δημιουργία και διάδοση αισθημάτων ξενοφοβίας, ρατσισμού και εχθρότητας προς τους μετανάστες. Αυτό επιβάλλει στους λειτουργούς των ΜΜΕ να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί όταν χειρίζονται ειδήσεις που αναφέρονται σε μετανάστες και ειδικότερα σε ότι αφορά σε αιτητές ασύλου, πρόσφυγες, θύματα εμπορίας ανθρώπων και άλλες ομάδες που ζουν στην Κύπρο ή αλλού.
Κάθε δημοσιογράφος που σέβεται την ιδιότητά του και έχει συναίσθηση της αποστολής του οφείλει συνειδητά να μεριμνά ώστε να μην υπεισέρχονται με κανένα τρόπο στην εργασία του στοιχεία προκατάληψης εναντίον των μεταναστών και ταυτόχρονα να υποδεικνύει και τις θετικές πτυχές της παρουσίας τους στην Κύπρο.
Γι’ αυτό θα πρέπει να λαμβάνει συνεχώς υπόψη ότι το θέμα δεν είναι μονοδιάστατο αλλά σύνθετο και δεν πρέπει να τυγχάνει απλουστευτικής προσέγγισης που οδηγεί στη ξενοφοβία.
Η συλλήβδην αναφορά σε αλλοδαπούς, συχνά με τον όρο λαθρομετανάστες ή παράνομοι μετανάστες και η αβασάνιστη προβολή ατεκμηρίωτων και εν πολλοίς αβάσιμων ισχυρισμών συνιστά χείριστη πρακτική.
ΣΥΝΟΠΤΙΚΑ